Συνολικές προβολές σελίδας

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Νέα Δημοκρατία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Νέα Δημοκρατία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 7 Ιανουαρίου 2022

Με τέτοιους βουλευτές δεν μπορεί να ηγείσαι στην… Τέταρτη Βιομηχανική Επανάσταση

 Την ημέρα που ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Γιάννης Οικονόμου δήλωνε ότι… «η Ελλάδα ηγείται στην Τέταρτη Βιομηχανική Επανάσταση», ο μητροπολίτης Ζακύνθου Διονύσιος προέβαινε σε μια ασυνήθιστη ενέργεια, απευθύνοντας επιστολή τον πρωθυπουργό διαμαρτυρόμενος για τη στάση του εκλεγμένου με τη Νέα Δημοκρατία βουλευτή της περιοχής του Διονύση Ακτύπη ο οποίος επέλεξε να επισκεφτεί μοναστήρια του νησιού στα οποία κατοικοεδρεύουν μοναχοί που αρνούνται να εμβολιαστούν.

Η ενέργεια του συγκεκριμένου Ιεράρχη έχει ιδιαίτερη αξία διότι ο κ. Διονύσιος είναι ένας από τους ελάχιστους μητροπολίτες της ελλαδικής Εκκλησίας που υποστήριξαν εξ αρχής και σθεναρά το εμβολιαστικό πρόγραμμα κατά της μάστιγας του κορωνοϊού. Ο ίδιος μάλιστα έδειξε ξεχωριστό σθένος καθιερώνοντας κυρώσεις κατά των κληρικών της μητρόπολης του που «αποδείχθηκαν απειθείς, παρά τις συστάσεις και τις αγωνιώδεις οδηγίες του Ποιμενάρχου περί της ανάγκης εμβολιασμού και μη χειραγωγήσεως των πιστών σε αντιεπιστημονικές συμπεριφορές».

Ανάμεσα στις «κυρώσεις» που επέβαλε ο Μητροπολίτης ήταν και το «εμπάργκο» των επισκέψεων στα μοναστήρια που διαβιούν αντιεμβολιαστές μοναχοί. Ο κυβερνητικός βουλευτής, όμως, που είναι και ο μοναδικός εκπρόσωπος της Ζακύνθου στην Εθνική Αντιπροσωπεία, όχι μόνον επέλεξε να ξεκινήσει τις περιοδείες του, επ΄ ευκαιρία του νέου χρόνου, από τα συγκεκριμένα μοναστήρια αλλά τις διαφήμισε κιόλας με αναρτήσεις φωτογραφιών στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης που τον έδειχναν να ψάλλει και να ποζάρει δίπλα σε μοναχούς και μοναχές που φυσικά δεν φορούσαν μάσκες.

Δικαίως του λόγου, κατόπιν αυτού ο Μητροπολίτης απευθύνθηκε στον πρωθυπουργό για να καταγγείλει ότι ο κ. Ακτύπης υπονομεύει τον αγώνα υπέρ του εμβολιασμού «Όταν εμείς δίνουμε καθημερινά και με μεγάλο κόστος τη μάχη να πείσουμε για την αναγκαιότητα του εμβολιασμού, τιμωρώντας και επιβάλλοντας αυστηρές κυρώσεις στους αντιεμβολιαστές ιερείς και μοναχούς, προκειμένου να απαλλαγεί η πατρίδα μας από την πανδημία, ο βουλευτής Ζακύνθου μεταβαίνει στα μοναστήρια τα οποία εμείς δεν επισκεπτόμεθα, συντρώγοντας με αρνητές μοναχούς και παριστάνοντας τον ιεροψάλτη, προκαλώντας έτσι το δίκαιο αίτημα της απογοήτευσης, σε όσους δίνουν την άνιση μάχη αυτές τις κρίσιμες ώρες», έγραψε ο κ. Διονύσιος.

Ο γαλάζιος βουλευτής, ο οποίος μάλιστα συμβαίνει να είναι και γιατρός, προσπάθησε, εκ των υστέρων, να… δικαιολογήσει τα αδικαιολόγητα. Υποστήριξε ότι βρέθηκε σε μια από τις μονές που φωτογραφίστηκε ως ψάλτης –την πρώτη Κυριακή του νέου έτους- επειδή αντιμετώπιζε... πρόβλημα εισροής υδάτων σε κάποιο από τα κτίρια της. Καθώς, όμως, φαίνεται ότι και ο ίδιος αντελήφθη την αδυναμία του επιχειρήματος του, δεν δίστασε να το ρίξει και στη… συνωμοσιολογία. Ισχυρίστηκε ότι ο σάλος που ξέσπασε για την πρωτοβουλία του, την οποία είναι αλήθεια ότι έσπευσαν να εκμεταλλευθούν οι αντιπολιτευτικές δυνάμεις της περιοχής, προήλθε δήθεν από κάποιους που ενοχλούνται από την… καθαρτήρια δράση του.

«Προσωπικά εκτιμώ πως οι τοποθετήσεις μου το τελευταίο διάστημα αναφορικά με τα ζητήματα του Ναυαγίου Ζακύνθου έχουν θίξει, τελικά σε πολύ μεγάλο βαθμό, τα συμφέροντα πολλών», έγραψε ο βουλευτής στην απαντητική του δήλωση. Παρέλειψε, ωστόσο, να μπει στον κόπο να εξηγήσει ποιοι είναι αυτοί οι «πολλοί» που έχουν συμφέροντα στο Ναυάγιο και αν ανάμεσά τους περιλαμβάνει και τον διαμαρτυρόμενο Μητροπολίτη. Αναφέρει επίσης ότι ο «υπεύθυνος» (;) της μιας από τις μονές είναι εμβολιασμένος. Χωρίς να διευκρινίζει τι συμβαίνει με τους υπολοίπους και κυρίως με όσους ήταν δίπλα του χωρίς μάσκες στις φωτογραφίες που ο ίδιος δημοσιοποίησε.

Παρά το γεγονός ότι όσο και αν έψαξα δεν βρήκα –και ελπίζω να μην τον αδικώ- μια δήλωση του κ. Ακτύπη που να στηρίζει την προσπάθεια του Μητροπολίτη της περιοχής του να τιθασεύσει το αντιεμβολιαστικό πνεύμα που έχει εκδηλωθεί στις τάξεις των ρασοφόρων, οφείλω να ομολογήσω ότι η στάση του συγκεκριμένου βουλευτή δεν αποτελεί την εξαίρεση αλλά μάλλον τον κανόνα μεταξύ των στελεχών της Κοινοβουλευτικής Ομάδας του κυβερνώντος κόμματος.

Ενόσω, άλλωστε, διαδραματίζονταν όλη αυτή η αντιδικία στο νησί της Ζακύνθου, λίγο βορειανατολικότερα, στο Μεσολόγγι, λάμβανε χώρα ένας απίστευτος συναγωνισμός των τοπικών βουλευτών της ΝΔ για το ποιος θα εκθειάσει εντονότερα τον εκλιπόντα Μητροπολίτη Αιτωλίας και Ακαρνανίας, ο οποίος έχασε αυτές τις μέρες την ζωή του από επιπλοκές του κορωνοϊού και όσο ζούσε ήταν μεταξύ των διαπρύσιων αρνητών για ό,τιδήποτε σχετιζόταν με την πανδημία: το lockown, τις μάσκες και τους εμβολιασμούς.

Δύο σχετικά νέοι πολιτικοί, ο 55χρονος υπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης Σπήλιος Λιβανός και ο 47χρονος πρώην υφυπουργός Κώστας Καραγκούνης, γόνοι και οι δύο οικογενειών με παράδοση στην πολιτική, ανταγωνίστηκαν μεταξύ τους στον εγκωμιασμό του μακαριστού Ιεράρχη, χωρίς να βρουν και να προσθέσουν στις επαινετικές δηλώσεις τους έστω μια φράση για τον αρνητικό ρόλο που είχε ο συγκεκριμένος Ιεράρχης καθ’ όλη τη διάρκεια της πανδημίας, υποχρεώνοντας ακόμη και την Ιερά Σύνοδο να τον καλέσει σε απολογία.

Η στάση τους γίνεται ακόμη πιο λυπηρή αν αναλογιστεί κανείς ότι και οι δύο περί ων ο λόγος Αιτωλοακαρνάνες πολιτικοί έχουν νοσήσει από κορωνοϊό και, κατά δήλωσή τους, σώθηκαν επειδή είχαν εμβολιαστεί. Ειδικά ο κ. Καραγκούνης, ο οποίος με βάση τα λεγόμενα του νόσησε πολύ βαριά και χρειάστηκε να νοσηλευτεί, είχε περιγράψει με μελανά χρώματα τον φόβο που τον κυριάρχησε όταν χρειάστηκε να βάλει μάσκα οξυγόνου.

Το ερώτημα που ευλόγως ανακύπτει είναι γιατί ούτε ο ένας ούτε ο άλλος δεν αισθάνθηκαν την ανάγκη να επαναλάβουν στον θερμό αποχαιρετισμό που έκαναν στον εκλιπόντα Μητροπολίτη κάτι από όσα οι ίδιοι έζησαν. Ή έστω μια προτροπή υπέρ του εμβολιασμού και της τήρησης των υγειονομικών κανόνων. Αλλά και γενικότερα δεν μπορεί να μην αναρωτηθεί κάποιος τον λόγο για τον οποίο μέχρι τώρα κανένας κυβερνητικός βουλευτής δεν στάθηκε στο πλευρό των λίγων Ιεραρχών που στήριξαν το εμβολιαστικό πρόγραμμα και δεν βρήκε μια λέξη αποδοκιμασίας για εκείνους που παραβίαζαν προκλητικά τους κανόνες φθάνοντας στο σημείο να κατεβάζουν τις μάσκες των πιστών που ήθελαν να τους ασπαστούν το χέρι.

Είναι κρίμα να το διαπιστώνει κανείς, αλλά με τέτοιους (κοντόφθαλμα ψηφοθήρες και εξόφθαλμα ψοφοδεείς) βουλευτές ούτε ανοίγματα στο Κέντρο μπορεί να ισχυρίζεται κανείς ότι κάνει, ούτε, πολύ περισσότερο, να θεωρεί ότι βρίσκεται σε χώρα που είναι στην… ηγεσία της Τέταρτης Βιομηχανικής Επανάστασης.

Παρασκευή 1 Οκτωβρίου 2021

Η νομιμότητα είναι το μόνο αντίπαλο δέος των άκρων

             Τα πρόσφατα επεισόδια στα Επαγγελματικά Λύκεια της ευρύτερης Θεσσαλονίκης θα μπορούσαν να λειτουργήσουν και ως καμπανάκι για όσους ενδεχομένως είχαν την αφελή εντύπωση ότι το μαύρο μέτωπο της Ακροδεξιάς στην Ελλάδα θα εξαφανιζόταν από προσώπου γης μετά την καταδίκη και τη φυλάκιση της ηγεσίας της Χρυσής Αυγής.

            Με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, στα δεξιότερα του πολιτικού άξονα εδώ και δεκαετίες κινείται ένα ποσοστό Ελλήνων που κυμαίνεται μεταξύ 5 και 10% του εκάστοτε εκλογικού σώματος. Αρχής γενομένης από το 6,82% που συγκέντρωσε η αποκαλούμενη «Εθνική Παράταξις» τις εκλογές του 1977, μόλις τρία χρόνια μετά την κατάρρευση της Χούντας, καθ’ όλη τη Μεταπολίτευση οι δυνάμεις της Ακροδεξιάς αυξομειώνονται αναλόγως με την εκάστοτε πολιτική και οικονομική συγκυρία.

Εύκολα διαπιστώνει κανείς ότι, σε αδρές γραμμές, η Ακροδεξιά αυξάνει τις δυνάμεις της όταν βρίσκεται στη διακυβέρνηση η Νέα Δημοκρατία, ενώ η απήχησή της στο εκλογικό σώμα υποχωρεί αισθητά σχεδόν κάθε φορά που η παράταξη της Κεντροδεξιάς είναι στην αντιπολίτευση και διεκδικεί βασίμως την επιστροφή της στην εξουσία.

Αν και οι κατά καιρούς πολιτικοί σχηματισμοί που εμφανίστηκαν στον πέραν της ΝΔ χώρο δεν είχαν τα ίδια ακριβώς χαρακτηριστικά και σίγουρα δεν μπορεί να εξομοιωθούν όλοι τους με την εγκληματική δράση της ηγετικής ομάδας της Χρυσής Αυγής, αυτό, ωστόσο, δεν αναιρεί το γεγονός ότι αναπόσπαστο στοιχείο του ιδεολογικού πυρήνα όλων των ακροδεξιών κομμάτων, κομματιδίων, οργανώσεων και μορφωμάτων είναι ο εθνικισμός, ο λαϊκισμός και η μισαλλοδοξία κατά των άλλων παρατάξεων.

Όντας, άλλωστε, στην πλειονότητά τους, θιασώτες των μεθόδων κατάληψης της εξουσίας που ακολούθησαν οι πραξικοπηματίες, όπως και θαυμαστές εγχώριων αλλά και ξένων δικτατόρων, δύσκολα μπορούσε να κρυφθεί το φλερτ τους με τη βίαιη κατάλυση των δημοκρατικών θεσμών και άρα με την έλλειψη σεβασμού στους κανόνες της δημοκρατικής εναλλαγής στην εξουσία με βάση την ψήφο των πολιτών.

Σε αντίθεση, πάντως, με ό,τι συνέβη σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, ακόμη και στη Γαλλία που έχει μακρά παράδοση λειτουργίας των δημοκρατικών θεσμών, στην Ελλάδα η Ακροδεξιά δεν κατάφερε να σπάσει το φράγμα του 10% και να γίνει κεντρικός παίκτης στο εγχώριο πολιτικό σκηνικό.

Ακόμη και στις ακραίες συνθήκες τη μνημονιακής εποχής που διαλύθηκε το παλαιό πολιτικό σύστημα, μπορεί να πήραν αέρα τα πανιά τους, έμειναν, όμως, στο περιθώριο και ουσιαστικά πολύ μακριά από το να καταφέρουν να προβληθούν ως εναλλακτική πρόταση διακυβέρνησης.

Γι΄ αυτό και στις τελευταίες εκλογές συρρικνώθηκε η δύναμη της Χρυσής Αυγής, υποκαθιστάμενη από άλλα σχήματα της λαϊκίστικης Ακροδεξιάς, πολύ πριν η ηγεσία της καταδικαστεί από τη Δικαιοσύνη. Η ενίσχυση άλλων δυνάμεων που κινούνται στα δεξιότερα του πολιτικού φάσματος έδειξε ότι η συρρίκνωσή του φιλοναζιστικού μορφώματος δεν οδήγησε και στην εξαφάνιση των ψηφοφόρων της ή έστω σε μεταμέλεια όλων εκείνων που τους ψήφιζαν τα προηγούμενα χρόνια.    

Ορισμένοι αποδίδουν την πολιτική καχεξία των ακροδεξιών δυνάμεων στις νωπές μνήμες των Ελλήνων από την περιπέτεια της χουντικής επταετίας και της κατοχικής θηριωδίας. Αλλά κάτι τέτοιο δεν μπορεί να ισχύει απόλυτα όταν είδαμε το ναζιστικό μόρφωμα του Νίκου Μιχαλολιάκου να καταγράφει αξιοσημείωτα ποσοστά σε περιοχές μαρτυρίου όπως το Δίστομο ή τα Καλάβρυτα.

Ένα μεγάλο ευτύχημα για τη χώρα μας είναι, ίσως, ότι ο συγκεκριμένος πολιτικός χώρος είναι κατακερματισμένος, αλλά κυρίως ότι δεν ευδόκησε να έχει στην ηγεσία του μια χαρισματική προσωπικότητα, όπως εκείνες που ηγήθηκαν αντίστοιχων εθνικιστικών και ξενοφοβικών σχηματισμών σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Το εκτόπισμα των περισσότερων εγχώριων ηγετίσκων ήταν περιορισμένο και ουδείς τους κατάφερε ως τώρα να αποκτήσει ευρύτερη συμπάθεια στο λαϊκό ακροατήριο.

Όπως και να έχει, πάντως, η Ακροδεξιά ήταν και παραμένει μια υπαρκτή οντότητα που ποτέ δεν μπορεί να ξέρει κανείς πότε όσοι την εκφράζουν θα ξαναβγούν από τα λαγούμια στα οποία κρύφτηκαν τα τελευταία χρόνια. Είναι γεγονός αναμφισβήτητο ότι οι κινητοποιήσεις των αντιεμβολιαστών δημιούργησαν πρόσφορο έδαφος σε αυτό το «εν υπνώσει» ακροατήριο, το οποίο, όπως μαρτυρούν και τα πρόσφατα γεγονότα της Θεσσαλονίκης, μπορεί να μην αργήσει να ξυπνήσει.

Η ανοχή την οποία έδειξαν την περίοδο 2011-2013 ένα μεγάλο μέρος του κοινωνικού σώματος αλλά, πολύ περισσότερο, οι αρχές του τόπου αποθράσυναν τα «Τάγματα Εφόδου» τα οποία, από τις στρατιωτικού τύπου παρελάσεις στους δρόμους των πόλεων και τις θορυβώδεις παραστάσεις σε διάφορες δημόσιες παραστάσεις, σύντομα προχώρησαν στους ξυλοδαρμούς αλλοδαπών και Ελλήνων. Και, όσο έβλεπαν ότι το πεδίο τους ήταν ελεύθερο και μπορούσαν ανεξέλεγκτοι να κάνουν ότι θέλουν, ήταν πλέον ζήτημα χρόνου για το πότε θα έφθαναν ως τις δολοφονίες.

Εκείνα τα λάθη, λοιπόν, δεν πρέπει να επαναληφθούν. Η ελληνική Πολιτεία και πιο συγκεκριμένα η κυβέρνηση πρέπει να τηρήσει αποφασιστική στάση και να μην επιτρέψει να γίνουν ούτε τα σχολεία ούτε εν γένει ο δημόσιος χώρος πεδία ανταγωνιστικού προσηλυτισμού των δυνάμεων των άκρων που δεν χάνουν ευκαιρία να δυναμιτίσουν την ομαλότητα η οποία είναι εκείνη που τους οδηγεί στο περιθώριο.

Δεν είναι επιτρεπτό να κυκλοφορούν μαχαίρια σε σχολικά συγκροτήματα και ούτε είναι ανεκτό να χρειάζεται να γίνονται αντιδιαδηλώσεις για να επέμβει η Αστυνομία ώστε να επιβληθεί η νομιμότητα σε χώρους προορισμένους για την εκπαιδευτική διαδικασία. Η Δημοκρατία και το Κράτος Δικαίου, που εκφράζουν τη βούληση της πλειονότητας των πολιτών, διαθέτουν την απαραίτητη πολιτική νομιμοποίηση για να το κάνουν.  

Είναι ιστορικά αποδεδειγμένο, άλλωστε, ότι η νομιμότητα αποτελεί το μόνο αντίπαλον δέος όλων ανεξαιρέτως των άκρων. 

Τρίτη 22 Δεκεμβρίου 2015

Η Νέα Δημοκρατία δεν σηκώνει επισκευή, χρειάζεται κατεδάφιση!



            Όσοι θεωρούν την Πολιτική συνώνυμο της συμμετοχής στα κοινά, δεν μπορεί παρά να ικανοποιήθηκαν από τη μαζική προσέλευση των οπαδών της Νέας Δημοκρατίας στις κάλπες της περασμένης Κυριακής για την εκλογή του επόμενου ηγέτη της Κεντροδεξιάς παράταξης.
Τριγυρνώντας, από επαγγελματική υποχρέωση ή και… διαστροφή, στα εκλογικά κέντρα που συνωστίζονταν οι νεοδημοκράτες για να ψηφίσουν, αλλά και μιλώντας με πολύ κόσμο για το αξιοσημείωτο φαινόμενο της αυξημένης συμμετοχής στις κάλπες, δεν εξεπλάγην ακούγοντας ανθρώπους, που δεν είχαν την παραμικρή ιδεολογική συγγένεια με το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης, να χαίρονται με την ενεργοποίηση τόσων πολλών συμπολιτών μας.
Η γενικότερη αίσθηση που αποκόμιζε ένας ψύχραιμος παρατηρητής ήταν πως το μήνυμα που βγήκε από τις γαλάζιες κάλπες της Κυριακής είναι ότι ένα μεγάλο τμήμα της ελληνικής κοινωνίας, το οποίο υπερβαίνει σε αριθμούς τις 400 χιλιάδες που μπήκαν στην ταλαιπωρία να στηθούν στις ουρές για να ψηφίσουν τον επόμενο αρχηγό της Νέας Δημοκρατίας και δέχθηκε να καταγραφεί στα κατάστιχα της Συγγρού, δεν βολεύεται με το… άραγμα στον καναπέ.
Το ερώτημα, ωστόσο, είναι ποιος μπορεί να εμπνεύσει και να  ξεσηκώσει τους Έλληνες πολίτες οι οποίοι, εκόντες άκοντες, γίνονται παθητικοί δέκτες επιλογών, καταστάσεων και γεγονότων επειδή, ιδίως σε αυτή την περίοδο της μνημονιακής επιβολής, οι αφορμές για δημιουργικά θετική συμμετοχή σπανίζουν, ενώ, αντιθέτως, πληθαίνουν οι αιτίες που στρέφουν στην απογοήτευση και στην αποστροφή του προσώπου από αυτό που αποκαλείται τρέχουσα πολιτική.
Θέλοντας να αποφύγω τον πειρασμό να σχολιάσω ξανά τα όσα διαδραματίζονται τον τελευταίο χρόνο σε κυβερνητικό επίπεδο, μένω στα νεοδημοκρατικά για να επισημάνω ότι οι ιθύνοντες της Συγγρού δεν στάθηκαν στο ύψος των περιστάσεων τις οποίες δημιούργησαν οι οπαδοί τους που προσήλθαν μαζικά στις κάλπες για να δείξουν τη βούλησή τους να αποκτήσει η παράταξή τους έναν ηγέτη με υψηλή πολιτική νομιμοποίηση και ευρύ κοινωνικό εκτόπισμα.
Η μεταχείριση την οποία επεφύλαξαν σε όλους όσοι δεν δίστασαν να πληρώσουν τρία ευρώ και να εγγραφούν μέλη της ΝΔ, όπως απαιτούσε το «γαλάζιο» Καταστατικό για να μπορέσει κανείς να ψηφίσει για την εκλογή αρχηγού, υπήρξε, δυστυχώς, αποκαρδιωτική.
Ως εάν να μην είχαν διδαχθεί απολύτως τίποτε από το φιάσκο της ματαίωσης της πρώτης απόπειρας να κάνουν εκλογές τον περασμένο μήνα, οι απαρτίζοντες τον κομματικό μηχανισμό, που στην πλειονότητά τους αποτελούν «επαγγελματικά» στελέχη, δεν κατάφεραν αυτή τη φορά να εκδώσουν εγκαίρως τα εκλογικά αποτελέσματα παρά το τεράστιο έξοδο στο οποίο υποβλήθηκαν αναθέτοντας την οργάνωση της εκλογικής σε ιδιωτική εταιρία.
Ένα κόμμα με τόσες χιλιάδες μέλη, με πάμπολλα στελέχη και με εκατοντάδες (απλήρωτους, επί μήνες, ειρήσθω εν παρόδω) υπαλλήλους δεν είναι σε θέση όχι μόνον να οργανώσει το ίδιο μια ψηφοφορία, αλλά ούτε καν να συγκεντρώσει εγκαίρως τα αποτελέσματα και να τα δώσει στη δημοσιότητα.
Η διάχυτη καχυποψία ότι «κάποιος θα στήσει τη διαδικασία» μαζί με την αδυναμία συνεννόησης και την απίστευτη τυπολατρία που μαρτυρούν –αν ,μη τι άλλο- ανικανότητα χειρισμού καταστάσεων, τορπίλισε το θετικό κλίμα που δημιούργησαν το ξέσπασμα των φίλων της Νέας Δημοκρατίας και ο ενθουσιασμός με τον οποίον ανταποκρίθηκαν στο συμμετοχικό κάλεσμα και είναι απορίας άξιον αν, κατόπιν των όσων μεσολάβησαν, θα είναι εξίσου μεγάλη η συμμετοχή στον επαναληπτικό γύρο της 10ης Ιανουαρίου.     
    Κακά τα ψέματα, όσο βέβαιο είναι ότι η χώρα έχει ανάγκη από ένα αξιόπιστο Κεντροδεξιό κόμμα που να εκφράζει υπαρκτά ρεύματα μέσα στην ελληνική κοινωνία, όπως φάνηκε από τους χιλιάδες που πήγαν την Κυριακή να ψηφίσουν, άλλο τόσο σίγουρο είναι ότι ο χρεοκοπημένος –κυριολεκτικά και μεταφορικά- οργανισμός που λέγεται «Νέα Δημοκρατία» δεν μπορεί να σταθεί όρθιος με μερεμέτια και εργασίες επισκευής.
Το σαθρό οικοδόμημα της Συγγρού θέλει κατεδάφιση και ξαναχτίσιμο από την αρχή. Πέτρα – πέτρα. Τα υλικά υπάρχουν. Κατηρτισμένοι μηχανικοί και έμπειροι μαστόροι επίσης διατίθενται. Εκείνο, αντιθέτως, που φαίνεται να έχει λείψει είναι η πολιτική βούληση να γίνουν τολμηρές αλλαγές για να τερματιστεί η παραλυτική ακινησία. Και αυτήν κυρίως πρέπει να διαθέτει ο νέος αρχηγός που θα αναλάβει καθήκοντα σε λιγότερο από τρεις εβδομάδες.
Ας μην αυταπατώνται, άλλωστε, στην αξιωματική αντιπολίτευση: η ικανότητα του επόμενου προέδρου τους, είτε είναι ο Βαγγέλης Μεϊμαράκης, είτε ο Κυριάκος Μητσοτάκης, θα δοκιμαστεί πριν από όλα στον τρόπο με τον οποίο θα διαχειριστεί τα ανοικτά ζητήματα της παράταξης του, οργανωτικά και ιδεολογικά. Μόνον αν οι πολίτες αισθανθούν ότι έχουν να κάνουν με έναν ηγέτη που κινείται σωστά στα «του οίκου του», θα τον εμπιστευτούν για να αναλάβει τις τύχες της χώρας και να αποτελέσει την εναλλακτική λύση για τη διακυβέρνηση του τόπου.
Αλλιώς, θα ζητήσουν να περάσει ο επόμενος…

Πέμπτη 26 Νοεμβρίου 2015

Μακάρι να ήταν… «σαμποτάζ»!



Μου είναι αδύνατο να μετρήσω πόσες φορές από την περασμένη Κυριακή κλήθηκα να απαντήσω στο ερώτημα «ποιος την έστησε τη δουλειά;», που αφορούσε –τι άλλο;- το φιάσκο με τις εκλογές για την ανάδειξη προέδρου στη Νέα Δημοκρατία.
Από μια πρώτη άποψη, είναι απορίας άξιο ότι, σε μια χώρα που σπανίως συναντά κανείς ανθρώπους οι οποίοι να ανταποκρίνονται στα καθήκοντα τους, συναντά κανείς τόσο πολλούς που πιστεύουν πως όλα όσα γίνονται αποτελούν προϊόντα οργανωμένης δράσης που κάποιοι τα ενορχήστρωσαν και τα έφεραν εις πέρας. Το ενδεχόμενα να συμβαίνουν κάποια πράγματα από απλή και… αδολη βλακεία δεν περνά από το νου τους.
Σε μια δεύτερη ανάγνωση, ωστόσο, η εξήγηση γι΄ αυτές τις εδραιωμένες συνωμοσιολογικές πεποιθήσεις είναι μάλλον απλή: Οι άνθρωποι που συνήθως δεν κάνουν σωστά τη δουλειά τους, αναζητούν σχεδόν πάντοτε ένα βολικό άλλοθι που να δικαιολογεί την αδράνεια και την απραξία τους, για την οποία δεν μπορεί παρά να ευθύνονται κάποιες «σκοτεινές δυνάμεις που λειτούργησαν υπογείως».
Έχοντας ξυπνήσει αξημέρωτα το πρωί της Κυριακής, επειδή ήδη από το προηγούμενο βράδυ ήταν διάχυτη η αίσθηση ότι κάτι δεν πήγαινε καλά με το σύστημα ψηφοφορίας που είχε εγκαταστήσει η εταιρία με την οποία είχε συμβληθεί η Νέα Δημοκρατία, επισκέφθηκα σχεδόν με το που τα άνοιξαν τα κοντινά στο σπίτι μου εκλογικά κέντρα για να κάνω «αυτοψία».
Διαπιστώνοντας εκεί ότι η ψηφοφορία δεν μπορούσε να ξεκινήσει γιατί το πληροφορικό σύστημα δεν λειτουργούσε, τηλεφώνησα, για τις ανάγκες του ρεπορτάζ, σε αρμόδια στελέχη της Νέας Δημοκρατίας, που είτε ήταν ξύπνια ή τα ξύπνησε το τηλεφώνημά μου. Μου παρείχαν τις διαβεβαιώσεις που και οι ίδιοι είχαν από την εταιρία ότι το πρόβλημα ήταν παροδικό και «εντός ολίγου όλα θα κυλήσουν ομαλά».
Δίχως να είμαι ειδικός στους υπολογιστές, δεν πείστηκα με την, ίσως, απλοϊκή σκέψη ότι, εφόσον, όπως μου μετέφεραν, το «μπλακ άουτ» του ηλεκτρονικού συστήματος ήταν γενικευμένο, δεν έβλεπα τον τρόπο με τον οποίο θα επανερχόταν το σύστημα, αφού δεν λειτουργούσε πουθενά.
Παρά ταύτα, μετέδωσα την είδηση για τα «μεγάλα προβλήματα» που δεν επέτρεπαν την έναρξη της ψηφοφορίας, όπως και τις διαβεβαιώσεις ότι «θα ξεπεραστούν». Αλλά χωρίς να ρισκάρω, από την πρώτη εκείνη στιγμή, την πρόβλεψη ότι η ψηφοφορία οδηγούνταν όχι απλά σε αναβολή αλλά σε ματαίωση, όπως και έγινε περίπου τρεις ώρες αργότερα.   
Μεταφέρω τη μικρή αυτή προσωπική εμπειρία για να δείξω τον αρειμάνιο τρόπο με τον οποίο αντιμετώπιζαν οι πραγματικά υπεύθυνοι για το φιάσκο που ακολούθησε και ορισμένοι από τους οποίους εκ των υστέρων κατέφυγαν στις θεωρίες συνωμοσίας περί «σαμποτάζ» που έγινε από… ακατονόμαστους «σαμποτέρ».
Ενθυμούμενος και τους καβγάδες που πριν από μερικές εβδομάδες είχαν ξεσπάσει όταν ο κ. Βαγγέλης Μεϊμαράκης εισέβαλε σε συνεδρίαση της Κεντρικής Εφορευτικής Επιτροπής για να καταγγείλει ευθέως και ονομαστικά ότι στελέχη της Συγγρού ήθελαν να στήσουν «μαϊμουδιά με την εταιρία», πιστεύω ειλικρινά ότι θα ήταν ευχής έργο για τη Νέα Δημοκρατία αν όλα όσα έγιναν την περασμένη Κυριακή ήταν, όντως, αποτέλεσμα «σαμποτάζ».
Το δυστύχημα, όμως, είναι ότι η Νέα Δημοκρατία και τα στελέχη της δεν είναι επ΄ ουδενί σε θέση να οργανώσουν σαμποτάζ, αλλά ούτε καν στοιχειώδεις λειτουργίες να διεκπεραιώσουν. Γι΄ αυτό, άλλωστε, παρότι έχουν χιλιάδες στελέχη ανά την επικράτεια, χρειάστηκαν έξωθεν βοήθεια από ιδιωτική εταιρία για να οργανώσουν την εκλογική διαδικασία.
Το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης είναι, στην πραγματικότητα, ένας χρεωκοπημένος, από κάθε άποψη, οργανισμός, όχι μόνον γιατί χρωστάει εκατοντάδες εκατομμύρια ευρώ και έχει επί έξη μήνες απλήρωτους τους υπεράριθμους υπαλλήλους του που περιφέρονται στο κτίριο μέχρι που να τους κάνει έξωση ο ιδιοκτήτης του.
Το πρόβλημα, βεβαίως, της Νέας Δημοκρατίας δεν είναι οικονομικό. Είναι, πρωτίστως, πολιτικό και ιδεολογικό. Έχει, κυρίως, να κάνει με τις νοοτροπίες από τις οποίες διακατέχονται όσοι βρίσκονται στην κορυφή της –τυπικής και άτυπης- κομματικής πυραμίδας και αντιμετωπίζουν τη διατήρηση του κόμματος αποκλειστικά και μόνο ως μηχανισμό στην υπηρεσία της δικής τους ύπαρξης και της προσωπικής τους ματαιοδοξίας.
Μέσα σε αυτές τις συνθήκες, δεν προκαλούν ιδιαιτέρως μεγάλη έκπληξη οι σχέσεις καχυποψίας μεταξύ των τωρινών διεκδικητών της αρχηγίας αλλά και οι φόβοι ότι θα παραβιαστεί το αδιάβλητο της ψηφοφορίας που είναι ο λόγος για τον οποίο κατέφυγαν σε μια ιδιωτική εταιρία, η οποία, όπως φαίνεται, επελέγη με τους παραδοσιακούς πελατειακούς όρους –έπαιρνε «ψιλοδουλειές» όταν η ΝΔ στην εξουσία.
Όλα, εξάλλου, μαρτυρούν ότι η πελατειακή λογική με την οποία έγινε η επιλογή της εταιρίας είναι ο βασικός λόγος για τον οποίο δεν μπόρεσε να φέρει εις πέρας ένα σχετικά πολύπλοκο έργο που ήταν η παρεμπόδιση διπλοψηφιών –τύφλα να έχουν τα δένδρα που… ψήφισαν μαζικά το 1961- σε περίπου 1.200 κάλπες που έπρεπε να είναι διασυνδεδεμένες με τους εκλογικούς καταλόγους του υπουργείου Εσωτερικών.
Εν κατακλείδι, αν υπήρχαν στη Νέα Δημοκρατία του 2015 δυνάμεις ικανές να κάνουν, έστω εσωκομματικά, «σαμποτάζ», δεν θα είχε καταλάβει με τόση άνεση στην διακυβέρνηση ο Αλέξης Τσίπρας και ούτε θα στρογγυλοκάθονταν στις καρέκλες της εξουσίας τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ που, υπό άλλες συνθήκες, μόνον ως… «καταληψίες» θα έμπαιναν στα υπουργεία.

Δευτέρα 24 Νοεμβρίου 2014

Καραμανλής – Παπανδρέου: Σιωπή ή ρεβάνς;



            Όταν ερωτάται για την κρίση και τους υπαιτίους που οδήγησαν σε αυτή, η μεγάλη πλειονότητα των Ελλήνων, αν και παραμένει βαθειά διχασμένη, σε δύο ονόματα πολιτικών επικεντρώνεται: σε εκείνο του Κώστα Καραμανλή, που κατά τη διάρκεια της πρωθυπουργίας του κορυφώθηκε ο δημοσιονομικός εκτροχιασμός και ξεκίνησε η ύφεση, καθώς και σε εκείνο του Γιώργου Παπανδρέου, επί των ημερών της διακυβέρνησης του οποίου η χώρα αποκλείστηκε από τις αγορές και εκούσα-άκουσα οδηγήθηκε στο Μνημόνιο.
            Ανεξάρτητα από την άποψη που μπορεί ο καθένας να έχει για το ποιος από τους δύο συνεχιστές των δύο ισχυρότερων πολιτικών «δυναστειών» της μεταπολεμικής Ελλάδας φταίει περισσότερο ή λιγότερο για την κρίση, σε μια διαπίστωση δεν μπορεί κανείς να διαφωνήσει: ότι ακολούθησαν και ακολουθούν εντελώς διαφορετικούς δρόμους για να υπερασπιστούν τον εαυτό τους, όπως και για να προασπίσουν την υστεροφημία τους και την ενδεχόμενη μύχια βούληση για να επανακάμψουν στο προσκήνιο, όπως λογικά συμπεραίνεται από το γεγονός ότι διατηρούν τις βουλευτικές έδρες τους.
            Ο Κώστας Καραμανλής έχει επιλέξει την απόλυτη σιωπή. Επί πέντε χρόνια ούτε στη Βουλή, ούτε πουθενά αλλού δεν έχει ανοίξει το στόμα του για να υπερασπιστεί τη διακυβέρνησή του, παρά τις κατά καιρούς βολές που δέχεται. Στήριξε και στηρίζει την παράταξή του, συμμετέχει στις επετειακές και άλλες εκδηλώσεις της και αποφεύγει να δημιουργεί προβλήματα στον διάδοχό του Αντώνη Σαμαρά, ακόμη και όταν ο τελευταίος είχε ανοιχτά στραφεί κατά παλαιών συνεργατών του.
Ο Κώστας Καραμανλής, ο οποίος επηρεάζει μεγάλο αριθμό βουλευτών της Νέας Δημοκρατίας, υπερψήφισε, αν και θα μπορούσε να τα ανατρέψει με ένα νεύμα, όλα ανεξαιρέτως τα νομοθετήματα της κυβέρνησης που συμμετέχει το κόμμα του, φθάνοντας μέχρι του σημείου να πει –και ο ίδιος- «ναι» ακόμη και στον κρατικό προϋπολογισμό για το 2013 που κατατέθηκε επί υπουργίας Γιάννη Στουρνάρα και συνιστούσε έναν ηχηρά επιβεβαιωτικό κόλαφο για τα τρομακτικά ελλείμματα που παρέδωσε η κυβέρνησή του.
Ο Γιώργος Παπανδρέου, από την άλλη, δείχνει να ακολουθεί μια εντελώς διαφορετική τακτική, παρότι κι αυτός τα τρία χρόνια που παρήλθαν από την παράδοση της πρωθυπουργίας στον Λουκά Παπαδήμο, δεν έχει μιλήσει ούτε μια φορά στο ελληνικό Κοινοβούλιο, του οποίου παραμένει μέλος. Μιλάει, ωστόσο, αλλού, σε ξένα πανεπιστήμια, σε παρουσιάσεις βιβλίων και μέσω ανακοινώσεων που εκδίδονται επ΄ ονόματί του, όπως οι τελευταίες που ακολούθησαν τη συνάντηση με τον διάδοχό του Ευάγγελο Βενιζέλο με τις οποίες ζητεί έκτακτο συνέδριο και αλλαγή ηγεσίας στο κόμμα του.
Ο Γιώργος Παπανδρέου δεν συμμετέχει στις εκδηλώσεις του κόμματός του, το οποίο, εξάλλου, κατηγορεί ότι δεν προωθεί τη… «συμμετοχή», δικαιολογούμενος, συνήθως, ότι έχει σοβαρές απασχολήσεις στο εξωτερικό. Οργανώνει δικές του εκδηλώσεις, στις οποίες οι άνθρωποί του γιουχάρουν τον διάδοχό του κι ο ίδιος επικαλείται «τα γυρίσματα του καιρού». Καταψηφίζει, χωρίς να εξηγήσει το «γιατί», κυβερνητικές νομοθετικές πρωτοβουλίες, παρόλο που όταν ήταν εν τη «βασιλεία» του δεν ανεχόταν διαφοροποιήσεις και έφθασε ως τη διαγραφή, για ελάσσονος σημασίας διαφωνία, του προκατόχου του Κώστα Σημίτη.
Όπως για τον βαθμό ευθύνης ενός εκάστου εκ των δύο βασικών πρωταγωνιστών της κρίσης, που τα «νωπά» ακόμη γεγονότα της περιόδου 2004-2010, δεν επιτρέπουν τελεσίδικες ετυμηγορίες, σε όσους τουλάχιστον δεν αναζητούν έναν και μόνον «αποδιοπομπαίο τράγο», έτσι, αν ακόμη όχι περισσότερο, δεν είναι εύκολο να καταλήξει κανείς ποιος από τους δύο πρωθυπουργούς δικαιώνεται για τα μετέπειτα: εκείνος που απλώς σιωπά ή ο άλλος που θέλει να πάρει την… εκδικητική ρεβάνς;        
Έχω, ωστόσο, την αίσθηση ότι είναι προφανείς κάποιες διαπιστώσεις για τα αποτελέσματα που έχουν η πορεία που ο καθένας από τους δύο πρώην πρωθυπουργούς χάραξε και ακολουθεί, είτε η πορεία αυτή αποτελεί προϊόν προσωπικής ιδιοσυγκρασίας και μόνον, είτε οφείλεται στην «ποιότητα» των ανθρώπων που τους περιτριγυρίζουν και τους επηρεάζουν.  
Το βέβαιο είναι ότι ο «σιωπηλός» Κώστας Καραμανλής εξακολουθεί να απολαμβάνει τον σεβασμό και την εκτίμηση όχι μόνον των πολυπληθών οπαδών, μελών και στελεχών που έχουν παραμείνει στο κόμμα που ίδρυσε ο θείος του και ηγήθηκε ο ίδιος, αλλά και ευρύτερων δυνάμεων της Κεντροδεξιάς –και όχι μόνον- παράταξης, σε βαθμό που να συζητείται -στα σοβαρά!- ακόμη και ως ένας από τους επικρατέστερους που πριν ή μετά τις εκλογές θα αναρριχηθούν στην Προεδρία της Δημοκρατίας.
Το ακριβώς αντίθετο μάλλον συμβαίνει με τον «θορυβώδη» Γιώργο Παπανδρέου, ο οποίος, κακά τα ψέματα, ακόμη και αν ξανάπαιρνε το «δαχτυλίδι» για να επιστρέψει στο αποδεκατισμένο κόμμα που ίδρυσε ο πατέρας του, μάλλον δεν θα εύρισκε οπαδούς, μέλη ή στελέχη για να ηγηθεί. Οι περισσότεροι φίλοι του, άλλωστε, έχουν, ακολουθώντας, ίσως, το δικό του παράδειγμα, εγκαταλείψει το σκάφος και έχουν ανοίξει πλώρη για άλλες πολιτείες. Ενώ οι λίγοι που έχουν απομείνει πίσω για να… «μαζέψουν τα ασυμμάζευτα», μάλλον δεν έχουν διάθεση να ακούν αδιαμαρτύρητα εγκλήσεις για (ψευδεπίγραφη) «συμμετοχή», με τις οποίες επιχειρείται να αποκρυβεί το αίσθημα της εκδικητικής όσο και (αυτο)καταστροφικής ρεβάνς.

Τετάρτη 30 Ιανουαρίου 2013

Η στροφή του ΣΥΡΙΖΑ και το δημοσκοπικό «ταμείο»

            Το τελευταίο δημοσκοπικό «κύμα» δημιουργεί, αναμφισβήτητα, ένα θετικό momentum για την τρικομματική κυβέρνηση, αφού η κοινή συνισταμένη των ερευνών της κοινής γνώμης, που δημοσιοποιήθηκαν μέσα στον Ιανουάριο, δείχνει ότι, εν πολλοίς, το πολιτικό σκηνικό παραμένει αμετάβλητο στις βασικές παραμέτρους τους περασμένου Ιουνίου, οπότε αποτυπώθηκε αυθεντικά στην κάλπη η διάθεση του εκλογικού σώματος.
            Παρατηρώντας κανείς στατικά την εικόνα, βρίσκει, πράγματι, ότι τα κόμματα της συγκυβέρνησης ανακτούν τις απώλειες που κατέγραφαν το φθινόπωρο, όταν από αρκετές πλευρές διατυπωνόταν σοβαρές αμφιβολίες εάν θα περάσουν τα μέτρα που ήταν προαπαιτούμενα για να συνεχιστεί η χρηματοδότηση της ελληνικής οικονομίας. Η αίσθηση, έστω, της οικονομικής σταθεροποίησης, που δημιούργησε η εκταμίευση των δανειακών δόσεων, φαίνεται ότι συνέβαλε και στην αποκατάσταση της πολιτικής σταθεροποίησης.
            Ο ΣΥΡΙΖΑ, από την άλλη, που αποτελεί το βασικό «αντίπαλον δέος» για τη σταθερότητα, ου μην αλλά και τη μακροημέρευση, της συγκυβέρνησης, εμφανίζει, όντως, μικρή κάμψη της απήχησής του στην κοινή γνώμη. Κάμψη, όμως, που είναι ευεξήγητη εάν λάβει κανείς υπόψη του τη συγκυρία και κυρίως τη μεταβατική φάση που διέρχεται για τη μετεξέλιξή του από συνονθύλευμα συνιστωσών σε μια ενιαία παράταξη που μπορεί να μιλήσει (και) στους «νοικοκυραίους».
            Βλέποντας τη δυναμική των μετρήσεων και αναγνωρίζοντας ότι, όπως σωστά λέγεται –συνήθως από τους… «χαμένους»-, οι δημοσκοπήσεις είναι «φωτογραφία της στιγμής», το σωστό συμπέρασμα στο οποίο μπορεί, κατά την άποψή μου, να οδηγηθεί ένας ψύχραιμος αναλυτής είναι ότι το παιχνίδι παραμένει ανοιχτό και οι πολιτικές ισορροπίες που διαμορφώνονται είναι απολύτως εύθραυστες.
             Μπορεί η κυβέρνηση να πέτυχε –όπως το πέτυχε- να περάσει από τη Βουλή τον ορυμαγδό των –επιβληθέντων από τους δανειστές μας στην συντριπτική πλειονότητά τους- μέτρων, αλλά η εφαρμογή τους μοιάζει πολύ δυσκολότερο εγχείρημα, εξαιτίας και του ότι εκείνοι που καλούνται να τα εφαρμόσουν συχνά δεν πιστεύουν στην αποδοτικότητά τους, ενώ, και σε αρκετές περιπτώσεις, δεν μπορούν ή/και δεν θέλουν να τα εφαρμόσουν.
            Άλλωστε, στους επτά μήνες που πέρασαν από τις εκλογές με μεγάλη δυσκολία μπορεί να βρεθεί κάτι δημιουργικό που να έγινε στη χώρα με κυβερνητική πρωτοβουλία. Πέρα από τις αιματηρές περικοπές δαπανών, που συνεχίζουν να βυθίζουν την οικονομία στην ύφεση και να ταΐζουν τον αδηφάγο Μινώταυρο της ανεργίας, ο απλός πολίτης δεν νομίζω ότι αισθάνθηκε κάποιο θετικό αντιστάθμισμα από την κυβερνητική λειτουργία που να βελτίωσε την καθημερινότητά του ή να του δημιούργησε αισιοδοξία για το μέλλον.
            Τι να πρωτοπεί κανείς; Για τα μεγάλα οδικά έργα που παραμένουν  βαλτωμένα; Για τη δημόσια διοίκηση που καθεύδει στην παραλυσία της; Για το ΕΣΠΑ που «ξεκολλάει» μόνον για επιμορφωτικά σεμινάρια; Για τη Δικαιοσύνη που βγάζει αποφάσεις έπειτα από μια δεκαετία; Για τα δημόσια νοσοκομεία που υπολειτουργούν; Για τις προμήθειες που παραμένουν μια μεγάλη χοάνη διασπάθισης δημοσίου χρήματος;       
             Το γεγονός ότι, για αταβιστικούς, ίσως, λόγους και επειδή, ενδεχομένως, δεν έχει προβληθεί, προσώρας, αξιόπιστη εναλλακτική λύση, η τρικομματική κυβέρνηση διατηρεί το δημοσκοπικό πλεονέκτημα, δεν μπορεί να καθησυχάζει τους κυβερνητικούς εταίρους. Εφόσον η οικονομική σταθεροποίηση, δεν συνοδευθεί και από κοινωνική σταθεροποίηση, που, σε απλά λόγια, «μεταφράζεται» σε «φρένο» στην ανεργία και στα «λουκέτα», το πλεονέκτημα αυτό θα εξανεμιστεί πολύ σύντομα.
            Η στροφή, εξάλλου, προς τον κυβερνητικό ρεαλισμό που φιλότιμα προετοιμάζει η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ, δεν μπορεί να ανακοπεί από τις πρόσκαιρες επικοινωνιακές εντυπώσεις που επιχειρείται να αναδειχθούν από ορισμένες «γκάφες» στελεχών της Κουμουνδούρου. Όταν κατακάτσει ο κουρνιαχτός που μοιραία προκαλείται από την αξιοσημείωτη στροφή του κ. Αλέξη Τσίπρα και περάσει η… ναυτία που αναπότρεπτα νοιώθουν κάποιοι στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ, τότε θα έχει αφαιρεθεί από τη συγκυβέρνηση το βασικό επιχείρημα με το οποίο κέρδισε τις τελευταίες εκλογές.
            Το δίλημμα «ευρώ ή δραχμή» που κυριάρχησε ως διακύβευμα στην αναμέτρηση του Ιουνίου, ακυρώνεται, πλέον, στην πράξη. Σε συνδυασμό, μάλιστα, με την αποφασιστικότητα με την οποία η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ θέτει σιγά – σιγά στο περιθώριο ακραίες αντιλήψεις ορισμένων στελεχών του, που –άλλοτε δικαίως και άλλοτε αδίκως- «δαιμονοποιούνται» από τη ΝΔ, διαμορφώνουν νέα δεδομένα στο πολιτικό σκηνικό. Υπό την αίρεση, βεβαίως, ότι η Κουμουνδούρου θα συνεχίσει με συνέπεια και χωρίς πισωγυρίσματα την ίδια τακτική, αποδοκιμάζοντας ή και υποχρεώνοντας σε αναδίπλωση όσους «φαλτσάρουν». 
            Με λίγα λόγια, το δημοσκοπικό «ταμείο» -και για τους μεν και για τους δε- θα γίνει λίαν προσεχώς. Όταν, από τη μια, περάσει το ταξιδιωτικό «τζετ λανγκ» του κ. Τσίπρα και ολοκληρωθεί η στροφή του ΣΥΡΙΖΑ. Και όταν, από την άλλη, καταδειχτεί ότι η τρικομματική κυβέρνηση μπορεί, όντως, να κυβερνήσει και δεν περιορίζεται στο να ψηφίζει μέτρα που άλλοι της επιβάλουν.
(Δημοσιεύτηκε στο www.ptotothema.gr στις 29 Ιανουαρίου 2013).

Τετάρτη 29 Φεβρουαρίου 2012

«Ο Φλεβάρης και αν φλεβίσει…»

Τελευταία μέρα σήμερα του –δίσεκτου φετινού- Φλεβάρη και, σύμφωνα με το τυπικό ημερολόγιο, τελευταία μέρα του χειμώνα. Ενός χειμώνα που, κατά γενική ομολογία, υπήρξε ο πιο δύσκολος από όσους έζησαν οι μεταπολεμικές γενιές στη χώρα μας. Ξεχασμένες στα βάθη της μνήμης των παλαιότερων γενιών καταστάσεις, όπως η παρατεταμένη ύφεση, η μαζική ανεργία και τα συσσίτια, τις είδαμε να εκτυλίσσονται μπροστά στα μάτια μας.
Από τη θυμοσοφία των παλαιότερων που πίστευαν πως οι δυσκολίες του χειμώνα είναι παροδικές και το εξέφραζαν με το παροιμιώδες απόφθεγμα «ο Φλεβάρης κι αν φλεβίσει, καλοκαίρι θα μυρίσει», δανείζομαι τον τίτλο τούτου του σημειώματος. Γιατί έχω εδραία την πεποίθηση ότι, όπως δεν είναι μόνιμη, η χειμωνιάτικη κακοκαιρία, που μας κλείνει στα σπίτια μας, έτσι και η κρίση δεν θα είναι πάντα εδώ.
Σαν τις ανθισμένες αμυγδαλιές που προαναγγέλλουν μέσα στον χιονιά τον ερχομό της άνοιξης, νομίζω ότι τα πρώτα ανοιξιάτικα «σπαράγματα» προβάλλουν ήδη στον ορίζοντα. Οι επώδυνες αποφάσεις που λήφθηκαν το τελευταίο διάστημα, κάτι σαν πρόωρος «Μάρτης, γδάρτης και καλός παλουκοκάφτης», μας προετοιμάζουν, πιστεύω, για μια δύσκολη μεν, πλην, όμως, ελπιδοφόρα ανοιξιάτικη συνέχεια.
Όπως οι παλαιότεροι προετοιμάζονταν για την επερχόμενη άνοιξη της ανθοφορίας  και το καλοκαίρι του θερισμού, έτσι κι εμείς  πρέπει να προετοιμαστούμε  κατάλληλα. Η προσεχής υλοποίηση, άλλωστε, των αποφάσεων που μας αφορούν, δεν είναι το τέλος των προσπαθειών που χρειάζεται να καταβάλουμε για να ξεφύγουμε από τη μέγγενη της ύφεσης, στην οποία είμαστε παγιδευμένοι  για πέμπτη συνεχή χρονιά. Είναι το μέσον ενός μαραθωνίου που απλώς έγινε, πλέον, πιο βατός και δημιουργεί τις συνθήκες για να συνεχίσουμε να πορευόμαστε.
Με το «κούρεμα» του χρέους και τη μείωση των επιτοκίων «κερδίσαμε χρόνο και πήραμε μια βαθιά ανάσα», για να χρησιμοποιήσω μια φράση του προέδρου της Νέας Δημοκρατίας Αντώνη Σαμαρά, που έχει την αξία της, συγκρινόμενη με την προηγούμενη στάση του, αλλά και με τις θέσεις που διατυπώνουν πολλά στελέχη του χώρου του, που, μάλλον σκόπιμα,  παραγνωρίζουν ότι οι αποφάσεις αυτές λήφθηκαν σε ευρωπαϊκό επίπεδο την παραμονή της αντικατάστασης της προηγούμενης κυβέρνησης.
Όσοι, άλλωστε, δεν αρέσκονται στην ισοπέδωση των πάντων, αναγνωρίζουν ότι την τελευταία διετία, μαζί με τα πολλά αρνητικά που μας συνέβησαν, έγιναν και αρκετά θετικά  που θα βοηθήσουν στη συνέχιση των προσπαθειών. Μπορεί, δικαιολογημένα, για τον καθένα από μας το κυρίαρχο να είναι η περικοπή του μισθού ή της σύνταξής του, η αναδουλειά, η ανασφάλεια και η αβεβαιότητα, έγιναν, όμως, την ίδια περίοδο  και γίνονται αλλαγές που μπορεί να περιορίσουν πολλές από τις αρνητικές συνέπειες που βιώνουμε.
Ποιος, για παράδειγμα, μπορεί να διαφωνήσει ότι, παρά την κινδυνολογία στην οποία έχουν επιδοθεί οι συνδικαλιστικές ηγεσίες γιατρών και φαρμακοποιών, ο περιορισμός της φαρμακευτικής δαπάνης, στην οποία η χώρα μας, υπήρξε παγκόσμια πρωταθλήτρια, θα αποβεί, εν τέλει υπέρ του κοινωνικού συνόλου, το οποίο «επιδοτούσε» τα κέρδη των φαρμακευτικών εταιριών που δραστηριοποιούνται στη χώρα μας και την καλοπέραση γιατρών που υπερσυνταγογραφούσαν;
Ποιος, επίσης, μπορεί να αρνηθεί την ανάγκη να γίνουν παρεμβάσεις στην απονομή της δικαιοσύνης, όταν αποτελεί διαπιστωμένη πραγματικότητα η εκτεταμένη ανομίας και αρνησιδικία,  από τα ελληνικά δικαστήρια, τα οποία ασχολούνται με δευτερευούσης σημασίας ζητήματα, όπως η έκδοση διαζυγίων, την ίδια ώρα που ο αδικημένος πολίτης συνωστίζεται στις δικαστικές αίθουσες, αντιμέτωπος με συνεχείς αναβολές και που, αν σταθεί τυχερός και εκδικαστεί η υπόθεσή του, πριν από την παραγραφή, περιμένει μήνες για να μάθει την ετυμηγορία;
Ποιος, εξάλλου, μπορεί να μην επικροτήσει  την απαρχή της πάταξης χρόνιων παθογενειών και φαινομένων, όπως οι ανάπηροι «μαϊμού» που στερούν πόρους από τους συνανθρώπους μας που έχουν πραγματική ανάγκη από την κοινωνική αλληλεγγύη, ή η προκλητική φοροδιαφυγή συγκεκριμένων επαγγελματικών κατηγοριών που μεταθέτουν τα βάρη τους στους ειλικρινείς φορολογούμενους και τα συνήθη υποζύγια που είναι οι μισθωτοί;
Είναι βέβαιο ότι, αν κινήσεις αυτού του είδους είχαν ξεκινήσει νωρίτερα, θα είχαμε αποφύγει ένα, τουλάχιστον, μέρος από τις επώδυνες οριζόντιες περικοπές, οι οποίες αδίκως πλήττουν τη μερίδα εκείνη των συμπολιτών μας που δεν συμμετείχε στο πολύχρονο «πάρτι» της κατασπατάλησης των δανεικών με προμήθειες και μίζες. Και επίσης η χώρα μας θα διέθετε μεγαλύτερη ευχέρεια χρόνου για να κάνει τις μεγάλες αλλαγές και μεταρρυθμίσεις που βιαίως μας επιβάλλονται από τους δανειστές μας, οι οποίοι αδυνατούν να αντιληφθούν πολλά από όσα συμβαίνουν στην Ελλάδα και μας συμπεριφέρονται με τρόπο που προσβάλει την εθνική μας αξιοπρέπεια μας.
Ας μη μείνουμε, όμως, πίσω. Ας κοιτάξουμε μπροστά στην αισιόδοξη προοπτική της αρχής του χειμωνιάτικου τέλους. Και ας προετοιμαστούμε για να ευοδωθούν οι ελπίδες και οι προσδοκίες που δημιουργούνται από την επερχόμενη άνοιξη.
          *Ο Γρηγόρης Τζιοβάρας είναι δημοσιογράφος, περιφερειακός σύμβουλος Θεσπρωτίας στο νέο Περιφερειακό Συμβούλιο Ηπείρου. Η αρθρογραφία του (ανα)δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα: http://topikakaiatopa.blogspot.com.