Συνολικές προβολές σελίδας

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Νίκος Παπάς. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Νίκος Παπάς. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 25 Σεπτεμβρίου 2023

Εκλογή Κασσελάκη: Πολιτικό φαινόμενο ή μιντιακό γεγονός;


Ας ξεκινήσουμε με την αντικειμενική αλήθεια των αριθμών: Ο Στέφανος Κασσελάκης, επιβεβαιώνοντας όλα τα προγνωστικά, θριάμβευσε στην κούρσα για την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ με ποσοστό άνω του 56%, αφού ψηφίστηκε από περίπου 75.000 μέλη, οπαδούς και φίλους του κόμματός του. Είναι πολλοί; Ίσως. Εξαρτάται πως το βλέπει κανείς.

Θέμα οπτικής είναι, άλλωστε, και το γεγονός ότι σχεδόν ένας στους πέντε ψηφοφόρους που μετείχαν στον πρώτο γύρο της εκλογικής διαδικασίας δεν πήγαν να ψηφίσουν στον δεύτερο γύρο. Παρακολουθώντας ολημερίς τη χθεσινή ειδησεογραφία που βασίζονταν μάλλον στα non paper της Κουμουνδούρου -τα οποία έχουν γίνει πια «του συρμού», αφού τα χρησιμοποιούν και τα άλλα κόμματα- έμενες με την εντύπωση ότι είχαν βγει στους δρόμους εκατοντάδες χιλιάδες πολίτες για να αποθεώσουν τον νέο «Μεσσία».

Όποιος βέβαια είχε την πρόνοια να περάσει έξω από ένα από τα πάμπολλα εκλογικά τμήματα δεν είχε την ίδια εικόνα, κάτι που επιβεβαίωσε και η ανακοίνωση νωρίς το βράδυ του αριθμού των ψηφισάντων. Ήταν συνολικά 15.000 λιγότεροι από την προηγούμενη Κυριακή και αν προσθέσει κανείς τους 7.000 που ψήφισαν τώρα, χωρίς να έχουν ψηφίσει στον πρώτο γύρο, τότε προκύπτει σαφώς ότι περίπου 22.000 ψηφοφόροι της πρώτης Κυριακής δεν αισθάνθηκαν την ανάγκη να ξαναψηφίσουν.

Τι συμπέρασμα βγάζει όλο αυτό; Ότι η πραγματικότητα δεν αντιπροσωπεύει σε καμία περίπτωση τις εντυπώσεις που τα (περισσότερα) μέσα ενημέρωσης δημιούργησαν. Το απέδειξε, άλλωστε, περίτρανα το ισχνό ακροατήριο το οποίο είχε συγκεντρωθεί έξω από την Κουμουνδούρου και με τα παρωχημένα και χιλιοακουσμένα συνθήματα («Στέφανε προχώρα…», κλπ) προσπαθούσε να δώσει υπόσταση σε ένα γεγονός που κινητοποίησε δυνάμεις που αντιπροσωπεύουν κάτι λιγότερο από το 2% του εκλογικού σώματος.

Επιμένοντας στη γλώσσα των αριθμών, δύσκολα μπορεί να παραβλέψει κάποιος ότι το περίφημο «κίνημα Κασσελάκη», γύρω από το οποίο στρατεύτηκαν τόσες ετερόκλητες δυνάμεις, εκείνο που ουσιαστικά πέτυχε ήταν να κινητοποιήσει κάτι ελάχιστα περισσότερο από το 1% της ελληνικής κοινωνίας, αν ληφθεί υπόψη ότι δόθηκε δικαίωμα ψήφου ακόμη και σε 15χρονα παιδιά, με στόχο να αυξηθεί το ενδιαφέρον των πολιτών και η συμμετοχή στις κάλπες.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι χωρίς τη συμμετοχή του Στέφανου Κασσελάκη στην εκλογική κούρσα, η ανάδειξη του επόμενου αρχηγού του ΣΥΡΙΖΑ θα ήταν μια υπόθεση που θα περνούσε εντελώς απαρατήρητη. Κακά τα ψέματα, ο ουρανοκατέβατος και αμερικανοτραφής 35χρονος οικονομολόγος, ο οποίος μέχρι πρότινος αποτελούσε το απόλυτο αντιπαράδειγμα που θα ήθελαν οι άνθρωποι του ΣΥΡΙΖΑ για αρχηγό τους, έδωσε με την υποψηφιότητά του επικοινωνιακή πνοή σε ένα γεγονός που είχε αφήσει παγερά αδιάφορη τη μεγάλη πλειονότητα της ελληνικής κοινωνίας.

Υπό αυτή την έννοια, οι αραχνιασμένοι τοίχοι της Κουμουνδούρου έχουν όντως ανάγκη από ένα φως, όπως αυτό που υποσχέθηκε να φέρει ο κ. Κασσελάκης. Βλέποντας, ωστόσο, κανείς όλους εκείνους που στάθηκαν δίπλα του τόσο τον προηγούμενο καιρό που έτρεξε την καμπάνια του μέσα από τα σόσιαλ μίντια, όσο και εκείνα που διημείφθησαν στη διάρκεια της επινίκιας παράστασης, την οποία έδωσε έξω από τα κεντρικά γραφεία του ΣΥΡΙΖΑ, δύσκολα μπορεί να πιστέψει κάποιος ότι η χθεσινή ημέρα ήταν η απαρχή ενός πολιτικού φαινομένου που ανταποκρίνεται στις πραγματικές ανάγκες για αλλαγή που έχει η χώρα.

Με τον ομόφωνα καταδικασμένο από Ειδικό Δικαστήριο Νίκο Παπά στο πλευρό του και με τον γνωστό και μη εξαιρετέο Παύλο Πολάκη να αποτελεί τον πολιτικό μέντορα και παρασκηνιακό καθοδηγητή του, τίποτε καλό δεν μπορεί να προοιωνίζεται για τη συνέχεια. Διότι ακόμη και αν είναι τόσο φιλομαθής όσο θέλει να λέει ότι είναι, για να δικαιολογήσει τις αντιφάσεις και τις γκάφες στις οποίες υπέπεσε, αν επιλέξει ως δασκάλους τους ίδιους που τον έπεισαν να ισχυρίζεται όσα ισχυρίστηκε κατά τη διάρκεια της προεκλογικής του καμπάνιας, η κατάληξη την οποία θα έχει η επικοινωνιακή καταιγίδα που συνόδευσε την παρουσία του στο μιντιακό προσκήνιο, είναι μάλλον προδιαγεγραμμένη.

Πέρα από συνωμοσιολογικού τύπου προσεγγίσεις, τα μίντια, ως εκ της φύσεώς τους, αρέσκονται σχεδόν εξίσου τόσο με τη δημιουργία ειδώλων όσο και με την κατακρήμνισή τους. «Τρελαίνονται» με όσους επικοινωνούν μέσω το tik tok, διότι δίνουν «έτοιμη τροφή». «Εξιτάρονται» με το πηγαινέλα στο γυμναστήριο. «Παθαίνουν ντελίριουμ» με τις οικογένειες, κυρίως όταν δεν είναι συμβατικές. Όπως και με τα χαριτωμένα σκυλάκια που βγαίνουν βόλτα μπροστά στις κάμερες.

Οι συγκεκριμένες προδιαγραφές σε κάνουν μια τηλεοπτική και, εν γένει, μια μιντιακή περσόνα. Είναι στην πραγματικότητα ένας ρόλος που πρέπει να παίζεται για όσο οι αδηφάγες κάμερες είναι ανοιχτές. Και δεν αρκεί να παίζεται με το ίδιο μοτίβο. Το ρεπερτόριο πρέπει να αλλάζει συχνά γιατί οι επαναλήψεις το κάνουν βαρετό. Και όταν τελειώνουν τα ερωτήματα για τους γονείς, τους συντρόφους και τα κατοικίδια, τότε αρχίζουν τα δύσκολα.

Οι «κακομαθημένοι» δημοσιογράφοι ξεκινούν πια να ρωτούν για τις πολιτικές θέσεις, τις προτεραιότητες της διακυβέρνησης, την ακρίβεια, τις διεθνείς σχέσεις της χώρας, τον πόλεμο στην Ουκρανία, το Κυπριακό και τόσα άλλα για τα οποία ο Στέφανος Κασσελάκης δεν μίλησε όλον αυτόν τον καιρό. Και όταν μίλησε για κάποια εξ αυτών, ή κατέφυγε σε λαϊκίστικες γενικότητες ή απλώς απέδειξε πόσο αδαής είναι για την ελληνική πραγματικότητα.

Φρονίμως, μάλλον, ποιών ο ίδιος, δεν δείχνει να βιάζεται να μπει στο Κοινοβούλιο, όπως θα μπορούσε να γίνει αν παραιτούνταν τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ που διόρισε πριν από εκείνον στη λίστα Επικρατείας ο Αλέξης Τσίπρας. Η αλήθεια βεβαίως είναι ότι ούτε εκείνοι προτίθενται να παραιτηθούν –«ΣΥΡΙΖΑ είναι οι άνθρωποι, δεν είναι κορόιδα…»-, αλλά ούτε ο ίδιος φαίνεται να έχει καμία σχετική πρεμούρα.

Διότι, όση άγνοια κινδύνου και αν διαθέτει ο κ. Κασσελάκης, μπορεί να αντιληφθεί ότι αν ανέβαινε το στο βήμα της Βουλής στην παρούσα φάση, η πιθανότητα να έρθει στο φως η ασχετοσύνη που τον διακρίνει είναι πολύ μεγάλη. Οπότε μέχρι τότε και για όσο μπορεί θα εξακολουθήσει να κρύβεται. Διότι η περίπτωσή του δεν αποτελεί πολιτικό φαινόμενο, όπως διατείνονται οι υποστηρικτές του, καθώς δεν έχει τίποτε να πει, τουλάχιστον ως ηγέτης ενός κόμματος το οποίο θέλει να ισχυρίζεται ότι ανήκει στη ριζοσπαστική Αριστερά. Αντιθέτως, όλη η μέχρις στιγμής παρουσία του στο πολιτικό στερέωμα, δεν είναι παρά ένα μιντιακό γεγονός το οποίο δεν θα πάρει πολύ καιρό για να ξεφουσκώσει.

Όπως άλλωστε συμβαίνει στην φυσική, έτσι και στην πολιτική, οι κομήτες όσο ξαφνικά εμφανίζονται, τότε γρήγορα εξαφανίζονται. Εδώ μπορεί να περιμένουμε ως τις ευρωεκλογές του ερχόμενου Ιουνίου.

Παρασκευή 25 Αυγούστου 2023

Στο ίδιο έργο θεατές του… κυνηγιού των εμπρηστών

«Εγώ δεν φταίω...». Με αυτό τον εύγλωττο τίτλο επιγραφόταν πριν από 25 ολόκληρα χρόνια η συνέντευξη που είχε παραχωρήσει στην εφημερίδα «Τα Νέα» ο τότε αρμόδιος για τη δασοπυρόσβεση υπουργός. 

Ο Στέφανος Τζουμάκας -ναι, ναι, ο νυν υποψήφιος αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ- στον οποίο ανήκει η φράση που έγινε τίτλος στη συνέντευξη, ήταν ο τελευταίος υπουργός Γεωργίας που είχε στο χαρτοφυλάκιό του την αρμοδιότητα της κατάσβεσης των δασικών πυρκαγιών. Επί των ημερών της υπουργίας του, όπως άλλωστε και τα περισσότερα προηγούμενα καλοκαίρια, η Ελλάδα είχε βρεθεί επανειλημμένα σε πύρινο κλοιό. Αλλά κι εκείνος, όπως σχεδόν όλοι οι προκάτοχοι αλλά και οι διάδοχοί του, «έψαχνε να βρει το λάθος που έκανε, αλλά δεν το εύρισκε», για να θυμηθούμε τον ισχυρισμό που διατύπωσε δυο δεκαετίες αργότερα ο Νίκος Τόσκας, την επαύριο της τραγωδίας στο Μάτι.   

Το 1998, μετά πολλών βασάνων και κόπων, η κυβέρνηση Σημίτη κατάφερε να κάνει ένα αποφασιστικό βήμα για την καλύτερη αντιμετώπιση του φαινομένου των ετησίως επαναλαμβανόμενων καταστροφικών πυρκαγιών: καθιέρωσε τον ενιαίο φορέα δασοπυρόσβεσης, που επί χρόνια πρότειναν όλοι οι ειδικοί αλλά δεν υλοποιούνταν επειδή οι δυνάμεις της αδράνειας ήταν ισχυρότερες από τις δυνάμεις της λογικής. Μεταφέρθηκε, σε αυτό το πλαίσιο, η ευθύνη της κατάσβεσης όλων των πυρκαγιών στο Πυροσβεστικό Σώμα το οποίο έως τότε ασχολούνταν μόνον με τις αστικές πυρκαγιές. Ενώ στις φωτιές που ξεσπούσαν σε δασικές περιοχές επιχειρούσαν οι δασοπυροσβέστες του υπουργείου Γεωργίας και για τα εναέρια μέσα ήταν υπεύθυνη η Πολεμική Αεροπορία.

Παρότι πέρασε έκτοτε ένα τέταρτο του αιώνα, τα λεγόμενα του κ. Τζουμάκα θυμίζουν ισχυρισμούς που ακούστηκαν πολλές φορές στη διάρκεια των επόμενων χρόνων. Και που το μεγαλύτερο δυστύχημα είναι ότι εξακολουθούν να ακούγονται έως και σήμερα. Με πιο χαρακτηριστικούς τους ισχυρισμούς για τις πολλές ταυτόχρονες πυρκαγιές που ξεσπούν, φαινόμενο το οποίο στην πραγματικότητα είναι ετησίως επαναλαμβανόμενο, ιδίως τις ημέρες που πνέουν ισχυροί άνεμοι και επικρατούν υψηλές θερμοκρασίες. Όπως και οι ανακυκλούμενες εικασίες για υποτιθέμενο «οργανωμένο σχέδιο εμπρησμών», οι οποίες, ωστόσο, ουδέποτε απεδείχθησαν παρότι σχεδόν χωρίς εξαίρεση κάθε χρόνο διατάσσεται και μια αναβαθμισμένη εισαγγελική έρευνα. 

Το αφήγημα για τη δράση «εμπρηστών που μας καίνε» αποτελεί διαχρονικά μια πολύ εύπεπτη ιστορία για λαϊκή κατανάλωση αλλά και μια πολύ βολική δικαιολογία για την ανικανότητα και την έλλειψη συντονισμού τόσο μετά όσο κυρίως πριν από την εκδήλωση των πυρκαγιών.     

«Πέρσι (σ.σ.: το 1997) όλες οι πυρκαγιές, όλο το έτος, ήταν 3.100. Τον Ιούλιο μόνο, φέτος (σ.σ.: 1998), ήταν 2.800», έλεγε στην περί ης ο λόγος συνέντευξη ο κ. Τζουμάκας. Και συμπλήρωνε: «Πέρσι, μόνο δύο πυρκαγιές έκαιγαν επί δέκα μέρες. Ειδικά της Εύβοιας ­πιστεύω να θυμάστε­ είχε πλησιάσει περίπου το 10ήμερο, και του δάσους της Θεσσαλονίκης είχε περάσει το 5ήμερο. Επίσης θυμάμαι ότι το πρώτο Σαββατοκύριακο είχαμε σε διάστημα μιας ώρας 182 πυρκαγιές και έσβησαν μέσα στη δεύτερη μέρα».

            Και μπορεί ο τότε υπουργός Γεωργίας, παραθέτοντας όλα αυτά τα συγκριτικά στοιχεία, να κατέληγε στο συμπέρασμα ότι «τα προβλήματα του συντονισμού ήταν ένα από τα βασικά στοιχεία της δασοπυρόσβεσης ως τώρα», αυτό δεν τον εμπόδισε να στραφεί αφενός κατά των δασικών υπαλλήλων, ο κλάδος των οποίων αντιδρούσε επειδή «δεν έπρεπε να χάσει αυτό το αντικείμενο» καθώς μέχρι τότε διαχειριζόταν σημαντικούς οικονομικούς πόρους. Δεν έμεινε, όμως, εκεί. Επέμεινε σε έναν παλαιότερο ισχυρισμό του για «παρακρατικούς» που υποτίθεται ότι κρύβονταν πίσω από τους εμπρησμούς. Ενώ δεν θέλησε να αποσύρει δήλωση στην οποία είχε προβεί τον προηγούμενο χρόνο μιλώντας γενικώς και αορίστως για δράση «Τούρκων πρακτόρων» και «Γκρίζων Λύκων». 

Κι όλα αυτά την ίδια ώρα που αναγνώριζε ότι «το να υπάρξουν τεκμηριωμένες αποδείξεις είναι ένα πολύ δύσκολο θέμα». Αλλά παρά ταύτα δεν δυσκολευόταν να πει ότι «στοιχεία φυσικά έχουμε. Και ενδείξεις επίσης. Όχι όμως αποδείξεις. Αλλά υπάρχουν εκτιμήσεις και δεδομένα». Ποια ήταν αυτά τα δεδομένα; Άγνωστον. Ο ίδιος αρκέστηκε να πει ότι «η κυβέρνηση έχει ανησυχίες: γιατί όλα αυτά; Σε τι αποσκοπούν αυτοί οι εμπρησμοί;».

Η αλήθεια, πάντως, είναι ότι ο κ. Τζουμάκας δεν ήταν ούτε ο πρώτος ούτε -δυστυχώς- ο τελευταίος που, ως άλλος Δον Κιχώτης, ξιφουλκούσε κατά των (αόρατων) εμπρηστών. Μετά την τραγωδία στο Μάτι, ένας ακόμη τωρινός υποψήφιος αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ, ο τότε υπουργός Ψηφιακής Πολιτικής Νίκος Παπάς, έστηνε ολόκληρο σόου μπροστά στις κάμερες για να καταδείξει ότι οι υποτιθέμενοι δορυφόροι που είχε εκτοξεύσει στο Διάστημα είχαν τάχατες εντοπίσει τους εμπρηστές.

Τη σκυτάλη πήρε στις μέρες μας ο νυν υπουργός Κλιματικής Κρίσης και Πολιτικής Προστασίας Βασίλης Κικίλιας, ο οποίος έλυσε την πολυήμερη σιωπή του και με στεντόρεια φωνή ξεσπάθωσε επειδή «κάποιοι αλητήριοι εμπρηστές βάζουν φωτιές». Τους προειδοποίησε, μάλιστα, λέγοντας αυστηρά: «Δεν θα γλιτώσετε, θα σας βρούμε, θα λογοδοτήσετε στη Δικαιοσύνη». 

Με δεδομένο, ωστόσο, ότι οι περισσότεροι εμπρηστές που έχουν προσαχθεί όλα αυτά τα χρόνια έχει αποδειχθεί ότι δεν είναι παρά πρόσωπα με διαταραγμένη προσωπικότητα, τα οποία τις περισσότερες φορές είτε αφήνονται ελεύθεροι, είτε παραπέμπονται σε ψυχιατρικές κλινικές, το πιθανότερο είναι ότι οι προειδοποιητικές απειλές του κ. Κικίλια κατά των… αλητήριων εμπρηστών θα έχουν την ίδια κατάληξη που είχαν οι ισχυρισμοί Τζουμάκα για «παρακρατικούς» και το δορυφορικό κυνήγι που εξαπέλυσε ο Παπάς.

Η προστασία των δασών -ιδιαίτερα στην εποχή μας που, κακά τα ψέματα, η δασοκάλυψη της Ελλάδας είναι πυκνότερη από οποτεδήποτε άλλοτε στο παρελθόν- είναι πολύ σοβαρή υπόθεση για να εξαντλείται σε εύκολους λαϊκισμούς ότι θα λυθεί το πρόβλημα των πυρκαγιών επειδή ο υπουργός Κλιματικής Κρίσης θα βρει τους εμπρηστές. Κάτι που, αν όντως συνέβαινε, θα διέψευδε τον τίτλο του υπουργικού χαρτοφυλακίου που του ανέθεσε ο πρωθυπουργός.

Γι΄ αυτό και, εν κατακλείδι, η κυβέρνηση αντί να επιδίδεται στο ατελέσφορο εικονικό κυνήγι των εμπρηστών, καλό θα είναι να ρίξει το βάρος της αφενός στην ενίσχυση των δυνάμεων της δασοπυρόσβεσης και αφετέρου στην προληπτική δασοπροστασία που έχει αποδειχθεί ότι είναι ο μόνος αποτελεσματικός τρόπος αντιμετώπισης των πυρκαγιών. Οι οποίες υπήρχαν πάντοτε. Και θα υπάρχουν στο διηνεκές.

Πέμπτη 26 Μαρτίου 2020

«Ζήτω το Κράτος», αλλά «ποιο Κράτος»;

            Από αρχαιοτάτων χρόνων, στους πολέμους και σε ανάλογες μείζονες κρίσεις, όπως η πρωτοφανής πανδημία την οποία βιώνουμε αυτή την περίοδο, είθισται οι πολίτες να στρέφονται προς το Κράτος ως τον θεσμό και φορέα της συλλογικής βούλησης για ένωση των διάσπαρτων δυνάμεων της κοινωνίας προκειμένου να δώσουν πιο αποτελεσματικά τον αγώνα για περιορισμό των καταστροφικών συνεπειών της εκάστοτε κρίσης.
            Η τάση αυτή είναι ευεξήγητη καθώς θεωρείται λογικό και αναμενόμενο οι πολίτες όχι απλώς να θέλουν αλλά και να απαιτούν την εμπλοκή του Κράτους όταν βρίσκονται αντιμέτωποι με πολεμικές συρράξεις, φυσικές καταστροφές ή άλλα ακραία φαινόμενα όπως η παγκόσμια υγειονομική κρίση των ημερών μας, που συνιστούν σημαντική απειλή για τις ζωές πολλών ανθρώπων και την μετέπειτα ευημερία πολύ περισσότερων.
            Το Σύνταγμα της χώρας μας περιέχει ρητή διάταξη (στην παράγραφο 3 του άρθρου 21) σύμφωνα με την οποία «το Kράτος μεριμνά για την υγεία των πολιτών και παίρνει ειδικά μέτρα για την προστασία της νεότητας, του γήρατος, της αναπηρίας και για την περίθαλψη των απόρων». Είναι μια διάταξη που ισχύσει από το 1975 όταν ψηφίστηκε για πρώτη ο ισχύων χάρτης της ελληνικής Πολιτείας και παρέμεινε έκτοτε αναλλοίωτη.
Ίσως δεν είναι κατάλληλος ο χρόνος για ιδεολογικές αντιπαραθέσεις, αλλά, αφού τέθηκε στη δημόσια σφαίρα, δεν μπορεί να μην επισημανθεί ότι το πως εφαρμόστηκε η εν λόγω συνταγματική πρόνοια είναι θέμα το οποίο σχετίζεται με τις ευαισθησίες και τις προτεραιότητες των εκάστοτε κυβερνήσεων. Συνάμα, όμως, αποτελεί και ζήτημα το οποίο συναρτάται ευθέως τόσο από τους διαθέσιμους οικονομικούς πόρους όσο και από αυτόν καθεαυτόν τον τρόπο διάθεσης των πόρων.
Οι ασύλληπτες, για παράδειγμα, σπατάλες οι οποίες έγιναν στη διάρκεια της πρώτης δεκαετίας του τρέχοντος αιώνα, όταν πολλαπλασιάστηκε μέσα σε λίγα χρόνια η φαρμακευτική δαπάνη, δεν είναι άσχετες από την ανάγκη για σημαντική περικοπή των δαπανών που επιβλήθηκε κατά τη μνημονιακή δεκαετία που ακολούθησε.
Κακά τα ψέματα, αν δεν υπήρχαν οι σπατάλες της δεκαετίας που οδήγησαν στις περικοπές της επομένης, το Εθνικό Σύστημα Υγείας θα μπορούσε με τα ίδια χρήματα να ήταν σήμερα σε πολύ καλύτερη κατάσταση τόσο σε ιατροτεχνολογικό εξοπλισμό όσο και σε νοσηλευτικό και ιατρικό προσωπικό.
Θα χρειαζόταν, οπωσδήποτε, ενίσχυση για να αντιμετωπίσει τις έκτακτες συνθήκες που δημιουργεί η πανδημία. Θα διέθετε, όμως, περισσότερους υγειονομικούς, έχοντας κρατήσει και στη χώρα αρκετούς από τους νεότερους γιατρούς οι οποίοι, ενώ σπούδασαν με χρήματα των Ελλήνων φορολογουμένων, προσφέρουν υπηρεσίες σε άλλες χώρες. Ενώ θα είχε και λιγότερο επιτακτικές ανάγκες για νέες ΜΕΘ και ΜΑΦ, για αναπνευστήρες και αναλώσιμα. 
            Όσο δικαιολογημένο, λοιπόν, είναι να αναφωνούμε αυτές τις μέρες «ζήτω το κράτος», άλλο τόσο επιβεβλημένο είναι να αναρωτιόμαστε «ποιο κράτος είναι αυτό που θέλουμε;». Θέλουμε ένα σύγχρονο και ευέλικτο Κράτος; Ή προτιμούμε ένα Κράτος «Λεβιάθαν» που παραπέμπει στα χρεωκοπημένα κομμουνιστικά καθεστώτα του παρελθόντος και χρησιμοποιείται ως λάφυρο από κάθε λογής επιτηδείους;
Θέλουμε ένα Κράτος το οποίο υπάρχει και λειτουργεί στην υπηρεσία των πολιτών; Ή ένα Κράτος που προσλαμβάνει ανεξέλεγκτα υπαλλήλους (κηπουρούς και όχι νοσηλευτές, διοικητικούς και όχι γιατρούς) χωρίς κριτήρια και αξιολόγηση;
Θέλουμε ένα Κράτος – στρατηγείο που έχει ως κύριο ρόλο να εγγυάται τις ελευθερίες και τα δικαιώματα των πολιτών, θέτοντας τους κανόνες; Ή βολευόμαστε με ένα Κράτος, το οποίο είναι έρμαιο των κομματικών εγκάθετων που σιτίζονται από αυτό είτε ως διοικούντες είτε ως συνδιοικούντες συνδικαλιστές;    
           Τα ερωτήματα δεν είναι ούτε θεωρητικά ούτε ρητορικά. Είναι απολύτως πρακτικά. Και ανακύπτουν αβίαστα εξαιτίας του γεγονότος ότι η πλειονότητα όλων όσοι σήμερα αποθεώνουν την ανάγκη της κρατικής παρέμβασης είναι οι ίδιοι που ήταν δογματικά αντίθετοι σε όλες τις προσπάθειες εξορθολογισμού και εκσυγχρονισμού του Δημοσίου μέσω της θέσπισης διαδικασιών και κανόνων για την αξιολόγηση των κρατικών δομών και των υπηρετούντων σε αυτές στελεχών.
Υπό αυτή την έννοια, η παρούσα κρίση που επιτάσσει την οργάνωση της συλλογικής άμυνας στα «ξύλινα τείχη» -για να θυμηθούμε τον χρησμό της Πυθίας πριν τη ναυμαχία της Σαλαμίνας το 480 π.Χ.- του Δημοσίου δεν δικαιώνει σίγουρα όλους εκείνους οι οποίοι με φανατισμό υποστήριζαν το κλείσιμο δημόσιων νοσοκομείων, την… κατεδάφιση της ΕΡΤ και άλλες λαϊκίστικες υπερβολές που θα λειτουργούσαν ως «πανάκεια» για την ανάπτυξη.
Εξίσου αδικαίωτη, όμως, παραμένει και η επιμονή όλων όσοι θέλουν την κρατικοποίηση των πάντων και βρήκαν τώρα ευκαιρία να «την πουν» σε όσους δεν ενστερνίζονται τις απόψεις τους κατά της αξιολόγησης των εκπαιδευτικών ή της εκμάθησης και χρήσης των νέων τεχνολογιών από τους δημοσίους υπαλλήλους προκειμένου να εξελιχθούν.
Για να το πούμε, αν θέλετε, και με ένα ακόμη ευχερές παράδειγμα: Κράτος ήταν το υπουργείο Ψηφιακής Πολιτικής, Τηλεπικοινωνιών και Ενημέρωσης, το οποίο, υπό την ηγεσία του Νίκου Παπά, ασχολούνταν με… υψιπετή εγχειρήματα όπως η διανομή των τηλεοπτικών αδειών και η… κατάκτηση του Διαστήματος.
Κράτος είναι και το υπουργείο Ψηφιακής Διακυβέρνησης που το διαδέχθηκε και, υπό την οποία ηγεσία του Κυριάκου Πιερρακάκη, πήρε το νήμα από το 2014, αν όχι και από το… 2012, για να προχωρήσει επιτέλους η ψηφιοποίηση του ελληνικού Δημοσίου προς όφελος των Ελλήνων πολιτών οι οποίοι με τον απλούστερο τρόπο εκδίδουν αυτές τις μέρες τις άδειες για να κυκλοφορούν.        
             Σε τελική ανάλυση, άλλωστε, στο ερώτημα για «περισσότερο ή λιγότερο Κράτος;», η λογική απάντηση την οποία πάντοτε ενστερνίζονται οι όπου γης νουνεχείς και μετριοπαθείς ήταν και παραμένει μία: αποτελεσματικό Κράτος. Αυτό ακριβώς χρειαζόμασταν πριν από τη κρίση με την πανδημία του κορωνοϊού. Αυτό χρειαζόμαστε τώρα. Αυτό θα χρειαστούμε και μόλις περάσει η κρίση και αρχίσει η ανάκαμψη.

Πέμπτη 30 Νοεμβρίου 2017

Θα… ξεχειμωνιάσουμε με τη Μαρέβα!



            Αν ο πρωθυπουργός πήρε επάξια βραβείο «πολιτικού σθένους», ο στενός συνεργάτης του Δημήτρης Τζανακόπουλος διεκδικεί με την ίδια απαράμιλλη αξιοσύνη το ύψιστο μετάλλιο πολιτικής στρεψοδικίας. Είναι ειλικρινά μνημειώδης ο τρόπος με τον οποίο απάντησε στο ερώτημα για το εξώδικο που του απέστειλε η σύζυγος του προέδρου της Νέας Δημοκρατίας Μαρέβα Γκραμπόφσκι.
Για όσους δεν παρακολούθησαν την επικαιρότητα των ημερών, που κυριαρχήθηκε από το πολλαπλό σκάνδαλο της πώλησης ελληνικού  στρατιωτικού υλικού στην εμπόλεμη Σαουδική Αραβία, τα γεγονότα έχουν εξής: σε συνέχεια της αναφοράς του πρωθυπουργού σε εμπλοκή στην υπόθεση προσώπου με το όνομα Σφακιανάκης, ο κυβερνητικός εκπρόσωπος κατηγόρησε την κυρία Γκραμπόφσκι για σχέση μαζί του. Εκείνη, αφού διέψευσε ότι γνωρίζει τον φερόμενο ως μεσάζοντα, έστειλε εξώδικο για να καταγγείλει τον κ. Τζανακόπουλο και την κυβέρνηση που εκπροσωπεί ότι διακινούν στοχευμένα ψέματα εις βάρος της.
            «Αν η κυρία Μητσοτάκη θεωρεί ότι η πολιτική συζήτηση πρέπει να διεξάγεται μέσω εξωδίκων και εγώ προσωπικά, αλλά φαντάζομαι και ο υπουργός Ψηφιακής Πολιτικής, ο κύριος Παππάς, αλλά και όλοι οι δημοσιογράφοι, οι οποίοι έλαβαν το σχετικό εξώδικο, θα το καλωσορίσουν», αντέτεινε ο κυβερνητικός εκπρόσωπος όταν ρωτήθηκε σχετικά στο briefing. Για να προσθέσει αμέσως μετά το ακόμη πιο εκπληκτικό επιχείρημα: «Ωστόσο, θα πρέπει να σας πω ότι η συγκεκριμένη κίνηση είναι περισσότερο ένδειξη αδυναμίας, παρά το ο,τιδήποτε άλλο».
Ναι, καλά διαβάσατε, η απάντηση ενός πολίτη που –καλώς ή κακώς- θεωρεί ότι θίγεται και συκοφαντείται από τους ισχυρισμούς ενός πολιτικού, ο οποίος είναι εξασφαλισμένος και με ασυλία, συνιστά, σύμφωνα με τον εκπρόσωπο κυβέρνησης που ασκεί εξουσία σε ευρωπαϊκή χώρα, «ένδειξη αδυναμίας». Και δεν είναι μόνον αυτό. Είναι, πολύ περισσότερο, που ο κ. Τζανακόπουλος θεωρεί «πολιτική συζήτηση» την αναπόδεικτη εμπλοκή της συζύγου του πολιτικού του αντιπάλου. Σε μια υπόθεση, μάλιστα, που η κυβέρνησή του δεν μπορεί να αποφασίσει αν είναι ή όχι σκάνδαλο. Και γι΄ αυτό καταφεύγει στην εκτόξευση κάθε είδους πυροτεχνημάτων, μήπως και στρέψει αλλού το ενδιαφέρον.  
 Μάλιστα, για όσους ενδεχομένως δεν αντιλήφθηκαν τι ακριβώς ήθελε να πει με την αρχική αναφορά του, ο κ. Τζανακόπουλος επανήλθε για να κάνει πιο… ξεκάθαρη τη στόχευση της απάντησής του: «Η κυρία Μητσοτάκη θα πρέπει να κατανοήσει ότι είναι δημόσιο πρόσωπο, ως σύζυγος του προέδρου της αξιωματικής αντιπολίτευσης, και κατά την αυστηρή έννοια του νόμου. Και ως τέτοιο δημόσιο πρόσωπο πρέπει και να αποδέχεται, αλλά και να ακούει την πολιτική κριτική, καθώς και τα ερωτήματα που της απευθύνονται», υποστήριξε.
Δεν είναι βέβαιο αν είχε πλήρη συνείδηση της διάστασης των όσων είπε ο κ. Τζανακόπουλος. Αλλά, σε κάθε περίπτωση, όποιος ακούσει ή διαβάσει τα λεγόμενα του δεν μπορεί παρά να παραδεχθεί ότι εισήγαγε «καινά δαιμόνια» στην πολιτική αντιπαράθεση. Τα οποία ίσως αποτελούν και παγκόσμια πρωτοτυπία. Τουλάχιστον για τις χώρες που ισχύουν και εφαρμόζονται οι κανόνες της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας και στις οποίες δεν ευδοκιμούν έννοιες περί συλλογικής – οικογενειακής ευθύνης.
Ποια είναι τα, κατά Τζανακόπουλο, «καινά δαιμόνια»; Πρώτον, ότι οι σύζυγοι –και οι σύντροφοι και τα παιδιά άραγε;- των πολιτικών είναι δημόσια πρόσωπα και, άρα, μπορεί ο καθένας να τους/τις εγκαλεί για όσα κάνουν ή δεν κάνουν, ακόμη και όταν αυτά δεν σχετίζονται με την οικογενειακή τους ιδιότητα. Και, δεύτερον, ότι το βάρος της απόδειξης για καταγγελλόμενες πράξεις ή παραλείψεις δεν το φέρει ο εγκαλών πολιτικός αντίπαλος, αλλά είναι ευθύνη του εγκαλούμενου να αποδείξει ότι δεν είναι… ελέφαντας.
Υπό αυτές τις συνθήκες, το μόνο σίγουρο είναι ότι αν  επικρατήσουν οι καινοφανείς θεωρίες του κ. Τζανακόπουλου για τον τρόπο που μπορεί να ασκείται η πολιτική αντιπαράθεση, το επόμενο διάστημα θα βρεθούμε ενώπιον καταστάσεων που δεν έζησε ο τόπος ούτε στις πιο ταραγμένες περιόδους της σύγχρονης ιστορίας.
Η κυβέρνηση έχει δώσει δείγματα γραφής και πολύ πριν αναλάβει ο εκπρόσωπος της να θεωρητικοποιήσει τις αντεγκλήσεις για οικογενειακά ζητήματα. Κατά το Μέγαρο Μαξίμου, ο Κυριάκος Μητσοτάκης θεωρήθηκε και θεωρείται υπόλογος –πολιτικά και ποινικά- επειδή δεν περιέλαβε στις δηλώσεις «πόθεν έσχες» την περιουσιακή κατάσταση της συζύγου του κατά την περίοδο που ήταν σε διάσταση. Παρότι το ζήτημα «έκλεισε» και από την Επιτροπή Ελέγχου της Βουλής και από τη Δικαιοσύνη, ο κ. Τσίπρας δεν δίστασε να το θίξει στην τελευταία συζήτηση της Βουλής για τα σαουδαραβικά βλήματα.
Από την πλευρά του, ο αρχηγός της ΝΔ έχει αρνηθεί μέχρι στιγμής να απαντήσει με τα ίδια όπλα. Στενοί του συνεργάτες τού εισηγούνται εδώ και καιρό να ανταποδώσει τα ίσα. Πώς; Ζητώντας εξηγήσεις από τον κ. Τσίπρα για τη σύντροφό του Περιστέρα Μπαζιάνα. Κατά τα λεγόμενά τους, «την ώρα που ο πρωθυπουργός εγκαλεί ο ίδιος προσωπικά τον αρχηγό της ΝΔ για το “πόθεν έσχες” της δικής του συζύγου, που μετά την επανασύνδεση κατατίθεται και ελέγχεται αρμοδίως, ο κ. Τσίπρας δεν έχει δηλώσει ποτέ την περιουσία της κυρίας Μπαζιάνα».
Δεν το έχει κάνει, όπως λένε, «με το αιτιολογικό ότι δεν είναι επίσημη σύζυγος, αφού δεν έχουν συνάψει γάμο, αν και η σύντροφός του απολαμβάνει όλα ανεξαιρέτως τα οφέλη (ταξίδια, άδειες, κλπ) που απορρέουν από τη σχέση που έχει με τον πρωθυπουργό».
Ο κυβερνητικός εκπρόσωπος στην ενημέρωση της Τετάρτης άφησε να εννοηθεί σαφώς ότι το «πόθεν έσχες» της κυρίας Γκραμπόφσκι και η συμμετοχή της παλαιότερα σε off shore εταιρία θα είναι το  βασικό αντικείμενο ειδικής συζήτησης που επίκειται να γίνει στη Βουλή. «Δεν έχει απαντήσει ποιες ήταν ακριβώς οι δραστηριότητες αυτών των offshore», υποστήριξε, προσθέτοντας: «Και είμαι βέβαιος ότι θα έχουμε τη δυνατότητα να τα συζητήσουμε στον τόπο που τους αρμόζει. Δηλαδή, στο ελληνικό κοινοβούλιο, κατά τη διαδικασία της προ ημερησίας διατάξεως συζήτηση, την οποία, με πρωτοβουλία του πρωθυπουργού, θα διενεργήσουμε στο αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα».
Χωρίς περιστροφές, λοιπόν, η κυβέρνηση με τον πιο επίσημο τρόπο ανήγγειλε ότι στις προθέσεις της είναι να… ξεχειμωνιάσουμε συζητώντας για την Μαρέβα Γκραμπόφσκι. Μένει να φανεί αν η ηγεσία της αξιωματικής αντιπολίτευσης ξεπεράσει τις αναστολές που έχει ο κ. Μητσοτάκης και βάλει, όπως τον πιέζουν κάποιοι γύρω του, στη συζήτηση τα «έργα και ημέρες» συγγενών και φίλων της πρωθυπουργικής οικογένειας. Έτσι ώστε να φθάσουμε ως τις κάλπες υπό συνθήκες που να θυμίζουν εμφυλιοπολεμικές εποχές.

Πέμπτη 11 Φεβρουαρίου 2016

«Έξις δευτέρα φύσις» στη μακιαβελική κοροϊδία



Αν δεν είχε προηγηθεί η αποκαλυπτική ανάρτηση της Ζωής Κωνσταντόπουλου για τα παρασκήνια του σχηματισμού της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ, ίσως και να μπορούσε να λάβει κανείς σοβαρά υπόψιν του τα όσα διημείφθησαν στην τελευταία συνεδρίαση του υπουργικού συμβουλίου που ακολούθησε λίγες ώρες αργότερα.
Η ενάργεια, ωστόσο, με την οποία περιγράφει η τέως πρόεδρος της Βουλής τον απόλυτο αμοραλισμό, ο οποίος χαρακτηρίζει τον στενό πυρήνα της, υποτιθέμενης, «πρώτη φορά Αριστεράς» διακυβέρνησης, δεν αφήνει πολλά περιθώρια στον οποιονδήποτε εχέφρονα άνθρωπο να αποδεχθεί ισχυρισμούς ότι «για πρώτη φορά τα τελευταία έξι χρόνια, έχουμε μεν μπροστά μας έναν δύσκολο κάβο, αλλά μετά από αυτόν βλέπουμε φως στον ορίζοντα».
Συνιστούν τεράστια πρόκληση για τη νοημοσύνη του μέσου πολίτη καυχησιολογίες ότι «το νέο δόγμα της πολυδιάστατης και ενεργητικής εξωτερικής πολιτικής, που έχουμε υιοθετήσει, αποδίδει ήδη καρπούς», όταν  ακούγεται από πρωθυπουργικά χείλη ενώπιον υπουργών οι οποίοι δεν κρύβουν πλέον ούτε δημοσίως τις ανησυχίες τους ότι η Ελλάδα είναι ένα βήμα πριν από την ευρωπαϊκή απομόνωση και τη μετατροπή της σε ανοικτού τύπου φυλακή για το μέρος εκείνο των μεταναστών που δεν θέλουν η Γερμανία και οι άλλες κεντροευρωπαϊκές χώρες.
Αλλά δεν είναι μόνον το μεταναστευτικό που η κυβέρνηση των ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ για άλλη μια φορά στρουθοκαμηλίζει επικίνδυνα, αδυνατώντας να αντικρύσει κατάματα τη δυσμενή πραγματικότητα και, πολύ περισσότερο, να την αντιμετωπίσει χωρίς ιδεοληπτικές εμμονές και με γνώμονα το συμφέρον της ελληνικής κοινωνίας. Ίδια και χειρότερη είναι η διαμορφούμενη κατάσταση στην οικονομία, την οποία επιχειρούν να «φτιασιδώσουν» με οφθαλμοφανώς παραπλανητικά τεχνάσματα.
Παγιδευμένοι, δυστυχώς, στα προεκλογικά ψέματα που είπαν όχι μόνον τον Ιανουάριο του 2015, αλλά και τον Σεπτέμβριο, όταν κέρδισαν για δεύτερη φορά τις εκλογές, ο Αλέξης Τσίπρας και οι υπουργοί του εξακολουθούν να αρνούνται την πραγματικότητα, καταφεύγοντας σε ανούσιους βερμπαλισμούς τους οποίους πολύ σύντομα θα… καταπιούν, όπως κατάπιαν τόσα και τόσα άλλα τους τελευταίους δωδεκάμισι μήνες.
Πώς, για παράδειγμα, να πάρει οποιοσδήποτε «τοις μετρητοίς» μεγαλοστομίες του τύπου «είμαστε αποφασισμένοι να τηρήσουμε τις δεσμεύσεις μας», «δεν θα κόψουμε για δωδέκατη φορά τις συντάξεις» και «θα προστατεύσουμε την πρώτη κατοικία», όπως αυτές που συνεχίζει να εκστομίζει ο κ. Τσίπρας; Και, πολύ περισσότερο, όταν αυτά συμπίπτουν με λεονταρισμούς του τύπου «επιδιώκουμε η πρώτη αξιολόγηση του προγράμματος να γίνει έγκαιρα, χωρίς κωλυσιεργίες και χωρίς τακτικισμούς από την πλευρά των δανειστών».
Ο κ. Τσίπρας και ο περίγυρός του πρέπει να υποτιμούν πάρα πολύ τους Έλληνες για να έχουν πειστεί ότι μπορούν ακάθεκτοι να εξακολουθούν να λένε όλα εκείνα για τα οποία έχουν μετατρέψει την Ελλάδα σε διεθνή περίγελο. Δεν εξηγείται αλλιώς ότι δείχνουν να μην έχουν καμία επίγνωση των συνεπειών από όλα αυτά τα οποία δεν πλήττουν μόνον την προσωπική τους αξιοπιστία αλλά την ίδια την υπόσταση της χώρας της οποίας -μοίρα κακή…- ανέλαβαν να διαχειριστούν τις τύχες.
Γιατί ποιος αλήθεια, εντός ή εκτός Ελλάδας, μπορεί να πάρει σοβαρά πρωθυπουργική αποστροφή σύμφωνα με την οποία «η διαπλοκή που βάρυνε με τη σκιά της για πολλά χρόνια το πολιτικό σύστημα, την κοινωνία, την οικονομία της χώρας, βιώνει, ίσως, τις τελευταίες μέρες της πρωτοκαθεδρίας της, της εξουσίας της»; Ή πώς μπορεί να ακούγονται στο ανώτατο κυβερνητικό όργανο, χωρίς τους προφανείς καγχασμούς που προκαλούν, ισχυρισμοί «ότι διαπλοκή, λοιπόν, το επόμενο διάστημα τελειώνει»;
Πιστεύουν άραγε στο Μαξίμου ότι οι αγρότες θα πειστούν να σταματήσουν τις κινητοποιήσεις τους επειδή ο κ. Τσίπρας διαπίστωσε ότι «τα συστημικά Μέσα Ενημέρωσης, σήμερα, υποκριτικά τους αποθεώνουν» και αυτό «συνδέεται άμεσα με σκοπιμότητες που ουδεμία σχέση έχουν με την αγωνία για τους αγρότες, αλλά με την αγωνία τους να μην εκκινήσει ο διαγωνισμός για τις τηλεοπτικές άδειες»; Περιμένουν άραγε να αρχίσουν να αποθεώνουν οι… κτηνοτρόφοι τον υπουργό Επικρατείας Νίκο Παπά, επειδή μπορεί να μη δώσει –που θα δώσει!- άδειες σε ορισμένα κανάλια;
Τα ερωτήματα είναι μόνον ρητορικά, γιατί οι απαντήσεις είναι προφανείς. Τα δείγματα γραφής, άλλωστε, που δεν επιτρέπουν αυταπάτες ότι μπορεί να πιστεύουν όλα αυτά τα οποία διατείνονται, είναι πλέον αρκετά. Και υπό αυτή την έννοια, το μακιαβελικό σκηνικό που τόσο παραστατικά ανασύνθεσε η Ζωή Κωνσταντόπουλου για τις νοοτροπίες από τις οποίες διακατέχονται οι άνθρωποι που περιβάλουν τον κ. Τσίπρα, ίσως σε ορισμένους να μην προκάλεσε ισχυρές εντυπώσεις. Όταν, άλλωστε, είχε προηγηθεί ο εξευτελισμός της λαϊκής βούλησης, όπως αυτή εκφράστηκε στο περιβόητο δημοψήφισμα του Ιουλίου, τίποτε πλέον δεν μπορεί να θεωρηθεί αδιανόητο.
Ακόμη και έτσι, πάντως, αν είναι, το συμπέρασμα από την τελευταία συνεδρίαση του υπουργικού συμβουλίου είναι ότι έχουν συνηθίσει τόσο πολύ στο ψέμα και στην κοροϊδία που δεν μπορούν να απαλλαγούν. Και το προφανές είναι ότι μάλλον ο μακιαβελικού τύπου αμοραλισμός, ο οποίος τους χαρακτηρίζει, παραπέμπει στην αρχαιοελληνική ρήση «έξις δευτέρα φύσις».