Συνολικές προβολές σελίδας

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Παιδεία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Παιδεία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 3 Ιουνίου 2022

Βαλεριάνα για τις αϋπνίες

Σε μια χαλαρή συζήτηση πριν από κάποια χρόνια στο περιθώριο μιας κοινοβουλευτικής συνεδρίασης, ρώτησα τον τότε υπουργό Παιδείας γιατί οι διορισμοί των αναπληρωτών εκπαιδευτικών δεν γίνονται μήνες προτού να ξεκινήσει το σχολικό έτος έτσι ώστε να μην έχουν τα Γυμνάσια και τα Λύκεια κάθε χρόνο «κενά» και ορισμένα μαθήματα να φθάνει Νοέμβριος και Δεκέμβριος για να αρχίσουν να διδάσκονται.

«Ακριβώς αυτό το διάστημα ψάχνω να βρω λύση στο συγκεκριμένο πρόβλημα», μου απάντησε. Και με έμφαση, από την οποία κατάλαβα ότι περίμενε να εντυπωσιαστώ, συμπλήρωσε, λέγοντας μου: «Γι΄ αυτόν τον λόγο, τις τελευταίες μέρες κρατάω του διευθυντές του υπουργείου μέχρι τις 5 το πρωί και συζητάμε πως θα το λύσουμε».

Εν τέλει, μάλλον εκείνος εξεπλάγη από την ανταπάντησή μου, αν κρίνω ότι με κοίταζε ως να έβλεπε μπροστά του εξωγήινο όταν δεν… κρατήθηκα και -παρότι λόγω επαγγελματικής ιδιότητας, δεν συγκαταλέγομαι στους πρωινούς τύπους- του είπα: «Δεν μπορώ να φανταστώ ξενύχτηδες υπηρεσιακούς παράγοντες να βρίσκουν λύσεις σε προβλήματα της ημέρας».

Προσπερνώντας, μάλιστα, την έκπληξή του, προσπάθησα να κάνω σαφή την άποψή μου, διερωτώμενος: «Μήπως, αντί να τους κρατάτε όλη νύχτα στο γραφείο, θα έπρεπε να τους δώσετε άτυπη άδεια δύο τριών ημερών για να πάνε να ρεμβάσουν σε κάποια παραλία και να επιστρέψουν από κει υποχρεωμένοι να σας κάνουν ο καθένας την πρότασή του στην οποία θα έχει καταλήξει με καθαρό και ξεκούραστο μυαλό;».

Αν κρίνω από το γεγονός ότι διαιωνίστηκε το πρόβλημα με τις καθυστερήσεις στους διορισμούς αναπληρωτών εκπαιδευτικών, όπως και πολλές άλλες παθογένειες του εκπαιδευτικού μας συστήματος, ο περί ού ο λόγος υπουργός όχι μόνον δεν ενστερνίστηκε τη… φαεινή ιδέα μου, ίσως και επειδή του αμφισβητούσε την εξουσία, αλλά δεν πρέπει καν να την άκουσε.

Άλλωστε το «πέρασμα» του από το υπουργείο Παιδείας ελάχιστοι το θυμούνται πλέον. Και ούτε εγώ θα το θυμόμουν αν δεν είχε διαμειφθεί το περιστατικό που μόλις περιέγραψα.

Ανέσυρα, ωστόσο, στη μνήμη μου την μικρή πικρή αυτή ιστορία, ακούγοντας όσα είπε για τα δικά του… ξενύχτια ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ, μιλώντας την Πέμπτη στη διαδικτυακή εκπομπή «Meeting Point» του newsbomb.gr, με τη δημοσιογράφο Όλγα Τρέμη. 

«Δεν έχω καμία, μα καμία, αμφιβολία ότι ο ΣΥΡΙΖΑ θα νικήσει», είπε ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης. «Αυτό που με απασχολεί, αυτό που με κάνει τα βράδια να μην κοιμάμαι, είναι γι' αυτό που θα παραλάβουμε την επόμενη μέρα», συμπλήρωσε.

Μάλλον άθελά του, ωστόσο, αμέσως μετά ο ίδιος ο κ. Τσίπρας αποκάλυψε ότι το πρόβλημα που αντιμετωπίζει με τον ύπνο πρέπει να είναι… χρόνιο. Δεν εξηγούνται, αλλιώς, αυτά που συμπλήρωσε στην ίδια συνέντευξη: «Όταν ήμουν στο Μαξίμου, δεν ήμουν happy traveler, καθόμουν μέχρι τις 3 και 4 το πρωί για να βρω λύσεις σε ασφυκτικές συνθήκες. Και βρήκαμε λύσεις, ρυθμίσαμε το χρέος, βγάλαμε τη χώρα από τα μνημόνια, φέραμε την ανάπτυξη…», είπε.

Αν και δεν υπάρχει αμφιβολία ότι, ως λαός, αρεσκόμαστε στο ξενύχτι, ειλικρινά δεν μπορώ να φανταστώ γιατί έπρεπε ο κ. Τσίπρας να μας πει ότι έμενε ως τις 4 το πρωί στο Μαξίμου για να λύσει προβλήματα, όπως π.χ. για να επιδιώξει τη ρύθμιση του χρέους. Δεν είναι μόνον ότι ο ίδιος μάς έλεγε τότε ότι, αν αντιδρούσαμε σε όσα μας επέβαλλαν εταίροι και σύμμαχοι, «θα μας παρακαλούν να μας δανείσουν».

Είναι, πολύ περισσότερο, η απορία με ποιον θα μπορούσε να συνομιλεί αυτές τις μεταμεσονύχτιες ώρες ο Έλληνας πρωθυπουργός. Ξενυχτούσαν, άραγε, η Μέρκελ, ο Ολάντ ή ο Πούτιν από τον οποίο οι ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ περίμεναν να τους δανείσει; Από όσο ξέρουμε, πάντως, ο Ρώσος Πρόεδρος τους το είχε ξεκόψει, λέγοντας ότι το μόνο που μπορούσε να κάνει ήταν να μιλήσει για λογαριασμό μας στη Γερμανίδα καγκελάριο. 

Άλλο που την ίδια ώρα έπαιρνε στο τηλέφωνο τον Γάλλο Πρόεδρο για να τον πληροφορήσει για τις ανοησίες των δικών μας περί εκτύπωσης νέου νομίσματος.

Κακά τα ψέματα, αυτή η χώρα δεν πάσχει ούτε από την έλλειψη υπερωριακής εργασίας, ούτε από τα μειωμένα ξενύχτια των ανθρώπων που μας κυβερνούν διαχρονικά. Το αντίθετο θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς. Πάσχει, κυρίως, επειδή εντός του κανονικού ωραρίου δεν λαμβάνονται οι αποφάσεις που πρέπει να ληφθούν, με βάση τα δεδομένα της εγχώριας και διεθνούς πραγματικότητας.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το ξενύχτι συμβάλει στην αναψυχή. Μόνον, όμως, που, αν γίνεται κατά σύστημα, μειώνει και δεν αυξάνει την αποδοτικότητα της εργασίας και την αποτελεσματικότητα της προσπάθειας.

Όποιος το αμφισβητεί, δεν έχει παρά να ρωτήσει κάποιον ειδικό. Και η πιθανότερη συμβουλή που θα λάβει είναι να αποφεύγει τις σκέψεις που προκαλούν άγχος και να καταφεύγει σε ένα αφέψημα βαλεριάνας.

Δεν υπάρχει καλύτερη λύση για να έχει, τουλάχιστον όποιος αποφασίζει για τις ζωές ενός λαού και ενός Έθνους, την άλλη μέρα ξεκούραστο και καθαρό μυαλό που βοηθά στην ανάλυση της πραγματικότητας, όπως αυτή είναι και όχι όπως μπορεί να την φαντασιώνεται όποιος ξενυχτά κουτσοπίνοντας και χαζολογώντας με τους κολλητούς του.

Βαλεριάνα, λοιπόν. Ιδού η λύση!

Παρασκευή 29 Ιανουαρίου 2021

«…Τι έχουν τα έρμα και ψοφάνε;»

 

Το μεσημέρι της Πέμπτης έγινε (ένα ακόμη) «πανεκπαιδευτικό» συλλαλητήριο στο κέντρο της Αθήνας, όπως και στη Θεσσαλονίκη. Κάποιες λίγες χιλιάδες συμπολίτες μας, οι οποίοι δεν αντιπροσώπευαν ούτε το ένα εκατοστό όσων με τον έναν ή τον άλλο σχετίζονται με τον χώρο της εκπαίδευσης, αψήφησαν τα υγειονομικά πρωτόκολλα και τις απαγορεύσεις των συναθροίσεων για να διαδηλώσουν κατά των ρυθμίσεων του νομοσχεδίου της υπουργού Παιδείας Νίκης Κεραμέως για την ανώτατη εκπαίδευση.

Ευδιάκριτη θέση ανάμεσα στους διαδηλωτές είχαν προβεβλημένα στελέχη της αξιωματικής αντιπολίτευσης που με τη συμμετοχή τους στις συγκεντρώσεις και στις πορείες ήταν προφανές ότι ήθελαν να δώσουν πολιτική κάλυψη στη διοργάνωση των συλλαλητηρίων τα οποία έλαβαν χώρα σε μια μέρα που ήταν διάχυτη η αγωνία στην κοινή γνώμη για την έξαρση των κρουσμάτων του κορωνοϊού που παρατηρείται ιδίως στην Αττική και πιο συγκεκριμένα στο κέντρο της πρωτεύουσας.

Το βράδυ της ίδιας μέρας είδαν το φως της δημοσιότητας δύο νέες δημοσκοπήσεις οι οποίες δεν έκαναν τίποτε περισσότερο και τίποτε λιγότερο από το να επιβεβαιώσουν ένα -από πρώτη όψη- παράδοξο σκηνικό που διαδραματίζεται τον τελευταίο ενάμιση χρόνο: η κυβερνητική παράταξη αντί να φθείρεται, όπως συνήθως συμβαίνει όσο απομακρυνόμαστε από τις εκλογές, ενισχύεται, ενώ ο επικεφαλής της, Κυριάκος Μητσοτάκης, εδραιώνει μια όλο και πιο αδιαμφισβήτητη κυριαρχία.

Στον αντίποδα, στις συγκεκριμένες μετρήσεις, όπως και σε όλες τις προηγούμενες του τελευταίου χρόνου, ο ΣΥΡΙΖΑ εμφανίζει κάμψη της εκλογικής δύναμης που συγκέντρωσε στις τελευταίες εκλογές, καθώς ένας στους τρεις που τον ψήφισε δηλώνει ότι δεν προτίθεται να το ξανακάνει. Ενώ και η απήχηση του αρχηγού του, Αλέξη Τσίπρα, βρίσκεται σε σαφή υποχώρηση με αποτέλεσμα όχι μόνον να αυξάνεται το προβάδισμα του βασικού του αντιπάλου, αλλά η επίδοσή του στο ερώτημα για τον καταλληλότερο πρωθυπουργό να υπολείπεται ακόμη και έναντι του… «κανένα».

Για όποιον δυσκολεύεται να κατανοήσει τους λόγους για τους οποίους παρατηρείται αυτή η εικόνα, αρκεί μια ματιά στα επιμέρους ευρήματα των δημοσκοπήσεων για να βρει επεξηγηματικές απαντήσεις. Στο ερώτημα, για παράδειγμα, σχετικά με την αστυνόμευση των πανεπιστημιακών χώρων που αποφάσισε να επιβάλει η κυβέρνηση και για την οποία οργανώθηκαν τα πρόσφατα συλλαλητήρια, η πλειονότητα της κοινής γνώμης απαντά ότι διάκειται ευνοϊκά. Και αυτό δεν χωρά καμία αμφιβολία, διότι στο σύνολο των ερωτηθέντων θετική απάντηση έδωσε (σύμφωνα με τη μέτρηση της Metron Analysis) το 64%, ενώ αρνητική μόνον το 31%.

Οι υπερασπιστές της νομοθετικής πρωτοβουλίας της κυβέρνησης υπερτερούν σε όλες ανεξαιρέτως τις ηλικιακές κατηγορίες, ενώ σε αυτούς περιλαμβάνονται και τέσσερις στους δέκα (39%) από όσους στις τελευταίες εκλογές έριξαν την ψήφο τους στην κάλπη του ΣΥΡΙΖΑ. Το ακόμη πιο ενδιαφέρον εύρημα είναι ότι υπέρ της κυβερνητικής πρωτοβουλίας τάσσεται το 84% όσων ψήφισαν ΚΙΝΑΛ, το 73% όσων αυτοπροσδιορίζονται ως «κεντρώοι» και το 46% όσων δηλώνουν «κεντροαριστεροί». Με λίγα λόγια η μεγάλη πλειονότητα εκείνων στους οποίους υποτίθεται ότι στοχεύει ο ΣΥΡΙΖΑ για να γίνει και πάλι πλειοψηφία κινούνται στην αντίθετη κατεύθυνση από εκείνη που χαράσσουν η ηγεσία και τα στελέχη του τα οποία συμμετείχαν στα συλλαλητήρια.

Η αστυνόμευση των πανεπιστημιακών χώρων δεν είναι βεβαίως το μόνο ζήτημα με το οποίο η αξιωματική αντιπολίτευση βρίσκεται σε δυσαρμονία με την πλειοψηφική βούληση της ελληνικής κοινωνίας του 2021. Από τη μίζερη και αντιφατική κριτική για τους χειρισμούς της κυβέρνησης στη διαχείριση της πανδημίας και την επίμονη προσπάθεια να κατασκευαστεί μια εικόνα που δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, όπως οι χαρακτηρισμοί περί «Ψωροκώσταινας», μέχρι τη «νευρόσπαστη» αντιπολιτευτική τακτική, με την οποία επιχειρεί ματαίως να πείσει τους Έλληνες ότι ζουν υπό συνθήκες αστυνομικού κράτους, είναι αρκετές οι περιπτώσεις που δείχνουν τον ΣΥΡΙΖΑ να συγκρούεται όχι με την κυβέρνηση αλλά με την πραγματικότητα.

Υπό αυτή την έννοια, δεν προκαλεί ιδιαίτερη έκπληξη ότι η κυβέρνηση Μητσοτάκη, παρόλο που είναι περισσότερο από προφανές ότι έχει υποπέσει σε ουκ ολίγα λάθη και αστοχίες, δείχνει ισχυρή ανθεκτικότητα στη φθορά του χρόνου, αφενός διότι είναι έντονος ακόμη ο αρνητικός απόηχος της ΣΥΡΙΖΑΝΕΛικής διακυβέρνησης και αφετέρου επειδή η αξιωματική αντιπολίτευση αδυνατεί να αντιπαραβάλει μια συνεκτική εναλλακτική πρόταση εξουσίας που να απαντά στις πραγματικές και ουσιαστικές ανάγκες της σημερινής κοινωνίας.

Δυστυχώς, η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ δείχνει να μη θέλει και να μη μπορεί να κατανοήσει τα προτάγματα του σήμερα. Γι΄ αυτό και όταν δεν βρίσκει βολικό άλλοθι στην αμφισβήτηση των δημοσκοπήσεων, συμπεριφέρεται σαν τον βουκόλο της γνωστής λαϊκής ρήσης που αναρωτιόνταν για τα ζωντανά του: «Με τον ήλιο τα βγάζω, με τον ήλιο τα μπάζω, τι έχουν τα έρμα και ψοφάνε;».

Πέμπτη 13 Δεκεμβρίου 2018

Σπούδασε, στ΄ αλήθεια, μηχανικός ο κ. Τσίπρας;



            Σε μια -μάλλον πρόσκαιρη…- κρίση ειλικρίνειας ο Αλέξης Τσίπρας παραδέχθηκε στην τελευταία ομιλία του στη Βουλή ότι «και εμείς φέραμε αρνητικά μέτρα, δεν το αρνούμεθα». Μόνον που η παραδοχή αυτή δεν ήταν παρά ένας φραστικός ελιγμός που στόχο είχε να βρει έρεισμα για να επιδοθεί στην προσφιλή του τακτική της παραβίασης της κοινής λογικής.
Η συνέχεια, άλλωστε, ήταν αποκαλυπτική για όλους όσοι δεν παρασύρονται από τις βερμπαλιστικές ικανότητες του κ. Τσίπρα. «Ο συνολικός λογαριασμός, η σούμα για όσους ξέρουν να μετράνε και έχουν βγάλει και τα πανεπιστήμια τα καλά που έχετε βγάλει εσείς, είναι 65 δισεκατομμύρια ευρώ αρνητικά μέτρα στην πενταετία των δικών σας μνημονιακών χρόνων», είπε απευθυνόμενος στον αρχηγό της Νέας Δημοκρατίας Κυριάκο Μητσοτάκη. 
 «Τα αρνητικά μέτρα που πήραμε εμείς ήταν κοντά στα 9 δισεκατομμύρια ευρώ, όταν εσείς σε μια πενταετία πήρατε 65 δισεκατομμύρια ευρώ», συμπλήρωσε. Και με την ίδια… ιερά οργή, με την οποία χρωμάτισε τη φωνή του, πρόσθεσε: «Τι έρχεστε να συγκρίνετε σε αυτήν εδώ την αίθουσα; Τα 65 δισεκατομμύρια ευρώ με τα 9 δισεκατομμύρια ευρώ; Ποιο είναι βαρύτερο και μεγαλύτερο;».
Σύμφωνα, λοιπόν, με τον κ. Τσίπρα τα δημοσιονομικά μέτρα είναι θέμα βάρους ή μεγέθους και αφού τα ζυγίσουμε ή τα μετρήσουμε μπορούμε να αποφανθούμε ποια είναι πιο βαριά ή πιο μεγάλα. Ας πάρουμε για παράδειγμα τον Φόρο Προστιθέμενης Αξίας (ΦΠΑ), για τον οποίο η υπουργός του κυρία Θεανώ Φωτίου νόμιζε μέχρι πρότινος –και είπε από τη συχνότητα της ΕΡΤ- ότι ήταν φόρος επιχειρήσεων και ότι η κυβέρνησή της θα τον μείωνε.
Την άνοιξη του 2010 και λίγο πριν μπούμε στο πρώτο Μνημόνιο η τότε κυβέρνηση Παπανδρέου αύξησε κατά δύο μονάδες τον υψηλό συντελεστή του ΦΠΑ που από το 19% πήγε στο 21%. Η αύξηση αυτή απεδείχθη ανεπαρκής για τη σκληρή δημοσιονομική προσαρμογή που επέβαλαν στη χώρα οι δανειστές αμέσως μετά την ένταξη στο χρηματοδοτικό μηχανισμό που δημιουργήθηκε από την ευρωζώνη για να αποφευχθεί η άτακτη χρεοκοπία της χώρας μας. Και έτσι από την 1η Ιουλίου του 2010 έγινε μια ακόμη μεγάλη αύξηση που εκτόξευσε τον συντελεστή στο 23%.
Πράγματι, λοιπόν κατά την πρώτη μνημονιακή περίοδο ο ΦΠΑ αυξήθηκε κατά τέσσερις εκατοστιαίες μονάδες, γεγονός πρωτοφανές και αξιομνημόνευτο για το οποίο υπήρξαν πολλές διαμαρτυρίες με πιο ισχυρές εκείνες των στελεχών και της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ που ολοφύρονταν για την… αντιλαϊκή αναλγησία των τότε κυβερνώντων. Θα περίμενε, φυσικά, κατόπιν τούτου όταν οι διαμαρτυρόμενοι θα έρχονταν στα πράγματα ότι θα μείωναν τον ΦΠΑ και θα επανέφεραν τον συντελεστή τους στην προτέρα κατάσταση.
Αμ δε! Όχι μόνον δεν μειώθηκε ο ΦΠΑ, αλλά, αντίθετα, τον Μάιο του 2016, ο μεν ανώτατος συντελεστής αυξήθηκε κατά μία επιπλέον μονάδα, πηγαίνοντας στο 24%, οι δε υπόλοιποι αναπροσαρμόστηκαν. Μια σειρά προϊόντων και υπηρεσιών, ακόμη και ευρείας λαϊκής κατανάλωσης, μετατάχθηκαν από τους χαμηλούς συντελεστές στον υψηλό, ο οποίος έκτοτε ισχύει και στη νησιωτική Ελλάδα που ως τότε απολάμβανε ειδικό καθεστώς με χαμηλότερες επιβαρύνσεις από εκείνες της ηπειρωτικής Ελλάδας.
Αν πάρουμε, λοιπόν, τοις μετρητοίς την… αριθμητική «λογική» του κ. Τσίπρα τότε θα πρέπει να συνομολογήσουμε ότι το σκορ στον αγώνα αύξησης του ΦΠΑ που έδωσαν οι «μνημονιακοί» κόντρα στους «αντιμνημονιακούς» ήταν 4-1. Είναι έτσι όμως; Προφανώς όχι. Από τη στιγμή που το 1% προστίθεται στο 4%, τότε η, κατά την πρωθυπουργική έκφραση, «σούμα» είναι 5% για τους «αντιμνημονιακούς», καθώς απεδείχθη στην πράξη ότι οι «μνημονιακοί» με την αύξηση του 4% ήταν πιο… φειδωλοί στην αντιλαϊκότητα.
Το ίδιο ακριβώς ισχύει και για την προπαγανδιστική μηχανή που έχει στηθεί για τις υπόλοιπες φορολογικές επιβαρύνσεις που όλες ανεξαιρέτως πήραν την ανιούσα την τελευταία τετραετία. Όπως, βεβαίως, και για τις περικοπές των συντάξεων που σε πείσμα των υποσχέσεων ότι θα τις αποκαθιστούσαν οι ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ, δίνοντας πίσω και την περίφημη 13η σύνταξη η οποία καταργήθηκε τα πρώτα μνημονιακά χρόνια.
Αντιδρώντας στην κριτική για τη λαίλαπα του «νόμου Κατρούγκαλου», που δεν άφησε σχεδόν καμία σύνταξη ανεπηρέαστη, οι κυβερνώντες ισχυρίζονται: «Ναι, αλλά οι προηγούμενοι τις είχαν μειώσει δώδεκα φορές…». Είναι η μόνιμη επωδός τους η οποία έχει βεβαίως ακουστεί δεκάδες φορές και από τα χείλη του πρωθυπουργού, επειδή, προφανώς, ο ίδιος και οι συνεργάτες του νομίζουν ότι απευθύνονται σε αφελείς. Σε πολίτες, δηλαδή, που δεν μπορούν να αντιληφθούν ότι και… μισή φορά όταν κόβει κανείς τις συντάξεις όταν έχουν προηγηθεί και μένουν ως έχουν οι 12 προηγούμενες περικοπές, τότε είναι σαν ο τελευταίος να τις κόβει… δωδεκάμισι φορές και όχι… μισή.
Δεν χρειάζεται να είναι κάποιος προικισμένος με τη δυνατότητα να κάνει σύνθετες σκέψεις για να αντιληφθεί αυτή την απλή αυτή αλήθεια. Άρα το αναμενόμενο είναι ότι ο κ. Τσίπρας που είναι απόφοιτος του Μετσόβιου Πολυτεχνείου έχει αυτή τη δυνατότητα. Αν λάβουμε, ωστόσο, υπόψη μας ότι το δίπλωμα του μηχανικού το οποίο διαθέτει δεν τον εμπόδισε να μιλάει για… «στροφή 360 μοιρών», τότε ίσως δικαιολογούνται πολλά από όσα λέει: από τη διαφορά της Λέσβου με τη… Μυτιλήνη έως τον Μεσαίωνα που είναι… ένας άλλος αιώνας.
Πτυχίο μηχανικού έλαβε, όπως και μεταπτυχιακό τίτλο, τον οποίο -όλως τυχαίως- επόπτευσαν πρόσωπα που συνδέθηκαν με τον ΣΥΡΙΖΑ. Τις σπουδές του, όμως, τις έκανε κανονικά ή ασχολούνταν ολημερίς με τις καταλήψεις και την προετοιμασία της πολιτικής του καριέρας;

Πέμπτη 17 Μαΐου 2018

Από πού πάνε για την κανονικότητα;



Όποια ερμηνεία και αν έχει καθένας  για τους λόγους παραίτησης του προέδρου του Συμβουλίου Επικρατείας Νικόλαου Σακελλαρίου, το έντονο αυτό διάβημα του συγκεκριμένου ανώτατου δικαστή μαρτυρά με τον πλέον παραστατικό τρόπο τη βαθιά και πολύπλευρη θεσμική κρίση που διέρχεται η χώρα την τελευταία δεκαετία.
Είναι μια κρίση η οποία υπερβαίνει τα δυσχερή οικονομικά δεδομένα που φτωχοποίησαν τον ελληνικό λαό και διέλυσαν τη μεσαία τάξη. Όλα δείχνουν ότι έχουμε να κάνουμε με μια κρίση που επεκτείνεται παντού. Kαι δίχως υπερβολή μπορεί να υποστηρίξει κανείς δεν έχει αφήσει ανεπηρέαστο κανέναν απολύτως τομέα της δημόσιας ζωής: από την Παιδεία και την Υγεία έως τον τρόπο λειτουργίας της Δικαιοσύνης ή και του Κοινοβουλίου από την κατάσταση στη δημόσια διοίκηση και την αυτοδιοίκηση έως τον αθλητισμό και την καθημερινότητα των πολιτών, αδυνατεί να βρει κανείς σημάδια που να δείχνουν ότι η χώρα έχει χαράξει πορεία επιστροφής στην περιβόητη κανονικότητα.
Σε πείσμα όσων βλέπουν τη μεταμόρφωση του ΣΥΡΙΖΑ σε κανονικό κόμμα και του αρχηγού του Αλέξη Τσίπρα σε σοσιαλδημοκράτη πολιτικό ηγέτη, η πραγματικότητα διαψεύδει καθημερινά όλες αυτές τις προφητείες. Και, αντιθέτως, αναδεικνύει τον καμβά μιας μισαλλόδοξης και φανατισμένης εξουσίας που πολιτεύεται με το δόγμα «πας μη ων μεθ’ ημών, καθ’ ημών». Όποιος ενστερνίζεται την κυβερνητική ατζέντα αποθεώνεται, ενώ όποιος την αμφισβητεί κατακρεουργείται. Η τωρινή συμπεριφορά, για παράδειγμα, απέναντι στον Σταύρο Θεοδωράκη σε σύγκριση με την παλαιότερη, είναι απλώς η χαρακτηριστικότερη επιτομή του φαινομένου.  
Οι πάντες και τα πάντα υποτάσσονται στον υπέρτατο σκοπό που είναι η διατήρηση της εξουσίας. Τίποτε δεν γίνεται χωρίς αυτόν τον υπολογισμό. Τα σκάνδαλα, για παράδειγμα, αντιμετωπίζονται ως τέτοια μόνον όταν αφορούν πολιτικούς αντιπάλους ή όταν μπορούν να αξιοποιηθούν για να ενοχοποιηθούν πολιτικοί αντίπαλοι. Αν σε μια οποιαδήποτε υπόθεση με οσμή σκανδάλου δεν εμπλέκεται κάποιος που συνδέεται με άλλες πολιτικές παρατάξεις δεν υπάρχει κανένα ενδιαφέρον για τη διαλεύκανση. Ενώ αν εμπλέκονται πρόσωπα σχετιζόμενα με τους κυβερνώντες κινούνται πάραυτα μηχανισμοί συγκάλυψης. Ας συγκρίνει κάποιος τον θόρυβο με το ΚΕΕΛΠΝΟ και τη Novartis με την πρόσφατη αντιμετώπιση των πρωταγωνιστών στην κλοπή των αντικαρκινικών φαρμάκων ή στην υπόθεση με την αφαίρεση του σήματος της Unicef.
Ο αριθμός των φωτογραφικών διατάξεων που πέρασαν την τελευταία τριετία από τη Βουλή για να βολευτούν ημέτεροι, που πολλές φορές εκπροσωπούσαν μεγάλα οικονομικά συμφέροντα, είναι τόσο μεγάλος που πιθανόν να μη συγκρίνεται με τα αντίστοιχα φαινόμενα που κατεγράφησαν τις προηγούμενες δεκαετίες που στα ηνία της χώρας εναλλάσσονταν η Νέα Δημοκρατία και το ΠΑΣΟΚ. Δεν υπάρχει παθογένεια του παρελθόντος που να έχει καταπολεμηθεί ή ρουσφέτι το οποίο να μην γίνεται σε τακτικότερη και πιο οργανωμένη βάση.
Η διαπλοκή κατακτά πεδία που το λεγόμενο «παλαιό πολιτικό σύστημα» ούτε στη φαντασία του δεν μπορούσε να κατακτήσει. Επιχειρηματίες παραδέχονται δημοσίως ότι πήγαν από την πίσω πόρτα στο πρωθυπουργικό γραφείο και οι κατά τα άλλα εύθικτοι των υπογείων του Μεγάρου Μαξίμου, που βγάζουν nonpaper για ψύλλου πήδημα, καταπίνουν τη γλώσσα τους ή σφυρίζουν αδιάφορα. 
Η προκλητική απόλαυση των προνομίων της εξουσίας, η  επικοινωνιακή διαχείριση όλων των ζητημάτων, η αδιάκοπη καταφυγή σε μορφές πολιτικής εξαπάτησης δεν έχουν το προηγούμενό τους. Διαψεύδουν ότι προετοιμάζονται για εκλογές, αλλά δεν περνάει μέρα που να μην συμπεριφέρονται σαν να βρισκόμαστε σε προεκλογική περίοδο. Με τόσα θέματα ανοιχτά, ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας,ο οποίος θεωρεί σπατάλη του πολύτιμου χρόνου του την παρουσία στη Βουλή, βρίσκει χρόνο να παριστάνει τον ηθοποιό και να γυρίζει βιντεάκια στο Μέγαρο Μαξίμου με laptop και κόκκινα χαλιά.
Όση προπαγάνδα και αν επιστρατεύσουν ο Αλέξης Τσίπρας και οι συν αυτώ οι προσπάθειες τις οποίες καταβάλουν για να πείσουν τους Έλληνες ότι επέρχεται η κανονικότητα θα αποδεικνύονται μάταιες. Θα μπορούσε να απαριθμήσει κανείς δεκάδες παραδείγματα για να επιχειρηματολογήσει σχετικά. Αρκεί, ωστόσο, ένα: μια χώρα που ο υπουργός Παιδείας φαντασιώνεται το «ρωμαλέο φοιτητικό κίνημα» που θα δώσει λύσεις στην πολύπαθη τριτοβάθμια εκπαίδευση αλλά στα Πανεπιστήμια της δεν μπορούν να γίνουν απρόσκοπα ούτε φοιτητικές εκλογές, πολύ δύσκολα θα βρει τον δρόμο που οδηγεί στην κανονικότητα.

Πέμπτη 31 Αυγούστου 2017

«Πράκτορες από άλλο επάγγελμα»



Έχουν φίλους; Γείτονες; Γονείς; Παιδιά; Τα ερωτήματα αφορούν στους κυβερνώντες. Και αν η απάντηση, σε κάποια έστω από αυτά, είναι καταφατική, ανακύπτει μια ακόμη μεγαλύτερη απορία: Δεν τους λέει κανείς πόσο γελοιοποιούνται με αυτά που λένε και κυρίως με αυτά που κάνουν;
Η περίπτωση, για παράδειγμα, του υπουργού Παιδείας Κώστα Γαβρόγλου είναι απολύτως ενδεικτική. Ανέλαβε καθήκοντα στον κυβερνητικό ανασχηματισμό του περασμένου Οκτωβρίου, όταν, εξαιτίας των πειραματισμών του, εκπαραθυρώθηκε ο Νίκος Φίλης. Ο οποίος με τη σειρά του είχε παραλάβει το χαρτοφυλάκιο από τον Αριστείδη Μπαλτά που επίσης είχε βρεθεί εκτός υπουργείου αφού είχε επιδοθεί σε κάθε είδους ασκήσεις ιδεοληπτικών εφαρμογών στο πολύπαθο σώμα της ελληνικής εκπαίδευσης.
Θα περίμενε, λοιπόν, κάποιος ότι ο κ. Γαβρόγλου , όντας ο τρίτος κατά σειρά υπουργός των ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ στον συγκεκριμένο τομέα, θα ήταν πιο προσεκτικός από τους προκατόχους του που εγκατέλειψαν τόσο άδοξα το πόστο τους. Και, γι΄ αυτό, θα απέφευγε τις βαρύγδουπες εξαγγελίες προτού μετρήσει ποια από αυτά που έλεγε το κόμμα του προεκλογικά είναι εφαρμόσιμα και ποια όχι. Πώς θα το μετρούσε; Απλά, απλούστατα: αν δεν είχε εικόνα ο ίδιος, θα ζητούσε να του ετοιμάσουν μια έκθεση με το τι συμβαίνει διεθνώς και τι είχαν προσπαθήσει να κάνουν οι προηγούμενοι υπουργοί Παιδείας.
Τίποτε, όμως, από όλα αυτά δεν έκανε ο κ. Γαβρόγλου. Εθισμένος με τις μεγαλοστομίες που αστόχαστα –αφού ήταν βέβαιο ότι ποτέ δεν θα εφαρμόζονταν όσα έλεγαν- εκστόμιζε επί χρόνια ο πολιτικός χώρος από τον οποίο προέρχεται, μόλις ανέλαβε τον υπουργικό θώκο έβαλε στόχο να καταργήσει τις Εξετάσεις για την εισαγωγή στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Ήταν ένας στόχος που ακουγόταν ευχάριστα στα αυτιά όλων όσοι δεν είχαν –και κυρίως όσων δεν ήθελαν να αποκτήσουν- ευκρινή εικόνα για τον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί η δευτεροβάθμια εκπαίδευση στη χώρα μας.
Χωρίς μελέτη, λοιπόν, έσπευσε να ανακοινώσει «αναμόρφωση του Λυκείου σε βάθος τριετίας, όπου θα παρέχεται ένα ισχυρό εθνικό απολυτήριο, ο βαθμός του οποίου θα ανοίγει χωρίς εξετάσεις την πόρτα στην τριτοβάθμια εκπαίδευση». Η πολιτική του αυταρέσκεια δεν του επέτρεψε να ρωτήσει έναν από τους προκατόχους του γιατί δεν το έκανε εκείνος. Και δεν τον άφησε ούτε καν να αναρωτηθεί γιατί κανείς άλλος πριν από αυτόν δεν είχε εφαρμόσει αυτή την τόσο απλή λύση που έμοιαζε με το «αυγό του Κολόμβου»: καταργείς τις εξετάσεις, μπαίνουν οι μαθητές στα ΑΕΙ και στα ΤΕΙ της αρεσκείας τους και ούτε… γάτα ούτε ζημιά!
Μέχρι και ο ίδιος ο πρωθυπουργός πήγε τον περασμένο Μάιο στο υπουργείο Παιδείας για να δώσει πανηγυρικό χαρακτήρα στον σχεδιασμό Γαβρόγλου για κατάργηση των εξετάσεων. Φαίνεται, όμως, πως μόλις πήγαν να υλοποιήσουν την εξαγγελία βρέθηκαν προ αδιεξόδου. Οι ίδιοι που μόλις πριν από μερικές εβδομάδες επικαλούνταν ως άλλοθι τη «βαθμοθηρική πίεση» των γονέων που έχουν παιδιά στο Δημοτικό ώστε να επιβάλουν κλήρωση για τον σημαιοφόρο στις παρελάσεις, έπρεπε να νομοθετήσουν την εισαγωγή στην τριτοβάθμια εκπαίδευση με μόνο κριτήριο τον βαθμό του απολυτηρίου...
Και, ω του θαύματος, ο υπουργός Παιδείας ανέκρουσε πρύμναν. «Δεν μιλήσαμε ποτέ για κατάργηση των Πανελλαδικών, αλλά για κατάργηση των εξετάσεων έτσι όπως αυτές έχουν καταγραφεί στη συνείδηση των πολιτών», ισχυρίζεται τώρα ο Κ. Γαβρόγλου. Ο οποίος έπειτα από μήνες παλινωδιών, αντί της κατάργησης, ανακοινώνει διπλές εξετάσεις: και τον Φεβρουάριο και τον Ιούνιο. «Δεν μπορεί άλλωστε να υπάρξει εκπαιδευτικό σύστημα χωρίς εξετάσεις», αποφαίνεται, αναγνωρίζοντας –επιτέλους- το αυτονόητο, το οποίο δικαιολογούνται να αγνοούν μόνον άνθρωποι που δεν έχουν επαφή με την πραγματικότητα τούτης της χώρας.
Το μεγάλο δυστύχημα, βεβαίως, είναι ότι ο κ. Γαβρόγλου δεν αποτελεί την εξαίρεση μεταξύ των προσώπων που έχουν επιλεγεί για να ασκήσουν κυβερνητικά καθήκοντα. Ο κατάλογος με τους αξιωματούχους που αγνοούν προκλητικά την πραγματικότητα είναι μακρύς. Και, με ελάχιστες εξαιρέσεις, περιλαμβάνει σχεδόν σύσσωμο το υπουργικό συμβούλιο που έχει σχηματίσει ο κ. Τσίπρας. Ποιον να ξεχωρίσει κανείς; Τον υπουργό Προστασίας του Πολίτη, ο οποίος «βλέπει» ξενοδόχους να βάζουν φωτιές στα ορεινά της Ζακύνθου και αγνοεί ότι οι καμμένες εκτάσεις κηρύσσονται αναδασωτέες και αυτό δυσχεραίνει την οικοδόμηση τους; Ή τον υπουργό Ναυτιλίας που τη μια θέλει πλοία με σημαία Αγίου Όρους και την άλλη φαντάζεται νησί με αφορολόγητα;
Όπως καν έχει, πάντως, είναι απορίας άξιον αν όλα αυτά γίνονται με σκοπιμότητα, τη σκοπιμότητα της ψηφοθηρικής εξαπάτησης. Ή αν απλώς πρόκειται για ανθρώπους άσχετους με την πραγματικότητα. Αν έχουμε, δηλαδή, να κάνουμε με… «πράκτορες από άλλο επάγγελμα», όπως έλεγε για τέτοιες περιπτώσεις ο φίλος μου Βασίλης Σ. Με πολιτικούς οι οποίοι έχουν πέσει «θύματα» της αυταπάτης, των φαντασιώσεων και των ψευδαισθήσεων που επί δεκαετίες οι ίδιοι καλλιεργούσαν.
Υπήρξε άλλωστε, αρκούντως αποκαλυπτική η κυνική ομολογία του πρωθυπουργού Αλέξη Τσίπρα που είπε δημόσια ότι, μόλις έφυγε από το γραφείο του ο διευθύνων σύμβουλος της «Παπαστράτος», ο οποίος τον επισκέφθηκε για να του ανακοινώσει την πρόθεση της εταιρίας του να επενδύσει στη χώρα, εκείνος ρώτησε τον στενό του συνεργάτη Δ. Τζανακόπουλο: «Είσαι σίγουρος ότι δεν μας κοροϊδεύει;». Αποκάλυψε, με άλλα λόγια, ο κ. Τσίπρας ότι για τον ίδιο και τους συνεργάτες του, η πρώτη σκέψη που κάνουν όταν έχουν κάποιον απέναντι τους είναι ότι κοροϊδεύει. Γιατί άραγε; Επειδή, προφανώς, για αυτούς η κοροϊδία είναι, κατά το πως έλεγαν και οι αρχαίοι ημών πρόγονοι, «έξις δευτέρα φύσις»…

Πέμπτη 17 Δεκεμβρίου 2015

Βορά στην ιδεοληψία της ήσσονος προσπάθειας



Μέσα στην τύρβη των τόσο πυκνών γεγονότων που μας κατακλύζουν και τις τριβές της σκληρής καθημερινότητας που μας περιβάλλει πέρασε σχεδόν απαρατήρητη μια συγκλονιστικά οπισθοδρομική αλλαγή που συντελέστηκε στον πολύπαθο χώρο της εκπαίδευσης και η οποία υπό άλλες συνθήκες θα ξεσήκωνε σάλο και θα προκαλούσε συζητήσεις επί συζητήσεων.
Με μια μονοκονδυλιά ο υπουργός Παιδείας Νίκος Φίλης κατεδάφισε το οικοδόμημα του λυκείου και μαζί του ολόκληρο ίσως το δευτεροβάθμιο εκπαιδευτικό σύστημα, τα μαθήματα του οποίου μάλλον μόνον εθελοντικά θα παρακολουθούν εφεξής οι μαθητές, αφού η βαθμολόγηση των επιδόσεων τους δεν θα έχει πλέον καμία απολύτως σημασία, τουλάχιστον για όλους όσοι θα επιδιώκουν να φοιτήσουν στα εγχώρια τριτοβάθμια εκπαιδευτικά συστήματα.
            Ερήμην της Βουλής και με μια απλή υπουργική υπογραφή, ο κ. Φίλης αποφάσισε να τερματίσει την οπισθοπορεία που εγκαινίασε ο προκάτοχος του, προωθώντας την ολοσχερή κατάργηση της συμμετοχής του βαθμού του απολυτηρίου του λυκείου στις εισαγωγικές εξετάσεις για τα εγχώρια ΑΕΙ και ΤΕΙ, όπως, με παραλλαγές, ίσχυε επί δεκαετίες.
Εφεξής, λοιπόν, και άνευ ετέρου, οι απόφοιτοι των λυκείων θα εισάγονται στην τριτοβάθμια εκπαίδευση με υπολογισμό αποκλειστικά και μόνον της βαθμολογίας που θα συγκεντρώνουν στα τέσσερα ή πέντε πανελλαδικώς εξεταζόμενα μαθήματα, χωρίς, δηλαδή, να λαμβάνεται πλέον υπόψη αν στα προηγούμενα λυκειακά χρόνια ήταν άριστοι, καλοί, μέτριοι, κακοί ή και πολύ κακοί μαθητές.
            Η απόφαση του κ. Φίλη συνιστά την απόλυτη αποθέωση της ιδεολογίας της ήσσονος προσπάθειας, που ξεκίνησε ο προκάτοχός του, θέτοντας εκ ποδών την «αριστεία», που ο ίδιος θεωρούσε «ρετσινιά», και ξηλώνοντας τις απόπειρες αναβάθμισης του λυκείου που είχαν γίνει όλα τα προηγούμενα χρόνια και κορυφώθηκαν με την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση της Άννας Διαμαντοπούλου.
            Με συνοπτικές διαδικασίες, ο προηγούμενος υπουργός Παιδείας Αριστείδης Μπαλτάς άλλαξε την περασμένη άνοιξη, πριν καν εφαρμοστεί για πρώτη φορά, τη ρύθμιση η οποία προέβλεπε ότι για να λάβει κανείς το εισιτήριο στην τριτοβάθμια εκπαίδευση θα μετρούσε, εκτός από τις επιδόσεις στις πανελλαδικές εξετάσεις, και η βαθμολογία στις τρεις λυκειακές τάξεις με κλιμακούμενο συντελεστή.
Έπειτα από συζητήσεις ετών, την άνοιξη του 2011 η κυρία Διαμαντοπούλου παρουσίασε την πρότασή της για το νέο λύκειο που ξεκίνησε ενάμισι χρόνο αργότερα και κατέτεινε στην τόνωση του ενδιαφέροντος των μαθητών για συμμετοχή στην εκπαιδευτική διαδικασία. Στόχος ήταν να πάψει το εκτεταμένο, ιδίως στη Γ΄ λυκείου, φαινόμενο των μαθητών οι οποίοι την ώρα των σχολικών μαθημάτων –με την ανοχή και καμιά φορά την προτροπή των καθηγητών τους…- ασκούνταν επί των… υποχρεώσεων που είχαν στα φροντιστήρια. 
Με πρόσχημα το δήθεν ξεφόρτωμα των μαθητών από το άγχος των σχολικών υποχρεώσεων, αλλά και των οικογενειακών προϋπολογισμών από το βάρος των φροντιστηρίων, ο κ. Μπαλτάς την περασμένη άνοιξη και ο κ. Φίλης λίαν προσφάτως αποφάσισαν το απόλυτο ξεθεμελίωμα του λυκείου, αδιαφορώντας για τις συνέπειες που μπορεί να υπάρξουν από έναν «φετφά» που εκδόθηκε χωρίς, όπως όλα μαρτυρούν, να έχει προηγηθεί κάποια στοιχειωδώς σοβαρή μελέτη των επιπτώσεων που βάσιμα πιθανολογείται ότι θα έχει ένα τόσο ισοπεδωτικό μέτρο.
Στην πραγματικότητα, άλλωστε, όσοι γονείς έχουμε παιδιά στο λύκειο ξέρουμε ότι τα φροντιστήρια δεν πρόκειται να μειωθούν. Πολύ περισσότερο που με το νέο σύστημα των κυρίων Μπαλτά – Φίλη ο παράγων τύχη ή ατυχία αυξάνεται, οι επιμελείς μαθητές εξισώνονται με τους αδιάφορους, ενώ για να πετύχει κανείς τους στόχους του θα πρέπει να γράψει καλά σε όλα τα μαθήματα και άρα το ενδιαφέρον του εκεί και μόνον εκεί θα πρέπει να είναι επικεντρωμένο.
Όπως, εξάλλου, επισημαίνουν ειδικοί στα εκπαιδευτικά θέματα, αν κάποιος έχει μια ατυχία και δεν γράψει καλά σε ένα από τα εξεταζόμενα μαθήματα, ουσιαστικά θα τεθεί εκτός της διεκδίκησης της σχολής στην οποία στοχεύει, καθώς η απώλεια που μπορεί να έχει δεν αναπληρώνεται από τις επιδόσεις στα υπόλοιπα μαθήματα, που, επειδή έχει μειωθεί ο αριθμός τους, αυξάνονται οι απαιτήσεις που έχουν.
Όλοι αυτοί, βεβαίως, οι πρόχειροι πειραματισμοί που γίνονται τους τελευταίους μήνες στην εκπαίδευση δεν είναι παρά κινήσεις και πρωτοβουλίες απολύτως εναρμονισμένες με τις εν γένει ιδεοληπτικές εμμονές της δράκας των ανθρώπων οι οποίοι βρέθηκαν, όπως βρέθηκαν, στην εξουσία τον περασμένο Ιανουάριο.
Γιατί, κακά τα ψέματα, εξαιτίας της χρεωκοπίας του προηγούμενου συστήματος, οι σημερινοί κυβερνώντες ανέλαβαν να διαχειρίζονται τις τύχες της χώρας και όλων μας, χωρίς να έχουν καταβάλει κάποια ιδιαίτερα κοπιαστική προσπάθεια ως προς αυτό. Θεωρίες ανεπίδεκτες εφαρμογής αναμασούσαν και αυτό, εν πολλοίς, εξακολουθούν να κάνουν.
Καθώς, όμως, ακολουθώντας σε όλα τα επίπεδα την τακτική της ήσσονος προσπάθειας, επιβραβεύτηκαν από την ελληνική κοινωνία, τώρα γενικεύουν την εφαρμογή της συγκεκριμένης «συνταγής», δίνοντάς της βορά ό,τι υπάρχει και δεν υπάρχει: από την ισοπέδωση των πάντων στην εκπαίδευση και όχι μόνον ως την πεποίθηση που εκφράζουν ότι θα πετύχουν επανεκκίνηση της οικονομίας επειδή… αύξησαν οι απολαβές των συμβούλων των υπουργών ή την πίστη ότι θα καλύψουν τις μνημονιακές πομπές τους ψηφίζοντας στη Βουλή το παράλληλο… σύμπαν  (συγγνώμη, «πρόγραμμα» το είπαν).