Συνολικές προβολές σελίδας

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Πανεπιστήμιο. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Πανεπιστήμιο. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 5 Ιανουαρίου 2024

Τι θα… έλεγε ο Μπίσμαρκ αν είχε γνωρίσει τον Άγγελο Συρίγο;


Δεν είναι η πρώτη φορά που με απασχολεί ειλικρινά το ερώτημα γιατί κάποιοι άνθρωποι επιλέγουν να γίνουν πολιτικοί από τη στιγμή που δεν κατέχουν ή δεν θέλουν να μάθουν τους όρους με τους οποίους διεξάγεται το παιχνίδι της πολιτικής.

Τι να φταίει άραγε; Είναι μήπως τόσο αυτάρεσκα φιλόδοξοι και αλαζονικοί που αδιαφορούν για τους κανόνες του πολιτικού παιγνίου; Ή διακατέχονται ίσως από παντελή άγνοια κινδύνου για τον τρόπο που εκτίθενται έναντι της κοινής γνώμης ευρύτερα αλλά και ιδιαίτερα του εκλογικού σώματος, του οποίου την ψήφο επιζητούν;

Δεν είμαι βέβαιος σε ποια από τις πιο πάνω κατηγοριοποιήσεις εντάσσεται ο αναπληρωτής καθηγητής Διεθνούς Δικαίου και Εξωτερικής Πολιτικής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο Άγγελος Συρίγος, ο οποίος επέλεξε τα τελευταία πέντε χρόνια να φοράει και το καπέλο του πολιτικού, αλλά η περίπτωση του είναι άκρως χαρακτηριστική για την νοοτροπία ορισμένων συμπολιτών μας που θέλουν να συμμετάσχουν στο πολιτικό παιχνίδι με τα δικά τους μέτρα και σταθμά.

Ο κ. Συρίγος συμμετείχε το 2019 στο ψηφοδέλτιο της ΝΔ στην Α΄ περιφέρεια της Αθήνας και οι πολίτες της πρωτεύουσας τον τίμησαν με την ψήφο τους, εκλέγοντάς τον βουλευτή με προφανή προσδοκία να αγωνιστεί για τα προβλήματά τους. Ματαίως, όμως, όπως φαίνεται. 

Ακόμη και όταν ο πρωθυπουργός ενάμισι χρόνο αργότερα τον όρισε υφυπουργό Παιδείας, ο κ. καθηγητής μόνον κατ΄ εξαίρεση ασχολούνταν με το χαρτοφυλάκιο της Ανώτατης Εκπαίδευσης που του είχε ανατεθεί. Επί μονίμου βάσεως στις δημόσιες τηλεοπτικές παρεμβάσεις του ασχολείτο με τις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Λες και θήτευε στο υπουργείο Εξωτερικών ή ήταν ένας περισπούδαστος αναλυτής ο οποίος είχε την πολυτέλεια να παριστάνει τον σχολιαστή και δεν έχανε την ευκαιρία να κάνει επίδειξη των γνώσεων του.

Ήταν τέτοια η εμμονή του να μιλάει για θέματα που δεν ανήκαν στις κυβδερνητικές αρμοδιότητες του που δεν έλειψαν οι αντιπαραθέσεις οι οποίες προκλήθηκαν εξαιτίας δηλώσεων του. Όπως όταν, κόντρα στην επίσημη θέση της κυβέρνησης, εμφανίστηκε υπερασπιστής των τουρκικών διεκδικήσεων για απόκτηση αμερικανικών αεροσκαφών F 16 σε τρόπον ώστε να ικανοποιηθεί, όπως έλεγε, η ανάγκη να παραμείνει η γειτονική χώρα στην επιρροή της Δύσης.

Παρά τις επικρίσεις που δέχθηκε κατά καιρούς για αντιποίηση ιδιότητας, εξακολουθεί απτόητος να παριστάνει τον δημοσιολογούντα σχολιαστή. Δίνοντας, μάλιστα, την εντύπωση ότι η πραγματική επιδίωξή του μπορεί να μην είναι άλλη από το να κερδίσει μερικά επιπλέον λεπτά δημοσιότητας, δεν δίστασε επανειλημμένες φορές να καταφύγει σε αιρετικές απόψεις που ήταν βέβαιο ότι θα προκαλούσαν συζητήσεις.

Σε αυτό ακριβώς το πλαίσιο εντάσσονται και οι αψυχολόγητοι ισχυρισμοί που απρόκλητα διατύπωσε τις προηγούμενες ημέρες για τον «παρωχημένο» χαρακτήρα της Συνθήκης της Λωζάνης. Έσπευσε βεβαίως εκ των υστέρων και ενώ ήρθε αντιμέτωπος με τη γενικευμένη κατακραυγή να δικαιολογηθεί, υποστηρίζοντας ότι δήθεν διαστρεβλώθηκαν τα όσα δήλωσε. 

Στην πραγματικότητα τίποτε δεν διαστρεβλώθηκε. Διότι, ανεξάρτητα από τις προθέσεις τις οποίες του απέδωσαν τα κόμματα της αντιπολίτευσης, εμφανίζοντάς τον ως «λαγό της κυβέρνησης», η αλήθεια είναι ότι ο καθηγητής Συρίγος εκστόμισε μια αιρετική άποψη που ο πολιτικός Συρίγος δεν είχε κανένα δικαίωμα να εκστομίσει.

Η πάγια επίσημη ελληνική θέση, με την οποία ταυτίζεται η κυβέρνηση την οποία στηρίζει ο βουλευτής Συρίγος, είναι ότι η Συνθήκη της Λωζάνης συνιστά για τη χώρα μας «κείμενο γραμμένο στην πέτρα» που δεν επιδέχεται αναθεώρηση, όπως είναι παγκοίνως γνωστό ότι διακαώς επιθυμούν οι γείτονες μας. Οπότε δεν επιδέχεται καμία λογική απάντηση το ερώτημα «που αποσκοπεί ένας Έλληνας πολιτικός ο οποίος ανοίγει τέτοιο ζήτημα».

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο καθηγητής Συρίγος έχει κάθε δικαίωμα να εκφράζει την επιστημονική του άποψη για τη Συνθήκη της Λωζάνης που υπογράφηκε πριν από έναν αιώνα και εξ αυτού του λόγου έχει κάποια άρθρα τα οποία είναι ξεπερασμένα γιατί συντάχθηκαν σε άλλα συνθήκες και υπό άλλα συμφραζόμενα. Ο πολιτικός Συρίγος, όμως, σε καμία των περιπτώσεων δεν διαθέτει το δικαίωμα να τοποθετείται με βάση τις προσωπικές του δοξασίες και να συντάσσεται με τις θέσεις όσων θέλουν την ανατροπή του υφιστάμενου ελληνοτουρκικού status quo.

Αν σεβόταν τον εαυτό του και τον ρόλο που του επεφύλαξαν οι Αθηναίοι πολίτες με την ψήφο τους, όφειλε να είχε υποβάλει την παραίτησή του και να είχε επιστρέψει πάραυτα στα ακαδημαϊκά καθήκοντά του, θέτοντας τις απόψεις του στην κρίση των φοιτητών του και συνολικά της επιστημονικής κοινότητας.

Δεν θα το κάνει, όμως, διότι στην περίπτωση του φαίνεται να ισχύει η εμβληματική ρήση που αποδίδεται στον περίφημο καγκελάριο της Πρωσίας και της επακόλουθης Γερμανικής Αυτοκρατορίας, κατά τον 19ο αιώνα, Όττο φον Μπίσμαρκ, σύμφωνα με την οποία «drei professoren, vaterland verloren». Ρήση η οποία στα ελληνικά μπορεί να αποδοθεί ως εξής: «τρεις καθηγητές (και) χάθηκε η πατρίδα».

Αν ο Μπίσμαρκ ζούσε στις μέρες μας, ίσως να μην χρειαζόταν να επικαλεστεί τη δράση τριών καθηγητών για να κινδυνεύσει ένα έθνος. Θα του αρκούσε να εικάσει ότι την… καταστροφή της δικής μας πατρίδας είναι ικανός να την προκαλέσει μόνος του ο αμετροεπής κ. Συρίγος. 

Τον οποίο κ. Συρίγο ελπίζουμε να μην παίρνουν στα πολύ σοβαρά οι γείτονες μας. Διότι αλλιώς, αλλοίμονό μας! 

Πέμπτη 26 Μαΐου 2016

Νικάει η προπαγάνδα τη στασιμότητα;



            Στο κατάμεστο αμφιθέατρο του Πανεπιστημίου της Αθήνας, όπου βρέθηκαν λίγες ώρες μετά τη συνεδρίαση του Eurogroup έξι διακεκριμένοι οικονομολόγοι για να συζητήσουν για τις «προϋποθέσεις ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας», η κυβερνητική προπαγάνδα για την «επικείμενη έξοδο της ελληνικής οικονομίας από τα Μνημόνια» δεν βρήκε θέση.
            Ο οικοδεσπότης καθηγητής Παναγιώτης Πετράκης και οι συνάδελφοί του που είχαν έρθει στην ελληνική πρωτεύουσα από τα πέρατα της οικουμένης για να εκφέρουν θέσεις και απόψεις για το κρίσιμο ζήτημα που απασχολεί τη μεγάλη πλειονότητα των συνελλήνων, ήταν απολύτως ενήμεροι για τα όσα είχαν αποφασιστεί μερικές ώρες νωρίτερα από τους υπουργούς Οικονομικών της ευρωζώνης στις Βρυξέλλες.
Και παρόλο που τα… ανέκδοτα για οικονομολόγους θέλουν οι απόψεις τις οποίες εκφράζουν οι εκπρόσωποι της συγκεκριμένης επιστημονικής ομάδας να είναι όσοι και οι συμμετέχοντες σε ένα πάνελ, στην προκειμένη περίπτωση κοινή συνισταμένη των απόψεων ήταν ότι, αν και η διαδρομή που διήνυσε η Ελλάδα στον μαραθώνιο της κρίσης είναι ήδη μεγάλη, ο τερματισμός δεν βρίσκεται ακόμη πολύ κοντά.
            Με επιμέρους αποχρώσεις, απάντησαν όλοι –ο Χάρολντ Τζέιμς από το Πρίνστον, ο Ζολτ Νταρβάς από το Ινστιτούτο Bruegel των Βρυξελλών, ο Πάολο Μανάσσε από τη Μπολόνια, ο Κλάους Στράντερ από το Κίελο και ο Μιχάλης Χαλιάσσος από τη Φρανκφούρτη- θετικά στο ερώτημα αν η Ελλάδα συνιστά «ειδική περίπτωση», καθώς, όπως επισημάνθηκε, τα προβλήματα της ήταν διαφορετικά από εκείνα που ταλάνισαν άλλες χώρες της ευρωζώνης, όπως η Ιρλανδία ή η Πορτογαλία που δείχνουν να αποκτούν αναπτυξιακές προοπτικές έχοντας αποφύγει το εύρος της βύθισης στην ύφεση που υπέστη η χώρα μας.
«Φούσκα του δημόσιου τομέα υπήρξε μόνον στην Ελλάδα», είπε χαρακτηριστικά ένας από τους ομιλητές, την ώρα που συνάδελφός του αναρωτιόνταν πως μπορούσαν να θεωρούν κάποιοι ότι ήταν δυνατόν να συνεχίσει να λειτουργεί μια χώρα με έλλειμμα 15% στον προϋπολογισμό της.
            Δεν χαρίστηκαν στους εκπροσώπους των πιστωτών, επισημαίνοντας τα λάθη και τις αστοχίες τους με τους πολλαπλασιαστές και όχι μόνον, που προκάλεσαν μεγαλύτερο «πόνο» στην ελληνική κοινωνία. Εστίασαν, ωστόσο, την προσοχή τους περισσότερο στις τεράστιες ευθύνες της εγχώριας πολιτικής τάξης, αφενός μεν επειδή είναι υπαίτια για το πρόβλημα της υπερχρέωσης, αφετέρου δε γιατί όλα αυτά τα χρόνια -και ακόμη και τώρα- αποποιείται τα ανομήματα που τη βαρύνουν και, το σημαντικότερο, αρνείται την «ιδιοκτησία» του προγράμματος που συνομολογεί με τους εταίρους και δανειστές.
            Με εξαίρεση, άλλωστε, τους δύο που είχαν βιωματική σχέση με την Ελλάδα –τον κ. Πετράκη που διδάσκει στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας και τον κ. Χαλιάσσο που γεννήθηκε και μεγάλωσε εδώ- οι υπόλοιποι δεν κατανοούσαν το περιεχόμενο των χαρακτηρισμών «μνημονιακός» και «αντιμνημονιακός» που ήταν, εξάλλου, δύσκολο να αποδοθεί στη γλώσσα τους.
             Το κεντρικό συμπέρασμα από τις τοποθετήσεις τους ήταν ότι εκείνο που πρωτίστως και απαραιτήτως απαιτείται για την Ελλάδα είναι «να βρει το δικό της επιχειρηματικό μοντέλο για να κερδίσει τον χαμένο δρόμο και να αξιοποιήσει το δυναμικό που κρύβει» και το οποίο είτε μένει αναξιοποίητο είτε μεταναστεύει.
Οι διαβόητες θεωρίες για «το ελατήριο που είναι έτοιμο να εκτιναχθεί», φέρνοντας την πολυπόθητη ανάκαμψη, όπως διατείνονται οι κυβερνητικοί προπαγανδιστές, τούς άφησαν μάλλον παγερά αδιάφορους καθώς διαπιστώνουν την έλλειψη σχεδίου για την προσέλκυση επενδύσεων στους τομείς που η χώρα διαθέτει το συγκριτικό πλεονέκτημα.
Γι΄ αυτό και δεν θεωρούν ως πιθανότερη εξέλιξη το «τέλος των Μνημονίων», που, άλλωστε, θα υπάρχουν όσο υπάρχει το δυσθεώρητο χρέος, αλλά ένα «τέταρτο πρόγραμμα», το οποίο καραδοκεί όσο δεν εμφανίζεται ένας από μηχανής θεός που να μας απαλλάξει από το καθεστώς της «μόνιμης στασιμότητας» (Secular Stagnation) στην οποία έχουμε καταδικάσει τους εαυτούς μας.
Έχοντας «απομονωθεί» επί σχεδόν τρεις ώρες παρακολουθώντας την ημερίδα, όταν βγήκα από το αμφιθέατρο και άνοιξα το τηλέφωνό μου μόνον με καγχασμό μπορούσα να αντιμετωπίσω το κυβερνητικό non paper με το οποίο ο επικοινωνιακός μηχανισμός του Μαξίμου απαντούσε στην κριτική της αξιωματικής αντιπολίτευσης για τα αποτελέσματα του Eurogroup με τούτα τα λόγια: «Εμείς επενδύουμε στο μέλλον της χώρας. Η Νέα Δημοκρατία επένδυσε αποκλειστικά στη μελλοντική επάνοδό της στην εξουσία».
Μου φάνηκαν τόσο αστεία. Μα τόσο αστεία! Πιο αστεία και από όταν την περασμένη Κυριακή άκουγα τον πρωθυπουργό Αλέξη Τσίπρα να ανασύρει δήλωση που είχε κάνει η Ντόρα Μπακογιάννη όταν ήταν αρχηγός της («φιλελέ», κατά τους ΣΥΡΙΖΑίους) Δημοκρατικής Συμμαχίας για να δικαιολογήσει την ταπεινωτική υπογραφή που έβαλε στη δημιουργία του περιβόητου Υπερταμείου στο οποίο θα πάει ολόκληρη η περιουσία του ελληνικού δημοσίου.
Είναι, βλέπετε, που «ξεμπερδεύουμε με το παλιό», όπως ήταν το κεντρικό σύνθημα με το οποίο κέρδισε ο ΣΥΡΙΖΑ τις τελευταίες εκλογές, στις οποίες, κατά τα άλλα, πήρε εξουσιοδότηση να ξεπουλήσει τα πάντα, να κόψει ακόμη και το ΕΚΑΣ, να φθάσει στα ύψη φόρους και εισφορές,  αλλά οι υπουργοί του, όπως ο Πάνος Καμμένος, να ψηφίζουν ακόμη και «εγκληματικές και αντισυνταγματικές» ρυθμίσεις, όπως αυτή για την αναπροσαρμογή του ΦΠΑ στα νησιά για να μην τους πάρουν άλλοι τις καρέκλες.