Συνολικές προβολές σελίδας

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Παπαδήμος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Παπαδήμος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 27 Οκτωβρίου 2023

«Πέστε να έρθουν… ψυχολόγοι είναι σοβαροί οι λόγοι…»


            Αν ισχύει η γνωστή λαϊκή ρήση, σύμφωνα με την οποία «από μικρό και από τρελό μαθαίνεις την αλήθεια», τότε νομίζω ότι ο Πάνος Καμμένος, το… μικρό «αδελφάκι» του ΣΥΡΙΖΑ, έκανε τον πιο εύστοχο σχολιασμό για τα δρώμενα στο πάλαι ποτέ κραταιό κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης, λέγοντας ότι «τη διοίκηση του φρενοκομείου την ανέλαβαν οι τρόφιμοι».

            Με την ιδιότητά του «ως τέως κυβερνητικός εταίρος», την οποία, άλλωστε, επικαλέστηκε, ο αρχηγός των ΑΝΕΛ ξέρει ίσως περισσότερο από κάθε άλλον τα πρόσωπα και τις καταστάσεις που συνθέτουν το ετερόκλητο συνονθύλευμα των ΣΥΡΙΖΑίων, το οποίο δεν είναι τυχαίο ότι στο σύνολό του και χωρίς καμία εξαίρεση, επέλεξε τον κ. Καμμένο και τους συν αυτώ για να μοιραστούν την εξουσία που τόσο απροσδόκητα κλήθηκαν να διαχειριστούν τον Ιανουάριο του 2015.

Είναι πλέον παγκοίνως γνωστό ότι ενώ υπήρχαν και άλλες κυβερνητικές λύσεις, ο Αλέξης Τσίπρας επέλεξε να συνεργαστεί με τον κ. Καμμένο στο πλαίσιο της υποτιθέμενης αντιμνημονιακής συμφωνίας που είχαν συνάψει όταν ήταν ακόμη στην αντιπολίτευση και έστηναν από κοινού σκευωρίες με δήθεν απόπειρες χρηματισμού στελεχών των ΑΝΕΛ, οι οποίες -τι ζήσαμε αλήθεια!- αποκαλύπτονταν τάχατες σε τηλεοπτικά πρωινάδικα από ηθοποιούς που διακονούσαν την τέχνη της κωμωδίας.

Η φαρσοκωμωδία έγινε πλήρης εν συνεχεία, όταν όλοι μαζί οργάνωσαν το ψευδεπίγραφο δημοψήφισμα το οποίο απετέλεσε το απαραίτητο προπέτασμα καπνού για να ακολουθήσει το παγκόσμιο ρεζίλι με τη μεγαλύτερη «κωλοτούμπα» όλων των εποχών που έκαναν εκχωρώντας στους δανειστές της χώρας το σύνολο της δημόσιας περιουσίας την οποία ουδείς από τους προκατόχους τους είχε διανοηθεί να παραχωρήσει: ούτε ο Γιώργος Παπανδρέου, ούτε ο Λουκάς Παπαδήμος, ούτε ο Αντώνης Σαμαράς, οι οποίοι έχασαν την εξουσία με τη ρετσινιά του «μνημονιακού», είχε ενδώσει στις απαιτήσεις των δανειστών στις οποίες ενέδωσε το ντουέτο των Τσίπρα και Καμένου.

Ο Πάνος Καμμένος, λοιπόν, ξέρει καλύτερα από κάθε άλλον με ποιους συνεργάστηκε τα χρόνια που συγκυβέρνησε με το σύνολο των ΣΥΡΙΖΑίων. Κάποιοι, άλλωστε, από όσους σήμερα εξεγείρονται, επειδή ο νέος αρχηγός τους Στέφανος Κασσελάκης ενστερνίζεται φιλελεύθερα ιδεολογήματα, όταν κατείχαν υπουργικούς θώκους δεν είχαν πρόβλημα να υπηρετούν σε θέσεις εντεταλμένων και υφισταμένων του αρχηγού των ΑΝΕΛ. Τον έβλεπαν να επιδίδεται σε ένα ατελείωτο λαϊκίστικο κρεσέντο, «σταυρώνοντας», άλλοτε, τα αεροπλάνα και καθιστώντας, σε άλλες φάσεις, εγγυητή της κυβερνητικής σταθερότητας τον Αρχιεπίσκοπο, χωρίς ουδείς εξ αυτών, που κατά τα άλλα παρίσταναν τους ανεξίθρησκους, να διαμαρτύρεται. 

Για παράδειγμα, ο Νίκος Φίλης, ο οποίος τώρα… ανέβηκε στα κεραμίδια της Κουμουνδούρου -και δικαίως ίσως- κατά των αλλοπρόσαλλων θέσεων, απόψεων και πρωτοβουλιών του κ. Κασσελάκη, είχε καταπιεί αμάσητες τις εναντίον του προσκλήσεις από τον κυβερνητικό εταίρο του κόμματός του και παρέδωσε αδιαμαρτύρητα το υπουργείο Παιδείας από το οποίο εκπαραθυρώθηκε επειδή, καλώς ή κακώς, είχε γίνει στόχος θρησκευτικών κύκλων. 

Για να μην πούμε για τον Δημήτρη Βίτσα που μια χαρά υπηρέτησε ως αναπληρωτής του κ. Καμμένου στο υπουργείο Άμυνας. Ή, πολύ χειρότερα, για τον Πάνο Σκουρλέτη, ο οποίος, αν και υπηρέτησε ως υπεύθυνος Τύπου αλλά και γραμματέας του ΣΥΡΙΖΑ, ανακάλυψε τώρα τον άθλιο ρόλο που διαδραματίζει ο εσμός των διαδικτυακών τρολ της Κουμουνδούρου που όλα τα προηγούμενα χρόνια επιδίδονταν σε δολοφονίες χαρακτήρων των αντιπάλων του Αλέξη Τσίπρα, αλλά τώρα περιέλαβαν όσους δεν συντάσσονται με την ομάδα που περιβάλλει τον κ. Κασσελάκη.      

Άρα, μετά λόγου γνώσεως, ο κ. Καμμένος παρομοιάζει τα προσφάτως τεκταινόμενα στον ΣΥΡΙΖΑ με τις καταστάσεις που ισχύουν στα φρενοκομεία. Απόντος, άλλωστε, του Αλέξη Τσίπρα, ο οποίος διοικούσε με πυγμή και χωρίς αντιρρήσεις το… φρενοκομείο της Κουμουνδούρου, τώρα οι «τρόφιμοι», οι οποίοι μέχρι πρότινος ήταν σε καταστολή, χάρις της προοπτικής να αναλάβουν και πάλι την εξουσία, τελούν πλέον σε κατάσταση υπερδιέγερσης, διεκδικώντας τη… διοίκηση του Ιδρύματος που τούς στεγάζει. 

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι αν ο νέος αρχηγός τους, τον οποίο η πλειοψηφία εξέλεξε επειδή φάνταζε ικανός να τους επαναφέρει στην Εδέμ της εξουσίας, δικαίωνε τον ισχυρισμό του ότι ήταν ο μόνος που μπορούσε να κερδίσει τον Κυριάκο Μητσοτάκη, θα είχε γίνει αποδεκτός από όλους αυτούς που νέμονταν την εξουσία χάρις στον συνεταιρισμό που είχαν συνάψει με τον Πάνο Καμμένο. 

Επειδή, όμως, όλα μαρτυρούν το αντίθετο, ότι δηλαδή ο κ. Κασσελάκης όχι μόνον δεν υπηρετεί το αφήγημα της επιστροφής στην εξουσία, αλλά το υπονομεύει, είναι απλώς ζήτημα πολύ λίγου χρόνου που, όπως και πάλι πρεσβεύει η λαϊκή σοφία, τα ανεμομαζέματα να γίνουν διαβολοσκορπίσματα. 

Σε κάθε περίπτωση, για να θυμηθούμε τον «χρησμό» του γνώστη της ΣΥΡΙΖΑϊκής πραγματικότητας Πάνου Καμμένου, τον τελευταίο λόγο θα τον έχουν ψυχίατροι και ψυχολόγοι… 

Παρασκευή 4 Φεβρουαρίου 2022

Συνωμότες στα… υπόγεια του Μεγάρου Μπερλεμόν

Σε μια χώρα που κυριαρχεί το «δος ημίν σήμερον» και ο πιο… μακροπρόθεσμος προγραμματισμός δεν ξεπερνά τη μια βδομάδα, είναι απορίας άξιον πως βρίσκονται τόσο πολλοί γύρω μας που είναι έτοιμοι να καταπιούν αμάσητες τις οργιώδεις φαντασιώσεις για υποτιθέμενες μελλοντικές κυβερνητικές λύσεις που τάχατες τεκταίνονται στο παρασκήνιο και έχουν ως στόχο την επιβολή «δοτού» πρωθυπουργού από τις Βρυξέλλες και άλλες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες.

Ας προσπαθήσουμε λίγο να το κάνουμε εικόνα: Στο ημίφως μιας μυστικής αίθουσας στα υπόγεια του εμβληματικού Μεγάρου Μπερλεμόν, όπου εδρεύει η Κομισιόν, η πρόεδρός της Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν έχει προσκαλέσει τον Έλληνα Επίτροπο Μαργαρίτη Σχοινά και άλλους… συνωμότες για να αποφασίσουν εν κρυπτώ και παραβύστω το όνομα του επόμενου πρωθυπουργού της Ελλάδας που θα οριστεί από αυτούς.

Ο ορισμός βεβαίως του επικεφαλής της ελληνικής κυβέρνησης δεν θα γίνει αμέσως τώρα, αλλά έπειτα από κάποιο διάστημα, αφού απαιτείται όχι μόνον να φύγει η τωρινή κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη, η οποία διαθέτει συμπαγή πλειοψηφία 157 εδρών, αλλά θα χρειαστεί να μεσολαβήσουν και δύο επόμενες εκλογικές αναμετρήσεις, που άλλοι τις θέλουν να γίνονται μέσα στον χρόνο και άλλοι τις τοποθετούν για τον επόμενο χρόνο, σύμφωνα, άλλωστε, με τη συνταγματική προθεσμία και τις διαβεβαιώσεις του νυν πρωθυπουργού.

Υπό αυτές τι συνθήκες, όλοι εμείς θα είμασταν στο σκοτάδι και, αφού θα… κοιμόμασταν επί μήνες τον ύπνο του δικαίου, θα τρέχαμε κάποια στιγμή ανύποπτοι στις κάλπες για να ψηφίσουμε το κόμμα της προτίμησής μας και τον πρωθυπουργό της αρεσκείας μας, χωρίς να ξέρουμε πως, ό,τι και αν ψηφίζαμε, ο πρωθυπουργός είχε βγει από την Ούρσουλα, τον Μαργαρίτη και τα άλλα ευρωπαϊκά παιδιά.

Ο… Θεός (της Ελλάδος άραγε;) μας φύλαξε, όμως, και ένας δαιμόνιος ερευνητής, ο οποίος εκπροσωπούσε τη -γνωστή για τις μεγάλες αποκαλύψεις της- ελληνική δημοσιογραφία, ξετρύπωσε τη μυστική σύσκεψη. Όπως είχαν ξετρυπώσει παλαιότερα ομότεχνοί του τις διαβόητες μυστικές κρύπτες του ΚΕΕΛΠΝΟ. Το ευτύχημα ήταν ότι ο ερευνητής – «σαΐνι» που έμαθε τα καθέκαστα τα οποία διημείφθησαν στα υπόγεια του Μπερλεμόν δεν τα κράτησε για τον εαυτό του. Τα ξεφούρνισε σε μια ελληνικού περιεχομένου ιστοσελίδα, με αποτέλεσμα να γίνει ο… κακός χαμός.

Το παράδοξο, όμως, ήταν ότι ο… χαμός δεν έγινε από εκείνους που κινδύνευαν να χάσουν τον πρωθυπουργό που σκόπευαν να επιλέξουν στις κάλπες. Εκείνοι που σήκωσαν σκόνη και δήλωναν ανάστατοι από τη συνωμοσία ήταν κατά βάση όλοι όσοι εκφράζουν προτίμηση σε πρόσωπα που, αν πιστέψουμε τις τρέχουσες δημοσκοπήσεις, ο κόσμος να έρθει ανάποδα, την πρωθυπουργία δεν πρόκειται να τη δουν ούτε με το… μακαρόνι, όπως λέει ο λαός μας για υποθέσεις που δεν έχουν μεγάλη πιθανότητα να συμβούν.

Τα πράγματα θα ήταν απλώς αστεία αν δεν ίσχυε αυτό που στην αρχή επισημάναμε. Ότι δηλαδή τόσο πολλοί άνθρωποι είναι έτοιμοι να πιστέψουν την ευφάνταστη σεναριογραφία που μόνον σε νοσηρούς εγκεφάλους μπορεί να εξυφανθεί. Πως αλλιώς, άλλωστε, μπορεί να σκεφτεί κανείς και να γράψει ότι οι Ευρωπαίοι ιθύνοντες, οι οποίοι την εποχή της μνημονιακής μέγγενης ανέχθηκαν να είναι υφυπουργός αρμόδιος για το Ασφαλιστικό σύστημα της χώρας ο… ηθοποιός - μέντιουμ Παύλος Χαϊκάλης, επειδή δεν μπορούσαν να κάνουν αλλιώς αφού τον είχε διορίσει ο τότε εκλεκτός του ελληνικού λαού Αλέξης Τσίπρας, τώρα συνεδριάζουν κρυφά προκειμένου, πριν καν στηθούν οι κάλπες και αποτυπωθεί η ετυμηγορία του ελληνικού λαού, να προκρίνουν πρωθυπουργό που θα είναι του… χεριού τους.

Δεν είναι η πρώτη φορά που διακινούνται σενάρια αυτού του είδους που θέλουν άλλοτε σχήματα τεχνοκρατών που θα παραμερίσουν τους πολιτικούς και άλλοτε συγκυβερνήσεις που θα επιβάλουν οι ξένοι επειδή θα υπάρξουν κυβερνητικά αδιέξοδα και κίνδυνοι ακυβερνησίας. Τις περισσότερες φορές αποδείχθηκε ότι όλα αυτά δεν ήταν τίποτε περισσότερο από αστήρικτη κινδυνολογία, όταν δεν αποτελούσαν ευσεβείς πόθους. 

Τις ελάχιστες, άλλωστε, φορές, που δόθηκαν λύσεις οι οποίες δεν ήταν προϊόν της λαϊκής βούλησης, όπως οι κυβερνήσεις των τραπεζιτών Ξενοφώντα Ζολώτα και Λουκά Παπαδήμου, αυτές αποδείχθηκαν βραχύβιες, καθώς το ελληνικό πολιτικό σύστημα δεν έχει μάθει να μοιράζεται την εξουσία. Όλοι τη θέλουν ολόκληρη και δεν συμβιβάζονται με τίποτε λιγότερο.

Στην παρούσα φάση όλο αυτό το… σεναριολογικό κατασκεύασμα επιχειρείται να γίνει πιστευτό με αναλογίες από την Ιταλία και τη συμφωνία των πολιτικών δυνάμεων της γείτονος στο πρόσωπο του Μάριο Ντράγκι ο οποίος από… άχρωμος τραπεζίτης απεδείχθη ικανότατος πρωθυπουργός. Σε βαθμό μάλιστα που τις προηγούμενες μέρες οι πολιτικές δυνάμεις να διατηρήσουν σχεδόν με το ζόρι εκείνον στην κορυφή της κυβερνητικής ηγεσίας και τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας Σέρτζιο Ματαρέλα στο Κυρηνάλιο Μέγαρο.

Ωστόσο, παρά τις αρκετές ομοιότητες που παρουσιάζουν η Ελλάδα και η Ιταλία, οι διαφορές τους είναι μάλλον πολύ περισσότερες. Κυρίως ως προς τη διάρθρωση του πολιτικού συστήματος, καθώς στη γείτονα ο σχηματισμός βιώσιμης κυβέρνησης, με επικεφαλής κάποιον πολιτικό, δεν είναι εφικτός όχι μόνον από την παρούσα κοινοβουλευτική σύνθεση, αλλά και από τη… μελλοντική.

Οι δημοσκοπήσεις (που στη Ρώμη δεν τις θεωρούν… «πετσωμένες») δείχνουν τέσσερις πολιτικούς σχηματισμούς, το Δημοκρατικό Κόμμα της Κεντροαριστεράς, την ακροδεξιά «Λέγκα» του Ματέο Σαλβίνι, το ακόμη πιο ακραίο σχήμα που αποκαλείται «Αδέλφια της Ιταλίας» και τα υπό κατάρρευση «Πέντε Αστέρια» του λαϊκιστή ηθοποιού Μπέμπε Γκρίλο, να βολοδέρνουν κοντά στο 20%, ενώ η παραδοσιακή κεντροδεξιά «Φόρτσα Ιτάλια» του αειθαλούς Σίλβιο Μπερλουσκόνι περιορίζεται σε μονοψήφια ποσοστά. 

Οπότε ακόμη και αν προκηρυχθούν εκλογές, ο κατακερματισμός των ιταλικών πολιτικών δυνάμεων μοιάζει αναπόφευκτος, ενώ η πρωθυπουργία Ντράγκι, που έως τώρα έχει αποδειχθεί αρκετά πετυχημένη, προβάλει όχι μόνον ως η καλύτερη αλλά και ως η μοναδική βιώσιμη λύση για τη γειτονική χώρα.

Καλώς ή κακώς, λοιπόν, η ελληνική πολιτική σκηνή δεν προσομοιάζει με την ιταλική. Και ούτε φαίνεται ότι θα της μοιάσει όταν πάψει να ισχύσει η απλή αναλογική με την οποία θα γίνουν για μία και μόνη φορά οι επερχόμενες εκλογές. Με την ενισχυμένη αναλογική που θα ακολουθήσει στις μεθεπόμενες, τα σενάρια για τη συνωμοσία στα υπόγεια του Μεγάρου Μπερλεμόν θα είναι απλώς για γέλια. 

Για όσους τουλάχιστον θα εξακολουθούν να τα θυμούνται.

Πέμπτη 23 Αυγούστου 2018

Τον Τσίπρα και αν τον «πλένεις»…



«Η Ιθάκη είναι μόνον η αρχή», ήταν η καταληκτική φράση στο διαβόητο «διάγγελμα» του Αλέξη Τσίπρα το οποίο θα περάσει στην Ιστορία ως απαράμιλλο μνημείο πόλωσης και διχασμού από έναν πολιτικό που δεν μπορεί να ξεπεράσει τις συνθήκες που τον έφεραν στην διακυβέρνηση μαζί με μια δράκα αμοραλιστών τους οποίους ο ελληνικός λαός επί δεκαετίες νωρίτερα κατέτασσε μονίμως στο περιθώριο της πολιτικής ζωής.
Δικαίως, λοιπόν, δεν ήταν λίγοι εκείνοι οι οποίοι υποστήριξαν ότι αυτός ο… κούφιος δήθεν συμβολισμός στον οποίο κατέφυγε ο κ. Τσίπρας είχε περισσότερο χαρακτήρα… απειλής για τα όσα μας επιφυλάσσει η συνέχεια της παραμονής του ίδιου και της ομάδας που τον περιστοιχίζει στην άσκηση της διακυβέρνηση.
Άλλωστε, η μισαλλοδοξία, η εχθροπάθεια και η δαιμονοποίησηαπό την οποία διαπνεόταν από την αρχή ως το τέλος του το σχεδόν 8λεπτο πρωθυπουργικό μήνυμα που διαβάστηκε με φόντο τα ήρεμα νερά του Ιονίου ήταν μάλλον πιο τρομακτικά από τα ίδια τα επίμονα ψέματα και τους θρασείς ισχυρισμούς τουότι «δεν θα διαπράξουμε την ύβρη να αγνοήσουμε τα διδάγματα της Ελλάδας των μνημονίων».
Στεκόμενος απέναντι στον τηλεϋποβολέα (το autocue, για τους μυημένους με τα τηλεοπτικά), μιλούσε ως να βρισκόμαστε ακόμη στις αρχές του 2015,όταν ο ίδιος διέθετε ακόμη την… αντιμνημονιακή παρθενία. Εκτόξευε, χωρίς αιδώ, πολεμικές κραυγές όχι μόνον συλλήβδην κατά των προκατόχων του αλλά και κατά των συνοδοιπόρων του οι οποίοι τον εγκατέλειψαν για να μην τον ακολουθήσουν στην εξευτελιστικές κωλοτούμπες που έκανε τη μια μετά την άλλη. 
«Δεν θα αφήσουμε τη λήθη να μας παρασύρει.Δεν θα γίνουμε λωτοφάγοι.Δεν θα ξεχάσουμε ποτέ τις αιτίες και τα πρόσωπα που οδήγησαν τη χώρα στα μνημόνια», ισχυριζόταν. Και με ανυπέρβλητη θρασύτητα διέγραφε μονοκονδυλιά τις μοναδικές αυταπάτες τις απίστευτες φαντασιώσεις και τις χωρίς προηγούμενο ψευδαισθήσεις που στοίχισαν πανάκριβα τον ελληνικό λαό.
Στις κρίσιμες ιστορικές στιγμές, όπως προσπάθησε να μας πείσει ο κ. Τσίπρας ότι είναι η λήξη του τρίτου κατά σειράν ευρωπαϊκού προγράμματος για τη διάσωση της ελληνικής οικονομίας, οι ηγέτες –διεθνείς και εγχώριοι- επιλέγουν την ενότητα και τη συμφιλίωση των πολιτικών δυνάμεων που αποτελούν προωθητικό παράγοντα προς την κατεύθυνση της οικονομικής ανάκαμψης.
Αυτή, για παράδειγμα, υπήρξε η επιλογή του Κωνσταντίνου Καραμανλή όταν έλαβε τη μεγάλη απόφαση, κόντρα στην οξεία αντίδραση της τότε αντιπολίτευσης, να προχωρήσει την ένταξη της Ελλάδας στην ΕΟΚ. Έτσι πορεύτηκεστη συνέχεια ο Ανδρέας Παπανδρέου, αλλά και ο Κώστας Σημίτης που έβαλε τη χώρα στην ευρωζώνη σε πείσμα των αντιπάλων του που μιλούσαν για «τραβεστί οικονομία» και τον κατηγορούσαν για «δημιουργική λογιστική». Αν η Ελλάδα δεν ήταν στην Ευρωζώνη, ας μη σκεφτόμαστε καλύτερα ποια θα ήταν η τύχη της σήμερα….
Με τη βεβαιότητα ότι έκαναν το σωστό, οι πολιτικοί που έχουν περάσει στο πάνθεον των ηγετών, δεν ανάλωναν τον χρόνο τουςυβρίζονταςόσους τους ασκούσαν την κριτική. Και αυτή είναι η τεράστια διαφορά τους από τον κ. Τσίπρα, ο οποίος ξέρει ότι όλα όσα ισχυρίζεται δεν αντέχουν στην κοινή λογική. Γι΄ αυτό και καταφεύγει στην επίθεση κατά πάντων. Το κάνει, αφενός, διότι δεν ανέχεται την κριτική, αλλά κυρίως, επειδή, όπως έχει αποδείξει πολλές φορές, ξέρει ότι το «αφήγημά» του δεν έχει συνοχή και ειρμό.
Γι΄ αυτό και είναι ειλικρινά απορίας άξιον πως αισθάνθηκαν όλοι όσοι φιλοτεχνούν τελευταία το πορτρέτο του δήθεν «σοσιαλδημοκράτη Τσίπρα που λογικεύτηκε» και του τάχατες «κεντρώου ΣΥΡΙΖΑ που άφησε πίσω τις ριζοσπαστικές ακρότητες». Θεωρούν ότι έχει λογική η απόπειρα στοχοποίησης προσώπων όπως ο Λουκάς Παπαδήμος και ο Γιάννης Στουρνάρας που συνιστούσε ο ισχυρισμός ότι τα προηγούμενα χρόνια«η δημοκρατία ευτελίστηκε», επειδή «τραπεζίτες έγιναν πρωθυπουργοί και υπουργοί έγιναν τραπεζίτες»;
Συνάδουν με το ευρωπαϊκό δημοκρατικό κεκτημένο βερμπαλιστικές ακρότητες όπως οι παρακάτω: «Δεν θα ξεχάσουμε τίποτα από όσα ζήσαμε, γιατί δεν είναι απλά η ύλη για τους ιστορικούς του μέλλοντος.Αλλά είναι τα εφόδια μιας χώρας που γράφει τη νέα σελίδα της ιστορίας της, σε χρόνο ενεστώτα.Φτάσαμε στον προορισμό μας, βγήκαμε από τα μνημόνια, αλλά δεν τελειώσαμε εδώ.Νέες μάχες είναι τώρα μπροστά μας.Οι σύγχρονοι μνηστήρες είναι εδώ και στέκονται ακόμα απέναντι»;
Ας μην υπάρχουν, λοιπόν, αυταπάτες. Ο κ. Τσίπρας ήρθε στην εξουσία εκμεταλλευόμενος στο έπακρο το διχαστικό κλίμα που επικράτησε στην ελληνική κοινωνία όταν ξεκίνησε η κρίση που έκανε αναπόφευκτο το Μνημόνιο, δηλαδή το πρόγραμμα διάσωσης της ελληνικής οικονομίας με τη χορήγηση φθηνού δανεισμού από τους εταίρους της χώρας. Αν δεν είχε υπάρξει το Μνημόνιο, θα ήταν αιωνίως στο περιθώριο, όπως είναι σχεδόν παντού οι ομοϊδεάτες του.
Παρότι έχει γίνει προ πολλού ο μνημονιακός πρωθυπουργός με τη μεγαλύτερη κυβερνητική θητεία, δεν μπορεί να λειτουργήσει εκτός πόλωσης και σε συνθήκες κανονικότητας. Δεν έχει καμία δυσκολία να αυτοαποθεώνεται για τη δική του μοναδική μνημονιακήπροσήλωση, ούτε να κατηγορεί εκείνους που μας έβαλαν στα Μνημόνια επειδή δεν τα τήρησαν με ευλάβεια. Και στη μια και στην άλλη περίπτωση μιλά με μισαλλόδοξο πάθος και διάθεση εξόντωσης όποιου –προσώπου ή θεσμού- δεν υποτάσσεται στη βούλησή του.
Αυτός ήταν. Και ο ίδιος και απαράλλακτος παραμένει, όπωςαπέδειξε τόσο όταν καθύβριζε όσους τον Αύγουστο του 2015 τον συνέδραμαν στην ψήφιση του τρίτου και βαρύτερου Μνημονίου, όσο και με το «διάγγελμα» της Ιθάκης. Παραμένει σταθερά ανεπίδεκτος μαθήσεως στα μαθήματα της συναίνεσης και της τήρησης των κανόνων του δημοκρατικού παιχνιδιού τους οποίους είναι δύσκολο να αποδεχτεί ένας πολιτικός που γαλουχήθηκε με το πνεύμα του «καταληψία» και είναι εκείνο από το οποίο εξακολουθεί να διακατέχεται.
Με άλλα λόγια, φαντάζει ότι είναι μάταιος κόπος να περιμένει κανείς να αλλάξει τώρα και να γίνει νουνεχής άνθρωπος της συνεννόησης και της καταλλαγής. Γι΄ αυτό και, παραφράζοντας μια γνωστή παροιμία, εύκολα μπορεί να αντιτείνει κανείς σε όσους βλέπουν «κανονικοποίηση» της σημερινής εξουσίας ότι «τον Τσίπρα και αν τον “πλένεις”…».

Τρίτη 2 Οκτωβρίου 2012

Εκατό μέρες… ακατάσχετης «μετρολογίας»

Καθώς συμπληρώθηκαν οι πρώτες εκατό μέρες του τρικομματικού κυβερνητικού συνασπισμού, θα είχε, νομίζω, μεγάλο ενδιαφέρον ο πρωθυπουργός Αντώνης Σαμαράς να ζητούσε από τους σαράντα και… βάλε υπουργούς και υφυπουργούς που διόρισε τον περασμένο Ιούνιο να του στείλουν σε μια σελίδα χαρτιού έναν συνοπτικό απολογισμό τι έκανε ο καθένας τους όλο αυτό το διάστημα.
Φοβάμαι ότι οι περισσότεροι δεν θα ήταν σε θέση να συντάξουν ένα τέτοιο χαρτί, εκτός και αν το γέμιζαν με αφόρητες γενικότητες για μελέτη θεμάτων του τομέα τους ή ανούσιες τυπικότητες για οργάνωση των γραφείων τους και… συντονισμό των υπηρεσιών στις οποίες προΐστανται. Εν ολίγοις, με το απόλυτο τίποτε.
Άκουσε κανείς, για παράδειγμα, τί έκανε αυτές τις εκατό μέρες το υπουργείο Μακεδονίας – Θράκης που να δικαιολογεί την απόφαση επανασύστασης του; Έμαθε κανένα νέο από το υπουργείο Εσωτερικών; Πληροφορήθηκε κάποια πρωτοβουλία από το υπουργείο Περιβάλλοντος;  Ανακοινώθηκε η εκκίνηση ή, έστω, η επιτάχυνση ενός συγκεκριμένου έργου από το υπερυπουργείο Ανάπτυξης και Υποδομών; Αισθάνθηκε κάποιος αγρότης την αλλαγή ηγεσίας στο υπουργείο Γεωργίας;
Με ελάχιστες εξαιρέσεις, η κυβερνητική καθημερινότητα δεν περιέχει τίποτε περισσότερο από συζητήσεις επί συζητήσεων για το πακέτο των μέτρων, το οποίο, όμως, δεν μπορεί να αποτελεί «άλλοθι» για την απόλυτη απραξία που επικρατεί στα περισσότερα υπουργεία και στις συνδεδεμένες με αυτά δημόσιες υπηρεσίες, επιχειρήσεις και οργανισμούς.
Αυτό το πνεύμα απραξίας θυμίζει έντονα τις πρώτες μέρες της κυβέρνησης του Κώστα Καραμανλή, όταν τα τότε κυβερνητικά στελέχη επικαλούνταν τους Ολυμπιακούς Αγώνες για να μην κάνουν τίποτε. Ε, μετά αυτό φαίνεται ότι τους έγινε μόνιμη συνήθεια με τα γνωστά σε όλους μας αποτελέσματα.  
Με εξαίρεση, άλλωστε, το οικονομικό επιτελείο και, άντε, τα υπουργεία Εργασίας και Υγείας, δεν είδαμε και κανένα άλλο υπουργείο είτε να συμβάλει στις διαπραγματεύσεις με την τρόικα είτε να προσπαθεί να περικόψει κάποια δαπάνη, έτσι ώστε να αποφευχθεί η «πεπατημένη» του σφαγιασμού μισθών, συντάξεων και επιδομάτων που, όπως όλα δείχνουν, περιλαμβάνει το περίφημο «πακέτο» που όλο «κλείνει» και όλο… μισάνοιχτο βρίσκεται.
Πολύ περισσότερο, όμως, είναι προσχηματική η «μετρολογία» που τείνει να γίνει… μονοαπασχόληση για την κυβερνητική λειτουργία, γιατί, λίγο ως πολύ, τα μέτρα που συζητούνται και ξανασυζητούνται όλο αυτό το διάστημα ήταν περίπου δεδομένα από την εποχή της κυβέρνησης του Λουκά Παπαδήμου, η οποία είχε εκπονήσει και σχετικό χρονοδιάγραμμα για την έναρξη της εφαρμογής τους από τον Ιούνιο.
Τότε, μάλιστα, ορισμένοι από τους σημερινούς κυβερνώντες είχαν αντιδράσει με… «ιερή αγανάκτηση» στην πρωτοβουλία εκείνου του κυβερνητικού επιτελείου να καταγράψει τις (μνημονιακές, κυρίως) υποχρεώσεις, τις οποίες τις έχουμε ακόμη μπροστά μας, επειδή, προφανώς τους χάλαγε την προεκλογική… μπουρδολογία για τα περίφημα «ισοδύναμα» που χάθηκαν στο δρόμο προς τις υπουργικές καρέκλες.
Αντιλαμβάνεται κανείς ότι ύψιστη προτεραιότητα της σημερινής κυβέρνησης αποτελεί η μάχη για την παραμονή της χώρας στο ευρώ και, εν γένει, στο ευρωπαϊκό γίγνεσθαι, όπως με κάθε ευκαιρία επισημαίνει ο κ. Σαμαράς. Ο στόχος αυτός, όμως, για να υπηρετηθεί, από την πλευρά μας, απαιτεί «πανστρατιά», στην οποία επικεφαλής δεν μπορεί παρά να είναι τα κυβερνητικά στελέχη.   
Η ακατάσχετη «μετρολογία», εξάλλου, προκαλεί  σημαντική ζημιά στην οικονομία και ευρύτερα στην ελληνική κοινωνία, καθώς εντείνει τα φαινόμενα παραλυσίας που επικρατεί σε όλο το εύρος της δημόσιας σφαίρας και συντηρεί την επενδυτική άπνοια, η οποία, με τη σειρά της, συμβάλει στο βάθεμα της ύφεσης και στην εκτίναξη της ανεργίας.
Γι΄ αυτό, κατά τη γνώμη μου, ο πρωθυπουργός και οι πολιτικοί αρχηγοί που στηρίζουν την κυβέρνηση, τώρα που «ο κόμπος έφτασε στο χτένι» και σε λίγες μέρες θα ψηφιστούν τα περιβόητα μέτρα, απαιτείται να λάβουν άμεσα την εξής πρωτοβουλία: να καθίσουν γύρω από το ίδιο τραπέζι, να καθορίσουν στόχους και προτεραιότητες για όλο εύρος της κυβερνητικής λειτουργίας και να… απαγορέψουν εφεξής την ενασχόληση με την… «μετρολογία».  Έτσι, ώστε να γίνει στις επόμενες εκατό ημέρες, αυτό που δεν έγινε στις πρώτες εκατό.

*Ο Γρηγόρης Τζιοβάρας είναι δημοσιογράφος (πολιτικός συντάκτης στο «Πρώτο Θέμα»), περιφερειακός σύμβουλος Θεσπρωτίας στο πρώτο αιρετό Περιφερειακό Συμβούλιο Ηπείρου. Η αρθρογραφία του (ανα)δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα: http://topikakaiatopa.blogspot.com.

Τετάρτη 4 Ιουλίου 2012

Διαπραγμάτευση για να αποφύγουμε ρόλο της ευρωγλάστρας

Η χρονική σύμπτωση της επικράτησης της Ιταλίας επί της Γερμανίας στον ημιτελικό του ευρωπαϊκού πρωταθλήματος ποδοσφαίρου με τη σύνοδο κορυφής των ηγετών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στην οποία ελήφθησαν σημαντικές αποφάσεις που χαλαρώνουν τον οικονομικό κλοιό, υπό τον οποίο βρίσκεται η γειτονική μας χώρα, έκανε πολλούς να μιλήσουν για τους δύο «σούπερ Μάριο», τον πρωθυπουργό Μόντι και τον ποδοσφαιριστή Μπαλοτέλι.
Οι έπαινοι, ωστόσο, για τον νεαρό ιδιόρρυθμο αθλητή δεν διήρκεσαν, αφού στην επόμενη ποδοσφαιρική μάχη, με την ομάδα της Ισπανίας, ούτε ο Μπαλοτέλι, ούτε οι συμπαίκτες του επέδειξαν το ίδιο πάθος και την ίδια αγωνιστικότητα, με αποτέλεσμα το τρόπαιο του ευρωπαϊκού πρωταθλήματος να καταλήξει στους Ισπανούς που αποδείχθηκαν πιο μαχητικοί και με μεγάλη διάρκεια στο παιχνίδι τους.
Σε αντίθεση με την ιταλική ποδοσφαιρική ομάδα, η ιταλική κυβέρνηση, υπό τον πρωθυπουργό Μάριο Μόντι, αποδείχθηκε πολύ πιο οργανωμένη και πολύ πιο έτοιμη για την επιτυχημένη αναμέτρηση των Βρυξελλών που έδωσε απέναντι στη Γερμανίδα καγκελάριο Άνγκελα Μέρκελ και στην εμμονή της να επιβάλει τον «ζουρλομανδύα» των μνημονίων και της τρόικας από άκρου εις άκρον της Ευρώπης.
Έχοντας χτίσει, εκ των προτέρων, τις απαραίτητες συμμαχίες και εκμεταλλευόμενοι τους νέους συσχετισμούς που δημιουργούνται στην Ευρώπη μετά την εκλογή του Γάλλου Προέδρου Φρανσουά Ολάντ, οι γείτονες μας διαπραγματεύτηκαν αποτελεσματικά και πέτυχαν η ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών τους, οι οποίες, λόγω μαζικής φυγής κεφαλαίων, αντιμετωπίζουν ανάλογα με τα δικά μας προβλήματα, να γίνει με τέτοιο τρόπο που δεν θα επιβαρύνει το δημόσιο χρέος της χώρας και συνακόλουθα το κόστος δανεισμού της χώρας.
Η κυβέρνηση Μόντι στην Ιταλία ανέλαβε την εξουσία την ίδια περίοδο που στην Ελλάδα σχηματίστηκε η κυβέρνηση Παπαδήμου. Έκτοτε, εμείς εδώ αλλάξαμε δύο κυβερνήσεις και ψηφίσαμε άλλες δύο φορές, χωρίς, με εξαίρεση το PSI και την υπογραφή της νέας δανειακής σύμβασης, να λύσουμε κανένα πρόβλημα ή να αντιμετωπίσουμε κάποιες έστω από τις παθογένειες που μας ταλανίζουν.
Έτσι, δεν προκαλεί ιδιαίτερη έκπληξη που η Ελλάδα ήταν “ωσεί παρούσα” στη τελευταία ευρωπαϊκή σύνοδο, αφού η παρατεταμένη ακυβερνησία έχει αποσαρθρώσει την ήδη προβληματική κρατική μηχανή, η οποία αποδείχθηκε ανίκανη ακόμη και να διαχειριστεί την ατυχία με το πρόβλημα της υγείας του νέου πρωθυπουργού και την αστοχία που προέκυψε με την επιλογή του νέου υπουργού Οικονομικών.  
Άλλες ευρωπαϊκές χώρες έχουν μείνει μεγάλα χρονικά διαστήματα χωρίς κυβέρνηση, όπως προ καιρού το Βέλγιο, όπου σχηματίστηκε κυβέρνηση έπειτα από 18 μήνες, χωρίς αυτό να έχει επιπτώσεις στην καθημερινή λειτουργία της κρατικής μηχανής ή στη διεθνή εκπροσώπηση της χώρας. Εδώ, όμως, τα πράγματα είναι εντελώς διαφορετικά και οι αρμόδιες υπηρεσίες δεν είναι καν σε θέση να καθορίσουν ούτε τα στοιχειώδη, όπως το ποιος εκπροσωπεί τη χώρα στα συμβούλια κορυφής της Ευρωπαϊκής Ένωσης όταν αδυνατεί να παραστεί ο πρωθυπουργός. 
Υπό αυτές τις συνθήκες, δεν είναι παράδοξο που προϊόντος του χρόνου, μήνα με το μήνα και, ίσως, μέρα με την μέρα, βρισκόμαστε όλο και περισσότερο απομονωμένοι στο ευρωπαϊκό στερέωμα, με αποτέλεσμα να προκαλούν όλο και μικρότερη εντύπωση τα σενάρια για την αποπομπή μας από την ευρωζώνη που είναι βέβαιο ότι έχουν εξυφανθεί ερήμην μας και η ενεργοποίησή τους ίσως να είναι επί θύραις.
Ο χρόνος τρέχει αδυσώπητα σε βάρος μας και η περίφημη επαναδιαπραγμάτευση του μνημονίου καθυστερεί, μεγιστοποιώντας τα ήδη μεγάλα και ανυπέρβλητα προβλήματα της ύφεσης και της ανεργίας που επιβαρύνονται από την οξύτατη τραπεζική κρίση που έχει κλείσει τους κρουνούς της ρευστότητας στην χειμαζόμενη πραγματική οικονομία.
Απλοϊκοί ισχυρισμοί σύμφωνα με τους οποίους η κυβέρνηση μπορεί να αδιαφορήσει για τις τράπεζες, δεν χωρούν στην περίσταση, έστω και αν ορισμένοι προσπαθούν να δώσουν ιδεολογικό περίβλημα στην υπόθεση, που, καλώς ή κακώς, αφορά όλους μας, καθώς χωρίς τραπεζική ρευστότητα ούτε επενδύσεις μπορεί να γίνουν ούτε νέες θέσεις εργασίας να δημιουργηθούν, ούτε ανάπτυξη της οικονομίας μπορεί να υπάρξει. 
Σε πείσμα, λοιπόν, όσων, για τους δικούς τους λόγους, επενδύουν στην καταστροφή και στην ερειπιοποίηση της χώρας, η κυβέρνηση, που θα λάβει –επιτέλους!- ψήφο εμπιστοσύνης την Κυριακή,  δεν πρέπει να επαναπαυθεί, επιφυλάσσοντας ρόλο… γλάστρας που ποτίζεται χάριν του βασιλικού (εν προκειμένω των αποφάσεων που αφορούν κατ΄ αρχήν τις τράπεζες της Ιταλίας και της Ισπανίας), αλλά να ξεκινήσει άμεσα τις απαραίτητες διαπραγματεύσεις με τους εταίρους – δανειστές μας για αναθεώρηση του οικονομικού προγράμματος, με παράλληλη, όμως, τήρηση των δεσμεύσεων που έχουμε αναλάβει.

*Ο Γρηγόρης Τζιοβάρας είναι δημοσιογράφος, περιφερειακός σύμβουλος Θεσπρωτίας στο πρώτο αιρετό Περιφερειακό Συμβούλιο Ηπείρου. Η αρθρογραφία του (ανα)δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα: http://topikakaiatopa.blogspot.com.

Τετάρτη 18 Απριλίου 2012

Αλήθεια ή... κοβάλτιο;


          Μέσα σε ένα πολλαπλώς νεφελώδες τοπίο οδηγούμαστε στις κάλπες της 6ης Μαΐου, οι οποίες, σύμφωνα με το στερεότυπο του... συρμού, συνιστούν την πλέον κρίσιμη εκλογική αναμέτρηση της μεταπολιτευτικής περιόδου.
          Προσπερνώντας, ωστόσο, τα συνήθη κλισέ που χρησιμοποιούν στη δική τους αργκό οι πολιτικοί αναλυτές περί της κρισιμότητας της επιλογής των πολιτών, αν υπάρχει, κατά τη δική του προαίρεση, ένα διαφοροποιό στοιχείο σε αυτή την αναμέτρηση, δεν είναι άλλο από το τέλος της μεγάλης αυταπάτης που θα επέλθει την επαύριο αυτών των εκλογών.
          Όποια και αν είναι, εν τέλει, η επικείμενη λαϊκή ετυμηγορία, το μόνο βέβαιο είναι ότι στις 7 Μαΐου, ο τόπος θα πρέπει να κυβερνηθεί. Και βασική προτεραιότητα της κυβέρνησης που θα επιλέξει ο ελληνικός λαός θα έχει την ομαλή προσγείωση στην πραγματικότητα μιας δυσμενούς κατάστασης. Μια πραγματικότητας που το πρώτο βήμα για να αρχίζει να αλλάζει είναι η αναγνώριση και η συλλογική συνειδητοποίησή της. Να την κοιτάξουμε, δηλαδή, κατάματα και χωρίς παραμορφωτικούς -κομματικούς ή άλλους- φακούς.
          Δυστυχώς, όμως, αυτή την αναγκαιότητα, υπάρχουν ακόμη πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις που -ηθελημένα ή αθέλητα- αρνούνται να την παραδεχτούν, πιστεύοντας, ή παριστάνοντας ότι πιστεύουν, πως τα τελευταία δυο χρόνια ζούμε απλώς ένα κακό όνειρο, έναν εφιάλτη από τον οποίο θα ξυπνήσουμε και, αίφνης, θα επιστρέψουμε στην προ του 2008 κατάσταση, απαλλαγμένοι δια μιας από τις βασανιστικές επιπτώσεις της πενταετούς εξουθενωτικής ύφεσης.
          Σε αυτού του είδους τις ψευδαισθήσεις αποφασιστικά συμβάλλει ο πολιτικός λόγος της ευκολίας που από πολλές πλευρές εκπέμπεται (και) σε αυτή την προεκλογική περίοδο από κόμματα και πολιτικούς που εξακολουθούν να πολιτεύονται με τον παραδοσιακό τρόπο της υπεσχεσιολογίας και της καλλιέργειας ψευδών εντυπώσεων τόσο για τα αίτια της κρίσης όσο και για το τι απαιτείται να γίνει για να την ξεπεράσουμε.
          Αναρωτιέμαι, ειλικρινά, πως μπορει να συνειδητοποιηθεί η πραγματική κατάσταση και να αρχίσει η περιβόητη επανεκκίνηση,  όταν, για παράδειγμα, πολιτικός ηγέτης που φιλοδοξεί να ηγηθεί του επόμενου κυβερνητικού σχήματος, απειλώντας, μάλιστα, ότι θα οδηγήσει τη χώρα σε επαναλαμβανόμενες εκλογικές αναμετρήσεις αν οι πολίτες δεν του δώσουν άμεσα την ευκαιρία, δηλώνει ότι η λύση για την οικονομική υπανάπτυξη θα έρθει μέσα από την εξόρυξη πετρελαίου, χρυσού και κοβαλτίου...
          Το ζήτημα των πιθανών πλουτοπαραγωγικών πηγών που, ενδεχομένως, κρύβει το υπέδαφος της χώρας, είναι από τις χαρακτηριστικότερες αυταπάτες που καλλιεργούνται από τις δυνάμεις του λαϊκισμού και της ευκολίας, οι οποίες κλείνουν πονηρά  το μάτι στους πολίτες, αφήνοντας να εννοηθεί πως όλα θα είναι εύκολα όταν θα έρθουν οι ίδιοι στην εξουσία.
          Ενώ είναι γνωστό ότι οι εικασίες αυτές διαθέτουν από ελάχιστη έως ανύπαρκτη επιστημονική βάση, και, σε κάθε περίπτωση, είναι ζητήματα που για να αποδώσουν χρειάζονται χρόνο και κεφάλαια, έχουν λάβει μυθικές διαστάσεις, τροφοδοτώντας τη φαντασία κυρίως των συμπολιτών μας που αρέσκονται στις θεωρίες συνωμοσίας. Και, το τελευταίο διάστημα, υπό την επήρεια της δημιουργίας νέων σχηματισμών με ακραίο λαϊκιστικό χαρακτήρα, έχουν γίνει αντικείμενο εντονότατου ανταγωνισμού για τη διεκδίκηση της λαϊκής ψήφου.
          Το μεγάλο δυστύχημα είναι ότι αυτού του είδους οι εικοτολογίες, είτε αφορούν τα (υποτιθέμενα) πλούσια κοιτάσματα κοβαλτίου, όπως, άλλωστε και χρυσού, που, ως γνωστόν, όπου και αν ξεκίνησαν επενδύσεις, συνοδεύτηκαν από αντιδράσεις εκπροσώπων τοπικών κοινωνιών, είτε σχετίζονται με την, ακόμη πιο μυθολογικών διαστάσεων, υπόθεση της δικεδίκησης των γερμανικών επανορθώσεων, υιοθετούνται από δυνάμεις όχι μόνον του θεωρούμενου, έως πρόσφατα τουλάχιστον, πολιτικού περιθωρίου, αλλά και του λεγόμενου κυβερνητικού τόξου που θα κληθούν αύριο να αποτελέσουν μέρος της διακυβέρνησης.
          Με αυτά και με άλλα ηχηρά παρόμοια, όπως η αντιμνημονιακή υστερία που καλλιεργήθηκε επί ενάμισι χρόνο πριν από τον σχηματισμό της κυβέρνησης Παπαδήμου, οι σκεπτόμενοι πολίτες αποστρέφονται την πολιτική, ενώ και εκείνοι που εξακολουθούν να τείνουν ευήκοον ους είναι βέβαιο ότι εκπαιδεύονται με τρόπον τέτοιον που απογοτευμένοι θα δυσκολευθούν να προσαρμοστούν στη δύσκολη μετεκλογική πραγματικότητα.
          Γι' αυτό και θεωρώ πως τα κόμματα που έχουν πραγματικό ενδιαφέρον για την διακυβέρνηση, πρώτιστο καθήκον στο διάστημα που απομένει έως τις εκλογές έχουν να πουν την αλήθεια για τα μεγάλα προβλήματα οργάνωσης που αντιμετωπίζει η χώρα τόσο σε ό,τι αφορά τον δημόσιο τομέα όσο και στον ιδιωτικό τομέα παραγωγής. Και, βεβαίως, να παρουσιάσουν εφικτές λύσεις για την αντιμετώπισή τους. Αυτό, κατά τη γνώμη μου, είναι το διακύβευμα αυτών των εκλογών και έτσι νομίζω ότι πρέπει ο καθένας μας να σταθμίσει την επιλογή του απέναντι και σε κόμματα και σε πρόσωπα.

*Ο Γρηγόρης Τζιοβάρας είναι δημοσιογράφος, περιφερειακός σύμβουλος Θεσπρωτίας στο νέο Περιφερειακό Συμβούλιο Ηπείρου. Η αρθρογραφία του (ανα)δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα: http://topikakaiatopa.blogspot.com.

Τρίτη 13 Μαρτίου 2012

Κάλπες εκτόνωσης, αλλά και ευθύνης

Με την ανακήρυξη του Ευάγγελου Βενιζέλου ως μοναδικού υποψηφίου για την προεδρία του ΠΑΣΟΚ και την επικύρωση της ανάδειξής του στην ηγεσία που ακολουθεί, την προσεχή Κυριακή, με το τυπικό στήσιμο της κάλπης στις οργανώσεις του Κινήματος, ανοίγει ο δρόμος για τις βουλευτικές εκλογές, στις οποίες οδηγούμαστε πλησίστιοι.
Υπό άλλες συνθήκες και με δεδομένη τη συνεχιζόμενη μεγάλη ύφεση, που κατατρώει τα σωθικά της ισχνής μας οικονομίας, όπως και την συνακόλουθη τεράστια ανεργία, που αποσυνθέτει τον κοινωνικό ιστό, το μόνο που δεν θα έπρεπε να απασχολεί μια χώρα που βρέθηκε στο χείλος του γκρεμού και, βαρύτατα τραυματισμένη, διεσώθη την τελευταία στιγμή από την καταστροφή της άτακτης και πλήρους χρεοκοπίας, οι κάλπες θα έμοιαζαν με «αυτοκτονικό ιδεασμό».
Με κορυφαίο, άλλωστε, παράδειγμα τις εκλογές του 1920, όταν, μεσούσης της Μικρασιατικής Εκστρατείας, προκηρύχθηκαν εκλογές, στις οποίες ηττήθηκε ο «δημιουργός της Ελλάδος των πέντε θαλασσών και των δύο ηπείρων» Ελευθέριος Βενιζέλος, έχει αποδειχθεί ιστορικά ότι, σε περιόδους μεγάλων κρίσεων, η λαϊκή ετυμηγορία δεν διακρίνεται για τη νηφαλιότητα των αποφάσεων στις οποίες οδηγείται και την ψυχραιμία των επιλογών τις οποίες κάνει.
Παρά ταύτα, εκτός από μάταιο, είναι και πολύ δύσκολο να επιχειρηματολογήσει, πλέον, κανείς πειστικά κατά της διεξαγωγής των επερχόμενων εκλογών από τη στιγμή που αυτές έχουν δρομολογηθεί με τρόπο τέτοιο, μάλιστα, που η καθυστέρησή τους, πλέον, μάλλον επιτείνει, αντί να αμβλύνει, το πολιτικό πρόβλημα που δημιουργείται από την παράταση του βίου της σημερινής Βουλής.
Ο κατακερματισμός των κοινοβουλευτικών ομάδων των κομμάτων, στον οποίο οδήγησαν οι σκληρές αποφάσεις που κλήθηκε να λάβει το Κοινοβούλιο, προκειμένου να καταρτισθεί το νέο οικονομικό πρόγραμμα και να μειωθεί το δημόσιο χρέος με το περιβόητο «κούρεμα» των ομολόγων, είναι το ένα από τα κεντρικά ζητήματα που καθιστούν τις εκλογές αναπόφευκτες, αν όχι και επιβεβλημένες.
Από την άλλη, σε κοινωνικό επίπεδο έχουν δημιουργηθεί τόσο έντονες συνθήκες αμφισβήτησης και απονομιμοποίησης του υφιστάμενου πολιτικού προσωπικού, που επιβάλλουν την ανανέωση της λαϊκής εντολής. Ανανέωση αναγκαία, ώστε, αφενός, να υπάρξει εκτόνωση του κοινωνικού «ηφαιστείου» που έχει προκληθεί και, αφετέρου, να δοθεί η δυνατότητα στη νέα κοινοβουλευτική σύνθεση να λάβει απρόσκοπτα και σε κλίμα πολιτικής ηρεμίας τις αποφάσεις που θα επανατροχιοδρομήσουν την ελληνική οικονομία στις ράγες της ανάκαμψης.
Υπό αυτή την έννοια, η προεκλογική περίοδος που ήδη ξεκίνησε και οι κάλπες που θα στηθούν εντός των επόμενων εβδομάδων δεν μπορεί και δεν πρέπει να αποτελέσουν μόνον μια διαδικασία απλής εκτόνωσης του συσσωρευμένου θυμού που επικρατεί σε μεγάλη μερίδα των πολιτών για τις οριζόντιες περικοπές μισθών και συντάξεων, τα λουκέτα και την ανεργία, όπως επιθυμούν οι δυνάμεις του λαϊκισμού και της «ευκολίας», είτε βρέθηκαν είτε όχι σε θέσεις ευθύνης κατά την προηγούμενη περίοδο της αμεριμνησίας.
Εκείνο που κυρίως έχει ανάγκη ο τόπος σε αυτή την κρίσιμη συγκυρία είναι ο προβληματισμός, αλλά και η έκφραση της ευθύνης των πολιτών για το παρόν και το μέλλον. Χωρίς να παραγνωρίζουμε το παρελθόν –ίσα, ίσα που πρέπει να μας απασχολεί για να αποφύγουμε την επανάληψη λαθών και παραλείψεων που μας ταλανίζουν-, είναι ανάγκη να εστιάσουμε τις προσπάθειες μας στο να βελτιώσουμε το σήμερα και να οργανωθούμε για ένα καλύτερο αύριο.
Γιατί, μπορεί με την τελική έγκριση και υπογραφή της δανειακής συμφωνίας, προς το τέλος της επόμενης εβδομάδας, να «ξεφεύγουμε από την κινούμενη άμμο των τελευταίων μηνών», όπως σωστά, κατά την άποψή μου, παρατήρησε ο πρωθυπουργός Λουκάς Παπαδήμος, και να «πατάμε πια σε στέρεο έδαφος», πλην, όμως, «συνεχίζουμε να έχουμε μπροστά μας μια μεγάλη ανηφόρα».
Σε αυτή την ανηφόρα, λοιπόν, χρειαζόμαστε στιβαρή ηγεσία και αποφασιστικούς πολιτικούς που δεν προτάσσουν το κομματικό ή το προσωπικό συμφέρον τους, δεν ενδίδουν στις σειρήνες του λαϊκισμού, δεν οργανώνουν πελατειακά δίκτυα και δεν μας καλούν να εναποθέσουμε τις ελπίδες μας στις μεταφυσικές δυνάμεις και να επικαλούμαστε τον... Θεό και την Παναγία. Έχουμε ανάγκη από πολιτικούς που σέβονται το δημόσιο χρήμα, που λένε θαρρετά τις απόψεις τους, που αναλαμβάνουν ευθύνες, που παλεύουν ανυστερόβουλα για τις ιδέες τους και μας ζητούν να πιστέψουμε στις δυνάμεις μας.
Ζώντας σε μια ανοικτή δημοκρατική κοινωνία, θα έχουμε στις εκλογές που έρχονται πολλές επιλογές και σε κόμματα και σε πρόσωπα. Ας προβληματιστούμε και ας επιλέξουμε με αίσθημα ευθύνης τους καλύτερους. Εκείνους που κρίνουμε ότι θα αγωνιστούν πραγματικά για να αλλάξουν την οικονομία μας και για να κρατήσουν όρθια την κοινωνία μας.

*Ο Γρηγόρης Τζιοβάρας είναι δημοσιογράφος, περιφερειακός σύμβουλος Θεσπρωτίας στο νέο Περιφερειακό Συμβούλιο Ηπείρου. Η αρθρογραφία του (ανα)δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα: http://topikakaiatopa.blogspot.com.

Τρίτη 24 Ιανουαρίου 2012

Η ελληνοϊταλική «ούνα φάτσα, ούνα ράτσα»

«Δεν είμαι μασόνος, δεν ξέρω καν τι είναι η μασονία», δήλωσε, προ ημερών, ο Ιταλός πρωθυπουργός, Μάριο Μόντι και, όπως εξήγησε σε τηλεοπτική εκπομπή, «η φήμη αυτή άρχισε να κυκλοφορεί τελευταία, μόλις απέκτησα ευρύτερη δημοσιότητα, αλλά εγώ δεν πρόλαβα ούτε να μπω σε μηχανή αναζήτησης του διαδικτύου, για να δω τι σημαίνει η λέξη μασονία». 
Οι θεωρίες συνωμοσίας και η διαδικτυακή τερατολογία δεν είναι μόνον ιταλικό «προνόμιο». Και είναι, βέβαιο πως ο Έλληνας ομόλογός του Λουκάς Παπαδήμος, αν είχε χρόνο να κάνει μια μικρή περιήγηση στη μπλογκόσφαιρα, θα ένοιωθε σίγουρα πολύ μεγαλύτερη έκπληξη από αυτή που ένοιωσε ο Μ. Μόντι, εξαιτίας της «δαιμονολογίας» με την οποία συνοδεύεται η σύντομη πρωθυπουργική θητεία του, παλλώ δε μάλλον του προκατόχου του, Γιώργου Παπανδρέου.
Για να είμαστε δίκαιοι, όμως, πρέπει να παραδεχτούμε ότι η υπερβολή, η παραπληροφόρηση, ο «κιτρινισμός» και η ιδιοτέλεια δεν «ανθούν» μόνον πίσω από την ασφάλεια της ανωνυμίας του διαδικτύου. Απερίγραπτα είναι και πολλά από όσα γράφονται στα έντυπα μέσα ενημέρωσης ή ακούγονται από ραδιοφωνικούς ή τηλεοπτικούς και λέγονται από το επίσημα βήματα, της Βουλής συμπεριλαμβανόμενης.
Πόσοι και πόσοι, για παράδειγμα, δεν είναι εκείνοι που προσπαθούν να μας πείσουν ότι τα αναμφισβήτητα δεινά που βιώνει η ελληνική κοινωνία δεν είναι παρά ένα «στιγμιαίο ατύχημα», που μας συνέβη εξαιτίας λάθος χειρισμών της προηγούμενης κυβέρνησης του Γιώργου Παπανδρέου, η οποία άλλοτε εγκαλείται επειδή δεν διαπραγματεύτηκε επαρκώς το μνημόνιο και άλλοτε ότι καθυστέρησε να λάβει μέτρα.
Αν, όμως, τα αναμφίβολα σκληρά μέτρα που ελήφθησαν και εκείνα που πιθανόν θα ακολουθήσουν, ήταν αποτέλεσμα ελλιπούς διαπραγμάτευσης του μνημονίου, τότε γιατί κανείς από τους –πρώιμους ή και τους όψιμους- επικριτές δεν μας λέει ποιο συγκεκριμένα από τα μέτρα θα μπορούσε να αποφευχθεί; Οι γενικότητες περί αναπτυξιακής πνοής δεν συνιστούν, κατά τη γνώμη μου, σοβαρό αντίλογο, όταν η μια μετά την άλλη οι ευρωπαϊκές χώρες εισέρχονται σε φάση ύφεσης, καθώς το τραπεζικό σύστημα έχει σχεδόν παντού «κλείσει» τη στρόφιγγα της χρηματοδότησης.
Με απασχολεί το ζήτημα, καθώς –στο ίδιο δημοσίευμα που παρέθεσα στην αρχή- διαβάζω για τις αντιδράσεις που καταγράφονται στην Ιταλία απέναντι στα μέτρα που λαμβάνει η κυβέρνηση Μόντι, η οποία, ως γνωστόν, εκπροσωπεί μια χώρα που είναι η τρίτη ισχυρότερη οικονομία της ευρωζώνης, πληρώνει, μέχρι στιγμής, κανονικά τα χρέη της, έχει αποφύγει το μνημόνιο και την τρόικα και δεν έχει ανάγκη από «κούρεμα», ούτε απειλείται με άτακτη χρεοκοπία.  
Δεν θα μείνω στην υπουργό που προ καιρού έβαλε τα κλάματα επειδή εισηγήθηκε την περικοπή των συντάξεων. Θα σταθώ στη νέα δέσμη μέτρων που προωθεί αυτές τις μέρες για την απελευθέρωση επαγγελμάτων. Προβλέπεται, μεταξύ άλλων, η κατάργηση των περιορισμών στην ίδρυση νέων φαρμακείων, το ωράριο και τις εφημερίες τους, όπως και η αύξηση των αδειών για ταξί, οι ιδιοκτήτες των οποίων κήρυξαν πανιταλική απεργία και δήλωναν αποφασισμένοι να μπλοκάρουν κεντρικά σημεία των μεγαλύτερων πόλεων της χώρας. 
Να συνεχίσω; Ο ιταλικός δικηγορικός σύλλογος απορρίπτει την κατάργηση των κατώτατων αμοιβών και τα μέλη του δηλώνουν αποφασισμένα να προχωρήσουν και σε θεαματικές διαμαρτυρίες, διαδηλώνοντας έξω από τη Βουλή, την Γερουσία και τα διάφορα δικαστήρια της χώρας, ενώ θα προσπαθήσουν να συναντήσουν και τον Πάπα, για να του εκθέσουν τις απόψεις τους.
Βρήκα κι άλλη –ακόμη πιο συναρπαστική- ομοιότητα: Η κεντροδεξιά παράταξη του πρώην πρωθυπουργού, Σίλβιο Μπερλουσκόνι, μπορεί να επιχειρήσει να προωθήσει την έγκριση τροπολογιών, κατά την οριστική έγκριση του εν λόγω νομοθετήματος της κυβέρνησης Μόντι από τη Βουλή και τη Γερουσία, ιδίως σε ό,τι αφορά τους οδηγούς ταξί και τους δικηγόρους. 
Θέλετε και το ακόμη πιο ωραίο; «Θα στηρίξουμε τις μεταρρυθμίσεις», δήλωσε, πάντως, ο γραμματέας του «μπερλουσκονικού» Λαού της Ελευθερίας, Αντζελίνο Αλφάνο, ο οποίος προφανώς ακολουθεί «γραμμή» ανάλογη με εκείνη του Αντώνη Σαμαρά που φέρνει σε δύσκολη θέση τους, αλλεργικούς με τη στήριξη της κυβέρνησης Παπαδήμου, αντιμνημονιακούς της αυτοαποκαλούμενης «λαϊκής δεξιάς».
Δεν ξέρω κατά πόσο ισχύει εκείνο το γνωστό «ούνα φάτσα, ούνα ράτσα», που λέγεται για τους Έλληνες και τους Ιταλούς. Πιστεύω, όμως, πως και οι μεν και οι δε, θα μείνουμε καθηλωμένοι στην κρίση, όσο επιτρέπουμε σε κάθε είδους μικρές και μεγάλες «μαφίες» -διαδικτυακές, εκδοτικές, πολιτικές, οικονομικές, συνδικαλιστικές και άλλες- να λυμαίνονται τον τόπο και να επιβάλουν τις βουλήσεις των ιδιοτελών συμφερόντων τους.

*Ο Γρηγόρης Τζιοβάρας είναι δημοσιογράφος, περιφερειακός σύμβουλος Θεσπρωτίας στο νέο Περιφερειακό Συμβούλιο Ηπείρου. Η αρθρογραφία του (ανα)δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα: http://topikakaiatopa.blogspot.com.

Τρίτη 3 Ιανουαρίου 2012

Να αφήσουμε την αισιοδοξία ν΄ ανθίσει

 
Ιδιαίτερες, από κάθε άποψη, υπήρξαν οι φετινές «χρονιάρες» μέρες. Στα λιτά γιορτινά τραπέζια, στα μηνύματα των πολιτικών ηγεσιών, στις παρέες, ακόμη και στην ανταλλαγή των ευχών, πανταχού παρούσα ήταν η βαριά σκιά της παρατεταμένης κρίσης που ταλανίζει όλους μας, κρίση που αποτυπώνεται, κυρίως, στη γενικευμένη αβεβαιότητα που μας κατατρύχει και δεν αφήνει την αισιοδοξία να ανθίσει.
Είναι αλήθεια πως δεν ζούμε σε συνηθισμένους καιρούς. Βρισκόμαστε, αναμφίβολα, αντιμέτωποι με τη χειρότερη διεθνή και εγχώρια κρίση της μεταπολεμικής περιόδου. Ακόμη και οι παλιότερες γενιές που έζησαν πολύ πιο δύσκολες καταστάσεις από τη σημερινή, δείχνουν αμήχανες, καθώς το «αύριο» προβάλει τόσο αβέβαιο για όλους.
Η ελληνική κοινωνία δοκιμάζεται σκληρά. Τα εισοδήματα μειώνονται, η ανεργία αυξάνεται. Χιλιάδες οικογένειες βιώνουν δραματικά τις συνέπειες της κρίσης. Την ίδια ώρα –κι αυτό είναι ίσως το χειρότερο- περισσότεροι από ποτέ άλλοτε, τα τελευταία πολλά χρόνια, είναι οι Έλληνες που αγωνιούν για την προσωπική και οικογενειακή τους προοπτική.
Μέσα σε αυτή την ατμόσφαιρα, οι αφορμές για να αισιοδοξήσουμε δεν είναι πολλές. Το διεθνές σκηνικό βαραίνει από την ειδησεογραφία που θέλει παντού, τουλάχιστον στην Ευρώπη, να επιβάλλονται μέτρα δημοσιονομικής πειθαρχίας που βαθαίνουν την ύφεση: από την Ισπανία και την Πορτογαλία ως την Κύπρο, την Ιταλία, το Βέλγιο και τη Γαλλία.
Πολύ περισσότερο, όμως, είναι η κατάσταση που επικρατεί στη χώρα μας που δεν αφήνει περιθώρια για να ατενίσουμε το μέλλον με αισιοδοξία. «Μια πολύ δύσκολη χρονιά φεύγει», «μια πολύ δύσκολη χρονιά έρχεται», ανέφερε στο πρωτοχρονιάτικο μήνυμά του ο πρωθυπουργός Λουκάς Παπαδήμος, προειδοποιώντας πως «οι επόμενοι τρεις μήνες θα είναι ιδιαίτερα κρίσιμοι».
Εξήγησε ο κ. Παπαδήμος ότι οι αποφάσεις που θα ληφθούν αυτό το διάστημα «θα καθορίσουν την πορεία της Ελλάδας τις επόμενες δεκαετίες» και σωστά, κατά τη γνώμη μου, επεσήμανε πως «σήμερα αγωνιζόμαστε για να παραμείνει η πατρίδα μας στον πυρήνα της Ευρώπης, για να διασφαλίσουμε τη σταθερότητα, την ευημερία και τη δημοκρατία που κατακτήσαμε τα τελευταία 30 χρόνια».
Δεν ξέρω, ωστόσο, πόσοι από την υπόλοιπη ηγεσία της χώρας (και όχι κατ΄ ανάγκην μόνον την πολιτική), ενστερνίζονται τις δραματικές επισημάνσεις του πρωθυπουργού ότι «για να μην χάσουμε όσα κατακτήσαμε πρέπει να αλλάξουμε όλα όσα κάναμε λάθος: να εξυγιάνουμε το κράτος, να χτίσουμε την οικονομία μας σε στέρεες βάσεις, να την κάνουμε ξανά ανταγωνιστική».
Δεν είναι λίγοι, δυστυχώς, εκείνοι που θέλουν να πιστεύουν, ή προσπαθούν να μας πείσουν ότι πιστεύουν, πως αυτό που ζούμε δεν παρά ένα πρόσκαιρο κακό όνειρο, από το οποίο θα ξυπνήσουμε πολύ σύντομα και θα επιστρέψουμε εκεί που ήμασταν, στην αμεριμνησία του πρόσφατου παρελθόντος που όλα είχαν αφεθεί στην ευκολία του «αυτόματου πιλότου».
Η καθυστέρηση του ΠΑΣΟΚ να επιλύσει τα εσωτερικά του ζητήματα, που, καλώς ή κακώς, «άνοιξε» το ίδιο, η σπουδή της Νέας Δημοκρατίας να επιβάλει τις εκλογές, διαψεύδοντας στην πράξη τις διακηρύξεις ότι δεν «κοιμούνται αγκαλιά με το ημερολόγιο» και η αντίληψη σχηματισμών της παραδοσιακής Αριστεράς ότι βρισκόμαστε σε «προεπαναστατικές συνθήκες» και απομένει η «έφοδος στα θερινά ανάκτορα», ενισχύουν τις συνθήκες πολιτικής αστάθειας.
Η ατμόσφαιρα που δημιουργούν αυτές οι συνθήκες είναι ό,τι χειρότερο θα μπορούσε να συμβεί σε τούτες τις κρίσιμες περιστάσεις που έχουμε ανάγκη από ένα αρραγές εσωτερικό μέτωπο που να διαπραγματευθεί με τους εταίρους μας την, τόσο αναγκαία για την οικονομική μας επιβίωση, δανειακή σύμβαση που η υπογραφή της θα άρει ένα πολύ μεγάλο μέρος της αβεβαιότητας που μας κρατά καθηλωμένους.
Δε μου αρέσουν τα «τσιτάτα», αλλά θα κλείσω τούτο το σημείωμα με μια επιγραμματική φράση που αποδίδεται στον Ουίνστον Τσώρτσιλ. «Είμαι αισιόδοξος. Δεν φαίνεται να έχει καμιά χρησιμότητα να είμαι ο,τιδήποτε άλλο», έλεγε ο αποκαλούμενος και «πατέρας της νίκης» Βρετανός πρωθυπουργός. Και μάλλον είχε δίκιο…

*Ο Γρηγόρης Τζιοβάρας είναι δημοσιογράφος, περιφερειακός σύμβουλος Θεσπρωτίας στο νέο Περιφερειακό Συμβούλιο Ηπείρου. Η αρθρογραφία του (ανα)δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα: http://topikakaiatopa.blogspot.com.

Τρίτη 20 Δεκεμβρίου 2011

Ο ορυμαγδός των δημοσκοπήσεων και η χειραγώγηση των πολιτών

Ζούμε, αναμφίβολα, στη χώρα της υπερβολής και για πολλά από όσα συμβαίνουν στη χώρα μας, δύσκολα βρίσκει κανείς μια κάποια αντιστοιχία στο διεθνές στερέωμα.  Δεν ξέρω, για παράδειγμα, να υπάρχει άλλη χώρα στον κόσμο ολόκληρο, στην οποία να διενεργούνται τόσες πολλές δημοσκοπήσεις όσες βλέπουν το φως της δημοσιότητας στην Ελλάδα, για την υποτιθέμενη διάθεση της κοινής γνώμης έναντι της πολιτικής κατάστασης ή την επιθυμία που υποτίθεται πως έχουν οι πολίτες για τη διαμόρφωσή της.
Δεν εκπλήσσει μόνον η συχνότητα με την οποία διενεργούνται όλες αυτές οι δημοσκοπήσεις, που, αν τα δείγματα τους είναι αυτά που δηλώνονται, θα πρέπει κάθε Έλληνας να έχει ερωτηθεί αρκετές φορές, πράγμα που, από όσο ξέρω, δεν συμβαίνει, αλλά και η ποικιλία των εταιριών έρευνας, των οποίων ο αριθμός δεν συναντάται σχεδόν πουθενά αλλού και, πάντως, όχι σε χώρες με αντίστοιχο πληθυσμό.
Το ακόμη πιο παράδοξο είναι ότι, τις περισσότερες φορές, τα έντυπα ή τα άλλα μέσα ενημέρωσης που τις δημοσιοποιούν, δικαιολογούν με τα ευρήματά τους τις απόψεις που τα ίδια εκφράζουν. Βλέπεις, για παράδειγμα, την ίδια μέρα να δημοσιεύονται δύο διαφορετικές έρευνες που στο φιλοκυβερνητικό μέσο η κοινή γνώμη εμφανίζεται να επικροτεί την κυβέρνηση, η οποία, την ίδια ώρα, στον αντιπολιτευόμενο παρουσιάζεται ως έχουσα προϊούσα φθορά.
Αφορμή για τις επισημάνσεις αυτές πήρα όταν είδα την περασμένη Κυριακή έρευνα, δημοσιευμένη στην εφημερίδα «Real News», σύμφωνα με την οποία το 64% των ψηφοφόρων δεν θέλει να παραμείνει πρωθυπουργός ο Λουκάς Παπαδημος σε νέα κυβέρνηση συνεργασίας μετά τις εκλογές.
Την ίδια, όμως, μέρα σε άλλη δημοσκόπηση, που δημοσιεύεται στο «Έθνος», στο ερώτημα «ποιος είναι ο καταλληλότερος για πρωθυπουργός» μεταξύ του Λουκά Παπαδήμου και του προέδρου της ΝΔ Αντ. Σαμαρά, ο πρώτος λαμβάνει ποσοστό 54,3% και ο δεύτερος 21,7%, ενώ το ποσοστό για τον νυν πρωθυπουργό εκτινάσσεται στο 71,8% , όταν τίθεται απέναντι στον προκάτοχό του Γιώργο Παπανδρέου.
Με συγχωρείτε, αλλά δεν μπορεί να χωρέσει στην λογική μου ότι πέντε με επτά στους δέκα πολίτες θεωρούν καταλληλότερο για πρωθυπουργό τον κ. Παπαδήμο, έναντι, μάλιστα, των δύο, μέχρι στιγμής, βασικών διεκδικητών του αξιώματος, αλλά την ίδια στιγμή περισσότεροι από τους μισούς πολίτες της ίδιας χώρας να μη θέλουν να ηγηθεί ο ίδιος μιας μετεκλογικής κυβέρνησης συνεργασίας.
Πολύ περισσότερο δε, όταν, από την ίδια ακριβώς δημοσκόπηση της «Real News», υποτίθεται ότι, προκύπτει πως έξι στους δέκα πολίτες (62,6%, για την ακρίβεια) θα ήθελαν, μετά τις επόμενες βουλευτικές εκλογές, να προκύψει κυβέρνηση συνεργασίας, έναντι μόλις του 32,6% των ερωτηθέντων που υποστηρίζει αυτοδύναμη κυβέρνηση.
«Είναι θέμα διαφορετικής δειγματοληπτικής μεθοδολογίας που ακολουθεί κάθε εταιρία», είναι η σχεδόν στερεότυπη απάντηση που δίνουν οι δημοσκόποι όταν ερωτώνται για τις σημαντικές αποκλίσεις που παρουσιάζουν τα ευρήματα των ερευνών τους που διεξάγονται την ίδια χρονική περίοδο και αφορούν την πρόθεση ψήφου. Ενώ όταν πέφτουν έξω στις προβλέψεις τους έχουν έτοιμη την δικαιολογία ότι «οι δημοσκοπήσεις είναι φωτογραφία της στιγμής που έγινε η έρευνα».
Οι έρευνες της κοινής γνώμης αποτελούν, αναμφισβήτητα, χρήσιμα «εργαλεία» ώστε οι πολιτικοί αλλά και οι πολίτες να εξάγουμε συμπεράσματα για τις πραγματικές διαθέσεις της κοινωνίας, καθώς, όπως έλεγε, πολλές δεκαετίες πριν, ο διακεκριμένος οικονομολόγος, αλλά και μεγάλος πολιτικός στοχαστής, Τζον Μέιναρντ Κέινς «αν, πράγματι, η κοινή γνώμη ήταν ένα αναλλοίωτο πράγμα, θα ήταν σπατάλη χρόνου να συζητάμε τις δημόσιες υποθέσεις».  
Έχω, ωστόσο, την εντύπωση ότι πολλές φορές ο τρόπος, με τον οποίο γίνονται και, πολύ περισσότερο, ο τρόπος με τον οποίο παρουσιάζονται οι δημοσκοπήσεις στη χώρα μας, δεν αποτυπώνει τον διαπιστωμένα ευμετάβλητο χαρακτήρα της κοινής γνώμης. Αντιθέτως, δεν είναι λίγες οι φορές που βάσιμα δημιουργείται η εντύπωση πως οι έρευνες αυτές επιχειρείται να λειτουργήσουν ως μηχανισμός χειραγώγησης της κοινής γνώμης.
Το φαινόμενο δεν είναι καινούργιο, καθώς, όμως, εισήλθαμε σε προεκλογική περίοδο, ας τα έχουμε όλα αυτά κατά νου και, κυρίως, ας είμαστε ψύχραιμοι στον ορυμαγδό των δημοσκοπήσεων που είναι βέβαιο ότι θα κατακλύσουν τη δημοσιότητα του προσεχούς διαστήματος και, αρκετές εξ αυτών, δεν θα είναι διόλου «αθώες», για να μην πω τίποτε πιο βαρύ.
*Ο Γρηγόρης Τζιοβάρας είναι δημοσιογράφος, περιφερειακός σύμβουλος Θεσπρωτίας στο νέο Περιφερειακό Συμβούλιο Ηπείρου. Η αρθρογραφία του (ανα)δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα: http://topikakaiatopa.blogspot.com/.

Τρίτη 22 Νοεμβρίου 2011

Μύθοι και πραγματικότητες με αφορμή τη νέα κυβέρνηση

«Θα έπεφταν και τα τσιμέντα…», αν γινόταν γνωστό το παρασκήνιο που προηγήθηκε του σχηματισμού της νέας κυβέρνησης, έγραφε, προ ημερών, στην προσωπική του στήλη ένας από τους εκδότες που πρωταγωνίστησαν στην επιλογή  του νέου πρωθυπουργού και στην αναγκαστική στροφή που υποχρεώθηκαν να κάνουν οι αρχηγοί των δύο μεγάλων παρατάξεων, εγκαταλείποντας τους αρχικούς σχεδιασμούς να ηγηθεί του νέου σχήματος πολιτικό πρόσωπο και όχι ο τεχνοκράτης Λουκάς Παπαδήμος.
Η αμφίσημη αυτή έκφραση μπορεί να είναι ανοιχτή σε πολλές ερμηνείες, για τους γνωρίζοντες, όμως, συνιστά μια επιπλέον απόδειξη για το πόσο ευάλωτο είναι το εγχώριο πολιτικό σύστημα στα νέα δεδομένα που δημιούργησε η οικονομική κρίση, αλλά, συνάμα, και πόσο αδύναμο να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις των δύσκολων περιστάσεων που διέρχεται η χώρα και να πείσει την ελληνική κοινωνία για τις πραγματικές διαστάσεις των προβλημάτων, αλλά και τις εφικτές λύσεις που απαιτείται να δοθούν.
Στον Τύπο και στις τηλεοράσεις, πολύ περισσότερο δε στο διαδίκτυο, αλλά ακόμα και στο ίδιο το Κοινοβούλιο, διακινούνται διάφορες θεωρίες για το πώς οδηγηθήκαμε στην κυβέρνηση Παπαδήμου, με την πλειονότητά τους να διαπνέεται από ένα πνεύμα συνωμοσιολογίας, που θέλει ως αφανείς σκηνοθέτες άλλοτε τα εγχώρια οικονομικά συμφέροντα και άλλοτε κάποιες απροσδιόριστες διεθνείς δυνάμεις που βυσσοδομούν εναντίον μας.     
Αν και ήμουν από εκείνους που έχουν επιχειρηματολογήσει κατά της κυβερνητικής λύσης που δόθηκε (σε αυτή τη στήλη έχω γράψει επανειλημμένα εναντίον μιας τέτοιας προοπτικής,  όπως, π.χ., στις 17/5, υπό τον τίτλο «Μόνον η πολιτική μπορεί να δώσει λύσεις»), εν τούτοις, πιστεύω, πλέον, ότι η υποχρεωτική «συγκατοίκηση» του ετερόκλητου αυτού συνονθυλεύματος, υπήρξε μια «λυτρωτική» εξέλιξη, υπό την έννοια ότι συμβάλει στο να διαλυθούν ορισμένοι από τους μύθους που θεωρώ ότι, όπως ενδεικτικά καταγράφονται πιο κάτω, επιδρούν καθοριστικά στην αδυναμία ορθολογικής ανάλυσης της πραγματικότητας.
Μύθος πρώτος: Η κρίση προέκυψε επειδή η κυβέρνηση Παπανδρέου δεν δανείστηκε εγκαίρως, καθώς ήθελε να φέρει το ΔΝΤ. Το γεγονός και μόνον ότι η «τρόικα» καλείται επειγόντως να παράσχει συνδρομή σε σειρά ευρωπαϊκών χωρών, από την βιομηχανικά ισχυρή Ιταλία έως την μέχρι πρότινος  εμφανιζόμενη ως «εθνικά υπερήφανη» Ουγγαρία, κονιορτοποιεί κάθε τέτοιον ισχυρισμό. Εκτός αν πιστεύει κανείς ότι Ρώσοι και Κινέζοι ήταν διατεθειμένοι να δανείσουν την Ελλάδα και μόνον την Ελλάδα, αλλά επειδή εκείνη δε δέχτηκε την προσφορά, θύμωσαν και, παρά τα υψηλά επιτόκια που προσφέρονται, δεν δανείζουν κανέναν άλλο.
Μύθος δεύτερος: Το δημοψήφισμα που πρότεινε ο τέως πρωθυπουργός μείωσε την αξιοπιστία της χώρας και γι΄ αυτό ζητούν έγγραφες δεσμεύσεις για να πάρουμε την έκτη δόση. Όταν ο Γιώργος Παπανδρέου καλούσε τον αρχηγό της ΝΔ να πάνε μαζί στις Βρυξέλλες στις 26 Οκτωβρίου, ο Αντώνης Σαμαράς απαντούσε ότι δε μπορούσε «να συναινέσει στο λάθος», τώρα, όμως, που ζητείται η δική του συνυπογραφή (όπως, άλλωστε, έχει ήδη γίνει με ομολόγους του σε Πορτογαλία και Ιρλανδία), θεωρεί μείζονα στόχο της παρούσας κυβέρνησης την εκταμίευση της δόσης και την έγκριση των αποφάσεων της συνόδου Κορυφής.    
Μύθος τρίτος: Ο Παπαδήμος είναι ο άνθρωπος των τραπεζών που τον επέβαλαν για να σωθούν.  Ο σημερινός πρωθυπουργός –καλώς ή κακώς- εργάστηκε μόνο στον δημόσιο τομέα και από τις θέσεις που κατείχε συνήθως είχε ελεγκτικό ρόλο έναντι του ιδιωτικών τραπεζών. Επεσήμανε, βεβαίως, πρόσφατα κινδύνους για τις τράπεζες εξαιτίας του αυξημένου «κουρέματος», αλλά, ούτως ή άλλως, τον τρόπο με τον οποίο θα γίνει η επανακεφαλαιοποίησή τους –δηλαδή, αν θα έχουν προνομιούχες ή κοινές μετοχές, που θα έχουν επίπτωση στο ιδιοκτησιακό τους καθεστώς- ο βαρύνων λόγος ανήκει στο Κοινοβούλιο.  
Μύθος τέταρτος: Η Ευρώπη θα μας σώσει ούτως ή άλλως, για να αποφύγει τη μετάδοση της κρίσης σε όλη την ευρωζώνη. Η κρίση στην ευρωζώνη, δυστυχώς, επεκτείνεται και αυτό δεν είναι καλό, καθώς το «γενναιόδωρο» ευρωπαϊκό πακέτο που φτιάχτηκε ειδικά για μας, που είχαμε τα μεγαλύτερα προβλήματα, θα αποδειχθεί ανεπαρκές για τα συνολικότερα προβλήματα που αναδύονται, οπότε είναι πιθανό δεδομένα του σήμερα να αποτελέσουν σοβαρά ενδεχόμενα του κοντινού αύριο.   
Μύθος πέμπτος: Η έκδοση του ευρωομολόγου θα αντιμετωπίσει τις αδηφάγες αγορές και, ως «πανάκεια», θα μας απαλλάξει , μεταξύ άλλων, από τα άδικα «χαράτσια». Πλανώνται πλάνην οικτρά όσοι πιστεύουν ότι μια χώρα που μέχρι πρότινος δεν ήξερε πόσους μισθοδοτούσε το δημόσιο και ακόμη δεν έχει μάθει πόσες χιλιάδες «μαϊμού» συντάξεις χορηγούν τα ασφαλιστικά της ταμεία, μπορεί να επιβάλει, έστω και με τη συνηγορία άλλων υπερδανεισμένων χωρών, την απαίτηση να δανείζεται με «γερμανικά» επιτόκια, συνεχίζοντας το σπορ της φοροδιαφυγής.  
Μύθος έκτος: Θέλουν να μας βγάλουν από το ευρώ (ή να μας κρατήσουν, γιατί εδώ οι συνωμοσιολόγοι αντιφάσκουν) με στόχο να μας πάρουν φθηνά την κρατική περιουσία. Αν ως χώρα ενστερνιστούμε το επιχείρημα που προβάλλουν τελευταία ορισμένοι «επώνυμοι» φοροφυγάδες, οι οποίοι θέλουν να διατηρήσουν τις πολυτελείς τους κατοικίες –ακόμη και στο Μαϊάμι-, αλλά να μην πληρώνουν τον ΦΠΑ που ενθυλάκωσαν, νομίζω ότι δεν θα μας λυπηθεί κανείς στο εξωτερικό.
Θα μπορούσα να συνεχίσω, παραθέτοντας πολλούς ακόμη «μύθους» αυτού τους είδους, αλλά νομίζω ότι είναι καλύτερα να αφήσουμε την ίδια την πραγματικότητα να ολοκληρώσει το «απομυθοποιητικό» της έργο, έστω και αν αυτό θα έχει τίμημα που θα κληθούμε, δυστυχώς, να το πληρώσουμε όλοι μαζί.

*Ο Γρηγόρης Τζιοβάρας είναι δημοσιογράφος, περιφερειακός σύμβουλος Θεσπρωτίας στο νέο Περιφερειακό Συμβούλιο Ηπείρου. Η αρθρογραφία του (ανα)δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα: http://topikakaiatopa.blogspot.com/.