Συνολικές προβολές σελίδας

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Παπαδημούλης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Παπαδημούλης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 21 Ιανουαρίου 2022

Ας μη μας κουνούν το δάκτυλο…

Την περασμένη Τρίτη έγιναν εκλογές για την ανάδειξη αντιπροέδρων στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Μεταξύ των (επαν)εκλεγέντων ήταν και δύο Έλληνες ευρωβουλευτές: η Εύα Καϊλή από το Κίνημα Αλλαγής και ο Δημήτρης Παπαδημούλης από τον ΣΥΡΙΖΑ.

Ο τρόπος με τον οποίο υποδέχτηκαν τα μέσα ενημέρωσης ήταν εντελώς διαφορετικός. Η πλειονότητα των μέσων -στην Ελλάδα και διεθνώς- στάθηκε στην εκλογή από τον πρώτο γύρο της Εύας Καϊλή και έγραψε ότι ο επικεφαλής της ευρωομάδας του ΣΥΡΙΖΑ εξελέγη δέκατος τρίτος και σχεδόν… καταϊδρωμένος, αφού χρειάστηκε να γίνουν τρεις κατά σειράν ψηφοφορίες μέχρις ότου καταφέρει να λάβει την απαιτούμενη πλειοψηφία.

«Αντιπρόεδρος με το 75% των ψήφων της Ευρωβουλής», πανηγύριζαν το ίδιο βράδυ και την επόμενη μέρα τα προσκείμενα στην αξιωματική αντιπολίτευση μέσα τα οποία κάτω από την φωτογραφία του κ. αντιπροέδρου προσέθεταν: «Μεγάλη προσωπική επιτυχία». Εννοείται του κ. Παπαδημούλη. Μέσα στο κείμενο εύρισκε κανείς πιο κάτω, κάτι ως ειρήσθω εν παρόδω, ότι είχε εκλεγεί και η Καϊλή χωρίς να δίνονται διευκρινίσεις για το σε ποιον γύρο συνέβη αυτό και ούτε αν η σειρά κατάταξης της ήταν ή όχι επιτυχία της. 

Δεν είναι η πρώτη φορά που τα μέσα ενημέρωσης αντιμετωπίζουν διαφορετικά το ίδιο γεγονός. Και εξίσου βέβαιον είναι ότι δεν θα είναι και η τελευταία. Είτε πρόκειται για κάτι τόσο ανούσιο, όπως το προκείμενο με την οριακή εκλογή του κ. Παπαδημούλη, είτε για πολύ σοβαρότερα ζητήματα. Τα μέσα ενημέρωσης, έντυπα και ηλεκτρονικά, «βλέπουν» με τον δικό τους τρόπο τα γεγονότα. Όπως άλλωστε συμβαίνει και με τους πολίτες – αναγνώστες, τηλεθεατές και ακροατές- που τα παρακολουθούν και τα προτιμούν ή δεν τα προτιμούν.

Υπό αυτή την έννοια, το ποιες ειδήσεις μεταδίδει ένα μέσο ενημέρωσης και ο τρόπος με τον οποίο τις αξιολογεί και τις μεταδίδει είναι θέμα που σχετίζεται άμεσα με την αναγνωσιμότητα, την ακροαματικότητα και τη θεαματικότητα που έχει. Αν διαστρεβλώνει τα γεγονότα ή τα παρουσιάζει με τους παραμορφωτικούς της κομματικής ή όποιας άλλης προπαγάνδας, το μόνο σίγουρο αποτέλεσμα που θα έχει είναι να το εγκαταλείψει το κοινό του. Το έργο το έχουμε δει πάμπολλες φορές στο παρελθόν και θα το δούμε και στο μέλλον.

Οι αυταπόδεικτες αυτές αλήθειες, οι οποίες ισχύουν σε ολόκληρη την υφήλιο από τη ημέρα που η μετάδοση των πληροφοριών έπαψε να γίνεται από στόμα σε στόμα και μετατράπηκε σε επαγγελματική υπόθεση, αμφισβητούνται εντόνως την τελευταία δεκαετία στη χώρα μας από ένα συγκεκριμένο «σύστημα» το οποίο δεν μπορεί να ανεχθεί τη διαφορετική άποψη ή να συμβιβαστεί με την ιδέα ότι μπορεί κάποιος να σκέπτεται αλλιώς χωρίς κάτι τέτοιο να αποτελεί προϊόν διαστρεβλωτικής ιδιοτέλειας. Επειδή ενδεχομένως όσοι σκέπτονται έτσι κρίνουν εξ ιδίων τα αλλότρια ή έχουν ως πρότυπο την ομοιομορφία που επιβάλουν αυταρχικά καθεστώτα. 

Στα χρόνια της διακυβέρνησης από τον ΣΥΡΙΖΑ όποιο μέσο ενημέρωσης ή μεμονωμένος δημοσιογράφος διανοούνταν να ασκήσει κριτική, την επόμενη στιγμή καθίστατο στόχος με ανοίκειους χαρακτηρισμούς που εκτοξεύονταν εναντίον του. Αποκορύφωμα της απόπειρας ποδηγέτησης ήταν ο νόμος για τις τηλεοπτικές άδειες, όπως και η Εξεταστική Επιτροπή για τα οικονομικά των μέσων ενημέρωσης στην οποία οι κλήσεις για κατάθεση έγιναν με επιλεκτικά κριτήρια και προφανή στόχο να εκτεθούν όσοι καλούνταν προς εξέταση.

Οι εξαιρέσεις που έγιναν ήταν κραυγαλέες, με πιο χαρακτηριστικό ίσως παράδειγμα τον γνωστό εκδότη που, όπως αποκαλύπτεται τώρα, άφησε πίσω του μια αμύθητης αξίας περιουσία που δεν μπορεί να δικαιολογηθεί από την εμφανή επαγγελματική του δραστηριότητα. Παρότι υπήρξαν πολλές αφορμές (λίστα Lagarde, Panama Papers, διαφημιστική δαπάνη των προηγούμενων χρόνων κ.ά.) που μπορούσαν να κάνουν τις ελεγκτικές αρχές να ασχοληθούν μαζί του, έμεινε μέχρι τέλους στο απυρόβλητο ίσως γιατί ως κήνσορας της επιστροφής στη δραχμή δεν αποτελούσε σοβαρή απειλή για την ΣΥΡΙΖΑϊκή εξουσία. 

Η πραγματική επιδίωξη, άλλωστε, ήταν άλλη. Έπρεπε πάση θυσία να ενοχοποιηθούν και να αφανιστούν όλοι όσοι πήγαιναν κόντρα στο κυρίαρχο αφήγημα εκείνης της περιόδου. Και προκειμένου να επιτευχθεί ο στόχος, όλα τα μέσα ήταν επιτρεπτά. Με ψευδομάρτυρες, όπως οι δήθεν «προστατευόμενοι» στην υπόθεση Novartis, που οι καταθέσεις τους έβλεπαν το φως της δημοσιότητας σε φίλια μέσα πριν καν δοθούν, και με κάθε είδους απίθανες κατασκευές, όπως οι διαβόητες κρύπτες με τα στοιχεία πίσω από τις γυψοσανίδες του ΚΕΕΛΠΝΟ, δεν δίστασαν να επιστρατεύσουν μεθόδους που παρέπεμπαν ευθέως σε πολιτικό υπόκοσμο. 

Το αδιαμφισβήτητο φιάσκο στο οποίο οδηγήθηκαν η μια μετά την άλλη οι υποτιθέμενες «καθαρτήριες» απόπειρες της περιόδου 2015-2019, ωστόσο, δεν φαίνεται να συνέτισαν τους εμπνευστές του διαχωρισμού των ΜΜΕ σε αρεστά και μη. 

Αντί μετά τις εκλογές να αλλάξουν ρότα και να δουν πόσο τους κόστισε ο φαντασιακός κόσμος στον οποίο ζούσαν όταν ήταν «στα πράγματα», συνεχίζουν ακάθεκτοι την ίδια κοντόφθαλμη στρατηγική. 

Η εμφανής δημοσκοπική τους κακοδαιμονία εξακολουθεί να αποδίδεται στον (…αργυρώνητο) ρόλο των μέσων ενημέρωσης. Έτσι κάθε φορά που τα τελευταία επισημαίνουν τις άβολες αλήθειες οι οποίες ανακύπτουν από την τρέχουσα επικαιρότητα, επικρίνονται ως «πετσωμένα». Μια τουλάχιστον αστεία επίκριση αν λάβει κανείς υπόψη του τα πραγματικά μεγέθη της περιλάλητης «λίστας Πέτσα» με την οποία υποτίθεται ότι η σημερινή κυβέρνηση καταφέρνει να ελέγξει το τοπίο της ενημέρωσης. 

Το γεγονός ότι τα μέσα που υιοθετούν τις δικές τους προσεγγίσεις βολοδέρνουν, επειδή δεν βρίσκουν ακροατήριο, ούτε που τους απασχολεί. Αμετανόητοι, συνεχίζουν να κουνούν απειλητικά το δάχτυλο, παρόλο που τους παίρνουν όλο και λιγότεροι στα σοβαρά…

Σάββατο 20 Ιουνίου 2020

«Δεν έμαθαν τίποτε, δεν ξέχασαν τίποτε», παραμένουν… ΣΥΡΙΖΑίοι


Κακώς εκπλήσσονται, όσοι εκπλήσσονται, από το σποτ του ΣΥΡΙΖΑ στο οποίο γίνεται λόγος για «αγορασμένες ειδήσεις» και εμφανίζονται συλλήβδην οι δημοσιογράφοι να… κυνηγούν το χρήμα που τους μοιράζει η κυβέρνηση.
Ο λόγος για τον οποίο δεν πρέπει να εκπλήσσεται κανείς είναι διότι στο συγκεκριμένο σποτ αποτυπώνεται ανάγλυφα όλη η αντιδημοκρατική νοοτροπία της ηγετικής ομάδας της αξιωματικής αντιπολίτευσης, όπως τη βιώσαμε την περίοδο διακυβέρνησης από τους διαβόητους ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ.
Τι να θυμηθεί και τι να ξεχάσει κανείς; Την εχθροπάθεια και τη μισαλλοδοξία με την οποία αντιμετωπίζονταν όσοι δημοσιογράφοι δεν έδιναν «γη και ύδωρ» στην εξουσία τους; Τα non paper του Μεγάρου Μαξίμου με τα οποία στοχοποιούνταν προσωπικά όσοι υπέγραφαν ρεπορτάζ που δεν ήταν της αρεσκείας των ενοίκων του πρωθυπουργικού γραφείου; Τον αποκλεισμό των μη αρεστών μέσων από το δικαίωμα υποβολής ερώτησης στο πλαίσιο της ΔΕΘ;
Θα μπορούσε να συνεχίσει κανείς θυμίζοντας την Εξεταστική για τα δάνεια των ΜΜΕ, στην οποία κλήθηκαν επιλεκτικά πρόσωπα μόνον και μόνον για να εκτεθούν στα μάτια της κοινής γνώμης, την απόπειρα οικονομικού στραγγαλισμού στα μέσα που προασπίζονταν την ανεξαρτησία τους, το διαβόητο πόρισμα του Ινστιτούτου για τον αριθμό των καναλιών που χωρούν τάχατες στο φάσμα των συχνοτήτων ή τον απροκάλυπτο  εξοβελισμό από τις τηλεοπτικές οθόνες καναλιών που χαλούσαν το αφήγημα ότι «αφού πήραμε την κυβέρνηση, πρέπει να πάρουμε και την εξουσία».
Ο κατάλογος είναι μακρύς, αλλά και οι περιπτώσεις αυτές που μαρτυρούν τη μανία με την οποία επιχειρούσαν να ελέγξουν την ενημέρωση είναι απλώς ενδεικτικές και αφορούν περιστατικά που είναι παγκοίνως γνωστά. Τα πράγματα ήταν ακόμη χειρότερα με τους υπόγειους εκβιασμούς και τις παρασκηνιακές ίντριγκες μέσω των οποίων εξέφραζαν τη δυσανεξία τους στην κριτική που τους ασκείτο ή επιχειρούσαν να επιβάλουν τη μονολιθικότητα στην προσέγγιση της ειδησεογραφίας, εξουθενώνοντας κάθε αντίθετη άποψη. Όποιος δεν ακολουθούσε τη γραμμή που χάραζαν τα non paper των προπαγανδιστικών μηχανισμών που είχαν εγκατασταθεί στα υπόγεια του πρωθυπουργικού γραφείου ήταν «πράκτορας του εχθρού».   
Έχοντας, πλέον, μετακομίσει στην Κουμουνδούρου, οι ίδιοι αυτοί προπαγανδιστικοί μηχανισμοί συνεχίζουν να κάνουν το μόνο που ξέρουν να κάνουν: να μοιράζουν τη γραμμή που έρχεται από πάνω και να προσπαθούν να την επιβάλλουν σε όλα τα μέσα και με όλες τις μεθόδους. Όσοι συμμορφώνονται με τις υποδείξεις δεν έχουν πρόβλημα. Όσοι δεν εννοούν να γίνουν… συνεργάσιμοι, υφίστανται τις συνέπειες, κυρίως μέσω της συκοφάντησης, αφού δεν έχουν πια στη διάθεσή τους άλλα μέσα αθέμιτου ελέγχου.
Είναι άκρως χαρακτηριστικό το πρόσφατο παράδειγμα με την περιβόητη «Παπαδημούπολη» που έφερε στο φως το «Θέμα», αποκαλύπτοντας με στοιχεία ότι ο ευρωβουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ Δημήτρης Παπαδημούλης αγόρασε μέσα σε δύο χρόνια 15 ακίνητα σε υποβαθμισμένες συνοικίες της Αθήνας προκειμένου να τα νοικιάσει, μέσω ΜΚΟ, σε μετανάστες και πρόσφυγες. Μη μπορώντας να αντιδράσει αλλιώς, ο ίδιος ο κ. Παπαδημούλης ξιφούλκησε κατά της Νέας Δημοκρατίας, επιχειρώντας να πείσει ότι το κυβερνών κόμμα ήταν πίσω από το δημοσίευμα που είχε τις υπογραφές τριών επαγγελματιών δημοσιογράφων.
Αλλά και η ηγεσία της Κουμουνδούρου, δεν πήγε πίσω. Μπορεί να χρειάστηκε χρόνο για να αποδοκιμάσει την επιχειρηματική δραστηριότητα του στελέχους του, αλλά και πάλι δεν μπόρεσε να μην καταφύγει στην προσφιλή τακτική της κατασκευής εχθρού. Μαθαίνουμε από τις επίσημες διαρροές ότι ο ίδιος ο Αλέξης Τσίπρας, αφού θεώρησε το «θέμα λήξαν», επειδή ο Δ. Παπαδημούλης δήλωσε ότι θα διαθέσει σε… αγαθοεργίες τα καθαρά κέρδη από τις ενοικιάσεις σε ΜΚΟ και μετανάστες, συμπλήρωσε:
«Από εδώ και στο εξής, οποιαδήποτε αναπαραγωγή του θέματος συνιστά μονάχα αντιπερισπασμό της ΝΔ στην προσπάθειά της να κρύψει και να συμψηφίσει τα πραγματικά οικονομικά σκάνδαλα εκατοντάδων εκατομμυρίων που βλέπουν καθημερινά το φως της δημοσιότητας. Και αυτό δεν πρέπει να το επιτρέψουμε». Ήρθε, δηλαδή, ο αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ να επαναλάβει με πέντε ημέρες καθυστέρηση τις δικαιολογίες και τις αιριάσεις του κ. Παπαδημούλη για «δάκτυλο της ΝΔ».
Ε, αυτή ακριβώς τη νοοτροπία αποπνέει και το σποτ με το οποίο ο ΣΥΡΙΖΑ προσπαθεί να χλευάσει την καμπάνια για το «Μένουμε σπίτι». Αναζητώντας άλλοθι για τη συνεχή δημοκοπική υποχώρηση που υφίστανται κατά τον ένα χρόνο που βρίσκονται στην αντιπολίτευση, στοχοποιούν τους εργαζόμενους στην ενημέρωση. Επειδή αυτό είναι το μόνο που ξέρουν να κάνουν.
Στην περίπτωσή τους ισχύει ο αφορισμός του Ταλεϋράνδου μετά την παλινόρθωση των Βουρβόνων ότι «δεν έμαθαν τίποτε, δεν ξέχασαν τίποτε». Κατά τον ίδιο τρόπο, η ΣΥΡΙΖΑϊκή ηγεσία, όσες στροφές προς το Κέντρο και αν ανακοινώνει, όσα προσωνύμια και αν προσθέτει στον τίτλο τους –όπως το βαρύγδουπο «Προοδευτική Συμμαχία»- παραμένει ίδια και απαράλλακτη. Με την ίδια αντιδημοκρατική νοοτροπία που της επέτρεπε να συνεργάζεται με την Ακροδεξιά και να στήνουν από κοινού σκευωρίες κατά των πολιτικών τους αντιπάλων και όποιον αντιτίθετο στην εξουσία τους. 
Υ.Γ.: Και για όποιον έχει απορία γιατί στοχοποιούνται οι δημοσιογράφοι και όχι οι ιδιοκτήτες των μέσων -που στο τέλος τέλος είναι εκείνοι που εισέπραξαν τα χρήματα από την καμπάνια του «Μένουμε στο Σπίτι»- η απάντηση ίσως βρίσκεται στην γνωστή ιστορία με τη «γάτα των Ιμαλαίων». Ο μεγάλος αρχηγός συναντάται κρυφά με τους ιδιοκτήτες των μέσων και αν «τα βρουν» έχει καλώς. Αν όχι, τότε υπάρχει η στοχοποίηση και η απειλή του λουκέτου, αναλόγως με το σε πόσο δύσκολη θέση είναι ο «αντίπαλος».

Πέμπτη 21 Μαΐου 2020

Άμα είσαι δημιούργημα του κομματικού σωλήνα…


«Κουτσομπολιά» είναι σύμφωνα με τον ευρωβουλευτή του Κινήματος Αλλαγής Νίκο Ανδρουλάκη οι πρόσφατες αποκαλύψεις ότι ο ευρωβουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ και αντιπρόεδρος του Ευρωκοινοβουλίου Δημήτρης Παπαδημούλης αγόρασε οκτώ ακίνητα σε έναν χρόνο και τα μίσθωσε σε ΜΚΟ για να… εκπληρώσει την προτροπή των πολιτικών του αντιπάλων που έλεγαν «πάρτε τους μετανάστες στα σπίτια σας…».
Με μια ανεξήγητη αμηχανία, ο 41χρονος σοσιαλδημοκράτης πολιτικός, όταν ρωτήθηκε στον «Θέμα FM» από τον Γιάννη Πρετεντέρη για το ζήτημα που ανέκυψε με το «πόθεν έσχες» του κ. Παπαδημούλη, προτίμησε να «καταπιεί αμάσητη» την ακραία υποκρισία του συναδέλφου του στα ευρωβουλευτικά έδρανα και να καταφύγει σε «ξύλινες» φραστικές κοινοτυπίες που θύμιζαν τα μοντέλα των καλλιστείων που, ό,τι και αν τους ρωτήσουν οι κριτές, απαντούν για το πόσο λαχταρούν την… παγκόσμια ειρήνη.
Θαυμάστε την «επιχειρηματολογία» με την οποία επιχείρησε να εξηγήσει τον χαρακτηρισμό «κουτσομπολιά» που εξ αρχής εκστόμισε: «Όλα τα υπόλοιπα είναι θέματα καθαρά επικοινωνιακά. Γι΄ αυτό πρέπει να πάμε σε μία ουσιώδη διαδικασία του πόθεν έσχες και όχι αυτό που συμβαίνει μία πασαρέλα ειδήσεων, που πολλές φορές είναι και άνευ αντικρίσματος», είπε.
Δεν έμεινε, όμως, εκεί, αλλά με την με την ίδια διάθεση κενής τιποτολογίας, συνέχισε ακάθεκτος: «Και πρέπει η Βουλή να κάνει μία ειδική μέριμνα για αυτό, διότι αραχνιάζουν τα πόθεν έσχες σε διάφορα υπόγεια, χωρίς να έχουν έναν πραγματικό έλεγχο που αυτό πρέπει να γνωρίζει ο απλός πολίτης, εάν ο πλούτος που έχει κάθε πολιτικός είναι από νόμιμες δραστηριότητες ή υπάρχουν δραστηριότητες οι οποίες πλήττουν το δημόσιο συμφέρον».
Είναι ειλικρινά πολύ λυπηρό να ακούει κανείς έναν φέρελπι πολιτικό, ο οποίος μάλιστα υποτίθεται ότι επιδιώκει να διαδραματίσει κεντρικό πολιτικό ρόλο, όπως έδειξε η απόπειρά του να διεκδικήσει την ηγεσία της παράταξης του, να μην είναι σε θέση να αρθρώσει πολιτικό λόγο που να είναι ουσιαστικός και να γίνεται καταληπτός από εκείνους στους οποίους απευθύνεται.
Τι είναι, αλήθεια, εκείνο που κάνει τον κ. Ανδρουλάκη να υποστηρίζει ότι φταίνε τα (ανύπαρκτα) αραχνιασμένα υπόγεια της Βουλής για το γεγονός ότι ένας υπέρμαχος της παραμονής στην Ελλάδα όλων των μεταναστών που φτάνουν στη χώρα σπεύδει να αγοράσει ακίνητα για να μισθώσει προκειμένου να αυξήσει το ήδη μεγάλο οικογενειακό του εισόδημα;
Πόσο δύσκολο είναι, άραγε, να αντιληφθεί την οφθαλμοφανή σύγκρουση συμφερόντων, που προκύπτει ακόμα και από τα… ανέλεγκτα πόθεν έσχες του κ. Παπαδημούλη, όταν ένας Ευρωπαίος αξιωματούχος καρπώνεται χρήματα από ευρωπαϊκούς πόρους για τους οποίους πιέζει; Ακόμη και αν δεν διαπιστώνει κάτι μη νόμιμο σε όλα αυτά, από ηθικής πλευράς είναι όλα εντάξει;
Μια εξήγηση για το γεγονός ότι τέτοια ερωτήματα δεν απασχολούν τον κ. Ανδρουλάκη, ίσως βρίσκεται στο βιογραφικό. Εκεί διαπιστώνει κανείς ότι «εξ απαλών ονύχων» και ήτοι από το 2001, οπότε «εξελέγη για πρώτη φορά μέλος του Κεντρικού Συμβουλίου της Νεολαίας ΠΑΣΟΚ», ο γεννημένος το 1979 πολιτικός μηχανικός από το Ηράκλειο Κρήτης έχει μακρά θητεία στα κομματικά αξιώματα του κόμματός του.
Είναι, με άλλα λόγια, παραδοσιακό «γέννημα του κομματικού σωλήνα» και δημιούργημα των κλειστών κομματικών μηχανισμών που –κακά τα ψέματα- για να γίνεις ο εκλεκτός τους χρειάζεται να ελίσσεσαι και απαιτείται να αποφεύγεις τις μετωπικές συγκρούσεις. Με προίκα, άλλωστε, αυτές τις ιδιότητες, ο κ. Ανδρουλάκης εξελέγη δύο φορές ευρωβουλευτής χάρις στο δίκτυο των «δικών του ανθρώπων» που διέθετε σε όλη τη χώρα.
Αντιθέτως, όταν χρειάστηκε να απευθυνθεί στην κοινωνία για να ηγηθεί της παράταξης του, απεδείχθη άτολμος και έχασε καθαρά από την Φώφη Γεννηματά, αναβάλλοντας για κάποια στιγμή στο μέλλον τη ρεβάνς που σχεδιάζει να πάρει, αλλά πιστεύει ότι θα του δοθεί στο… πιάτο επειδή ο μηχανισμός, του οποίου ηγείται, θα είναι εκεί και θα δουλεύει για να βολεύεται εκείνος στις Βρυξέλλες.
Ως τότε θα ακολουθεί το κύμα, δεν θα σπάει κανένα αυγό, θα αναμασά αφόρητες πολιτικάντικες κοινοτυπίες, θα είναι αλληλέγγυος με όλα τα δημιουργήματα του κομματικού σωλήνα και δεν αποκλείεται να πιστεύει ότι μπορεί μεγαλώνοντας να γίνει… Παπαδημούλης, ο οποίος στην ηλικία του είχε ένα χωράφι και τώρα μετρά 28 ακίνητα.
Πως το έλεγε ο Βάρναλης; «Aχ, πού ΄σαι, νιότη, πού ΄δειχνες, πως θα γινόμουν άλλος!». Δεν είναι αποκαρδιωτικό να το αναρωτιούνται για κάποιον πριν καν… γεράσει;

Πέμπτη 19 Σεπτεμβρίου 2019

Αν δεν καταργηθεί ο νόμος περί ευθύνης υπουργών…



Δεν ξέρω αν έχει να κάνει με τα χαρακτηριστικά της… φυλής μας, όπως διατείνονται ορισμένοι, αλλά είναι βέβαιο ότι ως Έλληνες έχουμε μια μάλλον μοναδική ιδιότητα: αρεσκόμεθα στην επικράτηση του διχαστικού πνεύματος. Και αρεσκόμεθα τόσο πολύ που συχνά ψάχνουμε να βρούμε αφορμές για να συγκρουστούμε ακόμη και εκεί που δεν υπάρχει λόγος για να συμβεί αυτό.
Στον δημόσιο λόγο, αλλά και στην καθημερινότητα, επικρατεί μια διαρκής «εμφυλιοπολεμική» ατμόσφαιρα που επιτάσσει στον καθένα μας να διαλέξει στρατόπεδο επί παντός του επιστητού: από τα πιο μικρά ζητήματα έως τα πιο μεγάλα. Άμα, για παράδειγμα, είσαι με τον Παναθηναϊκό, πρέπει να… επιθυμείς την καταστροφή του Ολυμπιακού. Ενώ, αν υποστηρίζεις τον ΠΑΟΚ, είναι επιβεβλημένο να… μισείς τον συμπολίτη Άρη. Και τούμπαλιν, εννοείται.
Θα ήταν, ενδεχομένως, μικρό το κακό αν η νοοτροπία αυτή ήταν εμπεδωμένη μόνον στις οπαδικές αντιθέσεις. Το δυστύχημα είναι ότι επεκτείνεται σε όλους τους τομείς της δημόσιας ζωής. Γι΄  αυτό και δεν σου… επιτρέπεται να μην πάρεις θέση στα καθημερινά διλήμματα που τίθενται στη λογική του δόγματος «όστις μη μεθ΄ ημών, καθ΄ ημών εστί». Με άλλα λόγια, «όποιος δεν συμφωνεί μαζί μας, είναι εχθρός μας».
Αν τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης αποτελούν τον καθρέπτη της σύγχρονης κοινωνίας, όποιος τα περιδιαβάζει, δεν συναντά παρά διαρκείς εστίες έντασης, αντιπαράθεσης, εχθροπάθειας και μισσαλοδοξίας. Είσαι «ΣΥΡΙΖΑ» ή «αντι-ΣΥΡΙΖΑ»; Είσαι «αντι-δεξιός» ή «δεξιός»; Το να μην είσαι τίποτε «αντί-», δεν αποτελεί παραδεκτή εναλλακτική στάση.
Έτσι, εφόσον δεν συμμερίζεσαι και δεν συμμετέχεις στο διαδικτυακό λιντσάρισμα της νεαράς Ελένης Αντωνιάδου η οποία – μάλλον καθ΄ υπερβολήν- προέβαλε επιστημονικά προσόντα που δεν είχε, τότε καθίστασαι… ύποπτος για στήριξη στην υπουργό Παιδείας Νίκη Κεραμέως, η οποία υπέπεσε στο έγκλημα καθοσιώσεως να απονείμει βραβείο χωρίς να βάλει τις αρχές ασφαλείας της χώρας να κάνουν προηγουμένως ενδελεχή έρευνα.
Από την άλλη, μόλις αποπειράσαι να διατυπώσεις ένα ψήγμα κριτικής για τις -προσώρας λίγες, είναι η αλήθεια- αστοχίες της κυβερνητικής πολιτικής, στο άψε σβήσε ένας ολόκληρος στρατός από –πληρωμένα ή όχι, μικρή σημασία- τρολ συντονίζεται για να σου εκτοξεύσει επίθεση. Και επειδή δεν έχει αντεπιχείρημα, αρκείται να του καταμαρτυρήσει ότι βιάστηκες να «φορέσεις ροζ γυαλιά». Το δικαίωμα να έχεις άλλη άποψη για τα πράγματα ή τα πρόσωπα δεν είναι επιτρεπτό.
Από αυτό το τοξικό κλίμα, βεβαίως, δεν θα μπορούσε να ξεφύγει και το μείζον ζήτημα που είναι αυτές τις μέρες στην πρώτη γραμμή της επικαιρότητας: η διαβόητη υπόθεση Novartis. Μια υπόθεση η οποία, για όποιον δεν φορά κομματικές παρωπίδες, ήταν από την πρώτη στιγμή οφθαλμοφανές ότι επρόκειτο για μια τόσο κακοστημένη σκευωρία που ήταν ζήτημα χρόνου να καταρρεύσει.
Τα πρόσωπα, άλλωστε, που πρωταγωνιστούσαν στην ενορχήστρωση, η επιλεκτική επιλογή των πολιτικών που μπήκαν στο στόχαστρο και οι γελοίες καταθέσεις των κουκουλοφόρων που εστάλησαν στη Βουλή, δεν άφηναν καμία αμφιβολία ότι η κατάληξη δεν μπορούσε να είναι άλλη από το φιάσκο.
Παρόλο, όμως, που τώρα όλα αυτά αποκαλύπτονται μπροστά στα μάτια μας, όλοι εκείνοι που -ακόμη και… καλόπιστα- είχαν υιοθετήσει ή είχαν «επενδύσει» σε φαντασιώσεις ότι θα μπορούσαν να παγαίνουν χρήματα με τροχήλατες βαλίτσες στο πρωθυπουργικό γραφείο, αρνούνται να αποδεχθούν την πραγματικότητα.
Ενδεικτικά και μόνον παραθέτω το ακόλουθο tweet του αντιπροέδρου του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου Δημήτρη Παπαδημούλη: «Η Ελλάδα ξόδευε για φάρμακα 4 δις € ετησίως παραπάνω από Βέλγιο και Πορτογαλία. Οι Κυβερνήσεις αποφάσιζαν τις τιμές-οδηγό για όλη την Ευρώπη. Η Novartis είχε προνομιακή μεταχείριση. Στελέχη της και γιατροί διώκονται. Αλλά για ΝΔ-ΠΑΣΟΚ είναι μία σκευωρία του Τσίπρα και όχι σκάνδαλο!».
Η εκδοχή να είναι σκάνδαλο με πρωταγωνιστές γιατρούς και στελέχη της φαρμακοβιομηχανίας, αλλά, ταυτοχρόνως, και σκευωρία, αν όχι του Τσίπρα, τουλάχιστον του επονομαζόμενου «Ρασπούτιν», ούτε που περνάει από το μυαλό του κ. Παπαδημούλη. Όπως, προφανώς, δεν περνάει από το μυαλό του και το εξής προφανές ερώτημα: γιατί τόσα χρόνια –τεσσεράμισι ήταν το κόμμα του στην εξουσία- δεν παραπέμφθηκαν σε δίκη ούτε γιατροί ούτε στελέχη της Novartis;  
Η απάντηση είναι απλή: Διότι κάποιοι πολιτικοί φωστήρες θέλησαν να εκμεταλλευθούν το σκάνδαλο για να στοχοποιήσουν τους πολιτικούς τους αντιπάλους. Στην πραγματικότητα δεν έδιναν… δεκάρα για τη διερεύνηση της πραγματικής διάστασης που κατά τα φαινόμενα είχε το συγκεκριμένο σκάνδαλο. Εκείνο που τους ενδιέφερε ήταν να «εργαλειοποιήσουν» το νόμο περί ευθύνης ώστε να δημιουργηθεί πολιτική αντιπαράθεση από την οποία ήταν βέβαιοι ότι χαμένοι θα ήταν οι εγκαλούμενοι πολιτικοί, καθώς, ακόμη και αν δεν καταδικαζόταν, η ρετσινιά ότι «τα έπιασαν» θα τους κυνηγούσε αιωνίως.
Ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης και η κοινοβουλευτική του ομάδα έκαναν ένα πολύ σημαντικό πρώτο βήμα προς την πολιτική καταλλαγή με την απόφασή τους να εξαιρέσουν τον Αλέξη Τσίπρα από τα πρόσωπα για τα οποία θα αναζητηθούν οι ενδεχόμενες ευθύνες στην ενορχήστρωση της υπόθεσης. Είναι σαφές ότι πρόκειται για μια καθαρά πολιτική απόφαση που στόχο έχει να αποτρέψει την όξυνση του πολιτικού κλίματος που μοιραία επέρχεται με την ποινικοποίηση της πολιτικής ζωής. Όπως επίσης και να περιοριστεί το διχαστικό πνεύμα το οποίο, όπως περιγράφουμε πιο πάνω, ειδικά την τελευταία δεκαετία, έχει κατακλύσει τη δημόσια ζωή.
Αν, ωστόσο, ο κ. Μητσοτάκης και οι συνεργάτες του επιθυμούν πράγματι να θέσουν ένα οριστικό τέρμα στην ποινικοποίηση της πολιτικής, δεν έχουν παρά στην επικείμενη Συνταγματική Αναθεώρηση να τερματίσουν άπαξ δια παντός το καθεστώς της ειδικής ποινικής μεταχείρισης που προβλέπεται για τα μέλη της κυβέρνησης. Οι συνθήκες είναι εδώ και χρόνια ώριμες για να προχωρήσει η ριζική τροποποίηση, αν όχι και η πλήρης κατάργησης, του άρθρου 86. Έτσι ώστε και οι διατελέσαντες υπουργοί να είναι αντιμέτωποι με τον φυσικό τους δικαστή, όπως συμβαίνει με όλους τους πολίτες.
Οι δύο όψεις τις οποίες έχει η υπόθεση Novartis καταδεικνύουν ότι μια τέτοια αλλαγή θα είναι απολύτως λυτρωτική για το πολιτικό μας σύστημα.