Συνολικές προβολές σελίδας

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Παραιτήσεις. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Παραιτήσεις. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 3 Μαρτίου 2023

Στις πόσες παραιτήσεις γινόμαστε κανονική χώρα;

Δικαιολογημένα μάλλον, προκαλεί πολλές συζητήσεις η παραίτηση του υπουργού Υποδομών και Μεταφορών Κώστα Αχ. Καραμανλή λίγες ώρες μετά το φρικτό σιδηροδρομικό δυστύχημα των Τεμπών.

Παρόλο, όμως, που ήταν -κατ΄ εμέ, τουλάχιστον- μια κίνηση απολύτως επιβεβλημένη, με λύπη διαπιστώνει κανείς ότι οι ερμηνείες που της δίνονται ποικίλουν ανάλογα με τα κομματικά «γυαλιά» τα οποία φορούν οι περισσότεροι από όσους τη σχολιάζουν.

Το πιο παράδοξο, μάλιστα, είναι ότι όλοι όσοι τις πρώτες ώρες ζητούσαν μετ΄ επιτάσεως να «πέσουν κεφάλια» και να υποβληθούν άμεσα παραιτήσεις, μόλις το «αίτημά» τους εκπληρώθηκε, άλλαξαν τροπάρι. 

Επειδή μάλλον είχαν προεξοφλήσει ότι θα ίσχυε η γνωστή πεπατημένη, σύμφωνα με την οποία στην Ελλάδα ουδείς παραιτείται, καθώς σχεδόν πάντα… «η κόλαση είναι οι άλλοι», οι πύρινες καταγγελίες κατά των «ανάλγητων» οι οποίοι «παραμένουν στις καρέκλες τους», έδωσαν τη θέση τους σε σχόλια για την υποκριτική στάση που υποκρύπτουν οι παραιτήσεις.

Στην αντίπερα όχθη, ωστόσο, εξίσου παράδοξη ήταν και η συμπεριφορά όλων εκείνων οι οποίοι εξαρχής ήθελαν να περιορίσουν το εύρος των ευθυνών για την πολύνεκρη τραγωδία στο ανθρώπινο λάθος ενός και μόνου ανθρώπου, του σταθμάρχη που δεν γύρισε κατά τον σωστό τρόπο το κλειδί το οποίο θα έβαζε στις κατάλληλες ράγες τους συρμούς των μοιραίων τρένων. 

Οι ίδιοι, λίγο ως πολύ, όταν ο Κώστας Καραμανλής είχε την πρόνοια να λάβει την αυτονόητη απόφαση να ζητήσει από τον πρωθυπουργό να τον απαλλάξει από τα καθήκοντά του, προτού, υπό το βάρος της κατακραυγής της κοινής γνώμης, οδηγηθεί στην υποχρεωτική καρατόμηση που με βεβαιότητα θα ακολουθούσε, άρχισαν να τον επαινούν ως να είχε πράξει κάτι το ηρωικό.

Κακά τα ψέματα, η στάση τόσο της μιας μερίδας των συμπολιτών μας όσο και της άλλης αποτελούν αδιάψευστα κριτήρια για τη μεροληψία και τον φανατισμό που ένα σημαντικό τμήμα της κοινωνίας μας προσεγγίζει μεγάλα ζητήματα τα οποία σχετίζονται με τις λειτουργίες των θεσμών της ελληνικής Πολιτείας αλλά και με τα πρόσωπα που είναι επιφορτισμένα με το καθήκον να τους υπηρετούν. 

Αν ο πολιτικός που παρεκτρέπεται είναι «δικός μας» είμαστε απολύτως ανεκτικοί μαζί του. Αν είναι της αντίπαλης παράταξης και υποπέσει στο ίδιο «αμάρτημα», δεν δυσκολευόμαστε να τον κατακεραυνώσουμε. Αντίστοιχα, αν ένας δικαστής βγάζει μια απόφαση, η οποία ευνοεί τις απόψεις και θέσεις μας, σπεύδουμε να τον αποθεώσουμε (σ.σ.: θυμηθείτε το περιλάλητο, πλέον, «υπάρχουν δικασταί εις τας Αθήνας»). 

Ενώ, όποιος έχει αντίθετη κρίση με όσα εμείς θεωρούμε «καλά και συμφέροντα», δεν έχουμε ιδιαίτερη δυσκολία να υπαινιχθούμε ότι ο λειτουργός της Θέμιδος που εξέδωσε την μη αρεστή απόφαση ήταν υποκινούμενος. 

Είναι, θεωρώ, βέβαιο ότι δεν έχουμε το αξιότερο πολιτικό δυναμικό ανάμεσα στις χώρες που επιλέγουν τους ταγούς με την ανοιχτή δημοκρατική λειτουργία της καθολικής και ισότιμης ψήφου.

Εξίσου βέβαιο πιστεύω πως είναι ότι δεν διαθέτουμε το πιο αξιόπιστο δικαστικό σύστημα στον δυτικό κόσμο που η ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης είναι συνταγματικά κατοχυρωμένη. 

Αν το διαθέταμε, άλλωστε, δεν θα ήταν τόσο εκτεταμένη η ατιμωρησία -και των πολιτικών, γιατί όχι;- που η μεγάλη πλειονότητα των Ελλήνων πολιτών συνομολογεί ότι επικρατεί στη χώρα. 

Παρόλο που πολλοί συμπολίτες μας καλύπτονται πίσω από το βολικό στερεότυπο σύμφωνα με το οποίο «το ψάρι βρωμάει από το κεφάλι», προσωπικά συντάσσομαι με την άποψη που λέει «κάθε λαός έχει την ηγεσία που του αξίζει». 

Από τη στιγμή που οι ηγεσίες προκύπτουν από την ψήφο των πολιτών, οι πολίτες δεν μπορεί να είναι ανεύθυνοι για τις επιλογές τους. Και όσο επιβραβεύουν πρόσωπα τα οποία δεν ασκούν ευόρκως το καθήκον τους ή το ασκούν πλημμελώς, τόσο θα βλέπουν να διαιωνίζονται χρόνιες παθογένειες οι οποίες μπαίνουν κάτω από το χαλί που στρώνεται με προσχηματικές δικαιολογίες για «στραβές που έτυχαν στις βάρδιες τους».

Όπως και να έχει, η παραίτηση Καραμανλή ήταν το ελάχιστο που απαιτείτο να γίνει μετά τη φρικιαστική τραγωδία των Τεμπών. Όχι απλώς και μόνον για να εκτονωθεί η δικαιολογημένη οργή των πολιτών που δεν φορούν κομματικές παρωπίδες. Αλλά κυρίως για να εκπεμφθεί προς κάθε κατεύθυνση το μήνυμα ότι όποιος δεν κάνει σωστά τη δουλειά του θα υφίσταται συνέπειες. 

Μπορεί ο παραιτηθείς υπουργός να μην ήταν ο μόνος υπαίτιος για το απερίγραπτο χάλι στο οποίο δεκαετίες έχουν καταδικαστεί οι ελληνικοί σιδηρόδρομοι, αλλά ήταν σίγουρα ένας από τους υπαιτίους. Και γι΄ αυτό δεν μπορούσε να παραμείνει ούτε στιγμή παραπάνω στον θώκο του.

Αρκεί, άραγε, η παραίτησή του για να πούμε ότι η Ελλάδα μετετράπη αίφνης σε μια κανονική χώρα; Μια χώρα στην οποία όλοι όσοι έχουν ταχθεί να υπηρετούν το δημόσιο συμφέρον (πολιτικοί ταγοί, δικαστικοί λειτουργοί, στελέχη και υπάλληλοι της Δημόσιας Διοίκησης) λογοδοτούν, αξιολογούνται και ενίοτε παραιτούνται; Προφανώς όχι. Η αρχή όμως έγινε και ο επόμενος, που δεν θα κάνει καλά τη δουλειά του, θα ξέρει ότι ο πήχης της ευθύνης έχει μπει κάπως ψηλότερα.

Με άλλα λόγια, θα χρειαστούν πολλές ακόμη παραιτήσεις για να αλλάξουν κατεστημένες νοοτροπίες δεκαετιών. Ας ελπίσουμε ότι οι αλλαγές αυτές θα επέλθουν με λιγότερο επώδυνο τρόπο για την κοινωνία μας από αυτόν που οδήγησε στην παραίτηση του υπουργού Μεταφορών. 

Οι επόμενοι ας παραιτηθούν χωρίς να μεσολαβήσει -ποτέ ξανά!- μια τέτοια ανείπωτη τραγωδία.

Πέμπτη 5 Ιανουαρίου 2017

Κυβέρνηση για όσους «τρώνε, πίνουν και την Άρτα φοβερίζουν»



            Η πολιτική ευθιξία δεν ήταν ποτέ ψηλά στον κώδικα αξιών του εγχώριου πολιτικού συστήματος. Γι΄ αυτό και είναι μάλλον σπάνιες οι περιπτώσεις ανάληψης πολιτικής ευθύνης και συνακόλουθα οι παραιτήσεις πολιτικών αξιωματούχων για λάθη, παραλείψεις, αστοχίες, διαψεύσεις ή αδυναμία τήρησης των υπεσχημένων και στοιχειώδους εκπλήρωσης των προσδοκιών με τις οποίες κάποιος αναρριχήθηκε στο αξίωμα που κατέχει.
Όπως εύκολα, ωστόσο, μπορεί ο καθένας από μας να θυμηθεί, είτε επειδή έχει προσωπικές μνήμες από παλαιότερες περιόδους, είτε επειδή το διάβασε στην Ιστορία, όσο και αν σπάνιζε και κατά το παρελθόν το φαινόμενο της υποβολής παραιτήσεων για λόγους ευθιξίας, ενέργειες αυτού του είδους, ποτέ δεν εξέλιπαν, έστω και ως εξαιρέσεις στον κανόνα, από τα πολιτικά θέσμια οι παραιτήσεις.
Σε ορισμένες, μάλιστα, περιπτώσεις η ίδια η παραίτηση ή και η αποδοχή της θεωρούνταν τιμητικές πράξεις είτε για τους παραιτούμενους είτε για εκείνους, τους πολιτικούς προϊσταμένους, οι οποίοι ζητούσαν τις παραιτήσεις ανταποκρινόμενοι σε απαίτηση της κοινωνίας ή εκφράζοντας ελάχιστο σεβασμό σε αυτό που αποκαλούμε «κοινό περί δικαίου αίσθημα».   
 Ο αείμνηστος Αναστάσης Πεπονής, ο Σταύρος Δήμας και ο Κώστας Σημίτης είναι μόνον τρία από τα πρόσωπα τα οποία, χωρίς ιδιαίτερη έρευνα, μπορώ να ανασύρω στη μνήμη μου για να επισημάνω ότι ενίσχυσαν κατακόρυφα το προσωπικό τους κύρος εγκαταλείποντας τις υπουργικές καρέκλες. Και ας μην ξεχνούμε πόσο ισχυρότεροι ήταν οι πρωθυπουργοί που απέπεμπαν που και που κάποιον από τους υπουργούς τους.
Τέτοιες πρωτοβουλίες, όμως, μοιάζουν πλέον να αποτελούν πολύ μακρινό παρελθόν. Στη μίζερη, αντιθέτως, πραγματικότητα που βιώνουμε την τελευταία διετία με την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ, κανείς από τους κατέχοντες μικρότερα ή μεγαλύτερα αξιώματα δεν αισθάνεται να θίγεται με όσα πρωτοφανή συμβαίνουν γύρω μας και για τα οποία δεν μπορεί να μην έχουν κάποιοι τη λεγόμενη «αντικειμενική πολιτική ευθύνη». Ούτε, βεβαίως, κανείς από τους υψηλότερα ιστάμενους δεν τους ζητάει να παραιτηθούν όσο και αν υποπίπτουν σε –πολιτικά και όχι μόνον- «παραπτώματα».
Από το καλοκαίρι του 2015, οπότε συντελέστηκε η μαζική έξοδος από τον ΣΥΡΙΖΑ των στελεχών που ακολούθησαν τον Παναγιώτη Λαφαζάνη στην ίδρυση της Λαϊκής Ενότητας, θα έλεγε κανείς ότι οι εναπομείναντες στον κυβερνητικό μηχανισμό δείχνουν να θεωρούν τους εαυτούς τους τόσο… σπουδαία πολιτικά μεγέθη που ό,τι και να συμβεί αυτοί δεν πρόκειται ποτέ τους να εγκαταλείψουν την εξουσία.
Μπορεί να λένε και να κάνουν τα πάντα, αλλά και τα ακριβώς αντίθετά τους. Χωρίς να δίνουν ή να τους ζητούνται εξηγήσεις. Πόσω μάλλον να υφίστανται την παραμικρή  κύρωση. Σε όποιον τους ασκεί κριτική, εντός ή εκτός Ελλάδος, του κολλούν τη ρετσινιά ότι είναι «κατευθυνόμενος» ή «διαπλεκόμενος» και... καθαρίζουν.
Όχι μόνον δεν απολογούνται για την άνευ προηγουμένου εξαπάτηση των πολιτών με τις υποσχέσεις για σκίσιμο των Μνημονίων και «σεισάχθεια», ενώ εφαρμόζουν την πιο ακραία μνημονιακή λιτότητα, αλλά συμπεριφέρονται σαν να μην τρέχει απολύτως τίποτε. Και δεν δίνουν σε κανένα λόγο ούτε τα… χαμένα εκατομμύρια από τα «πόθεν έσχες» τους ούτε για τις καταθέσεις τους που εξακολουθούν να τις έχουν στο εξωτερικό όταν η πλειονότητα των Ελλήνων στενάζει από τα capital controls που εκείνοι επέβαλαν.
Αρνούνται, φυσικά, να δώσουν λογαριασμό για τα αλισβερίσια που είχαν στο παρελθόν με το δημόσιο χρήμα ή για τους διορισμούς που τώρα κάνουν. Και δεν… συγκινούνται ούτε για το «Βατερλό» στο οποίο κατέληξε η υποτιθέμενη μάχη κατά της διαπλοκής, ούτε, πολύ περισσότερο, από το διεθνές κάζο με τις αμέτρητες κωλοτούμπες και τις επιστολές υποτέλειας που ακολουθούν  τους ψευτοτσαμπουκάδες της δήθεν σύγκρουσης με τους δανειστές.
Μοιάζει ειρωνεία, αλλά από τον εκλογικό Σεπτέμβριο του 2015, το μόνο στέλεχος που αποπέμφθηκε από την κυβέρνηση ήταν ο Παναγιώτης Σγουρίδης, ο προερχόμενος από τους ΑΝΕΛ και απώτερα από το παλαιό ΠΑΣΟΚ πρώην υφυπουργός Υποδομών, ο οποίος έχασε τη θέση του επειδή σε μια κρίση ειλικρίνειας είχε την… αφέλεια να παραδεχθεί δημοσίως αυτό που είναι παγκοίνως γνωστό: ότι δηλαδή «οι πολιτικοί δυστυχώς δεν κρίνονται από αυτά που κάνουν αλλά από αυτά που έλεγαν…»
«Αν δεν τάξεις, δεν σε ψηφίζουν», είχε ομολογήσει σε συνέντευξή του στον ραδιοφωνικό σταθμό της Αλεξανδρούπολης «Maximum 93,6», προσθέτοντας μάλλον αφοπλιστικά: «Όταν σου μιλάει κάποιος ορθολογιστικά δεν είναι καλός. Επειδή είμαι παλιά καραβάνα και επειδή δεν φείδομαι των λόγων μου, πρέπει κάποια στιγμή να πούμε την αλήθεια. Αυτή είναι η αλήθεια».
Δεν απέφυγε, μάλιστα, καθώς στην επικαιρότητα ήταν τότε οι κινητοποιήσεις των αγροτών που ζητούσαν τήρηση των υπεσχημένων από τον Αλέξη Τσίπρα, να κάνει το… μοιραίο λάθος που ήταν η αναγνώριση ότι (και) οι άνθρωποι της υπαίθρου ήταν μεταξύ αυτών που παραπλάνησε ο σημερινός πρωθυπουργός. «Όπως και ο προηγούμενος. “Ζάππειο 1”, “Ζάππειο 2”, “Ζάππειο 3”. Όπως τα “λεφτά υπάρχουν”...», απάντησε ο Παναγιώτης Σγουρίδης όταν ρωτήθηκε σχετικώς.
Αντί, όμως, η απάντηση του άμοιρου πολιτικού από την Ξάνθη να γίνει το όχημα για να προσγειωθούν στο γήπεδο της ειλικρίνειας οι εξωφρενικές κυβερνητικές (αυτ)απάτες, ο ίδιος εξωπετάχθηκε κακήν κακώς από την κυβέρνηση. «Δικαίως», ίσως, αφού πρόκειται για μια κυβέρνηση στην οποία φαίνεται πως υπάρχουν θέσεις μόνον για όσους, κατά τη δημώδη φράση που βρίσκει ισχυρό έρεισμα στην επικαιρότητα των ημερών, «τρώνε, πίνουν και την Άρτα φοβερίζουν…».