Συνολικές προβολές σελίδας

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Πολιτική. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Πολιτική. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 5 Ιανουαρίου 2024

Τι θα… έλεγε ο Μπίσμαρκ αν είχε γνωρίσει τον Άγγελο Συρίγο;


Δεν είναι η πρώτη φορά που με απασχολεί ειλικρινά το ερώτημα γιατί κάποιοι άνθρωποι επιλέγουν να γίνουν πολιτικοί από τη στιγμή που δεν κατέχουν ή δεν θέλουν να μάθουν τους όρους με τους οποίους διεξάγεται το παιχνίδι της πολιτικής.

Τι να φταίει άραγε; Είναι μήπως τόσο αυτάρεσκα φιλόδοξοι και αλαζονικοί που αδιαφορούν για τους κανόνες του πολιτικού παιγνίου; Ή διακατέχονται ίσως από παντελή άγνοια κινδύνου για τον τρόπο που εκτίθενται έναντι της κοινής γνώμης ευρύτερα αλλά και ιδιαίτερα του εκλογικού σώματος, του οποίου την ψήφο επιζητούν;

Δεν είμαι βέβαιος σε ποια από τις πιο πάνω κατηγοριοποιήσεις εντάσσεται ο αναπληρωτής καθηγητής Διεθνούς Δικαίου και Εξωτερικής Πολιτικής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο Άγγελος Συρίγος, ο οποίος επέλεξε τα τελευταία πέντε χρόνια να φοράει και το καπέλο του πολιτικού, αλλά η περίπτωση του είναι άκρως χαρακτηριστική για την νοοτροπία ορισμένων συμπολιτών μας που θέλουν να συμμετάσχουν στο πολιτικό παιχνίδι με τα δικά τους μέτρα και σταθμά.

Ο κ. Συρίγος συμμετείχε το 2019 στο ψηφοδέλτιο της ΝΔ στην Α΄ περιφέρεια της Αθήνας και οι πολίτες της πρωτεύουσας τον τίμησαν με την ψήφο τους, εκλέγοντάς τον βουλευτή με προφανή προσδοκία να αγωνιστεί για τα προβλήματά τους. Ματαίως, όμως, όπως φαίνεται. 

Ακόμη και όταν ο πρωθυπουργός ενάμισι χρόνο αργότερα τον όρισε υφυπουργό Παιδείας, ο κ. καθηγητής μόνον κατ΄ εξαίρεση ασχολούνταν με το χαρτοφυλάκιο της Ανώτατης Εκπαίδευσης που του είχε ανατεθεί. Επί μονίμου βάσεως στις δημόσιες τηλεοπτικές παρεμβάσεις του ασχολείτο με τις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Λες και θήτευε στο υπουργείο Εξωτερικών ή ήταν ένας περισπούδαστος αναλυτής ο οποίος είχε την πολυτέλεια να παριστάνει τον σχολιαστή και δεν έχανε την ευκαιρία να κάνει επίδειξη των γνώσεων του.

Ήταν τέτοια η εμμονή του να μιλάει για θέματα που δεν ανήκαν στις κυβδερνητικές αρμοδιότητες του που δεν έλειψαν οι αντιπαραθέσεις οι οποίες προκλήθηκαν εξαιτίας δηλώσεων του. Όπως όταν, κόντρα στην επίσημη θέση της κυβέρνησης, εμφανίστηκε υπερασπιστής των τουρκικών διεκδικήσεων για απόκτηση αμερικανικών αεροσκαφών F 16 σε τρόπον ώστε να ικανοποιηθεί, όπως έλεγε, η ανάγκη να παραμείνει η γειτονική χώρα στην επιρροή της Δύσης.

Παρά τις επικρίσεις που δέχθηκε κατά καιρούς για αντιποίηση ιδιότητας, εξακολουθεί απτόητος να παριστάνει τον δημοσιολογούντα σχολιαστή. Δίνοντας, μάλιστα, την εντύπωση ότι η πραγματική επιδίωξή του μπορεί να μην είναι άλλη από το να κερδίσει μερικά επιπλέον λεπτά δημοσιότητας, δεν δίστασε επανειλημμένες φορές να καταφύγει σε αιρετικές απόψεις που ήταν βέβαιο ότι θα προκαλούσαν συζητήσεις.

Σε αυτό ακριβώς το πλαίσιο εντάσσονται και οι αψυχολόγητοι ισχυρισμοί που απρόκλητα διατύπωσε τις προηγούμενες ημέρες για τον «παρωχημένο» χαρακτήρα της Συνθήκης της Λωζάνης. Έσπευσε βεβαίως εκ των υστέρων και ενώ ήρθε αντιμέτωπος με τη γενικευμένη κατακραυγή να δικαιολογηθεί, υποστηρίζοντας ότι δήθεν διαστρεβλώθηκαν τα όσα δήλωσε. 

Στην πραγματικότητα τίποτε δεν διαστρεβλώθηκε. Διότι, ανεξάρτητα από τις προθέσεις τις οποίες του απέδωσαν τα κόμματα της αντιπολίτευσης, εμφανίζοντάς τον ως «λαγό της κυβέρνησης», η αλήθεια είναι ότι ο καθηγητής Συρίγος εκστόμισε μια αιρετική άποψη που ο πολιτικός Συρίγος δεν είχε κανένα δικαίωμα να εκστομίσει.

Η πάγια επίσημη ελληνική θέση, με την οποία ταυτίζεται η κυβέρνηση την οποία στηρίζει ο βουλευτής Συρίγος, είναι ότι η Συνθήκη της Λωζάνης συνιστά για τη χώρα μας «κείμενο γραμμένο στην πέτρα» που δεν επιδέχεται αναθεώρηση, όπως είναι παγκοίνως γνωστό ότι διακαώς επιθυμούν οι γείτονες μας. Οπότε δεν επιδέχεται καμία λογική απάντηση το ερώτημα «που αποσκοπεί ένας Έλληνας πολιτικός ο οποίος ανοίγει τέτοιο ζήτημα».

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο καθηγητής Συρίγος έχει κάθε δικαίωμα να εκφράζει την επιστημονική του άποψη για τη Συνθήκη της Λωζάνης που υπογράφηκε πριν από έναν αιώνα και εξ αυτού του λόγου έχει κάποια άρθρα τα οποία είναι ξεπερασμένα γιατί συντάχθηκαν σε άλλα συνθήκες και υπό άλλα συμφραζόμενα. Ο πολιτικός Συρίγος, όμως, σε καμία των περιπτώσεων δεν διαθέτει το δικαίωμα να τοποθετείται με βάση τις προσωπικές του δοξασίες και να συντάσσεται με τις θέσεις όσων θέλουν την ανατροπή του υφιστάμενου ελληνοτουρκικού status quo.

Αν σεβόταν τον εαυτό του και τον ρόλο που του επεφύλαξαν οι Αθηναίοι πολίτες με την ψήφο τους, όφειλε να είχε υποβάλει την παραίτησή του και να είχε επιστρέψει πάραυτα στα ακαδημαϊκά καθήκοντά του, θέτοντας τις απόψεις του στην κρίση των φοιτητών του και συνολικά της επιστημονικής κοινότητας.

Δεν θα το κάνει, όμως, διότι στην περίπτωση του φαίνεται να ισχύει η εμβληματική ρήση που αποδίδεται στον περίφημο καγκελάριο της Πρωσίας και της επακόλουθης Γερμανικής Αυτοκρατορίας, κατά τον 19ο αιώνα, Όττο φον Μπίσμαρκ, σύμφωνα με την οποία «drei professoren, vaterland verloren». Ρήση η οποία στα ελληνικά μπορεί να αποδοθεί ως εξής: «τρεις καθηγητές (και) χάθηκε η πατρίδα».

Αν ο Μπίσμαρκ ζούσε στις μέρες μας, ίσως να μην χρειαζόταν να επικαλεστεί τη δράση τριών καθηγητών για να κινδυνεύσει ένα έθνος. Θα του αρκούσε να εικάσει ότι την… καταστροφή της δικής μας πατρίδας είναι ικανός να την προκαλέσει μόνος του ο αμετροεπής κ. Συρίγος. 

Τον οποίο κ. Συρίγο ελπίζουμε να μην παίρνουν στα πολύ σοβαρά οι γείτονες μας. Διότι αλλιώς, αλλοίμονό μας! 

Πέμπτη 30 Ιανουαρίου 2020

Αυτογκόλ από ένα ψοφοδεές πολιτικό προσωπικό


Η ταραχή και ο πανικός που επικράτησαν στην πολιτική σκηνή από την πρώτη στιγμή που γνωστοποιήθηκε η εισήγηση της επιτροπής επαγγελματικού αθλητισμού για τον υποβιβασμό των ποδοσφαιρικών ομάδων του ΠΑΟΚ και της Ξάνθης είναι άκρως ενδεικτικά στοιχεία για την πολιτική ανωριμότητα η οποία, πλειοψηφικά τουλάχιστον, χαρακτηρίζει τους ανθρώπους που επιλέγει ο ελληνικός λαός για να τον εκπροσωπήσουν.
Το Σύνταγμα ορίζει ρητά (στο άρθρο 51) ότι «οι βουλευτές αντιπροσωπεύουν το Έθνος». Και αμέσως μετά (στο άρθρο 60) συμπληρώνει ότι «έχουν απεριόριστο το δικαίωμα της γνώμης και ψήφου κατά συνείδηση». Καμία από τις δύο βασικές πρόνοιες του καταστατικού χάρτη της ελληνικής Δημοκρατίας δεν τηρήθηκε στους χειρισμούς του ζητήματος το οποίο ανέκυψε αιφνιδίως και όλως παραδόξως έλαβε πολιτικές διαστάσεις που δεν του αναλογούσαν.
Με μια πρωτόγνωρη σπουδή, την οποία επέδειξε πρωτίστως η κυβέρνηση, κονιορτοποιήθηκαν εν μια νυκτί παραδεδεγμένες αξίες, υφιστάμενοι κανόνες και καθιερωμένοι θεσμοί, προκειμένου να εξυπηρετηθούν πρόσκαιρες σκοπιμότητες και να μη δυσαρεστηθούν οι… στρατιές των ένθεν κακείθεν φανατισμένων που το ύψιστο ενδιαφέρον της ζωής τους είναι να στεφθεί πρωταθλήτρια η ομάδα τους είτε αξίζει είτε όχι τον τίτλο που διεκδικεί.
Το γεγονός ότι οι συγκεκριμένες «στρατιές» υπακούουν τυφλά στα κελεύσματα συγκεκριμένων επιχειρηματιών, οι οποίοι χρησιμοποιούν τους οπαδούς των ομάδων που χρηματοδοτούν για να αυξήσουν την ισχύ τους, δεν διαφοροποιεί τα πράγματα. Τα κάνει μάλλον χειρότερα. Διότι οι συμπεριφορές του πολιτικού προσωπικού προσβάλουν τη νοημοσύνη των μετριοπαθών πολιτικών που αποτελούν την πλειονότητα και οι οποίοι ψηφίζουν με βασικό κριτήριο την βούλησή τους να υπάρχει σαφής διάκριση των εξουσιών και να εφαρμόζονται οι ισχύοντες κάθε φορά κανόνες που εμπεδώνουν τη νομιμότητα.
Στις ευνομούμενες χώρες, η πολιτική τάξη, που απαρτίζεται από το στελεχιακό δυναμικό της κυβέρνησης, αλλά και της αντιπολίτευσης, δεν ασχολείται με την εφαρμογή των κανονισμών του ποδοσφαίρου και δεν έχει λόγο ούτε για το ποια ομάδα θα πάρει το πρωτάθλημα ούτε για το ποια θα υποβιβαστεί. Για τα ζητήματα αυτά, πολύ περισσότερο όταν αφορούν τον απολύτως επαγγελματικό αθλητισμό και τη λειτουργία ανωνύμων εταιριών, ο πρώτος και ο τελευταίος λόγο ανήκει στις συλλογικότητες που συγκροτούν οι ίδιες οι ομάδες.
Λίγο ως πολύ, μάλιστα, οι κανόνες του παιχνιδιού είναι ίδιοι παντού, αφού τους προκαθορίζουν οι διεθνείς Ομοσπονδίες. Η Ελλάδα, δυστυχώς, αποτελεί εξαίρεση σε όλα αυτά. Εδώ τα αθλητικά γεγονότα κομματικοποιούνται απροκάλυπτα, οι βουλευτές εισβάλουν στα γήπεδα για να… συνετίσουν τους διαιτητές, έχουν τη συνήθεια να συμμετέχουν σε «τηλεοπτικές δίκες» και δεν διστάζουν να διατυπώνουν «προφητείες» για τα αποτελέσματα των αγώνων.
Αν η ανάμειξη των πολιτικών ταγών με το ποδόσφαιρο ήταν προϊόν του ενδιαφέροντός τους γι΄ αυτό καθεαυτό το άθλημα ή έστω για να τηρηθούν οι κανόνες, θα μπορούσε κανείς να δείξει κατανόηση. Με το σκεπτικό ότι η ενασχόληση με το σπορ που συγκινεί τόσο μεγάλα πλήθη σχεδόν σε όλη την υφήλιο είναι μια κοινωνική πραγματικότητα που δεν μπορεί να παραβλέπει κάποιος που μετέχει στα κοινά.
Δεν είναι, όμως, έτσι. Διότι στην πράξη τα πράγματα αποδεικνύονται εντελώς διαφορετικά. Η πολιτικοποίηση του ποδοσφαίρου –ή, κατ΄ άλλους, η ποδοσφαιροποίηση της πολιτικής- έχει ξεκάθαρα ψηφοθηρικά ελατήρια. Οι τοποθετήσεις των περισσοτέρων πολιτικών στελεχών γίνονται με… οπαδικά κριτήρια. Και κάπως έτσι οι υποτιθέμενοι ταγοί της κοινωνίας που εκλέγονται για να καθοδηγούν τους πολίτες μετατρέπονται σε ενεργούμενα των ολίγων φανατικών των οποίων ολόκληρος ο κόσμος περιστρέφεται γύρω από τις γηπεδικές θύρες.
Η αδυναμία της πολιτικής τάξης να πάρει θέση υπέρ της νομιμότητας και να τηρήσει στάση ουδετερότητας απέναντι σε ζητήματα που δεν έχουν πολιτική χροιά αποτελεί την καλύτερη απόδειξη για το πόσο ψοφοδεές είναι το πολιτικό προσωπικό που μας εκπροσωπεί. Ένα πολιτικό προσωπικό το οποίο μπορεί να ψηφίζει Μνημόνια, να κόβει μισθούς και συντάξεις, επειδή έτσι επιβάλει η κομματική πειθαρχία ή η διατήρηση της βουλευτικής έδρας που θα κινδύνευε σε περίπτωση πτώσης της κυβέρνησης και προσφυγής σε εκλογές, πλην όμως, δεν μπορεί να αντισταθεί στις απειλές των παραγόντων που κινητοποιούν τους οπαδικούς στρατούς.
Φαίνεται ότι τα λόμπι των χούλιγκανς είναι ισχυρότερα από όλες τις άλλες «ομάδες πίεσης» που λειτουργούν στη χώρα. Το ζήσαμε παλαιότερα όταν η Ελλάδα κόπηκε στα δύο για να μην… ανιχνευθούν παράνομες ουσίες στα ούρα ενός Βούλγαρου ποδοσφαιριστή. Το είδαμε πιο πρόσφατα με την πολιτική υποστήριξη που έτυχε ο παράγων που εισέβαλε ένοπλος στον αγωνιστικό χώρο. Το βλέπουμε και τώρα με την (ν)τροπολογία που η ψήφισή της ισοπέδωσε όλες τους κανόνες και όλες τις πρακτικές της καλής νομοθέτησης που είχε υποσχεθεί η σημερινή κυβέρνηση, δεσμευόμενη να μην κάνει όσα έκαναν οι «άλλοι»…
Γι΄ αυτό και το αυτογκόλ το οποίο δέχθηκε η κυβέρνηση είναι αμφίβολο αν θα ισοφαριστεί πολύ σύντομα. Πριν καν ακουστεί η πρώτη ιαχή από την εξέδρα κλείστηκε φοβισμένη στα καρέ της και μοιραία βρέθηκε πίσω στο σκορ καθώς κατελήφθη από, μάλλον αδικαιολόγητο, πανικό.

Τρίτη 29 Ιουλίου 2014

Να κάνουν διακοπές οι πολιτικοί;



            «Θέλω να κοιμηθώ, να μην κάνω τίποτε, να χασμουριέμαι…», εκμυστηρεύτηκε δημοσίως με μια πρόσφατη συνέντευξή του ο ηγέτης της γαλλικής ριζοσπαστικής Αριστεράς Ζαν Λικ Μελανσόν, σοκάροντας αρκετούς από εκείνους που τον είχαν ταυτίσει με το πρότυπο του σκληροτράχηλου ακτιβιστή ο οποίος είναι αφοσιωμένος αποκλειστικά στην πολιτική δράση και υποτάσσει σε αυτήν την ανθρώπινη υπόσταση.
            Χρειάζεται αναμφισβήτητα θάρρος για μια τέτοια παραδοχή και ειλικρινά δεν ξέρω πόσοι Έλληνες –και ενδεχομένως όχι μόνο- πολιτικοί είναι διατεθειμένοι να εξομολογηθούν με ειλικρίνεια τα αισθήματά τους και να τα μοιρασθούν με τους ανθρώπους από τους οποίους ζητούν την ψήφο τους.
Από την άλλη, δεν ξέρω και πόσοι ψηφοφόροι είναι έτοιμοι να ακούσουν και, πολύ περισσότερο, να αποδεχτούν έναν πολιτικό που νιώθει την ανάγκη να «αποκαλύπτεται» κατ΄ αυτόν τον τρόπο μπροστά τους και να τους παρουσιάζει ωμή και χωρίς περιττά φτιασιδώματα την αλήθεια.
Καλώς ή κακώς, για την πλειονότητα των πολιτών το πετυχημένο πρότυπο είναι ο «ατσαλάκωτος» πολιτικός που φιλοτεχνεί το προφίλ του ακούραστου ανθρώπου, ο οποίος είναι έτοιμος ανά πάσα για τη μάχη, ανεξαρτήτως του αν αυτή την –οποιαδήποτε- μάχη τη δίνει μόνο στα λόγια και κυρίως όταν γράφουν οι τηλεοπτικές κάμερες.   
Θυμηθείτε, για παράδειγμα, πόσες φορές τα τελευταία χρόνια ακούσαμε υποσχέσεις από πολιτικούς ότι «το φετινό καλοκαίρι δεν πάμε διακοπές» ή ότι «ο τάδε ηγέτης έδωσε αυστηρές οδηγίες στους συνεργάτες του να μην απομακρυνθούν από τα γραφεία τους και να μείνουν… μακριά από τις παραλίες».
Και στη μια και στην άλλη περίπτωση, ξεχειλίζει η υποκριτική ανειλικρίνεια που θέλει να μας πείσει ότι το πολιτικό προσωπικό δεν απαρτίζεται από κανονικούς ανθρώπους που έχουν ανάγκη από ξεκούραση και διακοπές, αλλά αποτελείται από υπερανθρώπους διαφορετικούς από όλους εμάς και χωρίς… γήινες ανάγκες.
Εδώ να ανοίξω μια παρένθεση για να μεταφέρω την -εκπληκτική- απάντηση που έλαβα πριν από μερικά χρόνια από υπουργό Παιδείας όταν τον ρώτησα γιατί δεν προβλέπει από τον Μάιο τους διορισμούς των αναπληρωτών εκπαιδευτικών ώστε να ξεκινούν χωρίς κενά τα σχολεία τον Σεπτέμβριο. «Ξέρεις, είχα χθες μέχρι τις 5 το πρωί τους αρμόδιους διευθυντές και συζητούσαμε τη λύση», μου είπε θεωρώντας ότι θα με εντυπωσίαζε με τον χρόνο που μου είπε ότι διέθετε για τα καθήκοντά του.
Δεν μπορούσα να ελέγξω αν μου έλεγε ή όχι την αλήθεια. Και δεν είχε κανένα νόημα να το κάνω. Στις 5 το πρωί, άλλωστε, πολλά πράγματα μπορεί να γίνουν. Αλλά κανένα πρόβλημα δεν είναι δυνατόν να λυθεί. Και μάλιστα από… ξενυχτισμένους διευθυντές. Φυσικά, δεν μου προκαλεί εντύπωση που τόσα χρόνια μετά το τόσο απλό ζήτημα με τον έγκαιρο προγραμματισμό των διορισμών στα σχολεία δεν έχει βρει ακόμη τη λύση του και τα κενά καλύπτονται τον Δεκέμβριο.
Γι΄ αυτό προσωπικά προτιμάω τους πολιτικούς που μπορούν, όπως ο Μελανσόν, να λένε ευθαρσώς «βαρέθηκα και θέλω να κάνω ένα διάλλειμα…» από τους, δήθεν, ταγμένους στην… υπηρεσία του Έθνους που, στην πραγματικότητα, δεν μπορούν να «μοιράσουν δύο γαϊδουριών άχυρο», είτε κάνουν –στα κρυφά, συνήθως- είτε όχι διακοπές.

Παρασκευή 21 Φεβρουαρίου 2014

Η αξεπέραστη κρίση της πολιτικής

            Την ώρα που η ΔΗΜΑΡ υπερψήφιζε* –και σωστά, αφού, καλώς ή κακώς, επρόκειτο για συμμόρφωση με απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας- τη διάταξη για την κατάργηση της δυνατότητας των νομίμων μεταναστών να ψηφίζουν στις δημοτικές εκλογές, η εκλεγμένη με το ΠΑΣΟΚ ευρωβουλευτής κυρία Μαριλένα Κοππά, επικαλούνταν τη συγκεκριμένη –αναγκαστική, κατ΄ άλλα- νομοθετική πρωτοβουλία ως δικαιολογία για την αποχώρησή της από κόμμα που την ανέδειξε και την απόφασή της να συμπορευθεί με το κόμμα του κ. Φώτη Κουβέλη.
            Η υπόθεση αυτή δεν θα είχε καμία απολύτως σημασία αν δεν ήταν ένα από τα πάμπολλα παραδείγματα που μαρτυρούν τον προσχηματικό τρόπο με τον οποίο (εξακολουθεί να) διεξάγεται η πολιτική στη χώρα μας και δεν έδειχνε πόσο μακριά από τις πραγματικές ανάγκες των πολιτών και της χώρας κινείται το λεγόμενο πολιτικό προσωπικό, το οποίο μάλλον δεν διδάχθηκε τίποτε από την γενικευμένη κρίση που βιώνουμε και αντανακλάται στην δικαιολογημένη απαξία με την οποία αντιμετωπίζονται οι «επαγγελματίες» πολιτικοί.
            Από τον τρόπο που εξακολουθούν να δίνονται τα χρίσματα για τους εκλεκτούς των κομμάτων στην Τοπική Αυτοδιοίκηση έως τη σπουδή της κυβέρνησης να διανείμει –προτού καν αυτό επικυρωθεί- το πρωτογενές πλεόνασμα με κριτήρια που ικανοποιούν μάλλον ψηφοθηρικές επιδιώξεις, είναι μακρύς ο κατάλογος με τα φαινόμενα πολιτικής αναξιοπιστίας που καταδεικνύουν ότι τα παθήματα του παρελθόντος που οδήγησαν στην κρίση δεν έγιναν μαθήματα.
Ο πολιτικός αμοραλισμός που συνιστούν οι μετακινήσεις πολιτικών στελεχών που χάνουν τα οφίτσια που είχαν ή προσδοκούσαν να έχουν, η παρεοκρατία που ζει και βασιλεύει, καταργώντας στην πράξη κάθε έννοια ιδεολογικής συνέπειας και προσήλωσης σε αρχές και αξίες, όπως και η εμμονή στην υιοθέτηση αιτημάτων με όρους «πελατειακής» ικανοποίησης, αποτελούν απτά δείγματα ότι ο δρόμος για να ξεπεραστεί η σημερινή κρίση είναι ακόμη πολύ μακρύς.
Όσο οι πολιτικοί θα αλλάζουν κόμματα επειδή, δήθεν, δεν συμμετέχουν στην πρωτοβάθμια αυτοδιοίκηση οι ελάχιστοι αλλοδαποί που συμμετείχαν στις προηγούμενες εκλογές και όχι γιατί αυξήθηκαν σε αυτή την τετραετία κατά ένα εκατομμύριο οι άνεργοι και ανάμεσα τους είναι σίγουρα αρκετοί από τους μετανάστες ψηφοφόρους των τελευταίων δημαρχιακών αρχαιρεσιών, όσο θα σχεδιάζεται η διανομή του πλεονάσματος σε ομάδες πληθυσμού που θέλει να προσεταιρισθεί ή να μη χάσει το κυβερνών κόμμα, αποκλείοντας από αυτό εκείνους που απώλεσαν το 100% του εισοδήματος τους και είναι όσοι έχασαν τη δουλειά τους και την ελπίδα να την ξαναβρούν, η κρίση αξιοπιστίας της πολιτικής δεν μπορεί να ξεπεραστεί.
Η βασικότερη αιτία, άλλωστε, για τα όσα βιώνουμε σήμερα που, σχεδόν κατά γενική ομολογία, δεν είναι άλλη από την έλλειψη σεβασμού σε κανόνες και θεσμούς σε όλα τα επίπεδα, από τον τρόπο λειτουργίας της κυβέρνησης και των συμπολιτευόμενων ή αντιπολιτευόμενων κομμάτων ως τις διαδικασίες απονομής της Δικαιοσύνης και την συνδικαλιστική δράση, δεν φαίνεται, δυστυχώς, να αναιρείται.
Γι΄ αυτό προφανώς και αν εξαιρέσει κανείς τους λίγους φανατικούς της μιας ή της άλλης πλευράς, ο πήχης των προσδοκιών της κοινωνίας, με ή χωρίς πρωτογενή πλεονάσματα και ανεξαρτήτως του αν θα έχουμε ή όχι «αλλαγή φρουράς» το επόμενο διάστημα στην κυβερνητική εξουσία, παραμένει πολύ χαμηλά.  
             
(Δημοσιεύθηκε στο www.protothema.gr στις 19.2.2013)
*Υ.Γ.: Εκ των υστέρων η ΔΗΜΑΡ ανακοίνωσε ότι έδωσε αρνητική ψήφο στη διάταξη, αλλά αυτό σε τίποτε δεν αναιρεί τις επισημάνσεις της ανάρτησης.

Πέμπτη 30 Ιανουαρίου 2014

Κάνε κι εσύ ένα κόμμα, μπορείς…

Ένας αστικός μύθος που, εν είδει ανεκδότου, κυκλοφορούσε τις προηγούμενες δεκαετίες ήθελε σε μια από τις «φυλές» της Αριστεράς και συγκεκριμένα τους αποκαλούμενους «τροτσκιστές» να ισχύει το εξής φαινόμενο: μόλις γίνονταν τρία τα μέλη μιας οργάνωσης διασπώνταν για να δημιουργήσουν ένα ακόμη νέο σχήμα.
Η παροδοξότητα αυτή που συντηρούσε επί δεκαετίες -και εν πολλοίς συντηρεί ακόμη- την πολυδιάσπαση και τον κατακερματισμό της Αριστεράς, φαίνεται να λαμβάνει, πλέον, πανδημικές διαστάσεις, αφού ανάλογες τάσεις δημιουργίας όλο και περισσότερων κομματικών σχηματισμών παρατηρούνται τόσο στο Κέντρο όσο και στη Δεξιά, τους χώρους που κατά το παρελθόν κυριαρχούσαν τα παραδοσιακά κυβερνητικά κόμματα και δεν άφηναν, παρά σπανίως και κατ΄ εξαίρεση, ζωτικό χώρο για να επιβιώσουν άλλα μικρότερα σχήματα.
Φιλοδοξίες –θεμιτές και μη-υπήρξαν πάντοτε, αλλά επί πολλές δεκαετίες έμοιαζε αξεπέραστη η περίφημη έκφραση του Ευάγγελου Αβέρωφ για «τα πρόβατα που τα τρώει ο λύκος όταν μένουν έξω από το (κομματικό) μαντρί». Έτσι, ακόμη και κάποια από τα ελάχιστα κόμματα που, ως αποσχίσεις από τους μεγάλους κομματικούς σχηματισμούς, κατάφεραν να επιβιώσουν προσωρινά, παίρνοντας το «εισιτήριο» για το Κοινοβούλιο, όπως η Εθνική Παράταξη το 1977, η ΔΗΑΝΑ το 1989, η Πολιτική Άνοιξη το 1993,το ΔΗΚΚΙ το 1996 και ο ΛΑΟΣ το 2007, στην επόμενη ή στη μεθεπόμενη εκλογική αναμέτρηση, έμεναν εκτός Βουλής και αργά ή γρήγορα εξαφανίζονταν από τον πολιτικό χάρτη.
Η βαθιά κρίση, ωστόσο, του πολιτικού συστήματος που προκάλεσε η έλευση της μνημονιακής εποχής και η συνακόλουθη κατάρρευση του παραδοσιακού πελατειακοκεντρικού τρόπου συγκρότησης των κομμάτων εξουσίας που οδήγησε στην  υποχώρηση των δυνάμεων της Νέας Δημοκρατίας και στην καταβαράθρωση του ΠΑΣΟΚ, άφησαν ελεύθερο πεδίο σε νεοπαγή σχήματα, τα οποία από το ιδεολογικό… πουθενά βρέθηκαν, στις εκλογές του 2012, να διεκδικούν και σε ορισμένες περιπτώσεις να πετυχαίνουν την κοινοβουλευτική τους εκπροσώπηση.
Στην πρώτη από τις δύο απανωτές κάλπες που στήθηκαν προ διετίας, τα κόμματα που κατήλθαν στον εκλογικό στίβο  έφθασαν τα τριάντα, αριθμός που, όπως όλα δείχνουν, θα ξεπεραστεί κατά πολύ στις επικείμενες ευρωεκλογές του Μαΐου, καθώς ο χαρακτήρας της αναμέτρησης και ο περιορισμένος αριθμός των υποψηφίων που απαιτείται για να συγκροτηθεί το ευρωψηφοδέλτιο διευκολύνουν την κάθοδο στην αναμέτρηση σοβαρών και μη σχημάτων, όπως αυτά που «φυτρώνουν» τελευταία σαν τα… μανιτάρια.
Αν κρίνουμε από το γεγονός ότι σχεδόν δεν περνάει μέρα που να μην ακούσουμε ή να μη διαβάσουμε για τη δημιουργία κάποιου νέου σχήματος, μάλλον δεν θα αποτελέσει έκπληξη ότι σε αυτές τις εκλογές πιθανότατα θα καταρριφθεί κάθε προηγούμενο ρεκόρ, στη χώρα μας, αλλά ίσως και πανευρωπαϊκά, συμμετοχής στις κάλπες κομματικών σχηματισμών που διεκδικούν την ψήφο μας και ορισμένοι εξ αυτών –οι πλέον «ψωνισμένοι»- τη δυνατότητα να μας… σώσουν.
Το εκπληκτικό, πάντως, είναι ότι αρκετά από τα εμφανιζόμενα ως «νέα» σχήματα, δεν είναι παρά ηγετικά μορφώματα, χωρίς κανένα πραγματικό λαϊκό έρεισμα, που στήνονται, στις περισσότερες περιπτώσεις, από πρόσωπα τα οποία διαδραμάτισαν ρόλους κατά το παρελθόν –με θητείες σε υπουργικούς θώκους ή σε άλλα κρατικά αξιώματα- χωρίς να καταφέρουν να αφήσουν κάποιο ουσιώδες αποτύπωμα ή να έχουν να παρουσιάσουν μια στοιχειώδη συμβολή στην επίλυση προβλημάτων.
Θα περίμενε, ίσως, κανείς ότι ορισμένα, έστω, ψήγματα  αυτογνωσίας ή και η αποδοκιμασία που στο παρελθόν έχουν εκφράσει στο πρόσωπό τους οι εκλογείς, θα λειτουργούσε αποτρεπτικά για αρκετούς εξ αυτών. Όπως θα ανέμενε από πολύ περισσότερους να συναισθανόταν ότι, τουλάχιστον, σε αυτή τη φάση της γενικευμένης κρίσης η χώρα έχει, περισσότερο από ποτέ, ανάγκη την συνένωση των δυνάμεων.
Πλην, όμως, φεύ! Με τα τόσα… «ψώνια» που έστειλε στα κοινοβουλευτικά έδρανα η τελευταία, ιδιαιτέρως οργισμένη, ετυμηγορία των συμπολιτών μας, δυστυχώς έχουν ανοίξει τόσο πολλές… ορέξεις που είναι μάλλον αδύνατον να αποφύγουμε αυτό που μας περιμένει όσο θα πλησιάζουμε προς τις κάλπες του Μαΐου.
Από μια άποψη, βεβαίως, μπορεί αυτή η διαδικασία να αποδειχθεί, εν τέλει, «καθαρτήρια». Υπό την προϋπόθεση, φυσικά, ότι οι Έλληνες πολίτες, που θα έχουν ενώπιον τους τόσες πολλές επιλογές, θα καταφέρουν να διακρίνουν και να κρατήσουν στον αφρό το πραγματικά νέο -ανεξαρτήτως ηλικίας. Και συνάμα θα στείλουν στα εκλογικά «Τάρταρα» τα παλαιά και φθαρμένα υλικά, έστω και αν εμφανίζονται ως αναπαλαιωμένα ή αν έχουν φορέσει τη μάσκα του καινούργιου. Για να δούμε…
(Δημοσιεύθηκε στο www.protothema.gr στις 30.1.2014)

Τρίτη 17 Δεκεμβρίου 2013

Οι φόροι και ο… θάνατος

            Διαβάζοντας ότι στο συζητούμενο νομοσχέδιο για τη φορολογία, το οποίο επιτέλους βρήκε το δρόμο για τη Βουλή, περιλαμβάνεται ρύθμιση με την οποία την ερχόμενη χρονιά θα υπάρχει σταθερή ημερομηνία υποβολής  των φορολογικών δηλώσεων και καταβολής των δόσεων της φορολογίας που προκύπτει από αυτές, δεν σας κρύβω ότι αιφνιδιάστηκα.
            Σκέφθηκα, αφελώς όπως αποδείχθηκε, πως κάτι αλλάζει σε αυτή τη χώρα και η κυβέρνηση δεν νομοθετεί πλέον ούτε πορεύεται με γνώμονα τις εκλογικές ανάγκες της πλειοψηφίας, αφού το 2014, το οποίο είναι -ούτως ή άλλως- εκλογική χρονιά, για πρώτη ίσως φορά θα είχαμε την καθιέρωση ενός απλού κανόνα που με βάση τα ισχύοντα όλων των προηγούμενων ετών ισοδυναμούσε με… επαναστατική αλλαγή.
            Είχα, βλέπετε, υπόψη μου ότι από πριν από τρεις δεκαετίες τα έντυπα των φορολογικών δηλώσεων, που υποβαλλόταν ακόμη χειρόγραφες, αποστελλόταν στους υπόχρεους τον πρώτο μήνα του νέου χρόνου και είχαν προεκτυπωμένη καταληκτική ημερομηνία υποβολής την 25η Φεβρουαρίου.
            Με το πέρασμα των ετών, όμως, και καθώς οι εκλογικές χρονιές στη χώρα μας συμβαίνουν χρόνο παρά χρόνο, οι ημερομηνίες πήγαιναν όλο και πιο πίσω, για να μην δυσαρεστηθούν οι φορολογούμενοι, στους οποίους αρκετές φορές στελνόταν πρώτα τα εκκαθαριστικά που ήταν πιστωτικά και είχαν επιστροφή φόρου, ενώ καθυστερούσαν τα χρεωστικά που ταχυδρομούνταν μετά την… απομάκρυνση από την κάλπη.
Κάπως έτσι, με τις συνεχείς παρατάσεις, φθάσαμε φέτος στο αδιανόητο -και μάλλον παγκοσμίως πρωτότυπο- φαινόμενο οι φορολογικές δηλώσεις να υποβάλλονται χωρίς συνέπειες για τους εκπρόθεσμους μέχρι τον Νοέμβριο, ενώ ταυτόχρονα μεγάλη μερίδα των φορολογούμενων καλούνταν, υπό την πίεση της τρόικας, την ίδια περίοδο να πληρώσει φορολογικές υποχρεώσεις προηγουμένων ετών που, για λόγους αβελτηρίας και σκοπιμότητας, οι φορολογικές αρχές είχαν αμελήσει να βεβαιώσουν στην ώρα τους.
Το αποτέλεσμα ήταν να τιναχθούν στον αέρα πολλοί οικογενειακοί προϋπολογισμοί στους οποίους επέπεσε το βαρύ φορολογικό φορτίο και το δημόσιο να σωρεύει ληξιπρόθεσμες οφειλές ακόμη και από όσους εξακολουθούν να διαθέτουν φορολογική συνείδηση σε αυτή τη χώρα όπου κυρίαρχη αντίληψη είναι, δυστυχώς, η λαϊκίστικη προσέγγιση που συχνά εκπέμπεται από τηλεοπτικά και ραδιοφωνικά πρωινάδικα με την επωδό «το κράτος όπου μπορώ θα το κλέβω»…  
   Υπό αυτή την έννοια, η ρύθμιση να υποβάλλονται πλέον οι φορολογικές δηλώσεις σε σταθερό χρόνο, ανεξάρτητο από τον εκλογικό κύκλο, ήταν ένας -μάλλον ευχάριστος- αιφνιδιασμός για εκείνους που θέλουν ένα σταθερό περιβάλλον βεβαιότητας και συνέπειας που να επιτρέπει στοιχειώδη προγραμματισμό. Φεύ, όμως!
Η κυβέρνηση, ενστερνιζόμενη αντιρρήσεις βουλευτών, έσπευσε να υπαναχωρήσει και η αλλαγή μετατέθηκε για του… χρόνου, χωρίς φυσικά να αποκλείεται πως, εφόσον συμβεί να είναι εκλογική χρονιά και το 2015, να μετατεθεί για το 2016 και πάει λέγοντας.
Εδώ που τα λέμε δεν μπορεί να περιμένει κανείς τίποτε περισσότερο από ένα πολιτικό σύστημα που δεν κατάφερε ενάμισι χρόνο τώρα να σχεδιάσει έναν δίκαιο φόρο ακινήτων και χρειάστηκε η επιμονή των πιστωτών της χώρας για να υιοθετηθεί το συζητούμενο στη Βουλή σχέδιο ώστε να μην παραταθεί το οριζόντιο «χαράτσι», όπως μάλλον προτιμούσαν αρκετοί από τους βουλευτές που δεν ήθελαν να δυσαρεστήσουν την ιδιαίτερη πελατείας τους, αδιαφορώντας για το συλλογικό δημόσιο συμφέρον. 
Ξέρω ότι είναι απολύτως αντιδημοφιλές, σε μια χώρα που η φοροδιαφυγή και η φοροαποφυγή έχει αναδειχθεί σε εθνικό σπορ, να υπερασπίζεσαι την αυτονόητη αλήθεια ότι η φορολογία είναι το μόνο μέσο αναδιανομής των εισοδημάτων υπέρ των ασθενέστερων κοινωνικά ομάδων που διαθέτει το κράτος, όπως και ότι η διαιώνιση του φορολογικού χάους τους μόνους που ευνοεί είναι εκείνους τους ισχυρούς που θα βρίσκουν πάντοτε «παράθυρα» να μην εκπληρώνουν τις υποχρεώσεις τους.
Σε σοβαρές χώρες, όπως, π.χ. η Αμερική στο συλλογικό υποσυνείδητο έχει περάσει η ρήση ότι «σε αυτή τη ζωή από δύο πράγματα δεν μπορείς να γλιτώσεις: από τους φόρους και το θάνατο». Εδώ, εμείς προτιμούμε μόνον τον δεύτερο, δηλαδή τον… θάνατο και δη τον αργό οικονομικό θάνατο στον οποίο μας οδηγεί ένα πολιτικό σύστημα που δεν θέλει να δει την αλήθεια κατάματα και να την αντιμετωπίσει.  

(Δημοσιεύθηκε στο www.protothema.gr στις 16.12.2013)

Σάββατο 2 Νοεμβρίου 2013

Ένας είναι ο φασισμός

           Οι φονικές σφαίρες των αυτόκλητων δήθεν τιμωρών με τις οποίες πυροβολήθηκαν άνανδρα οι τρεις νέοι στο Νέο Ηράκλειο δεν φαίνεται να βρίσκουν τον πραγματικό τους στόχο που δεν ήταν άλλος από τη δημιουργία εμφυλιοπολεμικού κλίματος πολιτικής και κοινωνικής αποσταθεροποίησης, που αποτελεί τον πλέον κατάλληλο βιότοπο μέσα στον οποίο αναπτύσσεται το απεχθές φαινόμενο της τρομοκρατίας.
Η ομόθυμη και απόλυτη καταδίκη του αποτρόπαιου εγκλήματος από σύσσωμο τον πολιτικό κόσμο, όσο και αν θεωρείται αυτονόητη πράξη, στην παρούσα συγκυρία της κοινωνικής έντασης, που προκαλεί η δεινή οικονομική κρίση, αποτελεί την καλύτερη απάντηση στις δυνάμεις του μηδενισμού και του χάους. Και ίσως είναι μια από τις σπάνιες φορές που η ενότητα των πολιτικών δυνάμεων διερμηνεύει απόλυτα τα αισθήματα της συντριπτικής πλειονότητας της ελληνικής κοινωνίας.
Γιατί δεν νομίζω ότι μπορεί να βρεθεί εχέφρων άνθρωπος σε αυτή τη χώρα που να μην νοιώθει συντριβή από τη δολοφονική επίθεση κατά τριών ανυπεράσπιστων παιδιών, όσο και αν διαφωνεί πολιτικά με τους δρόμους στους οποίους κινούνταν και με τις ιδεολογικές προσεγγίσεις που ακολουθούσαν.
Στις ευνομούμενες κοινωνίες ο σεβασμός στην ανθρώπινη ζωή αποτελεί το υπέρτατο αγαθό και, χωρίς αμφιβολία, ό,τι θέτει σε διακινδύνευση αυτό το αγαθό συνιστά μείζονα απειλή για ολόκληρη την κοινωνία, η οποία, σε διαφορετική περίπτωση, μετατρέπεται σε ζούγκλα, όπου, ως γνωστόν, εκείνο που επικρατεί είναι η δύναμη του ισχυρότερου.
Στη προκείμενη περίπτωση ως δύναμη του ισχυρότερου προβάλει η θρασυδειλία του σκοτεινού οπλοφόρου, ο οποίος έστρεψε το «κουμπούρι» του και πυροβόλησε πισώπλατα τα ανυποψίαστα νεαρά άτομα που βρισκόταν έξω από τα γραφεία της Χρυσής Αυγής. 
Ο πραγματικός στόχος, όμως, του συγκεκριμένου δολοφόνου και όποιων άλλων επιλέγουν τέτοιες μεθόδους, ήταν, αναμφισβήτητα, η δεινοπαθούσα ελληνική κοινωνία, η οποία στα τόσα προβλήματα που την ταλανίζουν, είναι βέβαιο ότι δεν έχει τη διάθεση να προσθέσει και ένα ακόμη μεγαλύτερο, όπως είναι οι επαπειλούμενες ακραίες εμφύλιες διαμάχες και οι δολοφονικές συγκρούσεις στους δρόμους και τις πλατείες των ελληνικών πόλεων.
Γι΄ αυτό και είναι επιτακτικότερη από κάθε άλλη φορά η ανάγκη να συλληφθούν και να προσαχθούν στη Δικαιοσύνη οι δράστες των δολοφονιών που με τις τρομοκρατικές πράξεις τους ενισχύουν, αντί να πλήττουν, το φαινόμενο του φασισμού, όπως, εξάλλου, κατέδειξε η εκμετάλλευση του αίματος που έσπευσαν να κάνουν τα στελέχη της Χρυσής Αυγής με τις εμπρηστικές φραστικές επιθέσεις τους, όχι κατά των τρομοκρατών που θα ήταν απολύτως δικαιολογημένες, αλλά κατά της κυβέρνησης, του πολιτικού κόσμου και των μέσων ενημέρωσης.
Στο τέλος – τέλος, ο φασισμός είναι ένας και αδιαίρετος. Και δεν μπορεί να διακριθεί από το χρώμα που κάθε φορά φοράει. Όπως μία και μοναδική είναι και η βία, όποιον –ακροαριστερό ή ακροδεξιό- μανδύα και αν, κατά περίπτωση, ενδύεται. 

(Δημοσιεύθηκε στο www.protothema.gr στις 2.11.2013)

Τρίτη 17 Μαΐου 2011

Μόνον η Πολιτική μπορεί να δώσει λύσεις


«Λύση υπάρχει και είναι πολιτική», διεκήρυξε την περασμένη Κυριακή από το Διδυμότειχο ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας Κάρολος Παπούλιας. «Αρκεί να αρθούμε όλοι πάνω από τα μικρά και να προσηλωθούμε στα μεγάλα», πρόσθεσε ο πρώτος πολίτης της χώρας σε μια ακόμη εύστοχη παρέμβασή του στα δημόσια πράγματα. «Βρισκόμαστε», τόνισε, «στη μέση μιας δύσκολης διαδρομής. Το πρόβλημα μας είναι η διασφάλιση της κοινωνικής ειρήνης και της κοινωνικής συνοχής».
Η ευστοχία της προεδρικής παρέμβασης έγκειται, κατά την άποψή μου, στο γεγονός ότι το τελευταίο διάστημα έχει γίνει «του συρμού» μαζί με τους πολιτικούς που συλλήβδην στοχοποιούνται για τη δυσχερή οικονομική κατάσταση που βιώνουν η χώρα και αρκετοί συμπολίτες μας, φαίνεται να «παίρνει η μπάλα» και την ίδια την Πολιτική που τίθεται στο στόχαστρο με διάφορους τρόπους και από πολλές πλευρές.
Ακούς, αίφνης, το γλαφυρό σύνθημα «να καεί, να καεί, το μπ... η Βουλή», που κάποτε το εκστόμιζαν μόνον οι «αναρχοαυτόνομοι», να «λανσάρεται» από μέσα ενημέρωσης, αλλά και ευρύτερα κοινωνικά στρώματα και να έχει... πέραση ακόμη και σε αστικά σαλόνια, όπου, κατά τεκμήριο, κατοικοεδρεύουν άνθρωποι που, στην πλειονότητά τους, συμμετείχαν στο μεγάλο «φαγοπότι» από τα δανεικά που γινόταν εδώ και κάποιες δεκαετίες στη χώρα.
Γιατί δεν πιστεύω ότι μπορεί κάποιος εχέφρων να υποστηρίξει βάσιμα ότι τα 500 τόσα δισεκατομμύρια ευρώ του συσσωρευμένου δημόσιου χρέους πήγαν στο σύνολό τους σε «μίζες» πολιτικών.
Ένα μέρος –μικρό σε κάθε περίπτωση- αυτού του υπέρογκου ποσού, μπορεί, πράγματι, να πήγε σε «τσέπες» υπουργών, διοικητών οργανισμών, στελεχών της διοίκησης, ή ακόμη και σε κομματικά ταμεία, φαινόμενο, αναντίρρητα κατακριτέο, το οποίο, όμως, –μην ξεχνάμε- έχει καταγραφεί και σε άλλες χώρες και ίσως αυτό που το κάνει να διαφέρει στην Ελλάδα είναι η αίσθηση της ατιμωρησίας που είχε επικρατήσει τα προηγούμενα χρόνια.
Κακά τα ψέματα, όμως, το μεγαλύτερο μέρος των βαρών του παρελθόντος, που μας κρατούν τώρα καθηλωμένους στην ύφεση και στην ανεργία, σπαταλήθηκαν σε «πελατειακές σχέσεις» και «βόλεμα ημετέρων», ενώ σίγουρα δεν θα είχαμε φθάσει εδώ που φθάσαμε αν όλοι οι Έλληνες πλήρωναν τους φόρους τους και κατέβαλαν τις εισφορές τους.
Οι αναμφίβολες ευθύνες για όλα αυτά, με τις οποίες βαρύνονται αρκετοί πολιτικοί ταγοί, οι οποίοι με τον ένα ή τον άλλο τρόπο άσκησαν εξουσία, δεν δικαιολογούν το κλίμα που τείνει να δημιουργηθεί στην κοινή γνώμη κατά της Πολιτικής και εκδηλώνεται είτε με ακραία συνθήματα του τύπου «να κρεμάσουμε και τους 300 της Βουλής», είτε με κηρύγματα υπέρ της αποχής και της ιδιώτευσης.
Δεν είναι μόνον που τους συγκεκριμένους πολιτικούς εμείς τους επιλέξαμε και την πλειονότητά τους, μάλιστα, όχι μόνον μια φορά. Ούτε που αν... «κρεμάγαμε» τους συγκεκριμένους «300», τίποτε δεν θα άλλαζε, καθώς θα επιλέγαμε κάποιους άλλους. Είναι, κυρίως, που από αρχαιοτάτων χρόνων δεν έχει εφευρεθεί πουθενά στον κόσμο άλλος τρόπος για να διευθετηθούν οι δημόσιες υποθέσεις, αλλά και να προστατευθούν τα ιδιωτικά συμφέροντα, κυρίως των αδυνάτων, πέρα από την Πολιτική.
Δεν είναι λίγοι, εξάλλου, εκείνοι που, δικαιολογημένα κατά τη δική μου προαίρεση, αποδίδουν την τρέχουσα διεθνή οικονομική κρίση στην υποχώρηση της Πολιτικής και στην ενδοτικότητα της παγκόσμιας πολιτικής τάξης έναντι της οικονομικής εξουσίας, η οποία πήρε τα σκήπτρα και επέβαλε την απορρύθμιση των αγορών κεφαλαίου και εργασίας, δίνοντας την πρωτοκαθεδρία στον αδηφάγο χρηματοπιστωτικό τομέα.
Γι΄ αυτό ας είμαστε, τουλάχιστον, δύσπιστοι έναντι όλων εκείνων που, γενικεύοντας την κριτική τους προς τους πολιτικούς, εξακοντίζουν τα βέλη τους κατά της Πολιτικής, επιχειρώντας να μας πείσουν ότι τάχατες υπάρχουν άλλες «σωτήριες» λύσεις. Πρόκειται κυρίως για κύκλους και πρόσωπα που αν κατέβαιναν στην πολιτική κονίστρα θα αποτύγχαναν και την σίγουρη αυτή αποτυχία τους την εμφανίζουν με αντι-πολιτικό μανδύα που παίρνει διάφορες μορφές: κυβέρνηση τεχνοκρατών, «οικουμενική» και άλλα τέτοια.
            Η κυβέρνηση για να εκπληρώνει το ρόλο της πρέπει να είναι πολιτική, όπως πολιτικές είναι και οι λύσεις των προβλημάτων. Αν, π.χ., δεν μας ικανοποιεί η σημερινή κυβέρνηση και οι λύσεις που αυτή προωθεί, θα έρθει η ώρα που θα την αλλάξουμε και την θέση της θα πάρει μια άλλη κυβέρνηση, εφόσον πείσει ότι διαθέτει ότι έχει πρόγραμμα που οδηγεί σε καλύτερες λύσεις για την κοινωνική ειρήνη και την κοινωνική συνοχή, που σωστά προέταξε στην παρούσα συγκυρία ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας.

     *Ο Γρηγόρης Τζιοβάρας είναι δημοσιογράφος, περιφερειακός σύμβουλος Θεσπρωτίας στο νέο Περιφερειακό Συμβούλιο Ηπείρου. Η αρθρογραφία του (ανα)δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα: http://topikakaiatopa.blogspot.com/.
(Δημοσιεύτηκε στη "Θεσπρωτική" στις 17.5.2011)