Συνολικές προβολές σελίδας

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Πολωνία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Πολωνία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 6 Απριλίου 2017

Να έμαθε ο Τσίπρας στον Τουσκ πώς «παίζονται οι κουμπάρες»;



«Παιχνίδι χωρίς ειδικούς κανόνες, στο οποίο τα παιδιά παριστάνουν τις νοικοκυρές», είναι η ερμηνεία που δίνει το «Βικιλεξικό» στην έκφραση «παίζουμε τις κουμπάρες» την οποία χρησιμοποίησε ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας στις δηλώσεις που έκανε ενώπιον του προέδρου του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, Ντόναλντ Τουσκ, μετά τη συνάντηση που είχαν στο Μέγαρο Μαξίμου.
Χρειάστηκε να καταφύγω στο λεξικό, καθότι, αν και δεν ήταν η πρώτη φορά που την άκουγα, πρέπει να ομολογήσω δεν γνώριζα σε ποιο ακριβώς παιχνίδι αντιστοιχεί η συγκεκριμένη έκφραση. Η αλήθεια, μάλιστα, είναι ότι μετά τη διαδικτυακή αναζήτηση που έκανα, αλλά και τις σχετικές ερωτήσεις που υπέβαλα στον περίγυρο μου, δεν μπορώ να πω ότι διαφωτίστηκα επαρκώς για το πως παίζεται.
«Ρώτησε τον Τσίπρα, αυτός θα ξέρει…», ήταν η πιο συχνή απάντηση που έλαβα στα ερωτήματά μου. Ενώ ορισμένοι από εκείνους στους οποίους αποτάθηκα, με μάλλον κακεντρεχή διάθεση, με… προέτρεπαν να καταφύγω στη μετάφραση με την οποία αποδίδεται η πρωθυπουργική έκφραση στα αγγλικά ή στα πολωνικά που είναι η μητρική γλώσσα του Ντ. Τουσκ. Επειδή και το ένα και το άλλο –να ρωτήσω, δηλαδή, τον πρωθυπουργό και να βρω την πολωνική μετάφραση- δεν ήταν εύκολη υπόθεση, προτίμησα να διαβάσω ξανά και ξανά τα όσα ειπώθηκαν στις κοινές δηλώσεις των δύο πολιτικών ανδρών.
«Διαρκώς έχουμε καλά νέα, αλλά στο παρά πέντε βλέπουμε κάποιους να προσπαθούν να μεταφέρουν τα “γκολπόστ”, να μεταφέρουν τον στόχο λίγο παραπέρα. Και επειδή εδώ δεν παίζουμε ένα παιχνίδι, όπως παίζαμε όταν ήμασταν μικροί, που παίζαμε τις “κουμπάρες”, εδώ παίζουμε με το μέλλον ενός ολόκληρου λαού, αυτό πρέπει να σταματήσει», είπε ο Έλληνας πρωθυπουργός.
Σε άλλη αποστροφή του λόγου του, μάλιστα, ο ίδιος ζήτησε επιτακτικά «να τελειώσει εδώ αυτή η ατέρμονη και ατελείωτη διαπραγμάτευση», δικαιώνοντας όλους όσοι ασκούν κριτική για τις καθυστερήσεις στο κλείσιμο της αξιολόγησης με το επιχείρημα ότι πλήττεται βαρύτατα η ελληνική οικονομία. Διότι, όπως συμπλήρωσε ο άνθρωπος που μέχρι πρότινος χαρακτήριζε «χρήσιμο ηλίθιο» και «υπερασπιστή του ΔΝΤ και του Σόιμπλε» όποιον ψέλλιζε κάτι ανάλογο, «κάθε μέρα που περνάει επιβαρύνει την ελληνική οικονομία και δημιουργεί ζημιές, θα έλεγα, καταστρέφοντας όλα όσα με τόσο μεγάλο κόπο ο ελληνικός λαός έχει καταφέρει και αυτό το δικαίωμα δεν το έχει κανείς».
Θέλοντας, εξάλλου, να αποκτήσει ακόμη πιο δραματική διάσταση ο λόγος του, εμφανίστηκε να δίνει τελεσίγραφο στον συνομιλητή του, ζητώντας σύγκληση της Συνόδου των κρατών-μελών του ευρώ: «Είχα την υποχρέωση να θέσω στον Πρόεδρο τις ανησυχίες μου ότι εάν, παρά τις προβλέψεις, αυτή η συμφωνία δεν επιτευχθεί την ερχόμενη Παρασκευή στο πλαίσιο αυτού του άτυπου οργάνου, του άτυπου οικονομικού διευθυντηρίου της Ευρώπης, του Eurogroup, θα πρέπει να αναληφθούν πρωτοβουλίες σε ένα ανώτερο επίπεδο, ώστε να έχουμε θετική εξέλιξη», είπε.
Με τόσο υψηλούς τόνους, θα περίμενε κανείς από τον Ευρωπαίο αξιωματούχο που βρισκόταν στο απέναντι πόντιουμ να επιδείξει ανάλογη ανησυχία. Δεν είναι, άλλωστε, και το πλέον σύνηθες να στέλνεται ένα τέτοιο τελεσίγραφο. Παραδόξως, όμως, ο πολύπειρος Πολωνός, ο οποίος πρόσφατα αντιμετώπισε την απαίτηση των λαϊκιστών που έχουν τη διακυβέρνηση της χώρας του να μην ανανεωθεί η θητεία του στην προεδρία της ΕΕ, με αποτέλεσμα να είναι οι συμπατριώτες του οι μόνοι από τους 27 που τον καταψήφισαν, αντέδρασε με απόλυτη ψυχραιμία.
Επιστράτευσε ορισμένες μάλλον «παρηγορητικές» διατυπώσεις, όπως το «κάθε ημέρα φτάνουμε πιο κοντά σε μια συμφωνία» ή το «ελπίζω ότι θα είμαστε σε θέση να καταλήξουμε σε μια συμφωνία την Παρασκευή στο Eurogroup». Αλλά ως εκεί. Γιατί κατά τα λοιπά δεν έδειξε να… τρομάζει από την ένταση των λόγων του Αλέξη Τσίπρα ούτε να συμμερίζεται θέσεις, απόψεις και εκτιμήσεις για τα κινούμενα «γκολπόστ» ή το παιχνίδι με τις «κουμπάρες».
«Θέλω να υπογραμμίσω ότι η ευθύνη επίτευξης της συμφωνίας αυτής είναι κάτι το οποίο μοιραζόμαστε όλοι όσοι συμμετέχουμε σε αυτή τη διαδικασία», είπε ο Ντ. Τουσκ. Και με την ίδια ψυχραιμία ξέκοψε τη συζήτηση για σύγκληση έκτακτης Συνόδου, αρνούμενος, όπως με διπλωματικό τρόπο σχολίασε, να απαντήσει επί υποθετικών αρνητικών σεναρίων. «Εγώ θα κάνω τη δουλειά μου, ξέρω τις υποχρεώσεις μου, ξέρω τα εργαλεία που έχω στη διάθεσή μου. Όμως, αυτή τη στιγμή, αυτό που θέλω να κάνω μαζί με τον πρωθυπουργό Αλέξη Τσίπρα είναι να υποστηρίξω τους συναδέλφους μας να φτάσουν σε μια συμφωνία την Παρασκευή», κατέληξε.
Η συγκεκριμένη κατάληξη μού δημιούργησε την υποψία ότι πιθανότατα ο Έλληνας πρωθυπουργός είχε εξηγήσει στον Πολωνό πολιτικό πως παίζεται το παιχνίδι με τις «κουμπάρες» στην εκδοχή της… σκληρής διαπραγμάτευσης. Δεν ερμηνεύεται αλλιώς ότι, αφενός, δεν είχε καμία απορία για το παιχνίδι και, αφετέρου, επέδειξε τόσο ψύχραιμη απάθεια ακούγοντας το… δραματικό –ή μήπως δραματοποιημένο;- αφήγημα του συνομιλητή του. Σε μια δεύτερη απόδοση, άλλωστε, το «παίζουμε τις κουμπάρες» έχει, πάλι κατά το «Βικιλεξικό», την έννοια του «κοροϊδευόμαστε, αντιμετωπίζουμε ένα θέμα ειρωνικά».

Τετάρτη 11 Μαρτίου 2015

Σπάταλος επικοινωνιακός ακτιβισμός



            Στην εγχώρια δημοσιότητα που δικαιολογημένα κατακλύζεται το τελευταίο από τις (υποτιθέμενες) διαπραγματεύσεις της κυβέρνησης με τους Ευρωπαίους εταίρους, που κάνουν αρκετούς στο εξωτερικό να δυσανασχετούν, πλην όμως προκαλούν... ρίγη ενθουσιασμού στους -γνωστούς για το... ανοιχτό και εξωστρεφές πνεύμα- Έλληνες ιεράρχες, κατάφερε και βρήκε λίγο χώρο η “ιστορία” του επιχειρηματικού εγχειρήματος ενός συμπατριώτη μας, ο οποίος αποφάσισε να αναβιώσει μια πασίγνωστη κατά το παρελθόν ελληνική εταιρική επωνυμία ηλεκτρικών συσκευών.
            Από μια πρώτη άποψη πρόκειται για μια πολύ αξιέπαινη προσπάθεια. Γιατί ποιος, αλήθεια, δεν θα ενθουσιαζόταν διαβάζοντας ή ακούγοντας ότι σε καιρούς κρίσης ένα εμβληματικό ελληνικό brand name επανέρχεται για να ανταγωνιστεί τα εισαγόμενα προϊόντα, που το είχαν εξοβελίσει παλαιότερα από την εγχώρια αγορά, και -γιατί όχι- να κατακτήσει και τις αγορές των γειτονικών χωρών;
            Σε μια δεύτερη, όμως, ανάγνωση της συγκεκριμένης επιχειρηματικής ιστορίας -που τα ονόματα δεν έχουν σημασία, γιατί στόχος τούτου του σημειώματος δεν είναι η διαφήμιση ή η δυσφήμιση της κατά τα λοιπά φιλόδοξης εταιρικής απόπειρας- προκύπτει ότι τα πράγματα δεν είναι τόσο ενθουσιώδη όσο τουλάχιστον φαίνονται εκ πρώτης.
            Ο επιχειρηματίας ο οποίος ανέλαβε το ρίσκο του εγχειρήματος, δεν κρύβει ότι τα προϊόντα που παράγει η επιχείρησή του και απευθύνονται στους Έλληνες καταναλωτές, κατασκευάζονται εξ ολοκλήρου στην Πολωνία. Στην πραγματικότητα, δηλαδή, οι ηλεκτρικές συσκευές που διεκδικούν την προτίμησή μας, το μόνο ελληνικό που διαθέτουν είναι η... νοσταλγική επωνυμία.
            Ο λόγος που συμβαίνει αυτό, που υποχρεώνεται δηλαδή μια ελληνική επιχείρηση να εισάγει έτοιμα τα προϊόντα της από εργοστάσιο του εξωτερικού έχει να κάνει με το κόστος παραγωγής, το οποίο βεβαίως επηρεάζεται από αρκετούς παράγοντες, ένας από τους οποίους -αλλά προφανώς όχι ο μοναδικός- είναι και το ύψος του μισθού των εργαζομένων. 
            Σε μια από τις συνεντεύξεις του ο ιδιοκτήτης της εταιρίας υποστήριξε ότι αν οι ίδιες συσκευές κατασκευαζόταν στην Ελλάδα, η λιανική τιμή πώλησής τους θα ήταν διπλάσια από εκείνη στην οποία διατίθενται στην ελληνική αγορά οι συσκευές που παράγονται στο πολωνικό εργοστάσιο. Και άρα, το κόστος παραγωγής προϊόντων του ίδιου σήματος στην Ελλάδα είναι απαγορευτικό.
            Η περίπτωση του συγκεκριμένου επιχειρηματικού εγχειρήματος δεν είναι, φυσικά, η μόνη, αφού πάμπολλες εταιρίες παράγουν τα “ελληνικά” προϊόντα τους εκτός Ελλάδος και χωρίς την παραμικρή εγχώρια προστιθέμενη αξία. Αποτελεί, ωστόσο, την επιτομή της βαθιάς και γι΄ αυτό αξεπέραστης κρίσης που διατρέχει την ελληνική οικονομία και εκφράζεται με το διπλό έλλειμμα -το εμπορικό και το δημοσιονομικό- καθώς και με την υψηλή ανεργία.
            Είναι ακριβώς τα χρόνια προβλήματα του ασθενικού παραγωγικού μοντέλου που μας οδήγησαν στο Μνημόνιο και που παρά την παρά την πενταετή μνημονιακή μέγγενη όχι μόνον δεν περιορίστηκαν αλλά επιτάθηκαν. Σε πείσμα, μάλιστα, όσων υπολόγιζαν ότι η βίαιη εσωτερική υποτίμηση που μας επιβλήθηκε θα οδηγούσε στην ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας με μόνο απτό και ουσιώδες μέτρο τον (εύκολο στην εφαρμογή) περιορισμό των εισοδημάτων και κατά βάση εκείνων της μισθωτής εργασίας.    
             Στην παρούσα φάση, αν έχει κάποια αξία μια τέτοια συζήτηση είναι για να καταδείξει τον εντελώς λάθος τρόπο με τον οποίο γίνονταν και, δυστυχώς, εξακολουθούν να γίνονται οι διαβουλεύσεις, οι διαπραγματεύσεις, ακόμη και οι συγκρούσεις των ελληνικών κυβερνήσεων με τους Ευρωπαίους εταίρους της χώρας.
            Η νέα κυβέρνηση, αντί να διδαχθεί από τα εγκληματικά λάθη των προκατόχων της, που αρνούνταν πεισματικά να κάνουν ουσιαστικές μεταρρυθμίσεις στο δημόσιο και επιδίδονταν σε μικροδιευθετήσεις, όπως η μεταφορά της Δημοτικής Αστυνομία στην ΕΛ.ΑΣ. ή η χωρίς δημοσιονομικό όφελος της προκοπής πεισματική επιμονή στην απόλυση των καθαριστριών του υπουργείου Οικονομικών, καταφεύγει σε έναν ακόμη πιο σπάταλο επικοινωνιακό ακτιβισμό, επιτείνοντας τα ουσιαστικά προβλήματα της ελληνικής οικονομίας.
            Αντί να αξιοποιήσει τη νεανική ορμή που την διακρίνει και το θετικό ευρωπαϊκό momentum για να απαιτήσει -σε αληθινή συμμαχία με τις χώρες του Νότου- τη χρηματοδότηση ενός γενναίου προγράμματος ενίσχυσης των επενδύσεων και καταπολέμησης της ανεργίας, η κυβέρνηση σπαταλάει κρίσιμο χρόνο και διαπραγματευτική ισχύ για ένα “πουκάμισο αδειανό”, όπως στην πραγματικότητα είναι οι “ευφημισμοί”, οι “ασάφειες” και οι “μετονομασίες”, για τις οποίες, εξάλλου, ελάχιστοι Έλληνες ενδιαφέρονται.
            Μπορεί να είναι μια κυβέρνηση μόλις σαρανταπέντε ημερών και δικαιολογημένα τα στελέχη της να υποστηρίζουν ότι δεν μπορεί κανείς να έχει απαίτηση να κάνουν όσα δεν έκαναν οι προηγούμενοι, πλην, όμως, τα περισσότερα από όσα γίνονται από την επομένη των εκλογών, μαρτυρούν παντελή έλλειψη προετοιμασίας για τη διακυβέρνηση που δεν μπορεί να καλυφθεί από τους επικοινωνιακούς ακτιβισμούς.
            Με εξαίρεση, άλλωστε, τον τομέα της επικοινωνίας, στον οποίο η νέα κυβέρνηση παίρνει άριστα, αφού, βοηθούσης και της -παραδόξως;- θετικής προαίρεσης των μέσων ενημέρωσης, έχει επικρατήσει πλήρως των αντιπάλων της, σχεδόν παντού αλλού -από το Μεταναστευτικό και την Παιδεία έως τα δημόσια οικονομικά ή τις σχέσεις με εχθρούς και φίλους- η χώρα μοιάζει να πορεύεται χωρίς πυξίδα και προσανατολισμό.