Συνολικές προβολές σελίδας

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ποτάμι. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ποτάμι. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 24 Νοεμβρίου 2023

Σε ποιον ανήκουν οι έδρες και ποιοι είναι οι «αποστάτες»

«Oι βουλευτές αντιπροσωπεύουν το Έθνος», ορίζει ρητά και απερίφραστα το Σύνταγμα της Ελλάδος (άρθρο 51, παραγρ. 2) και κάποιος πρέπει να αναλάβει να το πει στον Στέφανο Κασσελάκη, ο οποίος μάλλον το αγνοεί, παρότι εξέπνευσε το δίμηνο της περιόδου χάριτος που είχε ζητήσει ο ίδιος για να μάθει να εκφράζεται στα ελληνικά και να έχει έγκυρη άποψη για την πολιτική μας πραγματικότητα.

Αν το ήξερε ο αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ και κυρίως αν το σεβόταν, δεν θα ζητούσε, ούτε ο ίδιος, ούτε ο περίγυρος του που λειτουργεί και ως υποβολέας, να παραδώσουν τις έδρες οι βουλευτές που εγκαταλείπουν το κόμμα του επειδή αισθάνονται ότι έχουν διαρραγεί οι πολιτικοί, ψυχολογικοί και ανθρώπινοι δεσμοί που είχαν μαζί του.

Χωρίς την παραμικρή διάθεση εκ μέρους μου να δικαιολογηθούν όλες οι κινήσεις και οι πρωτοβουλίες εκείνων που αποχωρούν από την Κουμουνδούρου, ειλικρινά απορώ πως θα μπορούσαν να έμεναν κάτω από την ίδια στέγη πολιτικά στελέχη τα οποία επικρίνονται από την ηγετική ομάδα του κόμματός τους ότι λειτουργούν ως «πέμπτη φάλαγγα».

Το ότι οι αποχωρούντες είχαν νωρίτερα χρησιμοποιήσει βαρύτατες εκφράσεις (περί Τραμπ, Μπέπε Γκρίλλο, φυτευτού αρχηγού κλπ) δεν αρκεί για να δικαιολογηθεί η επιθετικότητα με την οποία αντέδρασε η ομάδα Κασσελάκη που έχει να ηνία στην Κουμουνδούρου. Διότι, όποια άποψη και αν έχει κανείς για την κυβερνητική θητεία του Ευκλείδη Τσακαλώτου, δύσκολα θα μπορούσε να τον φανταστεί να παραμένει στις «γραμμές» ενός κόμματος που ο αρχηγός του δηλώνει δημοσίως ότι «η εποχή που ο ΣΥΡΙΖΑ κυβερνούσε με Τσακαλώτους και Κατρούγκαλους έχει λήξει».

Υπό αυτό το πρίσμα, χρειάζεται πολύ μεγάλο θράσος για να χαρακτηρίζει κάποιος «αποστάτες» βουλευτές που ανεξαρτητοποιούνται από ένα κόμμα που δεν τους θέλει και δεν το θέλουν. Το θράσος γίνεται απύθμενο όταν αυτούς τους χαρακτηρισμούς εκστομίζουν στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος είναι το κόμμα που επιδόθηκε στη μαζικότερη αποστασία βουλευτών της μεταπολιτευτικής περιόδου. Και το έκανε με μοναδική επιδίωξη να διατηρηθεί στην εξουσία σχηματίζοντας κυβέρνηση – «κουρελού» με πολιτικά ρετάλια που προσεταιρίστηκε από σχεδόν όλες τις πτέρυγες της Βουλής.

Για όσους ενδεχομένως διαθέτουν κοντή μνήμη, ή απλώς δεν θυμούνται, χρειάζεται να επισημανθεί το γεγονός ότι, για να σχηματιστεί η πλειοψηφία η οποία επέτρεψε τον Ιανουάριο του 2019 να περάσει από τη Βουλή η περίφημη Συμφωνία των Πρεσπών και να μην πέσει η τότε κυβέρνηση, ο Αλέξης Τσίπρας διέλυσε τις κοινοβουλευτικές ομάδες των ΑΝΕΛ και του Ποταμιού και έπληξε τη συμπαράταξη ΠΑΣΟΚ – ΔΗΜΑΡ αποσπώντας τον Θ. Θεοχαρόπουλο.

Νωρίτερα είχε ανενδοίαστα ενσωματώσει στο κόμμα του βουλευτές που είχαν αποσκιρτήσει από τους ΑΝΕΛ, την Ένωση Κεντρώων (ποιος θυμάται την κυρία Θεοδώρα Μεγαλοοικονόμου;), αλλά ακόμη και από τη Νέα Δημοκρατία: η κυρία Κατερίνα Παπακώστα έγινε με απόφαση του κ. Τσίπρα η πρώτη και μόνη βουλευτής που είχε εκλεγεί με την αξιωματική αντιπολίτευση και έγινε στην ίδια κοινοβουλευτική περίοδο υφυπουργός με το αντίπαλο κυβερνών κόμμα!

Κακά τα ψέματα, μετά τη διαβόητη «Αποστασία» της περιόδου 1965 – 1966, οπότε ανετράπη ο εκλεγμένος πρωθυπουργός και οι βουλευτές της πλειοψηφίας, ενδίδοντας σε εξαγορές, στήριξαν άλλες κυβερνητικές λύσεις, ο μόνος πρωθυπουργός ο οποίος διατήρησε το αξίωμα του χάρις σε αποστάτες ήταν ο Αλέξης Τσίπρας.

«Αποστασία», άλλωστε, για να μην χάνουμε την έννοια των λέξεων και της πολιτικής ορολογίας, είναι όταν κάποιοι αποσπώνται από την παράταξή τους και περνούν στην απέναντι πολιτική όχθη στηρίζοντας την εξουσία των αντιπάλων τους.

Ανεξάρτητα, πάντως, από την προαναφερθείσα συνταγματική διάταξη που ρητά κατοχυρώνει το δικαίωμα των βουλευτών να «αντιπροσωπεύουν το Έθνος» και, άρα, να πολιτεύονται χωρίς να δίνουν λόγο όχι μόνον στο κόμμα με το οποίο κατέβηκαν στις εκλογές, αλλά ούτε καν στους ψηφοφόρους που τους ψήφισαν, δεν μπορεί να γίνεται λόγος για αποστασία στην περίπτωση των 9+2 μελών της Εθνικής Αντιπροσωπείας οι οποίοι εξελέγησαν τον περασμένο Ιούνιο με τον ΣΥΡΙΖΑ και σχεδιάζουν να σχηματίσουν τις επόμενες ημέρες τη δική τους Κοινοβουλευτική Ομάδα.

Είναι αναφαίρετο δικαίωμα τους, το οποίο δεν θα μπορούσε να τους αμφισβητηθεί ακόμη και αν επέλεγαν να παραμείνουν ανεξάρτητοι. Όπως και να έχει, τα καταστατικά των κομμάτων που, σε κάποιες περιπτώσεις, περιέχουν ρυθμίσεις με τις οποίες επιχειρείται να δεσμευτούν οι βουλευτές ότι θα παραιτούνται της έδρας τους όταν έρχονται σε διαφωνία με την ηγεσία τους, δεν έχουν την παραμικρή αξία.

Αυτό ισχύει πρωτίστως από νομικής άποψης, γεγονός που βεβαίως καθιστά απλά κουρελόχαρτα διάφορες δήθεν υπεύθυνες δηλώσεις που υποχρεώνονται να υπογράψουν υποψήφιοι βουλευτές -όχι μόνον από τον ΣΥΡΙΖΑ- κυρίως πριν από τις εκλογές.

Αλλά και από την ηθική και πολιτική διάσταση του θέματος, στις περισσότερες περιπτώσεις το δίκαιο είναι με το μέρος των βουλευτών και όχι των κομματικών ηγεσιών. Πολύ περισσότερο που δύσκολα μπορεί να ισχυριστεί κανείς ότι τα κόμματα στη χώρα μας, μάλλον χωρίς εξαίρεση, λειτουργούν με τήρηση των κανόνων της δημοκρατικής λειτουργίας. Και αυτό δεν αφορά μόνον το κόμμα του κ. Κασσελάκη.

Δυστυχώς, ο «κανόνας» που ισχύει στην πράξη ακόμη και για κόμματα, όπως ο -προ Κασσελάκη- ΣΥΡΙΖΑ, στα οποία ήταν εμφανής η λειτουργία τάσεων και ομαδοποιήσεων, στο τέλος εκείνος που αποφασίζει είναι ο αρχηγός. Εκείνος καθορίζει τη γραμμή και συγκροτεί την ηγετική ομάδα. Προνόμιο του θεωρείται η στελέχωση των ψηφοδελτίων, αλλά και η σύγκληση των κομματικών οργάνων. Για να μην αναφερθούμε στις αντιδημοκρατικές φαεινές ιδέες της «παρέας Κασσελάκη» περί εσωτερικών δημοψηφισμάτων για την επιβολή πειθαρχικών ποινών ή περί «Πολιτικού Κέντρου», που έρχονται και πάνε κατά πως βολεύουν την «παρέα».

Είναι, λοιπόν, ώρα να σταματήσει η «καραμέλα» περί «αποστατών» που έτσι κι αλλιώς είναι λιωμένη γιατί ουδείς την παίρνει στα σοβαρά. Οι πολίτες όταν πηγαίνουν στις κάλπες δεν ψηφίζουν μόνον κόμματα. Επιλέγουν και βουλευτές οι οποίοι πρέπει να έχουν άποψη και προσωπικότητα. Και να μην είναι απλώς «στρατιωτάκια ακούνητα, αμίλητα, αγέλαστα…».

Παρασκευή 24 Μαρτίου 2023

«Η κόλαση είναι οι… άλλοι» ή «ενός Πολάκη μύριοι Γκλέτσοι έπονται»

Όταν το 2014 ο Σταύρος Θεοδωράκης πήρε την πρωτοβουλία να ιδρύσει το «Ποτάμι», έναν μετριοπαθή πολιτικό σχηματισμό που έστελνε μηνύματα καταλλαγής απέναντι στην αφόρητη οξύτητα που είχε δημιουργήσει η μνημονιακή επέλαση, οι ένθεν κακείθεν φανατικοί ξιφουλκούσαν εναντίον του, καταμαρτυρώντας του τα μύρια όσα, κυρίως μέσα από την ανωνυμία του Διαδικτύου.

Σφοδρότεροι επικριτές του ήταν οι τότε επελαύνοντες προς την εξουσία φίλοι και οπαδοί του ΣΥΡΙΖΑ που δεν εννοούσαν να χωνέψουν τον πιθανολογούμενο κίνδυνο ότι ίσως έχαναν τα λάφυρα που προσδοκούσαν να τους επιφέρει η επερχόμενη εκλογική νίκη. 

Παρά ταύτα, μάλλον αφελώς σκεπτόμενος, ο Θεοδωράκης έτρεφε την αυταπάτη ότι μετά τις εκλογές του Ιανουαρίου του 2015 ο Αλέξης Τσίπρας, που δεν είχε αυτοδύναμη πλειοψηφία, θα τον προτιμούσε ως κυβερνητικό εταίρο.

Φυσικά, ο αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ προτίμησε τους ΑΝΕΛ του Πάνου Καμμένου. Με τους οποίους, άλλωστε, μοιράζονταν πολύ περισσότερα από όσα κοινά θα μπορούσε να βρει ο Τσίπρας στους «ποταμίσιους».

Με τον Καμένο μοιράζονταν πρωτίστως τις λαϊκίστικες διακηρύξεις περί κατάργησης του Μνημονίου «με ένα νόμο και ένα άρθρο». Αλλά και την ασύμμετρη μισαλλοδοξία εναντίον των μνημονιακών «εχθρών», χωρίς τους οποίους δεν θα είχαν έρεισμα ύπαρξης ούτε ο ΣΥΡΙΖΑ ούτε οι ΑΝΕΛ.

Το σκηνικό επαναλήφθηκε και μετά την εκλογική αναμέτρηση του Σεπτεμβρίου του 2015 που ακολούθησε την μεγάλη κωλοτούμπα των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ οι οποίοι χωρίς αιδώ μετέτρεψαν σε «ναι» το «όχι» του δημοψηφίσματος, υπογράφοντας το τρίτο και δυσμενέστερο Μνημόνιο.

Ο Θεοδωράκης ανέμενε και πάλι ματαίως πρόσκληση από την Κουμουνδούρου. Η οποία δεν ήρθε ποτέ αφού ο συνεταιρισμός Τσίπρα - Καμμένου είχε ακόμη πολύ μέλλον μπροστά του.

Έπρεπε να έρθει η ώρα να περάσει από τη Βουλή η διαβόητη Συμφωνία των Πρεσπών και να κορυφωθούν τα τσαλίμια του αρχηγού των ΑΝΕΛ για να αναγνωρίσει ο Τσίπρας τη χρησιμότητα του «Ποταμιού». 

Επιφυλάσσοντας στο κόμμα του ρόλο ανταλλακτικού δεκανικιού στην καταρρέουσα κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, ο επικεφαλής του «Ποταμιού» επιτάχυνε την προϊούσα φθορά στην οποία είχε μπει ο φέρελπις σχηματισμός που είχε ιδρύσει πέντε χρόνια νωρίτερα.

Η συνέχεια ήταν, εν πολλοίς, αναμενόμενη. Ο Τσίπρας εξαργύρωσε πολιτικά τα όποια οφέλη θα μπορούσαν να υπάρξουν από μια Συμφωνία, όπως υπογράφηκε στις Πρέσπες με τις ευλογίες της Ε.Ε. και των ΗΠΑ. Ενώ ο Θεοδωράκης επιφορτίστηκε μόνον με ζημία, η οποία μάλιστα απεδείχθη τόσο μεγάλη ώστε να τερματιστεί πολύ άδοξα η πολιτική διαδρομή την οποία διέγραψε το «Ποτάμι».

Η όψιμη αναγνώριση της καλής του διάθεσης από τους παλαιούς σφοδρούς επικριτές του δεν διέσωσε τον πολιτικό Σταύρο Θεοδωράκη. Οπότε, η επιστροφή του εκεί που το ταλέντο του ήταν αδιαμφισβήτητο, δηλαδή στη δημοσιογραφία και στις πετυχημένες τηλεοπτικές εκπομπές μέσα από τις οποίες αναδείχθηκε, ήταν μοιραία εξέλιξη για εκείνον.

Εξίσου μοιραία, όμως, είναι, όπως φάνηκε, και η επανάληψη των χυδαίων επιθέσεων εναντίον του την οποία εξαπέλυσε ένας ολόκληρος στρατός διαδικτυακών χουλιγκάνων μόλις έγινε γνωστό ότι πήρε συνέντευξη από τον πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη για την τραγωδία των Τεμπών. 

Μπορεί τα λάφυρα της εξουσίας να μην είναι τόσο ορατά όσο ήταν πριν από οκτώ χρόνια, δεν παύουν όμως να ανεβάζουν την αδρεναλίνη όσων τα ορέγονται.

Πριν καν μεταδοθεί η εκπομπή, τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης είχαν κατακλυσθεί από ρυπαρές αναρτήσεις ανώνυμων και επώνυμων τρολ για υποτιθέμενο «ξέπλυμα του Μητσοτάκη». Λες και ο ρόλος του δημοσιογράφου είναι να βασανίζει τον συνομιλητή του για να ομολογήσει και δεν περιορίζεται στην υποβολή ερωτήσεων και ο συνεντευξιαζόμενος κρίνεται από τις απαντήσεις που δίνει. 

Οι αντιδράσεις συνεχίστηκαν και μετά την μετάδοση της εκπομπής, αλλά τα περισσότερα από όσα γράφηκαν μαρτυρούσαν ότι η πλειονότητα των επικριτών δεν την είχαν δει.

Το πιο εξοργιστικά ενδιαφέρον, ωστόσο, ήταν ότι όταν ο Σταύρος Θεοδωράκης διευκρίνισε πως ανάλογη εκπομπή είχε συμφωνήσει να κάνει και με τον αρχηγό του ΣΥΡΙΖΑ Αλέξη Τσίπρα, οι φίλοι του τελευταίου -και ανάμεσα τους και δημοσιογράφοι που παριστάνουν τους επαγγελματίες!- εξεμάνησαν, φθάνοντας μέχρι του σημείου να καλούν τον πρώην πρωθυπουργό να μην ανταποκριθεί στο αίτημα του δημοσιογράφου.

Τέτοια είναι η… δημοκρατικότητα και η… δεοντολογική προσήλωση που χαρακτηρίζει μια πλειάδα συμπολιτών μας οι οποίοι, κατά τα άλλα, κήδονται δήθεν του κύρους της χώρας και τάχατες εξεγείρονται επειδή μια οργάνωση, η οποία εμφορείται από τις ίδιες με εκείνους ιδέες, έχει κατατάξει την Ελλάδα στην 108η θέση από την άποψη της ελευθερίας της ενημέρωσης.

Δεν μπορώ να προβλέψω αν τελικώς ο κ. Τσίπρας θα δώσει συνέντευξη στον Σταύρο Θεοδωράκη. Αν κρίνω από την κατάληξη που είχε η «σύγκρουση» του με τον Παύλο Πολάκη, εκτιμώ ότι θα ενδώσει στις απαιτήσεις του οπαδικού στρατού του και πιο συγκεκριμένα όλων εκείνων που επέβαλαν την επιστροφή στο ψηφοδέλτιο των Χανίων του πρώην αναπληρωτή υπουργού Υγείας. Χωρίς φυσικά ο αποκληθείς και «αψύς Σφακιανός» να μεταμεληθεί ή να αναιρέσει στο παραμικρό τη στοχοποίηση όσων ο ίδιος θεωρεί ότι αντιστρατεύονται τον ισοπεδωτικό λαϊκισμό και την ολοκληρωτική αντίληψη που χαρακτηρίζουν τον ίδιο και -δυστυχώς- το πολυπληθές ακροατήριό του.

Το γεγονός ότι αμέσως μετά το συγχωροχάρτι το οποίο εξασφάλισε ο Πολάκης, τη σκυτάλη της στοχοποίησης όσων δεν συμφωνούν με τον ΣΥΡΙΖΑ παρέλαβε -αδαπάνως, μέχρι στιγμής- ο «πολύς» Απόστολος Γκλέτσος, συνιστά τρανή απόδειξη ότι το εγχείρημα της υποτιθέμενης στροφής Τσίπρα προς το Κέντρο μπήκε στη ναφθαλίνη. 

Το τζίνι της τοξικής εχθροπάθειας έχει βγει από το μπουκάλι και κυκλοφορεί ανεξέλεγκτο και ασύδοτο.

Ο διάσημος Γάλλος φιλόσοφος είχε πολύ παραστατικά περιγράψει τέτοιες καταστάσεις με τη μνημειώδη ρήση σύμφωνα με την οποία «η κόλαση είναι οι… άλλοι». 

Ενδεχομένως, αν ζούσε στην Ελλάδα του 2023 και καλείτο να περιγράψει τον κυκεώνα μέσα στον οποίο θα διανύσουμε τη δίμηνη προεκλογική περίοδο που έχουμε μπροστά μας κατά πάσα πιθανότατα θα αναφωνούσε ότι «ενός Πολάκη μύριοι Γκλέτσοι έπονται»…

Πέμπτη 24 Ιανουαρίου 2019

«To φυλάξαι τ’ αγαθά χαλεπώτερον του κτήσασθαι»


            Ο Σταύρος Θεοδωράκης, ο Πάνος Καμμένος και ο Βασίλης Λεβέντης ανήκουν στις γενιές οι οποίες διδαχθήκαμε αρχαία ελληνικά. Και σίγουρα ένα από κείμενα που, έστω και ακροθιγώς, θα τους έχουν διδάξει οι δάσκαλοί τους πρέπει να ήταν οι «Ολυνθιακοί Λόγοι» του Δημοσθένη, ο πρώτος από τους οποίους περιλαμβάνει ένα από τα πλέον εύγλωττα αποφθέγματα: τη διαχρονική και αιώνια επίκαιρη ρήση, σύμφωνα με την οποία «τo φυλάξαι τ’ αγαθά χαλεπώτερον του κτήσασθαι».
            Ο διασημότερος ρήτορας της αρχαίας ελληνικής πραγματικότητας, προσπαθώντας να παροτρύνει τους συμπολίτες του Αθηναίους να αντισταθούν στις επεκτατικές διαθέσεις του βασιλιά της Μακεδονίας Φιλίππου, επικαλείται την επιθυμία των ανθρώπων να είναι ελεύθεροι, παρά δούλοι, επισημαίνοντας (σε απόδοση στη νέα ελληνική) τα εξής:
«Και μα τον Δία, αυτό δεν είναι καθόλου απίθανο· γιατί για τους ανοήτους η παρ αξίαν ευτυχία γίνεται αφορμή να μη σκέφτονται σωστά· γι αυτό, πολλές φορές συμβαίνει να είναι δυσκολότερη η διατήρηση των αγαθών παρά η απόκτησή τους».
            Αναφέρεται, δηλαδή, ο Δημοσθένης σε εκείνους που γεύονται την «παρ΄ αξίαν ευτυχία» με αποτέλεσμα «να μη σκέφτονται σωστά». Και, επαναπαυόμενοι σε αυτά που έχουν, αδυνατούν να αντιληφθούν ότι «η διατήρηση των αγαθών είναι δυσκολότερη από την απόκτησή τους».
Πρόκειται, αναμφισβήτητα, για μια συμπυκνωμένη σκέψη η οποία τυγχάνει γενικής εφαρμογής: από τον πλούτο σε γνώσεις, που, αν δεν καλλιεργούνται, χάνονται έως τον πλούτο σε υλικά αγαθά που μπορεί να σπαταληθούν ή να εξανεμιστούν με πολύ μεγαλύτερη ευκολία από εκείνη που κατέβαλλε κάποιος για να τα συσσωρεύσει.
Το ίδιο, προφανώς, ισχύει και για τα πολιτικά κέρδη. Η ίδρυση ενός νέου πολιτικού φορέα, ιδίως στις εποχές της μεγάλης κρίσης που ξεκίνησε μετά το 2009, ήταν, σε σχέση τουλάχιστον με το παρελθόν, μια εύκολη διαδικασία.
Η χρεοκοπία της χώρας στα χέρια των παραδοσιακών δυνάμεων, έφθειρε τις δύο μεγάλες παρατάξεις και μια σημαντική μερίδα συμπολιτών μας, αλαφιασμένοι από το ότι αισθάνθηκαν ότι τους έπεσε ο ουρανός στο κεφάλι, ένοιωσαν την ανάγκη να τιμωρήσουν σκληρά τα παλαιά κόμματα.
Στράφηκαν, γι΄ αυτό σε νέους σχηματισμούς, αδιαφορώντας πολλές φορές για την πραγματικότητα που βοούσε ότι ένας ικανός αριθμός από όσους εμφανίζονταν ως νέοι δεν ήταν ούτε άσπιλοι ούτε  αμόλυντοι.
Πολύ περισσότερο που σε ορισμένες περιπτώσεις το νέο δεν ήταν παρά απλή μεταμόρφωση του παλαιού και το μόνο που το διαφοροποιούσε από τους υπολοίπους ήταν ότι όσοι το απάρτιζαν λειτούργησαν σαν τους ποντικούς που εγκαταλείπουν πρώτοι το σκάφος που ναυαγεί και κινδυνεύει να βουλιάξει.
Εξαιρώντας τη Χρυσή Αυγή που αποτελεί μια ξεχωριστή ιδιαιτερότητα που ξεπήδησε μέσα από την κρίση και χρήζει μεγάλης ανάλυσης, αξίζει να ρίξουμε μια ματιά στις επιδόσεις ορισμένων από τα νεοσύστατα κόμματα που ιδρύθηκαν τον καιρό της χρεοκοπίας.
Στις εκλογές του 2012, οι Ανεξάρτητοι Έλληνες του Πάνου Καμμένου συγκέντρωσαν το εντυπωσιακό 10,31% και εξέλεξαν 33 βουλευτές. Επτά χρόνια μετά και αφού ο αρχηγός και τα στελέχη τους απόλαυσαν τους καρπούς της κυβερνητικής εξουσίας με πάθος που οι προηγούμενοι δεν είχαν επιδείξει, οι ΑΝ.ΕΛ. βολοδέρνουν και ο ηγέτης τους, εκτός κυβέρνησης πια, προσπαθεί να επιβιώσει επιδιδόμενος σε βαρύτατες καταγγελίες εναντίον όσων συμπορεύθηκε όλα αυτά τα χρόνια.
Με ένα κόμμα που είχε ιδρύσει μόλις τρεις μήνες νωρίτερα, ο Σταύρος Θεοδωράκης απέσπασε στις ευρωεκλογές του Μαΐου του 2014 ποσοστό 6,61%, εκλέγοντας δύο ευρωβουλευτές. Στις βουλευτικές κάλπες του Ιανουαρίου του 2015 το Ποτάμι, που δεν είχε κλείσει καλά καλά τον πρώτο χρόνο από την ίδρυσή του, διατήρησε περίπου το ίδιο ποσοστό και εκλέγοντας 17 βουλευτές άφησε πίσω του κόμματα, όπως το ΚΚΕ, οι ΑΝ.ΕΛ. και το ΠΑΣΟΚ του Ευάγγελου Βενιζέλου.
Ο Βασίλης Λεβέντης συμμετείχε για περίπου 35 χρόνια σε όλες τις εκλογικές αναμετρήσεις. Όποτε στηνόταν κάλπη, είτε για τη Βουλή, είτε για την Ευρωβουλή, ακόμη και για την Αυτοδιοίκηση, εκείνος έθετε υποψηφιότητα. Και πάντοτε αποτύγχανε παταγωδώς. Ώσπου, τον Σεπτέμβριο του 2015, του άνοιξε η τύχη και η Ένωση Κεντρώων με 3,69% μπήκε στη Βουλή με εννιά βουλευτές.
Οι τρεις τους, δηλαδή ο Πάνος Καμμένος, ο Σταύρος Θεοδωράκης και ο Βασίλης Λεβέντης, φλέρταραν με τη συμμετοχή στη δεύτερη κυβέρνηση που σχημάτισε ο Αλέξης Τσίπρας. Ο τελευταίος επέλεξε τον Πάνο Καμμένο, ο οποίος ταυτίστηκε μαζί του. Αλλά και οι άλλοι δύο δεν απογοητεύτηκαν από την χυλόπιτα που έφαγαν.
Συνέχισαν το φλερτ με την εξουσία, αδιαφορώντας για τις φυγόκεντρες τάσεις στα κόμματά τους. Δυσκολεύονταν –από αλαζονεία ή απειρία;- να αντιληφθούν ότι αφού εκείνοι παζάρευαν με τον Αλέξη Τσίπρα, γιατί να μην κάνουν το ίδιο και τα στελέχη τους; Άλλωστε, για να θυμηθούμε και τον Δημοσθένη, δεν ήταν μόνον εκείνοι που είχαν αποκτήσει την «παρ΄ αξίαν ευτυχία», το ίδιο ίσχυε και για τους συνεργάτες τους.
Ο Αλέξης Τσίπρας που δεν χρειάζονταν πλέον τους αρχηγούς των ΑΝΕΛ, του Ποταμιού και της Ένωσης Κεντρώων, έκανε απευθείας επαφές με την Κουντουρά και τον Κόκκαλη, τη Μεγαλοοικονόμου και τον Παπαχριστόπουλο, τον Δανέλλη και τον Σαρίδη.
Κάπως, έτσι, ο… πλούτος που είχαν αποκτήσει ο Καμμένος, ο Θεοδωράκης και ο Λεβέντης εξανεμίστηκε. Και ο βασικός λόγος γι΄ αυτό είναι ότι δεν είχαν λάβει υπόψη τους τη Δημοσθένεια διδαχή για το πόσο δυσκολότερη από την απόκτηση είναι η διατήρηση των αγαθών.
Υ.Γ.: Ακόμη πιο κραυγαλέο παράδειγμα πολιτικού… νεοπλουτισμού αποτελεί η περίπτωση του Αλέξη Τσίπρα. Μέχρι τώρα, ωστόσο, ο αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ έδειξε ότι μάχεται σκληρά για την διατήρηση των κερδών του. Το αν και πόσα από αυτά θα καταφέρει να διαφυλάξει θα αρχίσουμε να το μαθαίνουμε από αύριο που θα έχει εκπληρώσει και την τελευταία μεγάλη υποχρέωση που έχει αναλάβει έναντι του ξένου παράγοντα και είναι, φυσικά, η υπερψήφιση της Συμφωνίας των Πρεσπών.

Πέμπτη 12 Οκτωβρίου 2017

Έχουν τον διχασμό στο DNA τους



Αν πάρουμε τοις μετρητοίς τα όσα υποστηρίζουν οι κάθε είδους – παραδοσιακοί ή νεόκοποι, αριστεροί, δεξιοί ή κεντρώοι- «δικαιωματιστές», την Τρίτη πέρασε από τη Βουλή ένας πολύ σημαντικός νόμος, ο οποίος διευκολύνει τη ζωή των συμπολιτών μας που είχαν πρόβλημα με τη νομική ταυτότητα του φύλου τους. Και με την ψήφιση της κυβερνητικής νομοθετικής πρωτοβουλίας η Ελλάδα μετατρέπεται σε σύγχρονη ευρωπαϊκή χώρα.
Είναι, όμως, έτσι; Γίναμε, πράγματι, μια από τις χώρες της Ευρώπης που προτάσσουν τα δικαιώματα και μεριμνούν για τον σεβασμό τους; Μπορούμε πια να καταταγούμε στα έθνη στα οποία οι πολιτικοί τους ταγοί συζητούν στο Κοινοβούλιο ακόμη και για «ευαίσθητα» θέματα; Διαθέτουμε πλέον ένα πολιτικό σύστημα που όσοι το απαρτίζουν αντιπαρατίθενται, όταν διαφωνούν, ανταλλάσσουν επιχειρήματα, προσπαθεί ο ένας να πείσει τον άλλο και στο τέλος αναζητούν, όπου είναι δυνατόν, συναινέσεις;
Έχουν καμία σχέση όλα όσα διημείφθησαν τις προηγούμενες ημέρες στο ελληνικό Κοινοβούλιο με την ευρωπαϊκή «κανονικότητα»; Μπορεί να βρει κανείς προηγούμενο σύμφωνα με το οποίο για ένα τόσο σοβαρό θέμα δεν προηγήθηκε διαβούλευση στο πλαίσιο του υπουργικού συμβουλίου; Το συζήτησε, άραγε, ο επισπεύδων υπουργός Δικαιοσύνης Σταύρος Κοντονής με τους υπολοίπους συναδέλφους του στην κυβέρνηση;
Ενδιαφέρθηκε, άραγε,  ο ίδιος ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας να μάθει τις απόψεις -όχι της αντιπολίτευσης αλλά- των στελεχών του κόμματος με το οποίο συγκυβερνά και αρκετά από τα οποία έχει διορίσει συνεργάτες του; Αλήθεια ο υπουργός Άμυνας Πάνος Καμμένος όταν του ζήτησε άδεια για να ταξιδέψει στη Βραζιλία, του εξήγησε γιατί έπρεπε να βρίσκεται τόσο μακριά όταν θα ψηφιζόταν το επίμαχο νομοσχέδιο;
Είναι προφανές ότι τα ερωτήματα είναι ρητορικά και οι απαντήσεις που επιδέχονται είναι αυτονόητες. Ο λόγος που ήρθε και κυρίως ο τρόπος με τον οποίο αυτό το νομοσχέδιο δεν ήταν τίποτε περισσότερο από έναν αποπροσανατολιστικό πυροτέχνημα που η κύρια επιδίωξή του δεν ήταν να θεσπίσει δικαιώματα μιας κοινωνικής κατηγορίας, αλλά να δημιουργήσει προβλήματα στην αντιπολίτευση.
Χωρίς διάθεση για «δίκη προθέσεων», αψευδής μαρτυρία για τις κυβερνητικές στοχεύσεις ήταν η ομιλία του κ. Τσίπρα, ο οποίος πήγε απροειδοποίητα τη Δευτέρα στη Βουλή για να εκφωνήσει έναν λόγο που μόνον ως ένα ακόμη μνημείο εχθροπάθειας και διχασμού μπορεί να χαρακτηριστεί. Αντί να καλέσει τα άλλα κόμματα σε διάλογο και συναινέσεις, με όσα ισχυριζόταν ήταν σαφές ότι τους προκαλούσε σκοπίμως ή να δηλώσουν υποταγή στην εξουσιαστική βούλησή του ή να καταψηφίσουν έτσι ώστε να λάβει ο ίδιος κατ΄ αποκλειστικότητα όλα τα εύσημα του τάχατες «προοδευτικού».
«Και θέλω να θυμίσω εδώ σε όλους, καθώς καλούμαστε να εγκρίνουμε, να απορρίψουμε, ή και να κρυφτούμε πίσω από το δάχτυλό μας, όπως αποφάσισε να κάνει ο κ. Μητσοτάκης, τους στίχους του Μανόλη Αναγνωστάκη: “Είστε υπέρ, ή κατά; Έστω απαντήστε μ’ ένα ναι, ή μ’ ένα όχι”», ήταν μια από τις απόπειρες που έκανε να στριμώξει τα υπόλοιπα κόμματα. Ήταν μάλιστα τόσο άκομψη που το πιθανότερο είναι τα κόκκαλα του «ποιητή της ήττας» θα έτριξαν από τη διαστρέβλωση που υπέστη το έργο του.
Δεν έμεινε, όμως, εκεί. Αλλά συνέχισε στο ίδιο μοτίβο θέτοντας δήθεν διλήμματα που ήταν εκ των προτέρων γνωστό ότι θα απέρριπταν τα άλλα κόμματα και κυρίως η Νέα Δημοκρατία στην οποία στόχευε: «Θα υποστηρίξετε αυτή την πολιτική και νομική τομή που θεμελιώνεται στα ιδρυτικά νομικά κείμενα του σύγχρονου κόσμου αλλά και στο άρθρο 2 του Συντάγματος για την προστασία της αξίας του ανθρώπου καθώς και στις αρχές της ισότητας και της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας; Ή θα στρίψετε δια της τροπολογίας και της κατάθεσης άλλων νόμων; Και αν θα στρίψετε κάτω από το βάρος ορισμένων εκ των ιεραρχών ή της ακροδεξιάς σας πτέρυγάς, θα μας εξηγήσετε που εξαντλείτε το φιλελεύθερο χαρακτήρα της ιδεολογίας σας;», αναρωτιόνταν με έκδηλη υποκριτικότητα.
Την ίδια ώρα, μάλιστα, που επικαλούνταν το γεγονός ότι «ήταν ο ίδιος ο κ. Μητσοτάκης που πριν λίγες εβδομάδες μετά από συνάντηση με την ΛΟΑΤΚΙ κοινότητα, στις 12 Ιουλίου, είχε δεσμευτεί ότι θα στηρίξει και θα ψηφίσει επί της αρχής, τη νομοθετική πρωτοβουλία της κυβέρνησης», έσπευδε να αναμειχθεί στα εσωτερικά της αξιωματικής αντιπολίτευσης με τρόπο που ήταν σαφές ότι επεδίωκε την καταψήφιση της κυβερνητικής νομοθετικής πρωτοβουλίας.
«Τι έγινε ξαφνικά και άλλαξε γνώμη; Δε σας άφησε ο κ. Γεωργιάδης; Και για να χρυσώσετε το χάπι μετά, του πήρατε και το χαρτοφυλάκιο της Άμυνας; Εμ, δε του χρειάζεται το χαρτοφυλάκιο της Άμυνας του αντιπροέδρου, γιατί έχει το χαρτοφυλάκιο του καθορισμού της γραμμής και της πολιτικής σας..», ήταν τα –δίκην παραπολιτικού σχολιασμού- λόγια που ακούστηκαν από τα πρωθυπουργικά χείλη. Από τα χείλη του πολιτικού που μόλις πριν ισχυριζόταν ότι κατέτεινε στην εφαρμογή και στη χώρα μας όλων όσα «επιτάσσει το γράμμα και το πνεύμα της Οικουμενικής Διακήρυξης του Ανθρώπου, το μεταπολεμικό συμβόλαιο ειρηνικής συνύπαρξης και ευημερίας, πάνω στην οποία δομήθηκαν οι σύγχρονες κοινωνίες...».
Δεν παρέλειψε φυσικά να προβοκάρει και τους… εθελόδουλους της Κεντροαριστεράς που «πριν αλέκτορα φωνήσαι» ξέχασαν τις διακηρύξεις τους ότι θα πάψουν πλέον να δίνουν άλλοθι στα παιχνίδια των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ με τις «διπλές πλειοψηφίες». Αφού εξέφρασε ευαρέσκεια για την αμαχητί παράδοσή τους, τους έκανε και υποδείξεις για το πώς να αντιμετωπίζουν τη συμμαχία του με τον κ. Καμμένο: «Κάποια στιγμή, όμως, και το ΠΑΣΟΚ, που διαρκώς μας εγκαλεί για τη συνεργασία με τους ΑΝΕΛ -τους οποίους μάλλον από ενοχή που συγκυβερνήσατε με τον κ. Βορίδη και τον κ. Γεωργιάδη, τους αποκαλείτε ακροδεξιούς- θα πρέπει να παραδεχτεί ότι αυτή η κυβέρνηση έχει κάνει πράξη μια σειρά από σημαντικές και δύσκολές προοδευτικές τομές», είπε.
Γιατί τους προκάλεσε, ενώ ήταν γνωστό ότι θα διευκόλυναν την ψήφιση της κυβερνητικής νομοθετικής πρωτοβουλίας, όπως και έκαναν το μεν Ποτάμι με το «ναι», η δε ΔΗΣΥ με το σχιζοφρενικό «παρών»; Ακριβώς για τους ίδιους λόγους που τα έβαλε με τη Νέα Δημοκρατία, προσπαθώντας να αποδείξει ότι η ηγεσία της είναι ακροδεξιά. Κακά τα ψέματα, ο κ. Τσίπρας και η κυβέρνησή του έχουν τον διχασμό στο DNA τους. Ήρθαν στην εξουσία με διχαστικά μηνύματα –«να τελειώνουμε με το παλαιό» και άλλα ηχηρά παρόμοια. Και μόνον έτσι μπορούν να παραμείνουν. Είναι η τελευταία άμυνα την οποία μπορεί να κάνουν στη λογική της «κωλοτούμπας» που απέκτησε, πλέον, παγκόσμιο trade mark.