Συνολικές προβολές σελίδας

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Προεδρία Δημοκρατίας. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Προεδρία Δημοκρατίας. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 16 Ιανουαρίου 2020

Επιλογή ανέφελης σταθερότητας


Μπορεί να ακουστεί ως… προφητεία από «μετά Χριστόν προφήτη», αλλά ειλικρινά δεν μπορώ να φανταστώ πιο ταιριαστή (με τον τρόπο που ο ίδιος πολιτεύεται) υποψηφιότητα για την Προεδρία της Δημοκρατίας από εκείνη που έκανε ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης στο πρόσωπο της προέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας Αικατερίνης Σακελλαροπούλου.
Από τα τριάντα και πλέον πιθανά και… απίθανα ονόματα που διακινήθηκαν το τελευταίο δίμηνο στην πολιτικοδημοσιογραφική «αγορά», δύσκολα μπορεί να βρει κάποιος άλλο πρόσωπο που να είναι περισσότερο κατάλληλο για να εκφράσει αυθεντικότερα το πολιτικό στίγμα που τόσο ευδιάκριτα εκπέμπει ο Κυριάκος Μητσοτάκης κατά την τετραετία που βρίσκεται στο τιμόνι της Νέας Δημοκρατίας και το τελευταίο εξάμηνο που έχει την ευθύνη της διακυβέρνησης της χώρας.
Είναι βέβαιο ότι η επιλογή της κυρίας Σακελλαροπούλου δεν… κατέπληξε τα πλήθη. Και το πιθανότερο είναι ότι ο τρόπος με τον οποίο θα ασκήσει τα καθήκοντά της δεν θα εκπλήξει κανέναν. Το ακριβώς αντίθετο, θα συμβεί μάλλον, όπως με ασφάλεια μπορεί να προεξοφλήσει κάποιος κρίνοντας από τον τρόπο με τον οποίο πορεύτηκε στην προηγούμενη κοινωνική και επαγγελματική ζωή της.
Υπήρξε, κατά κοινή παραδοχή, μια προοδευτική γυναίκα αφοσιωμένη στο καθήκον της, μια άξια δικαστής, μια ενεργή πολίτης, μια προσωπικότητα που δεν διακρίθηκε στη δημόσια σφαίρα επειδή έκανε θόρυβο γύρω από τον εαυτό της ή γιατί επιδόθηκε στο άθλημα της προσκολλήσεως, αλλά επειδή ξεχώρισε με τις ικανότητες που διαθέτει, τη μόρφωση που απέκτησε και τη συνέπεια που επέδειξε στη δουλειά της.
Γι΄ αυτό και είναι αναμφισβήτητο, όπως φάνηκε, άλλωστε, από τις πρώτες στιγμές της ανακοίνωσης της υποψηφιότητάς της, ότι οποιοσδήποτε βουλευτής της συμπολίτευσης ή της αντιπολίτευσης, με κομματική εντολή ή προσωπική απόφαση, οδηγηθεί στην καταψήφιση της κυρίας Σακελλαροπούλου θα χρειαστεί να ζοριστεί πολύ για να βρει πειστική επιχειρηματολογία που να δικαιολογεί το «όχι» του.
Όλα τούτα, ωστόσο, κάθε άλλο παρά σημαίνουν ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης έκανε στο πρόσωπο της προέδρου του ΣτΕ μια «ουδέτερη» επιλογή, απαλλαγμένη από πολιτικούς υπολογισμούς. Η κατάληξη του πρωθυπουργού στην πρόταση να αναλάβει το ύπατο πολιτειακό αξίωμα η ανώτατη δικαστικός την οποία όρισε η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – και μάλιστα χωρίς εντάσεις και αντιρρήσεις- στην ηγεσία του ανώτατου ακυρωτικού δικαστηρίου, όσο και αν ακούγεται παράδοξο, έγινε με ακραιφνώς «πολιτικά» κριτήρια.
Αποτελεί αναμφίβολα μια απόφαση που συνάδει με μια σειρά ανάλογες κινήσεις και πρωτοβουλίες με τις οποίες ο πρωθυπουργός θέλησε να σηματοδοτήσει ότι δεν βολεύεται παραμένοντας προσκολλημένος στην καρέκλα του αρχηγού της παραδοσιακής ελληνικής Κεντροδεξιάς.
Όποιος ρίξει μια ματιά στα πρόσωπα που απαρτίζουν το επιτελείο του ή στη σύνθεση του υπουργικού συμβουλίου το οποίο συγκρότησε τον περασμένο Ιούλιο εύκολα μπορεί να βγάλει συμπέρασμα για την πρόθεση του κ. Μητσοτάκη να μην περιχαρακωθεί στα τείχη της κλασσικής Δεξιάς και να ανοιχθεί στο Κέντρο, μπολιάζοντας τον χώρο του με νέα πρόσωπα τα οποία είναι ικανά και αποτελούν φορείς νέων ιδεών.
Είναι προφανές ότι η κυρία Σακελλαροπούλου δεν ήταν ούτε η μόνη ικανή ούτε η μοναδική που θα μπορούσε να θεωρηθεί φορέας νέων ιδεών ανάμεσα στα πρόσωπα που ακούστηκαν ως πιθανές επιλογές του πρωθυπουργού. Κακά τα ψέματα, υπήρξαν και άλλοι ικανοί και άξιοι που μπορούσαν να επιλεγούν και να εκλεγούν ακόμη και αν συγκέντρωναν λιγότερες ψήφους.
Μετά την αποσύνδεση, άλλωστε, της προεδρικής εκλογής από την απειλή της πρόωρης προσφυγής σε βουλευτικές κάλπες, ο αριθμός των ψήφων που θα συγκεντρώσει ο/η Πρόεδρος θα ξεχαστεί την επόμενη ημέρα της ψηφοφορίας και θα τον θυμούνται μόνον όσοι ασχολούνται με την… τήρηση στατιστικών.
Το βασικό, λοιπόν, κριτήριο το οποίο, μαζί ενδεχομένως και με την εμφανή απουσία αντιθέσεων στο πρόσωπό της, διαφοροποίησε την επιλογή της προέδρου του ΣτΕ από όλους τους άλλους «διεκδικητές» του προεδρικού θώκου είναι ότι εξασφαλίζει στον πρωθυπουργό και στην κυβέρνηση πολιτικά αδιατάρακτη και θεσμικά ανέφελη πορεία με ορίζοντα το επόμενο ραντεβού των πολιτών με τις κάλπες που είναι στο… μακρινό 2023.
Ο τρόπος, άλλωστε, με τον οποίο χειρίστηκε ο κ. Μητσοτάκης τη συνταγματική αναθεώρηση, την αλλαγή του εκλογικού νόμου, αλλά και την προεδρική εκλογή δείχνει ότι κύριο μέλημά του είναι η εμπέδωση της πολιτικής σταθερότητας, η οποία αποτελεί εκ των ων ουκ άνευ προϋπόθεση για την οικονομική ανάκαμψη και την επαναφορά της χώρας στην «κανονικότητα».
Φυσικά δεν είναι η μόνη προϋπόθεση, αφού η πολιτική είναι δυναμική διαδικασία, όπως και η ζωή, αλλά το να αφαιρείς εμπόδια από τον δρόμο του και να το διαλύεις σύννεφα που μπορεί να φέρουν καταιγίδες, είναι σίγουρα προσόντα που οι πολίτες τις περισσότερες φορές επιβραβεύουν.

Τρίτη 30 Δεκεμβρίου 2014

«Αντίο» στη Βουλή των «Τατσόπουλων»



          Εκλογές, λοιπόν! Εκλογές, οι οποίες -από πολλές απόψεις- μπορεί να αποδειχθούν λυτρωτικές για τους πολίτες και τον τόπο, αφού το νοσηρό κλίμα που είχε κατακλύσει την πολιτική ατμόσφαιρα δεν πήγαινε άλλο. Απειλούσε με ασφυξία την ίδια τη Δημοκρατία που έχει άμεση ανάγκη από νέο οξυγόνο το οποίο, ας ελπίσουμε, θα δώσει η λαϊκή ετυμηγορία, όποια κι αν είναι αυτή.
          Για τη Βουλή, εξάλλου, που διαλύεται δεν νομίζω ότι θα βρεθούν πολλοί να κλάψουν. Ήταν, κατά γενική ομολογία, μακράν η χειρότερη κοινοβουλευτική σύνθεση των τελευταίων δεκαετιών. Μια Βουλή με πρωτόγνωρες μορφές κοινοβουλευτικών ανδρών και γυναικών που αναδείχθηκαν μέσα από τις διαδικασίες της βίαιης διάλυσης του παραδοσιακού πολιτικού συστήματος που προκάλεσε η πρώτη μνημονιακή διετία.
          Δίπλα στους λίγους σοβαρούς και επιμελείς παλαιούς και νέους κοινοβουλευτικούς, βρήκε –με τη λαϊκή ψήφο, βεβαίως, βεβαίως!- έδρανο κάθε ακραίας καρυδιάς καρύδι. Σεσημασμένοι υπονομευτές του κοινοβουλευτισμού, που παραπονούνταν επειδή η Μερτσέντες που τους παραχώρησε η Βουλή έκαιγε πολλή βενζίνη. Κλασικοί συνωμοσιολόγοι. Παραδοσιακοί λαϊκιστές. Θρασύτατοι αμοραλιστές. Πολιτικοί γυρολόγοι. Κούφιοι θορυβοποιοί. Αδίστακτοι καιροσκόποι. Επαγγελματίες καβγατζήδες. Πρόσωπα χωρίς ηθικούς φραγμούς και δίχως κανένα σεβασμό σε αρχές και αξίες.
          Το γεγονός και μόνον ότι σχεδόν ένας στους 10 –ή για την ακρίβεια 28 στους 300- εγκατέλειψαν στη διάρκεια μιας θητείας μόλις δυόμισι ετών την παράταξη με την οποία εξελέγησαν, χωρίς ούτε ένας να φιλοτιμηθεί να παραδώσει την έδρα του, είναι, νομίζω, χαρακτηριστικό δείγμα της γενικευμένης κατάπτωσης των πολιτικών ηθών την οποία βιώσαμε το διάστημα που παρήλθε από τις εκλογές του 2012.
          Ένα από τα «δείγματα» αυτής της κατάπτωσης είναι η περίπτωση του απερχόμενου βουλευτή Πέτρου Τατσόπουλου, ο οποίος αφού ενσωματώθηκε σε ένα άλλο, νέο, κόμμα, το Ποτάμι, παρίστανε τον άσπιλο και αμόλυντο και διατεινόταν ότι τάχατες ακολουθεί τη γραμμή του κόμματος με το οποίο εξελέγη, του ΣΥΡΙΖΑ, τον οποίο καθύβριζε νυχθημερόν.
          Με σχεδόν μηδενικό ουσιαστικό κοινοβουλευτικό έργο, αλλά με υψηλές επιδόσεις στους καβγάδες με συναδέλφους του, κυρίως μέσω του facebook, αλλά και μέσα από τις ραδιοφωνικές και τηλεοπτικές συχνότητες, εμφανιζόταν ως τάχατες ανεξάρτητος, απολαμβάνοντας, όμως, όλα τα επιπλέον προνόμια του συγκεκριμένου status και ισχυριζόμενος ότι δεν ψηφίζει Πρόεδρο της Δημοκρατίας επειδή δεσμευόταν, δήθεν, από τη θέση του ΣΥΡΙΖΑ.
          Ο άνθρωπος που πρώτος εισήγαγε, πριν από πολλούς μήνες, στο πολιτικό λεξιλόγιο τη λέξη «αργυρώνητος», δίνοντας τη σκυτάλη τους θιασώτες των θεωριών περί «κουμπαράδων», υποστήριζε πως ακολουθεί το πρώην κόμμα του για να μην του αποδοθεί κατηγορία περί «χρηματισμού», αλλά συνάμα υπέγραφε κείμενα για συναινετική προεδρική εκλογή, όπως πρότεινε το νέο του κόμμα.
          Ο ισχυρισμός ότι τάχατες η υπογραφή του είχε την αίρεση της συμφωνίας και του ΣΥΡΙΖΑ είναι μόνον για αφελείς. Εάν ο ΣΥΡΙΖΑ ήθελε να συναινέσει στην παράταση της θητείας της Βουλής δεν θα το έκανε επειδή αυτό προτάθηκε από πολιτικά διαμετρήματα σαν τον κ. Τατσόπουλο, που απολύτως καιροσκοπικά επιχειρούσε να είναι… «και τον χωροφύλαξ και με τον αστυφύλαξ».
          Το άρθρο 60 του Συντάγματος που ορίζει ότι «οι βουλευτές έχουν απεριόριστο το δικαίωμα της γνώμης και ψήφου κατά συνείδηση», μάλλον δεν το έχει υπόψη του ο εν λόγω Εθνοπατέρας. Ίσως γιατί η λέξη «συνείδηση» πρέπει να είναι άγνωστη για τον πάλαι ποτέ συγγραφέα που έχει καταλήξει σχολιαστής στα social media.
          Γιατί, αν είχε συνείδηση και στοιχειώδη αυτοσεβασμό δεν θα κατέφευγε –μέσω facebook, φυσικά…- σε ένα απίστευτο λιβελογράφημα κατά του υποφαινόμενου, χρησιμοποιώντας μπουρδολογικές μυθοπλασίες που ουδόλως σχετιζόταν με το ρεπορτάζ στο «Θέμα της Κυριακής» που υποτίθεται ότι ήθελε να αποκρούσει και να στηλιτεύσει. Ήταν ένα ρεπορτάζ με εκτιμήσεις κοινοβουλευτικών για τα 12 πρόσωπα που θα μπορούσαν να ψηφίσουν τον Σταύρο Δήμα στην τρίτη ψηφοφορία για να μη προκηρυχθούν οι, προεξοφλημένες κατά το επίμαχο κείμενο, πρόωρες εκλογές.
Δεν παρεξηγήθηκαν ο Βύρων Πολύδωρας, ο Μίμης Ανδρουλάκης και οι υπόλοιποι που αναφερόταν στο ίδιο ρεπορτάζ, αν και ήταν εξ εκείνων που από την αρχή είχαν ξεκάθαρη θέση και είχαν αποφύγει τις… «δηθενιές». «Παρεξηγήθηκε» ο ευφάνταστος κ. Τατσόπουλος, ο οποίος, -παλιά του κόσκινο, προφανώς- νόμισε ότι βρήκε ευκαιρία για να στήσει έναν ακόμη καβγά ώστε να γίνει θόρυβος γύρω από το όνομά του, υποστηρίζοντας –ήδη από το απόγευμα του Σαββάτου που η εφημερίδα δεν είχε κυκλοφορήσει καλά, καλά- πως το δημοσίευμα τον εμφάνιζε ότι την ώρα της ψηφοφορίας σκόπευε να πάει –άκουσον, άκουσον, διαστροφή!- για… κατούρημα!
Ας μου επιτραπεί, λίγο πριν κλείσω, να επισημάνω κάτι “επί προσωπικού”. «Διακονώ» το κοινοβουλευτικό ρεπορτάζ τα τελευταία 29 χρόνια. Έχω γνωρίσει πολλούς πολιτικούς και αρκετούς πολιτικάντηδες. Δεν έχω αντιδικήσει ποτέ μέχρι σήμερα με κανέναν σε προσωπικό επίπεδο. Έχω καταγράψει, με μικρότερη ή μεγαλύτερη επιτυχία, γεγονότα και καταστάσεις. Έχω ασκήσει κριτική σε φαινόμενα και πρόσωπα. Και, φυσικά, έχω δεχθεί κριτική, κάποτε και διαμαρτυρίες. Αυτό που μου «έλαχε» με τον φαντασιόπληκτο κ. Τατσόπουλο, το ανοίκειο ύφος του και τα άθλια υπονοούμενά του, τα οποία επ΄ ουδενί αντιστοιχούν στο «επίμαχο» δημοσίευμα, δεν έχει το προηγούμενό του. Είναι, μάλλον, σημείο των καιρών. Και του «νέου» πολιτικού ύφους και ήθους που θέλει, υποτίθεται, να σαρώσει τον «παλαιοκομματισμό». (Να τον χαίρεται ο Σταύρος Θεοδωράκης!).
«Αντίο», λοιπόν, στη Βουλή που διαλύθηκε. «Αντίο» στη Βουλή των Τατσόπουλων. Με την ελπίδα στην επόμενη να υπάρχουν λιγότεροι. Γιατί η Βουλή δεν είναι χώρος για καβγάδες και για να… μυρίζουν οι βουλευτές παλτά. Είναι χώρος πολιτικού διαλόγου και πολιτικής αντιπαράθεσης, διαδικασίες μέσα από τις οποίες προκύπτει η σύνθεση και λαμβάνονται οι αποφάσεις για τις ζωές όλων μας.

Πέμπτη 25 Δεκεμβρίου 2014

Η Δικαιοσύνη και της τερατολογίας το ανάγνωσμα



            Από την πρώτη στιγμή που «έσκασε», ήμουν πολύ διστακτικός απέναντι στην περιβόητη «υπόθεση Χαϊκάλη» και στον τρόπο που ήρθε στη δημοσιότητα. Μπορεί, δεν το κρύβω, να ήταν και αποτέλεσμα μιας κάποιας προκατάληψης, αφού τα πρόσωπα που είχαν εμπλακεί στη βορβορώδη αυτή ιστορία δεν μου ενέπνεαν εμπιστοσύνη.
            Δεν είχαν, άλλωστε, περάσει πολλές μέρες, αφότου ένας από τους πρωταγωνιστές της ιστορίας ισχυριζόταν, από τηλεοράσεως, ότι ο πρωθυπουργός είχε τηλεφωνήσει εννιά φορές μέσα σε μια μέρα σε έναν από τους βουλευτές του, πιέζοντάς τον να ψηφίσει Πρόεδρο, μέχρι που, πάντα κατά τον καταγγέλλοντα πολιτικό αρχηγό, ο βουλευτής απηύδησε και του το έκλεισε στα μούτρα (του πρωθυπουργού…).
            Ήταν, για όσους δεν έχουν χάσει τη μνήμη τους, ο ίδιος που πριν από δυόμισι χρόνια ως αρχηγός του τέταρτου σε κοινοβουλευτική δύναμη κόμματος είχε βγάλει ψεύτη και πλαστογράφο (!) τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, όταν, αφού του είχε παραδώσει πολυσέλιδο έγγραφο με τους όρους που έθετε για να συμμετάσχει σε συμμαχικό κυβερνητικό σχήμα, εν συνέχεια το αναίρεσε υποστηρίζοντας ότι «το κατασκεύασε η Προεδρία». Και πολλά ακόμη, από τις απίθανες ιστορίες τρομοκρατίας, την υπόθεση Οτσαλάν ή τα περίφημα CDS, ως τόσα και τόσα άλλα του πρόσφατου και του απώτερου παρελθόντος που αν συγκεντρωθούν κάποια στιγμή μπορεί να γεμίσουν έναν ολόκληρο τόμο συνωμοσιολογικής τερατολογίας…
            Όσο, λοιπόν, εκτυλισσόταν η εμφανώς κακοσκηνοθετημένη τηλεϊστορία και ερχόταν στο φως η μια μετά την άλλη οι απανωτές αντιφάσεις των πρωταγωνιστών της, όπως και οι σχέσεις που τους συνέδεαν, η αρχική μου προαίρεση από δισταγμός και επιφύλαξη μετατράπηκε σε πεποίθηση για τα ταπεινά κίνητρα που κρύβονταν πίσω από τους κοριούς και τις παγιδεύσεις, το επαγγελματικό μοντάζ από τον μετρ του είδους Λάκη Λαζόπουλο, τις… χρυσοφόρες επενδύσεις στο εξωτερικό, τα λεφτά της απαγωγής Παναγόπουλου, τις ράβδους χρυσού και άλλα ηχηρά παρόμοια που συνέθεταν έναν απίθανο σεναριακό καμβά, από εκείνους που σε κάνουν να λες «αυτά, ρε φίλε, ούτε στον σινεμά δεν γίνονται…».
            Παρά ταύτα, ακούγοντας ότι οι εισαγγελικές αρχές αποφάσισαν να θέσουν στο αρχείο την υπόθεση της υποτιθέμενης δωροδοκίας, δεν σας κρύβω ότι ένοιωσα απορία για τη σπουδή που έγινε κάτι τέτοιο, επηρεασμένος, από τη μια, από τη γενικότερη άποψη που έχουμε όλοι μας για τον «αραμπά» με τον οποίο κινείται η ελληνική δικαιοσύνη και προβλέποντας, από την άλλη, την ένταση του θορύβου προς δημιουργία εντυπώσεων περί δήθεν «κουκουλώματος» που ήδη είχε ξεκινήσει μόλις διεφάνη η εισαγγελική πρόθεση για ταχύτατη εκκαθάριση του αντικοινοβουλευτικού οχετού που είχε ανοίξει.
            Ήταν, γι΄ αυτό, μεγάλο ευτύχημα που δημοσιοποιήθηκαν, αφενός, οι καταθέσεις των πρωταγωνιστών της απίθανης ιστορίας και αφετέρου η πορισματική αναφορά του αντεισαγγελέως Εφετών Παναγιώτη Παναγιωτόπουλου, ο οποίος, όπως εναργέστατα αποκαλύπτεται μέσα από το κείμενο που συνέταξε, φαίνεται ότι κινήθηκε με απαράμιλλο επαγγελματισμό, φωτίζοντας όλες τις πτυχές της βορβορώδους αυτής υπόθεσης πριν καταλήξει στο συμπέρασμα ότι «δεν προέκυψε κανένα στοιχείο της αντικειμενικής υπόθεσης του εγκλήματος», ούτε «η βασιμότητα της καταγγελίας» περί δήθεν απόπειρας χρηματισμού.
            Θα αδικούσα το ίδιο το κείμενο αν επιχειρούσα να συντμήσω τα επιχειρήματα που παραθέτει, αλλά δεν μπορώ να μην σταθώ, περιγράφοντάς τα με δικές μου λέξεις, σε δύο εξ αυτών που καταρρίπτουν τη σκευωρία που επιχειρήθηκε να στηθεί: Το πρώτο είναι η περιγραφή της εμφάνισης του βουλευτή των ΑΝ.ΕΛ. στην εισαγγελία αρκετές ώρες μετά την αλληλοπαγίδευση της συνομιλίας του με τον Αποστολόπουλο και οι φόβοι του Π. Χαϊκάλη μήπως διαρρεύσει από αλλού το περιεχόμενο των όσων έλεγε στις επαφές που από μήνες είχε ξεκινήσει. Και το δεύτερο η επισήμανση του γεγονότος ότι οι αρχές έμαθαν το όνομα του υποτιθέμενου δράστη της δωροδοκίας αρκετή ώρα μετά το οριστικό «ναυάγιο» της προκαθορισμένης συνάντησης στο σπίτι του βουλευτή, όπου υποτίθεται ότι θα προσερχόταν για να παραδώσει τα χρήματα και θα συλλαμβανόταν από την Αστυνομία για την οποία ήταν ακόμη άγνωστος.
            Αξίζει πραγματικά κάθε καλοπροαίρετος πολίτης να μπει στον κόπο να αναζητήσει και να διαβάσει ολόκληρο το πόρισμα του εισαγγελέα Παναγιωτόπουλου, που, πιστέψτε με, δεν χρειάζεται να είναι κανείς νομικός για να αναγνωρίσει ότι είναι ένα από τα κείμενα που πρέπει να διδάσκονται στις Νομικές Σχολές και τις Σχολές Δικαστών ως υπόδειγμα δικανικής παρρησίας από έναν λειτουργό της Δικαιοσύνης που δεν επηρεάζεται από κομματικές ή άλλες σκοπιμότητες.
            Σε κάθε περίπτωση, και ανεξάρτητα από τις πρόσκαιρες εντυπώσεις που δημιουργήθηκαν από την προφανή προσπάθεια να δηλητηριαστεί το πολιτικό κλίμα σε μια τόσο κρίσιμη περίοδο για το μέλλον της χώρας μας, η κατάληξη της υπόθεσης ίσως αποφέρει και κάτι θετικό για τη Δημοκρατία μας και τους θεσμούς της, αφού κατεδείχθη ότι η Δικαιοσύνη έχει τη δύναμη και μπορεί να λειτουργεί.
Κέρδος, εξάλλου, για τη Δημοκρατία μπορεί να αποδειχθεί και από το γεγονός ότι όλα αυτά τα απίθανα για προηγμένα κοινοβουλευτικά συστήματα (που, αλήθεια, αλλού ακούστηκε αρχηγός κόμματος να στήνει ο ίδιος μηχανισμούς παγίδευσης;) έγιναν τόσο κοντά με τις επερχόμενες εκλογές. Γιατί, ενδεχομένως, δεν θα αμβλυνθούν οι μνήμες έως ότου στηθούν οι κάλπες και οι πολίτες που θα κληθούν να ασκήσουν το εκλογικό τους δικαίωμα θα ξέρουν (όσοι τουλάχιστον ενδιαφέρονται να μάθουν…) με ποιους έχουν να κάνουν.