Συνολικές προβολές σελίδας

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Πρόταση μομφής. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Πρόταση μομφής. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 31 Ιανουαρίου 2022

Η μομφή, μομφή… δεν έχει. Ή μήπως έχει;

«Τον πήρε παραμάζωμα τον Μητσοτάκη ο Τσίπρας» αποφάνθηκε ένα στέλεχος του ΣΥΡΙΖΑ που στο παρελθόν διετέλεσε βουλευτής σε μια ανάρτηση την οποία έκανε εν θερμώ στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης μόλις ολοκληρώθηκε η ομιλία που εκφώνησε στη Βουλή ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης στη συζήτηση επί της πρότασης μομφής που κατέθεσε ο ίδιος.

«Ανελέητο σφυροκόπημα σε Μητσοτάκη και κυβέρνηση ΝΔ», παιάνιζαν την ίδια στιγμή τα φίλα προσκείμενα στον ΣΥΡΙΖΑ μέσα ενημέρωσης. Επειδή, όμως, θα ακολουθούσε η ομιλία του πρωθυπουργού, ένας εκ των εκπροσώπων Τύπου της Κουμουνδούρου έσπευσε να δώσει γραμμή, ή ίσως και να προκαταλάβει όλους εκείνους που δεν παρακολουθούσαν απευθείας την κοινοβουλευτική συνεδρίαση, με την εξής διαπίστωση: «Θλιβερή η εικόνα του Κυριάκου Μητσοτάκη στη Βουλή να προσπαθήσει να απαντήσει στον οδοστρωτήρα Τσίπρα».

Κι όλα αυτά γιατί; Για να δικαιολογηθεί η διαπίστωση με την οποία είχε νωρίτερα ξεκινήσει την ομιλία του ο Αλέξης Τσίπρας: «Έχετε τελειώσει πολιτικά κύριε Μητσοτάκη!», ήταν η άποψη που εξ αρχής εξέφρασε ο αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ πριν αρχίσει να εκπέμπει τον γνωστό, αλλά και τόσο αντιφατικό εξάψαλμο κατά των μέσων ενημέρωσης. «Όσο υπάκουα είναι», ισχυρίστηκε «τόσο μεγαλύτερη χρηματοδότηση παίρνουν», αγνοώντας ότι και τα περισσότερα από τα μέσα που τον υποστηρίζουν δεν αδικήθηκαν από τα κονδύλια της πανδημίας.

Απέφυγε, βεβαίως, ο αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ να μπει στον κόπο να παραθέσει κάποιο σχετικό στοιχείο που να δικαιολογεί τα λεγόμενά του. Διότι αν το έκανε, θα έπρεπε να βρει ένα τουλάχιστον σοβαρό επιχείρημα που να δικαιολογεί το λαϊκιστικό, ου μην αλλά και συνωμοσιολογικό, αφήγημα του. Ένα στην πραγματικότητα καταφανώς κατασκευασμένο αφήγημα που σχετίζεται με την προφανή πολιτική κακοδαιμονία με την οποία είναι αντιμέτωπος που τον κάνει να κοιμάται και να ξυπνάει με την εκτίμηση ότι φταίνε τα μέσα ενημέρωσης τα οποία ευλόγως διέγνωσαν ότι η πρόταση μομφής την οποία υπέβαλε ο κ. Τσίπρας στην παρούσα φάση δεν ήταν τίποτε περισσότερο από την αναζήτηση μιας σανίδας σωτηρίας από τα εμφανή προβλήματα με τα οποία είναι αντιμέτωπος.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι είναι αναφαίρετο δικαίωμα του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης να αξιοποιεί όλα τα διαθέσιμα όπλα που του δίνουν το Σύνταγμα και ο Κανονισμός της Βουλής για να επιτεθεί στην κυβέρνηση και να εκθέσει τις ανεπάρκειες των πολιτικών της και τις αστοχίες των στελεχών της. Μόνον, όμως, που ακόμη και σε όσους δεν αρέσκονται στη δίκη προθέσεων, δεν μπορεί να περάσει απαρατήρητες οι σκοπιμότητες που υποκρύπτονται πίσω από τις πρωτοβουλίες και τις κινήσεις κάθε πολιτικής παράταξης.

Στην προκειμένη περίπτωση, ακόμη και οι πιο φιλικά διακείμενοι προς την Κουμουνδούρου δεν μπορούν να συγκαλύψουν το αυταπόδεικτο γεγονός ότι το έναυσμα για την πρόταση μομφής του κ. Τσίπρα δεν ήταν ο χιονιάς της περασμένης Δευτέρας και το… σπασμένο τηλέφωνο ανάμεσα στους ιθύνοντες της Αττικής Οδού και την ηγεσία της Πολιτικής Προστασίας που είχε ως αποτέλεσμα την απερίγραπτη ταλαιπωρία χιλιάδων οδηγών στον βαρυφορτωμένο από τα χιόνια περιφερειακό αυτοκινητόδρομο της πρωτεύουσας. 

Άλλωστε, ακόμη και οι λιγότερο προσεκτικοί τηλεθεατές της, κατά τα λοιπά, γενικευμένης κοινοβουλευτικής αντιπαράθεσης που εκτυλίχθηκε το προηγούμενο τριήμερο στο ελληνικό Κοινοβούλιο δεν δυσκολεύτηκαν να αντιληφθούν ότι ο λόγος που στήθηκε όλο αυτό το σκηνικό είχε να κάνει με την διπλή πίεση που δέχεται το τελευταίο διάστημα ο αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ. 

Μια πίεση που προέρχεται αφενός από την δημοσκοπική απειλή που προκαλεί για κείνον η (αδιαμφισβήτητη) εκτίναξη της επιρροής του Κινήματος Αλλαγής – ΠΑΣΟΚ μετά την εκλογή στην ηγεσία του Νίκου Ανδρουλάκη και αφετέρου από την αδυναμία του κ. Τσίπρα να επιβάλει τις βουλήσεις του στο εσωκομματικό δυναμικό της παράταξης του που εμφορείται από τις ιδέες που είχε το νυν κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης όταν αποτελούσε μια περιθωριακή πολιτική δύναμη.

Υπό αυτή την έννοια, δεν είναι τυχαίο ότι ο κ. Τσίπρας στην καταληκτική του ομιλία αφιέρωσε λιγότερο χρόνο στις ατχοχίες και στις αρρυθμίες που σχετίζονταν με το πρόβλημα της κακοκαιρίας, μένοντας, μάλιστα, σχεδόν άφωνος για τις ευθύνες των υπευθύνων της Αττικής Οδού, που η περιρρέουσα φημολογία θέλει να ανήκουν στον κύκλο των… συνομιλητών του. Αντιθέτως, ο αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ αφιέρωσε ένα διόλου ευκαταφρόνητο μέρος της αγόρευσης του στην (απέλπιδα;) προσπάθεια του υπόδικου τηλεπαρουσιαστή Μένιου Φουρθιώτη να αποδείξει ότι ήταν συνομιλητής κυβερνητικών στελεχών.

Όσο επιλήψιμο, όμως, κι αν είναι (που είναι!), ότι σοβαροί κατά τα λοιπά υπουργοί της κυβέρνησης βρίσκονταν σε διάλογο με ανθρώπους σαν τον Φουρθιώτη (σ.σ.: η στήλη είναι αναφερθεί επικριτικά και στο παρελθόν στο… ψοφοδεές πολιτικό πρόσωπο το οποίο κάνει υποκλίσεις στις υπερφίαλες απαιτήσεις τηλεπερσόνων που κινούνται στον υπόκοσμο της υποτιθέμενης «ενημέρωσης»), η κατάσταση αυτή επ΄ ουδενί δεν δικαιώνει την υποβολή της πρότασης μομφής από τον κ. Τσίπρα. 

Στην προκειμένη περίπτωση, μάλιστα, δεν είναι μόνον που καμία κυβέρνηση δεν έχει πέσει μέχρι τώρα από την κατάθεση πρόταση δυσπιστίας, όπως με βάση την επίσημη κοινοβουλευτική ορολογία αποκαλείται η «μομφή». Είναι πολύ περισσότερο που η υποβολή της μομφής δεν δικαιώθηκε από το επιχειρήματα που επιστρατεύθηκαν για να τη στηρίξουν. Άλλωστε, ποιος εχέφρων άνθρωπος μπορεί να ενστερνιστεί την άποψη της αξιωματικής αντιπολίτευσης ότι «έχει τελειώσει πολιτικά» ο Κυριάκος Μητσοτάκης;

Σε πείσμα, λοιπόν, των βαρύγδουπων ισχυρισμών για «παραμάζωμα», «ανελέητο σφυροκόπημα» και «οδοστρωτήρα Τσίπρα», η πρωτοβουλία του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης κατέληξε σε μια άνευ προηγουμένου άσφαιρη ομοβροντία. Και αυτό διότι μπορεί να είναι να είναι εύκολο να μέμφεσαι κάποιον, αλλά αν αυτό γίνεται χωρίς επαρκή δικαιολογητική βάση, τότε ο κίνδυνος η μομφή να γίνει μπούμερανγκ είναι πολύ μεγάλος. 

Το πιθανότερο, δε, είναι ότι οι επόμενες δημοσκοπήσεις, των οποίων τα ευρήματα είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα αμφισβητηθούν από την αξιωματική αντιπολίτευση, θα το δείξουν!

Παρασκευή 23 Οκτωβρίου 2020

Η αυτοθυματοποίηση και οι μομφές «στον βρόντο»

 Η πρόταση μομφής εναντίον της (όποιας) κυβέρνησης, ή ενός μεμονωμένου στελέχους της, είναι το ισχυρότερο κοινοβουλευτικό όπλο που διαθέτει στη φαρέτρα της η αντιπολίτευση. Και γι΄ αυτό τον λόγο ασκείται πολύ σπάνια και σε ιδιαίτερα εξαιρετικές περιπτώσεις. Το Σύνταγμα, άλλωστε, θέτει περιορισμούς και δεν επιτρέπει να χρησιμοποιείται παρά μόνον μετά την παρέλευση εξαμήνου από την προηγούμενη πρόταση δυσπιστίας, όπως λέγεται στην επίσημη κοινοβουλευτική γλώσσα η αποκαλούμενη «μομφή».

Υπό αυτή την έννοια, η εγχώρια, όπως, εξάλλου, και η διεθνής κοινοβουλευτική πρακτική επιβάλει προτάσεις μομφής να υποβάλλονται σε δύο περιπτώσεις: Πρώτον, όταν η αντιπολίτευση έχει βάσιμες ελπίδες να πλήξει πολιτικά την κυβέρνηση επειδή οι βουλευτές που την στηρίζουν είναι απρόθυμοι να δώσουν ψήφο εμπιστοσύνης. Και, δεύτερον, όταν από την τριήμερη συζήτηση επί της πρότασης η κυβερνητική παράταξη θα υποστεί πολιτική φθορά επειδή θα αδυνατεί να βρει πειστικά επιχειρήματα για να υπερασπιστεί τον εαυτό της στην επίθεση που θα της εξαπολύσει η αντιπολίτευση.

Είναι, λοιπόν, απορίας άξιο σε ποια από τις δύο συγκεκριμένες περιπτώσεις μπορεί να ενταχθεί η «μομφή» που κατέθεσε την Πέμπτη ο αρχηγός της αξιωματικής Αλέξης Τσίπρας αντιπολίτευσης κατά του υπουργού Οικονομικών Χρήστου Σταϊκούρα για τον συζητούμενο στη Βουλή Πτωχευτικό Κώδικα. «Επενδύει», άραγε, σε διαφοροποίηση βουλευτών της Νέας Δημοκρατίας, οι οποίοι μπορεί να μην πουν «όχι» στην ψηφοφορία της Κυριακής; Ή, μήπως, ελπίζει ότι τα στελέχη της κυβερνητικής παράταξης δεν θα έχουν επιχειρήματα να υπερασπιστούν τον κ. Σταϊκούρα;

Η πραγματικότητα βοά ότι ούτε το ένα ούτε το άλλο είναι πιθανό να συμβεί. Για όποιον δεν εθελοτυφλεί, η κοινοβουλευτική ομάδα της ΝΔ δεν βρίσκεται -σε αυτή τη φάση τουλάχιστον, διότι αργότερα δεν ξέρει κανείς τι μπορεί να γίνει- σε κατάσταση τέτοια που να πιθανολογεί κάποιος ότι θα εκφραστεί κατά του υπουργού Οικονομικών σε μια ανοιχτή συζήτηση που καταλήγει σε φανερή ονομαστική ψηφοφορία. Δεν θα έκανε ακόμη και δεν ίσχυε η αυτονόητη αλήθεια ότι ο κ. Σταϊκούρας δεν έκανε τίποτε περισσότερο από το να βάλει την υπογραφή του κάτω από ένα νομοσχέδιο το οποίο αποτελεί προϊόν συνολικής κυβερνητικής βούλησης.

Πολύ περισσότερο που, καλώς ή κακώς, για τα στελέχη της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας είναι ένα θετικό νομοσχέδιο το οποίο δίνει λύσεις σε χρονίζοντα προβλήματα της υπερχρέωσης νοικοκυριών και επιχειρήσεων. Είναι ένας ισχυρισμός που θα ακουστεί κατά κόρον στην τριήμερη συζήτηση. Και θα προστίθεται στην επιχειρηματολογία ότι οι μαζικοί πλειστηριασμοί άρχισαν (σ.σ.: όποιος αμφιβάλει ας ρωτήσει τον πρώην υπουργό Παναγιώτη Λαφαζάνη που αντιμετωπίζει διώξεις επειδή προσπαθούσε να τους ματαιώσει…) επί των ημερών της κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ. Όπως επίσης και στο αδιάψευστο γεγονός ότι την ίδια περίοδο ήρθη για πρώτη φορά η προστασία της πρώτης κατοικίας που είχε καθιερωθεί από τα πρώτα μνημονιακά χρόνια.

Με δεδομένο, πάντως, ότι η πρωτοβουλία του ΣΥΡΙΖΑ να στραφεί κατά του υπουργού Οικονομικών εκδηλώθηκε σε μια μέρα που η επικαιρότητα κατακλυζόταν από σημαντικά γεγονότα, όπως το μήνυμα του πρωθυπουργού για την έξαρση της πανδημίας, οι συνεχιζόμενες τουρκικές προσκλήσεις στην Ανατολική Μεσόγειο αλλά και η κορύφωση της δίκης της Χρυσής Αυγής, δύο τινά μπορεί να συμβαίνουν: Είτε στον ΣΥΡΙΖΑ έχουν χάσει πλέον κάθε αίσθηση της επικοινωνιακής πραγματικότητας, είτε το μόνο που τους απασχολεί είναι να βρουν μια ακόμη ευκαιρία για να εκδηλώσουν το μένος τους κατά των μέσων ενημέρωσης.

Το έναυσμα, άλλωστε, το έδωσε με την ομιλία του στη Βουλή ο ίδιος ο Αλέξης Τσίπρας, λέγοντας προς τα κυβερνητικά έδρανα: «Αλλά να ξέρετε, αυτή η στρατηγική δε θα σας πάει πολύ μακριά. Και ο κοινωνικός αυτοματισμός αλλά και αυτό το απόλυτο που έχετε πετύχει με τα ΜΜΕ, η ΥΕΝΕΔοποίηση της ενημέρωσης, δε θα σας βγει σε καλό. Μπούμερανγκ θα σας γυρίσει. Γιατί δε καταλαβαίνετε ότι όσο να κρύψετε και να διαστρέψετε τη πραγματικότητα, όσο αυτή όχι μόνο δε βελτιώνεται αλλά επιδεινώνεται, θα σας κυνηγάει».

Η αλήθεια είναι βεβαίως ότι μέχρι στιγμής η… διαστροφή της πραγματικότητας εκείνον που… κυνηγάει είναι την αξιωματική αντιπολίτευση, η οποία βλέπει τις δημοσκοπικές επιδόσεις της να επιδεινώνονται μήνα με τον μήνα. Και εκείνο που ουσιαστικά γίνεται «μπούμερανγκ» είναι η προσπάθεια να αποδοθούν όλα τα δεινά που κατατρύχουν την Κουμουνδούρου στην περιώνυμη «λίστα Πέτσα» και στα «εξαγορασμένα μέσα ενημέρωσης».

Όσο, όμως, παραμένουν προσκολλημένοι σε αυτό το κατασκευασμένο ιδεολόγημα της «αυτοθυματοποίησης», θα χάνουν το επικοινωνιακό momentum και θα βλέπουν τις προτάσσεις μομφής που καταθέτουν να… πηγαίνουν «στον βρόντο».

Πέμπτη 25 Απριλίου 2019

Είκοσι εννιά και… σήμερα


            Αν πιστέψουμε την κυβερνητική προπαγάνδα, ο Αλέξης Τσίπρας είναι ο «μεγάλος αρχηγός που δεν χάνει ποτέ». Οι δοξαστικοί ύμνοι που του αναπέμπουν τα κάθε λογής πληρωμένα τρολ, όπως και διάφοροι αναλυτές της συμφοράς, παραπέμπουν ευθέως στην προσωπολατρεία προς τον «πατερούλη» Ιωσήφ Στάλιν που κυβέρνησε τη Σοβιετική Ένωση με σιδερένια πυγμή.
Όπως οι προπαγανδιστές της σοβιετικής εποχής που εμφάνιζαν τον Στάλιν ως τον αδιαμφισβήτητο ηγέτη του σοβιετικού έθνους, «πατερούλη» των φτωχών και αδυνάτων, αλάθητο και δίκαιο προστάτη, από τον οποίον εξαρτιόταν τα πάντα και πάνω από όλα η ζωή και ο θάνατος, έτσι και οι εν Ελλάδι σύγχρονοι ομότεχνοί τους παρουσιάζουν τον κ. Τσίπρα ως τον «άχαστο» αρχηγό που, κατά το κοινώς λεγόμενον, «όλα τα σφάζει, όλα τα μαχαιρώνει».
Προκαλεί εντύπωση, για παράδειγμα, ότι, ενώ εδώ και τρία χρόνια χάνει κατά κράτος από τον Κυριάκο Μητσοτάκη σε όλες τις μετρήσεις της κοινής γνώμης –ακόμη και σε όσες δημοσιεύονται στον φιλοκυβερνητικό Τύπο-, οι υμνητές του αρχηγού του ΣΥΡΙΖΑ επιμένουν στερεότυπα να μας «πληροφορούν» σχεδόν σε καθημερινή βάση για «το παιχνίδι που παίρνει πάνω» και για «την καινούργια αντεπίθεση που ξεκινά».
Δεν είναι βέβαιο αν οφείλεται στο πνεύμα της αυταπάτης, όπως εκείνη που ομολογημένα τον είχε καταλάβει όταν πριν ανέβει στην εξουσία υποσχόταν στους Έλληνες τον… ουρανό με τα άστρα, ή αν έχει πέσει κι ο ίδιος θύμα των προπαγανδιστών οι οποίοι, επ΄ αμοιβή οι περισσότεροι και κάποιοι λίγοι αυτόκλητα, έχουν αναλάβει να του φιλοτεχνήσουν την εικόνα του «υπερήρωα».
Αποτελεί, ωστόσο, γεγονός αναμφισβήτητο ότι κάποιες στιγμές δείχνει να έχει πειστεί και ο ίδιος ότι αποτελεί τον μοναδικό «καταφερτζή» της ελληνικής πολιτικής ζωής που για να πετύχει τον στόχο του είναι αποφασισμένος να πει και να κάνει τα πάντα.
Μπορεί να συνήψε νέα μνημόνια και να παρέδωσε για έναν αιώνα την δημόσια περιουσία, αλλά αυτό δεν τον εμποδίζει να ισχυρίζεται ότι έβγαλε τη χώρα από τη μνημονιακή επιτροπεία. Μπορεί να περιέκοψε τις συντάξεις και να κατήργησε το ΕΚΑΣ, αλλά δεν δυσκολεύεται να επιμένει ότι «κράτησε την κοινωνία όρθια». Μπορεί να αύξησε το δημόσιο χρέος με τον ασύστολο εσωτερικό δανεισμό και το σκούπισμα των αποθεματικών του Δημοσίου, αλλά δεν έχει πρόβλημα να διαφημίζει πως δήθεν «διώχνει το ΔΝΤ» και να κομπορρημονεί πως η οικονομία «είναι το ατού του».
Μπορεί να συναγελάζεται με όλους τους ισχυρούς της χώρας, να εξυπηρετεί τα συμφέροντα τους και να τους τοποθετεί ακόμη και στα ψηφοδέλτια του κόμματός του, αλλά δεν έχει δισταγμό να παριστάνει τον διώκτη της «διαπλοκής». Μπορεί να επιτίθεται στο «παλαιό καθεστώς» και στους εκπροσώπους του, πλην, όμως, μόλις αυτοί δηλώσουν υποστηρικτές του παίρνουν συγχωροχάρτι και καλύπτονται με τον φανταστικό μανδύα που συνιστά τάχατες το «ηθικό πλεονέκτημα της Αριστεράς» το οποίο είναι τόσο υπαρκτό όσο και ο… υπαρκτός σοσιαλισμός στη σταλινική αλλά και στη μετασταλινική εποχή.
Με αυτές ακριβώς τις αλαζονικές φαντασιώσεις του πολιτικά «άτρωτου» που στον δικό του κόσμο νομίζει ότι τίποτε δεν τον αγγίζει και κανείς δεν τον ακουμπά, πήγε στη Βουλή την περασμένη Τρίτη για να στηρίξει μια ακόμη αθλιότητα της κυβερνητικής του περιόδου που είχε πρωταγωνιστή τον Παύλο Πολάκη, ένα πρόσωπο που είναι ταυτισμένο περισσότερο από κάθε άλλο με τον Αλέξη Τσίπρα και την εξουσία του.
Δεν είναι λίγα τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ και οι υπουργοί της τελευταίας τετραετίας που έχουν προσβάλει βάναυσα την νοημοσύνη των Ελλήνων πολιτών. Με λόγια και έργα. Με πράξεις και δηλώσεις. Οργιστήκαμε πολλές φορές με τα ψέματα που οι περισσότεροι εξ αυτών αράδιαζαν μπροστά στα μάτια μας, επιμένοντας να μας πείσουν ότι δεν είναι αυτό που βλέπουμε. Θυμώσαμε συχνά με τη μισαλλόδοξη μικροπρέπεια και την κομματικά εμπάθεια αρκετών. Διασκεδάσαμε, κάποιες φορές, με την αμετροέπεια και την αστοχία ορισμένων άλλων. Πώς αλλιώς, εξάλλου, να αντιμετωπιστούν οι παρόλες της Θεανώς για τα… πολυμήχανα «γεμιστά» ή της Τασίας για το… «λιάσιμο» των μεταναστών;
Κανείς άλλος, ωστόσο, δεν κατάφερε να εκφράσει τόσο αντιπροσωπευτικά, όσο ο Πολάκης, το εύρος των παθογενειών που επέφερε ή αναβίωσε στην πολιτική ζωή του τόπου το ΣΥΡΙΖΑϊκό καθεστώς: Μισαλλόδοξες ύβρεις, προσβολές, συκοφαντίες και απειλές κατά καθενός που δεν είναι μαζί τους. Υπεράσπιση και συνηγορία σε οποιονδήποτε «δίνει γη και ύδωρ» ή συνδράμει στη διατήρηση της εξουσίας τους. Ισοπέδωση κάθε προσώπου, νόμου ή θεσμού που δεν τίθεται στην υπηρεσία του καθεστώτος.
Η εν θερμώ αντίδραση του Αλέξη Τσίπρα να μετατρέψει την πρόταση μομφής της ΝΔ κατά Πολάκη σε ψήφο εμπιστοσύνης προς την κυβέρνησή του, ήρθε να επιβεβαιώσει με τον πλέον πανηγυρικό τρόπο την απόλυτη ταύτιση του πρωθυπουργού με τον αναπληρωτή υπουργό Υγείας.
Αν και η συνέχεια έδειξε ότι ο «πατερούλης» έκανε δεύτερες σκέψεις, καθώς ανέθεσε στους προπαγανδιστικούς μηχανισμούς να υποδείξουν στο μέχρι πρότινος «alter ego» του ότι πρέπει να παραστήσει τον μεταμεληθέντα, ο… «αψύς Σφακιανός» δεν φαίνεται να πήρε το μήνυμα.
Και δεν το πήρε γιατί προφανώς είναι πεπεισμένος ότι όλα όσα έκανε είναι μέσα στο καθήκοντά του. Κάπως σαν τα μέλη της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΣΕ που, ενώ αποθέωναν τον «πατερούλη», λίγα χρόνια μετά επικροτούσαν τις αποκαλύψεις του Χρουστσόφ για τις παρεκκλίσεις της σταλινικής περιόδου…
Στη Σοβιετική Ένωση οι αλλαγές ήταν αργές, πολύ αργές. Και το παιχνίδι της εξουσίας παιζόταν ανάμεσα σε μια περιορισμένη νομενκλατούρα. Στην –ευτυχώς, ευρωπαϊκή- Ελλάδα τα πράγματα κυλούν πιο γρήγορα. Και στο παιχνίδι της εξουσίας κυρίαρχο ρόλο έχουν οι ψηφοφόροι που σε ένα μήνα από σήμερα θα μιλήσουν, παίρνοντας εκείνοι τη σκυτάλη από τους ένθεν κακείθεν προπαγανδιστές. Ο χρόνος μετρά ήδη αντίστροφα: είκοσι εννιά μέρες και σήμερα…