Συνολικές προβολές σελίδας

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ράλλης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ράλλης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 16 Μαΐου 2019

Από τις λίρες του ΠΑΣΟΚ στην τοξικότητα του ΣΥΡΙΖΑ



            «Ακόμη και αν πάρει ο Βαγγέλης Βενιζέλος ένα τσουβάλι λίρες και πάει να το μοιράσει στον κόσμο που κυκλοφορεί στην Πλατεία Συντάγματος, δεν πρόκειται να αλλάξει τίποτε. Οι άνθρωποι θα πάρουν τις λίρες και θα απομακρυνθούν βρίζοντας το ΠΑΣΟΚ».
Τα λόγια αυτά ανήκουν σε έμπειρο πολιτικό στέλεχος που αποτιμούσε με τη συγκεκριμένη παραβολή την ατμόσφαιρα η οποία επικρατούσε στην πολιτική πραγματικότητα της χώρας παραμονές των προηγούμενων ευρωεκλογών που για πρώτη φορά διεξάγονταν ταυτόχρονα με τις δημοτικές.
Πέντε χρόνια μετά, ήρθαν στο νου μου τα λόγια του, παρακολουθώντας το κύμα των αντιδράσεων που εκδηλώθηκε από φιλοκυβερνητικά αυτοδιοικητικά στελέχη για τα χρίσματα που αυθαιρέτως μοίρασε η Κουμουνδούρου σε υποψηφίους σε Περιφέρειες και Δήμους.
Το 2014 γινόταν… σφαγή για το ποιος θα πάρει στήριξη από το κόμμα του Αλέξη Τσίπρα. Ενώ τώρα ακόμη και «πατεντάτοι» ΣΥΡΙΖΑίοι που στην προηγούμενη αναμέτρηση παρίσταναν τους πούρους αντιμνημονιακούς και δεν ήθελαν καμία συνεργασία με όσους δεν δήλωναν υποταγή στον ΣΥΡΙΖΑ, κρύβουν όσο περισσότερο μπορούν την κομματική τους προέλευση.
Το «εγώ δεν είμαι ΣΥΡΙΖΑ…» έχει γίνει μόδα σε όλη τη χώρα, ακόμη και εκεί που δεν βρήκαν –o tempora, o mores!- πρόθυμους ΠΑΣΟΚους υποψηφίους δημάρχους και περιφερειάρχες για να κρυφτούν πίσω τους. Οι «αποσυνάγωγοι» του 2014, έγιναν αίφνης «πολύφερνες νύφες». Και το υψηλής χρηματιστηριακής αξίας brand name «ΣΥΡΙΖΑ» μετατράπηκε σε συνώνυμο κακόφημου και τοξικού προϊόντος.
Υπό αυτές τις συνθήκες, ήταν όντως εντυπωσιακή η κατηγορηματικότητα με την οποία ο Αλέξης Τσίπρας υποστήριξε ότι δεν υπάρχει «ούτε μια περίπτωση στο εκατομμύριο» να χάσει ο ΣΥΡΙΖΑ τις ευρωεκλογές. Που, κατά τα άλλα, θα είναι «ντέρμπι». Παρόλο που θα έχουν τη σημασία… «δημοσκόπησης», εφόσον δεν ευοδωθεί η «ψήφος εμπιστοσύνης» από τους πολίτες που ζήτησε μόλις λίγες μέρες νωρίτερα.
Εν ολίγοις, σε μια συνέντευξη μόλις μερικών λεπτών, ο πρωθυπουργός κατάφερε να τα πει όλα. Χωρίς στην πραγματικότητα να πει απολύτως τίποτε. Πέραν φυσικά του επιβεβαιωτικού μηνύματος που έστειλε στους σκεπτόμενους πολίτες οι οποίοι γνωρίζουν πλέον ότι η σημερινή εξουσία μπορεί να λέει την ίδια στιγμή τα πάντα και τα αντίθετά τους. Και στο τέλος, παρότι αποτυγχάνει οικτρά, δεν έχει δυσκολία να επιδίδεται σε πανηγυρισμούς.
Μοιάζει τετριμμένο στερεότυπο και ακούγεται ως κλισέ, αλλά πρέπει να το αντιληφθούμε ότι το κόλλημα με την εξουσία που έχουν ο Αλέξης Τσίπρας και η παρέα του δεν έχει προηγούμενο. Όπως δεν έχουν προηγούμενο και τόσα άλλα μοναδικά και παράδοξα πράγματα που γίνονται τα τελευταία τεσσεράμισι χρόνια, παραβιάζοντας κατάφωρα κάθε έννοια πολιτικής ηθικής.
Δεν έχει υπάρξει, για παράδειγμα, ποτέ στο παρελθόν τόσο μεγάλης κλίμακα απόπειρα ανενδοίαστου εκμαυλισμού συνειδήσεων και ξεδιάντροπης εξαγοράς ψήφων. Ακόμη και ο Γεώργιος Ράλλης, ο οποίος στις παραμονές των εκλογών του 1981 μοίραζε ο ίδιος τις πρώτες επιταγές με τις κοινοτικές επιδοτήσεις, το έκανε τον Αύγουστο και όχι τον Οκτώβριο που στήθηκαν οι κάλπες.
Παρά τις μεγάλες εντάσεις που παρατηρήθηκαν στα χρόνια που ακολούθησαν, το εγχώριο πολιτικό προσωπικό είχε βρει ένα modus viventi για τους κανόνες που ίσχυαν στην προεκλογική περίοδο. Με στόχο τη μεγαλύτερη ουδετερότητα του κρατικού μηχανισμού, το διάστημα πριν το στήσιμο της κάλπης, έπαυαν οι διορισμοί και αναστέλλονταν οι μετακινήσεις δημοσίων υπαλλήλων, ενώ διορίζονταν και υπηρεσιακοί υπουργοί.
Τίποτε από αυτά δεν ισχύει στις μέρες μας. Το κράτος είναι λάφυρο στα χέρια του ΣΥΡΙΖΑ, χωρίς να τηρούνται ούτε τα προσχήματα. Ακόμη και ο γενικός γραμματέας του υπουργείου Εσωτερικών Κώστας Πουλάκης, ο οποίος έχει την ευθύνη της διεξαγωγής των εκλογών, κάνει, ως μη όφειλε, προβλέψεις υπέρ της νίκης του ΣΥΡΙΖΑ. Το ισοδύναμο του είναι σα να βρεθεί κανείς σε ένα καζίνο και να ακούει τον κρουπιέρη να λέει στους παίκτες ότι θα κερδίσει το καζίνο…
Τα κάθε είδους ρουσφέτια δίνουν και παίρνουν, με αποκορύφωμα τη διαβόητη «13η σύνταξη» που θα μοιραστεί την τελευταία βδομάδα πριν από τις κάλπες, αρχής γενομένης από την προσεχή Δευτέρα με τον αστείο ισχυρισμό ότι «τώρα διαπιστώθηκε το πλεόνασμα». Ένα πλεόνασμα που αμφισβητείται από πολλές πλευρές: από την Τράπεζα της Ελλάδος, από τους εταίρους και δανειστές, από τις αγορές αλλά κυρίως και πρωτίστως όποιον «έχει λαμβάνειν» από το κράτος: είτε σύνταξη είτε επιστροφή φόρου, είτε ο,τιδήποτε άλλο.


Γι΄ αυτό και τη μια μιλάνε για «δημοψήφισμα» και την άλλη για «δημοσκόπηση». Για να το έχουν δίπορτο. Αν απλώς χάσουν και δεν συντριβούν, οι κάλπες θα είναι… «δημοψήφισμα». Θα γίνουν, όμως, «δημοσκόπηση» στην –πιο πιθανή, με τα μέχρι στιγμής δεδομένα- περίπτωση που η ήττα την οποία θα υποστούν θα είναι μεγάλη.
Και στη μια και στην άλλη περίπτωση, πάντως, δεν δείχνουν διάθεση να το… ξεκουνήσουν από το Μαξίμου. Θα προσπαθήσουν να εξαντλήσουν την παραμονή τους εκεί μέχρι το τελευταίο δευτερόλεπτο, αδιαφορώντας για το γεγονός ότι κάτι τέτοιο θα κάνει δυσκολότερη την επάνοδό τους κάποια στιγμή στο μέλλον.
Όπως δείχνει το πάθος με το οποίο απολαμβάνουν την εξουσία τους τόσο ο ίδιος ο κ. Τσίπρας όσο και ο πυρήνας που τον περιστοιχίζει (ταξίδια, κότερα, πούρα, διορισμοί και τόσα άλλα), τους είναι αδύνατον να αντιληφθούν την πολιτική τοξικότητα που εκπέμπουν και να κατανοήσουν ότι πέντε χρόνια μετά ο χρόνος τους τελείωσε. Υπομονή ως την άλλη Κυριακή.

Πέμπτη 29 Σεπτεμβρίου 2016

Ο μακιαβελισμός των Θρησκευτικών



            Έχουν φαίνεται εθιστεί τόσο πολύ στην υποκρισία και στο ψέμα τα περισσότερα –αν όχι όλα- τα κυβερνητικά στελέχη, που θαρρεί κανείς πως τους έχουν γίνει δευτέρα φύσις. Δεν εξηγείται αλλιώς ότι ακόμη και για τα πιο απλά πράγματα καταφεύγουν σε τόσο προφανείς αναλήθειες που αναρωτιέται κανείς για τη σκοπιμότητα που υποκρύπτει αυτό το διαρκές «δεν είναι αυτό που νομίζετε» στο οποίο καταφεύγουν και όταν δεν υπάρχει λόγος για να αρνούνται την πραγματικότητα.   
«Δεν έχω διαβάσει την πολυσέλιδη επιστολή που έστειλε σήμερα ο Αρχιεπίσκοπος», δήλωσε από το βήμα της Βουλής ο υπουργός Παιδείας Νίκος Φίλης όταν στην προ ημερησίας διατάξεως συνεδρίαση πήρε τον λόγο για να τοποθετηθεί πολλές ώρες αφότου είχε γίνει γνωστό το περιεχόμενο των θέσεων που είχε εκθέσει ο προκαθήμενος της ελλαδικής Εκκλησίας στους πολιτικούς αρχηγούς για το ζήτημα της διδασκαλίας του μαθήματος των Θρησκευτικών στη μέση εκπαίδευση.
«Εξ όνυχος τον λέοντα» θα σκεφθεί, ενδεχομένως, κάποιος. Είναι, όμως, μια ενδεικτική περίπτωση για τη μόνιμη τακτική –την λες και εμμονή!- των ανθρώπων που πλαισιώνουν την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ να μην παραδέχονται την αλήθεια. Είτε πρόκειται για την αλήθεια που σχετίζεται με μεγάλα ζητήματα, όπως το Μνημόνιο που υπέγραψαν, ή την παράδοση της δημόσιας περιουσίας στον έλεγχο των ξένων με κατάληξη στους ιδιώτες, τις συντάξεις που κατακρεουργήθηκαν και το ΕΚΑΣ που εξαφανίστηκε.
Είτε αφορά, απλώς, τη διαμόρφωση της πραγματικότητας για καθημερινά ζητήματα, όπως ότι, όσοι από τους κυβερνώντες μπορούν, στέλνουν –οι περισσότεροι, μάλλον- τα παιδιά τους στα ιδιωτικά σχολεία του εσωτερικού και στα καλά πανεπιστήμια του εξωτερικού, ή ότι συμπεριφέρονται όπως ακριβώς, αν όχι και χειρότερα, οι προκάτοχοι τους όταν είναι να υπερασπιστούν προσωπικά ή κομματικά προνόμια κάθε είδους (δάνεια, διορισμούς, κ.ο.κ.).  
Το εξοργιστικό στην περίπτωση του ισχυρισμού του υπουργού Παιδείας, ότι δεν μπήκε στον κόπο να διαβάσει την επιστολή του Αρχιεπισκόπου, είναι πως ο κ. Φίλης δεν είναι ένας αμελής τύπος από εκείνους που μπορεί να πιστέψεις ότι απλώς αδιαφόρησε για τις θέσεις της Ιεραρχίας. Το απέδειξε με το ότι ήταν εφοδιασμένος μέχρι και με τα -από κάθε άποψη- απαράδεκτα φυλλάδια του μητροπολίτη Αιγιαλείας Αμβρόσιου. Το πάθος, άλλωστε, με το οποίο υπερασπίστηκε τις απόψεις του για το επίμαχο ζήτημα μαρτυρά ότι πήγε στη Βουλή προετοιμασμένος και έτοιμος για να δώσει συνέχεια σε μια ανώφελη σύγκρουση που ο ίδιος επέλεξε να έχει με την Ιεραρχία.
Γιατί, κακά τα ψέματα, δεν είναι δυνατόν να πιστέψει κανείς ότι όταν ο υπουργός Θρησκευμάτων εξαπολύει επίθεση στην Εκκλησία για τη στάση που είχε ο κλήρος σε ανώμαλες περιόδους, όπως η Κατοχή και η χούντα, στοχεύει ειλικρινά σε αλλαγές στα Θρησκευτικά. Αλλαγές που, όποιος εχέφρων πολίτης πάρει στα χέρια του κάποια από τα σχολικά εγχειρίδια από τα οποία διδάσκεται το μάθημα στα σχολεία, δεν θα έχει την παραμικρή δυσκολία να συμφωνήσει ότι είναι επιβεβλημένες.
Όπως και κάθε άνθρωπος με ανοικτό πνεύμα θα συμφωνήσει μάλλον με τη κατεύθυνση ότι «τα Θρησκευτικά από ομολογιακό μάθημα γίνονται μάθημα γνώσεων θρησκειών». Πολύ περισσότερο, ακόμη και αν είναι κανείς πιστός, όταν συνοδεύεται με την προσθήκη ότι θα δίνεται «βεβαίως προτεραιότητα στην ορθοδοξία, με ό,τι σημαίνει αυτό που είναι ένα ευρύτερο θέμα», όπως ακριβώς δήλωσε ο υπουργός Παιδείας στη Βουλή.
Ποιά σχέση, όμως, έχει η κατεύθυνση αυτή με το «τι έκαναν οι δεσποτάδες» στο παρελθόν; Πως σχετίζονται τα δύο ζητήματα; Το ένα αφορά το σχολείο του σήμερα και του αύριο, ενώ το άλλο είναι αντικείμενο της ιστορίας που μπορεί να τίθεται στον δημόσιο διάλογο και στην αντιπαράθεση, αλλά χωρίς συσχετισμό με τις εκπαιδευτικές ανάγκες. Εκτός πια και αν αλλάζουμε τα Θρησκευτικά όχι επειδή είναι ώριμο αίτημα της εποχής, αλλά γιατί πρέπει να… τιμωρηθεί η Εκκλησία για τη στάση της στο παρελθόν.
Είναι αλήθεια ότι ο υπουργός Παιδείας έχει μια μανία με το παρελθόν. Αν τον ακούσει κανείς να μιλάει, τον «συλλαμβάνει» να «τσαλαβουτάει» στα θολά νερά της ιστορίας, ψαρεύοντας επιχειρήματα χωρίς συγκεκριμένο έρμα. Εκεί που επικαλείται τη Ρόζα Ιμβριώτη και τον Ευάγγελο Παπανούτσο, ξάφνου πετιέται στον Γεώργιο Ράλλη και στον Ευάγγελο Αβέρωφ. Καμιά φορά θυμάται και τον Κώστα Σημίτη, του οποίου, όμως, ούτε το όνομα δεν ψέλλισε όταν αναφέρθηκε στην αντιπαράθεση για τις ταυτότητες που ο πρώην πρωθυπουργός έφερε εις πέρας χωρίς να βάλει την ουρά στα σκέλια όπως κάνουν οι ομοτράπεζοι του κ. Φίλη στο υπουργικό συμβούλιο που δηλώνουν: «Εμείς δεν θα συμφωνήσουμε σε τίποτε εάν δεν γίνουν δεκτά τα αιτήματα της Ιεραρχίας»!        
Είναι ακριβώς αυτό το «τσαλαβούτημα» που υποψιάζει ορισμένους ότι όλα αυτά δεν συνιστούν πολιτικό χειρισμό από έναν υπουργό Παιδείας που θέλει να δώσει λύση σε υπαρκτά εκπαιδευτικά προβλήματα, ένα από τα οποία –και πάντως όχι από τα μεγαλύτερα- είναι και αυτό της διδασκαλίας των Θρησκευτικών. Και, μάλλον ευλόγως, αναρωτιούνται μήπως δεν πρόκειται για τίποτε περισσότερο από έναν απλό πολικάντικο τακτικισμό που βρήκε στο πρόσωπο του υβριστή του, μητροπολίτη Αιγιαλείας, το έρεισμα του «βολικού εχθρού» που αναζητούσε.
Αν, πάντως, έτσι γίνεται κανείς «αριστερός» και «προοδευτικός», τότε μάλλον τύφλα να έχει ο Νικολό Μακιαβέλι…

Δευτέρα 27 Μαΐου 2013

Ο Καραμανλής, ο Σαμαράς και ο φόβος της Χρυσής Αυγής

Η πρώτη σφραγίδα που μπήκε στο ευρωπαϊκό διαβατήριο της Ελλάδας ήταν τον Δεκέμβριο του 1974 και έφερε φαρδιά πλατιά την υπογραφή του Κωνσταντίνου Καραμανλή, ο οποίος, έχοντας μόλις πριν από λίγους μήνες επιστρέψει στην Ελλάδα και αφού κέρδισε τις πρώτες εκλογές του Νοεμβρίου, οργάνωσε το δημοψήφισμα για το Πολιτειακό.
Με την ευμενή υπέρ της λεγόμενης «Αβασίλευτης» άψογη ουδετερότητα που τήρησε, ο τότε αρχηγός της συντηρητικής παράταξης απάλλαξε τη χώρα από μια πολύχρονη πηγή ανωμαλίας που ήταν η εμπλοκή του Παλατιού στην πολιτική. Με αυτή την απόφασή του και με μια σειρά κινήσεις και πρωτοβουλίες που ανέλαβε τα επόμενα χρόνια σηματοδότησε τον οριστικό ευρωπαϊκό προσανατολισμό της Ελλάδας.
Αρκετοί στενοί, τότε, συνεργάτες του Καραμανλή ήταν φιλοβασιλικοί: από τον μετέπειτα διάδοχό του στην πρωθυπουργία Γεώργιο Ράλλη, ο οποίος παραδέχθηκε ότι ψήφισε υπέρ της Βασιλείας, έως τον Σπύρο Θεοτόκη, ο οποίος εκπροσωπούσε ένα από τα πιο γνωστά τζάκια της παλαιάς Δεξιάς και την επομένη του δημοψηφίσματος, σε ένδειξη διαμαρτυρίας, παραιτήθηκε από βουλευτής της ΝΔ για να γίνει τρία χρόνια αργότερα συναρχηγός της «βασιλοχουντικής» Εθνικής Παράταξης.
Το σημαντικότερο, όμως, ήταν ότι η πλειονότητα όσων στην κάλπη για το Πολιτειακό ψήφισαν υπέρ της βασιλευομένης –το 30,8% του εκλογικού σώματος- προέρχονταν από τη «δεξαμενή» των ψηφοφόρων που τρεις εβδομάδες νωρίτερα είχαν δώσει στην νεοϊδρυθείσα Νέα Δημοκρατία το ανεπανάληπτο 54,37% που πήρε ο Καραμανλής στις πρώτες μεταχουντικές εκλογές.
Η επιλογή του Σερραίου πολιτικού να αγνοήσει το λεγόμενο «πολιτικό κόστος», ταυτιζόμενος με τη βούληση που είχε η πλειοψηφία του ελληνικού λαού και κινούμενος σε αντίθετη φορά από εκείνη που ήθελαν οι μισοί και πλέον ψηφοφόροι του, όχι μόνον δεν του κόστισε εκλογικά –αφού κέρδισε και τις επόμενες εκλογές, παρά την εμφάνιση στην εκλογική κονίστρα των βασιλοχουντικών που περιορίστηκαν στο 6,82% στις βουλευτικές εκλογές του 1977-, αλλά τον καθιέρωσε ως μια ευρωπαϊκή πολιτική φυσιογνωμία με διεθνή αναγνώριση και ακτινοβολία.
Το προηγούμενο αυτό μπορεί κάλλιστα να αποτελέσει τον οδηγό στην απόφαση που καλείται να λάβει σήμερα ο πρωθυπουργός κ. Αντώνης Σαμαράς για το λεγόμενο αντιρατσιστικό νομοσχέδιο που διχάζει βαθιά τον τρικομματικό κυβερνητικό συνασπισμό και αποτελεί ένα από τα κρισιμότερα τεστ αντοχής για τη συνοχή του και εν γένει την πολιτική σταθερότητα που αργά αλλά σταθερά υπάρχουν σημάδια ότι βαίνει προς αποκατάσταση.
Η δημοσκόπηση της Alco που δημοσίευσε το κυριακάτικο «Πρώτο Θέμα» έδειξε ότι η πλειονότητα των πολιτών, σε ποσοστό 52%, ευνοεί την ανάληψη μιας τέτοιας νομοθετικής πρωτοβουλίας. Υπάρχει, ωστόσο, μια πολύ ισχυρή μειοψηφία που έχει, σε ποσοστό 35%, αντίθετη άποψη και διαφωνούν με το νομοσχέδιο που ετοίμασε ο υπουργός Δικαιοσύνης κ. Αντώνης Ρουπακιώτης και στηρίζουν σθεναρά το ΠΑΣΟΚ, η ΔΗΜΑΡ, αλλά και ο ΣΥΡΙΖΑ.
Είναι προφανές ότι πολλοί από τους αντιδρώντες είναι ψηφοφόροι, οι οποίοι στις τελευταίες εκλογές ή και σε προηγούμενες αναμετρήσεις ψήφισαν τη Νέα Δημοκρατία. Και, κακά τα ψέματα, το βασικό επιχείρημα που προβάλουν οι συνεργάτες του κ. Σαμαρά για να μην προωθηθεί το επίμαχο νομοσχέδιο στη Βουλή, είναι για να μην δυσαρεστηθεί αυτό το τμήμα του εκλογικού σώματος το οποίο εκδηλώνει συμπάθεια προς τη Χρυσή Αυγή, αγνοώντας –προφανώς οι περισσότεροι- το πραγματικό ιδεολογικό υπόβαθρο του νεοναζιστικού αυτού μορφώματος.
Τα περί δήθεν περιορισμών στην ελευθερία της έκφρασης δεν είναι παρά το άλλοθι για να καλυφθεί ο φόβος για το πρόσκαιρο πολιτικό κόστος που μπορεί, ενδεχομένως, να υπάρξει για το μεγαλύτερο κόμμα του κυβερνητικού συνασπισμού, τα στελέχη του οποίου ισχυρίζονται πως τάχατες οι προωθούμενες ρυθμίσεις για να τιμωρούνται όσοι εγκωμιάζουν τον ναζισμό ή πρωταγωνιστούν σε εκδηλώσεις ξενοφοβικής βίας θα ενισχύσουν, αντί να πλήξουν, την Χρυσή Αυγή, καθώς τα στελέχη της θα «ηρωοποιηθούν» στα μάτια συντηρητικών ψηφοφόρων που προβληματίζονται από το ζήτημα της λαθρομετανάστευσης.
Και ο Παλαιοκώστας, όμως, ο οποίος «κλέβει τις τράπεζες», θεωρείται «ήρωας» από αρκετούς συνέλληνες. Για να μη θυμηθούμε τη... γοητεία που φημολογείτο ότι ασκούσε παλαιότερα σε ένα τμήμα του γυναικείου πληθυσμού ο Παπαχρόνης. Κανείς, ωστόσο, δεν φαίνεται να διανοήθηκε να προτείνει την αποποινικοποίηση των ληστειών ή των βιασμών. Γιατί, άραγε, να συμβεί αυτό για τους ρατσιστές και ξενόφοβους ναζιστές, που είναι τόσο… γενναίοι «ήρωες» που πάνε οπλισμένοι στη Βουλή;
Σε κάθε περίπτωση, οι απόψεις περί ενδεχόμενης «ηρωοποίησης» μοιάζουν πολύ κοντόφθαλμες. Κατ΄ αρχήν γιατί τα μέτρα για τον περιορισμό της λαθρομετανάστευσης δεν έρχονται σε αντίθεση με τον ποινικό ή άλλο κολασμό των ρατσιστών. Και, κυρίως, γιατί αν η κυβέρνηση δεν λάβει τώρα μέτρα, υπό τον φόβο της αντίδρασης των συμπαθούντων τη Χρυσή Αυγή, τα στελέχη της θα εκτραχυνθούν ακόμη περισσότερο, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την εσωτερική σταθερότητα και τη διεθνή εικόνα της χώρας.
Αν, λοιπόν, ο νυν πρωθυπουργός εννοεί ότι θέλει πράγματι να ηγηθεί του ευρωπαϊκού μετώπου, το αντιρατσιστικό νομοσχέδιο είναι, νομίζω, η ευκαιρία να το αποδείξει, απορρίπτοντας μικροκομματικούς υπολογισμούς, όπως ακριβώς έκανε σε πολύ πιο δύσκολους καιρούς για την τότε πολύ πιο ασταθή ελληνική δημοκρατία ο Κωνσταντίνος Καραμανλής. Ιδού η Ρόδος, ιδού και το πήδημα!

(Δημοσιεύθηκε στο www.protothema.gr στις 27.5.2013).