Συνολικές προβολές σελίδας

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ραγκούσης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ραγκούσης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 31 Μαρτίου 2023

Επτά εβδομάδες για σκανδαλοθηρία ή προγραμματικές αντιπαραθέσεις

Ελάχιστοι υποθέτω ότι είναι εκείνοι που μπορεί να εξεπλάγησαν από την τροπή που έλαβε η αντιπαράθεση με την οποία εγκαινιάστηκε η προεκλογική περίοδος μόλις ανακοινώθηκε η ημερομηνία κατά την οποία θα στηθεί η πρώτη βουλευτική κάλπη.

Σαν έτοιμα από καιρό τα κομματικά επιτελεία ξεκίνησαν να ξύνουν τον πάτο των βαρελιών με τα κρυμμένα μυστικά και τα ντοκουμέντα για τα «άπλυτα» των αντιπάλων τους, επιχειρώντας να κατακλύσουν την πολιτική ατμόσφαιρα με (εντός ή εκτός εισαγωγικών) αποκαλύψεις.

Το σκηνικό, άλλωστε, δεν είναι ούτε πρωτοφανές ούτε πρωτόγνωρο. Αντιθέτως θα έλεγε κανείς ότι είναι αφόρητα επαναλαμβανόμενο. Σε βαθμό τέτοιο που να δημιουργείται η αίσθηση ότι έχουν χαρακτήρα... εθίμου.

Με ελάχιστες εξαιρέσεις, εξάλλου, στις περισσότερες εκλογικές αναμετρήσεις των πολλών τελευταίων ετών, στο βασικό μενού της προεκλογικής αντιπαράθεσης είχαν σταθερή θέση η σκανδαλοθηρία και η ένθεν κακείθεν απόπειρα δαιμονοποίησης του στελεχιακού δυναμικού της αντίπαλης παράταξης με χαρακτηρισμούς όπως «κλέφτες», «ανεπρόκοποι», «φοροφυγάδες», «μπαταξήδες», κ.ο.κ. 

Η πρακτική είναι γνωστή και δοκιμασμένη. Υποθέσεις οι οποίες φυλάσσονταν στα αρχεία των κομματικών επιτελείων για να χρησιμοποιηθούν στον... κατάλληλο χρόνο, άρχισαν να ανασύρονται από τα συρτάρια. 

Και όταν αυτές δεν επαρκούν για να δημιουργηθούν ισχυρές εντυπώσεις στην κοινή γνώμη, οι επιτετραμμένοι με την σκανδαλοθηρία δεν δυσκολεύονται να ξεφουρνίσουν ξαναζεσταμένες -υπαρκτές ή ανύπαρκτες- καταγγελίες με σκοπό να σερβιριστούν προς άγραν του ενδιαφέροντος του ανυποψίαστου φιλοθεάμονος κοινού.

Παρόλο όμως που είναι πολύ αμφίβολος ο βαθμός επιρροής που έχει αυτή η ατμόσφαιρα στην πλειονότητα των πολιτών και κυρίως σε εκείνους που δεν είναι φανατικά ταυτισμένοι με ένα κόμμα, το μοτίβο δεν αλλάζει. 

Ίσως επειδή η ευκολία που συνεπάγεται η εκτόξευση κατηγοριών είναι λιγότερο κοπιώδης από την προσπάθεια που χρειάζεται για να καταβάλει μια παράταξη προκειμένου να καταδείξει την υπεροχή της σε προγραμματικές προτάσεις.

Είναι, για παράδειγμα, πολύ πιο εύκολο να εξακοντίζει κάποιος μια επίκριση κατά των αντιπάλων του παρά να καταναλώνει φαιά ουσία για να παρουσιάσει μια επεξεργασμένη και τεκμηριωμένη πρόταση για έναν ή περισσότερους τομείς πολιτικής. Για το πρώτο αρκούν η ημιμάθεια, το θράσος και η αμετροέπεια. Το δεύτερο απαιτεί γνώση, προσπάθεια και πνευματική κόπωση.

Η εμπειρία έχει δείξει ότι η προεκλογική σκανδαλοθηρία σπανίως έχει μετρήσιμες επιπτώσεις στην εκλογική συμπεριφορά των πολιτών. Μπορεί να οπλίζει με «επιχειρήματα» τους ταγμένους της κάθε πλευράς, πλην όμως συνήθως αφήνει παγερά αδιάφορους τους μετακινούμενους ψηφοφόρους οι οποίοι αποτελούν το κρίσιμο υποσύνολο του εκλογικού σώματος που καθορίζει την ετυμηγορία της κάλπης.

Όπως και να έχει, οι εχέφρονες πολίτες δεν καταπίνουν αμάσητη την προπαγάνδα για την υποτιθέμενη αποκλειστικότητα του ηθικού πλεονεκτήματος. Είναι σε θέση να αναγνωρίζουν ότι ούτε οι «καλοί» είναι από τη μια όχθη ούτε οι «κακοί» από την άλλη. 

Η ζωή έχει διδάξει ότι οι απλοϊκότητες με βάση τις οποίες κάποιοι διατείνονται ότι τα πράγματα είναι μόνον «άσπρα» ή μόνον «μαύρα» δεν αποτυπώνουν την πολύπλοκη πραγματικότητα η οποία μας περιβάλει.

Είναι αλήθεια ότι οι ταγμένοι της μιας ή της άλλης πλευράς είναι εκείνοι που δίνουν τον τόνο. Εν προκειμένω, δεν λίγοι εκείνοι που αρέσκονται να υποστηρίζουν ότι αποτελεί μείζον πολιτικό ζήτημα το χαριστικό δάνειο που έλαβε από τον Οργανισμό Εργατικής Κατοικίας πριν από αρκετά χρόνια ο βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ Γιάννης Ραγκούσης για να οικοδομήσει ακίνητο το οποίο εκμεταλλεύεται εμπορικά. 

Ούτε φυσικά αποτελούν αμελητέα ποσότητα όσοι είναι έτοιμοι να πιστέψουν ότι τα ουκ ολίγα αρνητικά που βιώνουμε σχετίζονται με το γεγονός ότι ο αναπληρωτής υπουργός Ανάπτυξης Νίκος Παπαθανάσης απηλλάγη από την εγγύηση που είχε παράσχει για να δανειοδοτηθεί επιχείρηση με την οποία σχετιζόταν.

Είναι βέβαιο ότι οι πολίτες στο σύνολό τους θα είχαν να κερδίσουν πολύ περισσότερα αν η δημόσια συζήτηση περιστρέφονταν γύρω από την αξιοπιστία των συγκεκριμένων προσώπων. 

Με άλλα λόγια, θα ήταν καλύτερο να συζητούμε για όσα υποστήριζε ο κ. Ραγκούσης προτού προσχωρήσει στον ΣΥΡΙΖΑ για τους πολιτικούς που αλλάζουν κόμματα για να εξασφαλίσουν τα επτά χιλιάρικα της βουλευτικής αποζημίωσης. 

Όπως και για το αν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα τα όσα ισχυρίζεται ο κ. Παπαθανάσης και ο πολιτικός του προϊστάμενος Άδωνις Γεωργιάδης τόσο για τη συγκράτηση των τιμών που υποτίθεται ότι επέφερε το λεγόμενο «καλάθι του νοικοκυριού» όσο και για τις ξένες επενδύσεις που προσελκύει η χώρα και οι οποίες άλλοι υποστηρίζουν ότι αποτελούν κατά βάση συναλλαγές στον τομέα του real estate.

Δεν έχω αμφιβολία ότι πηχυαίοι τίτλοι για τη «βίλα με πισίνα στην Πάρο που κτίστηκε με δάνειο της Εργατικής Κατοικίας» ή για το «βαθύ κούρεμα στο υπουργικό δάνειο» είναι πιο εύληπτοι για τη μάζα των πολιτών που είναι αποφασισμένοι να ψηφίσουν τη μια ή την άλλη παράταξη.

Διατηρώ, ωστόσο, εδραία την πεποίθηση ότι τη διαφορά στις κάλπες που θα στηθούν στις 21 Μαΐου θα την κάνει η μειοψηφία εκείνων που θα ψηφίσουν με κριτήριο τις προτάσεις που θα έχουν ενώπιον τους όταν μπουν στο παραβάν.

Πέμπτη 2 Ιουλίου 2020

Στρεψόδικη αντιπολίτευση στην… πραγματικότητα


Δεν ξέρει κανείς αν πρέπει να κλάψει ή να γελάσει ακούγοντας και διαβάζοντας τις αντιδράσεις της αξιωματικής αντιπολίτευσης για το κυβερνητικό νομοσχέδιο το οποίο με αρκετή καθυστέρηση κατατέθηκε αυτές τις μέρες στη Βουλή επιχειρώντας να θέσει κάποιους κανόνες στις πορείες και στις διαδηλώσεις που γίνονται στους κεντρικούς δρόμους των μεγάλων πόλεων.
Το δίλημμα είναι αν θα πρέπει κάποιος να κλάψει με την… μαχητική υπεράσπιση της δυνατότητας να μπορεί η οποιαδήποτε μικροομάδα ατόμων να παραλύει την κοινωνική και εμπορική ζωή στο κέντρο της πρωτεύουσας ή να γελάσει με τους αστείους και παντελώς αναντίστοιχους με την πραγματικότητα ισχυρισμούς ότι έχουμε να κάνουμε με… χουντικής έμπνευσης νομοσχέδιο που θέτει τάχατες στον… «γύψο» το συνταγματικό κατοχυρωμένο δικαίωμα του συνέρχεσθαι.
Το άρθρο 11 του Συντάγματος το οποίο ισχύει από το 1975 και ουδείς έως τώρα έχει εισηγηθεί την αναθεώρησή του είναι απολύτως σαφές: «Oι Έλληνες έχουν το δικαίωμα να συνέρχονται ήσυχα και χωρίς όπλα», αναφέρει στην πρώτη παράγραφό του. Την οποία διαδέχεται μια δεύτερη παράγραφος που ορίζει ξεκάθαρα ότι: «Mόνο στις δημόσιες υπαίθριες συναθροίσεις μπορεί να παρίσταται η αστυνομία. Oι υπαίθριες συναθροίσεις μπορούν να απαγορευτούν με αιτιολογημένη απόφαση της αστυνομικής αρχής, γενικά, αν εξαιτίας τους επίκειται σοβαρός κίνδυνος για τη δημόσια ασφάλεια, σε ορισμένη δε περιοχή, αν απειλείται σοβαρή διατάραξη της κοινωνικοοικονομικής ζωής, όπως νόμος ορίζει».
Με άλλα λόγια, λοιπόν, ο καταστατικός χάρτης της ελληνικής Πολιτείας επιτάσσει, εδώ και 45 χρόνια που βρίσκεται σε ισχύ, την ψήφιση νόμου για τη διοργάνωση των υπαίθριων συναθροίσεων σε τρόπον να προστατεύεται η δημόσια ασφάλεια, αλλά και να μην διαταράσσεται η κοινωνικοοικονομική ζωή στις περιοχές που γίνονται πορείες και διαδηλώσεις. Απλά και αυτονόητα πράγματα, δηλαδή, όπως ισχύουν σε όλες τις δημοκρατικές κοινωνίες.
Από την πτώση της χούντας (επί των ημερών της οποίας, σε πείσμα των ανιστόρητων αναλογιών που επιχειρούν ανερμάτιστοι πολιτικάντηδες, ήταν όλες οι συναθροίσεις απαγορευμένες) στο κέντρο της Αθήνας έχουν γίνει δεκάδες χιλιάδες πορείες διαμαρτυρίες, υποβάλλοντας σε αφάνταστη ταλαιπωρία κατοίκους, επισκέπτες και εργαζομένους της πρωτεύουσας. Οι χαμένες εργατοώρες για τους μποτιλιαρισμένους στα αυτοκίνητά τους ανθρώπους πρέπει να αθροίζονται σε πολλά δισεκατομμύρια, ενώ οι απώλειες στον τζίρο που υπέστησαν καταστηματάρχες και λοιποί επαγγελματίες του Κέντρου είναι ανυπολόγιστες.
Οι περισσότερες από αυτές τις πορείες διακρίνονταν για τη μικρή τους συμμετοχή, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι θα έπρεπε εξ αυτού του λόγου να απαγορευθούν. Θα μπορούσαν, όμως, να διεξαχθούν χωρίς να παραλύσουν την πόλη, κερδίζοντας, έτσι, και τη συμπάθεια και –γιατί όχι- την αλληλεγγύη της κοινής γνώμης, όπως θεωρητικά επιδιώκουν όσοι διαδηλώνουν τις απόψεις ή τα αιτήματά τους. Διότι, κακά τα ψέματα, όσα δίκια και αν έχει μια «χούφτα» ανθρώπων που… κατασκηνώνει στο οδόστρωμα της Πλατείας Συντάγματος ή όπου αλλού εμποδίζοντας την κυκλοφορία, μόνον αντιπάθεια δημιουργεί στην πλειονότητα όσων παραμένουν εγκλωβισμένοι στα οχήματά τους και υφίστανται αναίτια ταλαιπωρία, όπως και οικονομική, αλλά συχνά και ψυχολογική, ζημιά.
Όποιος εχέφρων πολίτης διαβάσει απροκατάληπτα και χωρίς παρωπίδες το νομοσχέδιο το οποίο υπέβαλε στη Βουλή ο υπουργός Προστασίας του Πολίτη Μιχάλης Χρυσοχοΐδης μπορεί να το βρει τολμηρό ή άτολμο. Δεν είναι λίγοι, άλλωστε εκείνοι που επιχειρηματολογούν ισχυριζόμενοι ότι θα καταστεί ανεφάρμοστο από τη στιγμή που ο ίδιος ο εισηγητής του διαβεβαιώνει ότι δεν αφορά πορείες και διαδηλώσεις που προκηρύσσουν οι μεγάλες συνδικαλιστικές οργανώσεις. Αν είναι, έτσι, τότε θα πρόκειται για μια «τρύπα στο νερό», εφόσον δεν λαμβάνεται υπόψιν ο αριθμός των συμμετεχόντων.
Για παράδειγμα, παρά την πανδημία, από την αρχή της φετινής χρονιάς στην Αθήνα οργανώθηκαν πάνω από πέντε (αποκαλούμενα) «πανεκπαιδευτικά συλλαλητήρια», σύμφωνα με τη συνδικαλιστική, ου μην αλλά και τη δημοσιογραφική, αργκό. Μόνον, όμως, που ο πληθυσμός της εκπαιδευτικής κοινότητας στη χώρα μας –μαθητές και διδάσκοντες όλων των βαθμίδων- ξεπερνά το ενάμισι εκατομμύριο, αλλά οι συμμετέχοντες σε αυτές τις διαδηλώσεις είναι αμφίβολο αν ξεπέρασαν τα 500 ή το πολύ τα 1.000 άτομα.
Στον αντίποδα, οι άνθρωποι οι οποίοι ταλαιπωρήθηκαν ήταν πολλαπλώς περισσότεροι από τους λιγοστούς διαδηλωτές. Και το σημαντικότερο είναι ότι ταλαιπωρήθηκαν επειδή οι συμμετέχοντες δεν ήθελαν να περιοριστούν είτε στο πεζοδρόμιο είτε μόνον σε ορισμένες από τις λωρίδες του δρόμου που είναι προορισμένες για την κυκλοφορία των οχημάτων. Το πώς θα πετύχει κάτι τέτοιο ο νόμος του κ. Χρυσοχοΐδη είναι αμφίβολο, από τη στιγμή που ο ίδιος ο υπουργός που τον εισηγείται δηλώνει, ίσως για λόγους τακτικής, ότι δεν θα τύχει γενικής εφαρμογής.
Από εκεί, όμως, μέχρι που να υποστηρίζει κάποιος ότι πρόκειται για αντιδημοκρατικό ή… χουντικό νομοσχέδιο υπάρχει ένα τεράστιο χάσμα. Είναι το χάσμα που χωρίζει τις αυταπάτες και τις φαντασιώσεις από την πραγματικότητα. Το χάσμα που χωρίζει τη στρεψοδικία από την υπεύθυνη κριτική που είναι επιβεβλημένο να ασκεί η εκάστοτε αντιπολίτευση. Στις δημοκρατίες όλες οι απόψεις είναι σεβαστές και σε καμία περίπτωση τα κόμματα δεν είναι υποχρεωτικό να συμφωνούν μεταξύ τους.
Από την άλλη, όμως, είναι υποχρεωμένα να αφουγκράζονται και την πλειοψηφία της κοινωνίας. Στην προκειμένη περίπτωση, μάλιστα, είναι πασιφανές ότι η κοινωνία θέλει κανόνες και αποδοκιμάζει το νόμο της ζούγκλας που επιβάλουν χρόνια τώρα οι δυναμικές συνδικαλιστικές μειοψηφίες που «χαλούν τον κόσμο» κάθε τρεις και λίγο και για… ψύλλου πήδημα.
Όπως και να έχει, το 2020 δεν είναι ούτε 1980, ούτε 1990. Πολύ περισσότερο δεν είναι 2012 ή 2015. Α, και όντως η… «χούντα δεν τελείωσε το 1973», όπως έλεγε το ανιστόρητο σύνθημα της Πλατείας των «αγανακτισμένων». Τελείωσε, όμως, το 1974. Και καλό είναι να το πει κάποιος στον νεοΣΥΡΙΖΑίο Γιάννη Ραγκούση, ο οποίος –τι κρίμα!- προεξάρχει της στρεψόδικης αντιπολίτευσης στην… πραγματικότητα.

Πέμπτη 17 Οκτωβρίου 2019

Το «αυγό του Κολόμβου» στην ψήφο των Αποδήμων


«Πρώτος κανόνας της πολιτικής είναι να ξέρεις να μετράς» έλεγε ένας σπουδαίος Αμερικανός πολιτικός των τελευταίων δεκαετιών του προηγούμενου αιώνα και έκτοτε η φράση του αυτή καθιερώθηκε ως άγραφος γνώμονας για τη λειτουργία αλλά και την ερμηνεία της εκάστοτε πολιτικής πραγματικότητας.
Εφαρμόζοντας, λοιπόν, τον συγκεκριμένο κανόνα στο θέμα της ψήφου των Αποδήμων, το οποίο απασχολεί αυτές τις μέρες την εγχώρια πολιτική επικαιρότητα, ας ξεκινήσουμε μετρώντας: Τον περασμένο Μάιο είχαμε ευρωεκλογές και σε αυτές συμμετείχαν περί τις 12.000 Έλληνες πολίτες που είναι εγγεγραμμένοι στους εκλογικούς καταλόγους αλλά ζουν σε άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Εκεί στους χώρους των ελληνικών διπλωματικών αντιπροσωπειών στήθηκαν 53 ειδικά εκλογικά τμήματα.
Το αποτέλεσμα το οποίο έβγαλαν αυτές οι λίγες κάλπες είχε ως εξής: Η ΝΔ απέσπασε ποσοστό 33,89% που ήταν πολύ κοντά στο συνολικό της ποσοστό (33,12%). Οι επιδόσεις των άλλων κομμάτων κατέγραψαν αξιοπρόσεκτες αποκλίσεις. Ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν το κόμμα με μεγαλύτερη προς κάτω απόκλιση από το εθνικό του ποσοστό (23,75%), καθώς ψηφίστηκε μόλις από το 15,28% των ψηφοφόρων του εξωτερικού. Χαμηλότερες «πτήσεις» στις εκτός επικράτειας κάλπες είχαν επίσης η Χρυσή Αυγή και η Ελληνική Λύση.
Αντιθέτως, το ΚΚΕ, που οι ψηφοφόροι του εξωτερικού το κατέταξαν τρίτο με 14,09% (έναντι 5,25% στο σύνολο), το Κίνημα Αλλαγής, που έλαβε 8,58% (από 7,72% συνολικά), το ΜέΡΑ 25, με 3,25% (από 2,99%), όπως και το Ποτάμι, που έφθασε στο 4,95% (έναντι συνολικού 1,52%), προτιμήθηκαν περισσότερο από τους συμπατριώτες μας που ζουν και εργάζονται ή σπουδάζουν στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Οι επιδόσεις αυτές μόνον τυχαίες δεν μπορούν να θεωρηθούν, αφού σε μεγάλο βαθμό συνάδουν και με ό,τι είχε συμβεί πέντε χρόνια νωρίτερα όταν είχαμε τις προηγούμενες ευρωεκλογές, τον Μαΐο του 2014. Τότε, από τους περίπου 10.000 Έλληνες του εξωτερικού που αιτήθηκαν να ψηφίσουν από τον τόπο της διαμονής τους,  το 27,43% ψήφισε ΝΔ (22,72% πανελλαδικά), το 19,35% ΣΥΡΙΖΑ (που ήταν πρώτος στο σύνολο με 26,56%), το 17,92% ΚΚΕ (από 6,11%), το 8,29% την «Ελιά»- ΠΑΣΟΚ (από 8,02%), το 7,94% το Ποτάμι (από 6,61%), ενώ η Χρυσή Αυγή συγκέντρωσε το χαμηλό 4,74% (από 9,39% στο σύνολο της Επικράτειας).
Τώρα που μετρήσαμε και μάλιστα σε δύο εκλογικές διαδικασίες, νομίζω ότι δεν έχουμε δυσκολίες για να αντιληφθούμε ποιος στηρίζει τι και γιατί στο θέμα της ψήφου των Ελλήνων που διαμένουν έξω από την ελληνική επικράτεια. Μπορούμε εύκολα πλέον να διαπιστώσουμε πόσο κουτοπόνηρες είναι οι θεωρίες περί δήθεν «αλλοίωσης που εκλογικού σώματος», επειδή –άκουσον, άκουσον!- μπορεί να ψηφίσει και ο Τομ Χανκς, που έχει παντρευτεί ελληνοαμερικανίδα...
Λες και ο γνωστός ηθοποιός του Χόλυγουντ, αν όντως είχε δικαίωμα ψήφου στη χώρα μας αλλά και επιθυμία να ψηφίσει για τον Κατρούγκαλο ή τον Άδωνι, θα τσιγκουνεύονταν να πάρει το αεροπλάνο και να έρθει να ψηφίσει. Και, αντ’ αυτού, θα πήγαινε στο ελληνικό προξενείο του Λος Άντζελες ή του Αγίου Φραγκίσκου...
Επίσης, τώρα που μετρήσαμε, μπορούμε να τεστάρουμε και τη βασιμότητα που έχουν οι υποψίες του… δαιμόνιου βουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ Γιάννη Ραγκούση ότι μπήκε σε εφαρμογή το… καταχθόνιο σχέδιο του Μάκη Βορίδη για να ληφθούν όλα τα «κατάλληλα θεσμικά μέτρα προκειμένου να μην κυβερνήσει ξανά η προοδευτική παράταξη»!
Το τι είδους «προοδευτική παράταξη» είναι αυτή η οποία θέλει να αποκλείσει από την εκλογική διαδικασία όποιον πιθανολογεί ότι δεν θα την ψηφίσει, είναι κάτι που για να το ερμηνεύσει κάποιος θα πρέπει και πάλι να καταφύγει στο μέτρημα. Να μετρήσει αν υπερτερούν των επαινετικών οι επικριτικές για τον ΣΥΡΙΖΑ και τον αρχηγό του δηλώσεις του κ. Ραγκούση.
Όπως και να έχει, η συζήτηση που έχει ανοίξει μοιάζει να έρχεται από το παρελθόν. Μπορεί ο σφικτός κορσές των 200 ψήφων, οι οποίες απαιτούνται για την ψήφιση νόμου που να διευκολύνει την ψήφο όσων βρίσκονται εκτός της ελληνικής επικράτειας, να περιορίζει τη δυνατότητα ελιγμών της κυβέρνησης, αλλά είναι ώριμες οι συνθήκες για να δοθεί λύση στον «Γόρδιο δεσμό» που μένει άλυτος - αν όχι και από το 1975, που ψηφίστηκε το Σύνταγμα - σίγουρα από το 2001 που αναθεωρήθηκε η παράγραφος 4 του άρθρου 51.
Υπό τις παρούσες συνθήκες και με δεδομένη την τεχνολογική πρόοδο των τελευταίων ετών, αλλά και τη σχετική διεθνή εμπειρία, η λύση είναι τόσο απλή όσο και το «αυγό του Κολόμβου»: Η Βουλή μπορεί να καθιερώσει την εξ αποστάσεως ψήφο για όλους ανεξαιρέτως τους εκλογείς. Οι οποίοι θα μπορούν με τις ίδιες διαδικασίες να ψηφίζουν μέσω Διαδικτύου, οπουδήποτε και να βρίσκονται: στο εσωτερικό ή στο εξωτερικό.
Με τον τρόπο αυτό θα αυξηθεί η συμμετοχή τόσο των λεγόμενων ετεροδημοτών του εσωτερικού, που μόνον ορισμένοι εξ αυτών μπορούν τώρα να ψηφίζουν σε ειδικά τμήματα, όσο και όσων διαμένουν στο εξωτερικό.  Οι ανήκοντες στις δύο κατηγορίες θα μπορούν –με τις απαραίτητες δικλείδες- να ψηφίζουν από το σπίτι ή το γραφείο τους, χωρίς να χρειάζεται να μετακινηθούν και να στήνονται στις ουρές των εκλογικών τμημάτων στα οποία είναι εγγεγραμμένοι.
Άλλωστε, τα τμήματα ετεροδημοτών που οργανώνονται στα μεγάλα αστικά κέντρα, όπως και εκείνα που μπορεί να στηθούν με την προωθούμενη μεσοβέζικη πρόταση της αυτοπρόσωπης προσέλευσης των αποδήμων στα Προξενεία, αφενός είναι κοστοβόρα και αφετέρου δεν διευκολύνουν όλους τους εκλογείς.
Ένας ψηφοφόρος που σπουδάζει στο Εδιμβούργο θα πρέπει να κάνει ταξίδι στο Λονδίνο για να ψηφίσει, ενώ ένας εργαζόμενος στην Ατλάντα θα χρειαστεί να οδηγήσει χιλιάδες μίλια για να βρει κάλπη στην Τάμπα της Φλόριδας. Όπως και ένας από τα Γιάννενα που δουλεύει στη Σαντορίνη και ψηφίζει μόνον εκεί που είναι εγγεγραμμένος.
Από την εποχή του Μεγάλου Αλεξάνδρου, ως γνωστόν, οι δεσμοί που δεν λύνονταν, κόβονταν. Ζητείται, ως εκ τούτου, ο τολμηρός που θα το κάνει. Διότι όσο βέβαιο είναι ότι η καθιέρωση της εξ αποστάσεως άσκησης του εκλογικού δικαιώματος θα φέρει στο προσκήνιο πολλές καινούργιες θεωρίες συνωμοσίας, άλλο τόσο σίγουρο είναι ότι μόνον έτσι η χώρα θα περάσει στον 21ο αιώνα.

Πέμπτη 30 Μαΐου 2019

Δεν ψιχάλισε, κύριε Τσίπρα, την Κυριακή. Σας έφτυσαν!


Είναι, από μια άποψη, άκρως διασκεδαστικό να ακούει και να διαβάζει κανείς αυτές τις πρώτες μετεκλογικές ημέρες στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ και… «ενσωματωμένους» δήθεν εμβριθείς αναλυτές από τον χώρο των μέσων ενημέρωσης, οι οποίοι μέχρι το απόγευμα της Κυριακής εκθείαζαν τη «μεγάλη πολιτική στόφα» του Αλέξη Τσίπρα, να προσπαθούν τώρα να βρουν έναν ή περισσότερους αποδιοπομπαίους τράγους για να τους φορτώσουν την ευθύνη για τη συντριβή στις ευρωκάλπες.
Ψάχνουν, με άλλα λόγια, θύματα ούτως ώστε να μείνει στο απυρόβλητο ο… «άχαστος» αρχηγός και να μη γίνει ούτε τώρα αντιληπτός ο σανός με τον οποίο τάιζαν επί τέσσερα και πλέον χρόνια το ακροατήριό τους, επιμένοντας, κόντρα στην πραγματικότητα, να αρνούνται την αλήθεια των αριθμών που έδειχναν ότι ο κ. Τσίπρας είχε χάσει προ πολλού την έξωθεν καλή μαρτυρία που είχε όσο ήταν στην αντιπολίτευση, αλλά και τον πρώτο καιρό της διακυβέρνησής του όταν επιδίδονταν σε λεονταρισμούς δήθεν αντίστασης προς τους δανειστές.
Από τις αρχές του 2016, οπότε εξελέγη στην ηγεσία της Νέας Δημοκρατίας, ο Κυριάκος Μητσοτάκης έγινε ο πρώτος αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης  που υποσκέλιζε τον εν ενεργεία πρωθυπουργό στο ερώτημα για το ποιος είναι καταλληλότερος για να αναλάβει το αξίωμα. Κάτι τέτοιο δεν είχε συμβεί ποτέ νωρίτερα. Ούτε με τον Κώστα Καραμανλή, που δεν ξεπέρασε ποτέ τον Κώστα Σημίτη. Ούτε με τον Γιώργο Παπανδρέου, που ήταν σταθερά πίσω από τον Καραμανλή, ακόμη και όταν τον κέρδισε με 10 μονάδες. Ούτε με τον Αντώνη Σαμαρά, ο οποίος θεωρείτο καταλληλότερος του κ. Τσίπρα μέχρι τη στιγμή που ηττήθηκε στην αναμέτρηση του Ιανουαρίου του 2015.
Κατά έναν παράδοξο τρόπο και σε πείσμα της αριθμητικής πραγματικότητας, η οποία μέχρις ενός χρονικού σημείου αποτυπωνόταν και στον φιλοκυβερνητικό Τύπο (η Αυγή και η Εφημερίδα Συντακτών δημοσίευαν τακτικά έρευνες, αλλά σταμάτησαν να το κάνουν αφότου όλα τα ευρήματα ήταν αρνητικά για την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ), η περιρέουσα ατμόσφαιρα που εντέχνως δημιουργούνταν ήταν ότι «ο Αλέξης Τσίπρας “τον έχει” τον Κυριάκο Μητσοτάκη». Μέχρι που αποδείχθηκε το αντίθετο όταν άνοιξε η κάλπη της περασμένης Κυριακής και έγιναν καταγέλαστοι οι πολυποίκιλοι προπαγανδιστικοί μηχανισμοί που αναμασούσαν όσα περιλαμβανόταν στα διαβόητα non paper των υπογείων του Μαξίμου.       
Οι ίδιοι, λοιπόν, οι οποίοι έλεγαν και έγραφαν συνεχώς και ακαταπαύστως ότι «ο πρωθυπουργός παίρνει πάνω του το παιχνίδι», ότι «κλείνει την ψαλίδα» και δεν «χάνει από τον Μητσοτάκη», εμφανίζονται πλέον ως να έχουν απωθήσει πλήρως από τη μνήμη τους τους δοξαστικούς ύμνους που ανέπεμπαν μέχρι χθες για τις ικανότητες του «ηγέτη». Και, αντ΄ αυτού, επιτίθενται στην «αυλή του Μαξίμου», στους «μηχανισμούς της Κουμουνδούρου», στον «αψύ» Παύλο Πολλάκη, στους «μουσαφίρηδες» παλαιοΠΑΣΟΚους που έπιασαν τα πόστα, στον Χριστόφορο Βερναρδάκη και στις εταιρίες που έδιναν λανθασμένη εικόνα για τις πραγματικές διαθέσεις της κοινής γνώμης.
Από που και έως που, όμως, είναι μόνος υπεύθυνος ο Βερναρδάκης για τη λανθασμένη εικόνα του κ. Τσίπρα; Δεν θα μείνουμε μόνον στο προφανές ερώτημα «ποιος διόρισε υφυπουργό τον Βερναρδάκη;», αλλά θα πάμε και ένα βήμα παραπάνω: Άλλα κανάλια πληροφόρησης δεν είχε ο πρωθυπουργός; Του έκρυβαν την πραγματικότητα; Ή απέστρεφε ο ίδιος το πρόσωπό του από την αληθινή εικόνα για να μη χαλάσει τις αυταπάτες του;
Το «Θέμα» την περασμένη Κυριακή κατέγραψε 21 διαφορετικές δημοσκοπήσεις που διενεργήθηκαν και είδαν το φως της δημοσιότητας το τελευταίο δίμηνο. Ο μέσος όρος της διαφοράς ΝΔ - ΣΥΡΙΖΑ που προέκυπτε από τις μετρήσεις αυτές, που έγιναν από εννέα διαφορετικές εταιρίες, ήταν 7,5 μονάδες. Και με απλή αναγωγή της αδιευκρίνιστης ψήφου, εύκολα κατέληγε κανείς στο συμπέρασμα ότι το γαλάζιο προβάδισμα προσέγγιζε το 9%.
Η εφημερίδα κυκλοφόρησε το πρωί του Σαββάτου. Άραγε, μέχρι το μεσημέρι της Κυριακής που άρχισαν να βγαίνουν τα στοιχεία από τα exit polls, δεν πέρασε κανένα φύλο στο Μέγαρο Μαξίμου για να προϊδεαστούν για την επερχόμενη ψυχρολουσία; Είναι δυνατόν να μη τα έβλεπε αυτά ο κ. Τσίπρας και, αντιθέτως, να πίστευε τα fake news που διακινούσε ο Ευάγγελος Αντώναρος ή τις «δημοσκοπήσεις των πρεσβειών» που ονειρευόταν το στέλεχος της Κουμουνδούρου που ακούει στο όνομα Σκορίνης;
Ας μην αυταπατώμεθα κι εμείς, όμως. Τα πράγματα είναι μάλλον απλά, ακόμη και μέσα στη φαινομενική πολυπλοκότητά τους. Τώρα, εξάλλου, διαθέτουμε απτά στοιχεία για να τεκμηριώσουμε όλα όσα υποστηρίζαμε τα τελευταία χρόνια για τον απερχόμενο πρωθυπουργό. Κακά τα ψέματα, ο Αλέξης Τσίπρας δεν εισέφερε τίποτε καινούργιο στην πολιτική ζωή της χώρας. Εκτός από το περισσό θράσος που τον χαρακτηρίζει και το οποίο αξιοποίησε στο έπακρο.
Θα περάσει στην ιστορία ως ο μακροβιότερος μνημονιακός πρωθυπουργός που πέτυχε αυτό το ρεκόρ για συγκυριακούς και μόνον λόγους: διατηρήθηκε στην εξουσία με ασύλληπτους εκμαυλισμούς και με πρωτοφανείς παλαιοκομματικές μεθοδεύσεις που μπροστά τους ωχριά η Αποστασία του 1965. Όλα αυτά τα χρόνια μηρύκαζε συνθήματα του παρελθόντος που ήταν σε ευθεία αντίθεση με την κυβερνητική πρακτική, αλλά και την προσωπική συμπεριφορά, που ακολουθούσε.
Διατυμπάνιζε ότι εκπροσωπούσε «την Ελλάδα των πολλών», ενώ είναι ο άνθρωπος που κατήργησε το ΕΚΑΣ. Αναπαρήγαγε συμπεριφορές καταδικασμένες στη συλλογική μνήμη, υβρίζοντας –απευθείας ή δια του… Πολάκη- σκαιότατα τους αντιπάλους του και όποιον άλλον ο ίδιος και η παρέα του κατέτασσαν σε αυτή την κατηγορία. Προσέβαλε χωρίς αιδώ τους Έλληνες, μοιράζοντάς τους προεκλογικά φιλοδωρήματα, καθώς δεν διέθετε ούτε την ιστορική γνώση, ούτε τη συναισθηματική νοημοσύνη, για να αντιληφθεί την έκταση και τις συνέπειες της προσβολής.  
Για όλα αυτά και για πολλά άλλα (για τα οποία αποφεύγουν να μιλούν όσοι πιστεύουν ότι έτσι προσφέρουν υπηρεσίες προστασίας στην εξουσία), αποδοκιμάστηκαν ο κ. Τσίπρας και το κόμμα του. Αντί, λοιπόν, να τα ρίχνουν στον Βερναρδάκη ή στον Μπίστη, στον Σκουρλέτη ή στον Ραγκούση, στη Σβίγκου ή στην Τασία Χριστοδουλοπούλου, η οποία –πιστή στο… δόγμα ΣΥΡΙΖΑ- «δεν βλέπει ήττα», ας πάρει κάποιος την ευθύνη και ας του πει αφτιασίδωτη την αλήθεια που περικλείεται σε ένδεκα λέξεις: Κύριε Τσίπρα, δεν ψιχάλισε την περασμένη Κυριακή. Οι πολίτες σας έφτυσαν!