Συνολικές προβολές σελίδας

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΣΥΡΙΖΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΣΥΡΙΖΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 23 Φεβρουαρίου 2024

Με τον Στέφανο ή με τον Αλέξη; Ούτε… ψύλλος στον κόρφο του ΣΥΡΙΖΑίου οπαδού


Μπορεί να μην είναι η πρώτη φορά -και ούτε προφανώς θα είναι η τελευταία- που ένας κομματικός σχηματισμός αντιμετωπίζει προβλήματα συνοχής του στελεχιακού του δυναμικού, το δράμα, όμως, ενώπιον του οποίου βρίσκονται αυτό το διάστημα οι εναπομείναντες οπαδοί και φίλοι του ΣΥΡΙΖΑ είναι νομίζω πρωτοφανές και απερίγραπτο.

Μετά την πολλαπλή εκλογική ψυχρολουσία που υπέστησαν τον περασμένο Ιούνιο, ο βασικός υπαίτιος της χωρίς προηγούμενο καταβαράθρωσης που γνώρισε ποτέ κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης δεν είχε τη γενναιότητα να παραιτηθεί πάραυτα αναλαμβάνοντας την ευθύνη για τις επαναλαμβανόμενες ήττες.

Ο λόγος φυσικά για τον Αλέξη Τσίπρα, ο οποίος, με την αλαζονεία του τάχατες αυτοδημιούργητου και δήθεν ταλαντούχου πολιτικού, που στην πραγματικότητα κατά τη μακρά διαδρομή του δεν έκανε τίποτε σπουδαιότερο από το να καβαλήσει το κύμα της λαϊκής οργής όταν η χώρα μπήκε στη μνημονιακή μέγγενη, χρειάστηκε πέντε ολόκληρες μέρες από τον διασυρμό που γνώρισε στην τελευταία βουλευτική κάλπη για να ανακοινώσει ότι αποφάσισε να… παραμερίσει.

Ναι, ναι, ο τέως αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ ποτέ του δεν παραιτήθηκε, όπως τόσο παραστατικά φρόντισε να μας θυμίσει λίγα μόλις λεπτά της ώρας πριν ανοίξει τις πύλες του το πρώτο Συνέδριο του κόμματός του που επρόκειτο να συνέλθει χωρίς να είναι ο ίδιος στο τιμόνι.

«Αποφάσισα να παραμερίσω για να περάσει ένα νέο κύμα στην ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ», ανέφερε επί λέξει ο ίδιος ο κ. Τσίπρας στη διαβόητη πλέον (χθεσινή) δήλωση με την οποία προσπάθησε να ισοπεδώσει τον… άμοιρο διάδοχό του που μάλλον από άγνοια κινδύνου φορτώθηκε πολιτικά βάρη και ανομήματα που δεν του αναλογούσαν.

«Ήθελα με τη στάση μου να προκαλέσω ένα ηλεκτροσόκ ανάταξης στον κλονισμένο οργανισμό του κόμματος, που βρέθηκε μπροστά σε μια απρόσμενη σε εύρος ήττα, ώστε να συνέλθει σύντομα», ισχυρίστηκε ο πρώην πρωθυπουργός στη δήλωσή του, η οποία, παρότι ήταν μακροσκελής και αρκούντως φλύαρη ως προς τις ευθύνες των επιγόνων του που έμειναν στον ΣΥΡΙΖΑ ή έφυγαν από αυτόν, δεν χώρεσε ούτε τον παραμικρό υπαινιγμό αυτοκριτικής.

Για ποιόν άραγε ήταν απρόσμενη η συντριπτική ήττα την οποία υπέστη ο ΣΥΡΙΖΑ τον καιρό που εκείνος ηγούνταν; Και, πολύ περισσότερο, ποιος φταίει που η Κουμουνδούρου δεν… είχε πάρει χαμπάρι ότι δεν ήταν στραβός ο γιαλός αλλά ήταν ο ηγέτης της που έκανε το καράβι να αρμενίζει στραβά; Ποιος εκβίαζε τους δημοσκόπους και ποιος απειλούσε τα μέσα ενημέρωσης και τους δημοσιογράφους που προειδοποιούσαν για τα προφανή μελλούμενα;

Έπειτα από όλα αυτά και τους οκτώ μήνες της προσωπικής του σιωπής που μεσολάβησαν, είναι απορίας άξιον από που αντλεί ο συγκυβερνήτης του Πάνου Καμμένου το θράσος να στηλιτεύει τον σημερινό ΣΥΡΙΖΑ για «φαινόμενα ιδιοτέλειας, ναρκισσισμού, παραβίασης των αρχών της συλλογικότητας και της συντροφικότητας, (που) έχουν παραλύσει τον κομματικό οργανισμό».

Όποια άποψη και αν έχει κανείς για τον -αναμφισβήτητα- «ναρκισσιστή» Στέφανο Κασσελάκη, ο οποίος ηγείται του ΣΥΡΙΖΑ χάρις στη δήθεν «ευμενή ουδετερότητα» που τήρησε ο Αλέξης Τσίπρας στην κούρσα διαδοχής του, αλλά στην πραγματικότητα εξελέγη επειδή οι φίλοι του τέως αρχηγού νόμιζαν ότι ο αμερικανοτραφείς επιχειρηματίας απλώς θα του ζέσταινε την καρέκλα μέχρι να επιστρέψει, οι τελευταίες εξελίξεις έδειξαν ότι. μέσα στην πολυπλοκότητά της, η πολιτική είναι πολύ πιο απλή από όσο νομίζουν οι σύγχρονες ρεπλίκες του μακιαβελισμού.

Τόσο απλή που ακόμη και… αφελή, όπως κάποιοι θέλουν να ισχυρίζονται, «αμερικανάκια» να αντιλαμβάνονται τους προσωπικούς υπολογισμούς των δήθεν «μπαρουτοκαπνισμένων» αριστερών, οι οποίοι στην πραγματικότητα ζουν ακόμη στις αυταπάτες και τις ψευδαισθήσεις που τους επέτρεπαν να ισχυρίζονται ότι θα καταργήσουν τα Μνημόνια «με ένα άρθρο και με ένα νόμο», χωρίς ποτέ να μετανοήσουν για την παραπλάνηση των πολιτών.

Δεν είναι τυχαίο άλλωστε που ο Στέφανος Κασσελάκης στην εναρκτήρια ομιλία του στο Συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ «σήκωσε το γάντι» που του πέταξε ο κ. Τσίπρας και απάντησε λέγοντας: «Όποιος νομίζει ότι μπορεί να ανορθώσει ένα κόμμα που συνετρίβη και διασπάστηκε δύο φορές μέσα σε λίγους μήνες, ας έρθει να αναλάβει». Για να προσθέσει αμέσως μετά: «Ζητούν να λογοδοτήσω για τις κακές δημοσκοπήσεις όσοι δε λογοδότησαν ποτέ για τη συντριβή του ΣΥΡΙΖΑ από το 32 στο 18%».

Είναι παγκοίνως γνωστό ότι η πλειονότητα των μέχρι πρότινος υποστηρικτών του κ. Κασσελάκη ήταν ταυτόχρονα και φανατικοί θαυμαστές του Αλέξη Τσίπρα, οι οποίοι πίστευαν ότι ο νέος ηγέτης του ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι παρά ο… εκδικητής που ανέλαβε να πάρει πίσω το αίμα του τέως αρχηγού τον οποίο τάχατες υπονόμευαν οι συνεργάτες του.

Το σχήμα του «εσωτερικού εχθρού» που δήθεν υπονομεύει τον ηγέτη είναι, έξαλλου, τόσο παλιό όσο και η ίδια Πολιτική. Με τη διαφορά, όμως, ότι άλλοτε λειτουργεί και άλλοτε, όπως στην προκειμένη περίπτωση, προκαλεί γέλωτες και καγχασμούς.

Διότι ποιος εχέφρων άνθρωπος θα πιστέψει ότι για τα δεινά του ΣΥΡΙΖΑ, που δημοσκοπικά τουλάχιστον έχει πάψει να είναι αξιωματική αντιπολίτευση, αφήνοντας την κυβέρνηση της ΝΔ να κάνει «πάρτι», ευθύνονται η Αχτσιόγλου, ο Χαρίτσης ή ο Τσακαλώτος και όχι ο ίδιος ο Τσίπρας ο οποίος διεκδικεί ακόμη να έχει ρόλο στα πολιτικά τεκταινόμενα;

Όπως και να έχει, το μεγαλύτερο δράμα ζουν στις μέρες μας οι φίλοι του ΣΥΡΙΖΑ που με πολύ επώδυνο τρόπο πρέπει να αποφασίσουν αν είναι με τον… παραδοσιακό Αλέξη ή με τον… σύγχρονο Στέφανο. Προσωπικά δεν θα ήθελα να είμαι «ούτε ψύλλος στον κόρφο τους», όπως λέει η γνωστή λαϊκή παροιμία.

Παρασκευή 9 Φεβρουαρίου 2024

Τρικυμία στο… (μισο)άδειο ποτήρι της Κεντροαριστεράς

    Τρεις νέοι -και εν πολλοίς φερέλπιδες- πολιτικοί από διαφορετικούς πολιτικούς σχηματισμούς, ο Μανόλης Χριστοδουλάκης από το ΠΑΣΟΚ, η Έφη Αχτσιόγλου από τη Νέα Αριστερά και ο Διονύσης Τεμπονέρας από τον ΣΥΡΙΖΑ, απεδέχθησαν την πρόσκληση μιας εφημερίδας για να συμμετάσχουν σε μια συζήτηση για τις μελλοντικές πολιτικές εξελίξεις.

         Από μια πρώτη άποψη, δεν φαίνεται να υπήρξε τίποτε το επιλήψιμο στην οργάνωση μιας τέτοιας εκδήλωσης. Από που κι ως όπου, άλλωστε, είναι πρόβλημα τρεις νέοι πολιτικοί να μη μπορούν να συνομιλούν μεταξύ τους, να εκφράζουν τις απόψεις τους και να προβληματίζονται για το μέλλον που επιφυλάσσουν στην ελληνική κοινωνία οι τρέχουσες καταστάσεις; Θα ήταν ευχής έργον αν οι Έλληνες πολιτικοί κατάφερναν να ανταλλάσσουν απόψεις χωρίς υστεροβουλίες και υπολογισμούς.    

         Στην προκειμένη περίπτωση, όμως, τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά. Ο τίτλος τον οποίο επέλεξαν να βάλουν οι οργανωτές της εκδήλωσης ήταν τουλάχιστον αφελής, αν όχι πολιτικά προβοκατόρικος. «Απέναντι στον Μητσοτάκη ποιος;», είναι το βαρύγδουπο ερώτημα στο οποίο υποτίθεται ότι θα κληθούν να απαντήσουν ένας συμπαθής πρώην γραμματέας του ΠΑΣΟΚ, μια παρ΄ όλίγον ηγέτις του ΣΥΡΙΖΑ και ένα στέλεχος της αξιωματικής αντιπολίτευσης που μέχρι στιγμής δεν έχει γνωρίσει την επικύρωση της λαϊκής νομιμοποίησης.

         Δεν ξέρω ποιος το σκέφθηκε το συγκεκριμένο ερώτημα, αλλά, κατά την άποψή μου, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι είναι απολύτως υπονομευτικό για το όλο εγχείρημα της υποτιθέμενης αναζήτησης εναλλακτικής πολιτικής προσωπικότητας που θα διαδεχθεί τον σημερινό πρωθυπουργό, ο οποίος, όπως συνήθως συμβαίνει στις κοινοβουλευτικές δημοκρατίες, αποκλείεται να είναι… αιώνιος στο αξίωμα.

         Το πότε, όμως, αλλά κυρίως το από ποιον, θα γίνει, αργά ή γρήγορα, η διαδοχή του Κυριάκου Μητσοτάκη είναι ένα πολύπλοκο ζήτημα το οποίο αποκλείεται να απαντηθεί σε μια ημερίδα που μάλλον πρόχειρα και σίγουρα αυτάρεσκα κάποιοι οργάνωσαν, θεωρώντας ότι μπορεί να καθορίσουν τα πολιτικά μελλούμενα με μόνο κριτήριο τη δική τους βουλησιαρχία ή ίσως και προπέτεια.

         Η αναμφισβήτητη αλήθεια είναι ότι ο χώρος της Κεντροαριστεράς, το οποίον με τον έναν ή τον άλλο φιλοδοξούν να εκπροσωπούν οι τρεις συγκεκριμένοι πολιτικοί, υπερβαίνει κατά πολύ τις δικές τους -θεμιτές ή αθέμιτες- φιλοδοξίες. Διότι το μεγάλο πρόβλημα που αντιμετωπίζει σήμερα η Κεντροαριστερά είναι ο κατακερματισμός, ο οποίος σχετίζεται απολύτως με τις διαφορετικές προσεγγίσεις που έχουν σε μια σειρά από διαφορετικά ζητήματα με έντονη ιδεολογική χροιά. 

Πώς αποτιμούν, για παράδειγμα, την υπερτετραετή διακυβέρνηση από τους ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ; Και, επίσης πώς εκτιμούν τον ρόλο που διαδραμάτισε στα πολιτικά πράγματα της τελευταίας 15ετίας ο Αλέξης Τσίπρας; Δεν είναι προφανώς τυχαίο ότι τον τελευταίο έσπευσε να συναντήσει τις προηγούμενες μέρες ο κ. Τεμπονέρας, θέλοντας ενδεχομένως να δείξει ότι οι πρωτοβουλίες του έχουν -αν μη τι άλλο!- την επίνευση του τέως αρχηγού του ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος, ας μην ξεχνάμε, ποτέ δεν παραιτήθηκε, παρά μόνο, κατά την επίσημη δήλωσή του, «παραμέρισε».

Όπως και να έχει, και σε πείσμα με τις δεύτερες σκέψεις που κάνουν κάποιοι από τους συμμετέχοντες στην περί ής ο λόγος εκδήλωση, η διάσταση που της δόθηκε είναι δυσανάλογη τόσο του πολιτικού διαμετρήματος των τριών στελεχών που θα καθίσουν γύρω από το ίδιο τραπέζι για να βρουν τον αντικαταστάτη του Μητσοτάκη όσο και των παραμέτρων που συνθέτουν το υφιστάμενο πολιτικό σκηνικό.

Από την άλλη, δυσανάλογα μεγάλος μοιάζει να είναι και ο θόρυβος που ξεσηκώθηκε γύρω από την συγκεκριμένη εκδήλωση. Και αυτό διότι η ετερόκλητη τριάδα, όπως και όλοι όσοι έχουν αντίστοιχες ανησυχίες, προτού αναζητήσουν τον επόμενο πρωθυπουργό, χρειάζεται να διαμορφώσουν μια συνεκτική εναλλακτική πρόταση διακυβέρνησης η οποία να αμφισβητεί βάσιμα την διαχειριστική επάρκεια του κ. Μητσοτάκη και των πολιτικών προσώπων που τον πλαισιώνουν στην άσκηση της κυβερνητικής εξουσίας κατά τα τελευταία τεσσεράμισι χρόνια.

Όσο αυτό δεν συμβαίνει, καμμιά ημερίδα δεν θα καταφέρει να συγκολλήσει τις διαφορετικές τάσεις που επικρατούν στην Κεντροαριστερά. Με αποτέλεσμα η αναταραχή που κάποιοι διαβλέπουν να προκαλείται από πρωτοβουλίες αυτού του είδους να μην είναι στην πραγματικότητα τίποτε περισσότερο από… τρικυμία σε ένα (μισο)άδειο ποτήρι, όπως μοιάζει ο χώρος της Κεντροαριστεράς στις μέρες μας.

Δεν μπορεί, άλλωστε, να περάσει απαρατήρητο ότι, με βάση την τελευταία δημοσκόπηση που είδε το φως της δημοσιότητας (Alco για τον Alpha) το άθροισμα των δημοσκοπικών ποσοστών  τα οποία συγκεντρώνουν στην πρόθεση ψήφου το ΠΑΣΟΚ, ο ΣΥΡΙΖΑ και η Νέα Αριστερά (24,5%) υπολείπονται της επίδοσης την οποία επιτυγχάνει η κυβερνητική παράταξη (28,2%). 

Αν και είναι αρκετοί εκείνοι που δεν βρίσκουν ευθείες αναλογίες, στις αυτοδιοικητικές εκλογές του περασμένου Οκτωβρίου ο Χάρης Δούκας κατάφερε να ανατρέψει πολύ μεγαλύτερη διαφορά που χώριζε όχι μόνον τον ίδιο αλλά και τους συμμάχους που εξασφάλισε στη μάχη του δεύτερου γύρου από τον βασικό του αντίπαλο Κώστα Μπακογιάννη. 

Η ουσιαστική διαφορά, όμως, ήταν ότι ο Δούκας έδειξε εξαρχής να πιστεύει στην νίκη και, εκπονώντας ένα πρόγραμμα που διέφερε από τα τετριμμένα και μεγαλεπήβολα, κάλυψε τη δεύτερη Κυριακή μια δυσθεώρητη διαφορά που τον χώριζε στον πρώτο γύρο από τον αντίπαλό του, ο οποίος, επειδή πίστευε ότι ήταν… «άχαστος», επέλεξε να τον αντιμετωπίσει πρόσωπο με πρόσωπο στο περίφημο ντιμπέιτ που θα μνημονεύεται για χρόνια ως «case study» πολιτικής ανατροπής.  

Συμπέρασμα; Για να γεμίσει το ποτήρι της Κεντροαριστεράς, ώστε να καταστεί πλειοψηφική δύναμη, απαιτείται να συντρέξουν δύο απαράβατες προϋποθέσεις: ρηξικέλευθο πρόγραμμα και ηγέτης που να πείθει ότι μπορεί να το εφαρμόσει. Όλα τα άλλα είναι για να έχουν ύλη οι εφημερίδες και τα σάιτ και για να καταναλώνουν χρόνο τα τηλεοπτικά πρωινάδικα όταν δεν κατακλύζονται από το lifestyle του νεόκοπου αρχηγού του ΣΥΡΙΖΑ.

Παρασκευή 24 Νοεμβρίου 2023

Σε ποιον ανήκουν οι έδρες και ποιοι είναι οι «αποστάτες»

«Oι βουλευτές αντιπροσωπεύουν το Έθνος», ορίζει ρητά και απερίφραστα το Σύνταγμα της Ελλάδος (άρθρο 51, παραγρ. 2) και κάποιος πρέπει να αναλάβει να το πει στον Στέφανο Κασσελάκη, ο οποίος μάλλον το αγνοεί, παρότι εξέπνευσε το δίμηνο της περιόδου χάριτος που είχε ζητήσει ο ίδιος για να μάθει να εκφράζεται στα ελληνικά και να έχει έγκυρη άποψη για την πολιτική μας πραγματικότητα.

Αν το ήξερε ο αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ και κυρίως αν το σεβόταν, δεν θα ζητούσε, ούτε ο ίδιος, ούτε ο περίγυρος του που λειτουργεί και ως υποβολέας, να παραδώσουν τις έδρες οι βουλευτές που εγκαταλείπουν το κόμμα του επειδή αισθάνονται ότι έχουν διαρραγεί οι πολιτικοί, ψυχολογικοί και ανθρώπινοι δεσμοί που είχαν μαζί του.

Χωρίς την παραμικρή διάθεση εκ μέρους μου να δικαιολογηθούν όλες οι κινήσεις και οι πρωτοβουλίες εκείνων που αποχωρούν από την Κουμουνδούρου, ειλικρινά απορώ πως θα μπορούσαν να έμεναν κάτω από την ίδια στέγη πολιτικά στελέχη τα οποία επικρίνονται από την ηγετική ομάδα του κόμματός τους ότι λειτουργούν ως «πέμπτη φάλαγγα».

Το ότι οι αποχωρούντες είχαν νωρίτερα χρησιμοποιήσει βαρύτατες εκφράσεις (περί Τραμπ, Μπέπε Γκρίλλο, φυτευτού αρχηγού κλπ) δεν αρκεί για να δικαιολογηθεί η επιθετικότητα με την οποία αντέδρασε η ομάδα Κασσελάκη που έχει να ηνία στην Κουμουνδούρου. Διότι, όποια άποψη και αν έχει κανείς για την κυβερνητική θητεία του Ευκλείδη Τσακαλώτου, δύσκολα θα μπορούσε να τον φανταστεί να παραμένει στις «γραμμές» ενός κόμματος που ο αρχηγός του δηλώνει δημοσίως ότι «η εποχή που ο ΣΥΡΙΖΑ κυβερνούσε με Τσακαλώτους και Κατρούγκαλους έχει λήξει».

Υπό αυτό το πρίσμα, χρειάζεται πολύ μεγάλο θράσος για να χαρακτηρίζει κάποιος «αποστάτες» βουλευτές που ανεξαρτητοποιούνται από ένα κόμμα που δεν τους θέλει και δεν το θέλουν. Το θράσος γίνεται απύθμενο όταν αυτούς τους χαρακτηρισμούς εκστομίζουν στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος είναι το κόμμα που επιδόθηκε στη μαζικότερη αποστασία βουλευτών της μεταπολιτευτικής περιόδου. Και το έκανε με μοναδική επιδίωξη να διατηρηθεί στην εξουσία σχηματίζοντας κυβέρνηση – «κουρελού» με πολιτικά ρετάλια που προσεταιρίστηκε από σχεδόν όλες τις πτέρυγες της Βουλής.

Για όσους ενδεχομένως διαθέτουν κοντή μνήμη, ή απλώς δεν θυμούνται, χρειάζεται να επισημανθεί το γεγονός ότι, για να σχηματιστεί η πλειοψηφία η οποία επέτρεψε τον Ιανουάριο του 2019 να περάσει από τη Βουλή η περίφημη Συμφωνία των Πρεσπών και να μην πέσει η τότε κυβέρνηση, ο Αλέξης Τσίπρας διέλυσε τις κοινοβουλευτικές ομάδες των ΑΝΕΛ και του Ποταμιού και έπληξε τη συμπαράταξη ΠΑΣΟΚ – ΔΗΜΑΡ αποσπώντας τον Θ. Θεοχαρόπουλο.

Νωρίτερα είχε ανενδοίαστα ενσωματώσει στο κόμμα του βουλευτές που είχαν αποσκιρτήσει από τους ΑΝΕΛ, την Ένωση Κεντρώων (ποιος θυμάται την κυρία Θεοδώρα Μεγαλοοικονόμου;), αλλά ακόμη και από τη Νέα Δημοκρατία: η κυρία Κατερίνα Παπακώστα έγινε με απόφαση του κ. Τσίπρα η πρώτη και μόνη βουλευτής που είχε εκλεγεί με την αξιωματική αντιπολίτευση και έγινε στην ίδια κοινοβουλευτική περίοδο υφυπουργός με το αντίπαλο κυβερνών κόμμα!

Κακά τα ψέματα, μετά τη διαβόητη «Αποστασία» της περιόδου 1965 – 1966, οπότε ανετράπη ο εκλεγμένος πρωθυπουργός και οι βουλευτές της πλειοψηφίας, ενδίδοντας σε εξαγορές, στήριξαν άλλες κυβερνητικές λύσεις, ο μόνος πρωθυπουργός ο οποίος διατήρησε το αξίωμα του χάρις σε αποστάτες ήταν ο Αλέξης Τσίπρας.

«Αποστασία», άλλωστε, για να μην χάνουμε την έννοια των λέξεων και της πολιτικής ορολογίας, είναι όταν κάποιοι αποσπώνται από την παράταξή τους και περνούν στην απέναντι πολιτική όχθη στηρίζοντας την εξουσία των αντιπάλων τους.

Ανεξάρτητα, πάντως, από την προαναφερθείσα συνταγματική διάταξη που ρητά κατοχυρώνει το δικαίωμα των βουλευτών να «αντιπροσωπεύουν το Έθνος» και, άρα, να πολιτεύονται χωρίς να δίνουν λόγο όχι μόνον στο κόμμα με το οποίο κατέβηκαν στις εκλογές, αλλά ούτε καν στους ψηφοφόρους που τους ψήφισαν, δεν μπορεί να γίνεται λόγος για αποστασία στην περίπτωση των 9+2 μελών της Εθνικής Αντιπροσωπείας οι οποίοι εξελέγησαν τον περασμένο Ιούνιο με τον ΣΥΡΙΖΑ και σχεδιάζουν να σχηματίσουν τις επόμενες ημέρες τη δική τους Κοινοβουλευτική Ομάδα.

Είναι αναφαίρετο δικαίωμα τους, το οποίο δεν θα μπορούσε να τους αμφισβητηθεί ακόμη και αν επέλεγαν να παραμείνουν ανεξάρτητοι. Όπως και να έχει, τα καταστατικά των κομμάτων που, σε κάποιες περιπτώσεις, περιέχουν ρυθμίσεις με τις οποίες επιχειρείται να δεσμευτούν οι βουλευτές ότι θα παραιτούνται της έδρας τους όταν έρχονται σε διαφωνία με την ηγεσία τους, δεν έχουν την παραμικρή αξία.

Αυτό ισχύει πρωτίστως από νομικής άποψης, γεγονός που βεβαίως καθιστά απλά κουρελόχαρτα διάφορες δήθεν υπεύθυνες δηλώσεις που υποχρεώνονται να υπογράψουν υποψήφιοι βουλευτές -όχι μόνον από τον ΣΥΡΙΖΑ- κυρίως πριν από τις εκλογές.

Αλλά και από την ηθική και πολιτική διάσταση του θέματος, στις περισσότερες περιπτώσεις το δίκαιο είναι με το μέρος των βουλευτών και όχι των κομματικών ηγεσιών. Πολύ περισσότερο που δύσκολα μπορεί να ισχυριστεί κανείς ότι τα κόμματα στη χώρα μας, μάλλον χωρίς εξαίρεση, λειτουργούν με τήρηση των κανόνων της δημοκρατικής λειτουργίας. Και αυτό δεν αφορά μόνον το κόμμα του κ. Κασσελάκη.

Δυστυχώς, ο «κανόνας» που ισχύει στην πράξη ακόμη και για κόμματα, όπως ο -προ Κασσελάκη- ΣΥΡΙΖΑ, στα οποία ήταν εμφανής η λειτουργία τάσεων και ομαδοποιήσεων, στο τέλος εκείνος που αποφασίζει είναι ο αρχηγός. Εκείνος καθορίζει τη γραμμή και συγκροτεί την ηγετική ομάδα. Προνόμιο του θεωρείται η στελέχωση των ψηφοδελτίων, αλλά και η σύγκληση των κομματικών οργάνων. Για να μην αναφερθούμε στις αντιδημοκρατικές φαεινές ιδέες της «παρέας Κασσελάκη» περί εσωτερικών δημοψηφισμάτων για την επιβολή πειθαρχικών ποινών ή περί «Πολιτικού Κέντρου», που έρχονται και πάνε κατά πως βολεύουν την «παρέα».

Είναι, λοιπόν, ώρα να σταματήσει η «καραμέλα» περί «αποστατών» που έτσι κι αλλιώς είναι λιωμένη γιατί ουδείς την παίρνει στα σοβαρά. Οι πολίτες όταν πηγαίνουν στις κάλπες δεν ψηφίζουν μόνον κόμματα. Επιλέγουν και βουλευτές οι οποίοι πρέπει να έχουν άποψη και προσωπικότητα. Και να μην είναι απλώς «στρατιωτάκια ακούνητα, αμίλητα, αγέλαστα…».

Παρασκευή 27 Οκτωβρίου 2023

«Πέστε να έρθουν… ψυχολόγοι είναι σοβαροί οι λόγοι…»


            Αν ισχύει η γνωστή λαϊκή ρήση, σύμφωνα με την οποία «από μικρό και από τρελό μαθαίνεις την αλήθεια», τότε νομίζω ότι ο Πάνος Καμμένος, το… μικρό «αδελφάκι» του ΣΥΡΙΖΑ, έκανε τον πιο εύστοχο σχολιασμό για τα δρώμενα στο πάλαι ποτέ κραταιό κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης, λέγοντας ότι «τη διοίκηση του φρενοκομείου την ανέλαβαν οι τρόφιμοι».

            Με την ιδιότητά του «ως τέως κυβερνητικός εταίρος», την οποία, άλλωστε, επικαλέστηκε, ο αρχηγός των ΑΝΕΛ ξέρει ίσως περισσότερο από κάθε άλλον τα πρόσωπα και τις καταστάσεις που συνθέτουν το ετερόκλητο συνονθύλευμα των ΣΥΡΙΖΑίων, το οποίο δεν είναι τυχαίο ότι στο σύνολό του και χωρίς καμία εξαίρεση, επέλεξε τον κ. Καμμένο και τους συν αυτώ για να μοιραστούν την εξουσία που τόσο απροσδόκητα κλήθηκαν να διαχειριστούν τον Ιανουάριο του 2015.

Είναι πλέον παγκοίνως γνωστό ότι ενώ υπήρχαν και άλλες κυβερνητικές λύσεις, ο Αλέξης Τσίπρας επέλεξε να συνεργαστεί με τον κ. Καμμένο στο πλαίσιο της υποτιθέμενης αντιμνημονιακής συμφωνίας που είχαν συνάψει όταν ήταν ακόμη στην αντιπολίτευση και έστηναν από κοινού σκευωρίες με δήθεν απόπειρες χρηματισμού στελεχών των ΑΝΕΛ, οι οποίες -τι ζήσαμε αλήθεια!- αποκαλύπτονταν τάχατες σε τηλεοπτικά πρωινάδικα από ηθοποιούς που διακονούσαν την τέχνη της κωμωδίας.

Η φαρσοκωμωδία έγινε πλήρης εν συνεχεία, όταν όλοι μαζί οργάνωσαν το ψευδεπίγραφο δημοψήφισμα το οποίο απετέλεσε το απαραίτητο προπέτασμα καπνού για να ακολουθήσει το παγκόσμιο ρεζίλι με τη μεγαλύτερη «κωλοτούμπα» όλων των εποχών που έκαναν εκχωρώντας στους δανειστές της χώρας το σύνολο της δημόσιας περιουσίας την οποία ουδείς από τους προκατόχους τους είχε διανοηθεί να παραχωρήσει: ούτε ο Γιώργος Παπανδρέου, ούτε ο Λουκάς Παπαδήμος, ούτε ο Αντώνης Σαμαράς, οι οποίοι έχασαν την εξουσία με τη ρετσινιά του «μνημονιακού», είχε ενδώσει στις απαιτήσεις των δανειστών στις οποίες ενέδωσε το ντουέτο των Τσίπρα και Καμένου.

Ο Πάνος Καμμένος, λοιπόν, ξέρει καλύτερα από κάθε άλλον με ποιους συνεργάστηκε τα χρόνια που συγκυβέρνησε με το σύνολο των ΣΥΡΙΖΑίων. Κάποιοι, άλλωστε, από όσους σήμερα εξεγείρονται, επειδή ο νέος αρχηγός τους Στέφανος Κασσελάκης ενστερνίζεται φιλελεύθερα ιδεολογήματα, όταν κατείχαν υπουργικούς θώκους δεν είχαν πρόβλημα να υπηρετούν σε θέσεις εντεταλμένων και υφισταμένων του αρχηγού των ΑΝΕΛ. Τον έβλεπαν να επιδίδεται σε ένα ατελείωτο λαϊκίστικο κρεσέντο, «σταυρώνοντας», άλλοτε, τα αεροπλάνα και καθιστώντας, σε άλλες φάσεις, εγγυητή της κυβερνητικής σταθερότητας τον Αρχιεπίσκοπο, χωρίς ουδείς εξ αυτών, που κατά τα άλλα παρίσταναν τους ανεξίθρησκους, να διαμαρτύρεται. 

Για παράδειγμα, ο Νίκος Φίλης, ο οποίος τώρα… ανέβηκε στα κεραμίδια της Κουμουνδούρου -και δικαίως ίσως- κατά των αλλοπρόσαλλων θέσεων, απόψεων και πρωτοβουλιών του κ. Κασσελάκη, είχε καταπιεί αμάσητες τις εναντίον του προσκλήσεις από τον κυβερνητικό εταίρο του κόμματός του και παρέδωσε αδιαμαρτύρητα το υπουργείο Παιδείας από το οποίο εκπαραθυρώθηκε επειδή, καλώς ή κακώς, είχε γίνει στόχος θρησκευτικών κύκλων. 

Για να μην πούμε για τον Δημήτρη Βίτσα που μια χαρά υπηρέτησε ως αναπληρωτής του κ. Καμμένου στο υπουργείο Άμυνας. Ή, πολύ χειρότερα, για τον Πάνο Σκουρλέτη, ο οποίος, αν και υπηρέτησε ως υπεύθυνος Τύπου αλλά και γραμματέας του ΣΥΡΙΖΑ, ανακάλυψε τώρα τον άθλιο ρόλο που διαδραματίζει ο εσμός των διαδικτυακών τρολ της Κουμουνδούρου που όλα τα προηγούμενα χρόνια επιδίδονταν σε δολοφονίες χαρακτήρων των αντιπάλων του Αλέξη Τσίπρα, αλλά τώρα περιέλαβαν όσους δεν συντάσσονται με την ομάδα που περιβάλλει τον κ. Κασσελάκη.      

Άρα, μετά λόγου γνώσεως, ο κ. Καμμένος παρομοιάζει τα προσφάτως τεκταινόμενα στον ΣΥΡΙΖΑ με τις καταστάσεις που ισχύουν στα φρενοκομεία. Απόντος, άλλωστε, του Αλέξη Τσίπρα, ο οποίος διοικούσε με πυγμή και χωρίς αντιρρήσεις το… φρενοκομείο της Κουμουνδούρου, τώρα οι «τρόφιμοι», οι οποίοι μέχρι πρότινος ήταν σε καταστολή, χάρις της προοπτικής να αναλάβουν και πάλι την εξουσία, τελούν πλέον σε κατάσταση υπερδιέγερσης, διεκδικώντας τη… διοίκηση του Ιδρύματος που τούς στεγάζει. 

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι αν ο νέος αρχηγός τους, τον οποίο η πλειοψηφία εξέλεξε επειδή φάνταζε ικανός να τους επαναφέρει στην Εδέμ της εξουσίας, δικαίωνε τον ισχυρισμό του ότι ήταν ο μόνος που μπορούσε να κερδίσει τον Κυριάκο Μητσοτάκη, θα είχε γίνει αποδεκτός από όλους αυτούς που νέμονταν την εξουσία χάρις στον συνεταιρισμό που είχαν συνάψει με τον Πάνο Καμμένο. 

Επειδή, όμως, όλα μαρτυρούν το αντίθετο, ότι δηλαδή ο κ. Κασσελάκης όχι μόνον δεν υπηρετεί το αφήγημα της επιστροφής στην εξουσία, αλλά το υπονομεύει, είναι απλώς ζήτημα πολύ λίγου χρόνου που, όπως και πάλι πρεσβεύει η λαϊκή σοφία, τα ανεμομαζέματα να γίνουν διαβολοσκορπίσματα. 

Σε κάθε περίπτωση, για να θυμηθούμε τον «χρησμό» του γνώστη της ΣΥΡΙΖΑϊκής πραγματικότητας Πάνου Καμμένου, τον τελευταίο λόγο θα τον έχουν ψυχίατροι και ψυχολόγοι… 

Παρασκευή 20 Οκτωβρίου 2023

Το «φλερτ» ΣΥΡΙΖΑ - ΠΑΣΟΚ και το «βοήθα με, φτωχέ μου, να μην γίνω σαν και σένα»

            Ανάμεσα στα λίγα ή πολλά που κληρονόμησε ο Στέφανος Κασσελάκης από τον προκάτοχό του στην ηγετική καρέκλα της Κουμουνδούρου φαίνεται ότι είναι η… αθεράπευτη αισιοδοξία -κατ΄ άλλους ματαιοδοξία- την οποία εξέπεμπε επί χρόνια, δημοσίως τουλάχιστον, ο Αλέξης Τσίπρας, ο οποίος, ενώ όλα γύρω του μαρτυρούσαν ότι είχε χρεοκοπήσει πολιτικά, επέμενε να παριστάνει τον «άχαστο» σε βαθμό που, παρότι ηττήθηκε επανειλημμένα, δεν παραιτήθηκε, παρά μόνον, κατά την έκφρασή του, «παραμέρισε».  

Δεν εξηγείται αλλιώς η ανυπέρβλητη χαρά με την οποία υποδέχτηκε ο νεόκοπος αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ τα αποτελέσματα των αυτοδιοικητικών εκλογών της περασμένης Κυριακής μέσω της φωνητικής ανάρτησης στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης που έκανε από το πίσω κάθισμα ενός αυτοκινήτου το οποίο κινούνταν στους δρόμους της Νέας Υόρκης. Ο ΣΥΡΙΖΑ είχε καταγράψει εκείνη την ημέρα τη χειρότερη εκλογική επίδοση από την ίδρυση του και ο Κασσελάκης πανηγύριζε για κάτι που μόνον εκείνος είχε εκλάβει ως νίκη.  

Βλέποντάς τον αισθανόσουν ότι το αυτοκινητιστικό διάγγελμα θα κατέληγε με το γνωστό ειρωνικό σχόλιο… «κερδάμε αδέλφια!». Και ότι αμέσως μετά θα ξεσπούσε στα βροντερά γέλια, δίνοντας, έτσι, ο ίδιος τέλος στη φαρσοκωμωδία που όλο και περισσότεροι αντιλαμβάνονται ότι εξελίσσεται τις τελευταίες εβδομάδες στο κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Δεν το έκανε, όμως. Διότι, όπως όλα δείχνουν, η ευκολία με την οποία ένας άνθρωπος του χρήματος, όπως εκείνος, κατάφερε να κατακτήσει την ηγεσία ενός κόμματος που αυτοτοποθετείται στην Αριστερά, ενίσχυσε την ήδη μεγάλη αυτοπεποίθησή του και τον οδηγεί σε επίπεδα οίησης και αλαζονείας, που ίσως αποδειχθούν ακόμη υψηλότερα από αυτά στα οποία είχε κινηθεί ο προηγούμενος αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ. 

Ο Αλέξης Τσίπρας, άλλωστε, είχε υπερασπιστεί, ενόσω ήταν πρωθυπουργός, το δικαίωμά του στην οίηση. Είχε πει χαρακτηριστικά, τον Δεκέμβριο του 2015, από το βήμα της Βουλής ότι «θα είχε κάθε δικαίωμα και θα ήταν δικαιολογημένη μια μικρή οίηση σε κάποιον που δεν προέρχεται από τζάκι και κατάφερε στα σαράντα του να γίνει πρωθυπουργός». Μπορεί να μιλούσε σε τρίτο πρόσωπο, αλλά αναφερόταν στον εαυτό του, σε μια εποχή που είχε κάνει τη μεγάλη κωλοτούμπα και είχε ανατρέψει άρδην την ετυμηγορία που ψευδεπίγραφου δημοψηφίσματος που είχε προκηρύξει λίγους μήνες νωρίτερα.  

Αν, λοιπόν, «ήταν δικαιολογημένη μια μικρή οίηση» για τον Αλέξη Τσίπρα, ο οποίος  έγινε πρωθυπουργός επειδή καβάλησε το κύμα της αντιμνημονιακής υστερίας και δεν είχε πρόβλημα όταν πήρε την εξουσία να κάνει τα ακριβώς αντίθετα από όσα διακήρυττε προηγουμένως, φανταστείτε πόσο πιο εύκολο είναι να υποπέσει στο ίδιο «αμάρτημα» ένας αμερικανοτραφής νέος, ο οποίος, κατά δήλωσή του, έχει λύσει όλα τα προβλήματα που σχετίζονται με τα προς το ζην ώστε να μην χρειάζεται να ξαναδουλέψει, ήρθε για διακοπές στην Ελλάδα με τα καλοκαιρινά ρούχα και πείστηκε να δοκιμάσει την τύχη του διεκδικώντας την ηγεσία ενός κόμματος με το οποίο μέχρι πρότινος δεν τον συνέδεε τίποτε απολύτως.  

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι αν η περίπτωση του Κασσελάκη είχε γίνει σειρά στο Netflix δεν θα έπειθε πολλούς να τη δουν, διότι οι περισσότεροι θα θεωρούσαν υπερβολικά ευφάνταστο όποιον υπέγραφε ένα τέτοιο σενάριο. Η ΣΥΡΙΖΑϊκή πραγματικότητα, όμως, αποδεικνύεται πιο ευφάνταστη και είτε γυριστεί ταινία, είτε όχι, αποτελεί ήδη πλανητικών διαστάσεων παραδοξότητα ο απίστευτος τρόπος με τον οποίο πήρε τα κλειδιά ενός αριστερού κόμματος κάποιος που πρεσβεύει ιδεολογικά τα ακριβώς αντίθετα από εκείνα που δεκαετίες τώρα διακηρύσσει το συγκεκριμένο κόμμα.

Μόνον και μόνον τα όσα είπε στην πρόσφατη Συνέλευση του ΣΕΒ για τον ρόλο του κεφαλαίου και «την ανάγκη καθιέρωσης των stockoptions (σ.σ.: διανομή μετοχών στους εργαζόμενους) προς επίτευξη συμπεριληπτικής ανάπτυξης» ήταν αρκετά για να κάνουν την περίπτωσή του αντικείμενο ειδικής μελέτης από την Πολιτική Επιστήμη. Και προφανώς δεν είναι αυτά τα μόνα στοιχεία που καθιστούν «case study» το παγκοσμίως πρωτοφανές φαινόμενο ένας… περαστικός να γίνεται από τη μια στιγμή στην άλλη αρχηγός μιας παράταξης η οποία κινείται στον αντίποδα των δικών του πεποιθήσεων.

Ο Κασσελάκης δείχνει να κινείται όπως τα υπερατλαντικά επιθετικά funds, τα οποία αναλαμβάνουν χρεωκοπημένες επιχειρήσεις με σκοπό να τις εξυγιάνουν, εφαρμόζοντας ανατρεπτικές θεραπείες σοκ και χωρίς να υπολογίζουν τη βούληση όσων ήταν προηγουμένως εκεί. Δείτε, για παράδειγμα, πως συμπεριφέρεται στα όργανα του κόμματος, τι ενδιαφέρον δείχνει για την τήρηση του καταστατικού και πόσο επιμένει στην αδιαμεσολάβητη επικοινωνία του ίδιου με τον λαό. Βεβαίως, τα κόμματα δεν λειτουργούν όπως ακριβώς λειτουργούν οι επιχειρήσεις και αργά ή γρήγορα θα το διαπιστώσουν ο νέος αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ και όσοι συνασπίστηκαν γύρω από αυτόν.

Από την περασμένη Κυριακή και ύστερα είναι σαφές ότι προσπαθούν να διασκεδάσουν τις εντυπώσεις από τη νέα εκλογική κατάρρευση που υπέστησαν, καλυπτόμενοι πίσω από τα αυτοδιοικητικά κέρδη που είχε το ΠΑΣΟΚ, το οποίο, μπορεί στα μνημονιακά χρόνια να έχασε εκατομμύρια ψηφοφόρους, διατήρησε, όμως, ερείσματα στους θεσμούς της αυτοδιοίκησης και του συνδικαλισμού. Γι΄ αυτό και τώρα που καταρρέει ο ΣΥΡΙΖΑ, η Χαριλάου Τρικούπη δεν φαίνεται διατεθειμένη να δώσει σανίδα σωτηρίας σε εκείνους που τη λοιδόρησαν και τη λεηλάτησαν όλα τα προηγούμενα χρόνια.

Το «φλερτ» προς το ΠΑΣΟΚ για συμπόρευση ή ό,τιδήποτε άλλο, στο οποίο επιδίδεται ο υπό διάλυση ΣΥΡΙΖΑ, που το πιθανότερο είναι ότι σε λίγο καιρό δεν θα είναι αξιωματική αντιπολίτευση, θυμίζει μια από τις πιο σοφές λαϊκές παροιμίες που ταιριάζουν γάντι στην περίσταση και η οποία λέει το εξής: «Βοήθα με, φτωχέ μου, να μη γίνω σαν και σένα».

Λέτε να ενδώσει ο Νίκος Ανδρουλάκης ή όποιος άλλος από τη Χαριλάου Τρικούπη διαθέτει στοιχειώδη κοινό νου και αίσθημα αυτοσυντήρησης; Δεν φαίνεται πιθανό. Διότι δεν δείχνουν να είναι… τόσο μεγάλα κορόιδα ώστε να δελεαστούν, όπως οι απελπισμένοι ψηφοφόροι του ΣΥΡΙΖΑ, από τον «ουρανοκατέβατο» Στέφανο Κασσελάκη….

Δευτέρα 25 Σεπτεμβρίου 2023

Εκλογή Κασσελάκη: Πολιτικό φαινόμενο ή μιντιακό γεγονός;


Ας ξεκινήσουμε με την αντικειμενική αλήθεια των αριθμών: Ο Στέφανος Κασσελάκης, επιβεβαιώνοντας όλα τα προγνωστικά, θριάμβευσε στην κούρσα για την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ με ποσοστό άνω του 56%, αφού ψηφίστηκε από περίπου 75.000 μέλη, οπαδούς και φίλους του κόμματός του. Είναι πολλοί; Ίσως. Εξαρτάται πως το βλέπει κανείς.

Θέμα οπτικής είναι, άλλωστε, και το γεγονός ότι σχεδόν ένας στους πέντε ψηφοφόρους που μετείχαν στον πρώτο γύρο της εκλογικής διαδικασίας δεν πήγαν να ψηφίσουν στον δεύτερο γύρο. Παρακολουθώντας ολημερίς τη χθεσινή ειδησεογραφία που βασίζονταν μάλλον στα non paper της Κουμουνδούρου -τα οποία έχουν γίνει πια «του συρμού», αφού τα χρησιμοποιούν και τα άλλα κόμματα- έμενες με την εντύπωση ότι είχαν βγει στους δρόμους εκατοντάδες χιλιάδες πολίτες για να αποθεώσουν τον νέο «Μεσσία».

Όποιος βέβαια είχε την πρόνοια να περάσει έξω από ένα από τα πάμπολλα εκλογικά τμήματα δεν είχε την ίδια εικόνα, κάτι που επιβεβαίωσε και η ανακοίνωση νωρίς το βράδυ του αριθμού των ψηφισάντων. Ήταν συνολικά 15.000 λιγότεροι από την προηγούμενη Κυριακή και αν προσθέσει κανείς τους 7.000 που ψήφισαν τώρα, χωρίς να έχουν ψηφίσει στον πρώτο γύρο, τότε προκύπτει σαφώς ότι περίπου 22.000 ψηφοφόροι της πρώτης Κυριακής δεν αισθάνθηκαν την ανάγκη να ξαναψηφίσουν.

Τι συμπέρασμα βγάζει όλο αυτό; Ότι η πραγματικότητα δεν αντιπροσωπεύει σε καμία περίπτωση τις εντυπώσεις που τα (περισσότερα) μέσα ενημέρωσης δημιούργησαν. Το απέδειξε, άλλωστε, περίτρανα το ισχνό ακροατήριο το οποίο είχε συγκεντρωθεί έξω από την Κουμουνδούρου και με τα παρωχημένα και χιλιοακουσμένα συνθήματα («Στέφανε προχώρα…», κλπ) προσπαθούσε να δώσει υπόσταση σε ένα γεγονός που κινητοποίησε δυνάμεις που αντιπροσωπεύουν κάτι λιγότερο από το 2% του εκλογικού σώματος.

Επιμένοντας στη γλώσσα των αριθμών, δύσκολα μπορεί να παραβλέψει κάποιος ότι το περίφημο «κίνημα Κασσελάκη», γύρω από το οποίο στρατεύτηκαν τόσες ετερόκλητες δυνάμεις, εκείνο που ουσιαστικά πέτυχε ήταν να κινητοποιήσει κάτι ελάχιστα περισσότερο από το 1% της ελληνικής κοινωνίας, αν ληφθεί υπόψη ότι δόθηκε δικαίωμα ψήφου ακόμη και σε 15χρονα παιδιά, με στόχο να αυξηθεί το ενδιαφέρον των πολιτών και η συμμετοχή στις κάλπες.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι χωρίς τη συμμετοχή του Στέφανου Κασσελάκη στην εκλογική κούρσα, η ανάδειξη του επόμενου αρχηγού του ΣΥΡΙΖΑ θα ήταν μια υπόθεση που θα περνούσε εντελώς απαρατήρητη. Κακά τα ψέματα, ο ουρανοκατέβατος και αμερικανοτραφής 35χρονος οικονομολόγος, ο οποίος μέχρι πρότινος αποτελούσε το απόλυτο αντιπαράδειγμα που θα ήθελαν οι άνθρωποι του ΣΥΡΙΖΑ για αρχηγό τους, έδωσε με την υποψηφιότητά του επικοινωνιακή πνοή σε ένα γεγονός που είχε αφήσει παγερά αδιάφορη τη μεγάλη πλειονότητα της ελληνικής κοινωνίας.

Υπό αυτή την έννοια, οι αραχνιασμένοι τοίχοι της Κουμουνδούρου έχουν όντως ανάγκη από ένα φως, όπως αυτό που υποσχέθηκε να φέρει ο κ. Κασσελάκης. Βλέποντας, ωστόσο, κανείς όλους εκείνους που στάθηκαν δίπλα του τόσο τον προηγούμενο καιρό που έτρεξε την καμπάνια του μέσα από τα σόσιαλ μίντια, όσο και εκείνα που διημείφθησαν στη διάρκεια της επινίκιας παράστασης, την οποία έδωσε έξω από τα κεντρικά γραφεία του ΣΥΡΙΖΑ, δύσκολα μπορεί να πιστέψει κάποιος ότι η χθεσινή ημέρα ήταν η απαρχή ενός πολιτικού φαινομένου που ανταποκρίνεται στις πραγματικές ανάγκες για αλλαγή που έχει η χώρα.

Με τον ομόφωνα καταδικασμένο από Ειδικό Δικαστήριο Νίκο Παπά στο πλευρό του και με τον γνωστό και μη εξαιρετέο Παύλο Πολάκη να αποτελεί τον πολιτικό μέντορα και παρασκηνιακό καθοδηγητή του, τίποτε καλό δεν μπορεί να προοιωνίζεται για τη συνέχεια. Διότι ακόμη και αν είναι τόσο φιλομαθής όσο θέλει να λέει ότι είναι, για να δικαιολογήσει τις αντιφάσεις και τις γκάφες στις οποίες υπέπεσε, αν επιλέξει ως δασκάλους τους ίδιους που τον έπεισαν να ισχυρίζεται όσα ισχυρίστηκε κατά τη διάρκεια της προεκλογικής του καμπάνιας, η κατάληξη την οποία θα έχει η επικοινωνιακή καταιγίδα που συνόδευσε την παρουσία του στο μιντιακό προσκήνιο, είναι μάλλον προδιαγεγραμμένη.

Πέρα από συνωμοσιολογικού τύπου προσεγγίσεις, τα μίντια, ως εκ της φύσεώς τους, αρέσκονται σχεδόν εξίσου τόσο με τη δημιουργία ειδώλων όσο και με την κατακρήμνισή τους. «Τρελαίνονται» με όσους επικοινωνούν μέσω το tik tok, διότι δίνουν «έτοιμη τροφή». «Εξιτάρονται» με το πηγαινέλα στο γυμναστήριο. «Παθαίνουν ντελίριουμ» με τις οικογένειες, κυρίως όταν δεν είναι συμβατικές. Όπως και με τα χαριτωμένα σκυλάκια που βγαίνουν βόλτα μπροστά στις κάμερες.

Οι συγκεκριμένες προδιαγραφές σε κάνουν μια τηλεοπτική και, εν γένει, μια μιντιακή περσόνα. Είναι στην πραγματικότητα ένας ρόλος που πρέπει να παίζεται για όσο οι αδηφάγες κάμερες είναι ανοιχτές. Και δεν αρκεί να παίζεται με το ίδιο μοτίβο. Το ρεπερτόριο πρέπει να αλλάζει συχνά γιατί οι επαναλήψεις το κάνουν βαρετό. Και όταν τελειώνουν τα ερωτήματα για τους γονείς, τους συντρόφους και τα κατοικίδια, τότε αρχίζουν τα δύσκολα.

Οι «κακομαθημένοι» δημοσιογράφοι ξεκινούν πια να ρωτούν για τις πολιτικές θέσεις, τις προτεραιότητες της διακυβέρνησης, την ακρίβεια, τις διεθνείς σχέσεις της χώρας, τον πόλεμο στην Ουκρανία, το Κυπριακό και τόσα άλλα για τα οποία ο Στέφανος Κασσελάκης δεν μίλησε όλον αυτόν τον καιρό. Και όταν μίλησε για κάποια εξ αυτών, ή κατέφυγε σε λαϊκίστικες γενικότητες ή απλώς απέδειξε πόσο αδαής είναι για την ελληνική πραγματικότητα.

Φρονίμως, μάλλον, ποιών ο ίδιος, δεν δείχνει να βιάζεται να μπει στο Κοινοβούλιο, όπως θα μπορούσε να γίνει αν παραιτούνταν τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ που διόρισε πριν από εκείνον στη λίστα Επικρατείας ο Αλέξης Τσίπρας. Η αλήθεια βεβαίως είναι ότι ούτε εκείνοι προτίθενται να παραιτηθούν –«ΣΥΡΙΖΑ είναι οι άνθρωποι, δεν είναι κορόιδα…»-, αλλά ούτε ο ίδιος φαίνεται να έχει καμία σχετική πρεμούρα.

Διότι, όση άγνοια κινδύνου και αν διαθέτει ο κ. Κασσελάκης, μπορεί να αντιληφθεί ότι αν ανέβαινε το στο βήμα της Βουλής στην παρούσα φάση, η πιθανότητα να έρθει στο φως η ασχετοσύνη που τον διακρίνει είναι πολύ μεγάλη. Οπότε μέχρι τότε και για όσο μπορεί θα εξακολουθήσει να κρύβεται. Διότι η περίπτωσή του δεν αποτελεί πολιτικό φαινόμενο, όπως διατείνονται οι υποστηρικτές του, καθώς δεν έχει τίποτε να πει, τουλάχιστον ως ηγέτης ενός κόμματος το οποίο θέλει να ισχυρίζεται ότι ανήκει στη ριζοσπαστική Αριστερά. Αντιθέτως, όλη η μέχρις στιγμής παρουσία του στο πολιτικό στερέωμα, δεν είναι παρά ένα μιντιακό γεγονός το οποίο δεν θα πάρει πολύ καιρό για να ξεφουσκώσει.

Όπως άλλωστε συμβαίνει στην φυσική, έτσι και στην πολιτική, οι κομήτες όσο ξαφνικά εμφανίζονται, τότε γρήγορα εξαφανίζονται. Εδώ μπορεί να περιμένουμε ως τις ευρωεκλογές του ερχόμενου Ιουνίου.

Παρασκευή 22 Σεπτεμβρίου 2023

Στη χώρα των ψευδαισθήσεων, ο Κασσελάκης είναι ο ιδανικός διάδοχος του Τσίπρα


Εκπλήσσομαι με την έκπληξη την οποία εκφράζουν ορισμένοι για τις εξελίξεις που δρομολογούνται στον ΣΥΡΙΖΑ, είτε επιβεβαιωθεί, όπως όλα δείχνουν, η σαρωτική επικράτηση του Στέφανου Κασσελάκη, είτε, πράγμα μάλλον απίθανο, καταφέρουν την τελευταία στιγμή να πετύχουν τον στόχο τους οι πιο παραδοσιακές κομματικές δυνάμεις που μάχονται να αποτρέψουν το μοιραίο.

Η συνήθης κατάληξη, την οποία έχουν αναμετρήσεις αυτού του είδους, είναι ότι το επιτιθέμενο «νέο» κερδίζει κατά κράτος το αμυνόμενο «παλαιό». Ειδικά, όμως, στη συγκεκριμένη κούρσα για την εκλογή του επόμενου αρχηγού στον ΣΥΡΙΖΑ, το υποτιθέμενο «νέο» που αντιπροσωπεύει ο Κασσελάκης είναι, όσο και αν μπορεί από μια πρώτη άποψη να ακουστεί παράδοξο, εκείνο που εκφράζει αυθεντικότερα το «είναι» του πολιτικού συνονθυλεύματος που ξεπήδησε από το 3% και μετατράπηκε σε κυβερνώσα παράταξη.

Κακά τα ψέματα, οι άνθρωποι που προσήλθαν στις κάλπες της περασμένης Κυριακής και θα πάνε ενδεχομένως και αυτή την Κυριακή να ψηφίσουν υπέρ του «ουρανοκατέβατου» επίδοξου ηγέτη είναι οι ίδιοι που με τον αντίστοιχο ζήλο και με ακόμη μεγαλύτερο πάθος και ενθουσιασμό ψήφιζαν όλα τα τελευταία χρόνια τον Αλέξη Τσίπρα, αγνοώντας τις κυβιστήσεις του, παραβλέποντας τις αυταπάτες του και δικαιολογώντας τις ψευδαισθήσεις του. Αναλογιστείτε μόνον ότι τις παραμονές των τελευταίων εκλογών, που όλοι, λίγο ως πολύ, ξέραμε την κατάληξη την οποία θα είχαν, ο απελθών πλέον αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ είχε υποσχεθεί στην Έλενα Ακρίτα, όπως η ίδια αποκάλυψε, ότι θα την έκανε υπουργό…

Παρά την ασύστατη σπερμολογία που θέλει και φίλους άλλων κομμάτων να πήγαν να ψήφισαν, κάτι που δεν αποδεικνύεται ούτε στο κατ΄ ελάχιστον, οι ψηφοφόροι του Κασσελάκη είναι προφανές ότι αποτελούν σάρκα εκ της σαρκός του εκλογικού σώματος που πίστεψε ότι ο αρχηγός τους θα βαράει το νταούλι και θα χορεύουν οι αγορές. Είναι ψηφοφόροι που ενθουσιάστηκαν με τις αλλοπρόσαλλες δήθεν διαπραγματεύσεις που έκανε ο Βαρουφάκης -το «asset» του Αλέξη Τσίπρα- με τους εταίρους και δανειστές της χώρας. Είναι πολίτες με εκλογικά δικαιώματα που χόρεψαν στο Σύνταγμα μετά το δημοψήφισμα του 2015, επειδή πέρασε το «όχι», αλλά δεν ενοχλήθηκαν που στη συνέχεια όχι μόνον έγινε «ναι» σε όλες τις απαιτήσεις των ξένων αλλά συνοδεύτηκε και με το βαρύτερο από όλα τα προηγούμενα Μνημόνιο.

Ειλικρινά δεν ξέρω αν όντως είναι ο Τσίπρας πίσω από τον Κασσελάκη, όπως επιμένει η περιρρέουσα ατμόσφαιρα που έχει δημιουργηθεί τελευταία στην εγχώρια πολιτική σκηνή. Ωστόσο, είναι προφανές ότι τα μέλη, οι οπαδοί και οι φίλοι του ΣΥΡΙΖΑ, που είχαν απογοητευθεί από την παραίτηση του πρώην πρωθυπουργού, αίφνης μεταμορφώθηκαν σε φανατικούς οπαδούς του Κασσελάκη. Η πλειονότητα των στελεχών και των βουλευτών του ΣΥΡΙΖΑ που αντλούσαν υπόσταση από τον τέως αρχηγό τους, ο οποίος, ας μην ξεχνάμε, δεν παραιτήθηκε αποχωρώντας, όπως θα ήταν το φυσικό μετά από τόσες συντριπτικές ήττες που υπέστη, αλλά, κατά δήλωσή του, απλώς παραμέρισε.

Όπως και να έχει, πάντως, ο αμερικανοθρεμμένος οικονομολόγος αντιπροσωπεύει περισσότερο από κάθε άλλον σε αυτή την εκλογική διαδικασία το πνεύμα με το οποίο πολιτεύθηκε ο Αλέξης Τσίπρας. Μπορεί να μιλάει καλύτερα αγγλικά, όπως αρέσκεται να λέει θέλοντας να συγκριθεί με τον Κυριάκο Μητσοτάκη, μπορεί να έχει κάνει καλύτερες σπουδές και να διαθέτει προηγούμενη επαγγελματική διαδρομή, που τον κάνουν να υπερέχει από τον προκάτοχό του στην Κουμουνδούρου, ο οποίος τα μόνα… ένσημα που είχε προλάβει να κολλήσει ήταν τα κομματικά, κατά τα λοιπά, όμως, Τσίπρας και Κασσελάκης έχουν μεγάλες ομοιότητες.

Μιλούν, για παράδειγμα, με ασυγκράτητο λαϊκισμό και περίσσιο θράσος για πράγματα για τα οποία δεν έχουν ιδέα, αδιαφορώντας για την αμάθεια και την ημιμάθεια τους που αποκαλύπτονται, τουλάχιστον στα μάτια των λογικών ανθρώπων. Οι χθεσινές δηλώσεις Κασσελάκη για το Κυπριακό ήταν μόνον ένα μικρό δείγμα της τεράστιας άγνοιας που χαρακτηρίζει τον νεόκοπο πολιτικό αστέρα. Ο οποίος θέλει μάλιστα να πιστεύει ότι μπορεί να γίνει σύντομα πρωθυπουργός αλλά δεν είναι σε θέση να δώσει ούτε μια συνέντευξη σε -φιλικό του, έστω- δημοσιογράφο, ώστε να μάθουμε τι πραγματικά πιστεύει και κυρίως τι γνωρίζει για κρίσιμα ζητήματα που αφορούν τη διακυβέρνηση της χώρας.

Ο Τσίπρας πέρασε σχετικά εύκολα από αυτό το στάδιο επειδή, λόγω της μνημονιακής παράκρουσης που επικρατούσε στη χώρα στο ξεκίνημα της ηγετικής του καριέρας, τού επετράπη να λέει ανέξοδα όποια μπαρούφα σκαρφιζόταν. Όπως το περιβόητο «Γκόου μπάκ μαντάμ Μέρκελ» και τόσα άλλα ηχηρά συνθήματα που αφιόνιζαν τα πλήθη των υποστηρικτών, παρότι ήταν απλές πομφόλυγες.

Δεν είναι, όμως, μόνον η αμετροέπεια που τους κάνει να μοιάζουν τόσο πολύ. Είναι και πολλά άλλα, όπως η πολακικού τύπου τοξικότητα. Εμφανίζονται και οι δύο τους ως δήθεν καταδιωκόμενα θύματα ενός υποτιθέμενου πολέμου που τάχατες έχει εξαπολύσει εναντίον τους κάποιο απροσδιόριστο «σύστημα» με το οποίο στην πραγματικότητα είναι σε ανοικτή -πλην όμως, υπόγεια- γραμμή. Μαζεύουν γύρω τους χειροκροτητές με μόνο κριτήριο την πίστη στο πρόσωπό τους. Μετέρχονται οι ίδιοι και οι υποστηρικτές τους κάθε θεμιτή και αθέμιτη μέθοδο ηθικής και πολιτικής εξόντωσης όσων δεν είναι μαζί τους. Δεν είναι τυχαίο, για παράδειγμα, που σχεδόν ολόκληρος ο διαδικτυακός στρατός των ακραίων ΣΥΡΙΖΑϊκών τρόλ βρέθηκε από τη μια στιγμή στο πλευρό του Κασσελάκη.

Εν κατακλείδι, λοιπόν, ο Στέφανος Κασσελάκης θα κόψει μάλλον πρώτος το νήμα στην κούρσα που οδηγεί στο υψηλότερο αξίωμα της Κουμουνδούρου επειδή στην πραγματικότητα αποτελεί τον ιδανικότερο διάδοχό του Αλέξη Τσίπρα. Για πόσο διάστημα θα μείνει εκεί είναι άγνωστο. Όπως άγνωστο είναι και το πόσο σύντομα θα επιχειρήσει να επανέλθει ο Αλέξης Τσίπρας, ο οποίος φαίνεται να ικανοποιείται επειδή ένα πολιτικό υποκατάστατό του παίρνει εκδίκηση για λογαριασμό του.

Αν ήταν αλλιώς τα πράγματα και ο κ. Τσίπρας ενδιαφερόταν για το μέλλον του κόμματος του οποίου ηγήθηκε επί μια δεκαπενταετία, τότε θα εύρισκε έναν τρόπο να αποτρέψει την επερχόμενη διάλυση και αποσύνθεσή του.

Παρασκευή 1 Σεπτεμβρίου 2023

Η αναίρεση (ή μήπως η… συναίρεση;) του ΣΥΡΙΖΑ

            Στα 180 χρόνια που παρήλθαν από τη συνταγματική καθιέρωση του κοινοβουλευτικού βίου στη χώρα μας, το εγχώριο πολιτικό σύστημα δεν έχει καταφέρει να αποκτήσει θεσμική σταθερότητα.

            Ιστορικοί λόγοι, όπως πόλεμοι, οικονομικές κρίσεις, περίοδοι πολιτικής ανωμαλίας και πραξικοπήματα, σε συνδυασμό με τις κοινωνιολογικές συνθήκες που σχετίζονται με την κοινωνική και πληθυσμιακή κινητικότητα, η οποία καταγράφηκε όλες αυτές τις δεκαετίες, διαμόρφωσαν τις συλλογικές νοοτροπίες που δεν επέτρεψαν τη δημιουργία σταθερών κομματικών δομών με θεσμική μνήμη και αδιασάλευτη συνέχεια.

            Με ελάχιστες εξαιρέσεις, τα περισσότερα κόμματα, μικρά και μεγάλα, παραδοσιακά και συγκυριακά, ήταν και παραμένουν αρχηγοκεντρικοί μηχανισμοί χωρίς πάγιες και κατοχυρωμένες θεσμικές διαδικασίες είτε σε οργανωτικό είτε σε πολιτικό και ιδεολογικό επίπεδο. Η βούληση του αρχηγού είναι ο υπέρτατος κανόνας που υπερισχύει των όποιων καταστατικών προβλέψεων που σπανίως εφαρμόζονται. 

Βασικά ζητήματα δημοκρατικής λειτουργίας, όπως η στελέχωση των οργάνων, η κατάρτιση ψηφοδελτίων, οι πολιτικές - κυβερνητικές συνεργασίες και η διαμόρφωση των προτάσεων σε μείζονα ζητήματα, έχουν αναχθεί σε «αποκλειστικά προνόμια του αρχηγού», επί των οποίων όποιος έχει διαφορετική άποψη «θέτει εαυτόν εκτός κόμματος». 

Τα παραδείγματα των κομμάτων στα οποία ισχύει η «ενός ανδρός αρχή» είναι πάμπολλα τόσο από το παρελθόν όσο και από το παρόν. Με αποτέλεσμα να είναι πολύ συχνές οι κομματικές διασπάσεις, όπως και η δημιουργία νέων -θνησιγενών στην πλειονότητά τους- σχηματισμών από φιλόδοξους δελφίνους οι οποίοι είτε πέφτουν θύματα καρατομήσεων είτε δείχνουν ακόρεστη σπουδή να «στήσουν το δικό τους κομματικό μαγαζί». 

Θυμηθείτε μόνον πόσα κόμματα και κομματίδια της μιας, άντε των δύο χρήσεων, γνωρίσαμε τις τελευταίες δεκαετίες και κυρίως την περίοδο μετά το ξέσπασμα της μνημονιακής κρίσης. Κάποιες στιγμές, μάλιστα, φάνηκε πως θα μπορούσε να διαψευστεί η περίφημη ρήση του Ευάγγελου Αβέρωφ, σύμφωνα με την οποία «όποιο πρόβατο βγαίνει από το μαντρί το τρώει ο λύκος». 

Πλην, όμως, ο χρόνος έδειξε ότι μόλις περιορίστηκε το επικοινωνιακό γκελ των ηγετών - δημιουργών τους, οι νεοπαγείς σχηματισμοί που είχαν δημιουργήσει διαλύθηκαν εις τα εξ ων συνετέθησαν: Εθνική Παράταξη, ΚΟΔΗΣΟ, ΔΗΑΝΑ, ΔΗΚΚΙ, ΚΕΠ, ΛΑΟΣ, ΑΝΕΛ, ΔΗΜΑΡ, ΔΗΣΥ, ΚΙΔΗΣΟ, Χρυσή Αυγή, Ένωση Κεντρώων, Ποτάμι, ΜέΡΑ 25, κ.α.           

Αφορμή γι΄ αυτές τις επισημάνσεις πήρα από το «δράμα» που φαίνεται να βιώνει αυτές τις μέρες ο ΣΥΡΙΖΑ, το άλλοτε κραταιό κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης, με τον… ουρανοκατέβατο διεκδικητή της ηγεσίας του, ο οποίος όλως αιφνιδίως εμφανίστηκε τις τελευταίες ημέρες στο προσκήνιο, δημιουργώντας τεράστιο επικοινωνιακό θόρυβο. 

Δικαιολογημένα, τα μέσα ενημέρωσης έστρεψαν τα φώτα τους στο πρόσωπο του -κατά δήλωσή του «άριστου»- νεαρού εφοπλιστή Στέφανου Κασσελάκη, ο οποίος χωρίς την παραμικρή προϋπηρεσία ή και γνώση της λειτουργίας του εγχώριου πολιτικού συστήματος, ου μην αλλά και της ελληνικής πολιτικής πραγματικότητας, έβαλε πλώρη για να γίνει αρχηγός σε ένα κόμμα της ριζοσπαστικής Αριστεράς, το οποίο από την ίδρυσή του πρεσβεύει και υπηρετεί τα ακριβώς αντίθετα από αυτά που ιδεολογικά, πολιτικά αλλά και κοινωνικά εκπροσωπεί ο επίδοξος νέος ηγέτης του. Θα έλεγε κανείς, βλέποντάς τον στα social media, ότι αποτελεί προϊόν artificial intelligence (τεχνητής νοημοσύνης).

Επισημαίνοντας και σε όσους δεν γνωρίζουν τον ορισμό, όπως τον μαθαίνουν οι δημοσιογράφοι στο ξεκίνημα τους, ότι «είδηση αποτελεί όταν ο άνθρωπος δαγκώνει τον σκύλο και όχι όταν ο σκύλος δαγκώνει άνθρωπο», η στάση των ΜΜΕ δεν είναι διόλου παράδοξη. Και σίγουρα δεν ερμηνεύεται με δαιμονολογικές προσεγγίσεις για συνωμοσία του συστήματος το οποίο θέλησε τάχατες να προωθήσει έναν αμερικανόθρεφτο τεχνοκράτη με θητεία -άκουσον, άκουσον- στη… διαβόητη Goldman Sacs.

Το παράδοξο, αντιθέτως, είναι ότι όποιος παρακολουθεί την τρέχουσα επικαιρότητα, αλλά και τις τάσεις που διαμορφώνονται στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, διαπιστώνει ότι ένα μέρος του στελεχιακού δυναμικού του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και των φίλων και οπαδών της παράταξης που κυβέρνησε τη χώρα για τεσσεράμισι χρόνια, δείχνει να τείνει ευήκοον ους στις γενικόλογες και εν πολλοίς αντιφατικές διακηρύξεις του κ. Κασσελάκη. Και αυτό παρόλο που, από μια πρώτη ανάγνωση τουλάχιστον, συνιστούν την απόλυτη αναίρεση των απόψεων, θέσεων και προτάσεων που υποστηρίζει το σημερινό κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης (για την αξιολόγηση, τα Πανεπιστήμια, τον Στρατό, κοκ).

Σε μια δεύτερη, ωστόσο, ανάγνωση του τρόπου με τον οποίο πολιτεύθηκε ο ΣΥΡΙΖΑ από τον καιρό που ανέλαβε την ηγεσία του ο Αλέξης Τσίπρας, εύκολα νομίζω ότι μπορεί να υποστηρίξει κανείς ότι δεν εκπλήσσεται που ένας διάττων πολιτικός αστέρας, ο οποίος έρχεται από το πολιτικό… πουθενά, πιστεύει ότι είναι κατάλληλος να αναλάβει αρχηγός σε ένα κομματικό συνονθύλευμα. 

Ένα συνονθύλευμα, το οποίο (ας θυμηθούμε ότι) στέγασε τον Πάνο Καμμένο και τον Παναγιώτη Λαφαζάνη, τη Θεοδώρα Τζάκρη, που ψήφισε τρία μνημόνια, και τον Παύλο Χαϊκάλη, στον οποίο ανετέθη η επίλυση του Ασφαλιστικού, τον Ευάγγελο Αντώναρο και τη Θεοδώρα Μεγαλοοικονόμου, την Κατερίνα Παπακώστα και τον Κώστα Ζουράρι, που μόνον σε μια τέτοια κυβέρνηση θα μπορούσαν να αναλάβουν υπουργικά χαρτοφυλάκια, τον αειθαλή Στέφανο Τζουμάκα και τον υπερδραστήριο Απόστολο Γκλέτσο, άλλα και τόσους άλλους αστέρες που μόνον σε αυτό το κόμμα θα μπορούσαν να συμβιώνουν, κλείνοντας, όποτε χρειαζόταν, το μάτι και σε χρυσαυγίτες που οι ψήφοι τους δεν ήταν… «μη ευπρόσδεκτες».

Μπορεί οι θέσεις του κ. Κασσελάκη σε όλους εμάς να ακούγονται κατάλληλες για να ενταχθεί σε κάποιο από τα άλλα κόμματα, τη ΝΔ ίσως ή και, ενδεχομένως, το ΠΑΣΟΚ που έχουν ιδεολογική συνάφεια με το Δημοκρατικό Κόμμα των ΗΠΑ, ο ίδιος στον διαδικτυακό επικοινωνιακό ορυμαγδό που έχει εξαπολύσει υποστηρίζει ότι επέλεξε συνειδητά να ηγηθεί του ΣΥΡΙΖΑ.

Γι΄ αυτό και ο καιρός θα δείξει -και πολύ περισσότερο οι ψήφοι που θα λάβει, εφόσον φθάσει τελικά στην κάλπη της 10ης Σεπτεμβρίου- αν αποτελεί την αναίρεση ή τη συναίρεση του ΣΥΡΙΖΑ που πορεύθηκε όλα αυτά τα χρόνια με ακόμη μεγαλύτερες αντιφάσεις από αυτές που αποπνέει η καμπάνια του ουρανοκατέβατου διεκδικητή της ηγεσίας του.

Κασσελάκης, λοιπόν, και παντός (πολακικού) ΣΥΡΙΖΑ!      

Παρασκευή 28 Ιουλίου 2023

Ψηφίζουν Έφη, αλλά το πνεύμα τους το οδηγεί ο…. «Παυλάρας»

Δεν είμαι σίγουρος ότι συμβαίνει αλλού, τουλάχιστον στην ίδια έκταση, αλλά στη χώρα μας ενδημεί μια μεγάλη κατηγορία μέσων ενημέρωσης και δημοσιολόγων που δεν περιορίζονται στην αποστολή τους που είναι να μεταδίδουν ή να σχολιάζουν τα γεγονότα, τις ειδήσεις και ό,τι άλλο συμβαίνει γύρω μας.

Το ενδιαφέρον τους, σχεδόν εμμονικά, είναι στραμμένο στον σχολιασμό της συμπεριφοράς των άλλων μέσων ενημέρωσης. Δεν αρκούνται, για παράδειγμα, στην πεποίθηση που μπορεί να έχουν -και είναι αναφαίρετο δικαίωμά τους!- ότι η κυβέρνηση έχει ευθύνες για τις πυρκαγιές και, όπως ισχυρίζονται, κακώς κάνει εκκενώσεις μέσω του 112. Εκείνο το οποίο κυρίως τους απασχολεί και σε αυτό εστιάζουν όλη τους την επικριτική διάθεση είναι γιατί τα «συστημικά», όπως αρέσκονται να τα χαρακτηρίζουν, μέσα ενημέρωσης δεν ακολουθούν την ίδια «γραμμή».

Με την ίδια μανία με την οποία καταφέρονταν όλα τα προηγούμενα χρόνια κατά των «βοθροκάναλων», επειδή μετέδιδαν τις δημοσκοπήσεις, που καταδείκνυαν την κατάρρευση του ΣΥΡΙΖΑ, τώρα εγκαλούν τους –«πετσοταϊσμένους», κατ΄ αυτούς- επαγγελματίες της ενημέρωσης για τον τρόπο που καλύπτουν την τρέχουσα επικαιρότητα η οποία, εκ των πραγμάτων, κατακλύζεται από την επέλαση των πύρινων μετώπων που κατακαίουν τα ελληνικά δάση.

«Ναι, αλλά γιατί τα κανάλια και τα ραδιόφωνα δεν έχουν 24ωρη κάλυψη;», είναι ο, εν μέσω θέρους και διακοπών για πολλούς εργαζόμενους, ισχυρισμός των -συνήθως άκαπνων- σχολιαστών. Οι οποίοι, κρίνοντας προφανώς εξ ιδίων, υποστηρίζουν άλλοτε ευθέως και άλλοτε υπαινικτικά ότι όλοι οι άλλοι έχουν πάρει γραμμή από την κυβέρνηση να «κρύβουν την πραγματικότητα». Παραβλέπουν, φυσικά, (ή, μάλλον, κάνουν πως παραβλέπουν) ότι αν ίσχυε κάτι τέτοιο, αυτό θα ήταν το καλύτερο βούτυρο για το δικό τους ψωμί.

Χωρίς αμφιβολία, αν ήταν αληθινές οι καταγγελίες τους για απόκρυψη γεγονότων, θα είχαν χρυσή ευκαιρία να αποκαλύψουν εκείνοι όλη την αλήθεια και να κερδίσουν την αποκλειστικότητα στο αναγνωστικό, στο ραδιοφωνικό και στο τηλεοπτικό κοινό. Φανταστείτε την απήχηση που θα είχε ένας ραδιοφωνικός ή τηλεοπτικός σταθμός, μια εφημερίδα ή ένα site που θα αποκάλυπτε πραγματικά και αποκλειστικά «όσα όλοι οι άλλοι κρύβουν».

Σε μια τέτοια κατάσταση, τα υπόλοιπα μέσα ενημέρωσης θα είχαν χρεωκοπήσει. Και θα ήταν ζήτημα μόνο λίγων εβδομάδων το πότε θα έβαζαν λουκέτο, όση βοήθεια και αν τους παρείχε «το σύστημα». Ενώ αυτοί που θα αποκάλυπταν την… κρυμμένη αλήθεια θα ήταν στην κορυφή της τηλεθέασης, της ακροαματικότητας και της αναγνωσιμότητας.

Αν και την πραγματικότητα ισχύει το ακριβώς αντίθετο, δηλαδή το κοινό, που έχει κριτήριο επιλογής για τα μέσα που του δίνουν ενημέρωση και όχι «fake news» και «wishful thinking» (ευσεβείς πόθους, ελληνιστί) είναι στην ακριβώς αντίθετη κατεύθυνση, όποιος δεν καταγγέλλει ως μέγιστη υποκρισία την… αξυρισία του Κικίλια «σίγουρα τα έχει πιάσει». Ενώ όποιος διανοηθεί να θυμίσει ότι ο Τσίπρας που είχε υποσχεθεί να μείνει επί των επάλξεων την… έκανε για το Αμέρικα «είναι απολύτως εξωνημένος».

Η αλήθεια είναι ότι στα χρόνια της μνημονιακής κρίσης, που συνέπεσαν με την άνθηση της διαδικτυακής ενημέρωσης, η οποία έδωσε στον κάθε πικραμένο που αγόραζε ένα smart phone ίσα «δικαιώματα» μετάδοσης και σχολιασμού ειδήσεων με τους επαγγελματίες του κλάδου, δημιουργήθηκε στη χώρα μας ένα μεγάλο κοινό που ήθελε εύκολες δικαιολογίες για τα δεινά που επέπεσαν επί των κεφαλών των Ελλήνων.

Ήταν ένα κοινό που προτιμούσε τις εύπεπτες θεωρίες συνωμοσίας για τις ευθύνες των άλλων. Και το οποίο απέστρεφε το βλέμμα έκλεινε τα αυτιά σε κάθε αναφορά που θα μπορούσε να περιλαμβάνει και τον ίδιο στους υπαίτιους της κρίσης. 

Οι ξένοι, οι δημοσιογράφοι (σ.σ.: θυμηθείτε το σύνθημα «αλήτες, ρουφιάνοι…», που δονούσε τους δρόμους και τις πλατείες), αλλά και όσοι κυβέρνησαν τα προηγούμενα χρόνια και δεν άλλαξαν στρατόπεδο μετά το ξέσπασμα της κρίσης, ήταν οι αποκλειστικά υπεύθυνοι για την οικονομική δυσπραγία, την εκτίναξη της ανεργίας και τη συρρίκνωση των εισοδημάτων -σχεδόν- όλων μας.

Παρόλο που τα τελευταία χρόνια μειώθηκε σημαντικά το συγκεκριμένο κοινό, η λαϊκίστικη τοξικότητα με την οποία εμποτίστηκε η ελληνική κοινωνία ήταν δύσκολο να ξεριζωθεί. Γι΄ αυτό και τη βλέπουμε να παραμένει διάχυτη γύρω μας και να εκφράζεται με πολλούς τρόπους και από πολλές κατευθύνσεις.

Είναι, για παράδειγμα, απολύτως χαρακτηριστικές οι επιθέσεις που δέχθηκε αυτές τις μέρες η υποψήφια για την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ Έφη Αχτσιόγλου, επειδή εξέφρασε την αυτονόητη αλήθεια προτρέποντας τους «συντρόφους» της «να μην αδικούμε τους δημοσιογράφους», έτσι ώστε «ούτε και εκείνοι να μας αδικούν…».

Με προεξάρχοντα τον γνωστό και μη εξαιρετέο διαπρύσιο… μαχητή του πληκτρολογίου Παύλο Πολάκη, ο οποίος έσπευσε να δηλώσει ότι θα… συνεχίσει να «αδικεί», εκατοντάδες ή ίσως και χιλιάδες στελέχη, μέλη και φίλοι του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης ξιφούλκησαν κατά των όσων είπε η Αχτσιόχλου.

Είναι προφανώς πάνω – κάτω οι ίδιοι που ξεσηκώθηκαν τον περασμένο Μάρτιο και δεν άφησαν τον Αλέξη Τσίπρα να διαγράψει τον «αψύ Σφακιανό» που είχε επιδοθεί σε… «προγραφές» δημοσιογράφων, δικαστών και θεσμικών παραγόντων οι οποίοι δεν ήταν αρεστοί στον ίδιο. Ο ΣΥΡΙΖΑ και ο τότε αρχηγός του πλήρωσαν στις πρόσφατες εκλογές βαρύ τίμημα -και- εξαιτίας της υπαναχώρησης στη διαγραφή Πολάκη.

Φαίνεται, όμως, ότι το εναπομείναν εκλογικό σώμα των υποστηρικτών του ΣΥΡΙΖΑ εμφορείται σε μεγάλο βαθμό από τις ίδιες ιδέες της βολικής στοχοποίησης των μέσων ενημέρωσης και των εργαζομένων σε αυτά. Γι΄ αυτό και ουδείς από τους τέσσερις υποψηφίους αρχηγούς δεν αντέδρασε στους ισχυρισμούς του Πολάκη, τον οποίο φαίνεται ότι, όπως έκανε και ο Τσίπρας, ουδείς θέλει να βρει απέναντί του.

Επειδή, προφανώς, ο επονομαζόμενος από τους υποστηρικτές του και… «Παυλάρας», έχει με το μέρος του το μεγαλύτερο μέρος των διαδικτυακών στρατευμάτων που έφεραν τον ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία και τον διατήρησαν, έστω οριακά, στη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης.

Όλα -ακόμη και οι δημοσκοπήσεις που κάποιοι στον ΣΥΡΙΖΑ έχουν αρχίσει να μην αμφισβητούν πια- δείχνουν ότι η κ. Αχτσιόγλου θα είναι η νέα αρχηγός στην Κουμουνδούρου. Στην παρούσα φάση δείχνει να διστάζει να έρθει σε ανοιχτή ρήξη με τους οπαδούς του «Παυλάρα». Και δικαίως ίσως, λένε κάποιοι, αφού χρειάζεται ψήφους για να εκλεγεί στην ηγεσία.

Αν, όμως, συμβιβαστεί μέχρι τέλους με όσους διακατέχονται από το πολάκειο πνεύμα της τυφλής και δαιμονολογικής σύγκρουσης με τα μέσα ενημέρωσης και τους εργαζομένους σε αυτά, θα κερδίσει ίσως ευκολότερα την εσωκομματική κούρσα. Περπατησιά, όμως, υποψήφιας πρωθυπουργού αποκλείεται να αποκτήσει χωρίς να συγκρουστεί με τέτοιες απόψεις και νοοτροπίες.

Υ.Γ.: Α, και για την ιστορία, ώστε να μην έχουν διάφοροι αυταπάτες, θέλω να θυμίσω ότι πριν από τις νικηφόρες για εκείνον εκλογές του 2015, ο Αλέξης Τσίπρας δεν συναντήθηκε μόνον στα κρυφά με την περιβόητη πλέον «γάτα Ιμαλαΐων». Ήρθε και στο «Θέμα» και φωτογραφήθηκε μαζί μας στα φανερά. Παρά τα όσα ακολούθησαν όταν έγινε πρωθυπουργός…

Παρασκευή 14 Ιουλίου 2023

Η «κατάρα» της δεύτερης τετραετίας μπορεί να γίνει ισχυρότερη χωρίς… αντιπολίτευση


Το μεγαλύτερο καλό που έχουν οι Δημοκρατίες είναι ότι, σε αντίθεση με τα αυταρχικά καθεστώτα, όσοι αναλαμβάνουν θέσεις εξουσίας ξέρουν -ή οφείλουν να ξέρουν- πως το αξίωμα το οποίο κατέχουν δεν είναι ούτε ισόβιο ούτε αιώνιο. 

Για πολλούς και ποικίλους λόγους, τόσο στη χώρα μας όσο και διεθνώς, η πολύχρονη παραμονή στους διαφόρους θώκους προκαλεί φθορά ακόμη και σε δημοφιλή πολιτικά πρόσωπα. Δεν είναι λίγοι, μάλιστα, εκείνοι που μιλούν για το σύνδρομο -κατ΄ άλλους και «κατάρα»- της δεύτερης τετραετίας που αποδίδεται στο γεγονός ότι σχεδόν ποτέ -ή έστω πολύ σπάνια- κάποια κυβέρνηση καταφέρνει να επανεκλεγεί για τρίτη συνεχόμενη φορά.

Στις παραμονές των δύο τελευταίων εκλογικών αναμετρήσεων ρώτησα τον πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη αν είναι στις προθέσεις του να αποχωρήσει από το Μέγαρο Μαξίμου στο τέλος της δεύτερης θητείας του στην πρωθυπουργία. Απάντηση ουσίας δεν έλαβα. Ίσως και δικαιολογημένα διότι ήμασταν σε προεκλογική περίοδο. Χθες που, μιλώντας στον Σκάι, δέχθηκε το ίδιο ερώτημα από τη Σία Κοσιώνη και τον Παύλο Τσίμα, προτίμησε να… κλωτσήσει το τενεκεδάκι παρακάτω, ζητώντας να ερωτηθεί ξανά σε δύο χρόνια.

Δεν ξέρω αν το πρότεινε για λόγους υπεκφυγής ή επειδή έχει αίσθηση των πραγμάτων, αλλά η αλήθεια είναι ότι για κυβέρνηση που εκλέχθηκε πανηγυρικά πριν από λίγες εβδομάδες δεν είναι λίγα τα σύννεφα που μαζεύτηκαν τόσο γρήγορα στον ορίζοντα της. Εκτός από τα πρόωρα φάλτσα τριών κυβερνητικών στελεχών που… δεν έβγαλαν όλα γέλιο, η μεγάλη εικόνα δεν θυμίζει το 2019 που, παρότι ήταν λιγότερο πεπειραμένοι οι υπουργοί που διορίστηκαν τότε, η εκκίνηση εκείνης της κυβέρνησης είχε γίνει με όρους που παρέπεμψαν σε εκ των προτέρων καλοκουρδισμένη μηχανή.

Σε αυτή τη φάση, άλλα ήταν τα νομοσχέδια που είχε ανακοινωθεί προεκλογικά ότι έχουν προτεραιότητα και άλλα τώρα προηγούνται. Γιατί, για παράδειγμα, πήγαν πίσω οι προαναγγελθείσες αλλαγές στο λεγόμενο «επιτελικό κράτος» που θα έπρεπε να ήταν ώριμες; Και ποιος λόγος επέβαλε να προηγηθεί η αποσπασματική ρύθμιση για τη διευκόλυνση της ψήφου των Αποδήμων που δεν επείγει;

Αν έγινε για να εκτεθεί η αντιπολίτευση, μάλλον θυσιάζεται το μείζον για το έλασσον. Δηλαδή οι μικροκομματικοί υπολογισμοί εις βάρος της ανάγκης για μια minimum συναίνεση, εκεί που αυτή είναι απολύτως αναγκαία, όπως στην περίπτωση της άσκησης του εκλογικού δικαιώματος από τους Έλληνες που διαμένουν στο εξωτερικό.

Ο πρωθυπουργός στην ίδια συνέντευξη χαρακτήρισε οξύμωρο τον προεκλογικό ισχυρισμό σύμφωνα με το οποίο η κυβέρνησή του θα ήταν «αντιπολίτευση του εαυτού της». Αναγνώρισε σωστά ότι «δεν επιβάλλει αυτό η θεσμική μας τάξη». Όπως επίσης και ότι «οφείλουμε να είμαστε πολύ αυστηροί, να έχουμε τα αυτιά μας ανοιχτά, να μην είμαστε θύματα της “γυάλινης σφαίρας” στην οποία μερικές φορές αυτό το κτίριο (σ.σ.: το Μέγαρο Μαξίμου) μετατρέπεται, να μην θεωρούμε ότι έχουμε πάντα δίκιο».

Ο ίδιος είπε ότι βάζει πολύ ψηλά τον πήχη των προσδοκιών και δεν θα συμβιβαζόταν με μία δεύτερη τετραετία που να είναι «απλά διαχειριστική» και στην οποία τα μέλη της κυβέρνησης θα κάθονται πάνω στις δάφνες της άνετης εκλογικής επικράτησης που είχε η κυβέρνησή του. 

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η απόσταση των 23 μονάδων που χωρίζουν την κυβερνητική παράταξη από το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης και το γεγονός ότι το άθροισμα των υπόλοιπων παραδοσιακών κομμάτων υπολείπεται του σχεδόν 41% που πήρε η ΝΔ, δίνουν μεγάλο πλεονέκτημα στον κ. Μητσοτάκη και στους συνεργάτες του.

Την ίδια ώρα, ωστόσο, αυτό το πλεονέκτημα της έλλειψης αξιόμαχου αντιπάλου, εξαιτίας και του κατακερματισμού της αντιπολίτευσης, μπορεί να γίνει το μεγάλο μειονέκτημα της δεύτερης κυβέρνησης Μητσοτάκη.

Όχι μόνον διότι τα στελέχη της μπορεί να βάλουν χαμηλά τον πήχη, επειδή δεν προβάλει στον ορίζοντα αξιόπιστη εναλλακτική πρόταση διακυβέρνησης. Αλλά κυρίως διότι, με δεδομένη τη φάση της ομφαλοσκόπησης στην οποία έχει περιπέσει η αντιπολίτευση, το μεγαλύτερο μέρος από τα φώτα της κοινής γνώμης είναι στραμμένο στις ενέργειες της κυβέρνησης.

Επικαλούμενος και εγώ το εμβληματικό καβαφικό ποίημα «Περιμένοντας τους βαρβάρους», που θύμισε ο πρωθυπουργός όταν αναφέρθηκε στα ελληνοτουρκικά, δεν δυσκολεύεται να πω ότι η απόσυρση από το προσκήνιο της τοξικής αντιπαράθεσης που έκανε ο ΣΥΡΙΖΑ δημιουργεί συνθήκες στο πολιτικό προσκήνιο που παραπέμπουν στον στίχο του Αλεξανδρινού, σύμφωνα με τον οποίο: «Και τώρα τι θα γενούμε χωρίς βαρβάρους. Οι άνθρωποι αυτοί ήσαν μια κάποια λύσις».

Κακά τα ψέματα, ο τρόπος με τον οποίο αντιπολιτευόταν ο ΣΥΡΙΖΑ την προηγούμενη τετραετία κάθε άλλο παρά δημιουργούσε πρόβλημα στην κυβέρνηση. Το μαρτυρά, άλλωστε, το πρωτοφανές εκλογικό αποτέλεσμα με την άνοδο της κυβερνητικής παράταξης και τον ταυτόχρονο καταποντισμό της αξιωματικής αντιπολίτευσης.

Να το πούμε με ένα παράδειγμα που τώρα γίνεται πιο ευχερές; Η παβλοφικού τύπου «αλληλεγγύη» σύσσωμης της αξιωματικής αντιπολίτευσης προς κάθε «μπαχαλάκια» και παραβατικό εισβολέα στους χώρους των πανεπιστημιακών ιδρυμάτων, θόλωνε την εικόνα της πραγματικότητας και δεν άφηνε να φανεί ότι ο διορισμός άοπλης πανεπιστημιακής αστυνομίας δεν μπορούσε παρά να αποδειχθεί μια ιδεοληπτική «τρύπα στο νερό».

Αν δεν την είχε πολεμήσει τόσο πολύ ο ΣΥΡΙΖΑ, δίνοντας, μάλιστα, ιδεολογικά χαρακτηριστικά στην αντίθεσή του, η κοινή γνώμη θα είχε μάθει ότι η ουσιαστική κατάργηση της πανεπιστημιακής αστυνομίας έχει ήδη γίνει τουλάχιστον από την αρχή του τρέχοντος χρόνου όταν οι άνθρωποι που προσλήφθηκαν για αυτό τον θεσμό τοποθετήθηκαν στα τμήματα, ξεκίνησαν να εκπαιδεύονται στα όπλα και να μετατρέπονται σε ειδικούς φρουρούς της ΕΛΑΣ.

Με άλλα λόγια, ο ΣΥΡΙΖΑ ήθελε να υπάρχει πανεπιστημιακή αστυνομία γιατί μόνον έτσι ήξερε να αντιπολιτεύεται, καταγγέλλοντας ακροδεξιά φαντάσματα, και η κυβέρνηση μια χαρά βολευόταν προβάλλοντας το ανύπαρκτο δόγμα «νόμος και τάξη». Τώρα που η Κουμουνδούρου πασχίζει να βρει νέα/ο αρχηγό ήρθε ο Νότης Μηταράκης να πει δυνατά την αλήθεια.

Για να αποδειχθεί έτσι ότι η «κατάρα» της δεύτερης τετραετίας μπορεί να γίνει ισχυρότερη χωρίς… αντιπολίτευση. Τουλάχιστον χωρίς την αντιπολίτευση που έκανε ο ΣΥΡΙΖΑ τα τέσσερα τελευταία χρόνια, κατά τα οποία τις πιο πολλές φορές αντιπολιτευόταν την ίδια την πραγματικότητα!

Παρασκευή 30 Ιουνίου 2023

Οφείλουμε χάριτες στο… μαξιλάρι του κ. Τσίπρα

 

Όπως ολόκληρη η διαδρομή του στη δημόσια ζωή, έτσι και η ανακοίνωση της απόφασης του Αλέξη Τσίπρα να εγκαταλείψει την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ -τη λέξη παραίτηση ο ίδιος δεν την εκστόμισε- ήταν γεμάτη αντιφάσεις.

Η τετραήμερη καθυστέρηση, άλλωστε, με την οποία προχώρησε το αυτονόητο, το οποίο θα έκανε από την πρώτη στιγμή οποιοσδήποτε υπεύθυνος ηγέτης έβλεπε να χάνει με τόσο συντριπτικό τρόπο και μάλιστα από έναν αντίπαλο που ο ίδιος ισχυριζόταν ότι «ήταν ο χειρότερος πρωθυπουργός της Μεταπολίτευσης», έδειξε ότι το σκέφθηκε και το ξανασκέφθηκε πριν αντιληφθεί ότι δεν μπορούσε να μείνει άλλο κολλημένος στην αρχηγική καρέκλα.

«Έχω πια την εμπειρία αυτές τις αποφάσεις να μην τις λαμβάνω εν θερμώ. Να τις παίρνω στο μαξιλάρι μου και να τις βασανίζω. Να αποφασίζω με ψυχραιμία. Και αυτό έκανα για τρία εικοσιτετράωρα», ανέφερε εξάλλου επί λέξει στη δήλωσή του από το Ζάππειο, όπου εμφανίστηκε καταφανώς θλιμμένος για την τροπή που πήρε η πολιτική του καριέρα. Γι΄ αυτό και όσοι μιλούν για «γενναία πρωτοβουλία», πρέπει να υποδείξουν σε τι συνίσταται η γενναιότητα.

Όσο και αν είναι αλήθεια τα αυτοεπαινετικά λόγια που χρησιμοποίησε ο κ. Τσίπρας όταν είπε ότι «πήρε σε ηλικία 34 ετών την ηγεσία ενός μικρού κόμματος της Αριστεράς» και έγινε επτά χρόνια αργότερα «ο πρώτος αριστερός πρωθυπουργός στην Ευρώπη», εξίσου αλήθεια όμως είναι και αυτά που παρέλειψε να πει. Με κυριότερο ότι για να συμβούν τα παραπάνω χρειάστηκε να έρθει ο κόσμος ανάποδα και ο ίδιος να εκμεταλλευτεί με τον χειρότερο δυνατό την ανεπανάληπτη κρίση που επέπεσε επί της κεφαλής της ελληνικής κοινωνίας.

Ακούω με ενδιαφέρον εκείνους που εμφανίζονται ενοχλημένοι επειδή ασκείται κριτική, αντί να αποδίδονται τιμές, στον αποχωρούντα(;) από το προσκήνιο Αλέξη Τσίπρα. Δεν μπορώ, όμως, να μην αναρωτηθώ που ήταν όλοι αυτοί όταν ο κ. Τσίπρας και οι συνεργάτες του καταμαρτυρούσαν τα μύρια όσα στους αντιπάλους τους και δεν δίσταζαν να ενορχηστρώσουν κάθε είδους αθλιότητες που νόμιζαν ότι θα τους αποκόμιζαν κομματικά οφέλη. Τι να θυμηθούμε και τι να ξεχάσουμε; Τις μικρότητες; Τη στοχοποίηση; Τη διαρκή εχθροπάθεια κατά όσων δεν συμφωνούσαν με τον ΣΥΡΙΖΑ; Τις σκευωρίες;

Και πιο συγκεκριμένα: Τον «Πινοσέτ» Γιώργο Παπανδρέου; Τις έρευνες κατά των μελών της οικογένειας του Κώστα Σημίτη; Την πολύχρονη δικαστική ταλαιπωρία του επικεφαλής της ΕΛΣΤΑΤ Ανδρέα Γεωργίου για να μη θιγεί η διακυβέρνηση Καραμανλή; Την άρνηση του πρωθυπουργού Τσίπρα να επισκεφθεί στο νοσοκομείο τον Λουκά Παπαδήμο που δέχθηκε βομβιστική επίθεση; Τα χαχανητά των βουλευτών του όταν ο χυδαίος συγκυβερνήτης τους απευθυνόταν από του βήματος της Βουλής στα στελέχη της αντιπολίτευσης με τη φράση «στα τέσσερα εσείς, στα τέσσερα…»;

Ο κατάλογος είναι πολύ πιο μακρύς και θα χρειαζόταν τόμοι ολόκληροι για να καταγραφούν οι μικρότερες ή μεγαλύτερες αθλιότητες εις βάρος όσων δεν έδιναν γη και ύδωρ στην συριζαϊκή εξουσία. Κι όλα αυτά την ίδια ακριβώς ώρα που έμεναν στο απυρόβλητο όσοι ήταν έτοιμοι να αλλαξοπιστήσουν και να προσκυνήσουν τον αρχηγό Τσίπρα. Θυμηθείτε, άλλωστε, πόσοι «Γερμανοτσολιάδες» από το ΠΑΣΟΚ και άλλα κόμματα έγιναν κατόπιν ηγετικά στελέχη και βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ.

Δεν ξέρω ειλικρινά αν ήταν ενδεδειγμένος -τουλάχιστον για έναν πολιτικό ηγέτη ο οποίος ανεδείχθη ξεκάθαρος νικητής των εκλογών- ο τρόπος με τον οποίο αντέδρασε ο Κυριάκος Μητσοτάκης στην αποχώρηση Τσίπρα. Είμαι όμως απολύτως βέβαιος ότι τα πράγματα θα ήταν πολύ χειρότερα αν οι όροι ήταν αντίστροφοι. Αν, δηλαδή, είχε νικήσει στις εκλογές ο Αλέξης Τσίπρας και είχε υποχρεωθεί σε αποχώρηση από την ηγεσία της παράταξής του ο Μητσοτάκης. Η αντίδραση του αρχηγού του ΣΥΡΙΖΑ θα ήταν αναμφίβολα πολύ πιο επιθετική.

Κακά τα ψέματα, εκείνο με το οποίο έχει πρωτίστως συνδεθεί και θα αφήσει πίσω της η παρουσία του Αλέξη Τσίπρα στη δημόσια σφαίρα είναι η λέξη «kolotoumpa», η οποία έχει πλέον λάβει και διεθνή… πιστοποίηση, εξαιτίας των όσων έγιναν στη χώρα μας από τον Ιανουάριο του 2015 έως τον Ιούλιο του 2019. Είναι πολλές δεκάδες, αν όχι και εκατοντάδες, οι παλινωδίες του πολιτικού ο οποίος δεν αποφάσισε ποτέ αν ανήκει στη ριζοσπαστική αριστερά ή στη σοσιαλδημοκρατία, αλλά παρά ταύτα δεν είχε πρόβλημα να θέσει υπό τη σκέπη του κάθε ακροδεξιό απολειφάδι.

Υπό αυτή την έννοια, μάλλον χρωστάμε χάριτες στο… μαξιλάρι του κ. Τσίπρα που τον έπεισε ότι πρέπει, κατά την έκφρασή του, να «παραμερίσει». Διότι ο ίδιος, όπως φαίνεται, δεν ήταν καθόλου διατεθειμένος να μας απαλλάξει από την παρουσία του. Μας προειδοποίησε, άλλωστε, λέγοντας: «Μπορεί κάποιοι να χαίρεστε με την απόφασή μου. Και κάποιοι να λυπάστε. Αλλά τα επόμενα χρόνια δε θα είναι εύκολα για κανένα μας».

Λέτε να τον ξαναβρούμε μπροστά μας; Τίποτε δεν αποκλείεται. Αλλά ίσως αυτό που έχει σημασία είναι να μη συμπέσει με μια νέα κρίση και ένα νέο αντιμνηνιακό βούρκο που αποτελεί τον βιότοπο ανάδειξης πολιτικών αυτού του διαμετρήματος.

Υ.Γ.: Α, και κάτι τελευταίο, επειδή κάποιοι θα πουν ότι πολεμάμε τον Τσίπρα ακόμη και τώρα που είναι στα κάτω του. Η αλήθεια είναι ότι τη ζημιά στον αρχηγό του ΣΥΡΙΖΑ δεν του την κάναμε εμείς που του ασκούσαμε κριτική. Εκείνοι που τον κατέστρεψαν και δεν τον άφηναν να δει την πραγματικότητα είναι όσοι του παρουσίαζαν ψεύτικες δημοσκοπήσεις και τον έπειθαν ότι ήταν άχαστος. Ελπίζω να του το είπε και αυτό το μαξιλάρι του.

Παρασκευή 27 Ιανουαρίου 2023

Η… ματαιότητα της μομφής και η κρίση για τους κρίνοντες


Στην πολιτική καθημερινότητα γίνονται πολύ συχνά πράγματα τα οποία, παρόλο που είναι προφανώς μάταια, δεν μπορεί κανείς να τα αποφύγει, ιδίως αν είναι επαγγελματίας του είδους και έχει επιλέξει να ακολουθήσει την πεπατημένη.

Πάρτε για παράδειγμα τις διάφορες συναθροίσεις κομματικών οργάνων, στις οποίες μαζεύονται οι ίδιοι και οι ίδιοι άνθρωποι που, μάλιστα, κατά τεκμήριο συμφωνούν μεταξύ τους και αναλώνονται σε χειροκροτήματα προς τον ομιλητή, ο οποίος συνήθως είναι ο αρχηγός τους με τον οποίο ουδείς διαφωνεί.

Η όλη τελετουργία στήνεται αποκλειστικά και μόνον για το τηλεοπτικό θεαθήναι και πιο συγκεκριμένα για να επιλέξουν οι δημοσιογράφοι μια ατάκα που θα παίξει στα δελτία ειδήσεων και θα γίνει τίτλος σε έντυπα και ηλεκτρονικά μέσα ενημέρωσης.

Έναν τέτοιο χαρακτήρα είναι σαφές πως είχε, για όποιον τουλάχιστον διέθετε τον χρόνο και την υπομονή να την παρακολουθήσει, η πρωτοβουλία της αξιωματικής αντιπολίτευσης να υποβάλει πρόταση δυσπιστίας προς την κυβέρνηση με αφορμή το πολυσυζητημένο θέμα των τηλεφωνικών παρακολουθήσεων.

Με εξαίρεση ίσως λίγους πολύ θερμοκέφαλους φανατικούς, δεν μπορώ να φανταστώ άλλους και κυρίως ανθρώπους με στοιχειώδη κοινό νου που να θεώρησαν ότι πλησίαζε η ώρα να πέσει η κυβέρνηση όταν είδαν τον Αλέξη Τσίπρα να βγαίνει το πρωί της περασμένης Τρίτης από τα γραφεία της ΑΔΑΕ με τον γνωστό φάκελο ανά χείρας και το βράδυ της ίδιας μέρας να προαναγγέλλει έξω από το Προεδρικό Μέγαρο ότι την επομένη ημέρα θα δημοσιοποιούσε το περιεχόμενό του από το βήμα της Βουλής.

Δεν ήταν μόνον που τα στοιχεία του φακέλου τον οποίο κρατούσε ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ είχαν διαρρεύσει στα φιλικά του μέσα λίγο μετά την αναχώρησή του από τα γραφεία της ανεξάρτητης αρχής, που είναι ταγμένη να… διασφαλίζει το απόρρητο των επικοινωνιών, ήταν πολύ περισσότερο που το ίδιο βράδυ η κυβέρνηση προέτρεπε επισήμως, δια του εκπροσώπου της Γιάννη Οικονόμου, το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης να υποβάλει πρόταση μομφής (δυσπιστίας).

Κακά τα ψέματα, όμως, παρόλο που ο αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ είχε χάσει το momentum του πολιτικού αιφνιδιασμού, που είναι συνήθως εκείνο που δίνει υπόσταση σε τέτοιες κοινοβουλευτικές πρωτοβουλίες, η πρόταση μομφής, την οποία εντέλει υπέβαλε ο κ. Τσίπρας, ήταν πλέον μονόδρομος. Ήταν μια πρόταση, την οποία δεν μπορούσε να ματαιώσει, ακόμη και αν ο ίδιος ήταν βέβαιος -που ήταν!- για το προεξοφλημένο αποτέλεσμά της.

Με βάση τις εγχώριες, αλλά και τις διεθνείς, κοινοβουλευτικές παραδόσεις, οι προτάσεις δυσπιστίας αποκτούν πολιτικό νόημα σε δύο περιπτώσεις:

*Πρώτον όταν μια κυβέρνηση αντιμετωπίζει ζητήματα εσωτερικής συνοχής, και

*Δεύτερον, όταν βρίσκεται σε προφανή δυσαρμονία με τη λαϊκή βούληση.

Στην προκειμένη περίπτωση, όμως, καμία από τις δύο προϋποθέσεις δεν φαίνεται να εκπληρώνεται.

Η «επένδυση» στελεχών και υποστηρικτών του ΣΥΡΙΖΑ στη διαφοροποίηση «καραμανλικών» και «σαμαρικών» βουλευτών, ήταν εξ αρχής μια απόλυτη ψευδαίσθηση που κατέληξε φρούδα ελπίδα.

Δεν υπάρχει βουλευτής που να έχει εκλεγεί με κάποιο κόμμα και να είναι διατεθειμένος λίγες βδομάδες πριν από την προκήρυξη των εκλογών να αποσκιρτήσει από την παράταξη με την οποία εξελέγη.

Πολύ περισσότερο όταν αυτή η παράταξη προηγείται σε όλες ανεξαιρέτως τις δημοσκοπήσεις και στην κοινωνία δεν έχουν διαμορφωθεί συνθήκες που να προοιωνίζονται πολιτική αλλαγή.

Συμπερασματικά, η πρόταση μομφής του ΣΥΡΙΖΑ κατά της κυβέρνησης ήταν μια αναμφισβήτητα μάταιη πρωτοβουλία. Μάταιη υπό την έννοια ότι ήταν καταδικασμένη να αποτύχει.

Αν η σκοπιμότητα της πρόκλησης της κοινοβουλευτικής αντιπαράθεσης εξαντλείται στην πληροφόρηση της κοινής γνώμης ότι η κυβέρνηση έχει εμπλακεί σε αντιθεσμικές και ενδεχομένως παράνομες διαδικασίες, έχει καλώς. Ως εκεί όμως.

Διότι, κατά τα λοιπά, είναι ακραία αντιφατικό την ίδια ώρα που ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ χρησιμοποιεί την έκφραση του Ελευθερίου Βενιζέλου σύμφωνα με την οποία «υπάρχουν δικασταί εις τας Αθήνας», στελέχη του κόμματος από το ίδιο το βήμα της Βουλής να μιλούν για «διεφθαρμένους εισαγγελείς» που έθεσαν στο αρχείο υποθέσεις που κινήθηκαν από τους ίδιους σε βάρος πολιτικών τους αντιπάλων.

Θα πρέπει κάποια στιγμή σε αυτόν τον τόπο να συμφωνήσουμε όλοι ότι πρέπει να εμπιστευόμαστε τη Δικαιοσύνη, όπως πολύ σωστά δήλωνε πριν από λίγο καιρό ο κ. Τσίπρας έξω από το γραφείο του εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, και να μην το κάνουμε αυτό επιλεκτικά.

Δεν γίνεται να θεωρείται αδέκαστος ο Χρήστος Ράμμος επειδή έγινε πρόεδρος ανεξάρτητης αρχής κατόπιν εισηγήσεως του γνωστού και μη εξαιρετέου Δημήτρη Παπαγγελόπουλου και να στοχοποιείται ανελέητα ο Ισίδωρος Ντογιάκος επειδή ανέλαβε το αξίωμα του με πρόταση του νυν υπουργού Δικαιοσύνης Κώστα Τσιάρα.

Αναμφίβολα και οι κρίνοντες κρίνονται για τις πράξεις και τις παραλείψεις τους. Αλλά με τα ίδια μέτρα και σταθμά. Και όχι με απολύτως ιδιοτελή κριτήρια.