Συνολικές προβολές σελίδας

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Σβίγκου. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Σβίγκου. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 30 Μαΐου 2019

Δεν ψιχάλισε, κύριε Τσίπρα, την Κυριακή. Σας έφτυσαν!


Είναι, από μια άποψη, άκρως διασκεδαστικό να ακούει και να διαβάζει κανείς αυτές τις πρώτες μετεκλογικές ημέρες στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ και… «ενσωματωμένους» δήθεν εμβριθείς αναλυτές από τον χώρο των μέσων ενημέρωσης, οι οποίοι μέχρι το απόγευμα της Κυριακής εκθείαζαν τη «μεγάλη πολιτική στόφα» του Αλέξη Τσίπρα, να προσπαθούν τώρα να βρουν έναν ή περισσότερους αποδιοπομπαίους τράγους για να τους φορτώσουν την ευθύνη για τη συντριβή στις ευρωκάλπες.
Ψάχνουν, με άλλα λόγια, θύματα ούτως ώστε να μείνει στο απυρόβλητο ο… «άχαστος» αρχηγός και να μη γίνει ούτε τώρα αντιληπτός ο σανός με τον οποίο τάιζαν επί τέσσερα και πλέον χρόνια το ακροατήριό τους, επιμένοντας, κόντρα στην πραγματικότητα, να αρνούνται την αλήθεια των αριθμών που έδειχναν ότι ο κ. Τσίπρας είχε χάσει προ πολλού την έξωθεν καλή μαρτυρία που είχε όσο ήταν στην αντιπολίτευση, αλλά και τον πρώτο καιρό της διακυβέρνησής του όταν επιδίδονταν σε λεονταρισμούς δήθεν αντίστασης προς τους δανειστές.
Από τις αρχές του 2016, οπότε εξελέγη στην ηγεσία της Νέας Δημοκρατίας, ο Κυριάκος Μητσοτάκης έγινε ο πρώτος αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης  που υποσκέλιζε τον εν ενεργεία πρωθυπουργό στο ερώτημα για το ποιος είναι καταλληλότερος για να αναλάβει το αξίωμα. Κάτι τέτοιο δεν είχε συμβεί ποτέ νωρίτερα. Ούτε με τον Κώστα Καραμανλή, που δεν ξεπέρασε ποτέ τον Κώστα Σημίτη. Ούτε με τον Γιώργο Παπανδρέου, που ήταν σταθερά πίσω από τον Καραμανλή, ακόμη και όταν τον κέρδισε με 10 μονάδες. Ούτε με τον Αντώνη Σαμαρά, ο οποίος θεωρείτο καταλληλότερος του κ. Τσίπρα μέχρι τη στιγμή που ηττήθηκε στην αναμέτρηση του Ιανουαρίου του 2015.
Κατά έναν παράδοξο τρόπο και σε πείσμα της αριθμητικής πραγματικότητας, η οποία μέχρις ενός χρονικού σημείου αποτυπωνόταν και στον φιλοκυβερνητικό Τύπο (η Αυγή και η Εφημερίδα Συντακτών δημοσίευαν τακτικά έρευνες, αλλά σταμάτησαν να το κάνουν αφότου όλα τα ευρήματα ήταν αρνητικά για την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ), η περιρέουσα ατμόσφαιρα που εντέχνως δημιουργούνταν ήταν ότι «ο Αλέξης Τσίπρας “τον έχει” τον Κυριάκο Μητσοτάκη». Μέχρι που αποδείχθηκε το αντίθετο όταν άνοιξε η κάλπη της περασμένης Κυριακής και έγιναν καταγέλαστοι οι πολυποίκιλοι προπαγανδιστικοί μηχανισμοί που αναμασούσαν όσα περιλαμβανόταν στα διαβόητα non paper των υπογείων του Μαξίμου.       
Οι ίδιοι, λοιπόν, οι οποίοι έλεγαν και έγραφαν συνεχώς και ακαταπαύστως ότι «ο πρωθυπουργός παίρνει πάνω του το παιχνίδι», ότι «κλείνει την ψαλίδα» και δεν «χάνει από τον Μητσοτάκη», εμφανίζονται πλέον ως να έχουν απωθήσει πλήρως από τη μνήμη τους τους δοξαστικούς ύμνους που ανέπεμπαν μέχρι χθες για τις ικανότητες του «ηγέτη». Και, αντ΄ αυτού, επιτίθενται στην «αυλή του Μαξίμου», στους «μηχανισμούς της Κουμουνδούρου», στον «αψύ» Παύλο Πολλάκη, στους «μουσαφίρηδες» παλαιοΠΑΣΟΚους που έπιασαν τα πόστα, στον Χριστόφορο Βερναρδάκη και στις εταιρίες που έδιναν λανθασμένη εικόνα για τις πραγματικές διαθέσεις της κοινής γνώμης.
Από που και έως που, όμως, είναι μόνος υπεύθυνος ο Βερναρδάκης για τη λανθασμένη εικόνα του κ. Τσίπρα; Δεν θα μείνουμε μόνον στο προφανές ερώτημα «ποιος διόρισε υφυπουργό τον Βερναρδάκη;», αλλά θα πάμε και ένα βήμα παραπάνω: Άλλα κανάλια πληροφόρησης δεν είχε ο πρωθυπουργός; Του έκρυβαν την πραγματικότητα; Ή απέστρεφε ο ίδιος το πρόσωπό του από την αληθινή εικόνα για να μη χαλάσει τις αυταπάτες του;
Το «Θέμα» την περασμένη Κυριακή κατέγραψε 21 διαφορετικές δημοσκοπήσεις που διενεργήθηκαν και είδαν το φως της δημοσιότητας το τελευταίο δίμηνο. Ο μέσος όρος της διαφοράς ΝΔ - ΣΥΡΙΖΑ που προέκυπτε από τις μετρήσεις αυτές, που έγιναν από εννέα διαφορετικές εταιρίες, ήταν 7,5 μονάδες. Και με απλή αναγωγή της αδιευκρίνιστης ψήφου, εύκολα κατέληγε κανείς στο συμπέρασμα ότι το γαλάζιο προβάδισμα προσέγγιζε το 9%.
Η εφημερίδα κυκλοφόρησε το πρωί του Σαββάτου. Άραγε, μέχρι το μεσημέρι της Κυριακής που άρχισαν να βγαίνουν τα στοιχεία από τα exit polls, δεν πέρασε κανένα φύλο στο Μέγαρο Μαξίμου για να προϊδεαστούν για την επερχόμενη ψυχρολουσία; Είναι δυνατόν να μη τα έβλεπε αυτά ο κ. Τσίπρας και, αντιθέτως, να πίστευε τα fake news που διακινούσε ο Ευάγγελος Αντώναρος ή τις «δημοσκοπήσεις των πρεσβειών» που ονειρευόταν το στέλεχος της Κουμουνδούρου που ακούει στο όνομα Σκορίνης;
Ας μην αυταπατώμεθα κι εμείς, όμως. Τα πράγματα είναι μάλλον απλά, ακόμη και μέσα στη φαινομενική πολυπλοκότητά τους. Τώρα, εξάλλου, διαθέτουμε απτά στοιχεία για να τεκμηριώσουμε όλα όσα υποστηρίζαμε τα τελευταία χρόνια για τον απερχόμενο πρωθυπουργό. Κακά τα ψέματα, ο Αλέξης Τσίπρας δεν εισέφερε τίποτε καινούργιο στην πολιτική ζωή της χώρας. Εκτός από το περισσό θράσος που τον χαρακτηρίζει και το οποίο αξιοποίησε στο έπακρο.
Θα περάσει στην ιστορία ως ο μακροβιότερος μνημονιακός πρωθυπουργός που πέτυχε αυτό το ρεκόρ για συγκυριακούς και μόνον λόγους: διατηρήθηκε στην εξουσία με ασύλληπτους εκμαυλισμούς και με πρωτοφανείς παλαιοκομματικές μεθοδεύσεις που μπροστά τους ωχριά η Αποστασία του 1965. Όλα αυτά τα χρόνια μηρύκαζε συνθήματα του παρελθόντος που ήταν σε ευθεία αντίθεση με την κυβερνητική πρακτική, αλλά και την προσωπική συμπεριφορά, που ακολουθούσε.
Διατυμπάνιζε ότι εκπροσωπούσε «την Ελλάδα των πολλών», ενώ είναι ο άνθρωπος που κατήργησε το ΕΚΑΣ. Αναπαρήγαγε συμπεριφορές καταδικασμένες στη συλλογική μνήμη, υβρίζοντας –απευθείας ή δια του… Πολάκη- σκαιότατα τους αντιπάλους του και όποιον άλλον ο ίδιος και η παρέα του κατέτασσαν σε αυτή την κατηγορία. Προσέβαλε χωρίς αιδώ τους Έλληνες, μοιράζοντάς τους προεκλογικά φιλοδωρήματα, καθώς δεν διέθετε ούτε την ιστορική γνώση, ούτε τη συναισθηματική νοημοσύνη, για να αντιληφθεί την έκταση και τις συνέπειες της προσβολής.  
Για όλα αυτά και για πολλά άλλα (για τα οποία αποφεύγουν να μιλούν όσοι πιστεύουν ότι έτσι προσφέρουν υπηρεσίες προστασίας στην εξουσία), αποδοκιμάστηκαν ο κ. Τσίπρας και το κόμμα του. Αντί, λοιπόν, να τα ρίχνουν στον Βερναρδάκη ή στον Μπίστη, στον Σκουρλέτη ή στον Ραγκούση, στη Σβίγκου ή στην Τασία Χριστοδουλοπούλου, η οποία –πιστή στο… δόγμα ΣΥΡΙΖΑ- «δεν βλέπει ήττα», ας πάρει κάποιος την ευθύνη και ας του πει αφτιασίδωτη την αλήθεια που περικλείεται σε ένδεκα λέξεις: Κύριε Τσίπρα, δεν ψιχάλισε την περασμένη Κυριακή. Οι πολίτες σας έφτυσαν!

Πέμπτη 3 Ιανουαρίου 2019

Ψάξε, ψάξε, δεν θα τη βρεις (την… κάλπη του Οκτωβρίου)



«Ψάχνω να βρω ημερομηνία για εκλογές τον Οκτώβριο…», δήλωσε την παραμονή της Πρωτοχρονιάς ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας, ο λόγος του οποίου, ως γνωστόν, αποτελεί… απαράβατο συμβόλαιο. Και, ως εκ τούτου, θα πρέπει να… υποθέσουμε ότι δεν ανακοίνωσε ακόμη την ημερομηνία επειδή δεν του χάρισε κάποιος ένα ημερολόγιο του 2019 ώστε να δει πότε πέφτει Κυριακή για να στήσει την κάλπη.
Πέρα από την ατελείωτη πλάκα που μπορεί να κάνει κανείς με την εγνωσμένη πλέον (αν)αξιοπιστία του κ. Τσίπρα, εκείνο που πρέπει να ληφθεί υπόψιν είναι ότι δεν είναι η πρώτη φορά που ο νυν πρωθυπουργός «κάνει παιχνίδι» με τον χρόνο των εκλογών, επιχειρώντας να παραπλανήσει τους αντιπάλους του.
Τα ίδια και χειρότερα έκανε το καλοκαίρι του 2015 όταν προκήρυξε πρόωρες εκλογές πιάνοντας στον ύπνο τα κόμματα της ευρωπαϊκής αντιπολίτευσης από τα οποία είχε νωρίτερα υφαρπάσει συναίνεση στο δικό του τρίτο –και χειρότερο- Μνημόνιο. Στις προπαρασκευαστικές συσκέψεις που έγιναν στο Προεδρικό Μέγαρο μετά το ψευδεπίγραφο δημοψήφισμα της 6ης Ιουλίου είχε δεσμευτεί ότι δεν θα πάει στις κάλπες.
Δέκα μέρες, όμως, αφότου, είπαν το «ναι» τα αντιπολιτευόμενα κόμματα, καλύπτοντας τις απώλειες από τις μεγάλες διαρροές κυβερνητικών βουλευτών, ο κ. Τσίπρας προκήρυσσε εκλογές, αφήνοντας στα κρύα του λουτρού τον αρχηγό της ΝΔ Βαγγέλη Μεϊμαράκη ο οποίος περίμενε να προσέλθει στο Προεδρικό Μέγαρο ο αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ για να συζητήσουν τον σχηματισμό άλλης κυβέρνησης από την ίδια Βουλή…
Με το πολιτικό «ξέπλυμα» που του έκαναν τόσο ο κ. Μεϊμαράκης, όσο και ο Σταύρος Θεοδωράκης με τη Φώφη Γεννηματά, ο Αλέξης Τσίπρας πήγε στις κάλπες του Σεπτεμβρίου. Και, φυσικά, κέρδισε ξανά αφού, παρά τα capital controls και τις υπόλοιπες πληγές που είχαν ανοίξει στο σώμα της ελληνικής οικονομίας οι πειραματισμοί του ανεκδιήγητου κυβερνητικού «asset» που άκουγε στο όνομα Γιάνης Βαρουφάκης, οι ίδιοι οι αντίπαλοι της είχαν απενοχοποιήσει την επικίνδυνα ανερμάτιστη κυβέρνηση των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ, απονέμοντάς στα στελέχη της πιστοποιητικά πολιτικής «κανονικότητας».
Από τότε, ωστόσο, κύλησε πολύ νερό στο αυλάκι της εσωτερικής πολιτικής αντιπαράθεσης και το πιθανότερο είναι ότι οι παθόντες εκείνης της εποχής συγκαταλέγονται στους μαθόντες, ούτως ώστε να μην πατήσουν και πάλι τη μπανανόφλουδα που φαίνεται να θέλει ο κ. Τσίπρας να βάλει κάτω από τα πόδια όσων δεν βολεύονται με την προκήρυξη των εκλογών.
Όσο και αν το 2019 δεν είναι 2015, όλα δείχνουν ότι το Μέγαρο Μαξίμου επενδύει στην πιθανότητα να βρεθούν ξανά «χρήσιμοι ηλίθιοι» που θα διευκολύνουν τους κυβερνητικούς τακτικισμούς, υπερψηφίζοντας τη Συμφωνία των Πρεσπών και στρώνοντας το χαλί στον πρωθυπουργό για να αποφασίσει ο ίδιος την πιο βολική ημερομηνία των εκλογών, την οποία θα ορίσει με τη βούλα του «άτρωτου».          
Όπως και να έχει, με την κατάθεση στο Κοινοβούλιο της Συμφωνίας των Πρεσπών ξεκινάει η αντίστροφη μέτρηση για τους ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ. Τυχόν κυβέρνηση μειοψηφίας που θα στηρίζεται στην ανοχή του Πάνου Καμμένου, όπως φαίνεται ότι είναι ο νέος σχεδιασμός που λανσάρει το πρωθυπουργικό γραφείο, δεν πρόκειται να αντέξει πέραν του Μαΐου. Σκεφθείτε μόνον τον κ. Καμμένο χωρίς τις στολές παραλλαγής. Ή τους μετακλητούς υπαλλήλους που συνδέονται μαζί του να αφήνουν τις κυβερνητικές θέσεις για την ουρά του ταμείου ανεργίας.
Σε κάθε περίπτωση, δεν είναι μόνον η τύχη των στελεχών των ΑΝΕΛ που θα καθορίσει τον χρονικό ορίζοντα μιας ενδεχόμενης κυβέρνησης μειοψηφίας. Είναι, πολύ περισσότερο, οι δυσμενείς οικονομικές εξελίξεις που θα σηματοδοτήσει η παράταση της πολιτικής αστάθειας από το γάντζωμα στην εξουσία μιας κυβέρνησης που όχι μόνον δεν θα διαθέτει τη «δεδηλωμένη» της Βουλής, αλλά θα βρίσκεται σε απόλυτη δυσαρμονία με τη βούληση των Ελλήνων πολιτών. Αν τώρα τα επιτόκια των ελληνικών ομολόγων καθιστούν αδύνατο τον δανεισμό του ελληνικού δημοσίου, φανταστείτε τι θα γίνει όταν το τιμόνι της χώρας θα έχει κυβέρνηση μειοψηφίας.
Η προειδοποίηση, άλλωστε, που απηύθυνε τις προηγούμενες ημέρες ο πρώην πρωθυπουργός Κώστας Σημίτης ήταν σαφής: «Στην Ευρωπαϊκή Ένωση θεωρείται βέβαιο ότι η Ελλάδα μετά το 2018 θα προσφύγει γρήγορα στον δανεισμό από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας (ESM)», υποστήριξε. Και προέβλεψε: «Αναπόφευκτη συνέπεια θα είναι η επιβολή νέων όρων στην οικονομική πολιτική της ελληνικής κυβέρνησης».
Για όσους δεν πείθονται από τον αντίλογο που επεχείρησαν να αρθρώσουν… προσωπικότητες του δημόσιου βίου όπως η κυρία Ράνια Σβίγκου, θα πρέπει ίσως να θυμηθούμε ότι ο κ. Σημίτης είναι ο πολιτικός ο οποίος στα 15 χρόνια που πέρασαν αφότου παρέδωσε οικειοθελώς την πρωθυπουργία μιλάει μόνον όταν έχει κάτι να πει. Και το σημαντικότερο είναι ότι στις σπάνιες παρεμβάσεις του μιλάει ανυστερόβουλα και περιγράφει εξελίξεις που σχεδόν πάντα επιβεβαιώνονται.     
 Τον Δεκέμβριο του 2008 υπήρξε ο πρώτος Έλληνας πολιτικός που από το βήμα της Βουλής προειδοποιούσε για τους κινδύνους προσφυγής στο ΔΝΤ όταν οι τότε κυβερνώντες επαίροντο αρειμανίως για τη θωρακισμένη ελληνική οικονομία. Αλλά και πέντε χρόνια αργότερα όταν στην κυβέρνηση ΝΔ- ΠΑΣΟΚ «έβλεπαν» οικονομικό success story, ο πρώην πρωθυπουργός με την ευθυκρισία που τον χαρακτηρίζει διατύπωνε τις ενστάσεις του.
«Είμαι αισιόδοξος, πιο αισιόδοξος απ' όσο ήμουν παλαιότερα», έλεγε στο «Πρώτο Θέμα» (13.10.2013), που είχε συνομιλήσει μαζί του. «Ξέρετε ότι η δική μου αισιοδοξία κυμαίνεται στο όριο που από άλλους μπορεί να θεωρείται απαισιοδοξία», συμπλήρωνε. Διαπίστωνε σημάδια βελτίωσης στο οικονομικό περιβάλλον, αλλά επεσήμαινε πως «για τα επόμενα χρόνια η κατάσταση θα είναι μίζερη» και «οι δυσκολίες δεν θα ξεπεραστούν πριν από το 2020». Ενώ αναφερόμενος στους εταίρους και δανειστές, έλεγε προφητικά: «Θα μας αφήσουν να έχουμε το κεφάλι έξω από το νερό…».
Ας μην υπάρχουν, λοιπόν, ούτε αυταπάτες ούτε ψευδαισθήσεις. Οι θέσεις και οι απόψεις τις οποίες με παρρησία διατυπώνει ο κ. Σημίτης, παίρνοντας το… ρίσκο να δυσαρεστήσει την κυρία Σβίγκου, δεν αποτελούν κεραυνό εν αιθρία για το Μέγαρο Μαξίμου. Γι΄ αυτό και όσο και αν ψάξει ο κ. Τσίπρας δεν πρόκειται να βρει ημερομηνία για εκλογές τον Οκτώβριο. Η διακυβέρνησή του είναι υπονομευμένη από τις ίδιες τις αποφάσεις του. Και ο ίδιος το ξέρει καλύτερα από κάθε άλλον. Εκείνο που όλα μαρτυρούν ότι δεν ξέρει είναι το πότε θα αποδειχθεί λιγότερο πικρό το ποτήρι της ήττας που θα πιει: τον Μάιο  για να το πιεί μια κι έξω, ή, με δόσεις, λίγο νωρίτερα ή λίγο αργότερα;
Διότι, αν αφήσει την κάλπη για τον Οκτώβριο, τότε μάλλον δεν θα βρει ούτε την ψήφο του…