Συνολικές προβολές σελίδας

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Σημίτης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Σημίτης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 10 Νοεμβρίου 2023

Η υστεροφημία του Σημίτη και ο επικήδειος του Ελ. Βενιζέλου

Ο μέγας Ελευθέριος Βενιζέλος, ο οποίος κατά γενική ομολογία υπήρξε ένας από τους ευφυέστερους ανθρώπους που κυβέρνησαν την Ελλάδα, είναι ο μόνος πολιτικός ηγέτης παγκοσμίως που εκφώνησε τον δικό του «επικήδειο» από το βήμα της Βουλής τέσσερα χρόνια πριν από τον θάνατό του.

Ήταν Απρίλιος του 1932 και σε μια πολιτική αψιμαχία που είχε με τον παλαιό του συνεργάτη Αλέξανδρο Παπαναστασίου, ο οποίος εκείνη την περίοδο ηγείτο δικού του αντιπολιτευόμενου κόμματος με την επωνυμία «Αγροτικόν και Εργατικόν», ο 68χρονος Ελευθέριος Βενιζέλος, που διήνυε τους τελευταίους μήνες της πολυετούς θητείας του στην πρωθυπουργία, παίρνοντας αφορμή και από το γεγονός ότι στην ίδια συνεδρίαση είχε προηγηθεί το πολιτικό μνημόσυνο ενός παλαιότερου πολιτικού για τον οποίο όλοι είχαν μιλήσει με θερμά λόγια, περιέγραψε όσα πίστευε ότι θα έλεγαν οι πολιτικοί του αντίπαλοι μετά τον θάνατο του.

«Είμαι βέβαιος ότι όταν αποθάνω ένας από τους λόγους που θα απαγγελθεί, θα είναι και από τους καλύτερους, θα είναι εκείνος που θα εκφωνηθεί από τον αρχηγόν του Αγροτικού και Εργατικού Κόμματος», είπε. Αιφνιδιασμένος ο Παπαναστασίου, που ήταν νεώτερος κατά 12 χρόνια του Βενιζέλου, αντέδρασε λέγοντας ότι μπορεί να συμβεί το αντίθετο και να είναι ο Βενιζέλος που θα εκφωνήσει τον δικό του επικήδειο. Ο ξεχωριστός πολιτικός από την Κρήτη, όμως, αφού ευχήθηκε να μην συμβεί αυτό, συνέχισε προβλέποντας όσα ο ίδιος θεωρούσε ότι θα έλεγε ο Παπαναστασίου στον επικήδειο που θα εκφωνούσε μπροστά στη σορό του.

«Ο προκείμενος νεκρός, αγαπητοί φίλοι, ήτο ένας αληθινός άνδρας, με μεγάλο θάρρος, με αυτοπεποίθησιν και δι’ εαυτόν και διά τον λαόν, τον οποίον εκλήθη να κυβερνήση», ανέφερε. «Ίσως έκαμε πολλά σφάλματα, αλλά ποτέ δεν του απέλειπε το θάρρος, ποτέ δεν υπήρξε μοιρολάτρης, διότι ποτέ δεν επερίμενε από την μοίραν να ίδη την χώραν του προηγμένην», συνέχισε. «Αλλά έθεσε εις την υπηρεσίαν της όλον το πυρ που είχε μέσα του, κάθε δύναμιν ψυχικήν και σωματικήν».

Θυμήθηκα αυτό το ιδιαίτερα ενδιαφέρον ιστορικό στιγμιότυπο με αφορμή τη σπάνια εκδήλωση η οποία οργανώθηκε την περασμένη Δευτέρα για να τιμηθούν ο πρώην πρωθυπουργός Κώστας Σημίτη και η μεγάλη προσφορά του στη χώρα, καθώς, όσα επιμέρους αρνητικά στοιχεία και αν αναζητήσει κανείς για να την μειώσει, είναι δύσκολο να βρει βάσιμα επιχειρήματα για να αμφισβητήσει τη μεγάλη αλήθεια που είναι ότι η Ελλάδα της περιόδου 1996-2004 βρέθηκε στο απώγειο της οικονομικής, κοινωνικής και θεσμικής ανάπτυξης της.

Χωρίς να παραβλέπονται λάθη, αστοχίες και ατολμίες, που μόνον σε… αγγελικούς κόσμους αποφεύγονται, αποτελεί αναμφισβήτητο γεγονός ότι ποτέ πριν, αλλά ούτε φυσικά και μετά, η χώρα δεν είχε κάνει μέσα σε μια οκταετία τόσο σημαντικά άλματα προς την πολυεπίπεδη ευημερία της. Ο ρόλος του Κώστα Σημίτη ήταν καθοριστικός ως προς αυτό. Διότι ακόμη και οι πιο σφοδροί επικριτές του δεν μπορούν να αρνηθούν ότι, για να θυμηθούμε τα λόγια του Βενιζέλου, «δεν υπήρξε μοιρολάτρης» και «ποτέ δεν επερίμενε από την μοίραν να ίδη την χώραν του προηγμένην».

Είναι, υπό αυτή την έννοια, πολύ σημαντικό ότι ο Κώστας Σημίτης έγινε ο πρώτος Έλληνας πολιτικός ηγέτης που τιμήθηκε εν ζωή. Βλέπετε στη χώρα μας μέχρι τώρα ο «κανόνας» που ισχύει επιβάλει ότι για να τιμηθεί το έργο ενός οποιουδήποτε πολιτικού χρειάζεται πρώτα να περάσει στο «επέκεινα». Όπως τόσο εύστοχα υπαινίχθηκε ο μέγας Βενιζέλος με τον πρόωρο δικό του «επικήδειο» τον οποίο έβαλε στο στόμα του Παπαναστασίου.

Κακά τα ψέματα, ανήκει στις «παραδόσεις» της εγχώριας πολιτικής ζωής -ίσως και εν γένει της ζωής στην χώρα μας- το φαινόμενο σύμφωνα με το οποίο οι αρετές και τα χαρίσματα των πολιτικών -και εν γένει των ανθρώπων- να αναγνωρίζονται και συχνά να υπερτονίζονται αφού πρώτα οι ίδιοι εγκαταλείψουν τον… μάταιο τούτο κόσμο. Σχεδόν ποτέ η υστεροφημία τους δεν ενεργοποιείται, όπως θα ήταν λογικό, όσο είναι στην ενέργεια ή έστω μόλις εγκαταλείψουν το αξίωμά τους, παρά μόνον όταν φύγουν από τη ζωή.

Γι΄ αυτό και όσοι οργάνωσαν την εκδήλωση για τον Σημίτη -τα εύσημα πιστώνονται στο «Δίκτυο» της Άννας Διαμαντοπούλου-, πηγαίνοντας κόντρα στο ρεύμα, προσέφεραν υπηρεσίες. Όχι μόνον διότι άνοιξαν καινούργιους δρόμους και μπορεί να δούμε και στο μέλλον να τιμώνται εν ζωή και άλλοι πολιτικοί ταγοί που όντως το αξίζουν και χρειάζεται να αποτελέσουν παράδειγμα για τους νεώτερους.

Αλλά κυρίως επειδή ανέδειξαν τις διαχωριστικές γραμμές που χρόνια τώρα διαμορφώνονται στην ελληνική κοινωνία ανάμεσα σε όσους βλέπουν την πολιτική ως αντιπαράθεση απόψεων και ιδεών και σε εκείνους που προτιμούν την τοξική σύγκρουση, επιλέγουν τις ύβρεις αντί του διαλόγου και καταφεύγουν σε λαϊκίστικες διχαστικές κορώνες.

Όπως και να έχει, δεν νομίζω ότι υπάρχει αμφιβολία για το ποιος κέρδισε ανάμεσα στον πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκης, ο οποίος επέλεξε να είναι με εκείνους που τίμησαν τον Κώστα Σημίτη, δίνοντας το «παρών» του και χειροκροτούμενος στην εκδήλωση της περασμένης Δευτέρας, και στον νεόκοπο αρχηγό του ΣΥΡΙΖΑ Στέφανο Κασσελάκη που οι μέντορές του του επέβαλαν να ακυρώσει τελευταία στιγμή την παρουσία του στην εκδήλωση και την επομένη να επιδοθεί σε ένα… «πολάκειου» τύπου υβριστικό κρεσέντο, το περιεχόμενο του οποίου δεν επιβεβαιωνόταν καν από τα στοιχεία που ο ίδιος εκ των υστέρων επικαλέστηκε για την εξέλιξη του χρέους.

Αν έχουν, άλλωστε, την ίδια κατάληξη και οι επόμενες «μονομαχίες» των δυό τους, ίσως αποδειχθεί πολύ πιο σύντομα από το αναμενόμενο ότι ο Κασσελάκης αδίκως πήγε στην Αμερική για να… φέρει χειμερινά ρούχα. Για τη δική του προσωπική υστεροφημία ήταν ίσως καλύτερα να μην είχε πάει. Και εφόσον πήγε, καλύτερα να μην είχε γυρίσει. Εκτός και αν φιλοδοξία του ήταν να γίνει η αιχμή του δόρατος του «πολακισμού», ο οποίος ευτυχώς πνέει τα λοίσθια.

Αξέχαστος, πάντως, θα μείνει κι έτσι…

 

Παρασκευή 13 Νοεμβρίου 2020

Το πνεύμα του Σημίτη

 Ένας… αόρατος πρωταγωνιστής κυριάρχησε στην 7ωρη συζήτηση των πολιτικών αρχηγών στη Βουλή για την κατάσταση της πανδημίας και τις βαριές επιπτώσεις που έχει στην ελληνική κοινωνία και στην εθνική της οικονομία. Ήταν ο πρώην πρωθυπουργός Κώστας Σημίτης. Ή, για την ακρίβεια, το πνεύμα που απέπνεε το πρόσφατο πολυσυζητημένο άρθρο του για το καθήκον και την υποχρέωση της αντιπολίτευσης.

Ήταν αρκετοί όσοι έσπευσαν να επικρίνουν και μάλιστα με σφοδρότητα την παρέμβαση του πρώην πρωθυπουργού. Μόνον, όμως, που η επιχειρηματολογία αρκετών εξ αυτών έδειχνε να μην βασίζεται σε αυτές καθαυτές τις θέσεις που διατυπωνόταν στο άρθρο. Στηριζόταν περισσότερο σε «δίκη προθέσεων» που στόχο είχε να υπηρετήσει το «ιδεολόγημα» ότι ο κ. Σημίτης «αβαντάρει τον Κυριάκο Μητσοτάκη».

Δεν ξέρω πόσοι από τους επικριτές του μπήκαν στον κόπο, παρότι επρόκειτο για ένα λιτό κείμενο μόλις 397 λέξεων, να το διαβάσουν. Έχει, ωστόσο, αξία να θυμηθούμε τις βασικές επισημάνσεις του πριν από την απόπειρα να αποδείξουμε τον ισχυρισμό για την ισχυρή επίδραση που είχε η δημόσια παρέμβαση του πρώην πρωθυπουργού στην κοινοβουλευτική αντιπαράθεση για την πανδημία.

«Η αντιπολίτευση θα έπρεπε να βοηθήσει σε μια πληρέστερη εικόνα της αντιμετώπισης των προβλημάτων αντί να επιβεβαιώνει κάθε φορά μια γνωστή αντιπαλότητα, χωρίς να αναδεικνύει το ουσιαστικό περιεχόμενο των διαφορών», ανέφερε εξ αρχής ο κ. Σημίτης στο άρθρο του που είδε το φως μέσα από την εφημερίδα «Τα Νέα».

Ο πρώην πρωθυπουργός σημείωνε ότι οι δηλώσεις με τις οποίες η αντιπολίτευση αντέδρασε στην ανακοίνωση του δεύτερου lockdown «δεν είναι εξαίρεση σε σχέση με δηλώσεις της και για άλλα θέματα». Και συνόψιζε την επιχειρηματολογία του, υπογραμμίζοντας ότι «ο τρόπος αυτός αντίδρασης δείχνει μία από τις μεγάλες αδυναμίες της ελληνικής πολιτικής ζωής».

Σε πείσμα, μάλιστα, όσων υποστήριξαν ότι ζήτησε, τάχατες, από τα κόμματα της αντιπολίτευσης να κηρύξουν «σιωπητήριο», ο κ. Σημίτης ξεκάθαρα υπογράμμισε ότι «η αντιπολίτευση πρέπει να εκφράζεται». Πρόσθεσε, όμως, αμέσως μετά ότι «χρέος της είναι, όταν επισημαίνει τις αρνητικές πλευρές της κυβερνητικής δραστηριότητας, να έχει και η ίδια στα προβλήματα που αντιμετωπίζει η κοινωνία ένα κατανοητό και εφαρμόσιμο σχέδιο αντιμετώπισης».

Χωρίς περιστροφές, μάλιστα, συμπλήρωνε κάτι μάλλον αυτονόητο: Ότι, δηλαδή, στην περίπτωση της επιδημίας και του lockdown «τα κόμματα της αντιπολίτευσης δεν παρουσίασαν ένα δικό τους σχέδιο με βάση διεθνή δεδομένα. Δεν εξήγησαν από την αρχή της πανδημίας ποια πολιτική θα έπρεπε να ακολουθηθεί με βάση τα επιστημονικά δεδομένα και τις υπάρχουσες εμπειρίες. Απλώς παρακολουθούν και αρνούνται».

«Αλλά η κοινή γνώμη δεν χρειάζεται την άρνηση. Για να απαιτήσει τα αναγκαία και σωστά από την κυβέρνηση χρειάζεται πληροφόρηση, τεκμηρίωση, δημιουργικότητα», υπογράμμιζε ο πρώην πρωθυπουργός, ο οποίος κατέληγε επισημαίνοντας: «Τότε μόνο θα είναι πρόθυμη να ακολουθήσει δρόμους άλλους από εκείνους που της υπαγορεύει η κυβέρνηση και να αναθέσει σε όσους έχουν διαφορετικές ευθύνες την εξουσία».

Ποιος εχέφρων άνθρωπος μπορεί να διαφωνήσει με την άποψη ότι για να επιβραβευτεί ένα κόμμα της αντιπολίτευσης δεν αρκεί να λέει «όχι σε όλα» όσα κάνει η εκάστοτε κυβέρνησης, χωρίς να προβάλει εναλλακτική πολιτική πρόταση; Νομίζω κανείς.

Γι΄ αυτό και όποιος είχε την υπομονή να παρακολουθήσει την κοινοβουλευτική συζήτηση της Πέμπτης δεν πρέπει να δυσκολεύτηκε να αντιληφθεί έναν ασυνήθιστο –και καλώς εννοούμενο- ανταγωνισμό μεταξύ των αρχηγών να πείσουν ότι η θεώρησή τους στην υπόθεση της πανδημίας δεν εξαντλούνταν στην κριτική για τα λάθη και τις παραλείψεις της κυβέρνησης αλλά επεκτεινόταν και στη διατύπωση προτάσεων.

Με προεξάρχουσα την πρόεδρο του Κινήματος Αλλαγής Φώφη Γεννηματά, η οποία έκανε μια από τις καλύτερες και πιο τεκμηριωμένες ομιλίες της κατά τα τελευταία πεντέμισι χρόνια που είναι αρχηγός κόμματος, ο ένας μετά τον άλλο οι επικεφαλής των κομμάτων της αντιπολίτευσης πάσχισαν να αποδείξουν ότι δεν μένουν μόνον στην κριτική, αλλά διατυπώνουν και προτάσεις.

Χωρίς να λείψουν παντελώς οι υπερβολές, όπως αυτή για τον διορισμό υπουργών κοινής αποδοχής, ούτε οι πλειοδοσίες για τον αριθμό των διορισμών που πρέπει να γίνουν, πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι, εκτός από την κυρία Γεννηματά, που ήταν σαφές ότι με την ομιλία της «απαντούσε» και στις επισημάνσεις του Κώστα Σημίτη, όλοι τους, από τον Αλέξη Τσίπρα και τον Δημήτρη Κουτσούμπα έως τον Κυριάκο Βελόπουλο και τον Γιάνη Βαρουφάκη, έδειξαν να συναισθάνονται ότι η αντιπολίτευση δεν μπορεί να αποτελεί συνώνυμο της άρνησης και της χαιρέκακης προσμονής να πάνε στραβά τα πράγματα.

Η στάση αυτή, μάλιστα, της αντιπολίτευσης αναγνωρίστηκε από τον πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη, ο οποίος στην καταληκτική τριτολογία του, με την οποία έκλεισε τη συζήτηση, εξέφρασε διάθεση να υιοθετήσει προτάσεις από όλες τις πτέρυγες, όπως του Αλέξη Τσίπρα για τη χορήγηση υπολογιστών σε μαθητές και την ενίσχυση των οικονομικά αδύναμων ενόψει των Χριστουγέννων, της Φώφης Γεννηματά για τη διενέργεια μαζικών τεστ στα σχολεία και σε άλλες μαζικές δομές και του Κυριάκου Βελόπουλου για την αναστολή των πλειστηριασμών.

Για να αποδειχθεί, έτσι, ότι, παρά τις επικρίσεις που δέχθηκε, η παρέμβαση του Κώστα Σημίτη «έπιασε τόπο». Και, πολύ περισσότερο, ότι η συναίνεση, η λογική και η συνεννόηση των πολιτικών δυνάμεων προάγουν την πολιτική και συνιστούν κέρδος για την κοινωνία.

Πέμπτη 8 Αυγούστου 2019

Αν είναι μόνον η διευθύντρια της Θεσσαλονίκης…



Προκαλεί πολλές συζητήσεις η εντύπωση που (θέλει να) δημιουργεί η κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη για την προετοιμασία την οποία είχαν κάνει η ηγεσία και τα στελέχη τους ώστε να είναι έτοιμοι για να αναλάβουν τις ευθύνες της διακυβέρνησης.
Από τη μια, είναι αρκετοί εκείνοι που σπεύδουν πανηγυρίζοντες για το πρωτόγνωρο του πράγματος να διεκδικεί ένα πολιτικός οργανισμός με βασιμότητα την ανάληψη της διακυβέρνησης και να είναι στοιχειωδώς προετοιμασμένος για κάτι τέτοιο.
Από την άλλη, ωστόσο, δεν λείπουν και ορισμένοι που βιάζονται ελεεινολογούντες να ισοπεδώσουν αυτή τη διαφορετική, έστω, εικόνα της ετοιμότητας την οποία θέλει να καλλιεργήσει η κυβέρνηση, επειδή, όπως λένε, ο τρόπος λειτουργίας της θυμίζει ανώνυμη εταιρία και όχι πολιτικό οργανισμό, αφού τα στελέχη της ελέγχονται κεντρικά, όπως γίνεται στις επιχειρήσεις με τη σχέση των διοικήσεων με τα επιμέρους τμήματα.
Γεγονός αναμφισβήτητο είναι ότι στον ένα μήνα,ο οποίοςδεν συμπληρώθηκε καν ακόμη, από την ορκωμοσία της, η νέα κυβέρνηση μπήκε με μεγάλη φορά στελεχώντας με γρήγορους ρυθμούς τις βασικές πολιτικές θέσεις στον κυβερνητικό και τον εν γένει κρατικό μηχανισμό και ξεδιπλώνοντας ένα φάσμα προγραμματικών προτεραιοτήτων.
Στο ίδιο διάστημα, όμως, δεν μπορεί να πει κάποιος ότι «όλα πήγαν ρολόι» ή ότι ξεμπερδέψαμε με γνωστές παθογένειες του παρελθόντος. Διότι, για παράδειγμα, δεν έλειψαν τα πολυνομοσχέδια –«σκούπες», όπως τα λέγαμε παλαιότερα- που έφθασαν μέσα στη μαύρη νύκτα στη Βουλή και ούτε τηρήθηκαν οι κανόνες καλής νομοθέτησης που διακήρυττε η νέα κυβέρνηση ότι θα εφαρμόσει απαρέγκλιτα.
Μένει να φανεί αν ο επιδιωκόμενος σκοπός που ήταν η ταχύτητα και η αποτελεσματικότητα μπορεί να… αγιάσει τα μέσα που ήταν η σπουδή και η προχειρότητα. Σπουδή η οποία, κάποιες πληροφορίες λένε, ήταν τόσο έντονηπου έφθασε μέχρι του σημείου αρμόδιος υπουργός να ζητήσει από τις υπηρεσίες της Βουλής να δεχθούν την κατάθεση του νομοσχεδίου του χωρίς την προβλεπόμενη από το Σύνταγμα έκθεση του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους που πρέπει υποχρεωτικά να συνοδεύσει κάθε νομοθέτημα.
Ο υπουργός υπέβαλε σχετικό αίτημα, διότι, σε διαφορετική περίπτωση, θα έχανε το ασφυκτικό χρονοδιάγραμμα που κάποιον ανεξήγητο λόγο είχε θέσει στον εαυτό του. Το πρωτοφανές αίτημά του απερρίφθη προφανώς από τη Βουλή και διεσώθησαν τα προσχήματα για την κυβέρνηση η οποία κινδύνεψε να διασυρθεί ανεπανόρθωτα από την εμμονή του υπουργού της.
Τούτων δοθέντων, λοιπόν, ποιοι έχουν το δίκιο και ποιοι το άδικο με το μέρος τους; Οι πανηγυρίζοντες για την άμεση δράση της κυβέρνησης; Ή οι ελεεινολογούντες επειδή είναι προφανές ότι δεν έλειψαν οι παρεκκλίσεις και οι αστοχίες τόσο στην επιλογή κάποιων προσώπων όσο και σε πρωτοβουλίες που ανελήφθησαν;
Όπως συμβαίνει στις περισσότερες φορές, η αλήθεια είναι κάπου στο ενδιάμεσο. Όποιος «ψειρίσει» μια – μια τις αποφάσεις που ελήφθησαν θα βρει σίγουρα λάθη, τα οποία μόνον όσοι παραμένουν αδρανείς τα αποφεύγουν. Κοιτώντας, όμως, κανείς τη μεγάλη εικόνα δεν μπορεί να μην δει κάποιες εμφανείς διαφορές της νέας κυβέρνησης από τις προκάτοχες της τόσο στο πρόσφατο όσο και στο απώτερο παρελθόν.
Ο πρώην πρωθυπουργός Κώστας Σημίτης διηγείτο πριν από μερικά χρόνια πως όταν ανέλαβε το 1981 το υπουργείο Γεωργίας και ζήτησε από το αρμόδιο για τον τομέα ευθύνης του στέλεχος του ΠΑΣΟΚ, το Πρόγραμμα που θα υλοποιούσαν, η απάντηση που έλαβε έπειτα από πολλούς δισταγμούς του ήταν η αποκάλυψη ότι δεν υπήρχε τίποτε συγκεκριμένο παράμόνον μερικές γενικόλογες διακηρύξεις.
Σχεδόν τρεις δεκαετίες αργότερα, το 2009, που ο Γιώργος Παπανδρέου ήταν βέβαιο ότι πήγαινε πλησίστιος για την πρωθυπουργία, στενός συνεργάτης του ο οποίος ρωτήθηκε από τον γράφοντα για την προετοιμασία που έκαναν για την διακυβέρνηση, διατείνονταν ότι «έχουμε έτοιμα νομοσχέδια». Στην πράξη απεδείχθη αμέσως μετά τις εκλογές ότι δεν είχαν τίποτε συγκεκριμένο. Γι΄ αυτό και πολλές καινούργιες ιδέες που είχαν χάθηκαν στην καθυστέρηση εφαρμογής της, προτού έρθει η κρίση χρέους και σαρώσει τα πάντα. 
Με την κυβέρνηση Μητσοτάκη φαίνεται –επιμένω στο συγκεκριμένο ρήμα- ότι τα πράγματα είναι κάπως διαφορετικά. Υπήρξε μια σχετική προετοιμασία που για τα εγχώρια δεδομένα δεν είναι κάτι το σύνηθες. Απέχει, ωστόσο, παρασάγγες, από το να δικαιολογεί ισχυρισμούς ότι έχουμε να κάνουμε με αυτό που αποκαλούμε «καλοκουρδισμένη μηχανή».
Αν τα συγκρίνει, όμως, κανείς με τα διεθνώς ισχύοντα, μάλλον με στοιχειώδη πράγματα έχουμε να κάνουμε. Στέλεχος της κυβέρνησης ομολογούσε πρόσφατα ότι «θα γελούν μαζί τους στο εξωτερικό» αν πάμε και τους πούμε πως θεωρείται επιτυχία ότι θα εγκαταστήσουμε στο πρωθυπουργικό γραφείο το ολοκληρωμένο πληροφορικό σύστημα για την παρακολούθηση του κυβερνητικού έργου σε κάθε υπουργείο.
Σε τρανταχτά γέλια μάλλον θα ξεσπάσουν πολλοί στο εξωτερικό και όταν πληροφορηθούν ότι στη θέση της διευθύντριας του πρωθυπουργικού γραφείου στη Θεσσαλονίκη,την οποία κόσμησαν οι νεαρές ΣΥΡΙΖΑίες που είχαν περπάτησαν στους δρόμους των αγώνων, τώρα κάθεται μια ώριμη αποτυχούσα τέως βουλευτής της ΝΔ που θα παλέψει για το… rebrating της realMacedonia
Χωρίς τέτοιες πρωτοβουλίες, άλλωστε, θα χάναμε πλήρως τον μπούσουλα και θα ήταν σα να άλλαξε γεωγραφική θέση η Ελλάδα και απέβαλε δια μιας το πολιτικό της προσωπικό νοοτροπίες που ισχύουν διακόσια και πλέον χρόνια σε τούτα τα χώματα. Μακάρι, όμως, να είναι μόνον η διευθύντρια του πρωθυπουργικού γραφείου της Θεσσαλονίκης που να μας θυμίζει το αμαρτωλό παρελθόν.
Αν είναι έτσι, τότε είναι μικρό το κακό!  

Πέμπτη 3 Ιανουαρίου 2019

Ψάξε, ψάξε, δεν θα τη βρεις (την… κάλπη του Οκτωβρίου)



«Ψάχνω να βρω ημερομηνία για εκλογές τον Οκτώβριο…», δήλωσε την παραμονή της Πρωτοχρονιάς ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας, ο λόγος του οποίου, ως γνωστόν, αποτελεί… απαράβατο συμβόλαιο. Και, ως εκ τούτου, θα πρέπει να… υποθέσουμε ότι δεν ανακοίνωσε ακόμη την ημερομηνία επειδή δεν του χάρισε κάποιος ένα ημερολόγιο του 2019 ώστε να δει πότε πέφτει Κυριακή για να στήσει την κάλπη.
Πέρα από την ατελείωτη πλάκα που μπορεί να κάνει κανείς με την εγνωσμένη πλέον (αν)αξιοπιστία του κ. Τσίπρα, εκείνο που πρέπει να ληφθεί υπόψιν είναι ότι δεν είναι η πρώτη φορά που ο νυν πρωθυπουργός «κάνει παιχνίδι» με τον χρόνο των εκλογών, επιχειρώντας να παραπλανήσει τους αντιπάλους του.
Τα ίδια και χειρότερα έκανε το καλοκαίρι του 2015 όταν προκήρυξε πρόωρες εκλογές πιάνοντας στον ύπνο τα κόμματα της ευρωπαϊκής αντιπολίτευσης από τα οποία είχε νωρίτερα υφαρπάσει συναίνεση στο δικό του τρίτο –και χειρότερο- Μνημόνιο. Στις προπαρασκευαστικές συσκέψεις που έγιναν στο Προεδρικό Μέγαρο μετά το ψευδεπίγραφο δημοψήφισμα της 6ης Ιουλίου είχε δεσμευτεί ότι δεν θα πάει στις κάλπες.
Δέκα μέρες, όμως, αφότου, είπαν το «ναι» τα αντιπολιτευόμενα κόμματα, καλύπτοντας τις απώλειες από τις μεγάλες διαρροές κυβερνητικών βουλευτών, ο κ. Τσίπρας προκήρυσσε εκλογές, αφήνοντας στα κρύα του λουτρού τον αρχηγό της ΝΔ Βαγγέλη Μεϊμαράκη ο οποίος περίμενε να προσέλθει στο Προεδρικό Μέγαρο ο αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ για να συζητήσουν τον σχηματισμό άλλης κυβέρνησης από την ίδια Βουλή…
Με το πολιτικό «ξέπλυμα» που του έκαναν τόσο ο κ. Μεϊμαράκης, όσο και ο Σταύρος Θεοδωράκης με τη Φώφη Γεννηματά, ο Αλέξης Τσίπρας πήγε στις κάλπες του Σεπτεμβρίου. Και, φυσικά, κέρδισε ξανά αφού, παρά τα capital controls και τις υπόλοιπες πληγές που είχαν ανοίξει στο σώμα της ελληνικής οικονομίας οι πειραματισμοί του ανεκδιήγητου κυβερνητικού «asset» που άκουγε στο όνομα Γιάνης Βαρουφάκης, οι ίδιοι οι αντίπαλοι της είχαν απενοχοποιήσει την επικίνδυνα ανερμάτιστη κυβέρνηση των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ, απονέμοντάς στα στελέχη της πιστοποιητικά πολιτικής «κανονικότητας».
Από τότε, ωστόσο, κύλησε πολύ νερό στο αυλάκι της εσωτερικής πολιτικής αντιπαράθεσης και το πιθανότερο είναι ότι οι παθόντες εκείνης της εποχής συγκαταλέγονται στους μαθόντες, ούτως ώστε να μην πατήσουν και πάλι τη μπανανόφλουδα που φαίνεται να θέλει ο κ. Τσίπρας να βάλει κάτω από τα πόδια όσων δεν βολεύονται με την προκήρυξη των εκλογών.
Όσο και αν το 2019 δεν είναι 2015, όλα δείχνουν ότι το Μέγαρο Μαξίμου επενδύει στην πιθανότητα να βρεθούν ξανά «χρήσιμοι ηλίθιοι» που θα διευκολύνουν τους κυβερνητικούς τακτικισμούς, υπερψηφίζοντας τη Συμφωνία των Πρεσπών και στρώνοντας το χαλί στον πρωθυπουργό για να αποφασίσει ο ίδιος την πιο βολική ημερομηνία των εκλογών, την οποία θα ορίσει με τη βούλα του «άτρωτου».          
Όπως και να έχει, με την κατάθεση στο Κοινοβούλιο της Συμφωνίας των Πρεσπών ξεκινάει η αντίστροφη μέτρηση για τους ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ. Τυχόν κυβέρνηση μειοψηφίας που θα στηρίζεται στην ανοχή του Πάνου Καμμένου, όπως φαίνεται ότι είναι ο νέος σχεδιασμός που λανσάρει το πρωθυπουργικό γραφείο, δεν πρόκειται να αντέξει πέραν του Μαΐου. Σκεφθείτε μόνον τον κ. Καμμένο χωρίς τις στολές παραλλαγής. Ή τους μετακλητούς υπαλλήλους που συνδέονται μαζί του να αφήνουν τις κυβερνητικές θέσεις για την ουρά του ταμείου ανεργίας.
Σε κάθε περίπτωση, δεν είναι μόνον η τύχη των στελεχών των ΑΝΕΛ που θα καθορίσει τον χρονικό ορίζοντα μιας ενδεχόμενης κυβέρνησης μειοψηφίας. Είναι, πολύ περισσότερο, οι δυσμενείς οικονομικές εξελίξεις που θα σηματοδοτήσει η παράταση της πολιτικής αστάθειας από το γάντζωμα στην εξουσία μιας κυβέρνησης που όχι μόνον δεν θα διαθέτει τη «δεδηλωμένη» της Βουλής, αλλά θα βρίσκεται σε απόλυτη δυσαρμονία με τη βούληση των Ελλήνων πολιτών. Αν τώρα τα επιτόκια των ελληνικών ομολόγων καθιστούν αδύνατο τον δανεισμό του ελληνικού δημοσίου, φανταστείτε τι θα γίνει όταν το τιμόνι της χώρας θα έχει κυβέρνηση μειοψηφίας.
Η προειδοποίηση, άλλωστε, που απηύθυνε τις προηγούμενες ημέρες ο πρώην πρωθυπουργός Κώστας Σημίτης ήταν σαφής: «Στην Ευρωπαϊκή Ένωση θεωρείται βέβαιο ότι η Ελλάδα μετά το 2018 θα προσφύγει γρήγορα στον δανεισμό από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας (ESM)», υποστήριξε. Και προέβλεψε: «Αναπόφευκτη συνέπεια θα είναι η επιβολή νέων όρων στην οικονομική πολιτική της ελληνικής κυβέρνησης».
Για όσους δεν πείθονται από τον αντίλογο που επεχείρησαν να αρθρώσουν… προσωπικότητες του δημόσιου βίου όπως η κυρία Ράνια Σβίγκου, θα πρέπει ίσως να θυμηθούμε ότι ο κ. Σημίτης είναι ο πολιτικός ο οποίος στα 15 χρόνια που πέρασαν αφότου παρέδωσε οικειοθελώς την πρωθυπουργία μιλάει μόνον όταν έχει κάτι να πει. Και το σημαντικότερο είναι ότι στις σπάνιες παρεμβάσεις του μιλάει ανυστερόβουλα και περιγράφει εξελίξεις που σχεδόν πάντα επιβεβαιώνονται.     
 Τον Δεκέμβριο του 2008 υπήρξε ο πρώτος Έλληνας πολιτικός που από το βήμα της Βουλής προειδοποιούσε για τους κινδύνους προσφυγής στο ΔΝΤ όταν οι τότε κυβερνώντες επαίροντο αρειμανίως για τη θωρακισμένη ελληνική οικονομία. Αλλά και πέντε χρόνια αργότερα όταν στην κυβέρνηση ΝΔ- ΠΑΣΟΚ «έβλεπαν» οικονομικό success story, ο πρώην πρωθυπουργός με την ευθυκρισία που τον χαρακτηρίζει διατύπωνε τις ενστάσεις του.
«Είμαι αισιόδοξος, πιο αισιόδοξος απ' όσο ήμουν παλαιότερα», έλεγε στο «Πρώτο Θέμα» (13.10.2013), που είχε συνομιλήσει μαζί του. «Ξέρετε ότι η δική μου αισιοδοξία κυμαίνεται στο όριο που από άλλους μπορεί να θεωρείται απαισιοδοξία», συμπλήρωνε. Διαπίστωνε σημάδια βελτίωσης στο οικονομικό περιβάλλον, αλλά επεσήμαινε πως «για τα επόμενα χρόνια η κατάσταση θα είναι μίζερη» και «οι δυσκολίες δεν θα ξεπεραστούν πριν από το 2020». Ενώ αναφερόμενος στους εταίρους και δανειστές, έλεγε προφητικά: «Θα μας αφήσουν να έχουμε το κεφάλι έξω από το νερό…».
Ας μην υπάρχουν, λοιπόν, ούτε αυταπάτες ούτε ψευδαισθήσεις. Οι θέσεις και οι απόψεις τις οποίες με παρρησία διατυπώνει ο κ. Σημίτης, παίρνοντας το… ρίσκο να δυσαρεστήσει την κυρία Σβίγκου, δεν αποτελούν κεραυνό εν αιθρία για το Μέγαρο Μαξίμου. Γι΄ αυτό και όσο και αν ψάξει ο κ. Τσίπρας δεν πρόκειται να βρει ημερομηνία για εκλογές τον Οκτώβριο. Η διακυβέρνησή του είναι υπονομευμένη από τις ίδιες τις αποφάσεις του. Και ο ίδιος το ξέρει καλύτερα από κάθε άλλον. Εκείνο που όλα μαρτυρούν ότι δεν ξέρει είναι το πότε θα αποδειχθεί λιγότερο πικρό το ποτήρι της ήττας που θα πιει: τον Μάιο  για να το πιεί μια κι έξω, ή, με δόσεις, λίγο νωρίτερα ή λίγο αργότερα;
Διότι, αν αφήσει την κάλπη για τον Οκτώβριο, τότε μάλλον δεν θα βρει ούτε την ψήφο του…

Πέμπτη 15 Νοεμβρίου 2018

Η προβιά του πολιτικού που «δεν ξέρει να χάνει»


Ο…. σοσιαλδημοκρατικός οίστρος με τον οποίο φαίνεται να επέστρεψε ο Αλέξης Τσίπρας από το πρόσφατο ταξίδι του στο Βερολίνο, όπου πήγε για να μιλήσει για το «καθαρό μυαλό» του στους άλλοτε… επάρατους SPDέδες, τους οποίους όλα τα προηγούμενα χρόνια καταχέριαζε από τις συγκεντρώσεις των Die Linke, διήρκεσε όσο και η πρωτολογία του στη συζήτηση στη Βουλή για τη συνταγματική αναθεώρηση.  
Μόλις αντελήφθη ότι όχι μόνον δεν του πήγαινε η «προβιά» του συναινετικού που αίφνης φόρεσε και κυρίως μόλις έγινε σαφές ότι κανέναν δεν κατάφερε να ξεγελάσει με αυτή τη μεταμόρφωσή του, αποκαλύφθηκε βγάζοντας από μέσα του τον καταπιεσμένο αριστερό που, όπως θα έλεγε κι ο ίδιος, «δεν ξέρει να χάνει».
Μπορεί η φράση αυτή να του αποδίδεται για τον υποψήφιο δήμαρχο Αθηναίων που θέλει –αλλά δεν μπορεί ακόμη- να βρει για λογαριασμό του ΣΥΡΙΖΑ, στην πραγματικότητα, όμως, είναι αποκαλυπτική της νοοτροπίας ενός αμοραλιστή πολιτικού που δεν μπορεί να τηρήσει ούτε τους στοιχειώδεις κανόνες του δημοκρατικού παιχνιδιού.
Και το έδειξε όταν, προκειμένου να αποποιηθεί τον πρόσκαιρα συναινετικό εαυτό του, δεν δίστασε να κάνει -με την ανοχή του Προέδρου της Βουλής- λάστιχο τον Κανονισμό των κοινοβουλευτικών διαδικασιών ώστε να έχει τον τελευταίο λόγο και να λοιδορεί τους αντιπάλους του στερώντας τους το δικαίωμα της ανταπάντησης.
Έτσι, αφού σε συνεννόηση με το Προεδρείο έστησε το παιχνίδι για να παγιδεύσει τους άλλους αρχηγούς, ξεκίνησε με μελίρρυτες αναφορές που δεν πίστευε κανείς ότι εκστόμιζε ο πολιτικός που χρόνια τώρα πολιτεύεται με το δόγμα «ή εμείς ή αυτοί, ή τους τελειώνουμε ή μας τελειώνουν», «ξεμπερδεύουμε με το παλιό» και άλλα τέτοια ηχηρά παρόμοια.   
«Είναι ώρα το ελληνικό Κοινοβούλιο να πάρει ρηξικέλευθες πρωτοβουλίες, να υπερβεί μικροπολιτικές σκοπιμότητες και τακτικισμούς, για να δώσει απαντήσεις που δεν αφορούν στο σήμερα, αλλά στο αύριο», είπε ο πολιτικός που έχει ανεβάσει τη μικροπολιτική σκοπιμότητα σε ανυπέρβλητα ύψη.
«Να αρθεί στο ύψος των προσδοκιών και των απαιτήσεων των πολιτών και να αναζητήσει συναινέσεις εκεί όπου αυτές είναι εφικτό να αναζητηθούν», συμπλήρωσε ο αρχηγός ο οποίος έχει μετατρέψει σε καθημερινή πραγματικότητα τον διχασμό και τη μισαλλοδοξία, όπως μαρτυρούν τα υβριστικά non paper που εκδίδονται σωρηδόν από το πρωθυπουργικό γραφείο όταν δεν προλαβαίνει να υβρίσει μέσα από τα social media το alter ego του που ακούει στο όνομα Παύλος Πολάκης.
Ανομολόγητος στόχος του ήταν να… πιάσει στον ύπνο τους άλλους αρχηγούς οι οποίοι, αν έπεφταν στην παγίδα το και ακολουθούσαν σε αυτό τον σκοπό, θα τον έβλεπαν να τους την «πέφτει» στη δευτερολογία που σκόπευε να κάνει μόνον εκείνος, αποκλείοντας όλους τους άλλους. Ναι, όσο και αν μοιάζει τόσο απίστευτα μικροπρεπές, αυτό ήταν το σχέδιο του… μεγάλου ηγέτη που τον έχει πείσει ο περίγυρος του ότι «έχει το πάνω χέρι» στη Βουλή.
Η εποχή, ωστόσο, που ο κ. Τσίπρας μπορούσε να κάνει ό,τι θέλει με το θράσος του παλαιού καταληψία φαίνεται ότι έχει παρέλθει, μάλλον ανεπιστρεπτί. Γιατί τα κόμματα της αντιπολίτευσης και πρωτίστως η ΝΔ διαμήνυσαν στο προεδρείο της Βουλής ότι δεν θα ανεχτούν το… στήσιμο που επιχειρήθηκε και διεκδίκησαν κι εκείνοι το δικαίωμα στον αντίλογο που ήθελε να τους στερήσει ο κ. Τσίπρας.
Γι΄ αυτό και ήδη από τις πρωτολογίες τους, ούτε ο Κυριάκος Μητσοτάκης ούτε η Φώφη Γεννηματά, του χαρίστηκαν. Τον αντιμετώπισαν στα ίσα, δείχνοντάς του ότι δεν εμπιστεύονται τίποτε από όλα όσα λέει. Και τον υποχρέωσαν να πετάξει τη μάσκα του συναινετικού στη δευτερολογία και να αποκαλυφθεί με τις προκάτ επιθέσεις που είχε στις σημειώσεις του.
Διότι προκάτ ήταν ο χαρακτηρισμός «πρόεδρος του Εδεσσαϊκού» που απέδωσε στον αρχηγό της Νέας Δημοκρατίας. Προκάτ ήταν και η… απειλή που εκτόξευσε κατά της προέδρου του Κινήματος Αλλαγής ότι «αν συνεχίσετε έτσι, θα είναι ο ελληνικός λαός που θα σας δώσει απόφαση για μόνιμη έξωση από το πολιτικό στερέωμα».
Όπως στη ζωή, έτσι και στην πολιτική, εκείνο που ανυψώνει τους ανθρώπους και τους καθιστά άξιους δεν είναι αποκλειστικά και μόνον οι νίκες. Είναι και οι ήττες. Και πρωτίστως η διαχείρισή τους. Να ξέρει, δηλαδή, κανείς να χάνει. Και να χάνει με αξιοπρέπεια. Αργά ή γρήγορα –μάλλον το δεύτερο- θα χάσει και ο κ. Τσίπρας. Όπως έχασαν κάποια στιγμή και άλλοι πολύ πιο σπουδαίοι πολιτικοί από εκείνον.
Τότε ίσως αντιληφθεί και το ουσιαστικό και βαθύ νόημα της φράσης «η Ιστορία δεν γράφεται από τους περιστασιακούς ένοικους της εκτελεστικής εξουσίας» την οποία χρησιμοποίησε ο Κώστας Σημίτης για να αποκρούσει την εις βάρος του συκοφαντία που ενορχήστρωσαν οι διάφοροι «Ρασπούτιν» που είχαν θρονιαστεί πίσω από τον κ. Τσίπρα.
Φράση την οποία ο σημερινός πρωθυπουργός προσπάθησε να διαστρέψει, πιθανότατα επειδή η οίηση της εξουσίας που τον διακατέχει δεν του επιτρέπει να αντιληφθεί ότι τα αξιώματα έρχονται και παρέρχονται. Και ότι μόνον η αξιοπρέπεια και η αποτελεσματικότητα είναι εκείνα που μένουν στην Ιστορία.