Συνολικές προβολές σελίδας

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Σκουρλέτης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Σκουρλέτης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 30 Μαΐου 2019

Δεν ψιχάλισε, κύριε Τσίπρα, την Κυριακή. Σας έφτυσαν!


Είναι, από μια άποψη, άκρως διασκεδαστικό να ακούει και να διαβάζει κανείς αυτές τις πρώτες μετεκλογικές ημέρες στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ και… «ενσωματωμένους» δήθεν εμβριθείς αναλυτές από τον χώρο των μέσων ενημέρωσης, οι οποίοι μέχρι το απόγευμα της Κυριακής εκθείαζαν τη «μεγάλη πολιτική στόφα» του Αλέξη Τσίπρα, να προσπαθούν τώρα να βρουν έναν ή περισσότερους αποδιοπομπαίους τράγους για να τους φορτώσουν την ευθύνη για τη συντριβή στις ευρωκάλπες.
Ψάχνουν, με άλλα λόγια, θύματα ούτως ώστε να μείνει στο απυρόβλητο ο… «άχαστος» αρχηγός και να μη γίνει ούτε τώρα αντιληπτός ο σανός με τον οποίο τάιζαν επί τέσσερα και πλέον χρόνια το ακροατήριό τους, επιμένοντας, κόντρα στην πραγματικότητα, να αρνούνται την αλήθεια των αριθμών που έδειχναν ότι ο κ. Τσίπρας είχε χάσει προ πολλού την έξωθεν καλή μαρτυρία που είχε όσο ήταν στην αντιπολίτευση, αλλά και τον πρώτο καιρό της διακυβέρνησής του όταν επιδίδονταν σε λεονταρισμούς δήθεν αντίστασης προς τους δανειστές.
Από τις αρχές του 2016, οπότε εξελέγη στην ηγεσία της Νέας Δημοκρατίας, ο Κυριάκος Μητσοτάκης έγινε ο πρώτος αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης  που υποσκέλιζε τον εν ενεργεία πρωθυπουργό στο ερώτημα για το ποιος είναι καταλληλότερος για να αναλάβει το αξίωμα. Κάτι τέτοιο δεν είχε συμβεί ποτέ νωρίτερα. Ούτε με τον Κώστα Καραμανλή, που δεν ξεπέρασε ποτέ τον Κώστα Σημίτη. Ούτε με τον Γιώργο Παπανδρέου, που ήταν σταθερά πίσω από τον Καραμανλή, ακόμη και όταν τον κέρδισε με 10 μονάδες. Ούτε με τον Αντώνη Σαμαρά, ο οποίος θεωρείτο καταλληλότερος του κ. Τσίπρα μέχρι τη στιγμή που ηττήθηκε στην αναμέτρηση του Ιανουαρίου του 2015.
Κατά έναν παράδοξο τρόπο και σε πείσμα της αριθμητικής πραγματικότητας, η οποία μέχρις ενός χρονικού σημείου αποτυπωνόταν και στον φιλοκυβερνητικό Τύπο (η Αυγή και η Εφημερίδα Συντακτών δημοσίευαν τακτικά έρευνες, αλλά σταμάτησαν να το κάνουν αφότου όλα τα ευρήματα ήταν αρνητικά για την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ), η περιρέουσα ατμόσφαιρα που εντέχνως δημιουργούνταν ήταν ότι «ο Αλέξης Τσίπρας “τον έχει” τον Κυριάκο Μητσοτάκη». Μέχρι που αποδείχθηκε το αντίθετο όταν άνοιξε η κάλπη της περασμένης Κυριακής και έγιναν καταγέλαστοι οι πολυποίκιλοι προπαγανδιστικοί μηχανισμοί που αναμασούσαν όσα περιλαμβανόταν στα διαβόητα non paper των υπογείων του Μαξίμου.       
Οι ίδιοι, λοιπόν, οι οποίοι έλεγαν και έγραφαν συνεχώς και ακαταπαύστως ότι «ο πρωθυπουργός παίρνει πάνω του το παιχνίδι», ότι «κλείνει την ψαλίδα» και δεν «χάνει από τον Μητσοτάκη», εμφανίζονται πλέον ως να έχουν απωθήσει πλήρως από τη μνήμη τους τους δοξαστικούς ύμνους που ανέπεμπαν μέχρι χθες για τις ικανότητες του «ηγέτη». Και, αντ΄ αυτού, επιτίθενται στην «αυλή του Μαξίμου», στους «μηχανισμούς της Κουμουνδούρου», στον «αψύ» Παύλο Πολλάκη, στους «μουσαφίρηδες» παλαιοΠΑΣΟΚους που έπιασαν τα πόστα, στον Χριστόφορο Βερναρδάκη και στις εταιρίες που έδιναν λανθασμένη εικόνα για τις πραγματικές διαθέσεις της κοινής γνώμης.
Από που και έως που, όμως, είναι μόνος υπεύθυνος ο Βερναρδάκης για τη λανθασμένη εικόνα του κ. Τσίπρα; Δεν θα μείνουμε μόνον στο προφανές ερώτημα «ποιος διόρισε υφυπουργό τον Βερναρδάκη;», αλλά θα πάμε και ένα βήμα παραπάνω: Άλλα κανάλια πληροφόρησης δεν είχε ο πρωθυπουργός; Του έκρυβαν την πραγματικότητα; Ή απέστρεφε ο ίδιος το πρόσωπό του από την αληθινή εικόνα για να μη χαλάσει τις αυταπάτες του;
Το «Θέμα» την περασμένη Κυριακή κατέγραψε 21 διαφορετικές δημοσκοπήσεις που διενεργήθηκαν και είδαν το φως της δημοσιότητας το τελευταίο δίμηνο. Ο μέσος όρος της διαφοράς ΝΔ - ΣΥΡΙΖΑ που προέκυπτε από τις μετρήσεις αυτές, που έγιναν από εννέα διαφορετικές εταιρίες, ήταν 7,5 μονάδες. Και με απλή αναγωγή της αδιευκρίνιστης ψήφου, εύκολα κατέληγε κανείς στο συμπέρασμα ότι το γαλάζιο προβάδισμα προσέγγιζε το 9%.
Η εφημερίδα κυκλοφόρησε το πρωί του Σαββάτου. Άραγε, μέχρι το μεσημέρι της Κυριακής που άρχισαν να βγαίνουν τα στοιχεία από τα exit polls, δεν πέρασε κανένα φύλο στο Μέγαρο Μαξίμου για να προϊδεαστούν για την επερχόμενη ψυχρολουσία; Είναι δυνατόν να μη τα έβλεπε αυτά ο κ. Τσίπρας και, αντιθέτως, να πίστευε τα fake news που διακινούσε ο Ευάγγελος Αντώναρος ή τις «δημοσκοπήσεις των πρεσβειών» που ονειρευόταν το στέλεχος της Κουμουνδούρου που ακούει στο όνομα Σκορίνης;
Ας μην αυταπατώμεθα κι εμείς, όμως. Τα πράγματα είναι μάλλον απλά, ακόμη και μέσα στη φαινομενική πολυπλοκότητά τους. Τώρα, εξάλλου, διαθέτουμε απτά στοιχεία για να τεκμηριώσουμε όλα όσα υποστηρίζαμε τα τελευταία χρόνια για τον απερχόμενο πρωθυπουργό. Κακά τα ψέματα, ο Αλέξης Τσίπρας δεν εισέφερε τίποτε καινούργιο στην πολιτική ζωή της χώρας. Εκτός από το περισσό θράσος που τον χαρακτηρίζει και το οποίο αξιοποίησε στο έπακρο.
Θα περάσει στην ιστορία ως ο μακροβιότερος μνημονιακός πρωθυπουργός που πέτυχε αυτό το ρεκόρ για συγκυριακούς και μόνον λόγους: διατηρήθηκε στην εξουσία με ασύλληπτους εκμαυλισμούς και με πρωτοφανείς παλαιοκομματικές μεθοδεύσεις που μπροστά τους ωχριά η Αποστασία του 1965. Όλα αυτά τα χρόνια μηρύκαζε συνθήματα του παρελθόντος που ήταν σε ευθεία αντίθεση με την κυβερνητική πρακτική, αλλά και την προσωπική συμπεριφορά, που ακολουθούσε.
Διατυμπάνιζε ότι εκπροσωπούσε «την Ελλάδα των πολλών», ενώ είναι ο άνθρωπος που κατήργησε το ΕΚΑΣ. Αναπαρήγαγε συμπεριφορές καταδικασμένες στη συλλογική μνήμη, υβρίζοντας –απευθείας ή δια του… Πολάκη- σκαιότατα τους αντιπάλους του και όποιον άλλον ο ίδιος και η παρέα του κατέτασσαν σε αυτή την κατηγορία. Προσέβαλε χωρίς αιδώ τους Έλληνες, μοιράζοντάς τους προεκλογικά φιλοδωρήματα, καθώς δεν διέθετε ούτε την ιστορική γνώση, ούτε τη συναισθηματική νοημοσύνη, για να αντιληφθεί την έκταση και τις συνέπειες της προσβολής.  
Για όλα αυτά και για πολλά άλλα (για τα οποία αποφεύγουν να μιλούν όσοι πιστεύουν ότι έτσι προσφέρουν υπηρεσίες προστασίας στην εξουσία), αποδοκιμάστηκαν ο κ. Τσίπρας και το κόμμα του. Αντί, λοιπόν, να τα ρίχνουν στον Βερναρδάκη ή στον Μπίστη, στον Σκουρλέτη ή στον Ραγκούση, στη Σβίγκου ή στην Τασία Χριστοδουλοπούλου, η οποία –πιστή στο… δόγμα ΣΥΡΙΖΑ- «δεν βλέπει ήττα», ας πάρει κάποιος την ευθύνη και ας του πει αφτιασίδωτη την αλήθεια που περικλείεται σε ένδεκα λέξεις: Κύριε Τσίπρα, δεν ψιχάλισε την περασμένη Κυριακή. Οι πολίτες σας έφτυσαν!

Πέμπτη 6 Δεκεμβρίου 2018

Γιατί δεν βρίσκει υποψηφίους ο ΣΥΡΙΖΑ


Η δυστοκία που παρατηρείται στην αγωνιώδη προσπάθεια να βρεθεί υποψήφιος του ΣΥΡΙΖΑ που θα κατέλθει στον Δήμο Αθηναίων δεν είναι παρά μόνον η «κορυφή του παγόβουνου» πίσω από την οποία δεν μπορεί να κρυφθεί η στελεχιακή γύμνια που χαρακτηρίζει το κόμμα του Αλέξη Τσίπρα.
Όσο και αν οι πολυπλόκαμοι προπαγανδιστικοί μηχανισμοί που έχουν τεθεί στην υπηρεσία της κυβέρνησης πασχίζουν να πείσουν για το αντίθετο, γεγονός αναμφισβήτητο αποτελεί ότι ο ΣΥΡΙΖΑ παρέμεινε μια περίκλειστη λέσχη στελεχών, η οποία, παρά τον εμπλουτισμό της από διάφορους θεσιθήρες που μετακινήθηκαν από το ΠΑΣΟΚ την περίοδο του ανοδικού κύματος, δεν κατάφερε να αποκτήσει ερείσματα στο ευρύ κοινωνικό σώμα.
Παρά τις αναμφίβολες εκλογικές επιτυχίες τις οποίες είχε αρχικά στις δίδυμες κάλπες του 2012, που τον έφεραν στη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης, και εν συνεχεία στις αναμετρήσεις του 2015, που του έδωσαν την διακυβέρνηση, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν μπόρεσε να γίνει το μεγάλο και μαζικό κόμμα που θα υποκαθιστούσε το ΠΑΣΟΚ και θα αποτελούσε το αδιαφιλονίκητο «αντίπαλον δέος» απέναντι στη ΝΔ στο παραδοσιακό παιχνίδι της δικομματικής εναλλαγής.
Οι αυτοδιοικητικές εκλογές που διεξήχθησαν στο ενδιάμεσο χρονικό διάστημα, δηλαδή τον Μάιο του 2014, ήταν η πρώτη σοβαρή ένδειξη ότι το φουντωμένο δένδρο του ΣΥΡΙΖΑ δεν είχε ρίζες στις τοπικές κοινωνίες. Η σχετικά άνετη επικράτησή του στην κάλπη των ευρωεκλογών, δεν είχε την ίδια εξέλιξη στις κάλπες για τους Δήμους και τις Περιφέρειες που έγιναν ταυτόχρονα.
Με ελάχιστες εξαιρέσεις, οι υποψήφιοι που είχαν το χρίσμα της Κουμουνδούρου κατέγραψαν χαμηλές έως πολύ χαμηλές επιδόσεις. Και έτσι στα δύο όργανα εκπροσώπησης των δύο αυτοδιοικητικών βαθμίδων, την ΚΕΔΕ και την ΕΝΠΕ, οι ΣΥΡΙΖΑίοι «τοπικοί άρχοντες» ήταν μειοψηφία.
Ένας από τους λόγους της αποτυχίας τους ήταν η αλαζονεία του μικρομεγαλισμού από τον οποίο διακατείχοντο τότε τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ. Αλαζονεία η οποία μαζί με το διχαστικό πνεύμα ήταν τα δύο κύρια χαρακτηριστικά με τα οποία εφόρμησαν για να πάρουν όλες τις εξουσίες: στην αυτοδιοίκηση, στον συνδικαλισμό, στη Βουλή και όπου αλλού –Δικαιοσύνη, ανεξάρτητες αρχές, μέσα ενημέρωσης και επιχειρήσεις- μπορούσαν να βάλουν πόδι με θεμιτά ή αθέμιτα μέσα.
Κατά έναν πρωτοφανώς απαράδεκτο τρόπο, είχαν μοιράσει τους πολίτες σε «μνημονιακά μιάσματα» και «αντιμνημονιακούς οσίους». Όποιον κατέτασσαν στη δεύτερη κατηγορία, είχε καλώς. Όποιος, από την άλλη, υποστήριζε λογικά πράγματα, όπως αυτά που και οι ίδιοι υποχρεώθηκαν να αποδεχθούν ενάμισι χρόνο αργότερα, ήταν δακτυλοδεικτούμενος, τον στοχοποιούσαν και, αν δεν έκανε δήλωση αντιμνημονιακής νομιμοφροσύνης, μέχρι και την… καλημέρα του έκοβαν.
Αυτά το 2014. Τότε που η σημερινή υφυπουργός Προστασίας του Πολίτη Κατερίνα Παπακώστα ήταν για τα φίλα προσκείμενα στην Κουμουνδούρου μέσα ενημέρωσης η… «Ζαρούλια της ΝΔ». Τότε που είχε βγει απαγορευτικό συνεργασίας με στελέχη του ΠΑΣΟΚ που δεν έδιναν «γη και ύδωρ» στους επελαύνοντες προς την εξουσία παραγοντίσκους του ΣΥΡΙΖΑ οι οποίοι είχαν μεθύσει από την ξαφνική έξοδό τους από το περιθώριο στο οποίο τους κατέτασσαν επί δεκαετίες οι ψηφοφόροι.
Τεσσεράμισι χρόνια αργότερα, αν εξαιρέσει κανείς τις ψευδεπίγραφες διακηρύξεις που εφευρίσκονται για να δικαιολογηθούν οι κωλοτούμπες, τίποτε άλλο δεν θυμίζει το παρελθόν. Οι άλλοτε «συφοριασμένοι» ΠΑΣΟΚοι έχουν γίνει… πολύφερνες νύφες. Σε Δήμους και Περιφέρειες όλης της επικράτειας, όποιος διαθέτει ακόμη και την παραμικρή προϋπηρεσία με «πράσινο» συνδυασμό, ή μπορεί να πάρει χρίσμα από το ΚΙΝΑΛ, βλέπει τους ΣΥΡΙΖΑίους να σπεύδουν αυτοβούλως να στοιχηθούν πίσω του.
Αντιστρέφοντας συνήθειες δεκαετιών έχουμε φθάσει στο απίστευτο σημείο αντί να ζητούν χρίσματα οι υποψήφιοι, αυτά να τους προσφέρονται από την Κουμουνδούρου, οι άνθρωποι της οποίας, επειδή στις περισσότερες περιοχές δεν βρίσκουν υποψηφίους, ψάχνουν να… κρυφτούν πίσω από προερχόμενους από το ΠΑΣΟΚ υποψηφίους.
Το αστείο, μάλιστα, είναι ότι προκειμένου να καλύψουν την αδυναμία τους και να αποφύγουν τη συντριπτική ήττα που όλα δείχνουν ότι περιμένει τους δικούς τους υποψηφίους, ισχυρίζονται πως δήθεν άλλαξαν τακτική και δεν θα δώσουν χρίσματα αυτοί που έχριζαν υποψηφίους ακόμη και όταν με το ζόρι περνούσαν το κατώφλι του 3% σε πανελλαδική βάση. 
«Δεν θα ακολουθήσουμε τη λογική των κομματικών χρισμάτων στις αυτοδιοικητικές», δηλώνει ο γραμματέας του ΣΥΡΙΖΑ Πάνος Σκουρλέτης. «Είναι μια λογική παλαιάς κοπής, που ακολουθεί ο κ. Μητσοτάκης», υποστήριξε από τη Θεσσαλονίκη, όπου βρέθηκε για να… χρίσει(!) υποψήφια για τον δεύτερο Δήμο της χώρας την υφυπουργό Κατερίνα Νοτοπούλου. Η τελευταία, άλλωστε, επιστρατεύθηκε για να καλύψει -εκούσα, άκουσα- το κενό που δημιούργησε η απόφαση του νυν δημάρχου Γιάννη Μπουτάρη να μην διεκδικήσει νέα θητεία, παρά τη στήριξη που έλαβε από τον ίδιο τον Αλέξη Τσίπρα ο οποίος εγκαινίασε πρώτος την τακτική του «παίζουμε κρυφτούλι πίσω από τους ΠΑΣΟΚους».
Η επιλογή αυτή του κ. Τσίπρα δεν ήταν τυχαία. Είναι αποτέλεσμα μιας νέας κοινωνικής πραγματικότητας που έχει δημιουργηθεί εξαιτίας της ψυχρολουσίας που επεφύλαξε στους Έλληνες η διακυβέρνηση των τελευταίων χρόνων. Όπου στήνονται κάλπες, από τους φοιτητές ως τους τραπεζοϋπαλλήλους και από τους δικηγόρους και τους γιατρούς έως τους εκπαιδευτικούς και άλλους δημοσίους υπαλλήλους, οι ΣΥΡΙΖΑϊκές δυνάμεις υφίστανται καταποντισμό σε βαθμό που η Κουμουνδούρου κινδυνεύει να μείνει με μικρότερα ερείσματα στους μαζικούς χώρους από εκείνα που είχε όταν ήταν στο 3%.
Τα ρουσφέτια και οι κάθε είδους μικροεξυπηρετήσεις, η παρεοκρατία και ο νεποτισμός και γενικώς η αναπαραγωγή όλων των παλαιοκομματικών μεθόδων στην οποία επιδόθηκε η τετραετής διακυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ δεν στάθηκαν ικανές συνθήκες για να αντιστρέψουν την πορεία. Η ανικανότητα και η αναποτελεσματικότητα ανεπάγγελτων, κατά βάση, ανθρώπων, οι οποίοι επί χρόνια το μόνο που είχαν μάθει ήταν να κάνουν κριτική, δεν μπορούσαν μέσα σε τόσο λίγο χρονικό διάστημα να ανατραπούν.
Γι΄  αυτό δεν βρίσκουν υποψηφίους. Και γι΄ αυτό εκείνοι οι… τολμηροί, οι οποίοι μπορεί εν τέλει να βρεθούν, θα πρέπει να ετοιμάζονται για πολύ δυνατό… «μαύρισμα»!

Πέμπτη 29 Νοεμβρίου 2018

Η παράνοια της εξουσίας και οι…κρυφές μετρήσεις



            Σε όποιο λεξικό και αν αναζητήσει κανείς την ερμηνεία της λέξης «μεταστροφή» βρίσκει ότι ως τέτοια λογίζεται «οποιαδήποτε στροφή προς άλλη κατεύθυνση». Μάλιστα σε έναν από τους πιο δημοφιλείς ιστότοπους, την Βικιπαίδεια, επισημαίνεται ότι ως όρος η μεταστροφή είναι προσφιλής όταν αναφέρεται στην προπαγάνδα και αποτυπώνεται σε εκφράσεις όπως «μεταστροφή του λαϊκού φρονήματος».
Παρότι το σχετικό λήμμα είναι προγενέστερο των πρόσφατων δηλώσεων του Πάνου Σκουρλέτη με τις οποίες ο γραμματέας του ΣΥΡΙΖΑ επεχείρησε να αμφισβητήσει τα ευρήματα των δημοσκοπήσεων, τα λεγόμενά του μπορεί να θεωρηθούν ως κραυγαλέο παράδειγμα προπαγανδιστικής χρήσης της λέξης μεταστροφή. «Αυτό το οποίο είναι ορατότατο, πασιφανές, είναι ότι υπάρχει μεταστροφή του κόσμου, η οποία καταγράφεται», ισχυρίστηκε σε μια από τις συνεντεύξεις του.
Το εύλογο ερώτημα για το που και πως καταγράφεται αυτή η μεταστροφή, ο κ. Σκουρλέτης το άφησε να αιωρείται. Σε μια άλλη συνέντευξή του, μάλιστα, έκανε λόγο για δημοσκοπήσεις που υπάρχουν στα χέρια των κομμάτων, χωρίς να δημοσιοποιούνται και οι οποίες «δίνουν μια διαφορετική εικόνα από αυτή που μας παρουσιάζουν τα ΜΜΕ»!
Αν όντως υπάρχουν τέτοιες έρευνες «στα χέρια των κομμάτων», τότε ο πρώτος που τις έχει στα χέρια του είναι ο γραμματέας του ΣΥΡΙΖΑ. Γιατί, λοιπόν, δεν τις δίνει στη δημοσιότητα; Ποιος τον εμποδίζει; Η απάντηση είναι μάλλον απλή: Διότι δεν υπάρχουν. Όπως δεν υπήρχαν και οι δημοσκοπήσεις υπέρ της Συμφωνίας των Πρεσπών τις οποίες επικαλείτο ο τέως υπουργός Εξωτερικών Νίκος Κοτζιάς, χωρίς ποτέ να τις δώσει στη δημοσιότητα, όπως… απειλούσε ότι θα έκανε.
Είναι αλήθεια ότι οι ΣΥΡΙΖΑίοι αξιωματούχοι δεν είναι οι πρώτοι διδάξαντες το παιχνίδι με την αμφισβήτηση των δημοσκοπήσεων. Πολλοί άλλοι κατά το παρελθόν, όταν δεν τους βόλευαν τα ευρήματα των μετρήσεων, κατέφευγαν σε ισχυρισμούς ότι «είναι φωτογραφίες της στιγμής» που «δεν πιάνουν τον σφυγμό της κοινωνίας».
Ωστόσο, ποτέ άλλοτε στο παρελθόν δεν είχε διανοηθεί κάποιος να μιλήσει για… μεταστροφή προτού να παραδεχθεί ότι υπήρξε προγενέστερη στροφή. Γιατί, κακά τα ψέματα, για τον ΣΥΡΙΖΑ δεν υπήρξε ποτέ… στροφή. Και πως αποδεικνύεται αυτό; Μα, από το γεγονός ότι τα -ουκ ολίγα- φιλοκυβερνητικά μέσα ενημέρωσης εδώ και σχεδόν δύο χρόνια, όσο και το διάστημα που η ΝΔ και ο Κυριάκος Μητσοτάκης προπορεύονται δημοσκοπικά, έχουν πάψει να δημοσιεύουν σφυγμομετρήσεις.
Οπότε, το πιθανότερο είναι ότι οι άμοιροι αναγνώστες, ακροατές και θεατές τους, εφόσον δεν ρίχνουν… κλεφτές ματιές σε άλλα μέσα, μάλλον δεν έχουν πληροφορηθεί ποτέ τη… στροφή που έχει γίνει τα τελευταία χρόνια, κατά τα οποία ο ΣΥΡΙΖΑ και ο Αλέξης Τσίπρας σε όλες ανεξαιρέτως τις έρευνες που υπογράφονται από υπαρκτές εταιρίες μετρήσεων βλέπουν την πλάτη των αντιπάλων τους.
Γι΄  αυτό και δεν είναι υπερβολή να πει κανείς ότι αν ο γραμματέας του κυβερνώντος κόμματος είχε όντως άλλες δημοσκοπήσεις που υπηρετούν το «αφήγημα» του Μαξίμου και της Κουμουνδούρου, ότι είναι δυνατή η ανατροπή του παγιωμένου σκηνικού που αποτυπώνεται στις μετρήσεις, όχι μόνον δεν θα τις κρατούσαν κρυφές, αλλά θα φωταγωγούνταν η Πλατείας Συντάγματος για την ειδική πανηγυρική τελετή που διοργανωνόταν για την παρουσίασή τους.
Τώρα συμβαίνει το ακριβώς αντίθετο. Με προφανή ψέματα – «έχουμε άλλες δημοσκοπήσεις»- ή μισές αλήθειες –«έλα μωρέ οι δημοσκοπήσεις, πέφτουν έξω»- προσπαθούν να αποσιωπηθούν τα ευρήματα των μετρήσεων που λίγο ως πολύ λένε τα ίδια πράγματα: ότι, δηλαδή, η Νέα Δημοκρατία έχει αποσπάσει διαφορά που σπανίως έχει καταγράψει άλλοτε αντιπολιτευόμενη δύναμη και ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης είναι ο πρώτος αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης που προηγείται του εν ενεργεία κατόχου του θώκου στις απαντήσεις για την καταλληλότητα στην πρωθυπουργία.
Η περίπτωση της εταιρίας Public Issue είναι αποκαλυπτική. Οι ιθύνοντες της, ακολουθώντας μια δική τους μεθοδολογία δημοσιεύουν χρόνια τώρα, την αποκαλούμενη «εκτίμηση εκλογικής επιρροής», με βάση την οποία διατυπώνουν πρόβλεψη για το τελικό εκλογικό ποσοστό με αναγωγή των αναποφασίστων και των λοιπών στοιχείων που άλλοι ομότεχνοί τους κατατάσσουν στη λεγόμενη «αδιευκρίνιστη ψήφο». Επί χρόνια πολλά τις μετρήσεις της οι ΣΥΡΙΖΑίοι τις είχαν… ευαγγέλιο. Πριν από τις εκλογές του 2015, μάλιστα, οι έρευνες της εύρισκαν φιλόξενη στέγη στο κομματικό όργανο του ΣΥΡΙΖΑ, την «Αυγή».
Η φιλοξενία, όμως, ίσχυσε για όσο οι προβλέψεις βόλευαν τον ΣΥΡΙΖΑ. Τον Νοέμβριο, για παράδειγμα του 2014, που η Public Issue έδινε 27% στη ΝΔ και 38,5%, ποσοστά δηλαδή πολύ κοντά σε αυτά που βγήκαν δύο μήνες μετά στην κάλπη, ήταν όλα καλά. Όπως όλα καλά ήταν όταν τον Φεβρουάριο του 2015, που απογειώθηκε η εξαπάτηση του ελληνικού λαού με τις υποσχέσεις ότι «δεν θα ψηφίσουμε ποτέ νέο Μνημόνιο», ο ΣΥΡΙΖΑ εκτινασσόταν στο… 54% και η ΝΔ υποχωρούσε στο 16%.
Το ίδιο και στις δεύτερες εκλογές του 2015, που κέρδισε ο ΣΥΡΙΖΑ σχεδόν με τα ποσοστά που του έδινε η Public Issue. Όπως και λίγους μήνες μετά που, καθώς αποκαλυπτόταν η μνημονιακή μετάλλαξη των κυβερνώντων, η ΝΔ στην αρχή ισορρόπησε το παιχνίδι και μετά άρχισε από τους πρώτους μήνες του 2016 που απέκτησε καινούργια ηγεσία να παίρνει κεφάλι. Εκεί κάπου έπαψε και η συνεργασία της Αυγής με την Public Issue, η οποία, μη έχοντας άλλο δίαυλο, αναγκάστηκε τις έρευνες που εξακολουθεί να διενεργεί να τις δημοσιοποιεί πλέον μόνον μέσω Διαδικτύου.
Βλέπετε, το προβάδισμα υπέρ της ΝΔ το οποίο υπολογίζει είναι θηριώδες: έφθασε στις 24 μονάδες τον Οκτώβριο του 2016 και ήταν 16,5% στην πλέον πρόσφατη μέτρηση. Και δεν είναι μόνον αυτό: το 2014 είχε βρει ότι ο Αντώνης Σαμαράς ήταν μπροστά με 13 μονάδες στην καταλληλόλητα ως πρωθυπουργός, ενώ τώρα ο αρχηγός της ΝΔ προηγείται με 18 μονάδες του εν ενεργεία πρωθυπουργού. Πριν από τέσσερα χρόνια, επίσης, το 26% θεωρούσε καταλληλότερη την κυβέρνηση Σαμαρά (έναντι 28% του Αλέξη Τσίπρα), ενώ τώρα μόνον 18% προτιμάει τον ΣΥΡΙΖΑ στην κυβέρνηση και 36% τη ΝΔ.
Με αυτά και με αυτά δεν προκαλεί ίσως ιδιαίτερη εντύπωση που τα φιλοκυβερνητικά μέσα δεν κάνουν πλέον ούτε την παραμικρή μνεία στα ευρήματα της Public Issue. Περιμένουν ίσως τις… αόρατες δημοσκοπήσεις που έχει αλλά κρατάει… κρυφές ο κ. Σκουρλέτης. Εδώ ο Αλέξης Τσίπρας δεν βλέπει τις κλούβες των ΜΑΤ που τον φυλάνε στο σιδερόφρακτο Μαξίμου, τις μετρήσεις θα δουν; Η παράνοια της εξουσίας φαίνεται ότι τις κάνει κι αυτές αόρατες….

Πέμπτη 12 Απριλίου 2018

Το κάρο (της συνεργασίας) μπροστά από το άλογο (των εκλογών)



            Απορεί κανείς παρακολουθώντας τη δημόσια συζήτηση που γίνεται εδώ και καιρό για τις εξελίξεις οι οποίεςμπορεί να προκύψουν την επομένη της προσεχούς εκλογικής αναμέτρησης και μένει έκπληκτος με τη σεναριολογία που αναπτύσσεται και τους υπολογισμούς που γίνονται τόσο από πολιτικά στελέχη όσο και απόαυτοαναγορευθέντες «αναλυτές».
            Η πρώτιστη απορία που δημιουργείται είναι πως μπορεί να προεξοφλεί κάποιος το μετεκλογικό σκηνικό όταν δεν είναι, ούτε κατά προσέγγιση, γνωστός ο χρόνος που θα στηθούν οι επόμενες κάλπες. Πολύ περισσότερο, όταν είναι άγνωστες οι συνθήκες υπό τις οποίες θα πορευθεί η χώρα προς τις εκλογές και γίνονται ακόμη πιο περίπλοκες με τα σύννεφα που συσσωρεύονται στον διεθνή ορίζοντα που μας περιβάλει. 
Εκείνο, όμως, που εκπλήσσει είναι η πιθανολόγηση που κάνουν ορισμένοι για τη στάση που μπορεί να τηρήσει το Κίνημα Αλλαγής, το οποίο εμφανίζεται ως «πολύφερνη νύφη» που φλερτάρεται ένθεν κακείθεν. Ενώ ακόμη πιο εκπληκτική είναι η απαίτηση που έχουν ένιοι εξ αυτών να δεσμευτεί εκ των προτέρων η ηγεσία τουνεοσύστατου φορέα για τις συνεργασίες που είναι διατεθειμένη να κάνει μετά τις εκλογές. Αν, δηλαδή, θα συμμαχήσει με τον ΣΥΡΙΖΑ ή αν θα συγκυβερνήσει με τη Νέα Δημοκρατία.
Τα διλήμματα αυτού του είδουςμαρτυρούν, από τη μια, παντελή άγνοια των κανόνων διεξαγωγής του εκλογικού παιχνιδιού, κυρίωςόταν τίθενται από στελέχη του ίδιου του Κινήματος Αλλαγής. Από την άλλη, όμως, αποκαλύπτουν σκόπιμη κουτοπονηριά, όταν προβάλλονται από τους αντιπάλους του. Οι οποίοι στην πραγματικότητα δεν επιδιώκουν παρά τον εγκλωβισμό και τη λεηλασία των ψηφοφόρων του Κέντρου οι οποίοι απορρίπτουν εξίσου την κλασσική Δεξιά και την παραδοσιακή Αριστερά.
Όποιος διαθέτει στοιχειώδεις γνώσεις για τη διάταξη των πολιτικών δυνάμεων και το εκλογικό σύστημα με το οποίο θα γίνουν οι επόμενες εκλογές, ξέρει ότι ο ρυθμιστικός ρόλος τον οποίο, ως τρίτο κόμμα και ανεξαρτήτως του ποσοστού, θα διαθέτει το Κίνημα Αλλαγής δεν είναι παρά να συνάψει κυβερνητική συμμαχία με το κόμμα που θα κόψει πρώτο το νήμα της κάλπης. Και αυτό, μάλιστα, υπό την αυστηρή προϋπόθεση ότι ο νικητής των εκλογών δεν θα έχει αυτοδύναμη κοινοβουλευτική πλειοψηφία, παρά το «μπόνους» των 50 εδρών,το οποίο θα καρπωθεί είτε έχει προβάδισμα δέκα μονάδων είτε… μιας ψήφου.
Με άλλα λόγια, το εκλογικό σύστημα των προσεχών εκλογών και η διάρθρωση του εγχώριου σκηνικού -μετους βουλευτές της Χρυσής Αυγής και του ΚΚΕ να μην  υπολογίζονται για τον σχηματισμό συμμαχικού κυβερνητικού σχήματος- δεν αφήνουν κανένα περιθώριο για βιώσιμη συνεργασία ανάμεσα στο δεύτερο και στο τρίτο κόμμα. Αποκλείεται δηλαδή να εφαρμοστεί στα καθ΄ ημάς το προηγούμενο της κυβέρνησης Κόστα στην Πορτογαλία ανάμεσα στους δεύτερους Σοσιαλιστές και στο τρίτο σε δύναμη κόμμα της Αριστεράς.
Στην ελληνική εκδοχή, ο δεύτερος με τον τρίτο ή και τον τέταρτο δεν μπορούν να σχηματίσουν κυβέρνηση, επειδή δεν βγαίνουν οι αριθμοί. Και γι΄ αυτό τη μόνη συμμαχία την οποία μπορεί να συνάψουν, εφόσον το πρώτο κόμμα δεν διαθέτει151 βουλευτές, είναι για να οδηγήσουν τη χώρα σε νέες εκλογέςοι οποίες αυτή τη φορά -πρέπει να υπομνηστεί ότι- θα γίνουν με απλή αναλογική.
Σε κάθε περίπτωση, λοιπόν, την επομένη των προσεχών εκλογών τα πράγματα για το Κίνημα Αλλαγήςείναι πολύ απλά: Θα βρεθεί ενώπιον διλήμματος μόνον εφόσον το πρώτο κόμμα δεν έχει αυτοδυναμία. Και το δίλημμά του θα είναι ένα και μόνο: Θα συνεργαστεί με το πρώτο κόμμα ή θα προκαλέσει εκλογές; Καλώς ή κακώς, οποιοδήποτε άλλο σενάριο είναι άνευ αντικειμένου. Όπως άνευ αντικειμένου είναι και οι συζητήσεις που έχουν ανοίξει και θυμίζουν τη ρήση με το κάρο που μπαίνει μπροστά από το άλογο.
Το Κίνημα Αλλαγής, εν ολίγοις, αν θέλει να κατοχυρώσει την αυθυπαρξία του, δεν έχει παρά να προβάλει τις όποιες διαφορές έχει από τη Νέα Δημοκρατία και τον ΣΥΡΙΖΑ. Και να περιμένει να δει εάν οι ψηφοφόροι που θα πείσει στις επερχόμενες εκλογές θα είναι τόσο πολλοί ώστε να του δώσουν τον μοναδικό ρυθμιστικό ρόλο τον οποίο μπορεί να διεκδικήσεικαι που είναι να συμμετάσχει σε κυβέρνηση με τον πρώτο ή να προκαλέσει επαναληπτικές εκλογές.
Εφόσον είναι πρώτη και χωρίς αυτοδυναμία η Νέα Δημοκρατία θα πρέπει να διαβουλευτεί μαζί της. Ό,τι και αν λένε τώρα ο Κουρουμπλής με τον Σκουρλέτη. Το ίδιο θα κάνειεφόσον ο ΣΥΡΙΖΑ, ανατρέποντας όλα τα προγνωστικά, καταφέρει να καλύψει τη διαφορά του τον χωρίζει με τη Νέα Δημοκρατία και δεν είναι στη Βουλή οι ΑΝΕΛ του Καμμένου για να συγκυβερνήσουν. Ό,τι και αν λέει ο Σαμαράς ή όποιος άλλος νεοδημοκράτης, το Κίνημα Αλλαγής με τον (υποθετικά πρώτο) ΣΥΡΙΖΑ θα συζητήσει για τον σχηματισμό κυβέρνησης.
Άρα, στην κούρσα των εκλογών, ας μπει το άλογο μπροστά από το κάρο της συνεργασίας και όλα θα επιλυθούν από τη λαϊκή ετυμηγορία.