Συνολικές προβολές σελίδας

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΣτΕ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΣτΕ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 16 Ιανουαρίου 2020

Επιλογή ανέφελης σταθερότητας


Μπορεί να ακουστεί ως… προφητεία από «μετά Χριστόν προφήτη», αλλά ειλικρινά δεν μπορώ να φανταστώ πιο ταιριαστή (με τον τρόπο που ο ίδιος πολιτεύεται) υποψηφιότητα για την Προεδρία της Δημοκρατίας από εκείνη που έκανε ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης στο πρόσωπο της προέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας Αικατερίνης Σακελλαροπούλου.
Από τα τριάντα και πλέον πιθανά και… απίθανα ονόματα που διακινήθηκαν το τελευταίο δίμηνο στην πολιτικοδημοσιογραφική «αγορά», δύσκολα μπορεί να βρει κάποιος άλλο πρόσωπο που να είναι περισσότερο κατάλληλο για να εκφράσει αυθεντικότερα το πολιτικό στίγμα που τόσο ευδιάκριτα εκπέμπει ο Κυριάκος Μητσοτάκης κατά την τετραετία που βρίσκεται στο τιμόνι της Νέας Δημοκρατίας και το τελευταίο εξάμηνο που έχει την ευθύνη της διακυβέρνησης της χώρας.
Είναι βέβαιο ότι η επιλογή της κυρίας Σακελλαροπούλου δεν… κατέπληξε τα πλήθη. Και το πιθανότερο είναι ότι ο τρόπος με τον οποίο θα ασκήσει τα καθήκοντά της δεν θα εκπλήξει κανέναν. Το ακριβώς αντίθετο, θα συμβεί μάλλον, όπως με ασφάλεια μπορεί να προεξοφλήσει κάποιος κρίνοντας από τον τρόπο με τον οποίο πορεύτηκε στην προηγούμενη κοινωνική και επαγγελματική ζωή της.
Υπήρξε, κατά κοινή παραδοχή, μια προοδευτική γυναίκα αφοσιωμένη στο καθήκον της, μια άξια δικαστής, μια ενεργή πολίτης, μια προσωπικότητα που δεν διακρίθηκε στη δημόσια σφαίρα επειδή έκανε θόρυβο γύρω από τον εαυτό της ή γιατί επιδόθηκε στο άθλημα της προσκολλήσεως, αλλά επειδή ξεχώρισε με τις ικανότητες που διαθέτει, τη μόρφωση που απέκτησε και τη συνέπεια που επέδειξε στη δουλειά της.
Γι΄ αυτό και είναι αναμφισβήτητο, όπως φάνηκε, άλλωστε, από τις πρώτες στιγμές της ανακοίνωσης της υποψηφιότητάς της, ότι οποιοσδήποτε βουλευτής της συμπολίτευσης ή της αντιπολίτευσης, με κομματική εντολή ή προσωπική απόφαση, οδηγηθεί στην καταψήφιση της κυρίας Σακελλαροπούλου θα χρειαστεί να ζοριστεί πολύ για να βρει πειστική επιχειρηματολογία που να δικαιολογεί το «όχι» του.
Όλα τούτα, ωστόσο, κάθε άλλο παρά σημαίνουν ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης έκανε στο πρόσωπο της προέδρου του ΣτΕ μια «ουδέτερη» επιλογή, απαλλαγμένη από πολιτικούς υπολογισμούς. Η κατάληξη του πρωθυπουργού στην πρόταση να αναλάβει το ύπατο πολιτειακό αξίωμα η ανώτατη δικαστικός την οποία όρισε η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – και μάλιστα χωρίς εντάσεις και αντιρρήσεις- στην ηγεσία του ανώτατου ακυρωτικού δικαστηρίου, όσο και αν ακούγεται παράδοξο, έγινε με ακραιφνώς «πολιτικά» κριτήρια.
Αποτελεί αναμφίβολα μια απόφαση που συνάδει με μια σειρά ανάλογες κινήσεις και πρωτοβουλίες με τις οποίες ο πρωθυπουργός θέλησε να σηματοδοτήσει ότι δεν βολεύεται παραμένοντας προσκολλημένος στην καρέκλα του αρχηγού της παραδοσιακής ελληνικής Κεντροδεξιάς.
Όποιος ρίξει μια ματιά στα πρόσωπα που απαρτίζουν το επιτελείο του ή στη σύνθεση του υπουργικού συμβουλίου το οποίο συγκρότησε τον περασμένο Ιούλιο εύκολα μπορεί να βγάλει συμπέρασμα για την πρόθεση του κ. Μητσοτάκη να μην περιχαρακωθεί στα τείχη της κλασσικής Δεξιάς και να ανοιχθεί στο Κέντρο, μπολιάζοντας τον χώρο του με νέα πρόσωπα τα οποία είναι ικανά και αποτελούν φορείς νέων ιδεών.
Είναι προφανές ότι η κυρία Σακελλαροπούλου δεν ήταν ούτε η μόνη ικανή ούτε η μοναδική που θα μπορούσε να θεωρηθεί φορέας νέων ιδεών ανάμεσα στα πρόσωπα που ακούστηκαν ως πιθανές επιλογές του πρωθυπουργού. Κακά τα ψέματα, υπήρξαν και άλλοι ικανοί και άξιοι που μπορούσαν να επιλεγούν και να εκλεγούν ακόμη και αν συγκέντρωναν λιγότερες ψήφους.
Μετά την αποσύνδεση, άλλωστε, της προεδρικής εκλογής από την απειλή της πρόωρης προσφυγής σε βουλευτικές κάλπες, ο αριθμός των ψήφων που θα συγκεντρώσει ο/η Πρόεδρος θα ξεχαστεί την επόμενη ημέρα της ψηφοφορίας και θα τον θυμούνται μόνον όσοι ασχολούνται με την… τήρηση στατιστικών.
Το βασικό, λοιπόν, κριτήριο το οποίο, μαζί ενδεχομένως και με την εμφανή απουσία αντιθέσεων στο πρόσωπό της, διαφοροποίησε την επιλογή της προέδρου του ΣτΕ από όλους τους άλλους «διεκδικητές» του προεδρικού θώκου είναι ότι εξασφαλίζει στον πρωθυπουργό και στην κυβέρνηση πολιτικά αδιατάρακτη και θεσμικά ανέφελη πορεία με ορίζοντα το επόμενο ραντεβού των πολιτών με τις κάλπες που είναι στο… μακρινό 2023.
Ο τρόπος, άλλωστε, με τον οποίο χειρίστηκε ο κ. Μητσοτάκης τη συνταγματική αναθεώρηση, την αλλαγή του εκλογικού νόμου, αλλά και την προεδρική εκλογή δείχνει ότι κύριο μέλημά του είναι η εμπέδωση της πολιτικής σταθερότητας, η οποία αποτελεί εκ των ων ουκ άνευ προϋπόθεση για την οικονομική ανάκαμψη και την επαναφορά της χώρας στην «κανονικότητα».
Φυσικά δεν είναι η μόνη προϋπόθεση, αφού η πολιτική είναι δυναμική διαδικασία, όπως και η ζωή, αλλά το να αφαιρείς εμπόδια από τον δρόμο του και να το διαλύεις σύννεφα που μπορεί να φέρουν καταιγίδες, είναι σίγουρα προσόντα που οι πολίτες τις περισσότερες φορές επιβραβεύουν.

Πέμπτη 17 Μαΐου 2018

Από πού πάνε για την κανονικότητα;



Όποια ερμηνεία και αν έχει καθένας  για τους λόγους παραίτησης του προέδρου του Συμβουλίου Επικρατείας Νικόλαου Σακελλαρίου, το έντονο αυτό διάβημα του συγκεκριμένου ανώτατου δικαστή μαρτυρά με τον πλέον παραστατικό τρόπο τη βαθιά και πολύπλευρη θεσμική κρίση που διέρχεται η χώρα την τελευταία δεκαετία.
Είναι μια κρίση η οποία υπερβαίνει τα δυσχερή οικονομικά δεδομένα που φτωχοποίησαν τον ελληνικό λαό και διέλυσαν τη μεσαία τάξη. Όλα δείχνουν ότι έχουμε να κάνουμε με μια κρίση που επεκτείνεται παντού. Kαι δίχως υπερβολή μπορεί να υποστηρίξει κανείς δεν έχει αφήσει ανεπηρέαστο κανέναν απολύτως τομέα της δημόσιας ζωής: από την Παιδεία και την Υγεία έως τον τρόπο λειτουργίας της Δικαιοσύνης ή και του Κοινοβουλίου από την κατάσταση στη δημόσια διοίκηση και την αυτοδιοίκηση έως τον αθλητισμό και την καθημερινότητα των πολιτών, αδυνατεί να βρει κανείς σημάδια που να δείχνουν ότι η χώρα έχει χαράξει πορεία επιστροφής στην περιβόητη κανονικότητα.
Σε πείσμα όσων βλέπουν τη μεταμόρφωση του ΣΥΡΙΖΑ σε κανονικό κόμμα και του αρχηγού του Αλέξη Τσίπρα σε σοσιαλδημοκράτη πολιτικό ηγέτη, η πραγματικότητα διαψεύδει καθημερινά όλες αυτές τις προφητείες. Και, αντιθέτως, αναδεικνύει τον καμβά μιας μισαλλόδοξης και φανατισμένης εξουσίας που πολιτεύεται με το δόγμα «πας μη ων μεθ’ ημών, καθ’ ημών». Όποιος ενστερνίζεται την κυβερνητική ατζέντα αποθεώνεται, ενώ όποιος την αμφισβητεί κατακρεουργείται. Η τωρινή συμπεριφορά, για παράδειγμα, απέναντι στον Σταύρο Θεοδωράκη σε σύγκριση με την παλαιότερη, είναι απλώς η χαρακτηριστικότερη επιτομή του φαινομένου.  
Οι πάντες και τα πάντα υποτάσσονται στον υπέρτατο σκοπό που είναι η διατήρηση της εξουσίας. Τίποτε δεν γίνεται χωρίς αυτόν τον υπολογισμό. Τα σκάνδαλα, για παράδειγμα, αντιμετωπίζονται ως τέτοια μόνον όταν αφορούν πολιτικούς αντιπάλους ή όταν μπορούν να αξιοποιηθούν για να ενοχοποιηθούν πολιτικοί αντίπαλοι. Αν σε μια οποιαδήποτε υπόθεση με οσμή σκανδάλου δεν εμπλέκεται κάποιος που συνδέεται με άλλες πολιτικές παρατάξεις δεν υπάρχει κανένα ενδιαφέρον για τη διαλεύκανση. Ενώ αν εμπλέκονται πρόσωπα σχετιζόμενα με τους κυβερνώντες κινούνται πάραυτα μηχανισμοί συγκάλυψης. Ας συγκρίνει κάποιος τον θόρυβο με το ΚΕΕΛΠΝΟ και τη Novartis με την πρόσφατη αντιμετώπιση των πρωταγωνιστών στην κλοπή των αντικαρκινικών φαρμάκων ή στην υπόθεση με την αφαίρεση του σήματος της Unicef.
Ο αριθμός των φωτογραφικών διατάξεων που πέρασαν την τελευταία τριετία από τη Βουλή για να βολευτούν ημέτεροι, που πολλές φορές εκπροσωπούσαν μεγάλα οικονομικά συμφέροντα, είναι τόσο μεγάλος που πιθανόν να μη συγκρίνεται με τα αντίστοιχα φαινόμενα που κατεγράφησαν τις προηγούμενες δεκαετίες που στα ηνία της χώρας εναλλάσσονταν η Νέα Δημοκρατία και το ΠΑΣΟΚ. Δεν υπάρχει παθογένεια του παρελθόντος που να έχει καταπολεμηθεί ή ρουσφέτι το οποίο να μην γίνεται σε τακτικότερη και πιο οργανωμένη βάση.
Η διαπλοκή κατακτά πεδία που το λεγόμενο «παλαιό πολιτικό σύστημα» ούτε στη φαντασία του δεν μπορούσε να κατακτήσει. Επιχειρηματίες παραδέχονται δημοσίως ότι πήγαν από την πίσω πόρτα στο πρωθυπουργικό γραφείο και οι κατά τα άλλα εύθικτοι των υπογείων του Μεγάρου Μαξίμου, που βγάζουν nonpaper για ψύλλου πήδημα, καταπίνουν τη γλώσσα τους ή σφυρίζουν αδιάφορα. 
Η προκλητική απόλαυση των προνομίων της εξουσίας, η  επικοινωνιακή διαχείριση όλων των ζητημάτων, η αδιάκοπη καταφυγή σε μορφές πολιτικής εξαπάτησης δεν έχουν το προηγούμενό τους. Διαψεύδουν ότι προετοιμάζονται για εκλογές, αλλά δεν περνάει μέρα που να μην συμπεριφέρονται σαν να βρισκόμαστε σε προεκλογική περίοδο. Με τόσα θέματα ανοιχτά, ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας,ο οποίος θεωρεί σπατάλη του πολύτιμου χρόνου του την παρουσία στη Βουλή, βρίσκει χρόνο να παριστάνει τον ηθοποιό και να γυρίζει βιντεάκια στο Μέγαρο Μαξίμου με laptop και κόκκινα χαλιά.
Όση προπαγάνδα και αν επιστρατεύσουν ο Αλέξης Τσίπρας και οι συν αυτώ οι προσπάθειες τις οποίες καταβάλουν για να πείσουν τους Έλληνες ότι επέρχεται η κανονικότητα θα αποδεικνύονται μάταιες. Θα μπορούσε να απαριθμήσει κανείς δεκάδες παραδείγματα για να επιχειρηματολογήσει σχετικά. Αρκεί, ωστόσο, ένα: μια χώρα που ο υπουργός Παιδείας φαντασιώνεται το «ρωμαλέο φοιτητικό κίνημα» που θα δώσει λύσεις στην πολύπαθη τριτοβάθμια εκπαίδευση αλλά στα Πανεπιστήμια της δεν μπορούν να γίνουν απρόσκοπα ούτε φοιτητικές εκλογές, πολύ δύσκολα θα βρει τον δρόμο που οδηγεί στην κανονικότητα.

Πέμπτη 20 Οκτωβρίου 2016

Οι μονομανίες με τα media και το χρέος



                Αν έφθανε κανείς αυτές τις μέρες στην Ελλάδα από το εξωτερικό και παρακολουθούσε τα θέματα που κυριαρχούν στον δημόσιο διάλογο, θα είχε την αίσθηση ότι όλα τα προβλήματα της χώρας έχουν λυθεί και τα μόνα τα οποία απασχολούν τους πολίτες δεν είναι παρά, στο εσωτερικό μέτωπο, η αδειοδότηση των τηλεοπτικών καναλιών και, στο διεθνές πεδίο, η ρύθμιση του δημοσίου χρέους.
Είναι χαρακτηριστικό, άλλωστε, ότι ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας μόλις ναυάγησε το σχέδιο που είχε να πάει την Τετάρτη στη Βουλή για να… πανηγυρίσει τη νίκη που ανέμενε ότι θα είχε την προηγουμένη στο Συμβούλιο της Επικρατείας, μετά την ανατροπή που σημειώθηκε στη δικαστική κρίση επί του νόμου για τις τηλεοπτικές αδειοδοτήσεις, πήρε το κυβερνητικό αεροπλάνο για μια μίνι ευρωπαϊκή τουρνέ με θέμα –τι άλλο;- την πολυθρύλητη δανειακή ελάφρυνση.       
Από τις αρχές του περασμένου καλοκαιριού, οπότε «τσάτρα πάτρα» ψηφίστηκαν οι ρυθμίσεις για το Ασφαλιστικό, οι οποίες, όσο περνά ο καιρός, αποδεικνύεται ότι, εκτός από άδικες, ήταν και ανεπαρκείς για την έκταση του προβλήματος, η επικαιρότητα κατακλύζεται από τις αντιπαραθέσεις για τα κανάλια και το χρέος. Αντιπαραθέσεις οι οποίες επισκιάζουν ο,τιδήποτε άλλο, είτε πρόκειται για τις κάθε είδους εξωτερικές απειλές που διατυπώνονται σε βάρος της χώρας, είτε για το διαρκώς επεκτεινόμενο φαινόμενο της φτωχοποίησης όλο και ευρύτερων τμημάτων του ελληνικού πληθυσμού.
Με τη γνωστή ευκολία που διακρίνει όλες τις πρωτοβουλίες του, οι κυβερνητικοί  επικοινωνιακοί μηχανισμοί ρίχνουν το ανάθεμα στα μέσα ενημέρωσης, τα οποία, ως… «όργανα της διαπλοκής» που είναι, «υπονομεύουν την… εθνοσωτήριο κυβέρνηση», προβάλλοντας μόνον τα αρνητικά και όχι τα θετικά της. Όπως συνέβη, για παράδειγμα, με την Ευρωμεσογειακή Διάσκεψη που συγκλήθηκε τον περασμένο μήνα στην Αθήνα και η περιορισμένη προβολή της οποίας προκάλεσε τη μήνη της κυβερνητικού εκπροσώπου.
                Με την απόσταση των αρκετών εβδομάδων που παρήλθαν έκτοτε, θα είχε ενδιαφέρον να άκουγε κανείς την Όλγα Γεροβασίλη να κάνει έναν μικρό απολογισμό για το τι έχασαν οι Έλληνες πολίτες επειδή δεν διέκοψαν τότε τα κανάλια για να μεταδώσουν απευθείας τις δηλώσεις του Αλέξη Τσίπρα και των προσκεκλημένων του ηγετών από τις γειτονικές –και, κατά κάποιον τρόπο, ομοιοπαθείς- χώρες. Τί διαφορετικό, άραγε, από τη διαρκή ανάγκη για σπάσιμο των «κουμπαράδων» που προορίζονται για τις μελλοντικές γενιές, ώστε να πληρωθούν οι συντάξεις, θα μας επεφύλασσε η μοίρα;
Ακόμη μεγαλύτερο ενδιαφέρον θα είχε να μπορούσε ν κάποιος να καταμετρήσει τις απεριόριστες εργατοώρες που έχουν αφιερώσει ο ίδιος ο Τσίπρας και ο πολυπληθής περίγυρος του για να προετοιμάσουν το «μαύρο» που, στο όνομα της πάταξης της διαπλοκής, σχεδιάζουν να ρίξουν στα μέσα ενημέρωσης που δεν τους είναι αρεστά. Και να συνέκρινε το άθροισμα του χρόνου με εκείνον που το ίδιο διάστημα αναλώθηκε σε άλλα ζητήματα που επηρεάζουν την καθημερινότητα των πολιτών, όπως η κατάσταση στην Υγεία και στην Παιδεία ή η χαίνουσα κοινωνική πληγή της Απασχόλησης.
Θα είχε, εξάλλου, μεγάλη αξία να μαθαίναμε τα αποτελέσματα των υποτιθέμενων προσπαθειών που καταβάλλονται από σωρεία κυβερνητικών στελεχών για την προσέλκυση νέων επενδύσεων ή ακόμη και την προώθηση παλαιότερων που είχαν παραλάβει από τους προκατόχους τους. Τι γίνεται, για παράδειγμα, με το Ελληνικό και γιατί δεν ξεκινούν τα έργα; Να είχε, άραγε, ο πρωθυπουργός, ο οποίος φέρεται να έχει αποστηθίσει το ύψος της ετήσιας διαφημιστικής δαπάνης και του ανεξόφλητου χρέους για κάθε μικρή ή μεγαλύτερη επιχείρηση στον τομέα της ενημέρωσης, την απορία ώστε να σηκώσει ένα πρωί το τηλέφωνο και να ρωτήσει τους αρμόδιους συνεργάτες του πότε προβλέπουν να μπει στον χώρο του παλαιού αεροδρομίου η πρώτη μπουλντόζα; Μάλλον όχι. Όλα δείχνουν ότι είναι άλλες οι προτεραιότητες του. Τόσο οι δικές του όσο και των συνεργατών του. Τουλάχιστον αν κρίνει κανείς από τη συχνότητα με την οποία εκδίδουν σωρηδόν non paper για κάθε θέμα που οι ίδιοι κρίνουν ότι έχει σημασία.
Θύματα των ίδιων των ιδεοληπτικών εμμονών που έχουν με τα media και εξηγούν το ιερό μένος με το οποίο καταφέρονται εναντίον τους, έχουν αναγάγει την προσπάθεια καθυπόταξης της ενημέρωσης σε υπέρτατο σκοπό που είναι συνυφασμένος με την παραμονή τους στην εξουσία. Όποιος έχει παρακολουθήσει έστω και μία από τις συνεδριάσεις της διαβόητης Εξεταστικής Επιτροπής για τα δάνεια των μέσων ενημέρωσης, δεν έχει την παραμικρή αμφιβολία για τις προθέσεις των εμπνευστών της. Η μισαλλόδοξη, άλλωστε, διάθεση, όπως και η εχθροπαθής προκατάληψη, με τις οποίες αντιμετωπίζουν τους εκπροσώπους όποιου μέσου δεν τους λιβανίζει, είναι παροιμιώδεις.
Εξίσου παροιμιώδης μέλλει να αποδειχθεί και η δεύτερη πρωθυπουργική μονομανία που είναι η παθιασμένη ενασχόληση με την «εδώ και τώρα» ρύθμιση του χρέους, η οποία έχει αναχθεί ως μοναδικό και υπέρτατο κινητήριο μοχλό για την οικονομική ανάκαμψη της χώρας. Και που ακριβώς για τν χαρακτήρα που της έχει δοθεί, λειτουργεί, εν τέλει, ως τροχοπέδη για την αναγκαία επιτάχυνση της οικονομικής δραστηριότητας, αφού δεν γίνεται τίποτε όσο καθυστερεί η διευθέτηση της συγκεκριμένης εκκρεμότητας .
Όμως, και στη μια και στην άλλη περίπτωση, όποια τροπή και αν πάρουν τα πράγματα, οι χειρισμοί της κυβέρνησης υπήρξαν τόσο άθλιοι που τη μόνη κατάληξη την οποία μπορεί να έχουν είναι να φέρνουν όλο και πιο κοντά την κατάρρευσή της. Διότι, αν ρίξει «μαύρο» στα κανάλια, είναι βέβαιο θα τη φάει το «μαύρο σκοτάδι» και γι΄ αυτό επιζητεί συνενόχους στην αντιπολίτευσης ή στη Δικαιοσύνη. Αν πάλι δεν μπορέσει να το επιβάλει, οι μέρες της στην εξουσία είναι μετρημένες. Το ίδιο, πάνω – κάτω, ισχύει και με το χρέος: Αν επιτευχθεί η διευθέτησή του, τότε δεν θα έχει καμία δικαιολογία κανένας Σκουρλέτης να λέει ότι «δεν βγαίνει το πρόγραμμα» για να δικαιολογήσει την αδράνεια του που θα γίνει πασιφανής. Αν πάλι δεν επιτευχθεί, ας αναλογιστεί ο καθένας αν μπορούν να σταθούν στις κυβερνητικές καρέκλες με τη ζημιά που θα έχουν προκαλέσει ως τότε.
Αλλά, σχεδόν πάντα, έτσι συμβαίνει με τους μονομανείς: το πάθος τους αποτελεί και τη μήτρα της καταστροφής τους.