Συνολικές προβολές σελίδας

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Συνδικαλιστές. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Συνδικαλιστές. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 23 Ιουλίου 2021

Στην εποχή των τεράτων…

 

«Ο παλιός κόσμος πεθαίνει και ο νέος κόσμος πασχίζει να γεννηθεί. Τώρα είναι η εποχή των τεράτων», έγραψε πριν από σχεδόν έναν αιώνα ο ιταλός αριστερός διανοητής Αντόνιο Γκράμσι, περιγράφοντας ίσως με τον πιο παραστατικό τρόπο την αιώνια διαπάλη ανάμεσα στο παλαιό, το οποίο αντιστέκεται και επιμένει, και στο νέο, το οποίο επέρχεται και μοιραία κάποια στιγμή θα επικρατήσει.

Θυμήθηκα τα λόγια του Γκράμσι, καθώς συμμετείχα στην πρωινή τηλεοπτική εκπομπή του Open στην οποία εμφανίστηκε συνδικαλιστής για να καταγγείλει ότι οι συνάδελφοί του εργαζόμενοι στα ΚΕΠ δεν εξυπηρετούν τους νέους 18 έως 25 ετών που απευθύνονται εκεί για να εκδώσουν τα αποκαλούμενα «freedom pass» που αντιστοιχούν στην προπληρωμένη χρεωστική κάρτα των 150 ευρώ την οποία δικαιούνται όσοι από τη συγκεκριμένη ηλικιακή ομάδα εμβολιάζονται.

Η καταγγελία του συνδικαλιστή δεν στρεφόταν φυσικά κατά των συναδέλφων του, αλλά κατά του… ανάλγητου κράτους το οποίο, σύμφωνα με τον καταγγέλλοντα, είχε παραλείψει να στείλει σχετική εγκύκλιο (σ.σ.: τι ωραία λέξη βγαλμένη από το βαθύ παρελθόν της ελληνικής γραφειοκρατίας;) και είχε περιοριστεί να κάνει ανακοινώσεις από τα μέσα ενημέρωσης.

Από πρώτης άποψης, μάλιστα, η συνδικαλιστική διαμαρτυρία φαινόταν εύλογη, ακόμη και αν αφορούσε μια μικρή μερίδα δικαιούχων των «freedom pass» και συγκεκριμένα όσους δεν διαθέτουν κωδικούς taxisnet με τους οποίους θα μπορούσαν οι ίδιοι εύκολα και από το κινητό τηλέφωνο τους να ολοκληρώσουν την όλη διαδικασία, κάτι που έχουν κάνει πολλές χιλιάδες άλλοι νέοι.

 Όπως, όμως, απεδείχθη αμέσως μετά, ο συνδικαλιστής μάλλον δεν είχε ασχοληθεί επί της ουσίας με το αντικείμενο της καταγγελίας του, παρόλο που εκπροσωπούσε έναν κλάδο ο οποίος τις δύο τελευταίες δεκαετίες έχει γίνει συνώνυμο της μείωσης της ταλαιπωρίας που συνήθως βιώνουμε όλοι μας στις δημόσιες υπηρεσίες.

Διότι, αν το είχε κάνει, θα ήξερε ότι οι συνάδελφοί του είχαν ήδη διεκπεραιώσει περί τις 4.500 τέτοιες υποθέσεις, όπως ανέφερε αμέσως μετά ο υφυπουργός Ψηφιακής Διακυβέρνησης Γιώργος Γεωργαντάς, ο οποίος παρενέβη στην ίδια εκπομπή για να (υπο-)δείξει ότι στη διαδικτυακή πλατφόρμα υπάρχει ένδειξη που αφορά την είσοδο σε αυτήν των εργαζομένων στα ΚΕΠ.  

Οι τελευταίοι, άλλωστε, σε πλείστες όσες περιπτώσεις, τόσο παλαιότερα όσο, πολύ περισσότερο, την περίοδο της πανδημικής κρίσης, έχουν συνδράμει τους πολίτες οι οποίοι είτε δεν έχουν ευχέρεια χρήσης των ψηφιακών μέσων είτε αντιμετωπίζουν ιδιαίτερες δυσκολίες που δεν μπορούν να υπερβούν οι ίδιοι.

Είναι νομίζω εύκολο να αντιληφθεί κανείς ποια θα ήταν η επιδημιολογική εικόνα που θα επικρατούσε στη χώρα αν δεν είχαν προχωρήσει τόσο πολύ τα τελευταία χρόνια οι ψηφιακές συναλλαγές και η εξ αποστάσεως διεκπεραίωση πάμπολλων δραστηριοτήτων που στο παρελθόν απαιτούσαν αυτοπρόσωπη παρουσία και πολύωρη αναμονή στις ουρές των τραπεζών, της εφορίας, των ασφαλιστικών ταμείων και εν γένει υπηρεσιών που σχετίζονται με το Δημόσιο αλλά και με τον ιδιωτικό τομέα της οικονομίας.

Εύκολα επίσης μπορεί να υπολογίσει κάποιος πόσο διαφορετική θα ήταν η εικόνα της σημερινής κυβέρνησης στην κοινή γνώμη αν η ομάδα που συγκρότησε ο Κυριάκος Πιερρακάκης στο υπουργείο Ψηφιακής Διακυβέρνησης συνέχιζε να κυνηγάει διαστημικές χίμαιρες και φαντασιακούς εμπρηστές–επετειακή μέρα που είναι σήμερα- στο Μάτι, όπως έκαναν οι προκάτοχοι του στο ίδιο πόστο και δεν έπεφτε με τα μούτρα στην προσπάθεια για την πάταξη της περιττής και κοστοβόρας γραφειοκρατίας μέσω του ψηφιακού εκσυγχρονισμού.

Δεν είναι, άλλωστε, υπερβολή να υποστηριχθεί ότι στη διάρκεια της τελευταίας διετίας ο μόνος τομέας στον οποίο οι πολίτες είδαν απτές αλλαγές στην καθημερινότητά τους είναι ακριβώς αυτός. Σχεδόν για κάθε ζήτημα που ανακύπτει σχετικά με την εξυπηρέτηση του πολίτη, η λύση αναζητείται μέσω της εμπλοκής του υπουργείου Ψηφιακής Διακυβέρνησης: από τα SMS της καραντίνας και τη συμμετοχή στο εμβολιαστικό πρόγραμμα και από την επικαιροποίηση των προσωπικών στοιχείων μας στις τράπεζες, μέσω της πλατφόρμας KYC Know your customers») έως την επιτάχυνση της διαδικασίας έκδοσης συντάξεων ή κτηματογράφησης των περιουσιακών δικαιωμάτων στην ελληνική επικράτεια.

Χωρίς διάθεση να τα ισοπεδώσουμε όλα, πρέπει να παραδεχτούμε ότι στον τομέα τους ψηφιακού εκσυγχρονισμού τα δύο τελευταία χρόνια έγιναν αρκετά περισσότερα συγκριτικά με προηγούμενες περιόδους. Ο Πιερρακάκης και οι συν αυτώ δεν επανεφηύραν την πυρίτιδα ούτε ανακάλυψαν εκ νέου την Αμερική. Πορεύτηκαν σε δρόμους που άλλοι άνοιξαν πρωτύτερα τόσο διεθνώς όσο και στη χώρα μας. Αλλά το έκαναν με σχέδιο και προσήλωση, με συνέπεια και συνέχεια και προπαντός με μετρήσιμη αποτελεσματικότητα.

Μένουν, ωστόσο, να γίνουν πάρα πολλά ακόμη ώστε να αρθεί ανυπολόγιστος αριθμός από αχρείαστα εμπόδια που ορθώνονται μπροστά μας, κάνοντας δύσκολη τη ζωή όλων όσοι ζούμε και εργαζόμαστε στην Ελλάδα. Και όπως κατέδειξε η αφορμή γι΄ αυτό το κείμενο που ήταν η καταγγελία του συνδικαλιστή, χρειάζεται ακόμη μεγάλος αγώνας για να κατανικηθεί η παλαιά και κακώς εννοούμενη δημοσιοϋπαλληλική νοοτροπία, σύμφωνα με την οποία «δεν γίνεται τίποτε αν δεν το λέει η εγκύκλιος».

Ίσως είναι και αυτό ένα απτό στοιχείο που μαρτυρεί ότι βρισκόμαστε στην, κατά τον Γκράμσι, «εποχή των τεράτων», αφού, παραφράζοντάς τον ιταλό διανοητή, πρέπει να παραδεχθούμε ότι μπορεί το νέο να γεννήθηκε, πλην, όμως, όπως όλα δείχνουν γύρω μας, μη εξαιρουμένης και της περιορισμένης συμμετοχής στα εμβολιαστικά προγράμματα παγκοσμίως, το παλαιό πασχίζει να μείνει ακόμη ζωντανό.

Με κάθε τρόπο και με όλα τα μέσα!

Πέμπτη 14 Μαΐου 2020

«Θέλω ν’ αγιάσω κι οι διαβόλοι δε μ’ αφήνουν…»


Ένα από τα ερωτήματα που συχνά τίθεται στον δημόσιο διάλογο είναι το κατά πόσο αποτελεί θεμιτή δημοσιογραφική πρακτική να γίνονται αντικείμενο κριτικής οι θέσεις, οι απόψεις και εν γένει η στάση της αντιπολίτευσης, όπως και οι συμπεριφορές των στελεχών της.
Ορισμένοι υποστηρίζουν ότι τα δημοσιογραφικά βέλη πρέπει να εξακοντίζονται αποκλειστικά και μόνον εναντίον της κυβέρνησης, προβάλλοντας το επιχείρημα ότι ο ρόλος και η αποστολή του Τύπου είναι να ασκεί κριτική στην εκάστοτε εξουσία.
Όσοι υιοθετούν τέτοιους ισχυρισμούς, ηθελημένα ή όχι, αγνοούν ότι στην πραγματικότητα που διαμορφώνεται στις δημοκρατικές πολιτείες, η εξουσία δεν ασκείται μόνον από την κυβέρνηση. Μπορεί οι περισσότερες αποφάσεις να λαμβάνονται, τυπικώς τουλάχιστον, από τις κυβερνήσεις, η διαμόρφωση, όμως, του πλαισίου μέσα στο οποίο αυτές κινούνται επηρεάζεται από πολύ περισσότερες πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις.
Για να το πούμε με ένα παράδειγμα από την πρόσφατη ιστορία: όσες καλές προθέσεις και αν είχε η κυβέρνηση Σημίτη όταν το 2001 εισηγήθηκε το σχέδιο Γιαννίτση για τη μεταρρύθμιση του Ασφαλιστικού, από τη στιγμή που σύσσωμη η αντιπολίτευση στάθηκε στο πλευρό των συνδικαλιστών, το ναυάγιο ήταν σχεδόν αναπόφευκτο.
Οπωσδήποτε, η τότε κυβέρνηση βαρύνεται με την ευθύνη της οπισθοχώρησης την οποία έκανε μπροστά στον φόβο του πολιτικού κόστους. Από την άλλη, όμως, και η τότε αντιπολίτευση επωμίζεται την ευθύνη της υιοθέτησης μαξιμαλιστικών θέσεων, όπως τα περίφημα «τρία δεν» του Κώστα Καραμανλή –«δεν θα αυξηθούν οι εισφορές, δεν θα μειωθούν οι συντάξεις, δεν θα αλλάξουν τα όρια ηλικίας»- τα οποία οδήγησαν τη χώρα χειροπόδαρα δεμένη στη κρίση του 2009.
Το ίδιο έργο, αλλά με ακόμη πιο σκληρές σκηνές, είδαμε να επαναλαμβάνεται και στα χρόνια του Μνημονίου που σχεδόν μοιραία ακολούθησαν. Μέχρι να έρθει η σειρά τους να υπογράψουν τα δικά τους –σκληρότερα το ένα από το άλλο- Μνημόνια, η Νέα Δημοκρατία του Αντώνη Σαμαρά και ο ΣΥΡΙΖΑ του Αλέξη Τσίπρα είχαν πείσει την πλειονότητα των Ελλήνων ότι από ένα στιγμιαίο… ατύχημα είχαν μπει στη μέγγενη των θυσιών.
Με την απόσταση των χρόνων που μας χωρίζει πλέον από εκείνη την περίοδο της πολιτικής υστερίας, αντιλαμβάνεται, νομίζω, κάθε εχέφρων άνθρωπος ότι το τίμημα της κρίσης που πληρώσαμε θα ήταν ηπιότερο εφόσον, αντί για τρία Μνημόνια –ένα για κάθε βιαστικό που ήθελε να γίνει πρωθυπουργός-, οι πολιτικές δυνάμεις της εποχής είχαν συμβιβαστεί με την πραγματικότητα και είχαν υπογράψει όλοι μαζί ένα Μνημόνιο. Όπως, άλλωστε, συνέβη σε άλλες χώρες που αντιμετώπισαν αντίστοιχα προβλήματα και βγήκαν από την κρίση νωρίτερα και με μικρότερες απώλειες.
Επανερχόμενος στο τώρα, θέλω να εξομολογηθώ ότι κάθε φορά που ψέγω την αξιωματική αντιπολίτευση για πράξεις ή παραλείψεις της ηγεσίας ή στελεχών της, εύχομαι να είναι η τελευταία αφορμή που μου δίνεται, ευελπιστώντας ότι την επόμενη φορά θα ικανοποιήσω την απαίτηση όσων –και φίλων μου!- πιστεύουν ότι ο βασικός στόχος της κριτικής πρέπει να είναι η κυβερνητική εξουσία.
Υπό αυτό το πρίσμα, σχεδίαζα τούτη τη φορά να προσπεράσω τη μίζερη κριτική του ΣΥΡΙΖΑ για τον υποτιθέμενο «Μεγάλο Αδελφό» στις σχολικές αίθουσες, την μικροπρεπή γκρίνια για τις μάσκες, τις βλακώδεις συγκρίσεις με τις επιπτώσεις της πανδημίας του κορωνοϊού στην Αλβανία, τις ανοίκειες επιθέσεις των κατευθυνόμενων τρολ κατά του Σωτήρη Τσιόδρα, τις αντικρουόμενες παραινέσεις προς την κυβέρνηση για χρήση ή μη του περιώνυμου δημοσιονομικού «μαξιλαριού» ή τις αντιφατικές τοποθετήσεις για τον συνωστισμό που δεν ενοχλεί όταν γίνεται στις πλατείες που πέφτουν μολότοφ και σπάνε βιτρίνες αλλά είναι απαράδεκτο και επικίνδυνο ως προοπτική στα σχολεία ή στις εκκλησίες.
Αντ’ αυτών σκόπευα να ασχοληθώ με τη διαφαινόμενη δυστοκία της κυβέρνησης να εμφανίσει εγκαίρως ένα ολοκληρωμένο και συνεκτικό σχέδιο για την αναχαίτηση της ύφεσης με ενοποίηση των διάσπαρτων ανακοινώσεων για μέτρα ανακούφισης των εργαζομένων και των επιχειρήσεων που δείχνουν να λαμβάνονται αποσπασματικά και υπό την πίεση των γεγονότων. Και –γιατί όχι;- συχνά και υπό την πίεση της αντιπολίτευσης.
Αλλά, όπως λέει και η γνωστή λαϊκή παροιμία, «θέλω ν’ αγιάσω κι οι διαβόλοι δε μ’ αφήνουν…». Διαβάζοντας την ανακοίνωση της Κουμουνδούρου μετά την αναγγελία για ανανέωση της θητείας του Γιάννη Στουρνάρα, θεώρησα ότι δεν μπορεί να περάσει απαρατήρητη το μισαλλόδοξο περιεχόμενο του κειμένου που υπογράφεται από την ηγεσία ενός κόμματος το οποίο υποτίθεται ότι ετοιμάζεται να πάρει πρωτοβουλία για τη συγκρότηση… «προοδευτικού μετώπου».
Το κόμμα του Αλέξη Τσίπρα, αντί να δείξει ελάχιστη μεταμέλεια και να ζητήσει συγνώμη για τις άθλιες παρακρατικές μεθοδεύσεις κατά του κεντρικού τραπεζίτη και της οικογενείας του που ακολουθήθηκαν στα χρόνια της ΣΥΡΙΖΑϊκής διακυβέρνησης, έχει το θράσος να απειλεί πως όταν και αν επανέλθει στην κυβερνητική εξουσία θα συνεχίσει τη βεντέτα με τον Γιάννη Στουρνάρα, αγνοώντας ότι την πρώτη φορά το μόνο που πέτυχε ήταν να διασύρει τη χώρα.
Αποτελεί μνημείο ιταμότητας το ύφος με το οποίο καταλήγει η… συγχαρητήρια δήλωση του ΣΥΡΙΖΑ για τον διακεκριμένο οικονομολόγο που θα εκπροσωπεί τη χώρα μας τα επόμενα έξι χρόνια στον κορυφαίο θεσμό της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας: «Αλλά έτσι όπως τα φέρνει η ζωή, θα ξανασυναντηθούμε αργά η γρήγορα, οπότε θα έχει και πάλι όλο τον χρόνο στη διάθεσή του να υπονομεύει την επόμενη προοδευτική κυβέρνηση», είναι το έμπλεο… προοδευτικότητας μήνυμα της Κουμουνδούρου.
Πάτε στοίχημα ότι αν δεν την έγραψε ο Παύλος Πολάκης, ήταν το… προοδευτικό του πνεύμα που την υπαγόρευσε;

Πέμπτη 7 Μαΐου 2020

Δυναμικές μειοψηφίες κολλημένες στη μιζέρια του χθες


            Για όσους ενδεχομένως δεν το πληροφορήθηκαν, που φαντάζομαι είναι η συντριπτική πλειονότητα των Ελλήνων, έχει αξία να μάθουν ότι η Ομοσπονδία Λειτουργών Μέσης Εκπαίδευσης (ΟΛΜΕ) κάλεσε τους καθηγητές της μέσης εκπαίδευσης, τους οποίους υποτίθεται ότι εκπροσωπεί, να μην εμφανιστούν στα σχολεία μετά τη δίμηνη ανάπαυλα που τους επέβαλε η πανδημία του κορωνοϊού.
            «Προκηρύσσουμε 3ωρη στάση εργασίας για την Τετάρτη 6 Μαΐου για τις 3 πρώτες ώρες του ημερήσιου και του εσπερινού ωραρίου και καλούμε τις ΕΛΜΕ να προκηρύξουν 3ωρες στάσεις εργασίας για το υπόλοιπο του ωραρίου ως πρώτο βήμα αντίδρασης τόσο για το άνοιγμα των σχολείων όσο και για το κατατεθέν νομοσχέδιο», διαβάζουμε αυτολεξεί στην ανακοίνωση που είναι ανηρτημένη στην ιστοσελίδα της Ομοσπονδίας.
            Είναι μια ανακοίνωση πραγματικό «περιβόλι παραδοξολογίας» που ξεκινά από τον τίτλο της, καθώς επιγράφεται ως «Πρόγραμμα δράσης της ΟΛΜΕ για την επαναλειτουργία των σχολείων», ενώ εκείνο το οποίο στην ουσία (επι-)ζητεί είναι να μην ανοίξουν τα σχολεία της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Είναι ένα κείμενο το οποίο βρίθει στρεψοδικιών και προσχηματικών υπεκφυγών μέσω των οποίων επιχειρείται να δώσουν άλλοθι σε όσους καλόμαθαν και δεν θέλουν να επιστρέψουν στη δουλειά τους.
Κατηγορεί, για παράδειγμα, η ανακοίνωση της ΟΛΜΕ το υπουργείο Παιδείας ότι «εξακολουθεί να μην παίρνει κανένα μέτρο προκειμένου να ικανοποιηθούν τα αιτήματα υγειονομικής προστασίας, όπως αυτά εκφράστηκαν στο υπόμνημα της ΟΛΜΕ (30.4.20) και ταυτόχρονα καλεί τους εκπαιδευτικούς, με οδηγία που εστάλη Σάββατο βράδυ, να παρουσιαστούν στα σχολεία τους στις 6 Μαΐου, παρότι η σχετική ΚΥΑ αναφέρει ρητά ότι τα σχολεία παραμένουν κλειστά μέχρι τις 10 Μαΐου».
Ευλόγως, λοιπόν, αναρωτιέται κάθε εχέφρων άνθρωπος: Τι είναι εκείνο που τους ενόχλησε; Επειδή η οδηγία βγήκε σαββατόβραδο; Ή επειδή φοβούνταν ότι θα εύρισκαν κλειστά τα σχολεία αν μετέβαιναν σε αυτά πριν τις 10 Μαΐου; Και επιπλέον: Αν δεν πάνε νωρίτερα οι εκπαιδευτικοί πως θα προετοιμαστεί το έδαφος για να ληφθούν μέτρα για την υγειονομική προστασία διδασκόντων και διδασκομένων όταν θα ανοίξουν τα σχολεία; Ποιος θα κάνει την προετοιμασία; Η Νίκη Κεραμέως ή η Σοφία Ζαχαράκη;
Με την επόμενη, ωστόσο, άκρως «σχοινοτενή» πρόταση της ανακοίνωσης της ΟΛΜΕ –που ελπίζει κανείς να μην την έγραψε και να μην τη διάβασε, πριν εκδοθεί, εκπαιδευτικός που διδάσκει φιλολογικά μαθήματα- δεν μένουν πολλές απορίες για τις πραγματικές προθέσεις. Θαυμάστε την, όπως ακριβώς είναι γραμμένη και δημοσιευμένη, χωρίς περαιτέρω σχόλια:    
«Παρά τις δηλώσεις αρκετών λοιμωξιολόγων, που θεωρούν επικίνδυνη την επαναλειτουργία των σχολείων, παρά τις ελλείψεις σε ατομικά μέτρα προστασίας (μάσκες, γάντια, αντισηπτικά) στα σχολεία, παρά το γεγονός ότι στα περισσότερα σχολεία δεν έχουν γίνει απολυμάνσεις, παρά το ότι δεν υπάρχουν οι απαραίτητες κτιριακές υποδομές (αίθουσες με τα απαραίτητα τετραγωνικά μέτρα), παρά το ότι δεν έχουν προβλεφθεί άδειες για τους εκπαιδευτικούς που έχουν ασθένειες που δεν συμπεριλαμβάνονται στο ΦΕΚ του ΥΠΕΣ ή άτομα που ανήκουν σε ευπαθείς ομάδες στο άμεσο οικογενειακό τους περιβάλλον, ούτε υπάρχει μέριμνα για τις άδειες ειδικού σκοπού των αναπληρωτών, το ΥΠΑΙΘ καλεί τους εκπαιδευτικούς νωρίτερα στα σχολεία και επιμένει στο άνοιγμα Γυμνασίων και Α και Β Λυκείου, παρά την αντίθετη πρόταση της ΟΛΜΕ».
Τα προσχήματα και οι υπεκφυγές κορυφώνονται αμέσως μετά όταν εκφράζεται ανησυχία επειδή οι καθηγητές που θα πάνε στα σχολεία θα σταματήσουν την τηλεκπαίδευση. «Η απόφαση του ΥΠΑΙΘ να καλέσει τους εκπαιδευτικούς να παραστούν στα σχολεία από τις 6 Μαΐου ακυρώνει στην πράξη την εξ αποστάσεως εκπαίδευση, αποκλείοντας τους μαθητές του Γυμνασίου και Α και Β Λυκείου από κάθε μαθησιακή διαδικασία για 2 βδομάδες», ισχυρίζονται. Και δεν ξέρει κανείς αν πρέπει να κλάψει ή να γελάσει με αυτή τη στρεψόδικη «επιχειρηματολογία».
Το γεγονός ότι ο πρόεδρος και η πλειοψηφία της διοίκησης της ΟΛΜΕ ανήκουν στην προσκείμενη στη Νέα Δημοκρατία συνδικαλιστική παράταξη δεν έχει καμία σημασία. Άλλωστε, όποιος κάνει μια μικρή περιήγηση στην ιστοσελίδα της Ομοσπονδίας, που δημοσιεύει τις ανακοινώσεις όλων των παρατάξεων, δυσκολεύεται να αντιληφθεί το ιδεολογικό υπόβαθρο ενός εκάστου των συνδικαλιστών.
Λίγο ως πολύ, δεξιοί ή ακροαριστεροί συνδικαλιστές, όλοι τους χρησιμοποιούν πανομοιότυπη φρασεολογία. Σε βαθμό που όταν διαβάζεις τις απόψεις τους δεν μπορείς να διακρίνεις αν εμφορούνται από φιλελεύθερες ιδέες ή αν διακατέχονται από… εμμονές υπέρ της «δικτατορίας του προλεταριάτου».
Σχεδόν χωρίς εξαίρεση, όλες τους οι δηλώσεις και οι ανακοινώσεις χαρακτηρίζονται από ακατάσχετες γκρίνιες, μίζερη άρνηση, στείρες διαμαρτυρίες και οπισθοδρομικές καταγγελίες. Αντιθέτως, πουθενά δεν συναντά κάποιος δημιουργική διεκδίκηση που να προωθεί τη χαρά της διδασκαλίας και να εκφράζει τη διάθεση που ξέρουμε ότι έχουν αρκετοί εκπαιδευτικοί, οι οποίοι αδημονούν να βρεθούν το συντομότερο κοντά στους μαθητές τους.
Δεν είναι τυχαίο, εξάλλου, ότι όλες οι συνδικαλιστικές παρατάξεις πολέμησαν και πολεμούν από κοινού κάθε απόπειρα αξιολόγησης του έργου που προσφέρει κάθε εκπαιδευτικός. Ενώ δέχονται ευχαρίστως κάθε κατεδαφιστική προσπάθεια που θέτει εκ ποδών την αξιοκρατία και προωθεί τη λογική της ήσσονος προσπάθειας από καθηγητές και μαθητές.    
Παρά ταύτα, δεν μπορώ να φανταστώ ότι αυτή η ισοπεδωτική εικόνα που αναδύεται από τις απόψεις και τις θέσεις της ΟΛΜΕ αντιπροσωπεύει το σύνολο της εκπαιδευτικής κοινότητας, ακόμη και αν οι αποφάσεις της Ομοσπονδίας είναι συνήθως ομόφωνες, αφού όλες οι παρατάξεις που την απαρτίζουν ακολουθούν την ίδια συνδικαλιστική μανιέρα.
Θέλω να πιστεύω ότι η διοίκηση της ΟΛΜΕ προέκυψε από τις γνωστές πολιτικάντικες διαδικασίες τις οποίες ακολουθούν συνήθως οι δυναμικές μειοψηφίες που είναι κολλημένες στο μίζερο παρελθόν.
Το γεγονός, άλλωστε, ότι η πραγματική συμμετοχή των καθηγητών της μέσης εκπαίδευσης στις κινητοποιήσεις της ΟΛΜΕ κινείται σε μονοψήφια ποσοστά, αποδεικνύει ότι έχουμε να κάνουμε με έναν αυτοαναφορικό μηχανισμό που δεν έχει καμία σχέση ή σύνδεση με την ελληνική κοινωνία η οποία επιδεικνύει υψηλή διάθεση προσαρμογής στη νέα πραγματικότητα που φέρνει η εποχή του κορωνοϊού.