Συνολικές προβολές σελίδας

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Σύβοτα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Σύβοτα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τρίτη 24 Ιουλίου 2012

Αναπολώντας την Ελλάδα των Ολυμπιακών


Στην αντίστροφη μέτρηση για την έναρξη της Ολυμπιάδας του Λονδίνου, η μνήμη γυρνά πίσω στους «δικούς μας» Αγώνες, στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας, στην Ελλάδα του 2004, που ήταν στο επίκεντρο όλου του πλανήτη ως θετικό πρότυπο μικρής χώρας που μπορεί να φέρει σε πέρας μεγάλα εγχειρήματα.
Είμαι από εκείνους που “έζησαν” έντονα την ανάταση στην οποία βρέθηκε η χώρα μας εκείνη την περίοδο, με τους χιλιάδες εθελοντές και όχι μόνο που έδωσαν τον καλύτερο εαυτό τους. Προμηθεύτηκα έγκαιρα εισιτήρια για να παρακολουθήσω τους Αγώνες και συμμετείχα –συν γυναικί και τέκνοις- στις δύο λαμπαδηδρομίες που έγιναν με την ολυμπιακή φλόγα, τη μια εξ αυτών στη διαδρομή από την Πλαταριά προς τα Σύβοτα.  
Μεταφέροντας, μάλιστα, την εμπειρία μου –που την επανέλαβα και στους Παραολυμπιακούς- έγραφα τότε («Το Βήμα» 10.08.2004) τα εξής: «Κι όταν το βράδυ στο καφενείο του χωριού έρχεσαι αντιμέτωπος με τις γνωστές γκρίνιες για το κόστος των Αγώνων και τη συμβολή του στην ερήμωση της περιφέρειας, διανθισμένες με τοπικά παράπονα, όπως γιατί δεν πέρασε η φλόγα από την ακριτική Σαγιάδα ή το ιστορικό Σούλι, νοιώθεις έντονη την ανάγκη να αλλάξεις το θέμα της συζήτησης».
«Και το κάνεις εύκολα περιγράφοντας ως αυτόπτης την ευλάβεια και το δέος με το οποίο ντόπιοι αλλά και ξένοι παραθεριστές στην παραλία των Συβότων, κρατούσαν στα χέρια τους τη δάδα που ευγενικά σού είχαν ζητήσει να τους επιτρέψεις να φωτογραφηθούν μαζί της», κατέληγα σε εκείνο το κείμενο.
Δεν ξέρω πόσο ακριβώς συνέβαλε η διεξαγωγή των –αναμφισβήτητα- υπερβολικά «πολυτελών» Αγώνων, που οργανώσαμε, στον δημοσιονομικό εκτροχιασμό και στη συνακόλουθη υπερχρέωση του ελληνικού δημοσίου που κατέληξαν στη δεινή οικονομική κρίση που “εγκαταστάθηκε” στη χώρα τέσσερα χρόνια και είναι ακόμη εδώ.
Βλέπετε, από ό,τι γνωρίζω, αναλυτικός οικονομικός απολογισμός για το συνολικό κόστος των Αγώνων δεν έγινε ποτέ, κάτι που δεν προκαλεί ιδιαίτερη έκπληξη όταν αφορά μια χώρα που ακόμη σήμερα δεν είναι απολύτως βέβαιη για τους ποιους, πόσο και γιατί πληρώνει το ελληνικό δημόσιο.
Έχω, ωστόσο, υπόψη μου κάποιους παλαιότερους υπολογισμούς που ήθελαν το κόστος να κυμαίνεται περί τα 10 δισ. δραχμές, ποσό που δεν είναι ευκαταφρόνητο, αλλά θα μπορούσε να θεωρηθεί εύλογο αν είχαν αξιοποιηθεί όλα τα έργα που έγιναν εξ αφορμής των Αγώνων και ορισμένα από τα οποία παραμένουν ως σήμερα ανεκμετάλλευτα.  
Για να έχουμε μια αίσθηση της τάξης των μεγεθών, επικαλούμαι επίσημα στοιχεία, σύμφωνα με τα οποία την 6ετία 2004-2009, οι κρατικές δαπάνες (χωρίς τους τόκους) αυξήθηκαν 50%, όταν η μέση αύξηση στις συνολικά 27 χώρες της Ε.Ε. ήταν 22%. Ειδικά οι καταναλωτικές δαπάνες του Δημοσίου (σχεδόν το 70% των συνολικών) αυξήθηκαν 41%, όταν στους 27 αυξήθηκαν 20%.
Αντίστοιχα, την ίδια περίοδο, τα κρατικά έσοδα αυξήθηκαν κατά 25%, ενώ στους 27 μόνο κατά 11%. Κάπως έτσι, στο δημόσιο χρέος προστέθηκαν 116 δισ. ευρώ, με αποτέλεσμα να εκτιναχτεί από τα 183 δισ., που ήταν στο τέλος του 2003, στα 300 δισ. ευρώ, στο τέλος του 2009, αυξημένο, δηλαδή, κατά 63%, ενώ στους 27 μόνο 33%.
Άρα, όπως και να το κάνουμε, ακόμη και αν δεν είχαμε οργανώσει τους Ολυμπιακούς, τα πράγματα δεν θα ήταν πολύ διαφορετικά για μας και με αυτές τις επιδόσεις κατά τη μεταολυμπιακή περίοδο δεν βρίσκω πως θα μπορούσαμε να αποφύγουμε τη βαθιά ύφεση, όταν εκείνο που έλειψε τα επόμενα χρόνια ήταν το οικονομικό σχέδιο για την παραγωγική αναδιάρθρωση.
Οκτώ χρόνια μετά, έχω την εντύπωση ότι από εκείνο το μοναδικό επίτευγμα των Ολυμπιακών του 2004, μας έμεινε μόνον η αίσθηση του Έλληνα «καταφερτζή». Και, δυστυχώς, τίποτε άλλο. Αλλά και αυτό, πιστεύω ότι δεν είναι λίγο. Αν, ακόμη και τώρα, πιστέψουμε στις δυνάμεις μας, νομίζω ότι μπορούμε να τα καταφέρουμε. Και, όπως τότε πήραμε “χρυσό μετάλλιο” στην οργάνωση των Αγώνων, τώρα μπορούμε να διεκδικήσουμε μετάλλιο στην προσπάθεια για ανάκαμψη και ανάπτυξη της οικονομίας μας.

*Ο Γρηγόρης Τζιοβάρας είναι δημοσιογράφος, περιφερειακός σύμβουλος Θεσπρωτίας στο πρώτο αιρετό Περιφερειακό Συμβούλιο Ηπείρου. Η αρθρογραφία του (ανα)δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα: http://topikakaiatopa.blogspot.com.

Τρίτη 10 Μαΐου 2011

Ο Αλέκος, ο Μέτο(ς) και ο… αιώνιος Μπερίσα

             Την ευκαιρία να αναφερθώ σε ένα εξαιρετικό βιβλίο για τις ελληνοαλβανικές σχέσεις στην μετα-Χότζα εποχή, μου έδωσαν οι δημοτικές εκλογές που διεξήχθησαν την περασμένη Κυριακή στη γειτονική Αλβανία. «Στον αστερισμό του εθνικισμού», είναι ο τίτλος του  και το υπογράφει ο συντοπίτης μας –από τον Αυλότοπο Σουλίου- διακεκριμένος δημοσιογράφος Σταύρος Τζίμας, ο οποίος παρέχει στον αναγνώστη ανεκτίμητα εργαλεία για να κατανοήσει το πολιτικό παιχνίδι που παίζεται στη γείτονα με την πολιτική ένταση, ανάμεσα στις κυρίαρχες κομματικές δυνάμεις των Τιράνων, όπως και να βρει εξηγήσεις για τη διασπασμένη ελληνική μειονότητα. 
          Το βιβλίο είναι η «προσωπική μαρτυρία του συγγραφέα για τα δραματικά γεγονότα στη μετακομμουνιστική Αλβανία», «ένα εκτενές ρεπορτάζ του αυτόπτη δημοσιογράφου», όπως γράφει ο ίδιος στον πρόλογο, «ένα διαχρονικό οδοιπορικό στο οποίο καταθέτει όσα έζησε επί τόπου, όσα πληροφορήθηκε στα παρασκήνια και όλα αυτά που του αφηγήθηκαν οι πρωταγωνιστές» μιας περιόδου μεστής από εξελίξεις στην ταραγμένη βαλκανική γειτονιά μας.
          Στις σελίδες του βιβλίου, που διαβάζεται και ως πολιτικό θρίλερ, καταγράφονται η επόμενη μέρα της πτώσης του Χότζα, η επικίνδυνη ένταση στις ελληνοαλβανικές σχέσεις την περίοδο 1993-1995, η κατάρρευση της Αλβανίας, το 1997, και οι διώξεις εις βάρος της ελληνικής μειονότητας.
Αποκαλύπτονται, επίσης, τα παρασκήνια αλυτρωτικών σχεδίων και συνωμοτικών δράσεων για τη Βόρειο Ήπειρο από εθνικιστικούς κύκλους στην Ελλάδα και μυστικές υπηρεσίες, ένθεν κακείθεν των συνόρων. Όπως και το μεγάλο «φαγοπότι» στο οποίο επιδόθηκαν ορισμένοι υπερπατριώτες, μέσω των μυστικών κονδυλίων του υπουργείου Εξωτερικών και της ΕΥΠ, αλλά και με την «ανθρωπιστική» βοήθεια του αλήστου μνήμης Ιδρύματος Παλιννοστούντων.
          Ο Σταύρος Τζίμας φέρνει στο φως ενδιαφέροντα στοιχεία για το ρόλο που διαδραμάτισαν στο προσκήνιο και το παρασκήνιο διάφορα πρόσωπα στη διαμόρφωση της εσωτερικής πολιτικής κατάστασης στην Αλβανία, αλλά και στις σχέσεις της με την Ελλάδα: Από τον μακαριστό μητροπολίτη Δρυϊνουπόλεως Σεβαστιανό και τον –ακόμα ενεργό, όπως επιμένουν δημοσιογραφικές εκτιμήσεις- συντοπίτη μας, επίσης, Νίκολας Γκέητζ (Γκατζογιάννη) έως τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη και τον Αντώνη Σαμαρά που ήταν στην εξουσία όταν κατέρρευσε το τελευταίο περίκλειστο καθεστώς της Ευρώπης.
          Εδώ θέλω να προσθέσω την προσωπική μου μαρτυρία για την «ψυχρολουσία» που επεφύλαξε το καθεστώς Ραμίζ Αλία στους κκ. Μητσοτάκη και Σαμαρά, όταν, τον Ιανουάριο του 1991, επισκεπτόμενοι τα Τίρανα, ως πρωθυπουργός ο ένας και ως υπουργός Εξωτερικών ο άλλος, τέθηκε για πρώτη φορά επισήμως «θέμα Τσάμηδων». Η αντίδρασή τους ήταν να επιχειρήσουν να βγάλουν… «παράφρονες» τους Έλληνες δημοσιογράφους που τους συνοδεύαμε, ισχυριζόμενοι ότι ο εκπρόσωπος της κυβέρνησης των Τιράνων που μας είχε ενημερώσει για την ανακίνηση του ζητήματος στις επίσημες συνομιλίες, δεν ήταν αυτό που εμείς... νομίζαμε!
          Από τις πολλές αποκαλύψεις του βιβλίου, βρήκα ως πλέον ενδιαφέρουσα την περιγραφή του παρασκηνίου που εκτυλίχθηκε εδώ στα μέρη μας και αφορά τις προσπάθειες της κυβέρνησης του Ανδρέα Παπανδρέου να βρεθεί λύση στο περίπλοκο κουβάρι των σχέσεων που είχε δημιουργηθεί το 1994 μετά τη δολοφονία Αλβανών στρατιωτικών στο αλβανικό φυλάκιο της Επισκοπής και τις διώξεις που ακολούθησαν κατά στελεχών της ελληνικής μειονοτικής οργάνωσης «Ομόνοια».
          «Με πρωτοβουλία και έγκριση του Ανδρέα Παπανδρέου, ο τότε υπουργός Οικονομικών και άριστος γνώστης των ελληνοαλβανικών Αλέκος Παπαδόπουλος, προσέγγισε έναν Ελληνοαμερικανό, Τσάμη, από τους Φιλιάτες Θεσπρωτίας, ονόματι Λάγια», γράφει ο Σταύρος Τζίμας.
Επισημαίνει ότι «ο Λάγια δεν ήταν τυχαίος» και δίνοντας το προφίλ του αναφέρει ότι υπήρξε «πράκτορας της αμερικανικής DEA στον πόλεμο του Βιετνάμ και με πολλά λεφτά, διατηρούσε σχέσεις με τον Μπερίσα, η γυναίκα του ήταν Ελληνίδα και ο ίδιος κατείχε και ελληνικό διαβατήριο». Να προσθέσω εδώ ότι πρόκειται για τον ιδρυτή των Κλωστηρίων Φιλιατών (και, όπως έγραψα προ εβδομάδων στη στήλη, την πρώτη Jaguar που κυκλοφόρησε στους λασπωμένους δρόμους του Φιλιατιού τη δεκαετία του 70, την οδηγούσε ο «Μέτος», όπως τον έλεγαν οι ντόπιοι).
Οι επαφές των δύο… Θεσπρωτών δεν έφεραν αποτέλεσμα, παρά το ότι, όπως αποκαλύπτεται στο βιβλίο, «ο Αλέκος Παπαδόπουλος και ο Λάγια συναντήθηκαν δυο φορές μυστικά στο κότερο του τελευταίου, τη μια στις Γούβες της Κέρκυρας και την άλλη στα Σύβοτα Θεσπρωτίας». Και αυτό γιατί ο Μπερίσα, ο οποίος –μη ξεχνάμε- πρωταγωνιστεί ακόμη στην πολιτική κονίστρα της γείτονος, «ήταν αμετάπειστος, δεν ήθελε να αφήσει την ευκαιρία να εκθέσει την Ελλάδα ως αποσταθεροποιητικό παράγοντα της περιοχής».
Το περιστατικό αυτό, όπως και πολλά άλλα άγνωστα στην ευρεία κοινή γνώμη, που έρχονται στο φως μέσα από το βιβλίο του Σταύρου Τζίμα (το οποίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Επίκεντρο» της Θεσσαλονίκης, όπου δραστηριοποιείται επαγγελματικά και με επιτυχία ο συγγραφέας), είναι νομίζω άκρως διδακτικά για όλους όσοι αντιμετωπίζουν τις διακρατικές σχέσεις χωρίς τους παραμορφωτικούς φακούς της εθνικιστικής παραφιλολογίας.

*Ο Γρηγόρης Τζιοβάρας είναι δημοσιογράφος, περιφερειακός σύμβουλος Θεσπρωτίας στο νέο Περιφερειακό Συμβούλιο Ηπείρου. Η αρθρογραφία του (ανα)δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα: http://topikakaiatopa.blogspot.com.
(Δημοσιεύτηκε στη "Θεσπρωτική" στις 10.5.2011)