Συνολικές προβολές σελίδας

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Τηλεόραση. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Τηλεόραση. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 26 Ιανουαρίου 2024

Τα μέσα ενημέρωσης είναι αδηφάγα, κυρίως με όσους τα τροφοδοτούν


Τον Μάρτιο του 2012 είχαμε χαλάσει τις καρδιές μας με ορισμένους γνωστούς μου, οι οποίοι, γοητευμένοι από τον αντιμνημονιακό οίστρο της εποχής, επέχαιραν με τις έντονες διαμαρτυρίες που λάμβαναν χώρα σε συναυλίες του Γιώργου Νταλάρα σε διάφορες γειτονιές της πρωτεύουσας.

Ο λόγος της διαφωνίας μας ήταν ότι οι γνωστοί μου δεν εύρισκαν προβληματικό το γεγονός ότι ομάδες δήθεν «αγανακτισμένων πολιτών» επέδραμαν και διέλυαν τις συναυλίες του γνωστού τραγουδιστή με αποδοκιμασίες, εκτοξεύοντας εναντίον του ίδιου και των μουσικών που τον συνόδευαν στη σκηνή κάδους με σκουπίδια ή νεράντζια και κραδαίνοντας πανό  που έγραφαν το σύνθημα: «Έξω οι Νταλάρες από τις γειτονιές»!

Ο ίδιος ο -κατά λοιπά λαλίστατος- αοιδός έμεινε τότε άφωνος αποφεύγοντας να κάνει αυτό που έκανε τούτες τις μέρες όταν τα έβαλε με τους «μαρκουτσοφόρους» των μεσημεριανών τηλεοπτικών εκπομπών που -διόλου αδικαιολόγητα- τον πολιορκούσαν για να του ζητήσουν… διευκρινίσεις για όσα απαξιωτικά σχόλια είχε εξαπολύει νωρίτερα κατά συναδέλφων του καλλιτεχνών. Τους οποίους ομότεχνους του θεώρησε σωστό να στοχοποιήσει είτε επειδή, κατά την άποψή του, δεν είναι όσο καλλίφωνοι θεωρεί ότι είναι ο ίδιος, είτε διότι υπέπεσαν στο… αμάρτημα να κάνουν διαφημίσεις προϊόντων που δεν ετύγχαναν της αρεσκείας του κ. Νταλάρα.

Προφανώς και δεν είναι τυχαίο ότι σχεδόν όλοι όσοι επικροτούσαν τότε τις αθλιότητες κατά του τραγουδιστή είναι πάνω κάτω οι ίδιοι που επαινούν τώρα τις προσβλητικές επιθέσεις του κατά των εκπροσώπων των μέσων ενημέρωσης προς τους οποίους απηύθυνε το δήθεν καταλυτικό ερώτημα αν είναι περήφανοι οι γονείς και οι συγγενείς τους με τη συμπεριφορά τους. Ο ίδιος, άραγε, αναρωτήθηκε αν οι  δικοί του συγγενείς ήταν πάντα σύμφωνοι με τη δική του συμπεριφορά; Ή προβληματίστηκε ίσως με το πως εξέλαβαν οι πολίτες τον ενθουσιασμό με τον οποίο υποδέχθηκε την αντίδρασή του ο «αψύς» Παύλος Πολάκης και οι κάθε λογής «πολακιστές»;     

Όπως και να έχει, ο ρόλος των εκπροσώπων των μέσων ενημέρωσης -ανεξάρτητα από τον τομέα που υπηρετούν- δεν είναι άλλος από το να κάνουν τις πλέον άβολες ερωτήσεις χωρίς να επηρεάζονται από το ενδεχόμενο να φέρουν σε δύσκολη θέση όλους εκείνους προς τους οποίους απευθύνονται. Έτσι ακριβώς συνέβη τις προηγούμενες ημέρες -και μπράβο στα νέα παιδιά που έκαναν κάτι που οι πρεσβύτεροι δύσκολα κάνουμε…- όταν ο Νταλάρας εκλήθη να δώσει εξηγήσεις για όσα είχε δηλώσει νωρίτερα και αφορούσαν κυρίως ομότεχνους του.

Εφόσον ο διάσημος τραγουδιστής δεν επιθυμούσε να απαντήσει στα… ανεπιθύμητα ερωτήματα που δέχθηκε, ήταν πολύ απλό αυτό που μπορούσε να κάνει: θα απαντούσε με το στερεότυπο «κανένα σχόλιο» και θα προσπερνούσε τα «μαρκούτσια» τα οποία είχαν απλωθεί μπροστά του. Οι νεαροί «μαρκουτσοφόροι» δεν διέθεταν την παραμικρή εξουσία για να τον υποχρεώσουν να απαντήσει στα ερωτήματά τους.

Κακά τα ψέματα, για όποιον δεν καθοδηγείται από τις ιδεοληπτικές εμμονές του, η αυταπόδεικτη αλήθεια είναι ότι -σχεδόν χωρίς εξαίρεση- οι κάθε είδους διάσημοι αρέσκονται στην αναπαραγωγική και δοξαστική διάσταση των μέσων ενημέρωσης και εξεγείρονται κάθε φορά που εκδηλώνεται η κριτική και αποδομητική εκδοχή του ρόλου τον οποίο καλούνται να διαδραματίσουν.

Είτε αφορά πρωταγωνιστές της καλλιτεχνικής ζωής, είτε όσους έχουν ή διεκδικούν κεντρικούς ρόλους σε άλλους τομείς της δημόσιας σφαίρας, ο σχεδόν απαράβατος κανόνας είναι ότι οι πάντες αισθάνονται ικανοποίηση μόνον όταν οι φορείς της ενημέρωσης λειτουργούν ως προπαγανδιστικοί μηχανισμοί προβολής τους. Αν, αντιθέτως, τολμήσουν να κινηθούν διαφορετικά, θέτοντας διευκρινιστικά ερωτήματα, γίνονται αυτομάτως κατακριτέοι, πρωτίστως από όλους εκείνους οι οποίοι βρίσκονται στο επίκεντρο της κριτικής τους.

Είναι προφανές ότι το φαινόμενο δεν περιορίζεται στην καλλιτεχνική ζωή, που εκπροσωπεί ο Γιώργος Νταλάρας. Επεκτείνεται σε όλους ανεξαιρέτως τους τομείς που αποτελούν πεδίο άντλησης ειδησεογραφικής ύλης. Αρέσει ή όχι στους πρωταγωνιστές των εξελίξεων, η βασική δουλειά των μέσων ενημέρωσης στην πολιτική, οικονομική, κοινωνική, πολιτιστική και λοιπή δημόσια ζωή είναι να θέτουν ερωτήματα και να ζητούν απαντήσεις.

Σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να ισχυριστεί κάποιος ότι οι  «μεσημεριανές» τηλεοπτικές εκπομπές αποτελούν το πρότυπο της δημοσιογραφίας. Ας μου επιτραπεί, μάλιστα, να εξομολογηθώ ότι, αν και προσωπικά δεν έχω παρακολουθήσει ποτέ μια ολοκληρωμένη τέτοια εκπομπή και ό,τι ξέρω για αυτές αποτελεί προϊόν δευτερογενούς ενημέρωσης, αυτό δεν με οδηγεί σε συμφωνία με τις απόψεις όσων σπεύδουν να τις καταδικάσουν μόνον όταν δεν βολεύονται από τη θεματολογία τους.

Η αλήθεια είναι ότι οι συγκεκριμένες εκπομπές είναι αδηφάγες. Όπως, άλλωστε, είναι εν γένει τα μέσα ενημέρωσης, αναλόγως με τον τομέα στον οποίο εξειδικεύονται και στο κοινό στο οποίο απευθύνονται. Η ακόμη μεγαλύτερη αλήθεια είναι ότι πολύ συχνά η «πρώτη ύλη» τους προέρχεται από εκείνους που τα τροφοδοτούν για τους δικούς τους λόγους. Δείτε, για παράδειγμα, από όσους είναι στην πρώτη γραμμή της επικαιρότητας (είτε πρόκειται για πολιτικούς, επιστήμονες, καλλιτέχνες ή κάθε είδους celebritys), πόσοι είναι εκείνοι που από μόνοι τους έχουν παραχωρήσει το υλικό της αποδόμησής τους.

Η σύγκριση ανάμεσα στη σημερινή και στην προηγούμενη ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ είναι άκρως χαρακτηριστική. Ο Αλέξης Τσίπρας κράτησε την προσωπική και οικογενειακή του ζωή μακριά από τα φώτα των κουτσομπολίστικων εκπομπών και έτσι ουδείς ασχολήθηκε με τη σύζυγο, τα παιδιά ή τα σκυλιά του. Ο Στέφανος Κασσελάκης, που τον διαδέχθηκε, θεώρησε ότι είναι καλό για τον ίδιο να βρεθούν απέναντι τον μεγεθυντικό των ενημερωτικών μέσων ο σύζυγός του, ο σκύλος του και εν γένει οι επιλογές του που δεν αφορούσαν αυτές καθεαυτές τις πολιτικές του θέσεις.

Όπως ο Νταλάρας, έτσι και ο Κασσελάκης ανακάλυψε με σχετική καθυστέρηση ότι το παιχνίδι με τα μέσα ενημέρωσης δεν είναι μονοδιάστατο και δεν παίζεται με τους κανόνες που θέλει να χαράξει όποιος διεκδικεί την αίγλη της προβολής τους. Χωρίς να αποτελεί απόδειξη ότι ο αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ μαθαίνει όσο γρήγορα ισχυρίσθηκε ότι μπορεί να το κάνει, γεγονός είναι ότι από την απόλυτη υπερέκθεση, στην οποία κατέφυγε όταν εμφανίστηκε στο εγχώριο πολιτικό σκηνικό, το τελευταίο διάστημα κινείται στον αντίποδα, επιλέγοντας την «εξαφάνιση» από το προσκήνιο που παρακολουθήσαμε τις προηγούμενες ημέρες με το «κρυφτούλι» των Σπετσών.

Για να μην αδικήσουμε, πάντως, τον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης, πρέπει να επισημάνουμε ότι και οι νυν κυβερνώντες δεν απέχουν από την ίδια νοοτροπία. Απλώς δεν ήρθε ακόμη το πλήρωμα του χρόνου για να αισθανθούν και εκείνοι ότι τα μέσα ενημέρωσης δεν χειραγωγούνται. Και όσο και αν καταφέρει κάποιος να τα χειραγωγήσει, αυτό δεν ισχύει δια παντός. Διότι, έτσι θα χάσουν την «πρώτη ύλη» και άρα την επιρροή τους στην κοινή γνώμη.

Σάββατο 10 Απριλίου 2021

Το «Φουρθιώτης-gate» εκθέτει το… ψοφοδεές πολιτικό σύστημα

 

Χρόνιες παθογένειες της δημόσιας ζωής, που η διαιώνισή τους εκθέτει ανεπανόρθωτα το πολιτικό σύστημα και ειδικά όσους ασκούν εξουσία, έφεραν στο προσκήνιο της επικαιρότητας οι καταγγελίες για «τα έργα και τις ημέρες» της cult τηλεπερσόνας που ακούει στο όνομα Μένιος Φουρθιώτης.

Αν και δεν είναι η πρώτη φορά που διάφορα πρόσωπα, τα οποία κινούνται στον πολύ ευρύ χώρο της δημοσιότητας, καταφέρνουν, με μόνο εφόδιο το περίσσευμα θράσους που διαθέτουν, να προσπορίζονται ωφελήματα που δεν αντιστοιχούν ούτε στα προσόντα ούτε στις ικανότητές τους, η περίπτωση Φουρθιώτη είναι από τις πλέον προκλητικές.

Η μεγαλύτερη, ωστόσο, πρόκληση προέρχεται από τη συμπεριφορά του κρατικού μηχανισμού και του πολιτικού συστήματος. Είτε πρόκειται για υπόγειες συναλλαγές, που, πάντως, μέχρι στιγμής, δεν έχουν αποδειχθεί τεκμηριωμένα, είτε αφορά απλώς ψοφοδεή διάθεση που προέρχεται από πονηρές σκέψεις του τύπου «ας τα έχουμε καλά μαζί του για να μην μας βρίζει από το τηλεοπτικό βήμα που διαθέτει», το αποτέλεσμα για τις εντυπώσεις που προκαλούνται στην κοινή γνώμη είναι ένα και το αυτό.

Η διάθεση μόνιμης αστυνομικής φρουράς σε έναν παρουσιαστή περιθωριακού τηλεοπτικού σταθμού, ακόμη και αν δεν ήταν στην έκταση που ανέφεραν οι αρχικές καταγγελίες, αποτελεί μείζον ζήτημα από τη στιγμή που γίνεται με δαπάνες των φορολογουμένων. Πολύ περισσότερο που, όπως αποκαλύπτεται, οι αρμόδιες υπηρεσίες όφειλαν να γνωρίζουν για τους πολλούς ανοικτούς λογαριασμούς με τη Δικαιοσύνη, όπως επίσης και να είχαν γνώση του γεγονότος ότι οι αστυνομικοί τον συνόδευαν στις επισκέψεις σε υπουργικά γραφεία για να διεκδικήσει χρήματα με εκβιαστικές απειλές.

Τα ερωτήματα για το ποιος και γιατί έλαβε τις αποφάσεις για να φρουρείται ο κ. Φουρθιώτης δεν απαντήθηκαν. Η επίσημη δικαιολογία σύμφωνα με την οποία οι υπηρεσίες της ΕΛΑΣ δεν αξιολογούν χαρακτήρες ανθρώπων, αλλά εκτιμούν κινδύνους» δεν είναι πειστικές. Ακόμη και όταν συνοδεύονται με επισήμανση της αρχής ότι «η ασφάλεια αποτελεί καθολικό αγαθό». Κι αυτό διότι είναι προφανές ότι οι αστυνομικές δυνάμεις που είχαν διατεθεί στον συγκεκριμένο τηλεπαρουσιαστή, όπως και σε άλλους ομοίους του οι οποίοι θέλουν bodyguards για λόγους prestige, έλειπαν από την αστυνόμευση των γειτονιών που έχουν προβλήματα αυξημένης εγκληματικότητας.

            Η ηγεσία του υπουργείου Προστασίας του Πολίτη παραδέχτηκε ότι η φρούρηση του Μένιου Φουρθιώτη ξεκίνησε από τον Μάιο του 2020 με έναν αστυνομικό και έφτασε τον Μάρτιο του 2021 να έχει τέσσερις αστυνομικούς , εικοσιτετράωρη φύλαξη του σπιτιού του και συνοδευτικό αυτοκίνητο με μοτοσικλέτα της ασφάλειας. Η αύξηση της φρουράς του τηλεπαρουσιαστή αποδόθηκε στο φορτισμένο κλίμα που υπήρχε την συγκεκριμένη περίοδο λόγω της υπόθεσης Κουφοντίνα.

Σύμφωνα με τον υφυπουργό Λευτέρη Οικονόμου, «τον Μάιο του 2020 είχε διατεθεί ένας αστυνομικός για την ασφάλεια του κ. Φουρθιώτη με βάση ορισμένα περιστατικά και αιτήματα που αυτός είχε επικαλεστεί. Αξιολογήθηκαν από την αρμόδια επιτροπή που προβλέπεται. Στις 12 Αυγούστου του 2020 υπήρξε ένας εμπρησμός έξω από την οικία του». Με αυτή την αφορμή, ο τηλεπαρουσιαστής θεώρησε ότι δεν φρουρείται επαρκώς και πιέζοντας αρμοδίως κατάφερε να ενισχύσει βαθμηδόν την φρουρά.

*Την 1η Νοεμβρίου 2020 αποφασίστηκε η παράταση της διάθεσης του ενός αστυνομικού και παράλληλα διατέθηκε και ένας δεύτερος για ένα τρίμηνο προκειμένου να εναλλάσσονται κάθε μέρα οι δύο αστυνομικοί.

*Στις 10 Ιανουαρίου του 2021 υπήρξε εμπρησμός του αυτοκινήτου του διευθυντή του ενημερωτικού τμήματος του Έψιλον TV. Με βάση αυτό το περιστατικό -και νέα αιτήματα που υποβλήθηκαν προς το αρχηγείο της ΕΛΑΣ για αύξηση της φρουράς- στις 13 Ιανουαρίου 2021 διατάχθηκε η διάθεση και τρίτου αστυνομικού και μιας υπηρεσιακής μοτοσυκλέτας και η επιτήρηση της οικίας του.

*Τα μέτρα αυτά μέχρι και την 1η Φεβρουαρίου δεν είχαν υλοποιηθεί. Στις 18 Μαρτίου, όμως, εξαιτίας της συνολικής έντασης γύρω από τις κινητοποιήσεις υποστηρικτών του Δ. Κουφοντίνα, αποφασίστηκε να αυξηθεί η συνοδευτική ασφάλεια με τέταρτο αστυνομικό και ένα υπηρεσιακό αυτοκίνητο, ενώ διατάχθηκε εικοσιτετράωρη φύλαξη της οικίας του. Τότε είχαμε επίθεση σε σπίτια βουλευτών και άλλων προσώπων και απειλών που υπήρχαν σε μέσα μαζικής ενημέρωσης σε σχέση με την απεργία Κουφοντίνα.

Μετά τον πρόσφατο θόρυβο ο Μιχάλης Χρυσοχοΐδης απέσυρε την φρουρά και στις τοποθετήσεις του έδειξε αυτοκριτική διάθεση, αλλά και πρόθεση να δώσει λύση στο ζήτημα της φρούρησης των κάθε λογής «επωνύμων». O υπουργός Προστασίας του Πολίτη δεν δίστασε να πει μια μεγάλη αλήθεια που αναδεικνύει τον χρόνιο χαρακτήρα που έχουν τα νοσηρά φαινόμενα της φρούρησης με όρους… ρουσφετολογίας ή δύναμης ισχύος.

«Κάθε υπουργός προστασίας του Πολίτη τα τελευταία 20 χρόνια προσπαθεί να πάρει κόσμο από τα “επίσημα”, όπως λέγονται και να τον βάλει σε μάχιμες αστυνομικές υπηρεσίες πρώτης γραμμής, να βγάλει “την αστυνομία στους δρόμους”», δήλωσε για να προσθέσει: «Όλοι κι εγώ πρώτος, επαιρόμαστε τους δυο πρώτους μήνες ότι τα καταφέραμε και μετά γυρνάμε στα ίδια. Γιατί η πίεση της ζήτησης είναι κοινωνικό φαινόμενο και δεν λύνεται με διαταγές».

Αναλαμβάνοντας, όπως είπε, πλήρως την πολιτική ευθύνη και για λογαριασμό όλων όσοι είχαν το ίδιο πόστο τα προηγούμενα χρόνια και δεν άλλαξαν το σύστημα με το οποίο διατίθεται αστυνομική φρούρηση σε δημόσια πρόσωπα, όπως πολιτικοί, δικαστικοί και άλλοι, ο κ. Χρυσοχοΐδης δεσμεύθηκε δημοσίως ότι: «Θα νομοθετήσουμε τώρα με τόλμη και φαντασία και πολύ διάλογο». Συμπλήρωσε ότι «δεν θα ανακαλύψουμε τροχό», αλλά «θα μεταφέρουμε καλές πρακτικές άλλων Ευρωπαϊκών χωρών, που έδρασαν στο θέμα νωρίτερα από εμάς», προδιαγράφοντας τη συνεργασία της ΕΛΑΣ με ιδιωτικές εταιρίες φύλαξης.

Εξίσου προβληματικός υπήρξε, εξάλλου, και ο τρόπος αντίδρασης της ηγεσίας του υπουργείου Εργασίας όταν αποκαλύφθηκε ότι μέσω εικονικών αυξήσεων στους μισθούς του, το συγκεκριμένο πρόσωπο προσπάθησε να αποσπάσει από το Δημόσιο χρήματα που δεν δικαιούνταν μέσω του προγράμματος «Συνεργασία».

Ο τότε αρμόδιος υπουργός Γιάννης Βρούτσης προχώρησε μεν σε επείγουσα νομοθετική ρύθμιση για να περιορίσει τις παράνομες απαιτήσεις του κ. Φουρθιώτη, θέτοντας πλαφόν στο ύψος της αποζημίωσης ειδικού σκοπού που μπορεί να λάβει κάποιος, πλην, όμως, δεν κατονόμασε τα πρόσωπα που τον είχαν απειλήσει. Και, πολύ περισσότερο, δεν προσέφυγε στη Δικαιοσύνη για τις παρανομίες που εξελίχθηκαν μπροστά στα μάτια του. «Θα έπρεπε την ίδια ώρα να διατάξει τη σύλληψή του και τον στείλει απευθείας στον εισαγγελέα», υποστήριζαν τις προηγούμενες ημέρες συνάδελφοι του νυν κοινοβουλευτικού εκπροσώπου της Νέας Δημοκρατίας.

Αν και αρμόδιοι αξιωματούχοι απορρίπτουν κάθε ισχυρισμό περί εμπλοκής της κυβερνητικής ηγεσίας στις «εξυπηρετήσεις» προς τον Μένιο Φουρθιώτη, ωστόσο, τόσο η καθυστερημένη απόσυρση της αστυνομικής φρουράς του τηλεπαρουσιαστή όσο και η εκ των υστέρων παραπομπή στη Δικαιοσύνη της υπόθεσης με τις υπερβολικές απαιτήσεις αποζημίωσης από το υπουργείο Εργασίας, δημιουργούν προβληματισμό στους πολίτες.

Το γεγονός ότι τέτοια φαινόμενα έρχονται από το παρελθόν δεν αποτελεί δικαιολογία. Ούτε μπορεί να εκληφθεί ως άλλοθι η επισήμανση ότι παλαιότερα ο συγκεκριμένος τηλεπαρουσιαστής εκθείαζε από το τηλεοπτικό του βήμα τον ΣΥΡΙΖΑ και τον αρμόδιο για τις τηλεοπτικές συχνότητες υπουργό Νίκο Παπά, ενώ ο «καναλάρχης» Φίλιππος Βρυώνης που του παρέχει τηλεοπτική στέγη είχε προσκληθεί και παρίστατο στη φιέστα… εξόδου από το Μνημόνιο που διοργάνωσε η προηγούμενη κυβέρνηση.

Πέμπτη 8 Σεπτεμβρίου 2016

Μακάριοι οι… πτωχοί



Έσπευσε ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας να ανακοινώσει ότι θα μοιράσει στους φτωχούς τα χρήματα τα οποία «πόνταραν» οι επίδοξοι συμμέτοχοι στο κλειστό κλαμπ των μεγαλοκαναλαρχών για να εξασφαλίσουν μια από τις τέσσερις άδειες των τηλεοπτικών σταθμών που βγήκαν στο σφυρί με μόνο κριτήριο το πάχος του πορτοφολιού, όπως κυνικά ακούστηκε από τα πλέον αρμόδια χείλη.
Πριν καν, λοιπόν, «δει φως», όπως θα έλεγαν όσοι μιλούν τη γλώσσα που αποτυπώνει καλύτερα τον τζόγο που παίχθηκε την περασμένη εβδομάδα στο κτήριο της ΓΓΕΕ, ο κ. Τσίπρας δεσμεύθηκε να δώσει το σύνολο των 246 εκατομμυρίων του πονταρίσματος σε ευπαθείς κοινωνικές ομάδες. Το είπε μάλιστα με τόση κατηγορηματική βεβαιότητα που ήταν ως να είχαν ήδη… τρυγήσει τα εφοπλιστικά και εργολαβικά πορτοφόλια. Και γι΄ αυτό έδειχνε να μην τον απασχολεί αν τα χρήματα αυτά υπάρχουν πραγματικά. Ή ποια ακριβώς είναι η προέλευσή τους, αν αποδειχθεί ότι όντως μπορεί να βρεθούν.
Τα ερωτήματα αυτού του είδους, δηλαδή η ύπαρξη και η προέλευση των τιμημάτων που προέκυψαν από το τυφλό τζογάρισμα, παρότι ήταν εύλογα, αφού το όλο ζήτημα της αδειοδότησης των καναλιών τέθηκε αποκλειστικά και μόνον στην οικονομική του διάσταση, δεν βρήκαν χώρο να ακουστούν. Χάθηκαν μέσα στον θόρυβο που προκλήθηκε από τους ξέφρενους πανηγυρισμούς στους οποίους σκοπίμως κατέφυγαν οι… φιλεύσπλαχνοι κυβερνητικοί παράγοντες που αδημονούσαν, τάχατες, να ανακουφίσουν τους φτωχούς και αναξιοπαθούντες συνέλληνες.
Αλλά και όποιος τολμούσε να ψελλίσει μια έστω μικρή επιφύλαξη, όχι μόνον αν μπορεί να μοιραστούν, αλλά και αν είναι δυνατόν να συγκεντρωθούν και να καταβληθούν στο δημόσιο ταμείο με δεδομένη την κατάσταση στην αφορά, αντιμετώπισε την χλεύη, ου μην αλλά και την κατηγορία ότι είναι «εχθρός του λαού» και «ενεργούμενο της διαπλοκής». Τι και αν η τελευταία αποδεικνύεται ότι ήταν ψοφοδεής; Για να μην πούμε ανύπαρκτη και πάντως απολύτως αδύνατη σε σχέση τουλάχιστον με τη διάσταση που είχαν εμπνεύσει στη συλλογική φαντασίωση οι ισχυρισμοί για τους δήθεν πανίσχυρους «Illuminati αλά ελληνικά», όπως από διάφορες πλευρές προβάλλονταν τις τελευταίες δεκαετίες. 
Καθώς όμως περνούν οι μέρες και ξεδιαλύνουν οι πρώτες εντυπώσεις από τον εξευτελιστικό εγκλεισμό των υποψήφιων καναλαρχών στο κτήριο που εξελίχθηκε ο τηλετζόγος, όλοι όσοι πήραν τοις μετρητοίς τις κυβερνητικές μεγαλοστομίες και, ακολουθώντας τη σχετική ευαγγελική αποστροφή, ανέκραξαν το… «μακάριοι οι πτωχοί», επειδή πίστεψαν ότι μπορεί να απολαύσουν τα «λύτρα» που εξασφάλισαν οι… «Ρομπέν των καναλιών» που εδρεύουν στο Μέγαρο Μαξίμου, πρέπει ίσως να το ξανασκεφτούν.
Οι κυβερνητικές εξαγγελίες για το… «τηλεμέρισμα» μάλλον προς όσους θεωρούνται «πτωχοί τω πνεύματι» θα αποδειχθεί ότι απευθύνονταν. Και οι φανατικοί οπαδοί της κυβέρνησης θα μείνουν, κατά πάσα πιθανότητα, με τη χαρά ότι ορισμένα από το μισητά σε εκείνους «βοθροκάναλα της διαπλοκής» δεν πήραν άδεια. Αν και αυτό δεν είναι βέβαιο ότι θα οδηγήσει και στο λουκέτο τους, όπως πολλοί και διάφοροι επιθυμούν.
Ας μην το πάρουν, πάντως, κατάκαρδα. Δεν θα είναι η πρώτη φορά που η σημερινή κυβέρνηση αντιμετωπίζει με το ίδιο επίπεδο σεβασμού τους… υπηκόους της. Δεν χρειάζεται καν να ανατρέξει κανείς στις παλαιές ομολογημένες «αυταπάτες» για να το καταδείξει. Αρκούν μόνον τα πολύ πρόσφατα για να αντιληφθεί οποιοσδήποτε πόσο υποτιμούν τη νοημοσύνη όλων μας.
Τα παραδείγματα είναι αμέτρητα. Από τον ισχυρισμό της κυβερνητικής εκπροσώπου ότι εκπληρώθηκαν όλες οι υποσχέσεις που έδωσε ο Αλέξης Τσίπρας στις ομιλίες που εκφώνησε τα δύο προηγούμενα χρόνια στη ΔΕΘ –το περίφημο «πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης» και το εξίσου απίθανο «παράλληλο πρόγραμμα»- έως τον τίτλο «Το τρίτο Μνημόνιο βελτίωσε τη θέση της χώρας» που επέλεξε να βάλει η «Αυγή» σε άρθρο της υφυπουργού Ράνιας Αντωνοπούλου.
Η αλήθεια είναι ότι τους πήρε σχεδόν 13 μήνες για να πουν το Μνημόνιο με το όνομα του. Και, υπό αυτή την αναλογία, είναι παρήγορο ότι στον υπουργό Εργασίας Γ. Κατρούγκαλο πήρε μόνον ένα τετράμηνο για να παραδεχθεί ότι περιέκοψε κατά 40% τις επικουρικές συντάξεις. Μέχρι πρότινος διερρήγνυε τα ιμάτια του επιμένοντας ότι… δεν κόπηκαν οι συντάξεις. Το γεγονός ότι ο ίδιος τώρα κατηγορεί για «σπέκουλα και μαύρη προπαγάνδα» όσους λένε ότι οι περικοπές θα συνεχιστούν, ας μας βάλει σε σκέψεις για το τι μπορεί να ακολουθήσει. Η εκδοχή να βρεθεί στέλεχος αυτής της κυβέρνησης που να βρήκε επαφή με την αλήθεια είναι μάλλον δύσκολο να εκπληρωθεί.   
Επειδή, πάντως, μπορεί κάποιοι από τους κυβερνώντες που βρίσκονται στη φάση της μετάλλαξης, ίσως –κατά το προηγούμενο της Ελένης Αυλωνίτου που ισχυρίστηκε ότι όσοι ψήφισαν «Ναι» στο δημοψήφισμα ήθελαν έξοδο από το ευρώ- θεωρήσουν ότι το προσφιλές τους παραμύθιασμα συνάδει με το ευαγγελικό «Μακάριοι οι πτωχοί τω πνεύματι, ότι αυτών έστιν η βασιλεία των ουρανών», καλό είναι να μάθουν ότι ο ευαγγελιστής Ματθαίος που έβαλε τη συγκεκριμένη φράση στο στόμα του Ιησού, δεν εννοούσε ότι οι εξαπατημένοι ψηφοφόροι θα πάνε στον… Παράδεισο.

Παρασκευή 30 Αυγούστου 2013

Στοιχήματα, βερίκοκα και (υπουργικοί) χαρακτήρες



Υποστηρίζουν ορισμένοι ότι η παρούσα γενικευμένη κρίση που διέρχεται η χώρα θα μπορούσε, ίσως, να αποτελέσει την ευκαιρία για ένα γενικό «ξεσκαρτάρισμα», ένα, αν θέλετε, ολόπλευρο ξεκαθάρισμα λογαριασμών με το κακό παρελθόν, που, κατά τη γνωστή επωδό, «μας έφερε εδώ που είμαστε».
Θέλω ειλικρινά να ενστερνιστώ αυτή τη θετική και αισιόδοξη προσέγγιση. Και γι΄ αυτό αναζητώ κάθε ψήγμα αλλαγής που μπορεί να συμβαίνει γύρω μου και να εκφράζει διάθεση για σύγκρουση με κατεστημένες νοοτροπίες και με μικρά ή μεγαλύτερα συμφέροντα από εκείνα που όλοι -κυρίως όταν αφορούν τους… άλλους- αναγνωρίζουμε ότι μας κρατούν δέσμιους στη σημερινή δυσμενή –οικονομική και όχι μόνο- πραγματικότητα.
Τα σπάνια, ωστόσο, δείγματα ουσιωδών αλλαγών, που με δυσκολία μπορεί να ανακαλύψει κανείς, όχι μόνον δεν συγκροτούν μια κρίσιμη μάζα ανατροπής του μίζερου παρόντος, τέτοια που να σε κάνουν να αισιοδοξείς για το μέλλον, αλλά, ώρες – ώρες, έχω την εντύπωση ότι, σε ορισμένους τομείς, οδηγούμαστε σε ένα ξεστράτισμα που μπορεί να αποδειχθεί στην πράξη πιο επικίνδυνο και από τη μακάρια αταραξία του παρελθόντος.
Πάρτε για παράδειγμα τις… στοιχηματικές προκλήσεις που σχεδόν σε καθημερινή βάση απευθύνει ενώπιον των τηλεοπτικών φακών ο υπουργός Υγείας, προκειμένου να γίνει πιστευτός για τις προθέσεις του να μην απολυθούν δημόσιοι υπάλληλοι στον τομέα ευθύνης του. Μόνον, όμως, που οι υποτιθέμενες προθέσεις του ρέκτη υπουργού αυτοϋπονομεύονται από τους αποκαλυπτικά μισαλλόδοξους λεονταρισμούς του τύπου «έπρεπε να είχατε απολυθεί για να καταλάβετε τι εστί βερίκοκο», τους οποίους, κατόπιν επιχειρεί να δικαιολογήσει με τον -ακόμη πιο- απίστευτο ισχυρισμό «αυτός είναι ο χαρακτήρας μου, δεν μπορώ να αλλάξω».
Στην προκειμένη περίπτωση, αλλά και σε πολλές άλλες ανάλογες,  δεν είναι μόνον το αμετροεπές και το πολιτικά αντιαισθητικό του πράγματος που καθιστά επικίνδυνες τις καταστάσεις αυτού του είδους. Είναι, πολύ περισσότερο, που με τη συχνή επανάληψη φαίνεται να αποδεχόμαστε και να συνηθίζουμε το φαινόμενο του τηλεκαβγατζή πολιτικού, αντιμετωπίζοντας ως κάτι σύνηθες και –γιατί όχι;- φυσιολογικό.
Φοβούμαι ότι, με την ίδια παθητικότητα που παλαιότερα ατενίζαμε τον «ρουσφετάκια» πολιτικό, θεωρώντας στο συλλογικό υποσυνείδητο ότι η εξυπηρέτηση της πολιτικής πελατείας (μπορεί να) ήταν μέρος της δουλειάς του, στεκόμαστε τώρα απέναντι στον επικοινωνιολάγνο πολιτικό αξιωματούχο, ο οποίος, εξαρτημένος από την ανάγκη να εξασφαλίσει περισσότερες προσκλήσεις για τα τηλεοπτικά «πρωινάδικα», δεν έχει πρόβλημα να ξεφουρνίσει την πιο προκλητική ατάκα ή να καλέσει τις κάμερες για να στήσει ενώπιον τους έναν καβγά, επικαλούμενος –αν είναι δυνατόν!- τον χαρακτήρα του.
Με συγχωρείτε, αλλά αν ένας υπουργός ή οιοσδήποτε άλλος διαθέτει δημόσιο αξίωμα ομολογεί ότι δεν μπορεί να αλλάξει χαρακτήρα και, αναλογιζόμενος τον θεσμικό του ρόλο, δεν περιορίζει, έστω, την εξάρτηση του από τη λαγνεία της κάμερας, ειλικρινά δεν μπορώ να βρω τον λόγο για τον οποίο ο εν λόγω αξιωματούχος είναι δυνατόν να πείσει οποιονδήποτε πολίτη να αλλάξει ό,τιδήποτε από την (κακή) συμπεριφορά του.
Μεταρρυθμίσεις στην Υγεία, στη Δημόσια Διοίκηση ή όπου αλλού, που να επιβληθούν μέσα από τηλεκαβγάδες δεν μπορώ να φανταστώ και δεν ξέρω να έχουν πουθενά στην υφήλιο, αλλά ίσως ο Αντώνης Σαμαράς με τον Ευάγγελο Βενιζέλο που έχουν την πρώτη ευθύνη να… ξέρουν κάτι περισσότερο…  

(Δημοσιεύθηκε στο www.protothema.gr στις 27.8.2013)

Πέμπτη 13 Δεκεμβρίου 2012

Οι φόροι και οι μύθοι

Παρακολουθώ, όχι με ιδιαίτερη έκπληξη είν΄ αλήθεια, αφού πρόκειται περί πολυπαιγμένου έργου και μάλιστα με τους ίδιους, σχεδόν, πρωταγωνιστές, τον τρόπο με τον οποίο διεξάγεται ο λεγόμενος «δημόσιος διάλογος» για το φορολογικό νομοσχέδιο. Τα όσα, ωστόσο, ακούγονται, κυρίως κατά τη διάρκεια του άφθονου χρόνου που αφιερώνουν τα βραδινά τηλεοπτικά δελτία –και των πρωινάδικων, όπως πληροφορούμαι, αλλά δεν έχω ιδία αντίληψη, γιατί τα αποφεύγω-, είναι, κατά την άποψή μου, εξοργιστικά.
Με… ιερά οργή οι σχολιαστές των «οκτώ» κατακεραυνώνουν κάθε -εικαζόμενη, πολλές φορές- ρύθμιση που μπορεί να συμβάλει στην δικαιότερη κατανομή των βαρών, ίσως επειδή αναγκαστικά περνάει μέσα από την αύξηση της δικής τους φορολογικής επιβάρυνσης, υπερασπιζόμενοι ακόμη και την κατάργηση φοροαπαλλαγών που αποδείχθηκαν ατελέσφορες, την ίδια ώρα που με ικανοποίηση χαιρετίζουν κάθε μέτρο που μειώνει τα συνολικά έσοδα του κράτους. 
Υποτίθεται ότι μιλούν από την πλευρά του… λαού και της κοινωνίας, θέλοντας να πείσουν ότι, τάχατες, προασπίζουν τα συμφέροντα τους από τους… φορομπήχτες του υπουργείου Οικονομικών. Και για να ενισχύσουν ακόμη περισσότερο το υποτιθέμενο αντιμνημονιακό τους προφίλ, τραβάνε και ένα καταχέριασμα στους ανάλγητους τροϊκανούς… κατακτητές.
Στην πραγματικότητα, όμως, όλοι αυτοί στρέφονται κατά των αδυνάτων, οι οποίοι, όσο και αν ακούγεται παράδοξο μέσα στη θολούρα στην οποία καλείται να βρει άκρη η ελληνική κοινωνία, είναι εκείνοι που πριν από όλους πλήττονται όταν μειώνονται τα έσοδα του κράτους ή περιορίζονται οι εισπράξεις από την άμεση φορολογία και γίνεται επιτακτική ανάγκη η αύξηση των έμμεσων φόρων.
Το ενάμισι εκατομμύριο των ανέργων, όπως και η συντριπτική πλειονότητα των μικροσυνταξιούχων και χαμηλόμισθων, όχι μόνον δεν έχει να φοβηθεί τίποτε από την αύξηση των αμέσων φόρων, αλλά αν ήταν σωστά ενημερωμένοι και αν, επιπλέον, είχαν στοιχειώδη εμπιστοσύνη στην αποτελεσματικότητα του κράτους, θα έπρεπε να εύχονται την ακόμη μεγαλύτερη αύξηση της φορολογίας επί των υψηλότερων εισοδημάτων, όπως, άλλωστε, συμβαίνει στις περισσότερες σοβαρές χώρες του κόσμου.
Γνωρίζω τον –κατ΄ εμέ- εύκολο αντίλογο όλων αυτών των κηνσόρων, όπως και των πολιτικάντηδων που επενδύουν σε αυτή την πολιτική ατζέντα, καθώς επαναλαμβάνεται σχεδόν μονότονα κάθε βράδυ μέσα από το μυθοποιημένο στερεότυπο ερώτημα: «Και τι θα γίνει με την κατανάλωση; Τι θα κάνει η αγορά που έχει στεγνώσει, με αποτέλεσμα να κλείνουν χιλιάδες καταστήματα;».
Η απάντηση, κατά τη γνώμη μου, είναι απλή: Αν είναι να δουλεύει η αγορά, όπως δούλευε τόσα χρόνια, πουλώντας κάθε είδους εισαγόμενα προϊόντα και αδιαφορώντας για την καταστροφή που συντελέστηκε στην εγχώρια παραγωγή και οδήγησε στην απόλυτη ανισορροπία του εμπορικού ισοζυγίου –τη βασική, δηλαδή, πηγή των προβλημάτων της ελληνικής οικονομίας-, οι πολίτες αυτής της χώρας δεν πρόκειται να… σωθούν ακόμη και αν  –προς χαράν των τηλεσχολιαστών- μηδενιζόταν οι φορολογικοί συντελεστές.
Οι όψιμοι, δήθεν, «κεϊνσιανιστές», μέσα στον αντιμνημονιακό τους οίστρο, παραβλέπουν, για παράδειγμα, την τεράστια ζημιά που προκλήθηκε όταν στις αρχές του 2009 κάποιοι οικονομικοί «φωστήρες» είχαν την φαεινή έμπνευση (;) να δώσουν κίνητρα – επιχορηγήσεις και μείωση φόρων- για την αγορά κλιματιστικών και μεγάλου κυβισμού αυτοκινήτων, έχοντας την ψευδαίσθηση ότι η επίπλαστη ευημερία που στηρίζονταν στα δανεικά, τα οποία δινόταν ακόμη αφειδώς, χάρις και στην παραποίηση των στατιστικών στοιχείων, θα ήταν αιώνια.    
Αντ΄ αυτών, θα μπορούσαν, ακόμη και τώρα μπορούν, να ισχύσουν κίνητρα για την τόνωση του εσωτερικού τουρισμού, για την ενίσχυση καινοτόμων επιχειρήσεων ή για την επιδότηση εταιριών που δημιουργούν θέσεις εργασίας σε κλάδους που στηρίζουν τα παραγωγικά συγκριτικά πλεονεκτήματα της χώρας. Γι΄ αυτά, όμως, δεν γίνεται κανένας δημόσιος διάλογος, ούτε εκδηλώνεται ενδιαφέρον από τα τηλεοπτικά δελτία, προφανώς γιατί αυτοί που τα σχεδιάζουν βολεύονται με τη μείωση της φορολογίας.  
Από… ιδρύσεως κόσμου, όμως, η φορολογία -και η δη η άμεση- είναι το κατ΄ εξοχήν, αναδιανεμητικό μέτρο που διαθέτει μια στοιχειωδώς οργανωμένη Πολιτεία. Μέσω της φορολόγησης αποφεύγονται συνθήκες κοινωνικής ζούγκλας και στηρίζονται τα εισοδηματικά πιο αδύναμα μέλη κάθε κοινωνίας που έχουν την ανάγκη του δασκάλου για τα παιδιά τους, του αστυνομικού που να εμπεδώνει το κλίμα ασφάλειας στις γειτονιές τους, του δικαστή από τον οποίο μπορεί να βρουν το δίκιο τους.
Αρκεί, βεβαίως, η Πολιτεία αυτή να διαθέτει αποτελεσματικούς ελεγκτικούς μηχανισμούς που να συλλέγουν τους αναλογούντες φόρους, αλλά να κατοικείται και από συνειδητούς πολίτες που να πληρώνουν πρώτα τους δικούς τους φόρους τους, αναλογικά με τα εισοδήματα και την περιουσία που διαθέτουν και, κατόπιν, να απαιτούν, δικαίως, να πληρώνουν και οι άλλοι. Η φοροδιαφυγή, όμως,  των άλλων, που πολλές φορές οι ίδιοι την υποθάλπουμε, δεν μπορεί να αποτελεί μόνιμο άλλοθι.      
Ξέρω ότι, για ιστορικούς και όχι μόνον λόγους, στην Ελλάδα δεν υπήρξε ποτέ mainstream (πόσω μάλλον στις μέρες μας, μέρες γενικευμένης σύγχυσης και απολύτως συγκεχυμένων απόψεων για το πώς και το γιατί φθάσαμε εδώ που είμαστε) να τάσσεται κανείς υπέρ των φόρων, αλλά αν τώρα δεν ειπωθεί η αλήθεια και δεν επικρατήσει η λογική δεν πρόκειται να βγούμε ποτέ από τον κρίση.
   
*Ο Γρηγόρης Τζιοβάρας είναι δημοσιογράφος (πολιτικός συντάκτης στο «Πρώτο Θέμα»), περιφερειακός σύμβουλος Θεσπρωτίας στο πρώτο αιρετό Περιφερειακό Συμβούλιο Ηπείρου. Η αρθρογραφία του (ανα)δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα: http://topikakaiatopa.blogspot.com.

Τρίτη 11 Οκτωβρίου 2011

Τα… «αυγά και τα πασχάλια» της κυβερνητικής επικοινωνίας

Επί δύο συνεχείς εβδομάδες ένας από τους μεγάλους τηλεοπτικούς σταθμούς, αλλά κι ένας ακόμη που το κύριο αντικείμενο, ακόμη και των δελτίων ειδήσεων του, είναι το αποκαλούμενο life style, που συμβαίνει και οι δύο να ελέγχονται από τον ίδιο επιχειρηματικό όμιλο, έχουν επιδοθεί σε έναν ανελέητο πόλεμο φθοράς κατά του υπουργού Εθνικής Άμυνας Πάνου Μπεγλίτη, με αφορμή, δήθεν, απόφασή του με την οποία δόθηκε η δυνατότητα στα στελέχη των ενόπλων δυνάμεων να επικοινωνούν απευθείας με την πολιτική ηγεσία.
Σε καθημερινή βάση οι οθόνες των συγκεκριμένων σταθμών κατακλύζονται από δηλώσεις κάθε λογής αποστράτων που σε υψηλότατους τόνους «κατακεραυνώνουν» τον υπουργό Άμυνας που, κατά την άποψή τους, καταλύει την ιεραρχία του στρατεύματος και, έμπλεοι ανησυχιών, κορυβαντιούν για τις συνέπειες που θα επέλθουν στην πειθαρχία των στρατιωτικών.
Ορισμένοι, μάλιστα, από αυτούς τους σφόδρα ανησυχούντες είναι οι ίδιοι που, αν δεν πρωταγωνίστησαν στα πρόσφατα επεισόδια στο «Πεντάγωνο», παρέσχον πλήρη κάλυψη στους συναδέλφους τους που κατέστρεψαν τις πύλες εισόδου του υπουργείου Εθνικής Άμυνας και εισέβαλαν στον προαύλιο χώρο κατά τη διάρκεια  διαμαρτυρίας για τη μείωση των συντάξεων τους. Και έδειξαν τέτοιο σεβασμό στην ιεραρχία που απαίτησαν από τους εν ενεργεία ηγήτορες του στρατεύματος να κατέβουν από τα επιτελεία τους για να παραλάβουν το ψήφισμα τους.
Η κυβέρνηση αντιμετώπισε το όλο ζήτημα με… ολύμπια ψυχραιμία και, αν εξαιρέσει κανείς το τελεσίγραφο που έστειλε ο κ. Μπεγλίτης από τη Βουλή, όπου βρισκόταν, να αποχωρήσουν οι απόστρατοι από το εσωτερικό του υπουργείου γιατί αλλιώς θα απομακρυνόταν βιαίως, κανείς άλλος ούτε από τα άλλα κόμματα, ούτε από το κυβερνητικό στρατόπεδο δεν ένοιωσε την ανάγκη να πει μια κουβέντα καταδίκης τόσο των επεισοδίων όσο και της διπλής τηλεοπτικής καμπάνιας κατά του υπουργού που γίνεται από τα μέσα του επιχειρηματικού ομίλου που, είναι γνωστό στους παροικούντες την Ιερουσαλήμ ότι δεκαετίες τώρα, διατηρεί «εκλεκτικές συγγένειες» με τις ένοπλες δυνάμεις.
Και αν τα άλλα κόμματα το είδαν με κοντόθωρο ωφελιμισμό, εκπλήσσει η σιωπή της κυβέρνησης, η οποία παγιδευμένη στα λάθη, στις παλινωδίες και στις ανακολουθίες της, αλλά και στη λογική του «ο σώζων εαυτόν σωθήτω», που έχει επικρατήσει τόσο στο υπουργικό συμβούλιο, όσο και στην κοινοβουλευτική ομάδα του κυβερνώντος κόμματος, μοιάζει να… έχει παραδώσει το πνεύμα της στο επικοινωνιακό πεδίο.         
Οι κυβερνώντες ανέχονται, επί παραδείγματι, αφήνοντας αναπάντητη, την «οβιδιακή» εναλλαγή ρόλων από τους ιεροκήρυκες της τηλοψίας, οι οποίοι τη μια μέρα εμφανίζονται διαπρύσιοι συνήγοροι της τρόικας, εγκαλώντας την κυβέρνηση και συλλήβδην το πολιτικό σύστημα που δεν συμφωνούν να πάρουν δια μιας όλα τα μέτρα που ζητούν οι δανειστές μας, ενώ την αμέσως επομένη μέρα, όταν τα μέτρα λαμβάνονται, μεταμορφώνονται σε σφοδρούς κατηγόρους, στηλιτεύοντας την αναλγησία των μεν και των δε και φθάνοντας μέχρι του σημείου να χαρακτηρίζονται, ακόμη και από σοβαροφανείς σχολιαστές, «καραγκιόζηδες» τα στελέχη της τρόικας.
Παρακολουθούν, επίσης, αμήχανα την καταστροφολογική διαστροφή των πραγμάτων, όταν ακόμη και θετικές προοπτικές παρουσιάζονται μόνον με την αρνητική τους χροιά, όπως, επί παραδείγματι, η γερμανική πρόταση για βαθύτερο «κούρεμα» του ελληνικού χρέους, η οποία μέχρι πρότινος προβαλλόταν ως αναγκαιότητα, αφού «ο λογαριασμός του χρέους δεν βγαίνει με τις αποφάσεις της 21ης Ιουλίου», αλλά τώρα εμφανίζεται ως κάτι το πολύ κακό, γιατί μπορεί να επηρεάσει τις ελληνικές τράπεζες, από τις οποίες εξαρτώνται αμέσως ή εμμέσως και πάντως απολύτως τα καταχρεωμένα –έντυπα και ηλεκτρονικά- μέσα ενημέρωσης.
Δεν βρίσκεται, δυστυχώς, κανείς να εγκαλέσει όλους αυτούς που βάλουν μονομερώς κατά των πολιτικών και των (υπαρκτών και ανύπαρκτων) προνομίων τους, υποδεικνύοντάς τους να «κοιταχθούν στον καθρέφτη» για να δουν τα υπερπρονόμια που οι ίδιοι απόλαυσαν τα προηγούμενα χρόνια, οδηγώντας τις ίδιες της επιχειρήσεις τους σε οικονομική εκτροπή πολύ μεγαλύτερη από εκείνη των δημόσιων οικονομικών, από τα οποία, εν πολλοίς, σιτίζονταν και οι ίδιοι.
Ο ισοπεδωτικός λαϊκισμός που ξεχειλίζει ολημερίς και ολονυκτίς από τις οθόνες, δίνοντας δίκιο σε όποιον κάθε φορά φωνάζει πιο δυνατά, παραλύει το κοινωνικό και οικονομικό γίγνεσθαι, καθώς το «προϊόν» που εκπέμπεται δεν έχει καμία σχέση με την επιβαλλόμενη κριτική που, μαζί με την πληροφόρηση, αποτελεί την βασική αποστολή των ειδησεογραφικών μέσων ενημέρωσης.
Θα ήμουν ο τελευταίος πολίτης σε αυτή τη χώρα που –και για επαγγελματικούς λόγους, θα αρνιόμουν την υποχρέωση των μέσων ενημέρωσης και των ανθρώπων που τα λειτουργούν να ασκούν την πιο σκληρή κριτική προς την όποια εξουσία. Ενοχλούμαι, ωστόσο, αφάνταστα από τον διαγκωνισμό «μαυρίλας», για λόγους τηλεθέασης, που συνδυάζεται με σκοπιμότητες, αλλά και με την ημιμάθεια και την επιδερμικότητα των σχολιασμών και αναλύσεων πολλών από τους πρωινούς και βραδινούς βαρύγδουπους κήνσορες.
Όλα αυτά, βεβαίως, δεν συμβαίνουν τυχαία. Συμβαίνουν επειδή η κυβέρνηση, αλλά και ολόκληρο το πολιτικό σύστημα (ποιος θα φανταζόταν, μέχρι πρότινος, στελέχη της ανανεωτικής αριστεράς σε πάνελ κουτσομπολίστικης εκπομπής του Star;), έχουν υποταχθεί πλήρως στη λεγόμενη «τέταρτη εξουσία», καθώς, υπό το βάρος των πελατειακών  ανομιών του παρελθόντος, έχουν καταρρεύσει πλήρως, χάνοντας, όπως λέει ο λαός μας, «τ΄ αυγά και τα πασχάλια».  

*Ο Γρηγόρης Τζιοβάρας είναι δημοσιογράφος, περιφερειακός σύμβουλος Θεσπρωτίας στο νέο Περιφερειακό Συμβούλιο Ηπείρου. Η αρθρογραφία του (ανα)δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα: http://topikakaiatopa.blogspot.com.