Συνολικές προβολές σελίδας

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Τράπεζες. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Τράπεζες. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 2 Δεκεμβρίου 2022

Πού οφείλεται η εξακολουθητική ανοχή προς τις τράπεζες


Χωρίς να είμαι από εκείνους που πιστεύουν στο λαϊκίστικο θεώρημα ότι για όλα τα δεινά που μας βρήκαν στα χρόνια της παρατεταμένης μνημονιακής κρίσης αποκλειστικοί υπαίτιοι ήταν οι τραπεζίτες, δεν μπορώ να μην καγχάσω με την ανακοίνωση που εξέδωσε το απόγευμα της Πέμπτης το υπουργείο Οικονομικών για να συνομολογήσει τον ουσιαστικά άκαρπο χαρακτήρα που είχε μια ακόμη συνάντηση των εκπροσώπων της Πολιτείας με τους εκπροσώπους των πιστωτικών ιδρυμάτων.

Η συνάντηση, που δεν ήταν η πρώτη, αφορούσε το μεγάλο κοινωνικό πρόβλημα που τείνει να δημιουργηθεί από τη σπουδή των τραπεζών να αυξήσουν τα επιτόκια των δανειακών χορηγήσεων. Μια σπουδή μάλιστα, η οποία -κατά έναν πολύ προκλητικό τρόπο- δεν συνοδεύτηκε ούτε από την παραμικρή αναπροσαρμογή των ισχνών έως μηδενικών επιτοκίων που συνεχίζουν να (μην) δίνουν στους καταθέτες τους.

Δεν είναι κακό να συζητούν και να διαβουλεύονται οι αρμόδιοι κυβερνητικοί αξιωματούχοι με εκπροσώπους φορέων της αγοράς. Είναι, όμως, προσβλητικό τόσο για τη νοημοσύνη των πολιτών όσο και για την αξιοπιστία του πολιτικού συστήματος, η ελληνική Πολιτεία να δείχνουν τέτοια ανοχή απέναντι στους τραπεζίτες.

Γιατί, κακά τα ψέματα, από τις επαφές που γίνονται ανάμεσα στις δύο πλευρές το μήνυμα που εκπέμπεται είναι ότι στην πραγματικότητα η κυβέρνηση δεν δείχνει διατεθειμένη να κάνει τίποτε περισσότερο παρά να εκλιπαρεί για κάποιες μικροδιευθετήσεις, ένεκα της προεκλογικής περιόδου που διανύουμε και του κινδύνου να αρχίσουν να «κοκκινίζουν» δάνεια από την αδυναμία κάποιων δανειοληπτών να ανταποκριθούν στις όλο και υψηλότερες τοκοχρεολυσιακές υποχρεώσεις τους.

Δεν μπορώ να φανταστώ άλλον κλάδο της οικονομίας που να αξιοποιεί τόσο άμεσα την ευκαιρία για να αυξήσει τα κέρδη του, όπως κάνουν οι τράπεζες αμέσως μόλις δώσει το σήμα της αύξησης των δικών της επιτοκίων η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Από τα σούπερ μάρκετ έως τους παραγωγούς ενέργειας, η κυβέρνηση προσπάθησε να τιθασεύσει τις κερδοσκοπικές τους ορέξεις που άνοιξε ο πληθωρισμός και η εκτίναξη των τιμών. 

Άλλος λιγότερο και άλλος περισσότερο, οι περισσότεροι ανταποκρίθηκαν και η αναμφισβήτητη ακρίβεια που έχει ενσκήψει στην ελληνική αγορά κάπως μετριάστηκε. Τα πράγματα θα ήταν πολύ χειρότερα αν δεν επιβαλλόταν το «καλάθι του νοικοκυριού» και το καθημερινό παρατηρητήριο των τιμών ή δεν θεσμοθετούνταν η ανάκτηση του 90% από τα υπερκέρδη των εταιριών που δραστηριοποιούνται στον τομέα της ενέργειας.

Για παράδειγμα, οι φουσκωμένοι λογαριασμοί ηλεκτρικού ρεύματος και φυσικού αερίου εξορθολογίστηκαν τόσο με τη συνδρομή και του κρατικού προϋπολογισμού όσο και με την τιθάσευση της αχαλίνωτης αισχροκέρδειας που πυροδότησε η ενεργειακή κρίση. Το ερώτημα είναι γιατί δεν μπορεί να γίνει κάτι ανάλογο και με τις δόσεις των δανείων. Γιατί οι τραπεζίτες να μην απορροφήσουν πρόσκαιρα ένα μέρος του αυξημένου κόστους του χρήματος, περιορίζοντας τα κέρδη τους;

Κατά την τελευταία δωδεκαετία, η ελληνική Πολιτεία και οι φορολογούμενοι πολίτες συνέδραμαν επανειλημμένως στην επιβίωση των εναπομεινασών συστημικών τραπεζών. Η δύναμη, άλλωστε, με την οποία κατάφεραν να (ξανα)περάσουν σε καθεστώς κερδοφορίας προήλθε μέσω της αμέριστης κρατικής συνδρομής. Αφενός, επειδή η ανακεφαλαιοποίησή τους έγινε με χρήματα τα οποία δανείστηκαν οι μνημονιακές κυβερνήσεις εν ονόματι του ελληνικού λαού και με υποθήκευση της δημόσιας περιουσίας. Και, αφετέρου, διότι οι τράπεζες ήταν οι μεγάλοι κερδισμένοι από την ταχεία ψηφιοποίηση της ελληνικής οικονομίας που έφερε η υποχρεωτικότητα πολλών από τις ηλεκτρονικές συναλλαγές.

Παρά ταύτα, οι τράπεζες δείχνουν ανικανοποίητες. Οι ιθύνοντες τους θέλουν κέρδη και άλλα κέρδη. Προφανώς για να δικαιολογήσουν έτσι τα προκλητικά bonus με τα οποία αμείβονται. Δεν είναι, εξάλλου, η πρώτη φορά που οι εκπρόσωποι των τραπεζών αγνοούν την κυβερνητική βούληση. Ίσως και επειδή δεν κινητοποιείται η Επιτροπή Ανταγωνισμού για να ελέγξει την ανενδοίαστη εναρμονισμένη πρακτική την οποία εφαρμόζουν.

Πριν από περίπου δύο χρόνια όταν αποφάσισαν να αυξήσουν τις κάθε είδους προμήθειες που επέβαλαν ετσιθελικά στους πελάτες του, οι διαμαρτυρίες των καταναλωτών και η αντίδραση της κυβέρνησης έπεσαν στο απόλυτο κενό. Έγραψαν… εκεί που δεν πιάνει η μελάνη ακόμη και την παρότρυνση του πρωθυπουργού να μειώσουν τις χρεώσεις σε απλές τραπεζικές συναλλαγές, όπως για παράδειγμα η μεταφορά ή η ανάληψη μικροποσών από διαφορετική τράπεζα που χρεώνεται κοντά στα 5 ευρώ ανά συναλλαγή.

Η προηγούμενη κυβέρνηση των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ ήθελε να παρακάμψει την ανεξέλεγκτη λειτουργία των τραπεζών φαντασιωνόμενη ότι μπορούσε να στήσει (το δικό της) «παράλληλο τραπεζικό σύστημα» για να κάνει τις δουλειές της μέσα από αυτό. Θυμηθείτε τα ιλαροτραγικά επεισόδια με τους διοικούντες της Τράπεζας Αττικής που έπαιζαν μπουνιές ή τα πασίγνωστα πρόσωπα στα οποία χορηγήθηκαν δάνεια εκείνη την περίοδο. Η τωρινή κυβέρνηση φαίνεται να διακατέχεται από την ψευδαίσθηση ότι οι διοικούντες τις τράπεζες θα φιλοτιμηθούν να δείξουν «κοινωνικό» πρόσωπο.

Όσο κατάφερε ο ΣΥΡΙΖΑ να στήσει το δικό του σύστημα, άλλο τόσο θα καταφέρει και η κυβέρνηση της ΝΔ να πετύχει τον στόχο της. Όχι για κάποιον άλλο λόγο, αλλά διότι και στη μια και στην άλλη περίπτωση εκείνο που προέχει δεν είναι οι κανόνες της καπιταλιστικής οικονομίας στην οποία ζούμε αλλά οι μικροεκλογικοί υπολογισμοί πίσω από τους οποίους βρίσκει έρεισμα η εξακολουθητική ανοχή απέναντι στην ακόρεστη αισχροκέρδεια των τραπεζιτών.

Πέμπτη 11 Ιουνίου 2020

Κάποιος πρέπει να τρίξει (και πάλι) τα δόντια στις τράπεζες



Όσες ανακοινώσεις και αν κάνει η κυβέρνηση για την πολυθρύλητη επανεκκίνηση της οικονομίας, τίποτε δεν πρόκειται να γίνει αν κάποιος αρμόδιος αξιωματούχος δεν καλέσει τους ιθύνοντες των τραπεζών για να τους υποχρεώσεις να ανοίξουν τη ροή των χρηματοδοτήσεων προς τις επιχειρήσεις.
Είναι αδύνατο να πάρει μπροστά η χειμαζόμενη λόγω κορωνοϊού οικονομία με μόνες τις κρατικές επιχορηγήσεις. Τα «οκτακοσάρια» που δόθηκαν ή εξακολουθούν να δίνονται από το δημόσιο ταμείο δεν αρκούν ούτε για τα στοιχειώδη. Και δεν θα αρκέσουν ακόμη και αν ριχθούν στην αγορά όλα τα αποθεματικά του Κράτους, όπως κάποιοι –μάλλον ανεύθυνα- ζητούν.
Αλλά και ο «πακτωλός» των ευρωπαϊκών κονδυλίων –περί τα 60 δισ. ευρώ για την επόμενη επταετία- που έχει εξαγγελθεί ότι θα διατεθούν για την ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας μπορεί να αποδεχθούν ανεπαρκή εφόσον δεν συνοδευτούν από την αναγκαία μόχλευση, τη δυνατότητα δηλαδή να επενδυθούν μεγαλύτερα κεφάλαια από αυτά τα οποία πραγματικά έχουν στη διάθεσή τους οι επιχειρήσεις.
Με άλλα λόγια, επιστροφή στην ανάπτυξη δεν μπορεί να υπάρξει όσο το εγχώριο τραπεζικό σύστημα αρκείται στη σιγουριά των υψηλών προμηθειών που καρπώνεται από τη ραγδαία επέκταση των ηλεκτρονικών συναλλαγών και δεν ασκεί το βασικό καθήκον που έχουν από τη φύση τους τα πιστωτικά ιδρύματα και το οποίο δεν είναι άλλο από το να χορηγούν δάνεια και πιστώσεις με προσιτά επιτόκια.
Οι περισσότεροι επιχειρηματίες που πήγαν τις τελευταίες ημέρες στις τράπεζες ακούγοντας τις κυβερνητικές εξαγγελίες για μια σειρά χρηματοδοτικά εργαλεία που υποτίθεται ότι έχουν τεθεί στη διάθεσή τους προκειμένου να σταθούν όρθιοι και να μη γονατίσουν από τις συνέπειες που είχε στον οικονομικό πεδίο η υγειονομική κρίση, βρέθηκαν αντιμέτωποι με μια ψυχρολουσία.
Δυστυχώς, οι όροι και οι προϋποθέσεις που τους τίθενται προκειμένου να χρηματοδοτηθούν είναι μάλλον αποτρεπτικοί. Ακόμη και συνεπείς δανειολήπτες έρχονται αντιμέτωποι με τόσα εμπόδια που φεύγουν απογοητευμένοι από τα τραπεζικά καταστήματα καθώς αντιμετωπίζονται ως εν δυνάμει «μπαταχτσήδες» όπως μαρτυρούν οι εγγυήσεις που τους ζητούνται και που είναι αδύνατον να καλυφθούν.
Η στάση που τηρούν τα τραπεζικά στελέχη «καίει πάρα πολύ κόσμο» στον χώρο των επιχειρήσεων, λένε άνθρωποι που έχουν (επί)γνωση της κατάστασης που δημιουργείται τις τελευταίες εβδομάδες στην αγορά. Για παράδειγμα, εκτιμήσεις που είναι εν γνώσει κυβερνητικών αξιωματούχων αναφέρουν ότι από τις περίπου 30.000 επιχειρήσεις που έχουν ζητήσει να ενταχθούν στο ΤΕΠΙΧ ΙΙ, είναι ζήτημα αν έχουν μέχρι στιγμής ικανοποιηθεί 300 με 400 εταιρίες σε όλη τη χώρα.
Παρόλο που το ΤΕΠΙΧ ΙΙ είναι πρόγραμμα χορηγήσεων δανείων για Κεφάλαιο Κίνησης με διετή επιδότηση σε ποσοστό 100% των επιτοκίων, οι τράπεζες αρνούνται προκλητικά να ακολουθήσουν τις «παραινέσεις» του υπουργού Ανάπτυξης Άδωνι Γεωργιάδη να μην ζητούν εγγυήσεις για τις χορηγήσεις.
Οι καταγγελίες που φθάνουν στην κυβέρνηση είναι πολλές και κάνουν λόγο για απειλές λουκέτου από επιχειρήσεις που στη διάρκεια της καραντίνας στέγνωσαν από ρευστότητα και δυσκολεύονται να ξεκινήσουν τη λειτουργία τους. Υγιείς εταιρίες που δεν χρωστούν πουθενά και επιζητούν χρηματοδότηση για να επεκτείνουν το δίκτυο πωλήσεων τους βρίσκουν απέναντί τους ένα ψηλό και ανυπέρβλητο τείχος άρνησης που υψώνουν οι τραπεζίτες με τις παράλογες εγγυήσεις που απαιτούν.
Επισείοντας, μάλλον προσχηματικά, τον κίνδυνο να δημιουργηθεί μια «νέα γενιά κόκκινων δανείων», αλλά στην πραγματικότητα εκμεταλλευόμενοι το γεγονός ότι ορίζονται στις θέσεις τους από τους δανειστές, οι διοικούντες τις συστημικές τράπεζες αγνοούν προκλητικά τόσο τις νουθεσίες της κυβέρνησης όσο και τις απαιτήσεις της οικονομικής πραγματικότητας που διαμορφώνεται στη χώρα.
Πριν από μερικούς μήνες χρειάστηκε να κληθούν στο Μέγαρο Μαξίμου για να πειστούν να βάλλουν κάποιο φρένο στο κρεσέντο της αύξησης των προμηθειών στις τραπεζικές συναλλαγές που -κατά παράβαση κάθε έννοιας ανταγωνισμού- είχαν όλες μαζί αποφασίσει να εφαρμόσουν. Λέγεται ότι τότε χρειάστηκε ο ίδιος ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης να τους προειδοποιήσει με κυρώσεις για να δείξουν ότι συμμορφώνονται, χωρίς, ωστόσο, να πάρουν πίσω όλες τις χρεώσεις που στο μεταξύ είχαν επιβάλει.
Κάποιος, λοιπόν, πρέπει να τρίξει (και πάλι) τα δόντια στις τράπεζες, οι οποίες αν υφίστανται σήμερα το οφείλουν στους Έλληνες φορολογουμένους που πλήρωσαν αδρά για τη διάσωσή τους. Σε αντίθετη περίπτωση, αν δηλαδή αφεθούν να συνεχίσουν την έως τώρα κοντόθωρη τακτική τους να μη δίνουν δάνεια και να βολεύονται με τα έσοδα από τις προμήθειες, η ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας θα αποδειχθεί άπιαστος στόχος.
Ζητείται τόλμη!

Δευτέρα 29 Ιουνίου 2015

Στο «κόκκινο» η αγωνία των Ελλήνων για την επόμενη ημέρα



Στο ξημέρωμα της Δευτέρας, 29 Ιουνίου, μόνον η ανατολή του ήλιου βρίσκει την αντιστοίχησή της στην προφητεία του προεκλογικού σποτ του ΣΥΡΙΖΑ για την αυγή της Δευτέρας, 26 Ιανουαρίου.
Πέντε μήνες μετά, ο,τιδήποτε άλλο ξόρκιζε η προπαγάνδα της ομάδας, η οποία απολύτως απαράσκευη ανέλαβε τις τύχες της χώρας τον περασμένο Ιανουάριο, το βρίσκει πλέον μπροστά της, με τη μορφή, ίσως, της αυτοεκπληρούμενης προφητείας.
Τα ΑΤΜ που δεν βγάζουν, πλέον, χρήματα, ακόμη και για όσους διαθέτουν τραπεζικές καταθέσεις, διαψεύδουν τις προβλέψεις για την «κανονικότητα» που έκαναν τα προεκλογικά σποτ του ΣΥΡΙΖΑ, ενώ η ανασφάλεια και η αβεβαιότητα των Ελλήνων δεν περιορίζονται στις συνήθεις ανησυχίες, αλλά προσεγγίζουν επίπεδα απλησίαστα εδώ και πολλές δεκαετίες και αφορούν κολοσσιαίας σημασίας ζητήματα, όπως η ευρωπαϊκή κατεύθυνση της χώρας, που θεωρούνταν, μέχρι πρότινος, δεδομένη και εξασφαλισμένη.
Οι κλειστές τράπεζες, μια απαραίτητη κίνηση στην οποία κατέφυγε η κυβέρνηση για να διασώσει, αφενός, το απειλούμενο με ολοσχερή κατάρρευση τραπεζικό σύστημα και, αφετέρου, τις εναπομείνασες καταθέσεις των πολιτών, δίνουν το μέτρο της δραματικής επιδείνωσης των οικονομικών συνθηκών στη χώρα ως επιστέγασμα των επί μήνες άκαρπων διαπραγματεύσεων που επισφραγίστηκε με την άφρονα πρωτοβουλία για το δημοψήφισμα.
Την ίδια ώρα, οι μεγάλες ουρές στα βενζινάδικα από ανησυχούντες καταναλωτές, ακόμη και αν είναι αδικαιολόγητες, αφού πρόβλημα επάρκειας καυσίμων δεν προβλέπεται να δημιουργηθεί, αποτυπώνει τον πανικό που σκόρπισαν οι αλλοπρόσαλλες κυβερνητικές αποφάσεις, όπως και την έλλειψη εμπιστοσύνης στις πρωθυπουργικές εκκλήσεις για νηφαλιότητα και ψυχραιμία.
Η χωρίς συστολή επιθετική ρητορεία περί οικονομικού πολέμου που δέχεται η χώρα, όπως διατείνονται κυβερνητικοί αξιωματούχοι, ου μην αλλά και ο ίδιος ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας, ενισχύει το αρνητικό κλίμα και εμποδίζει την επικράτηση ατμόσφαιρας καταλλαγής που αποτελεί την αναγκαία συνθήκη για να αποφευχθούν ακόμη πιο ακραίες καταστάσεις όπως το άδειασμα των ραφιών σε σούπερ μάρκετ, εν γένει καταστήματα τροφίμων, ακόμη και φαρμακεία, όπως προμήνυε το παρελθόν Σαββατοκύριακο.
Το ανησυχητικό είναι ότι, παρά τα τόσα αρνητικά προμηνύματα που εξέπεμψε η κατάσταση στο εσωτερικό της χώρας, αλλά όσα έφθασαν από τον διεθνή περίγυρο, στο πολιτικό πεδίο οι έχοντες την ευθύνη της διακυβέρνησης του τόπου συνέχισαν να συμπεριφέρονται κατά την πεπατημένη και ως να μην άλλαξε τίποτε από την περασμένη Παρασκευή που ελήφθη η απροσδόκητη απόφαση για το δημοψήφισμα.
Το επίπεδο της κοινοβουλευτικής αντιπαράθεσης ήταν απογοητευτικό και οι κάθε λογής ταγοί του τόπου μοιάζουν μοιραίοι και άβουλοι μπροστά στους τεράστιους κινδύνους με τους οποίους βρίσκεται αντιμέτωπη η χώρα. Την ίδια στιγμή που στο Βερολίνο, η καγκελάριος Μέρκελ καλεί σε διαβούλευση τους αρχηγούς των γερμανικών κομμάτων, στην Αθήνα οι εγχώριες δυνάμεις αδυνατούν όχι μόνον να βρουν κοινή γλώσσα αλλά ακόμη και να καθήσουν στο ίδιο τραπέζι.
Δεν είναι τυχαίο ότι την απόφαση για το δημοψήφισμα στους πολιτικούς αρχηγούς της αντιπολίτευσης, όπως αναφέρουν ασφαλείς πληροφορίες, δεν την ανακοίνωσε ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας, αλλά ο υπουργός Εσωτερικών Νίκος Βούτσης. Όταν ο «πάγος» στις σχέσεις του νυν πρωθυπουργού με τον προκάτοχό του δεν έσπασε ούτε σε αυτή την οριακή στιγμή, πώς μπορεί κανείς να επιβεβαιωθούν οι ελπίδες όσων προσδοκούν σε μια πιθανολογούμενη επόμενη ευρωπαϊκή Σύνοδο, η Ελλάδα να εκπροσωπηθεί από ένα αρραγές διακομματικό μέτωπο;  
Αν πριν από τη δύση του ήλιου που ανέτειλε τούτη τη Δευτέρα δεν τρέξουν εξελίξεις που να ανατρέψουν τη ζοφερή ατμόσφαιρα που μας πολιορκεί από παντού, η αυριανή μέρα, η 30ή Ιουνίου 2015, δεν θα είναι απλά η ημερομηνία που λήγει το τρέχον πρόγραμμα οικονομικής στήριξης της Ελλάδας από τους εταίρους και δανειστές της.
Μαζί με το πρόγραμμα θα λήξουν και πολλά άλλα –κεκτημένα του πρόσφατου και απώτερου παρελθόντος- που αφορούν καθοριστικά το παρόν και το μέλλον των σημερινών και των επόμενων γενιών αυτού του τόπου.

Τετάρτη 17 Δεκεμβρίου 2014

Βαράτε βιολιτζήδες!



           Η διεκδίκηση της εξουσίας υπήρξε ανέκαθεν ένας αδυσώπητος αγώνας που συχνά γίνεται χωρίς την τήρηση ακόμη και των πιο στοιχειωδών κανόνων του παιχνιδιού. Αρκετές φορές, ωστόσο, οι άνθρωποι που τη διεκδικούν χάνουν το μέτρο. Και τυφλωμένοι μάλλον από το πάθος για το αντικείμενο του πόθου τους χρησιμοποιούν τόσο αθέμιτα μέσα για να κατακτήσουν που σε κάποιες περιπτώσεις αντί να τους φέρνουν πιο κοντά στο στόχο που θέτουν, τους απομακρύνουν.
Με τούτες τις σκέψεις να στριφογυρίζουν στο μυαλό μου, καθώς παρακολουθώ τα τεκταινόμενα περί την προεδρική εκλογή, δεν μπορώ, με τα όσα κωμικοτραγικά διαδραματίζονται γύρω μας, να μην αναρωτηθώ αν οι πρωταγωνιστές της κεντρικής πολιτικής σκηνής έχουν αίσθηση των πραγμάτων και των καταστάσεων που καλούνται να διαχειριστούν.
Πόσο, για παράδειγμα, ανταποκρίνεται στο πραγματικό διακύβευμα αυτής τη εκλογής το άκρως επικίνδυνο παιχνίδι με την οικονομική σαποσταθεροποίηση της χώρας που παίζεται -αν όχι συντονισμένα, σίγουρα ανεμπόδιστα- τις τελευταίες μέρες από όσους εμφανίζονται να κόπτονται για τη διαφύλαξη της σταθερότητας;
Ποιος, αλήθεια, είναι εκείνος που πιστεύει ότι ακόμη και αν κλείσουν τα ΑΤΜ, όπως διάφοροι ανεύθυνα υπαινίσσονται ή και διαδίδουν, οι πανικόβλητοι καταθέτες, που ενδεχομένως αγνοούν ότι οι καταθέσεις τους τουλάχιστον μέχρι το ύψος των 100 χιλιάδων ευρώ είναι ασφαλισμένες, θα στρέψουν την οργή τους μόνον κατά όσων δεν ψηφίσουν τον επόμενο Πρόεδρο της Δημοκρατίας και όχι εναντίον όσων άφησαν τα πράγματα να φθάσουν ως εκεί;
Είναι, άραγε, τόσο δύσκολο να συνειδητοποιήσουν ότι αν επέλθει το απευκταίο Grexit, οι πρώτοι που θα την πληρώσουν είναι όσοι ικανοποιούνται να αποτελούν «οικεία πρόσωπα» του κ. Γιούνκερ και αδιαφορούν για την συνεννόηση στο εσωτερικό της χώρας, επιμένοντας στο αλαζονικό «πάρτα όλα»;  
Γιατί, κακά τα ψέματα, με τη φορά που έχουν πάρει τα πράγματα είναι πολύ πιθανό το περιβόητο πλέον bankrun, που υποτίθεται ότι μας απειλεί, επειδή η χώρα, αντί να εκλέξει Πρόεδρο, θα πάει σε εκλογές, να λειτουργήσει, εν τέλει, ως αυτοεκπληρούμενη προφητεία και να επιπέσει επί των κεφαλών των ίδιων των ψευδοπροφητών της επερχόμενης καταστροφής.
Αλλά και από την άλλη, τι νόημα μπορεί να έχουν οι ιδεοληπτικές πομφόλυγες που εξαπολύονται κατά των «αγορών»; Υπάρχει εχέφρων άνθρωπος που πιστεύει ότι τα διεθνή τραπεζικά ιδρύματα, οι ευρωπαϊκές χώρες, τα επενδυτικά κεφάλαια και όποιοι άλλοι θεσμοί του καπιταλιστικού κόσμου έχουν τοποθετήσει ή σκοπεύουν να τοποθετήσουν τα χρήματά τους στην Ελλάδα, θα τρομοκρατηθούν από μια κυβερνητική αλλαγή και θα χορεύουν πεντοζάλη ή όποιον άλλο σκοπό θα βαράει η λύρα και ο ζουρνάς του κ. Τσίπρα;
Έχω την ειλικρινή απορία να μάθω ποια επικοινωνιακή στρατηγική υπηρετούν τέτοιοι ανυπόστατοι ισχυρισμοί. Και, πολύ περισσότερο, πως συνδέονται αυτές του είδους οι ανευθυνότητες με την προσπάθεια που κατέβαλε όλο το προηγούμενο διάστημα ο αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ για να αποδείξει ότι έχει κάνει στροφή στον ρεαλισμό και στη σοβαρότητα, αφήνοντας να φανεί ότι έχει απομακρυνθεί από την εποχή που ισχυριζόταν ότι θα περιέφερε ανά τας οδούς και τας ρίμας την εντολή σχηματισμού κυβέρνησης.
Είναι δυνατόν ένα κόμμα που υποτίθεται, βασίμως, ότι βρίσκεται μια ανάσα από την εξουσία, να καταφεύγει σε φραστικές ακρότητες αυτού του είδους ή, ακόμη χειρότερα, όπως εκείνες που εκστομίζουν άλλα στελέχη του τα οποία απειλούν να καθήσουν στο σκαμνί του Ειδικού Δικαστηρίου όλο το πολιτικό προσωπικό της τελευταίας πενταετίας; Τι είναι εκείνο που τους κάνει να παραβλέπουν ότι με κάποιους εξ αυτών ίσως υποχρεωθούν αύριο να συγκυβερνήσουν; Σε ποιο κοινό, αλήθεια, απευθύνονται και ποιους πιστεύουν ότι μπορεί να πείσουν να αλλάξουν την ψήφο τους με τέτοια επιχειρηματολογία;
Εν κατακλείδι, είτε εκλεγεί Πρόεδρος, όπως θέλει η κυβέρνηση (ή έστω ένας μέρος της), είτε πάμε σε εκλογές, όπως επιθυμεί η αντιπολίτευση (ή, επίσης, ένα μέρος της), το μόνο βέβαιο είναι ότι η χώρα θα συνεχίσει να πορεύεται με το «βαράτε βιολιτζήδες» και ό,τι βγεί…