Συνολικές προβολές σελίδας

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Τσακαλώτος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Τσακαλώτος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο 13 Μαρτίου 2021

Όσο παραμένει ανοιχτός ο… μπεζαχτάς*

 

«Πρωτοφανής αστυνομική βία εις βάρος των πολιτών με πρόσχημα την τήρηση υγειονομικών μέτρων που ο πρωθυπουργός και στελέχη της κυβέρνησης διαρκώς παραβιάζουν», ήταν ο τίτλος της ερώτησης του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης Αλέξη Τσίπρα που συζητήθηκε την Παρασκευή στη Βουλή στο πλαίσιο της «Ώρας του Πρωθυπουργού».

Μιλώντας σε ιδιαίτερα οξείς τόνους, ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ ξεκίνησε την αγόρευσή του απευθύνοντας ούτε ένα, ούτε δύο, συνολικά δεκατέσσερα «κατηγορώ» στον πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη. Το πρώτο εξ αυτών, μάλιστα, ήταν ότι «επιχειρείτε να ξεφύγετε από τις ευθύνες σας επιλέγοντας ως βασική σας στρατηγική την ένταση και τον διχασμό».

Ήταν, κατά γενική ομολογία όσων είχαν την υπομονή να ακούσουν ολόκληρη τη συζήτηση, «ένας Τσίπρας από τα… παλιά». Ο οποίος δεν δίστασε να παρουσιάσει ως «αστυνομοκρατούμενη» τη χώρα που στο κέντρο της πρωτεύουσάς της γίνονται κατά μέσο όρο δύο συλλαλητήρια τη ημέρα. Τα μελανά χρώματα της «επιχειρηματολογίας» του ήταν λες και είχαν αντληθεί από τις… πύρινες ομιλίες που εκφωνούσε τα πρώτα μνημονιακά χρόνια, τότε που αποκαλούσε «Πινοσέτ» τον εκλεγμένο πρωθυπουργό της χώρας.

Όπως τότε, έτσι και τώρα το λεξιλόγιό του ήταν τραχύ: «φόβος», «ανασφάλεια», «απογοήτευση», «τραγωδία», «κατασκευασμένοι αριθμοί», «εξαγορές», «εκβιασμοί» και άλλα τέτοια ηχηρά παρόμοια.

«Αυτό που προκαλέσατε τον τελευταίο χρόνο –και ιδίως αυτές τις μέρες- είναι να ζούμε σε αυτή τη χώρα ένα ζοφερό καθεστώς ανασφάλειας που απλώνεται σε όλες τις σφαίρες της κοινωνικής, αλλά και προσωπικής ζωής, στην εργασία, στην προστασία της υγείας, στον φόβο για το αύριο και τώρα τελευταία στον φόβο να βγουν οι πολίτες έξω από τα σπίτια τους στις πλατείες, στις γειτονιές τους», είπε.

Και συνέχισε στο ίδιο μοτίβο: «Σας κατηγορώ, κύριε Μητσοτάκη, γιατί ενώ αποτύχατε στην αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης που χτυπάει εκατομμύρια νοικοκυριά και οδηγεί σε μια κοινωνία απογοήτευσης εσείς επιμένετε να κρύβεστε πίσω από κατασκευασμένους αριθμούς και να μοιράζετε χάντρες στη μεσαία τάξη και στους εργαζόμενους την ίδια στιγμή που με όσα κάνετε και κυρίως με όσα δεν κάνετε προετοιμάζετε ένα νέο μεγάλο κύκλο οικονομικής και κοινωνικής τραγωδίας στον τόπο».

Ίσως, όμως, επειδή αντελήφθη ότι θα μπορούσε να του αντιτείνει κανείς πως η εικόνα που παρουσιάζει δεν ανταποκρίνεται σε αυτά που όλες οι μετρήσεις της κοινής γνώμης καταγράφουν ως πραγματικότητα, φρόντισε να υποδείξει τον… προσφιλή «εχθρό» του. Που φυσικά δεν είναι άλλος από τα μέσα ενημέρωσης. «Σας κατηγορώ», είπε στον Κυριάκο Μητσοτάκη, «διότι διαβρώσατε συνειδητά έναν από τους πυλώνες της δημοκρατίας που είναι η ενημέρωση του πολίτη με μια πρωτοφανή επιχείρηση εξαγοράς, εκβιασμών και πιέσεων με σημαία σας τις γνωστές λίστες της κρατικής διαφήμισης μετατρέπετε το αγαθό της ενημέρωσης του πολίτη σε προπαγάνδα κυβερνητική».

Η αλήθεια είναι ότι τη συγκεκριμένη συνταγή ο κ. Τσίπρας τη γνωρίζει καλά. Δεν είναι υπερβολή να παραδεχθούμε ότι την παίζει στα δάκτυλα. Στο παρελθόν, εξάλλου, την εφάρμοσε πολύ επιτυχημένα. Με σχεδόν πανομοιότυπη ρητορική κατάφερε μεταξύ του 2011 και του 2014 να απογειώσει το κόμμα του και να το μετατρέψει σε παράταξη εξουσίας από περιθωριακή πολιτική δύναμη που ήταν ως τότε. Αυτό δεν μπορεί να του το αρνηθεί κανείς. Εκείνο, όμως, που επίσης ουδείς μπορεί να αρνηθεί είναι ότι, όσες δυσκολίες και εάν έχει για τους Έλληνες, το 2021 δεν μπορεί να συγκριθεί με το 2011.

Ανεξαρτήτως με το ποια άποψη μπορεί να έχει ο καθένας για τους λόγους για τους οποίους οδηγηθήκαμε στη μνημονιακή κρίση –και κυρίως αν το Μνημόνιο έφερε την κρίση ή η κρίση το Μνημόνιο, που δυστυχώς παραμένει άλυτο δίλημμα για τον μέσο Έλληνα-, το τότε με το τώρα έχουν τεράστιες διαφορές. Η χρεωκοπημένη Ελλάδα του 2011 ήταν μόνη και έρημη σε ολόκληρο τον πλανήτη. Και κυρίως δακτυλοδεικτούμενη. Οι δε Έλληνες, που αισθάνονταν σαν να τους είχε πέσει ο ουρανός στο κεφάλι τους, ήταν απελπισμένοι. Έβλεπαν τις ζωές τους να ανατρέπονται, τους μισθούς και τις συντάξεις τους να καταβυθίζονται, τις καταθέσεις και την περιουσία τους να εξαϋλώνονται, την ανεργία να τους απειλεί και τα παιδιά τους να μεταναστεύουν.

Όσα προβλήματα και αν έφερε η πανδημία, η οποία αναμφισβήτητα δυσκόλεψε τις ζωές μας, δοκίμασε και δοκιμάζει ακόμη τις αντοχές όλων μας, το 2021 δεν δημιουργεί για τους Έλληνες πολίτες συνθήκες απελπισίας, όπως εκείνες που, καλώς ή κακώς, είχαν δημιουργηθεί τα πρώτα μνημονιακά χρόνια που αναδείχτηκε το πολιτικό ταλέντο του κ. Τσίπρα. Η μεγάλη και ουσιώδης διαφορά είναι ότι, σε πλήρη αντίθεση με τότε, τώρα ο «μπεζαχτάς» -το δημόσιο ταμείο, εν άλλοις λόγοις- είναι ανοικτός. Και η κυβέρνηση έχει μοιράσει –«από αυτά που εμείς μαζεύαμε», μπορεί να ισχυριστεί ο Ευκλείδης Τσακαλώτος και να μην έχει άδικο- περισσότερα από 35 δισ. ευρώ.

Ο μόνος τρόπος, λοιπόν, για να πετύχει εκ νέου η συνταγή του κ. Τσίπρα είναι να κλείσει ο «μπεζαχτάς» προτού να ελεγχθεί η πανδημία. Διότι δεν χρειάζεται μεγάλη πολιτική ευφυΐα για να αντιληφθούμε όλοι ότι αν σηματοδοτηθεί το τέλος της υγειονομικής κρίσης και αρχίσει η οικονομική ανάκαμψη, στην οποία αναμφίβολα προσβλέπει η πλειονότητα των Ελλήνων, τότε η γνωστή παράσταση υπό τον στερεότυπο αντιπολιτευτικό τίτλο «ένας νέος μεγάλος κύκλος οικονομικής και κοινωνικής τραγωδίας στον τόπο» δύσκολα θα κόψει εισιτήρια.

*λέξη τουρκικής προέλευσης που σημαίνει: «το ταμείο», «το συρτάρι με τα λεφτά».

Παρασκευή 25 Σεπτεμβρίου 2020

Οι δημοσκοπήσεις και τα πέντε στάδια του πένθους

 Παρότι η κυβέρνηση έδειξε διάθεση να… κοιμηθεί στις δάφνες που αποκόμισε από την έγκαιρη κινητοποίηση του κρατικού μηχανισμού όταν ξέσπασε η πανδημία του κορωνοϊού στις αρχές της περασμένης άνοιξης, οι πολίτες φαίνεται να της δίνουν ακόμη μεγάλη ανοχή.

Σε δύο νέες δημοσκοπήσεις που είδαν το φως της δημοσιότητας αυτές τις μέρες, επιβεβαιώνεται ότι οι επιδόσεις του πρωθυπουργού και της κυβέρνησης παραμένουν συγκριτικά πολύ καλύτερες από τις αντίστοιχες του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης και του κόμματός του.

Ο ήπιος πολιτικός λόγος τον οποίο χρησιμοποιεί ο Κυριάκος Μητσοτάκης σε όλες τις τελευταίες παρεμβάσεις του φαίνεται να του αποφέρει κέρδη, τα οποία υπερκαλύπτουν τις ζημιές από το γεγονός ότι στους έξι και πλέον μήνες που παρήλθαν από την εμφάνιση του πρώτου κύματος της πανδημίας δεν έγιναν όλα όσα θα μπορούσαν να έχουν γίνει για να προετοιμαστούν η χώρα και η κοινωνία για το δεύτερο κύμα που τώρα ενσκήπτει εντονότερο.

Στον αντίποδα, ο Αλέξης Τσίπρας όχι μόνον δεν αποκομίζει οφέλη από τον οξύτατο λόγο στον οποίο καταφεύγει για να αντιπολιτευθεί την κυβέρνηση –με αποκορύφωμα την επιμονή του να επιβάλει στο κόμμα του τον όρο «πολιτικός απατεώνας» που προσδίδει στον νυν πρωθυπουργό-, αλλά μάλλον καταγράφει απώλειες με τη στρατηγική της μετωπικής αντιπαράθεσης που έχει χαράξει, αμφισβητώντας προθέσεις και επιτεύγματα των αντιπάλων του που οι πολίτες τους τα πιστώνουν.

Τόσο στην προ δεκαπενθημέρου δίδυμη παρέμβαση του από την Θεσσαλονίκη όσο και στο τελευταίο μήνυμα του προς τους πολίτες ο πρωθυπουργός επέλεξε να παρουσιάσει τις θέσεις και τις απόψεις τους, αποφεύγοντας επιμελώς να ανταποδώσει τα πυρά που εξακοντίζουν εναντίον του οι πολιτικοί του αντίπαλοι. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης στη συνέντευξη Τύπου που παραχώρησε δεν έκανε σχεδόν καμία προσωπική αναφορά στον προκάτοχό του. Καλώς ή καλώς επέλεξε σε όλα τα θέματα –πανδημία, οικονομία, ελληνοτουρκικά, κ.ά.- να περιγράψει το δικό του αφήγημα.

Αντιθέτως, ο Αλέξης Τσίπρας σχεδόν σε όλες τις ερωτήσεις που δέχθηκε στο τετράωρο που διήρκησε η δική του συνέντευξη απάντησε με ονομαστικές αναφορές στον διάδοχό του και με σταθερά επικριτική διάθεση. Δεν περιορίστηκε να ασκήσει κριτική εκεί που όντως η κυβέρνηση δεν τα έχει πάει καλά, αλλά της επιτέθηκε ακόμη και εκεί που ήταν σαφές ότι τα περιθώρια κριτικής μέσα στα οποία μπορούσε να κινηθεί ήταν πολύ στενά. Μοιραία, λοιπόν, δεν κατάφερε να αποφύγει τις αντιφάσεις από τις οποίες χαρακτηρίζεται τον τελευταίο χρόνο η πολιτική του, γεγονός που αντανακλάται και στις διαρκείς εσωκομματικές αναταραχές.

Ο ισχυρισμός, για παράδειγμα, ότι η επιτυχία της Ελλάδας στην πρώτη φάση της πανδημίας οφείλεται αποκλειστικά στην υπευθυνότητα των πολιτών, αλλά όχι στην ενεργοποίηση της κυβέρνησης, είναι τουλάχιστον αντιφατικός όταν συνοδεύεται με έντονη κριτική προς την κυβέρνηση που επικαλείται την ατομική ευθύνη για να αυτοπροστατευθούν οι πολίτες από την εξάπλωση της πανδημίας. Είναι, άλλωστε, ζήτημα κοινής λογικής να αναγνωρίσει κανείς ότι χωρίς την ατομική ευθύνη του καθενός μας, καμία κυβέρνηση και κανένα κράτος δεν μπορεί να φρενάρει τη διάδοση της πανδημίας.

Από την άλλη, μια παράταξη που διεκδικεί την εξουσία, από την οποία αποχώρησε μόλις πριν από δεκατέσσερις μήνες, δεν μπορεί να ενστερνίζεται πρωτοβουλίες για καταλήψεις σχολείων που βρίσκουν σύμφωνες μόνον κοινωνικές μειοψηφίες που αρέσκονται στην ακραία ρητορική.

Οι μετριοπαθείς πολίτες που εκλέγουν τις κυβερνήσεις και στην παρούσα φάση ανησυχούν σφόδρα για τις βαριές συνέπειες που έχει στις ζωές τους η πανδημία είναι βέβαιο ότι δεν συγκινούνται από τις καταλήψεις. Είναι, μάλιστα, πολύ πιθανό το ενδεχόμενο να έτειναν ευήκοον ους σε μια στοιχειοθετημένη κριτική για τα πραγματικά προβλήματα και τις αδυναμίες που διαπιστωμένα υπάρχουν στην εκπαίδευση, όπως και σε άλλους τομείς ης δημόσιας ζωής.

Υπό αυτές τις συνθήκες, δεν είναι διόλου τυχαίο ότι η πλειονότητα των Ελλήνων επιβραβεύει τον Κυριάκο Μητσοτάκη και την κυβέρνησή του επειδή προφανώς τους συγκρίνει με την πολιτική ομάδα που αποδοκιμάστηκε για τον διχαστικό τρόπο με τον οποίο διακυβέρνησε τη χώρα την προηγούμενη πενταετία και, πάρα ταύτα, επιμένει πεισματικά στο ίδιο ακριβώς μοτίβο της μισαλλόδοξης δαιμονοποίησης όποιου δεν συμφωνεί και δεν συντάσσεται μαζί τους.

Είναι προφανές ότι, με ψυχαναλυτικούς όρους, η ηγεσία και τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ βρίσκονται στα πολύ πρώιμα στάδια του πένθους που αισθάνονται από την απώλεια της εξουσίας. Οι πιο πολλοί, με πιο χαρακτηριστικές περιπτώσεις τον Παύλο Πολάκη και τη Θεοδώρα Τζάκρη, κινούνται ακόμη ανάμεσα στην άρνηση και στον θυμό.

Κάποιοι λίγοι, όπως ίσως ο Ευκλείδης Τσακαλώτος, έχουν περάσει στο τρίτο στάδιο που είναι η διαπραγμάτευση. Όλοι τους, όμως, δείχνουν να θέλουν πολύ χρόνο για να φτάσουν στο τέταρτο στάδιο που είναι η κατάθλιψη. Πόσω μάλλον στο πέμπτο στάδιο που είναι η αποδοχή της πραγματικότητας.

Όσο γρηγορότερα, πάντως, το κάνουν τόσο το καλύτερο για τους ίδιους, το επίπεδο της πολιτικής αντιπαράθεσης αλλά και την ποιότητα της διακυβέρνησης στη χώρα.

Πέμπτη 20 Δεκεμβρίου 2018

«Όποιος στη μάχη πάει για να πεθάνει, στρατιώτη μου για πόλεμο δεν κάνει…»

Έμπλεος από… ιερά οργή, ο υπουργός των Οικονομικών Ευκλείδης Τσακαλώτος κατά τη συζήτηση επί του προϋπολογισμού ξιφουλκούσε από το βήμα της Βουλής εναντίον της αντιπολίτευσης: «Και μας λέτε ότι σας αφήσαμε καμένη γη;», αναρωτιόνταν με το γνωστό ύφος και τις ακόμη γνωστότερες κινήσεις του σώματος του που παραπέμπουν σε πρόσωπα που στην προσφιλή του Βρετανία αποκαλούν stand up comedians.
Με απόλυτη προσήλωση –ή μήπως επίδειξη;- της βρετανικής του παιδείας, που τον οδήγησε, όπως μας πληροφόρησε στην ίδια συζήτηση, να ζήσει στη γηραιά Αλβιώνα επί 28 συναπτά έτη, συμπλήρωσε (όπως ακριβώς κατέγραψαν τα πρακτικά της Βουλής) τα εξής: «Τέτοια αχαριστία έχουμε να δούμε από τότε που ο King Lear έδιωξε την κόρη του Cordelia, που τον αγαπούσε, και έδιωξε την Goneril και τη Regan που ήταν μπαγαπόντηδες…».
Για τους τυχόν αδαείς αναφερόταν στο περιώνυμο έργο του Σαίξπηρ που γράφηκε το 1609 και περιέγραφε την ιστορία του Ληρ, του βασιλιά της Βρετανίας, ο οποίος πριν μοιράσει το βασίλειό του στις τρεις κόρες του, τη Γονερίλη, τη Ρεγάνη και την Κορντέλια, ζήτησε από καθεμιά τους να του δηλώσει το μέγεθος της αγάπης της. Κολακευμένος από τις υπερβολικές απαντήσεις των δύο μεγαλύτερων θυγατέρων του, αποκλήρωσε την ειλικρινή Κορντέλια και εξόρισε τον δούκα του Κεντ που τον συμβούλευσε να πράξει το αντίθετο.
«Αυτή είναι πραγματική αχαριστία!», αναφώνησε ο ρέκτης υπουργός, ο οποίος, παρασυρμένος πιθανότατα από την προσπάθεια του να δείξει ότι είναι ανυπέρβλητος χιουμορίστας –ποιος ξεχνάει τις ιδιότυπες και επαναλαμβανόμενες παραβολές του με τις… φυματικές σαρανταποδαρούσες που πάσχουν και από μηνίσκο ή τις απονομές πορτοκαλόπιτας με τις οποίες επεχείρησε να αποστομώσει τους αντιπάλους του;- δεν αντελήφθη (ο άμοιρος…) ότι στην ουσία προεξοφλούσε την ήττα που αναμένει το κόμμα του.  
Δεν χρειάζεται, άλλωστε, να χαρακτηρίζεται κανείς από αίσθηση βρετανικού φλέγματος, όπως αυτή που νομίζει ότι διαθέτει ο κ. Τσακαλώτος, για να αντιληφθεί ότι όταν αποκαλείς κάποιον αχάριστο το κάνεις για να καταδείξεις ότι δεν αντιλαμβάνεται τη χάρη που του έχεις κάνει. Και, κακά τα ψέματα, ο υπουργός των Οικονομικών έχει κάνει πολύ μεγάλες χάρες στην αντιπολίτευση.
Όταν για παράδειγμα επικαλείται «ταξική μεροληψία» υπέρ τάχατες των αδυνάμων ενώ έχει περικόψει στο ελάχιστο το επίδομα θέρμανσης και έχει καταργήσει το ΕΚΑΣ, δύσκολα μπορεί να πείσει ότι διαθέτει μεγαλύτερη κοινωνική ευαισθησία από τους προηγούμενους που τα είχαν καθιερώσει ή τα διατήρησαν παρά τις πιέσεις των δανειστών. Και ακόμη δυσκολότερο είναι να υποστηρίξει πειστικά ότι κινδυνεύουν οι… υπήκοοι του που έχουν υποστεί τόσο υπερβολική φοροαφαίμαξη από την «παλινόρθωση» όσων τους υπόσχονται φοροελαφρύνσεις.      
            Γι΄ αυτό και ήταν μάλλον θλιβερό το θέαμα τόσο του κ. Τσακαλώτου, όσο και του πρωθυπουργού Αλέξη Τσίπρα, που αφιέρωσαν το μεγαλύτερο μέρος των ομιλιών τους με τις οποίες έκλεισαν την πενθήμερη συζήτηση επί του προϋπολογισμού για να ασκήσουν κριτική στην… αχάριστη αντιπολίτευση. Κάποιοι μάλιστα που αρέσκονται στα στατιστικά στοιχεία επεσήμαναν ένα εκπληκτικό ρεκόρ που κατέγραψε ο κ. Τσίπρας, ο οποίος από τα 62 λεπτά της ώρας που μίλησε συνολικά, στα 50 λεπτά αναφερόταν στο σχέδιο της ΝΔ, καταβάλλοντας φιλότιμη προσπάθεια να το αποδομήσει.
Το πάθος, εξάλλου, με το οποίο μίλησαν τόσο ο πρωθυπουργός όσο και ο υπουργός Οικονομικών μαρτυρούσε πως ούτε ο ένας ούτε ο άλλος αντιλαμβανόταν ότι με τον τρόπο αυτό έδειχναν αφενός ότι δεν διαθέτουν κανένα δικό τους σχέδιο, τέτοιο τουλάχιστον που να υπερβαίνει την πεπατημένη των προσλήψεων στο δημόσιο, και αφετέρου προεξοφλούσαν την επερχόμενη εκλογική νίκη των αντιπάλων τους. Διότι, όσο κακά και να είναι τα ελληνικά σου, δεν είναι δύσκολο να μην καταλάβεις το πρωθύστερο σχήμα που δημιουργείται όταν αναρωτιέσαι γιατί σε κατηγορούν ότι τους παρέδωσες –σε χρονικό αόριστο!- καμένη γη...
Αυτή είναι η πραγματικότητα, την οποία δεν μπορούν να κρύψουν οι ενέσεις ηθικού με τις οποίες το Μαξίμου και η Κουμουνδούρου προσπαθούν να ανορθώσουν το πεσμένο ηθικό του ΣΥΡΙΖΑϊκού στρατεύματος επιδιδόμενοι σε μια απέλπιδα προσπάθεια να βελτιώσουν κάπως τα δυσμενή δημοσκοπικά ευρήματα ώστε να βρουν την κατάλληλη στιγμή για να πάνε στις βουλευτικές κάλπες με τις μικρότερες δυνατές απώλειες.    
Άλλωστε, όποιος, εκτός από τον Σαίξπηρ και τον «Βασιλιά Ληρ», έχει εντρυφήσει έστω και λίγο στην ελληνική γραμματεία θα έχει υπόψη του τον μελοποιημένο από τον Μάνο Χατζηδάκη εκπληκτικό στίχο του Ιάκωβου Καμπανέλη που λέει:
«Από το τρωικό κάστρο η Ανδρομάχη
στον Έκτορα που κίναε για τη μάχη
φώναξε με φωνή φαρμακωμένη:
“Στρατιώτη μου, τη μάχη θα κερδίσει,
όποιος πολύ το λαχταρά να ζήσει.
Όποιος στη μάχη πάει για να πεθάνει,
στρατιώτη μου για πόλεμο δεν κάνει”…».
            Είναι, εν κατακλείδι, κανόνας διαχρονικός και απαράβατος ότι η νίκη ανήκει σε εκείνον που πιστεύει σε αυτήν και αγωνίζεται για την κατακτήσει. Με πάθος και ελπίδα. Και όχι με αυταπάτες και φαντασιώσεις που διαψεύδει η ίδια ζωή.

Πέμπτη 11 Ιανουαρίου 2018

Σκέτοι σαλτιμπάγκοι!

            Με τη γνωστή θρασύτητα που τον διακρίνει ο πρωθυπουργός που κατήργησε το ΕΚΑΣ και εξαφάνισε το επίδομα θέρμανσης ισχυρίστηκε στο τελευταίο υπουργικό συμβούλιο που συγκάλεσε λίγο προτού να πάει στη Βουλή το πολυνομοσχέδιο των 399 άρθρων: «Κατά τη διάρκεια της διακυβέρνησής μας έχουν γίνει μεγάλες τομές στον τομέα της καταπολέμησης της γραφειοκρατίας, της πάταξης της διαφθοράς, αλλά κυρίως στον τομέα της  οικοδόμησης ενός νέου κοινωνικού κράτους».
            Και με την απαράμιλλη ξετσιπωσιά που τον χαρακτηρίζει, αδιαφορώντας για την κατάφωρη προσβολή της νοημοσύνης κάθε πολίτη, συμπλήρωσε τα εξής αμίμητα: «Είναι ακριβώς σε αυτό το σημείο που γίνεται εμφανής και η διαιρετική γραμμή, που μας χωρίζει από τις δυνάμεις του παλιού πολιτικού συστήματος. Είναι εκεί που φαίνεται με χαρακτηριστικό τρόπο τι σημαίνει πως η κοινωνική μεταβλητή έχει ενταχθεί στην εξίσωση της διαμόρφωσης του προγράμματος προσαρμογής».
Αναμφίβολα είναι για γέλια και για κλάματα μαζί να ακούει κανείς τον πλέον εθελόδουλο πολιτικό ηγέτη από ιδρύσεως του ελληνικού κράτους να ισχυρίζεται ότι βγάζει τη χώρα από τη μνημονιακή επιτροπεία, την ώρα που αποδέχεται τις πιο ακραίες απαιτήσεις των δανειστών υποχωρώντας ατάκτως σε όλα τα πεδία και δένοντας τη χώρα κάθε φορά όλο σφικτότερα στον κορσέ που επιθυμούν να μας φορέσουν δανειστές.     
            Το χειρότερο όλων, όμως, είναι η διαστροφή της πραγματικότητας που συνοδεύει την άνευ προηγουμένου υποχωρητικότητα που επιδεικνύουν οι κυβερνώντες ακόμη και σε εμβληματικά ζητήματα για την παραδοσιακή Αριστερά, όπως είναι η δυσχέρανση στην προκήρυξη απεργιών, οι περικοπές στα προνοιακά επιδόματα των πολυτέκνων, τα μικρά και τα μεγάλα καζίνα που θα φυτρώσουν σε κάθε γειτονιά, οι ανελέητες ιδιωτικοποιήσεις και τόσα άλλα ζητήματα που ρυθμίζονται με τρόπο ακριβώς αντίθετο από εκείνον που διεκήρυσσαν μέχρι πρότινος οι ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ.
            Ακόμη και όσοι αναγνωρίζουν ότι μέσα στην πανσπερμία των αποσπασματικών διατάξεων που άρον – άρον περνούν από τη Βουλή, μπορεί να υπάρχουν και ψήγματα θετικών ρυθμίσεων, είναι βέβαιο ότι θα δυσκολευθούν να βρουν έστω και μισό άρθρο που να συνάδει με τις προγραμματικές δηλώσεις της σημερινής κυβέρνησης η οποία να μην ξεχνάμε ότι κέρδισε τις εκλογές του 2015 με την υπόσχεση ότι θα εφάρμοζε το «παράλληλο πρόγραμμα», ενώ δεν θα έκοβε συντάξεις και δεν θα μείωνε το αφορολόγητο.
            Όταν αποδείχθηκε ότι το «παράλληλο πρόγραμμα» ανήκε σε ένα παράλληλο σύμπαν, όπως είχε συμβεί νωρίτερα και με το διαβόητο «πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης» που κατέρρευσε ως χάρτινος πύργος, εφευρέθηκαν τα περίφημα «αντίμετρα» που υποτίθεται ότι θα ήταν περισσότερα από τα μέτρα που ψηφίστηκαν το 2017 και θα εφαρμοστούν το 2019 (για τις συντάξεις) και το 2020 (για το αφορολόγητο), ενώ υποτίθεται ότι τον Αύγουστο του 2018 θα έχουμε βγει από την επιτροπεία.
Παρά ταύτα ο Ευκλείδης Τσακαλώτος, ο απίθανος τύπος που παριστάνει τον υπουργό Οικονομικών δεν έχει καμία δυσκολία να κάνει ξεδιάντροπο μπλακ χιούμορ στις πλάτες των αδύναμων Ελλήνων. Ισχυρίζεται ότι τάχατες τα θετικά μέτρα –«για πρώτη φορά», όπως μάλιστα χωρίς αιδώ λέει- είναι περισσότερα από τα αρνητικά, παραγνωρίζοντας ότι με τον ίδιο χυδαίο τρόπο ο ίδιος και οι υπόλοιποι συνάδελφοί του στον κυβερνητικό θίασο ψευδολογούσαν και τον περασμένο Μάιο όταν ψήφιζαν τα σκληρότερα μέτρα της δεύτερης αξιολόγησης.
Έχει μείνει άλλωστε μνημειώδης ο πίνακας που παρουσιάστηκε σε υποτιθέμενο δελτίο ειδήσεων της ΕΡΤ που έδειχνε τα λεγόμενα «θετικά αντίμετρα» να υπερτερούν καταφανώς των μέτρων αφού τα πρώτα υποτίθεται ότι θα έφθαναν τα 7,5 δισ. ευρώ και τα μέτρα θα… περιορίζονταν στα 4,9 δισ. ευρώ. Στην πορεία βεβαίως τα αντίμετρα ξεχάστηκαν, ενώ τα μέτρα, δηλαδή οι επιπλέον περικοπές συντάξεων και αφορολόγητου, επίκεινται και θα εφαρμοστούν κατά πάσα από την επόμενη κυβέρνηση και σε πείσμα των νέων ψευδών για «απελευθέρωση από τα Μνημόνια».
Το ερώτημα, ωστόσο, το οποίο τίθεται από πολλές πλευρές κάθε φορά που βρισκόμαστε ενώπιον μιας τέτοιας κατάστασης είναι ένα: τα πιστεύουν, άραγε όλα αυτά τα ψέματα που αραδιάζουν ή εξαπατούν απλώς τους πολίτες ευελπιστώντας ότι κάποιοι μπορεί να πειστούν από τις οφθαλμαπάτες στις οποίες καταφεύγουν; Έχει πια επαναληφθεί τόσες φορές το ίσιο έργο που μάλλον μόνον όποιος εθελοτυφλεί δεν αντιλαμβάνεται ότι δεν έχουμε να κάνουμε ούτε με ψευδαισθήσεις ούτε με αυταπάτες.
Οι άνθρωποι που μας κυβερνούν είναι, χωρίς αμφιβολία, σκέτοι σαλτιμπάγκοι. Συμπεριφέρονται όπως οι υπαίθριοι γελωτοποιοί του Μεσαίωνα, οι αξιοθρήνητοι διασκεδαστές που ευρισκόμενοι συνήθως υπό τις εντολές κάποιων προυχόντων –οι δανειστές και άλλοι εγχώριοι ισχυροί της νέας διαπλοκής, είναι το σημερινό ισοδύναμό τους- διασκέδαζαν τα πλήθη, καταπίνοντας σπαθιά και κάνοντας κάθε είδους κόλπα.
Η αλήθεια είναι ότι το έργο το οποίο παίζουν με μικρές παραλλαγές την τελευταία τριετία, αλλά και νωρίτερα που ήταν στην αντιπολίτευση, έκοψε ως τώρα πολλά εισιτήρια και οι πρωταγωνιστές του έκαναν καλές εισπράξεις. Επειδή, όμως, παίχθηκε πολλές φορές, φαίνεται ότι έχει πια κουράσει. Και το ακροατήριο, το οποίο δεν δείχνει να καταπλήσσεται πλέον, προτιμά να αντιδρά μάλλον με απάθεια. Οι σαλτιμπάγκοι, ωστόσο, συνεχίζουν απτόητοι. Ως πότε, άραγε; 

Πέμπτη 1 Ιουνίου 2017

Εκλιπαρούν για σωσίβιο.Θα το βρουν;



Στην αρχή ήταν απολύτως σίγουροι για τη διαγραφή του μεγαλύτερου μέρους του χρέους. Γι΄ αυτό και υπόσχονταν «σεισάχθεια» για όλους τους πολίτες –αναξιοπαθούντες και μη, απλούς μπαταχτσήδες ή στρατηγικούς κακοπληρωτές- που είχαν χρέη. Φαντασιώνονταν διεθνή διάσκεψη που θα συγκαλούνταν για λογαριασμό τους από τους… έντρομους δανειστές. Και με απίστευτη κομπορρημοσύνη απειλούσαν Θεούς και δαίμονες.
Όποιος τολμούσε να διατυπώσει την παραμικρή αντίρρηση στους υπερφίαλους ισχυρισμούς ότι θα απάλλασσαν τους πάντες –το ελληνικό δημόσιο, αλλά και τον… πλανήτη ολόκληρο- από τα συσσωρευμένα χρέη, απειλούνταν με… ανασκολοπισμό. Με μοναδική ευκολία κάθε αντιρρησίας χαρακτηριζόταν «υπηρέτης ξένων αφεντάδων», «υπάλληλος των τοκογλύφων» και «υπονομευτής των συμφερόντων του λαού και του Έθνους».
Με όπλο, άλλωστε, την στενόμυαλη πολιτική μισαλλοδοξία, είχαν πείσει τους εαυτούς τους ότι η μεγαλύτερη διαγραφή χρέους στην παγκόσμια οικονομική ιστορία, που έγινε με το περιλάλητο PSI, ήταν «καταστροφική». Και έτσι κατάφεραν να αυτοπαγιδευτούν βάζοντας πολύ ψηλότερα τον πήχη από τα 126 δισεκατομμύρια που κουρεύτηκαν το 2012 και την υπόσχεση που έλαβε λίγους μήνες αργότερα η χώρα για μελλοντικές διευθετήσεις στους χρόνους αποπληρωμής και στα επιτόκια των παλαιότερων δανειακών συμβάσεων.
Η προσάραξη στη σκληρή μνημονιακή πραγματικότητα που υπέστησαν το καυτό καλοκαίρι του 2015 οι ανεδαφικές προσδοκίες τις οποίες καλλιεργούσαν, δεν τους συνέτισε. Η επέμβαση, σε ρόλο ναυαγοσωστικών δυνάμεων, που έκαναν μετά το διαβόητο δημοψήφισμα του Ιουλίου, οι αντιπολιτευόμενες παρατάξεις που ενστερνίζονται τον ευρωπαϊκό προσανατολισμό της χώρας, ερμηνεύτηκε ως «υπηρεσία προς τους ξένους» και όχι ως «θυσία για το εθνικό συμφέρον».
Στις εκλογές του Σεπτεμβρίου του 2015 επιστρατεύθηκαν τα πιο διχαστικά συνθήματα από τη φαρέτρα του εμφυλιοπολεμικού μίσους –«ή εμείς ή αυτοί», «τους τελειώνουμε ή μας τελειώνουν» και άλλα ηχηρά παρόμοια. Αλλά και μετά τις εκλογές δεν έλειψαν οι ιταμές λοιδορίες εναντίον όποιου δεν έκαιγε λιβάνι στη διαπραγματευτική δεινότητα του Αλέξη Τσίπρα και του Ευκλείδη Τσακαλώτου που δεν… αρκούνταν στην προσπάθεια να αλλάζουν την Ελλάδα.
Παραμύθιαζαν τον κόσμο – ή μήπως αυτοπαραμυθιάζονταν;- ότι άλλαζαν την Ευρώπη και τον πλανήτη ολόκληρο που ήταν τάχατες έτοιμος να τους χαρίσει τα χρέη. Κάτι που δεν είχαν κάνει με τους προηγούμενους επειδή εκείνοι δεν ήταν τόσο… γενναίοι, όσο υποτίθεται ότι είναι ο Τσίπρας και η παρέα του, για να το ζητήσουν. Τόσο απλά. Ή, καλύτερα, τόσο απλοϊκά ώστε να το αντιληφθούν οι αφελείς και μόνον αυτοί…    
Στην πραγματικότητα, όμως, αντί να αλλάζουν την Ευρώπη, εκείνο που άλλαζαν διαρκώς ήταν οι θέσεις τους. Από Eurogroup σε Eurogroup ο πήχης των προσδοκιών χαμήλωνε. Και, την ίδια ώρα, ο λογαριασμός των μέτρων, με τα οποία επιβάρυναν τους πολίτες, μεγάλωνε, γελοιοποιούμενοι, συνάμα, διεθνώς με τις υποσχέσεις για «ούτε ένα ευρώ» μέτρα που απερίσκεπτα εκστόμιζαν.
Η διαγραφή του χρέους, παρόλο που στην πορεία είχε γίνει «διευθέτηση», εξακολουθούσε να είναι το «Ιερό Δισκοπότηρο» της κυβερνητικής προπαγάνδας περί επιτυχούς διαπραγμάτευσης. Μέχρι που στο Eurogroup της 22ας Μαΐου συνέβη ένα ακόμη ναυάγιο, οι εντυπώσεις από το οποίο, παρά τις χυδαίες επιθέσεις που εξαπολύθηκαν ενάντια στα μέσα ενημέρωσης που το περιέγραψαν, δεν μπόρεσαν να διασκεδαστούν.
Με καθυστέρηση αρκετών ημερών ο απίθανος τύπος που εμφανίζεται με το τσαλακωμένο κοστούμι του Έλληνα υπουργού Οικονομικών στα Eurogroup, υποχρεώθηκε να αναγνωρίσει ότι πλέον «αυτό που επιθυμεί η κυβέρνηση να ειπωθεί για την Ελλάδα στο επόμενο Eurogroup είναι ότι τα μεσοπρόθεσμα μέτρα που θα εφαρμοστούν μετά το τέλος του προγράμματος, το 2018, θα είναι αρκετά, ώστε να θέσουν το χρέος σε μια βιώσιμη πορεία».
Με άλλα λόγια εγκαταλείπεται όχι μόνον η υπερφίαλη απαίτηση για διαγραφή αλλά και το αίτημα για άμεση διευθέτηση, το οποίο μάλιστα είχε συνδεθεί με τα προσφάτως ψηφισθέντα μέτρα για τα οποία έλεγαν στους βουλευτές τους ότι «θα ακυρωθούν αν δεν μας δώσουν τώρα το χρέος».  Αλλά δεν είναι μόνον ο Ευκλείδης Τσακαλώτος που εκλιπαρεί τους δανειστές λέγοντας τους, με άλλα λόγια, «πείτε κάτι για το χρέος και ας μην το κάνετε». Είναι και ο πρωθυπουργός που αίφνης φόρεσε τον μανδύα του «συναινετικού». 
 Από το βήμα της – για φαντάσου…- γενικής συνέλευσης του ΣΕΒ μίλησε για «πλατιά κοινωνική απαίτηση να συστρατευτούμε» ώστε «να αφήσουμε πίσω το παρελθόν και όλες οι υγιείς παραγωγικές δυνάμεις του τόπου να συνδράμουν στην επιτακτική προσπάθεια για την ανάταξη της οικονομίας και την απεξάρτηση της χώρας από τον εξωτερικό καταναγκασμό».
«Οι διαφορετικές μας απόψεις, μπορεί να είναι και πλούτος αν προσέλθουμε σε έναν υγιή διάλογο, με αμοιβαίο σεβασμό προς τον συνομιλητή και τις θεμελιώδεις δημοκρατικές αξίες», είπε ο πολιτικός που κέρδισε τις τελευταίες εκλογές με το σύνθημα «να τελειώνουμε με το παλαιό». Και έκλεισε την ομιλία του με «ένα κάλεσμα προς όλες τις δημιουργικές δυνάμεις του τόπου, να ενώσουν δυνάμεις, να συμπορευτούν στον κοινό μας αγώνα για την επόμενη μέρα της ελληνικής οικονομίας, για την επόμενη μέρα της Ελλάδας».
Τι μαρτυρούν όλες αυτές οι μεταμορφώσεις των τελευταίων ημερών; Τίποτε περισσότερο από το γεγονός ότι, έχοντας ρίξει για μια ακόμη φορά σε ξέρα το σκάφος, αναζητούν εναγωνίως σωσίβια. Σωσίβια τα οποία δεν τα ζητούν, απλώς. Στην πραγματικότητα εκλιπαρούν γι΄ αυτά. Και εκλιπαρούν εκείνους τους οποίους έβριζαν όλα αυτά τα χρόνια. Εκείνους των οποίων παρακολουθούσαν τις τηλεφωνικές συνδιαλέξεις και τους απειλούσαν με…  έξωση από τη χώρα. Κι εκείνους τους οποίους με ιταμό τρόπο αποκαλούσαν «συμμαχία των προθύμων» και «τρόικα εσωτερικού».
Κατά τα φαινόμενα, από τους εκπροσώπους των εταίρων και δανειστών, τους κυρίους της «συντηρητικής νομενκλατούρας», όπως τους χαρακτήριζαν πάλαι ποτέ, θα είναι ικανοποιημένοι αν καταφέρουν να αποσπάσουν μια γενικόλογη περιγραφή μελλοντικής λύσης για το χρέος, ώστε να διασωθούν τα προσχήματα της νέας προσάραξης στα αβαθή.
Πιο απαιτητικοί, ωστόσο, φαίνεται να είναι απέναντι στις εγχώριες πολιτικές δυνάμεις, από τις οποίες ζητούν νέα «λευκή επιταγή». Και ουσιαστικά να συναινέσουν σε έναν νέο πολιτικό αυτοχειριασμό που θα διαιωνίζει την εξουσία του Αλέξη Τσίπρα και της παρέας του, στέλνοντας –όπως και το 2015- στην κοινωνία το μήνυμα ότι είναι το ίδιο όποιος και αν είναι στην εξουσία.
Εδώ, όμως, που έχουν φθάσει τα πράγματα, δεν είναι πολύ πιθανό να βρεθεί το διπλό σωσίβιο που επιζητούν. Ακόμη και αν τους πετάξουν μια… τρύπια σαμπρέλα οι «απέξω», που μια χαρά βολεύονται με τα μέτρα που λαμβάνονται, δύσκολα θα συμβεί το ίδιο και στο εσωτερικό. Και δεν θα συμβεί επειδή –καλώς ή κακώς- κανείς πλέον δεν τους εμπιστεύεται. Ούτε εντός, ούτε εκτός.

Πέμπτη 18 Μαΐου 2017

Δουλοφροσύνη και συσσίτια



Είναι σκληρή άσκηση αντοχής, που μπροστά της το Survivor μοιάζει με παιδικό παιγνίδι, να προσπαθεί κανείς να παρακολουθήσει την επιχειρηματολογία με την οποία υποστηρίζουν τα στελέχη της κυβερνητικής παράταξης το νέο μνημονιακό πολυνομοσχέδιο που περνούν από τη Βουλή.
Χρειάζεται να διαθέτεις ατελείωτα αποθέματα ψυχραιμίας για να μείνεις απαθής όταν βρίσκεσαι αντιμέτωπος με την πλήρη αντιστροφή της λογικής, τον ευτελισμό των λέξεων και τον εξευτελισμό των ανθρώπων που με πάθος ισχυρίζονταν μέχρι πρότινος τα ακριβώς αντίθετα. Πρέπει να έχεις ατσάλινα νεύρα για να μην αντιδράσεις μπροστά στη βαθύτατη προσβολή της νοημοσύνης εκείνων προς τους οποίους απευθύνονται. 
Τους ακούς να διαβάζουν από το βήμα της Βουλής τις προκάτ ομιλίες που είναι καταφανές ότι άλλοι τους έγραψαν και αντιλαμβάνεσαι χωρίς ιδιαίτερη προσπάθεια ότι δεν πιστεύουν λέξη από όλα όσα εκστομίζουν. Το κάνουν, άλλωστε, με τον ίδιο τρόπο που οι παλαιάς κοπής συνήγοροι οι οποίοι ήταν επιφορτισμένοι με το επαγγελματικό καθήκον να βρουν επιχειρήματα για να ελαφρύνουν τη θέση ενός καθ΄ ομολογία εγκληματία και επειδή δεν είχαν πολλά να πουν για το έγκλημα αναζητούσαν ερείσματα στην… «κακούργα κοινωνία».
Τί άλλο, εκτός από επιχείρημα «χασοδίκη» δικηγόρου, είναι ο ισχυρισμός ότι «εμείς πήραμε αυτά τα μέτρα επειδή μας εκβίασε το ΔΝΤ που είναι ο σύμμαχός μας για να πάρουμε το χρέος»; Και πώς αλλιώς μπορεί να εκληφθεί το απίθανο «παραμύθι» με τα λεγόμενα «αντίμετρα» που «είναι περισσότερα από τα μέτρα, αλλά, αν δεν μας κόψουν το χρέος, δεν θα τα εφαρμόσουμε και ας πεινάνε τα παιδάκια στα σχολεία που τους ετοιμάζουμε γεύματα για το… 2020»;   
Το πλέον εξοργιστικό, όμως, δεν είναι τόσο ότι σε όλα ανεξαιρέτως –από τον τρόπο της επείγουσας νομοθέτησης ρυθμίσεων που εκτείνονται σε εκατοντάδες σελίδες που, αφού χάθηκε ένας χρόνος σε υποτιθέμενες διαπραγματεύσεις και πρέπει τώρα να ψηφιστούν στο «άψε σβήσε» έως αυτό καθαυτό το περιεχόμενο των εκατοντάδων μέτρων που περιέχονται στο πολυνομοσχέδιο- είναι τρισχειρότεροι από τους προηγούμενους κυβερνώντες που κατηγορούν. Είναι, πολύ περισσότερο, το απροσμέτρητο θράσος με το οποίο βαφτίζουν «εξιτήριο από την επιτροπεία» το πιο υποτελές νομοθέτημα που εγκρίθηκε ποτέ από τη Βουλή των Ελλήνων.
Διότι δεν είναι μόνον ότι μας επέβαλαν και αποδεχθήκαμε επιπρόσθετα μέτρα για μετά το τέλος του τρέχοντος Προγράμματος, που λήγει το 2018, χωρίς συμπληρωματική χρηματοδότηση. Είναι, κυρίως, διότι όσο και αν ψάξει κανείς στα κοινοβουλευτικά χρονικά δεν πρόκειται να βρει δουλεπρεστέρες διατάξεις από εκείνες του άρθρου 15 του επίμαχου πολυνομοσχεδίου με τις οποίες οι ανελέητοι δανειστές αντιμετωπίζουν με τη μεγίστη ιταμότητα τους κυβερνώντες τη χώρα μας.
«Οι διατάξεις των άρθρων 3-9 (σ.σ.: πρόκειται για τα αποκαλούμενα «αντίμετρα» που υποτίθεται ότι θα αντισταθμίσουν το «τσεκούρι» στις συντάξεις) και 11-14 (σ.σ.: αφορούν σε αντίστοιχες υποσχέσεις για να «χρυσωθεί το χάπι» της δραστικής μείωσης του αφορολόγητου) τίθενται σε εφαρμογή από 1.1.2019 και 1.1.2020 αντιστοίχως, υπό την προϋπόθεση και στο βαθμό που, σύμφωνα με την εκτίμηση του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, σε συνεργασία με την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας και τις ελληνικές αρχές, στο πλαίσιο της τελικής αξιολόγησης του Προγράμματος Οικονομικής Προσαρμογής, δεν προκαλείται απόκλιση από τους μεσοπρόθεσμους δημοσιονομικούς στόχους, όπως αυτοί καθορίζονται στο ως άνω Πρόγραμμα», αναφέρεται επί λέξει στο περί ου ο λόγος άρθρο.
Η προφανής, όμως, διάθεση των δανειστών για υποτίμηση της ελληνικής κυβέρνησης δεν σταματά εκεί. «Ο υπουργός Οικονομικών δημοσιεύει στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως ανακοίνωση, στην οποία περιέχονται τα συμπεράσματα της ανωτέρω εκτίμησης», προστίθεται αμέσως μετά στο ίδιο άρθρο που θα περάσει στην Ιστορία ως μνημείο αφενός ταπεινωτικής υποδούλωσης και αφετέρου αστόχαστης δουλοφροσύνης.
Είναι προφανές ότι οι δανειστές δεν τους έχουν εμπιστοσύνη και τους τιμωρούν δι΄ εξευτελισμού για τα πελατειακά τερτίπια με τα οποία έσπευσαν να μοιράσουν μέρος του πλεονάσματος τον περασμένο Δεκέμβριο. Δεν τους ικανοποίησε προφανώς η έγγραφη συγγνώμη του Ευκλείδη Τσακαλώτου. Απαίτησαν και έλαβαν έγγραφη δέσμευση από σύσσωμη την κοινοβουλευτική πλειοψηφία των ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ ότι δεν πρόκειται να τεθούν σε εφαρμογή τα αντίμετρα χωρίς την άδεια του ΔΝΤ.
Και το πιο εξευτελιστικό είναι ότι υποχρεώνουν τον Έλληνα υπουργό Οικονομικών να δημοσιεύσει την εκτίμηση του ΔΝΤ στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, κάτι για το οποίο δεν υπάρχει προηγούμενο σε περιόδους πολιτικής ομαλότητας. Από την ίδρυσή του, σχεδόν πριν από δύο αιώνες, το νέο ελληνικό κράτος έζησε και άλλες φορές υπό καθεστώς χρεοκοπίας και διεθνούς οικονομικού ελέγχου ως αποτέλεσμα πτωχεύσεων και στάσης πληρωμών.
Οι Έλληνες, κακά τα ψέματα, επανειλημμένα υποφέραμε τα πάνδεινα για να ανταποκριθεί η πατρίδα τους στις υποχρεώσεις έναντι των δανειστών της. Ουδείς, ωστόσο, είχε τολμήσει μέχρι τώρα να επιβάλλει τέτοιους όρους που μόνον σε υποτελή έθνη μπορεί να επιβάλλονται. Σε έθνη τα οποία, εκτός από την –οικονομική και όχι μόνον- κυριαρχία τους, χάνουν και την αξιοπιστία τους. Σε έθνη που οι ηγεσίες τους άλλα λένε, άλλα εννοούν και άλλα κάνουν. Και που στο τέλος είναι διατεθειμένες να κάνουν τα πάντα για να συνεχίσουν να νέμονται την εξουσία.
Έστω και αν  –με γραβάτα ή χωρίς- στέλνουν όλο και περισσότερους υπηκόους τους στα συσσίτια τα οποία μας γυρίζουν πολλά χρόνια πίσω.