Συνολικές προβολές σελίδας

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Τσακνής. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Τσακνής. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 5 Οκτωβρίου 2017

«Και ακαρτέρει, και ακαρτέρει….»



«Με μια λιτή αλλά ουσιαστική δήλωση ο υπουργός….». Έτσι ξεκινούσε η ανάρτηση για την παραίτηση του προέδρου της ΕΡΤ Δ. Τσακνή που φιλοξενούνταν σε ένα από τα site–φερέφωνα, τα οποία οι άνθρωποι που τα λειτουργούν, όταν δεν γλύφουν –με το αζημίωτο, ας υποθέσουμε- πατόκορφα τους κυβερνώντες, προσπαθούν να κάνουν καριέρα εγκαλώντας είτε την αντιπολίτευση είτε τα υπόλοιπα μέσα ενημέρωσης επειδή ασκούν κριτική στη σημερινή εξουσία.
Η προαναφερόμενη περίπτωση δεν είναι ούτε πρωτοφανής, ούτε μοναδική. Συνιστά, ωστόσο, αξιομνημόνευτο φαινόμενο γιατί τα κρούσματα αυτού του είδους είναι πυκνά και επαναλαμβανόμενα. Η εχθροπάθεια, εξάλλου, με την οποία τα φιλοκυβερνητικά μέσα αντιμετωπίζουν όποιον –πολιτικό ή δημοσιογράφο- δεν επαινεί την κυβέρνηση είναι απαράμιλλη. Όπως απαράμιλλο είναι και το πάθος με το οποίο υπερασπίζονται όλες τις κυβερνητικές προπαγανδιστικές επιδιώξεις. Επανεμφανισθείσα προσφάτως στο προσκήνιο ιστορική εφημερίδα, που πέρασε στη σφαίρα της κυβερνητικής επιρροής, είχε τίτλο στην είδηση για τη μεγαλύτερη θαλάσσια οικολογική καταστροφή στη χώρα μας: «Πνιγήκαμε σε μια κουταλιά πετρέλαιο»…  
Σε αυτό το μοτίβο, θεωρείται φυσικό να αποσιωπάται για παράδειγμα το ασυνήθιστο γεγονός να αποκλείει ο πρωθυπουργός τα μη φίλια μέσα ενημέρωσης από τις δημόσιες εμφανίσεις του. Και δεν κουνιέται φύλλο ακόμη και όταν φθάνει στο σημείο να μη δίνει ερωτήσεις στη συνέντευξη Τύπου στη ΔΕΘ σε όποιον εκπροσωπεί μέσο που δεν είναι της αρεσκείας του. Αντιθέτως, είναι –μπορεί και δικαίως- τεράστιο θέμα και βρίσκει χώρο για δημοσίευση το ότι η Αστυνομία παρεμπόδισε δημοσιογράφους που ήθελαν να πάνε στα ορυχεία στις Σκουριές της Χαλκιδικής.
Θέλετε κι άλλο παράδειγμα; Θεωρείται άσκηση δικαιώματος η προσφυγή στη Δικαιοσύνη υπαρκτών ή ανύπαρκτων οικολογικών οργανώσεων που θέλουν να ματαιώσουν την επένδυση του Ελληνικού, αλλά λοιδορούνται οι καναλάρχες που κάνουν το ίδιο κατά του νόμου για τις αδειοδοτήσεις των τηλεοπτικών σταθμών. «Μέσω του... αγαπημένου τους θεσμού» όπως αυτολεξεί χαρακτηριζόταν το Συμβούλιο της Επικρατείας, «δεν θέλουν πάλι να πληρώσουν», έγραφαν διάφοροι που –αυτόκλητα, άραγε;- έχουν αναλάβει ρόλο κυβερνητικών τρολ .
Αποτελεί αδιαμφισβήτητη αλήθεια ότι οι ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ είχαν, πολύ πριν ανέλθουν στην εξουσία, στήσει έναν πολυπλόκαμο επικοινωνιακό μηχανισμό. Που είχε ερείσματα παντού και ανθρώπους που ακολουθούσαν άκριτα τις κυρίαρχες νόρμες της ενημέρωσης που ήταν οι παντοειδείς λαϊκίστικες προσεγγίσεις, το εμπόριο ευαισθησίας και η καπηλεία κάθε είδους αλληλεγγύης. Και που την ίδια ώρα μετέρχονταν κάθε μέσο για την υπονόμευση όποιου δεν συνέβαλε στη δόξα των επερχόμενων που θα έσκιζαν το Μνημόνιο, θα μας γλύτωναν από τον ΕΝΦΙΑ, θα… καταργούσαν τις αυτοκτονίες και θα μας απάλλασσαν από τόσα άλλα δεινά.
Τα πράγματα, όμως, άρχισαν να αλλάζουν από τον Ιανουάριο του 2015 όταν η μια μετά την άλλη οι αυταπάτες άρχιζαν να διαλύονται. Μαζί άλλαξε και η –εντός ή εκτός εισαγωγικών- ενημέρωση. Περάσαμε πλέον στην εποχή των non paper που έγινε ο αποκλειστικός τρόπος με τον οποίο «βγαίνουν οι κυβερνητικές ειδήσεις». Οι συντάκτες που στο παρελθόν ξημεροβραδιάζονταν έξω από το Μαξίμου εκδιώχθηκαν από εκεί. Έτσι ώστε ό,τι αφορά πλέον τη λειτουργία της κυβέρνησης να το μαθαίνουν μόνον λίγοι και εκλεκτοί που είναι διασυνδεδεμένοι με τον επίσημο προπαγανδιστικό μηχανισμό που εγκαταστάθηκε στα υπόγεια του πρωθυπουργικού γραφείου και δίπλα στα υπουργικά γραφεία.     
Το αστείο είναι ότι όλοι αυτοί που κουνούσαν το δάκτυλο σε εμάς που εργαζόμαστε στα αποκαλούμενα «κατεστημένα μέσα ενημέρωσης» και μας κατηγορούσαν ότι «καταστρέφουμε την ενημέρωση», επειδή τάχατες υπερασπιζόμασταν το Μνημόνιο, έχουν μεταβληθεί την τελευταία διετία στους πλέον δουλικούς μνημονιακούς. Και επιπλέον ο ένας μετά τον άλλο εφορμούν στο Κράτος, εγκαταλείποντας τα μέσα που ως τώρα υπηρετούσαν είτε διότι τους αφήνουν επί μήνες απλήρωτους –που είναι άραγε η Επιθεώρηση Εργασίας;- είτε πειδή αντιμετωπίζουν –δυστυχώς- το φάσμα του λουκέτου.
Τελευταίος στη σειρά των ασταμάτητων μετακομίσεων στο Κράτος –«καλώς τον κι ας άργησε…» πρέπει να ήταν η φράση με την οποία τον υποδέχτηκαν οι από καιρό εγκατεστημένοι στα υπόγεια του Μαξίμου προπαγανδιστές- είναι ο θρυλικός κ. Θανάσης Καρτερός. Ο άνθρωπος που… έγραψε ιστορία όταν, ως πρωτοπόρος στην… αποκάλυψη των fake news, καλούσε την εποχή του Τσερνομπίλ τους αναγνώστες της εφημερίδας που τότε διηύθυνε να τρώνε άφοβα μαρούλια επειδή τα περί ραδιενέργειας ήταν κατασκεύασμα της δυτικής προπαγάνδας.
Είναι απορίας άξιο, πάντως, πόσοι από εκείνους τους προ τριακονταετίας αναγνώστες, θα έμειναν πιστοί στον κ. Καρτερό. Όπως αντίστοιχη απορία γεννάται για το πως θα ενημερώνονται πλέον οι -πάνω κάτω- χίλιοι αναγνώστες που διάβαζαν την καθημερινή αρθρογραφία του στην Αυγή. Αρθρογραφία, η οποία, όπως φαίνεται, εκτιμήθηκε τόσο πολύ από τον ίδιο τον πρωθυπουργό Αλέξη Τσίπρα ώστε να λάβει τη βαρυσήμαντη απόφαση να τον ορίσει «νέο σερίφη» στην ενημέρωση. Αυτή, άλλωστε, είναι μια από τις αγαπημένες εκφράσεις του κ. Καρτερού, ο οποίος, κάνοντας επίδειξη –σε ποιον άραγε;- αμερικανομάθειας, όταν αναφερόταν στο τωρινό αφεντικό του, δηλαδή στον κ. Τσίπρα, έγραφε:  «There is a new sheriff in town…».              
Αν, πάντως, μετά τις «δημοσκοπήσεις» από εταιρίες – «μαϊμού», που επιστρατεύτηκαν ως «ενέσεις ηθικού» στους εναπομείναντες ΣΥΡΙΖΑίους, οι επόμενες κινήσεις για να αντιστραφεί το δυσμενές κλίμα κατά της κυβέρνησης ήταν η επανεμφάνιση στο προσκήνιο του Π. Καλφαγιάννη της ΠΡΟΣΠΕΡΤ, που κατάπιε τον άμοιρο Δ. Τσακνή, και η αντικατάσταση του «μάγου» των non paper Θ. Μιχόπουλου από τον… μαρουλοφάγο Καρτερό, η απελπισία του Μαξίμου πρέπει να είναι πολύ μεγάλη.
Απελπισία τόσο μεγάλη και τόσο ευδιάκριτη ώστε κάποιοι στους διαδρόμους της Βουλής να κάνουν λογοπαίγνιο με το όνομα του νέου αρχιπροπαγανδιστή του Μαξίμου και τη στροφή από τον «Ύμνο της Ελευθερίας» του Σολωμού που λέει: «Και ακαρτέρει, και ακαρτέρει/  φιλελεύθερη λαλιά,/  ένα εκτύπαε τ’ άλλο χέρι/ από την απελπισιά». Βάλτε, αντί για τη… μισητή στο Μαξίμου «φιλελεύθερη λαλιά», την έκφραση «δημοσκοπική ανάκαμψη» και θα έχετε το πανόραμα της κυβερνητικής «επένδυσης» στον κ. Καρτερό.

Τετάρτη 27 Μαΐου 2015

Τα δίκια της Ζωής



            Από τις αρχές της δεκαετίας του ΄90 που επί προεδρίας Αθανασίου Τσαλδάρη  άρχισε, ως δήθεν αντίδοτο στον ασύδοτο κομματισμό, να εφαρμόζεται ο θεσμός της ακρόασης από το Κοινοβούλιο προσώπων τα οποία προτείνονται από την εκάστοτε κυβέρνηση για να στελεχώσουν έναν συγκεκριμένο αριθμό διευθυντικών θέσεων σε φορείς του δημοσίου, ελάχιστες ήταν οι φορές που δικαιώθηκαν οι εμπνευστές της εισαγωγής στην Ελλάδα μιας -μάλλον- ξένης προς τις εγχώριες... παραδόσεις συνήθειας.
            Μετριούνται στα δάκτυλα του ενός χεριού οι περιπτώσεις ακατάλληλων προσώπων που «κόπηκαν» κατά τη διαδικασία της ακρόασή τους. Προσωπικά, έχοντας παρακολουθήσει εκατοντάδες συνεδριάσεις κοινοβουλευτικών Επιτροπών με αυτό το αντικείμενο, σε εποχές που όχι μόνον δεν τύγχαναν απευθείας μετάδοσης από το Κανάλι της Βουλής, αλλά και εμείς οι δημοσιογράφοι ίσα που τους αφιερώναμε ένα μονοστηλάκι, θυμάμαι μόλις δύο περιπτώσεις κατά τις οποίες δεν ικανοποιήθηκε η κυβερνητική βούληση: μια παλαιότερη, με έναν αμερικανοτραφή, αν θυμάμαι καλά, μάνατζερ που είχε απαντήσει ότι ήταν στις προθέσεις του να... λιώσει σα μυρμήγκια τους εργαζομένους που θα είχαν αντιρρήσεις στους σχεδιασμούς του, και μια πολύ πρόσφατη με την... ψεκασμένη κυρία που αυτοαποσύρθηκε (;) όταν έγιναν γνωστές οι πεποιθήσεις της για τα αμερικανοκατευθυνόμενα κουνούπια.
            Ακόμη και αν υπολογίσει κανείς ότι σε κάποιες περιπτώσεις, ο θεσμός της ακρόασης λειτούργησε αποτρεπτικά, τουλάχιστον ως προς τον περιορισμό φαινομένων του παρελθόντος που σε δημόσια αξιώματα ανελίσσονταν πρόσωπα που δεν διέθεταν ούτε καν τα τυπικά προσόντα διορισμού, πάλι το αποτέλεσμα της εφαρμογής... αλά ελληνικά του θεσμού της ακρόασης, πόρρω απέχει από την αίγλη και την περιωπή που έχει κατακτήσει σε άλλα κοινοβουλευτικά συστήματα. Και πρωτίστως στο αμερικανικό, σύμφωνα με το οποίο ένας μεγάλος αριθμός προσώπων που ασκούν εξουσία -από τους υπουργούς έως τους ανά την υφήλιο πρέσβεις- περνούν από τη βάσανο της ακρόασης από τη Γερουσία.
            Στην Ουάσιγκτον μπορεί να περάσουν εβδομάδες και μήνες προτού οι προτεινόμενοι από τον Πρόεδρο των ΗΠΑ πάρουν το «πράσινο φως» του νομοθετικού σώματος για να αναλάβουν καθήκοντα. Στην... απομίμηση που ισχύει εδώ και δυόμισι δεκαετίες στη χώρα μας, η καθυστέρηση ολίγων ημερών, όπως αυτή που προκάλεσε η Πρόεδρος της Βουλής στον διορισμό της νέας διοίκησης της ΕΡΤ, θεωρείται τεράστιο γεγονός. Βλέπετε, σε αντίθεση με ό,τι συμβαίνει αλλού, στη δική μας «παράδοση» η κοινοβουλευτική πλειοψηφία δεν επιτρέπεται να παρεκκλίνει από τις βουλές της κυβέρνησης.
            Το σύνηθες και το “κανονικό” ήταν και παραμένει αναλλοίωτο: Μέσα σε λίγα λεπτά οι βουλευτές της συμπολίτευσης καλούνται να επικυρώνουν τις αποφάσεις της κυβέρνησης όπως αυτές φθάνουν στη Βουλή για έγκριση με μόνη τη συνοδεία ενός ψευτοβιογαφικού του προτεινόμενου το οποίο σπανίως μπαίνουν στον κόπο να διαβάσουν -πόσω μάλλον να ξεψαχνίσουν- οι βουλευτές που μετέχουν στις Επιτροπές ακροάσεων και στο τέλος καλούνται να εκφράσουν γνώμη. Αν, μάλιστα, ο προτεινόμενος είναι για θέση  με προνόμια, όπως, π.χ., η δυνατότητα εξυπηρετήσεων, συχνά οι βουλευτές διαγκωνίζονται σε ύμνους για τα προσόντα και τις ικανότητες του.
            Υπό αυτές, λοιπόν, τις συνθήκες του παρελθόντος, όχι μόνον του απώτερου αλλά και του πολύ πολύ πρόσφατου, ξένισε πολλούς και προκάλεσε πλημμυρίδα σχολίων η διαδικασία την οποία επέβαλε η Πρόεδρος της Βουλής Ζωή Κωνσταντοπούλου κατά την ακρόαση των προσώπων που θα στελεχώσουν τη νέα διοίκηση της ΕΡΤ. Τόσο η χρονική διάρκεια της συνεδρίασης που ξεπέρασε τις εννέα ώρες, όσο και η επίμονη μεθοδικότητα με την οποία η Πρόεδρος της Βουλής εξέτασε τον επαναδιορισθέντα στη θέση του διευθύνοντος συμβούλου της δημόσιας ραδιοτηλεόρασης Λάμπη Ταγματάρχη, υπήρξαν φαινόμενα εντελώς ασυνήθιστα για τα εγχώρια κοινοβουλευτικά θέσμια.
            Από κεκτημένη, μάλλον, ταχύτητα, ου μην αλλά και από προκατάληψη, αμφότερα -η μεγάλη διάρκεια και τα πιεστικά ερωτήματα- έγιναν αντικείμενα ψόγου προς την κυρία Κωνσταντοπούλου, ενώ στην πραγματικότητα θα έπρεπε να ήταν αφορμή, αν όχι προς έκφραση επαίνου, για την αλλαγή της νοοτροπίας που επιβάλει στη Βουλή ρόλο απλού επικυρωτή των κυβερνητικών αποφάσεων.  
            Γιατί, κακά τα ψέματα, σε οποιαδήποτε ουσιώδη ελεγκτική διαδικασία, όπως ήταν οι επίμαχες ακροάσεις, όσα επιβαλλόταν να ρωτηθούν, ήταν η κυρία Κωνσταντοπούλου εκείνη που τα ρώτησε. Εκείνη έθεσε το ζήτημα της ενδεχόμενης σύγκρουσης συμφερόντων του κ. Ταγματάρχη. Εκείνη επέμεινε να πάρει απαντήσεις για τον πρότερο βίο και την προηγούμενη πολιτεία του στην ΕΡΤ που τον είχε φέρει αντιμέτωπο με τη Δικαιοσύνη. Εκείνη ανέδειξε την κοντή μνήμη του προτεινόμενου που δεν θυμόταν αντίστοιχη ακρόαση στη Βουλή πριν από μόλις τρία χρόνια.
            Αν, μάλιστα, είχε αφήσει στην άκρη τη μονομερή προσήλωση στον διαχωρισμό των ανθρώπων ανάλογα με το πως αντέδρασαν μετά την “μαύρη” 11η Ιουνίου 2013, ίσως να είχε αποδειχθεί άψογη στα συγκεκριμένα καθήκοντα της και να είχε δώσει νόημα και ουσία σε μια προσχηματική κοινοβουλευτική διαδικασία που απαιτεί αμεροληψία και τιθάσευση των εσωτερικών παρορμήσεων και των προσωπικών παθών.
            Δυστυχώς, όμως, δεν το έκανε. Και είναι κρίμα που έτσι δεν δικαίωσε συνολικά τη στάση που τήρησε στην περί ής ο λόγος ακρόαση. Γιατί δεν μπορεί, την ίδια ώρα που «βασάνισε» -και πολύ σωστά- τον Λ. Ταγματάρχη, να παρακάμπτει την παντελή έλλειψη διοικητικής εμπειρίας από τον προτεινόμενο για την προεδρία της εταιρίας Διονύση Τσακνή και να περιορίζεται να εκφράσει «χαρά και τιμή» που ψηφίζει υπέρ του, μόνον και μόνον επειδή είχε συμμετείχε στις κινητοποιήσεις ενάντια στο «λουκέτο».
            Έτσι, παρόλο που είχε πολλά δίκια, η πείσμων πρόεδρος της Βουλής, ένα μεγάλο μέρος από αυτά τα απώλεσε στον βωμό των προσωπικών της παθών. Κρίμα για την αρχή. Θα έχει, όμως, και άλλες ευκαιρίες. Για να αποδείξει ότι όλο αυτό το σκηνικό δεν στήθηκε μόνον για την «εμβληματική» ΕΡΤ και αποκλειστικά για τον διευθύνοντα σύμβουλο της, ο οποίος, καλώς ή κακώς, αποτελεί προσφιλής στόχος για ένα συγκεκριμένο ακροατήριο.