Συνολικές προβολές σελίδας

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Τσοχατζόπουλος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Τσοχατζόπουλος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 28 Οκτωβρίου 2022

Τα «κοράκια», οι… κόρακες και η χαμένη τιμή του πολιτικού κόσμου


Παρά την απύθμενη θρασύτητα που αναδύεται από την «υπόθεση Πάτση», το μέγα, δηλαδή, σκάνδαλο με πρωταγωνιστή τον βουλευτή Γρεβενών, ο οποίος, αν και νομικός, έγραφε στα παλαιότερα των υποδημάτων του ολόκληρο το δικαιικό μας σύστημα, μόνον όποιος εθελοτυφλεί μπορεί να αρνηθεί ότι τα όσα ήρθαν αυτές τις μέρες στο φως της δημοσιότητας δεν αποτελούν παρά το σύμπτωμα μιας χρόνιας παθογένειας που βαραίνει σχεδόν το σύνολο του πολιτικού δυναμικού της χώρας.

Πως αλλιώς, άλλωστε, μπορεί να ερμηνευτεί ότι για περισσότερο από μια τριετία συνεχιζόταν χωρίς συνέπειες για τον Ανδρέα Πάτση τόσο η προκλητική καταπάτηση των ρητών διατάξεων του Συντάγματος για τις ασυμβίβαστες δραστηριότητες με το αξίωμα του βουλευτή όσο και μιας πλειάδας –«δρακόντειων», υποτίθεται- νόμων για τον έλεγχο της περιουσιακής κατάστασης όσων εκλέγονται στο Κοινοβούλιο;

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η πρώτη ευθύνη ανήκει στην ηγεσία της Νέας Δημοκρατίας η οποία «φιλοξένησε» στα ψηφοδέλτια της ένα πρόσωπο με το προφίλ του περί ου ο λόγος βουλευτή. Είναι προφανές ότι τόσο εκείνος που τον πρότεινε, όσο και όσοι άναψαν το «πράσινο φως» για να είναι υποψήφιος δεν μπήκαν καν στον κόπο να κάνουν ένα στοιχειώδη έλεγχο για το ποιόν του ανθρώπου αλλά και για τις επαγγελματικές του δραστηριότητες τις οποίες -για να πούμε και του στραβού το δίκιο- δεν απέκρυπτε.

Το ηθικό, εξάλλου, ασυμβίβαστο ανάμεσα στην πολιτική δράση ενός προσώπου και τη δραστηριοποίηση του ίδιου ή της οικογένειας του στον τομέα των εισπρακτικών εταιριών δεν είναι η πρώτη φορά που τίθεται στη δημόσια σφαίρα. Προ ετών, μακαρίτης πλέον, παλαιός πολιτικός είχε υποστεί τα… πάνδεινα όταν έγινε ευρέως γνωστό ότι μέλη της οικογένειας του είχαν αναπτύξει σχετική επαγγελματική δραστηριότητα. Η ελληνική κοινωνία, καλώς ή κακώς, δεν συμπαθεί τα «κοράκια».

Όπως και να έχει, λοιπόν, οι ιθύνοντες της κυβερνητικής παράταξης όφειλαν να είναι προσεκτικοί πρωτίστως στις επιλογές των υποψηφίων που περιλαμβάνονται στους κομματικούς συνδυασμούς τους, αλλά και κατόπιν για τη δράση που αναπτύσσουν όσο είναι στη Βουλή. Το ερώτημα που αβίαστα προκύπτει είναι το εξής: Πως μπορεί να έχεις προγραμματική δέσμευση για αξιολόγηση και του τελευταίου δημόσιου υπαλλήλου και να μην αξιολογείς τα ίδια τα στελέχη του;

Όταν εξελέγη στην ηγεσία της ΝΔ ο Κυριάκος Μητσοτάκης είχε υποσχεθεί ότι θα εφαρμόσει παντού την αξιολόγηση. Δυστυχώς, όμως, όπως συνέβη και με άλλους ηγέτες κομμάτων παλαιότερα, η υπόσχεση αυτή έμεινε στα λόγια. 

Γι΄ αυτό και όσο και αν διατυπώνεται ο ισχυρισμός ότι στα μεγάλα και πολυσυλλεκτικά κόμματα εξουσίας φυτρώνουν κάθε είδους λουλούδια, με αποτέλεσμα να παρεισφρέουν ανάμεσα τους και ζιζάνια, μια τέτοια δικαιολογία δεν μπορεί να αποτελεί άλλοθι για την ανυπαρξία εσωτερικών διαδικασιών ελέγχου και αξιολόγησης του βίου και της πολιτείας του στελεχιακού δυναμικού το οποίο αποφασίζει για τις ζωές μας.

Τα πράγματα θα ήταν ίσως απλούστερα αν περιπτώσεις όπως αυτή του βουλευτή του βουλευτή Γρεβενών περνούσαν μόνον κάτω από τα ραντάρ των ιθυνόντων της παράταξης από την οποία προέρχεται εκείνος που… παραστρατεί. Το μεγάλο δυστύχημα, όμως, είναι ότι ούτε οι θεσμοί της ελληνικής Πολιτείας λειτουργούν με τέτοιον τρόπο ώστε να πιάνονται στην τσιμπίδα του νόμου όσοι, κάνοντας κατάχρηση της εξουσίας που τους δίνουν οι πολίτες με την ψήφο τους, παραβιάζουν τη νομιμότητα.

Από το 1964, οπότε και καθιερώθηκε για πρώτη φορά η νομοθεσία που υποχρεώνει τους πολιτικούς να υποβάλουν τις λεγόμενες δηλώσεις «πόθεν έσχες» που αφορούν τόσο τη διάρθρωση της περιουσιακής τους κατάστασης όσο, πολύ περισσότερο, την προέλευση των εισοδημάτων και των περιουσιακών τους στοιχείων, η Βουλή έχει τροποποιήσει πάμπολλες φορές τις σχετικές νομοθετικές προβλέψεις. Πλην, όμως, η κατάσταση του (μη) ελέγχου παραμένει σχεδόν αναλλοίωτη.

Η ειρωνεία, μάλιστα, είναι ότι ο πρώτος νόμος που ψηφίστηκε από την κυβέρνηση του Γεωργίου Παπανδρέου έφερε τον τίτλο «για την προστασία της τιμής του πολιτικού κόσμου». Ο τρόπος, όμως, που εφαρμόζεται έκτοτε έφερε μάλλον το αντίθετο αποτέλεσμα από το επιδιωκόμενο. Η τιμή του πολιτικού κόσμου όχι μόνον δεν προστατεύεται, αλλά μάλλον εκτίθεται στο σύνολό του. Διότι, δικαιολογημένα ή όχι, η διαιώνιση των παθογενειών δημιουργεί την πεποίθηση ότι ισχύει η περίφημη λαϊκή ρήση σύμφωνα με την οποία «κόρακας κοράκου μάτι δεν βγάζει».

Είναι μια πεποίθηση, η οποία βρίσκει ισχυρισμό έρεισμα στην επί τόσες δεκαετίες πεισματική άρνηση όλων των κοινοβουλευτικών συνθέσεων και όλων των κυβερνήσεων να αναθέσουν τον έλεγχο των δηλώσεων «πόθεν έσχες» σε ανεξάρτητη αρχή, η οποία να μην σχετίζεται με την πολιτική εξουσία. 

Παρά το γεγονός ότι τα τελευταία χρόνια η σύνθεση της Επιτροπής Ελέγχου δεν απαρτίζεται πλέον από πλειοψηφία βουλευτών, στην ουσία δεν έχει αλλάξει τίποτε απολύτως, όπως αποδεικνύεται από μια πλειάδα υποθέσεων οι οποίες, ενώ βοούσαν τα στοιχεία, έκλεισαν στο άψε σβήσε και στη λογική του «ούτε γάτα ούτε ζημιά».

Μοναδική εξαίρεση υπήρξε η υπόθεση του Άκη Τσοχατζόπουλου, κάτι που μάλλον οφειλόταν στην πολιτική συγκυρία της εποχής που ξέσπασε. Σε όλες τις υπόλοιπες, οι καταγγελίες για αδικαιολόγητη απόκτηση περιουσιακών στοιχείων δεν βρήκαν τον δρόμο προς τη δικαιοσύνη και οι κυρώσεις που οι νόμοι προβλέπουν έχουν αποδειχθεί κενό γράμμα. 

Μην αμφιβάλετε ότι το ίδιο θα είχε συμβεί και με την προκλητική περίπτωση του κ. Πάτση αν δεν βρισκόμαστε στην τελική ευθεία προς τις εκλογές. Ο ίδιος άλλωστε είχε καταγγελθεί για τα ίδια ακριβώς ζητήματα και προ διετίας και κανείς από τους υπεύθυνους για τον έλεγχο -που δεν ανήκουν μόνον στο κυβερνών κόμμα- δεν είχε συγκινηθεί.

Επειδή, πάντως, όπως πληροφορείται η στήλη, ετοιμάζεται η αλλαγή του νομικού πλαισίου για τον έλεγχο της περιουσιακής κατάστασης των πολιτικών προσώπων, καθώς πιέζει προς αυτή την κατεύθυνση και η Ευρωπαϊκή Ένωση, η κυβέρνηση δεν έχει παρά να αναθέσει τον έλεγχο των «πόθεν έσχες» των κοινοβουλευτικών και αυτοδιοικητικών στελεχών στην Αρχή για την Καταπολέμηση των Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες, όπως συμβαίνει ήδη με τις αντίστοιχες δηλώσεις δημοσίων υπαλλήλων και δημοσιογράφων.

Ο σημερινός επικεφαλής της Αρχής, πρώην αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου, Χαράλαμπος Βουρλιώτης διαθέτει την έξωθεν καλή μαρτυρία και όλα τα υπόλοιπα εχέγγυα που απαιτούνται για να πειστεί η κοινή γνώμη ότι υπάρχει βούληση να γίνουν πράξη οι επαγγελίες για κάθαρση και μηδενική ανοχή στη διαφθορά. 

Μόνον έτσι τα «κοράκια» θα πάψουν να είναι στο απυρόβλητο επειδή οι άλλοι «κόρακες» θα διστάζουν να τους… βγάλουν το μάτι!

Πέμπτη 1 Νοεμβρίου 2018

Συνταγματική αναθεώρηση τώρα; Όχι, ευχαριστώ!



Με τόσο αμοραλισμό και ιδεοληψία που έχει διοχετευθεί στο κοινωνικό σώμα την τελευταία τετραετία και με τέτοια εξαπάτηση και κοροϊδία που υφίστανται όλο αυτό το διάστημα οι πολίτες είναι προφανές ότι δεν προκαλεί ιδιαίτερη έκπληξη ο τρόπος με τον οποίο χειρίζεται η κυβέρνηση τη μείζονα θεσμική διαδικασία της συνταγματικής αναθεώρησης.
Μια κατ΄ εξοχήν συναινετική διαδικασία, αφού για να αλλάξει το Σύνταγμα απαιτούνται συμπτώσεις και συγκλίσεις από ευρύτερες πολιτικές δυνάμεις και μάλιστα σε δύο διαφορετικές κοινοβουλευτικές περιόδους, έρχεται στο προσκήνιο με το γνωστό μοντέλο της διχόνοιας που ακολουθείται σε όλες τις εκφάνσεις του δημόσιου βίου.
Η εκκίνηση έγινε με φιέστα η οποία στήθηκε προ διετίας στο προαύλιο της Βουλής για να ακολουθήσει «τουρνέ» των κυβερνητικών προτάσεων ανά την ελληνική επικράτεια που είναι αμφίβολο αν συγκίνησαν έστω και έναν απλό πολίτη, πέραν των εξ επαγγέλματος και επ΄ αμοιβή εμπλεκομένων σε αυτή τη διαδικασία.  
Το ζήτημα επανέρχεται τώρα στη Βουλή, εκεί που από την αρχή έπρεπε να μείνει, ακολουθώντας όλες τις προβλεπόμενες διαδικασίες διαβούλευσης. Και το πιο αποκαρδιωτικό είναι ότι επανέρχεται μέσα στο ίδιο διχαστικό μοτίβο. Ένα μοτίβο που μόνον εθελοτυφλούντες δεν βλέπουν σε αυτό τη σταθερή και επίμονη επιδίωξη του Μεγάρου Μαξίμου να εκτεθεί η αντιπολίτευση και να βρεθεί ο κοινός τόπος για να καταστεί εφικτή η αναθεώρηση και να προχωρήσουν οι συνταγματικές αλλαγές που η κοινωνία θεωρεί ώριμες.
Παρότι είναι σαφές ότι η κυβέρνηση βρίσκεται πλέον σε προφανή δυσαρμονία με τη λαϊκή βούληση, όπως όριζε η παλαιά συνταγματική πρόνοια που έδινε το δικαίωμα στον ανώτατο άρχοντα να διαλύει τη Βουλή, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι διατεθειμένος να αλλάξει ούτε τη στρατηγική ούτε την τακτική που ακολουθεί τόσα χρόνια. Γι΄ αυτό και ως την τελευταία ώρα που θα υποχρεωθεί να εγκαταλείψει την εξουσία θα επιμένει να κατασκευάζει αιτίες για αντιπαράθεση και να αναζητεί αφορμές για σύγκρουση.
Ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας, ο οποίος εκστόμισε τον πιο βαρύγδουπο βερμπαλισμό που έχει ακουστεί ποτέ σε προγραμματικές δηλώσεις κυβέρνησης, λέγοντας «είμαστε κάθε λέξη από το Σύνταγμα αυτής της χώρας και αυτό θα υπηρετήσουμε μέχρι τέλους», έχει εργαλειοποιήσει όσο κανένας άλλος προκάτοχός του τον καταστατικό χάρτη της ελληνικής Πολιτείας. Φθάνοντας, μάλιστα, μέχρι του σημείου να τον χρησιμοποιεί ως… φόβητρο κατά των αντιπάλων του.
Δεν είναι τυχαία, άλλωστε, η αστεία κριτική την οποία ασκούν οι κυβερνώντες προς την αντιπολίτευση, εκτοξεύοντας τάχατες απειλές για την αλλαγή του νόμου περί ευθύνης υπουργών που υποτίθεται ότι φοβίζει τους πολιτικούς αντιπάλους των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ.
Στην πραγματικότητα, όμως, αν υπάρχει κάποιος που πρέπει να φοβάται από την αλλαγή του περιώνυμου άρθρου 86 του Συντάγματος δεν είναι ούτε ο Κυριάκος Μητσοτάκης με τη Φώφη Γεννηματά, ούτε κανένα άλλο στέλεχος της αξιωματικής αντιπολίτευσης, που σε τίποτε δεν τους αφορά το θέμα, τουλάχιστον όσο δεν έχουν την ευθύνη για τη διακυβέρνηση της χώρας.
Οι μόνοι που πρέπει να φοβούνται είναι οι σημερινοί υπουργοί οι οποίοι μπορεί να ελπίζουν ότι θα προστατευθούν και δεν θα διωχθούν από την επόμενη Βουλή με βάση την ισχύουσα  νομοθεσία περί ποινικής ευθύνης των μελών του υπουργικού συμβουλίου, επειδή τα τυχόν αδικήματά τους, π.χ. για τα τέρατα και σημεία του πρώτου εξαμήνου του 2015, θα θεωρηθούν παραγεγραμμένα.
Όπως και να έχει, όμως, η αναθεώρηση του άρθρου 86, στην οποία όλες οι πολιτικές δυνάμεις δηλώνουν σύμφωνες και που για προπαγανδιστικούς λόγους εμφανίζεται ως πανάκεια για τη διαφάνεια, μόνον τέτοια δεν είναι. Άλλωστε, όταν προέκυψαν στοιχεία η Δικαιοσύνη ουδόλως εμποδίστηκε από το εν λόγω άρθρο είτε να καταδικάσει τον Άκη Τσοχατζόπουλο είτε, μόλις πρόσφατα, να προφυλακίσει τον Γιάννο Παπαντωνίου.
Ούτε παραγραφές ίσχυσαν, ούτε ατιμωρησία εξασφαλίστηκε. Και αυτό καλό είναι να το ξέρουν ορισμένοι από τους σημερινούς υπουργούς που –για να το διατυπώσουμε όσο πιο κομψά γίνεται- επιτρέπουν να χρησιμοποιείται το δημόσιο χρήμα ως να είναι λάφυρο που τους παραδόθηκε μαζί με τη διακυβέρνηση.
Με αυτά και με πολλά άλλα, όπως οι επιστολές που εστάλησαν σε ανύπαρκτους αρχηγούς ανύπαρκτων κομμάτων ή ακόμη και η διατύπωση ψευδεπίγραφων προτάσεων για αναθεώρηση διατάξεων ώστε δήθεν να προστατεύονται δημόσια αγαθά, όπως το νερό και το ηλεκτρικό, που επί των ημερών των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ ιδιωτικοποιούνται με επιμονή μεγαλύτερη από κάθε προηγούμενη κυβέρνηση, εύκολα οδηγείται κανείς στο συμπέρασμα ότι οι συνθήκες δεν είναι ώριμες για να γίνει μια ουσιαστική και απροσχημάτιστη αναθεώρηση που να αντιστοιχεί στις ανάγκες της εποχής.
Πολύ περισσότερο, δεν μπορεί τον βαρύνοντα λόγο στην αναθεωρητική διαδικασία να τον έχει το κόμμα που απέρχεται από την εξουσία και θέλει να μπλοκάρει ακόμη και αλλαγές με τις οποίες είναι σύμφωνη η μεγάλη πλειονότητα των πολιτών που έπαθε και έμαθε από τις λαϊκίστικες προσεγγίσεις και τις απατηλές υποσχέσεις των τελευταίων χρόνων.
Υπό αυτές τις συνθήκες, τα κόμματα της αντιπολίτευσης δεν έχουν άλλη επιλογή από το να απορρίψουν την ΣΥΡΙΖΑϊκής εμπνεύσεως  συνταγματική αναθεώρηση, διακηρύσσοντας σε όλους τους τόνους ότι δεν συναινούν στο διχαστικό πνεύμα που θέλει να αφήσει πίσω της, καθώς θα απέρχεται, η σημερινή εξουσία.     
Η απόρριψη, ωστόσο, δεν είναι υποχρεωτικό να γίνει δια της αποχής. Μπορεί να γίνει εξίσου αν όχι ακόμη πιο αποτελεσματικά και δια της συμμετοχής. Ο ρόλος των υπεύθυνων πολιτικών δυνάμεων, που ενδιαφέρονται ειλικρινά για το αύριο της χώρας, είναι να μπουν στη συζήτηση, με τον επιπλέον στόχο να αποκαλύψουν τα προσχήματα. Και όταν έρθει, αν έρθει, η ώρα της ψηφοφορίας μπορούν να αποφασίσουν την αποχή για να εμποδίσουν μια «κολοβή» αναθεώρηση που θα μεταθέτει για σχεδόν μια δεκαετία τις ώριμες αλλαγές.
            Έτσι θα αφήσουν τον ΣΥΡΙΖΑ να πορευτεί απερίσπαστος στον… δρόμο της προόδου που έχει επιλέξει με τους παλαιούς και νέους του συμμάχους: τον Πάνο Καμμένο, τον Νίκο Νικολόπουλο, την Κατερίνα Παπακώστα και άλλους «πρόθυμους» που τυχόν θα βρεθούν.

Πέμπτη 13 Οκτωβρίου 2016

Οι Κασσάνδρες (πάντα) επιβεβαιώνονται!



Είναι απορίας άξιον αν ο ομότιμος καθηγητής Κοινωνιολογίας στην Οικονομική Σχολή του Λονδίνου (LSE) Νίκος Μουζέλης, θεωρούμενος το πάλαι ποτέ ως «γκουρού» του εγχώριου εκσυγχρονισμού, μπήκε στον κόπο να παρακολουθήσει τη συζήτηση της περασμένης Δευτέρας στη Βουλή για τη διαφθορά και τη διαπλοκή. Και, πολύ περισσότερο, αν έκανε αυτόν τον κόπο προτού καθίσει και γράψει την επιστολή που έστειλε στους παλαιούς συνοδοιπόρους του από τον χώρο της Κεντροαριστεράς για να δικαιολογήσει τη συμμετοχή του στην Κυβερνητική Επιτροπή για την Συνταγματική Αναθεώρηση.
Στην επιστολή του, ο κ. Μουζέλης χαρακτήριζε, ανάμεσα σε άλλα ηχηρά παρόμοια, ως «ακραία “κασσανδρική” φαντασίωση» την κριτική που ασκούν όλο και περισσότεροι προς την κυβέρνηση των ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ για τη ροπή που εμφανίζει προς οικοδόμηση ενός αυταρχικού καθεστώτος καθυπόταξης των μέσων ενημέρωσης, της Δικαιοσύνης και εν γένει των θεσμών που συγκροτούν το πλέγμα λειτουργίας της δημοκρατικής Πολιτείας, όπως την ζήσαμε τις τελευταίες δεκαετίες.
Υπό αυτές τις συνθήκες, θα είχε μεγάλη αξία να παρακολουθούσε κανείς τις αντιδράσεις του συγκεκριμένου κυρίου καθηγητή, όπως και ορισμένων άλλων ομοϊδεατών από τον χώρο του λεγόμενου «εκσυγχρονισμού» που ανακάλυψαν αρκετά όψιμα, αφού είναι ήδη συνταξιούχοι, τις αρετές της ριζοσπαστικής Αριστεράς, που υποτίθεται εκφράζουν οι σημερινοί κυβερνώντες, όταν άκουγαν τον επικεφαλής των τελευταίων Αλέξη Τσίπρα να επιτίθεται στην…  επάρατο εποχή Σημίτη.
Δικαίωμα, προφανώς, του κ. Τσίπρα να έχει τις απόψεις του για οποιαδήποτε πολιτική περίοδο, αλλά δεν ήταν αυτό το ζήτημα που ανέκυψε από τον ανοίκειο και ισοπεδωτικό τρόπο με τον οποίο μίλησε στη συζήτηση στη Βουλή. Εκείνο που περισσότερο εντυπωσίασε ήταν το  ύφος που χρησιμοποίησε και κυρίως το ήθος που απέπνεε ο ακραία διχαστικός λόγος του. Από κοινού με τους ανατριχιαστικούς υπαινιγμούς για τους πολιτικούς του αντιπάλους, όπως την πρόεδρο του ΠΑΣΟΚ Φώφη Γεννηματά.
«Δεν είναι εδώ η κ. Γεννηματά για να της πω ότι μαθαίνω τώρα τελευταία ότι οργανώνει και δείπνα με βασικό μενού την ίδια», ήταν η αποστροφή που βγήκε από το στόμα ενός πρωθυπουργού, ο οποίος, σύμφωνα με τον κ. Μουζέλη, «πρέπει να στηριχθεί από όλους που δεν επιθυμούν το grexit». Τον ίδιο πρωθυπουργό που με μοναδική θρασύτητα συνέχισε λέγοντας: «Δεν ξέρω, βεβαίως, αν σε αυτά τα δείπνα συμμετέχουν και γάτες Ιμαλαΐων. Έτσι ακούω, ότι συμμετέχουν και γάτες Ιμαλαΐων».
Τον πρωθυπουργό που μάλλον χωρίς την παραμικρή επίγνωση του ποιος μιλάει και σε ποιον απευθύνεται συμπλήρωσε:  «Και μην νομίζετε ότι επειδή τώρα τελευταία έρχεστε εδώ στη Βουλή και μιλάτε μια γλώσσα που μοιάζει περισσότερο σε αυτά που λέει ο κ. Λαφαζάνης, δεν φοράτε αυτά τα φορέματα. Αυτά τα φορέματα φοράτε. Τα φορέματα των κυβερνήσεων Σημίτη και των σκανδάλων εκείνης της περιόδου που θα σας κυνηγάνε πολιτικά».
Το ότι χειροκροτήθηκε η συγκεκριμένη αποστροφή του από τους βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ και των ΑΝΕΛ δεν προκάλεσε καμία ιδιαίτερη εντύπωση. Τουλάχιστον τόση εντύπωση όση έκανε το γεγονός ότι ουσιαστικά είχε «πάρει πάσα» για να επιχειρήσει να αποδομήσει την περίοδο Σημίτη από τον γνωστό και μη εξαιρετέο πρώην αρχηγό της ΕΥΠ επί κυβερνήσεων Καραμανλή και τώρα αναπληρωτή υπουργό Δικαιοσύνης Δημήτρη Παπαγγελλόπουλο.
 Αν και παλαιός δικαστικός, ο κ. Παπαγγελλόπουλος δεν είχε καμία συστολή ή δυσκολία, να εκφράσει τις απόψεις του ακόμη και επί υποθέσεων που τελούν υπό δικαστική εκκρεμότητα. «Ξέχασα, επίσης, να πω ότι στο πάρτι των εξοπλιστικών προγραμμάτων δεν είναι δυνατόν να πληρώνουν μόνον ο Τσοχατζόπουλος και ο Σμπώκος, ότι υπήρχε και ένα ΚΥΣΕΑ», ανέφερε. Και αφού αναρωτήθηκε: «Εκεί τουλάχιστον δεν υπάρχουν πολιτικές ευθύνες;», συνέχισε ο υπουργός του κ. Τσίπρα: «Επίσης, υπήρξε και ένα “Σουάπς”, που ξέχασα να το πω».
Και ήταν αυτά τα λόγια που λειτούργησαν ως προπομπός για τη συνέχεια που έδωσε ο ίδιος πρωθυπουργός με την επίθεση που εξαπέλυσε στη Φώφη Γεννηματά και την προσπάθεια που κατέβαλε να αντικρούσει την κριτική της αντιπολίτευσης για «ορφανά του Τσοχατζόπουλου» που περιμάζεψε στο κόμματου. Και τα οποία για τον ίδιο δεν είναι παρά «αγωνιστές που κάποια στιγμή, μέσα στο κόμμα που ίδρυσε ο Ανδρέας Παπανδρέου, δεν έβλεπαν ούτε τον εαυτό τους ούτε τα ιδανικά που ανιδιοτελώς υπηρετήσαν με αγώνες για χρόνια, και συνάντησαν το ΣΥΡΙΖΑ».
Όλα αυτά, προφανώς, συμβάλουν προς τον «εκδημοκρατισμό του Πολιτεύματος» που φαίνεται να αποτελεί τον καινούργιο στόχο στον οποίο έχει στρατευθεί ο άλλοτε «εκσυγχρονιστής» κ. Μουζέλης που ψέγει όσους δεν συμμερίζονται  τις απόψεις του. Και φθάνει μέχρι του σημείου να υποστηρίζει ότι «όλες τις δημοκρατικές αντιπολιτευτικές δυνάμεις πρέπει να ακολουθήσουν μια πιο ισορροπημένη κριτική προς την κυβέρνηση για να μην δημιουργηθεί η επικίνδυνη εντύπωση πως ο ΣΥΡΙΖΑ πρόκειται για ένα κόμμα εκτός του λεγόμενου “δημοκρατικού τόξου”».
Τι ωραία, αλήθεια! Είναι η… μη ισορροπημένη κριτική της αντιπολίτευσης προς την κυβέρνηση, την οποία αποφάσισε να υπηρετήσει ο κ. καθηγητής, που ευθύνεται για τον επαπειλούμενο «διχασμό που θα υπέσκαπτε το με θυσίες αποκτημένο μεταπολιτευτικό δημοκρατικό πολίτευμα της χώρας». Και όχι τα λόγια και, πάνω από όλα, οι πράξεις του πρωθυπουργού και των υπουργών του οι οποίοι, ως εάν να είναι ακόμη στην αντιπολίτευση, απειλούν να μην αφήσουν λίθον επί λίθου στην –προβληματική, σε κάθε περίπτωση- μεταπολιτευτική δημοκρατία.
Και κάτι τελευταίο: Ας έχουν υπόψιν τους όλοι όσοι χρησιμοποιούν στερεοτυπικά την ομηρική παραβολή με τις «κασσάνδρειες» προβλέψεις, τούτο:  Όλες οι προφητείες της Κασσάνδρας, που περιγράφονται στην Ιλιάδα, αποδείχθηκαν αληθινές, ασχέτως εάν δεν τις πίστευαν όσοι τις άκουγαν. Γι΄ αυτό και -σε πείσμα του κ. Μουζέλη- ας ευχηθούμε να μην αποδειχθεί «κασσανδρική» η κριτική που ασκείται προς την αγαπημένη του κυβέρνηση.