Συνολικές προβολές σελίδας

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Τόμσεν. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Τόμσεν. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 7 Απριλίου 2016

Ολοταχώς για νέα… πρωτιά στη «λίστα του Χάρβαρντ»



Όποιος άκουσε τον υπουργό Παιδείας Νίκο Φίλη να βρίσκει συμβατή τη βαριά καταγγελία που εκτόξευσε ο Αλέξης Τσίπρας κατά της αντιπολίτευσης ότι, τάχατες, αρνείται την ελάφρυνση του χρέους, με τον ισχυρισμό του υπουργού Οικονομίας Γιώργου Σταθάκη ότι «το χρέος είναι βιώσιμο μέχρι το 2022», μάλλον δεν θα χρειαστεί να καταναλώσει ούτε κόκκο φαιάς ουσίας για να αντιληφθεί τι κρύβεται πίσω από την κακότεχνη σκηνοθεσία της καθοδηγημένης από το Μαξίμου κρίσης με το ΔΝΤ.
«Το θέμα της βιωσιμότητας έχει να κάνει με τη δανειακή σύμβαση. Δεν έχει να κάνει με την ουσία. Το χρέος πολιτικά δεν είναι βιώσιμο και το έχουμε πει», είναι ο ακριβής βερμπαλισμός με τον οποίο ο πρώην δημοσιογράφος πήρε θέση στο μέγα ζήτημα των ημερών. Και όταν, μάλιστα, ρωτήθηκε ποιον τίτλο θα έβαζε, εάν είχε παραμείνει διευθυντής στην «Αυγή», δεν είχε πρόβλημα να ισχυριστεί ότι θα ήταν ότι «ο Σταθάκης δεν θεωρεί βιώσιμο το χρέος… μετά το 2022».
Η απίστευτη διαστροφή της πραγματικότητας, που αναδύεται από τις συγκεκριμένες αναφορές του νυν υπουργού και πρώην διευθυντή της «Αυγής», δεν θα είχε και τόσο μεγάλη σημασία αν η νοοτροπία αυτού του είδους ήταν ίδιον του υπουργού Παιδείας (για τον οποίο φαντάζομαι ότι τα μέλη του Πειθαρχικού Συμβουλίου της ΕΣΗΕΑ, που κάνουν «ποινική» αξιολόγηση των απόψεων, θα είναι περήφανοι που είναι συνάδελφός τους). Το δυστύχημα, όμως, είναι ότι η συγκεκριμένη νοοτροπία αποτελεί τον κανόνα που χαρακτηρίζει σχεδόν στο σύνολό των στελεχών της συγκυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ –ΑΝΕΛ.
Είναι ο κανόνας που επιτρέπει σε υπουργούς που κορόιδευαν τους πολίτες ισχυριζόμενοι ότι τη Δευτέρα μετά το δημοψήφισμα της 6ης Ιουλίου θα άνοιγαν οι τράπεζες, και τώρα, αντί να ζητούν συγνώμη, εγκαλούν αδιάντροπα και με απύθμενη θρασύτητα όλους εμάς που δεν πανηγυρίζουμε μαζί τους, επειδή, λέει, η ύφεση, στην οποία ξαναέβαλαν τη χώρα, ενώ την παρέλαβαν με θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης, ήταν, εν τέλει μικρότερη του αναμενομένου.
Είναι προφανές ότι η δικαιολογημένη, ως ένα βαθμό, αλαζονεία την οποία απέκτησαν από το γεγονός ότι τους πρώτους μήνες της διακυβέρνησής τους η ψοφοδεής, όπως αποδείχθηκε, «διαπλοκή» τούς παραδόθηκε αμαχητί, δεν τους αφήνει να δουν την πραγματικότητα, όπως είναι, και όχι όπως προσπαθούν να τη «φτιασιδώσουν» οι πολυποίκιλοι επικοινωνιακοί μηχανισμοί που είτε προσφέρθηκαν να τους υπηρετούν είτε έστησαν οι ίδιοι.
Δεν είναι, πάντως, να εκπλήσσεται κανείς καθώς όλοι αυτοί δεν είναι παρά υπουργοί που μετέχουν σε ένα κυβερνητικό σχήμα του οποίου ο επικεφαλής αρνείται το δικαίωμα της αντιπολίτευσης να ζητεί Εξεταστική Επιτροπή για όσα οι μέχρι πρότινος συνεργάτες του τού καταμαρτυρούν. Και φθάνει, όντας πρωθυπουργός της Ελλάδας, μέχρι του σημείου να προτρέπει τα μέλη της Βουλής των Ελλήνων να καταθέσουν, λέει, πρόταση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Πάλι καλά, δηλαδή, που δεν τους ζήτησε να καταθέσουν το αίτημά τους στη… Μπούντεσταγκ, τώρα που φαντασιώνεται ότι συγκυβερνά με την Άνγκελα Μέρκελ την Ευρώπη και δηλώνει ότι «δεν θα αφήσουμε τον Τόμσεν να τη διαλύσει».
Εκτός από έλλειψη επαφής με την πραγματικότητα, όλα τούτα μαρτυρούν επιπλέον ότι το διεθνές ρεζίλι στο οποίο υποβάλουν διαρκώς τη χώρα, δεν τους πτοεί. Εξακολουθούν να βαυκαλίζονται ότι δήθεν διαπραγματεύονται ενώ ουσιαστικά κωλυσιεργούν με μόνο στόχο να παραμείνει ευπώλητος ο… σανός με τον οποίο ταΐζουν όσους -όλο και λιγότερους, όπως δείχνουν οι μετρήσεις- συνεχίζουν να τους πιστεύουν.
Σε κάθε περίπτωση, ο «κουτσαβακισμός» του περασμένου Σαββατοκύριακου, με την τεχνητή τρικυμία που προκάλεσαν, θα κοστίσει πολύ ακριβά και στους ίδιους και στη χώρα. Ο κ. Τσίπρας, με τους απίθανους χειρισμούς του, το μόνον που μπορεί να καταφέρει είναι να «κερδίσει», για δεύτερη συνεχή χρονιά, την πρωτιά στη λίστα του Χάρβαρντ με τις χειρότερες διαπραγματεύσεις.
Δεν έχει περάσει πολύ καιρός αφότου, ο επικεφαλής του αρμόδιου τμήματος του αμερικανικού Πανεπιστημίου περιέγραφε με ενάργεια τους λόγους για τους οποίους είχε… απονείμει την περυσινή πρωτιά στους Έλληνες «διαπραγματευτές». Ο καθηγητής Ρόμπερτ Μονούκιν είχε δηλώσει (στην «Καθημερινή») πως εκείνο που πρέπει πάντα να έχει στο μυαλό του αυτός που διαπραγματεύεται -και παίζει ιδιαίτερη σημασία για το αποτέλεσμα - είναι ότι «οι διαπροσωπικές σχέσεις παίζουν πολύ σημαντικό ρόλο, καθώς η διαπραγμάτευση δεν στηρίζεται σε αφηρημένες έννοιες».
Σε πείσμα του συγκεκριμένου, μάλλον αυτονόητου, κανόνα, όπως επεσήμανε ο Αμερικανός καθηγητής, τόσο ο τότε υπουργός Οικονομικών Γιάνης Βαρουφάκης που «διαφήμιζε τον εαυτό του ως έξυπνο και ειδικό στη θεωρία των παιγνίων και έφτιαχνε μία κατάσταση στην οποία η τρόικα θα υπαναχωρούσε», όσο και ο κ. Τσίπρας, «είχαν καταφέρει να γίνουν μισητοί»!
Αν όλα αυτά ίσχυσαν πέρυσι, οπότε, παρά τη σχετική συγκατάβαση, αν όχι και συμπάθεια, προς τους νεόφερτους της ελληνικής εξουσίας, δεν αποφύγαμε το βαρύτερο 3ο Μνημόνιο που φορτώθηκε στις πλάτες των Ελλήνων πολιτών, ας αναρωτηθεί ο οιοσδήποτε εχέφρων τι μας περιμένει τώρα που η εκβιαστική απαίτηση για έξωση του ΔΝΤ κατέληξε σε μπούμερανγκ που μάλλον μονιμοποίησε την παραμονή των στελεχών του στο ελληνικό πρόγραμμα.
Το ύψος που θα έχει το επιπλέον τίμημα το οποίο είναι πλέον ή βέβαιο ότι θα κληθούμε να καταβάλουμε, επειδή η ηγεσία της χώρας μας απεδείχθη για ανεπίδεκτη μαθήσεως, θα το πληροφορούμε τις προσεχείς ημέρες που, εκόντες άκοντες, οι δήθεν… υπερήφανοι διαπραγματευτές θα πάνε στη Βουλή και θα εκλιπαρούν για το «ναι» των βουλευτών τους, που θα τους επιτρέψει να κάνουν Πάσχα στις καρέκλες τους.
Όσο για τους ιθύνοντες του Χάρβαρντ σε θέματα διαπραγματεύσεων, θα έχουν μάλλον μια ήσυχη ακαδημαϊκή χρονιά, αφού δεν θα δυσκολευθούν να βρουν εκείνον που θα φιγουράρει στην κορυφή της λίστας με τις χειρότερες διαπραγματεύσεις της τρέχουσας χρονιάς. Μπορούν από τώρα να ανακηρύξουν τον κ. Τσίπρα, ο οποίος με τη σκηνοθετημένη επίθεση κατά του ΔΝΤ, ξεπέρασε και το περιβόητο chicken game του Βαρουφάκη.

Δευτέρα 24 Φεβρουαρίου 2014

Ο τζίρος της τρόικας

Σε μια πρόσφατη συνέντευξή του στους Financial Times ο υπουργός Οικονομικών Γιάννης Στουρνάρας είχε πει ότι «όταν έρχονται οι δανειστές μας στην Ελλάδα πέφτει ο τζίρος των καταστημάτων καθώς ο κόσμος νιώθει φόβο όποτε καταφθάνει  η τρόικα».
Δεν ξέρω αν υπάρχουν αξιόπιστες έρευνες που να επιβεβαιώνουν τον ισχυρισμό του κ. Στουρνάρα, ή αν πρόκειται για ένα βολικό άλλοθι για να δικαιολογηθεί η βαθιά ύφεση στην οποία εξακολουθεί να παραμένει η ελληνική οικονομία τους τελευταίους δεκαοκτώ μήνες που ο ίδιος έχει την ευθύνη της άσκησης της οικονομικής πολιτικής.
Θα είχε, πάντως, αξία αυτές τις μέρες που οι ελεγκτές της τρόικας κατέφθασαν και πάλι στα μέρη μας, να έβγαιναν στους δρόμους και στις πλατείες οι ερευνητές της ΕΛΣΤΑΤ για να μετρήσουν τις πραγματικές επιπτώσεις από τον φόβο που προκαλούν στον κόσμο οι τροϊκανοί και να τις συγκρίνουν με εκείνες που προκαλούνται από τα συνεχή «μπρος –πίσω» της κυβέρνησης.
Χωρίς να αμφισβητώ την ψυχολογική επίδραση που έχει στο εν γένει οικονομικό κλίμα και ειδικά στη λειτουργία της αγοράς η διαρκής ανασφάλεια που βιώνουμε για το αν και πότε θα λάβουμε την επόμενη δόση και ποια μέτρα θα θεωρηθούν κάθε φορά ως προαπαιτούμενα για την εκταμίευσή της, έχω την αίσθηση ότι είναι η αμφιθυμία της κυβέρνησης εκείνη που εντείνει περισσότερο την οικονομική αβεβαιότητα.
Γιατί, άραγε, από τις αρχές Δεκεμβρίου, που οι εκπρόσωποι των δανειστών μας εγκατέλειψαν την Αθήνα με την ιταμή δικαιολογία ότι θα πάνε πρώτα για σκι, χρειάστηκε να φθάσουμε στο τέλος Φεβρουαρίου για να καθοριστεί η ατζέντα της ελληνικής πλευράς απέναντι στις απαιτήσεις της τρόικας για απαρέγκλιτη εφαρμογή της περίφημης «εργαλειοθήκης» του ΟΟΣΑ;
Ποιος εμπόδισε όλο αυτό το διάστημα την κυβέρνηση να νομοθετήσει όσα από τα διαρθρωτικά μέτρα περιέχονται στην έκθεση του διεθνούς οργανισμού θεωρεί ότι μπορούν να γίνουν αποδεκτά από τη δική μας πλευρά, απορρίπτοντας την ίδια ώρα εκείνα που πιστεύει ότι είναι απαράδεκτα και βλαπτικά για την ελληνική κοινωνία;
Αν όντως η πλειονότητα των προτάσεων του ΟΟΣΑ, έστω το 80%, όπως λένε κυβερνητικοί παράγοντες, ευνοούν την ελληνική οικονομία, ποιος είναι ο λόγος για την καθυστέρηση που «έπαιξε» η κυβέρνηση, οδηγούμενη, εν τέλει, σε αποφάσεις που θα ληφθούν με το πιστόλι στον κρόταφο στέλνοντας στους Έλληνες πολίτες το μήνυμα ότι μας επιβάλλονται μέτρα που είναι εις βάρος μας;
Ας μην παραπονούνται, λοιπόν, ο κ. Στουρνάρας και οι άλλοι κυβερνητικοί ιθύνοντες για την πτώση του τζίρου που επιφέρει στην ελληνική αγορά η έλευση της τρόικας στη χώρα μας. Γιατί, αν μη τι άλλο, το μόνο σίγουρο είναι ότι τα παράπονά τους δεν πρόκειται να συγκινήσουν τον κ. Τόμσεν και την παρέα του, αφού δεν είναι εκείνοι που θα πληρώσουν τον «λογαριασμό».
Καλώς ή κακώς, οι παχυλές απολαβές των ελεγκτών της τρόικας και των τόσων άλλων εμπειρογνωμόνων της αλλοδαπής που επιστρατεύονται κάθε τρεις και λίγο για να μας επιβάλουν τα διάφορα –παραδεκτά και μη- μέτρα δεν εξαρτώνται από τον μειωμένο τζίρο των ελληνικών καταστημάτων.
Τον βαρύ λογαριασμό τον πληρώνουν με την φρενήρη άνοδο της ανεργίας οι Έλληνες πολίτες, οι οποίοι είναι πολύ πιθανόν ότι μόλις βρουν την ευκαιρία –στις επικείμενες εκλογές, για παράδειγμα- θα τον στείλουν στην κυβέρνηση.


(Δημοσιεύθηκε στο www.protothema.gr στις 24.2.2014)

Δευτέρα 22 Απριλίου 2013

Το φθηνό άλλοθι

«Μισογεμάτο» δήλωσε ότι βλέπει το «ποτήρι» της ελληνικής κρίσης ο «πολύς» κ. Πόουλ Τόμσεν, με την τελευταία του παρέμβαση από την έδρα του ΔΝΤ, επιμένοντας ότι, κατά την άποψή του, το μεγαλύτερο πρόβλημα της χώρας εξακολουθεί να είναι η φοροδιαφυγή και εστιάζοντας κυρίως στο ζήτημα της φορολογικής διοίκησης, δηλαδή στον φοροεισπρακτικό μηχανισμό.
Είναι αλήθεια  ότι δεν είναι πολύ εύκολο να αντιλέξει κανείς ότι όντως η φοροδιαφυγή αποτελεί ένα από τα μεγάλα προβλήματα, που έρχεται από το παρελθόν και, αναμφισβήτητα, εντείνει την ανισότητα μεταξύ των πολιτών, στο βαθμό που κάποιοι αποκτούν εισοδήματα για τα οποία δεν καταβάλουν τους αναλογούντες φόρους ή και τις ασφαλιστικές εισφορές, με αποτέλεσμα να επιβαρύνεται ο κρατικός προϋπολογισμός που καλείται να καλύψει τα ελλείμματα των Ταμείων.
Έχω, ωστόσο, την αίσθηση ότι αυτού του είδους οι διαπιστώσεις, τις οποίες, εκτός από τον κ. Τόμσεν, κάνουν και άλλοι εκπρόσωποι των εταίρων και δανειστών μας, δεν είναι παρά μια «βολική αλήθεια», ένα, αν θέλετε, άλλοθι που αναζητούν οι εμπνευστές του υπερβολικά υφεσιακού προγράμματος που εφαρμόζεται εδώ και τρία χρόνια στην Ελλάδα.
Δεν ξέρω ποια είναι η πληροφόρηση που έχουν η Γερμανίδα καγκελάριος κυρία Άγκελα Μέρκελ (παλαιότερα είχε γίνει γνωστό ότι έχει κάθε πρωί στο γραφείο της αποδελτίωση του ελληνικού Τύπου) και η γενική διευθύντρια του ΔΝΤ κυρία Κριστίν Λαγκάρντ, που σε κάθε ευκαιρία επαναλαμβάνουν το στερεότυπο «να πληρώσουν οι πλούσιοι Έλληνες», αλλά όποιος ζει σε τούτη τη χώρα ξέρει –ή οφείλει να ξέρει- ότι προσεγγίσεις αυτού του τύπου γίνονται για λαϊκή –λαϊκίστικη, καλύτερα- κατανάλωση.
Τους φόρους, εξάλλου, όχι μόνον στην Ελλάδα, αλλά και στη Γερμανία και σχεδόν παντού στον σύγχρονο κόσμο, είναι γνωστό ότι  δεν τους πληρώνουν οι πλούσιοι, στους οποίους το καπιταλιστικό σύστημα δίνει πολλούς τρόπους για να τους αποφύγουν (of shore, π.χ.). Και σε κάθε περίπτωση οι έλληνες πλούσιοι, κάνουν ότι κάνουν και οι άλλοι πλούσιοι, φοροδιαφεύγουν δηλαδή και μεταφέρουν τα λεφτά τους σε διάφορους «παραδείσους», που, εφόσον δεν είναι η ανίσχυρη Κύπρος, μια χαρά εξασφαλίζονται, όποια εθνικότητα και αν έχουν.
Η «άβολη αλήθεια», όμως, την οποία δεν θέλουν να αναγνωρίσουν ο κ. Τόμσεν και οι κυρίες Μέρκελ και Λαγκάρντ στις, δήθεν, ηθικές τους παραινέσεις προς τους Έλληνες πλουσίους είναι ότι –ηθελημένα, μάλλον- αγνοούν τους λόγους για τους οποίους στην παρούσα φάση πάρα πολλά νοικοκυριά στην Ελλάδα δεν εκπληρώνουν τις φορολογικές και ασφαλιστικές υποχρεώσεις τους, όπως και εκατοντάδες χιλιάδες μικρές και μεγάλες ελληνικές επιχειρήσεις που υποχρεώνονται να έχουν απλήρωτους τους εργαζόμενους τους. Και οι λόγοι αυτοί σχετίζονται ευθέως με το φαύλο κύκλο της λιτότητας που επιβάλουν εμμονικά, αδιαφορώντας για τα οικονομικά ερείπια που επισωρεύονται καθημερινά.
Ακόμη και  αν προσπεράσει κανείς την υπερφορολόγηση που οδηγεί και συνεπείς πολίτες να έχουν ληξιπρόθεσμες οφειλές, η κατάσταση είναι ακόμη χειρότερη για πάμπολλες επιχειρήσεις, οι οποίες, ενώ κατά τα λοιπά είναι υγιείς και με λειτουργικά κέρδη, απειλούνται με οικονομική καταστροφή, είτε επειδή το ελληνικό δημόσιο δεν είναι ανταποκρίνεται στις δικές του υποχρεώσεις, είτε διότι άλλες επιχειρήσεις τούς μετακυλύουν τα δεινά προβλήματα ρευστότητας που αντιμετωπίζουν.
Επιπλέον, όταν τρία χρόνια τώρα η ελληνική επιχειρηματική τάξη είναι σχεδόν πλήρως αποκλεισμένη από την πίστωση, καθώς το ελληνικό τραπεζικό σύστημα έχει πάψει προ πολλού να λειτουργεί, ενώ την ίδια ώρα όσοι συναλλάσσονται με το εξωτερικό πρέπει να διαθέτουν ρευστό για να συνάψουν συμφωνίες, αντιλαμβάνεται κανείς ότι εκεί θα έπρεπε να δοθεί βάρος αν υπήρχε ουσιαστικό ενδιαφέρον για την ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας.
Δεν αναρωτιέται, για παράδειγμα, κανείς τους γιατί, ενώ το τελευταίο διάστημα τόσοι πολλοί επιχειρηματίες –που αρκετοί εξ αυτών στο παρελθόν, είναι αλήθεια, ότι μπορεί να είχαν ασυλία- οδηγούνται στα ανακριτικά γραφεία ή και στις φυλακές, τα έσοδα του δημοσίου δεν αυξάνονται. Είναι, άραγε, τόσο δύσκολο να αντιληφθούν ότι οι δρακόντειες ποινές, ακόμη και όταν είναι επιβεβλημένες για να λειτουργούν εκφοβιστικά, δεν φέρνουν τα επιθυμητά αποτελέσματα;
Όσο, λοιπόν, οι εκπρόσωποι των εταίρων και δανειστών μας επιμένουν, με τις απειλές για μη καταβολή των επόμενων δόσεων, να μην επιτρέπουν να προχωρήσει ο συμψηφισμός, έστω, των υποχρεώσεων του δημόσιου προς τους ιδιώτες, αλλά, κυρίως, να εμποδίζουν μια λειτουργική ρύθμιση των συσσωρευμένων χρεών νοικοκυριών και επιχειρήσεων, που αντικειμενικά δεν μπορεί να εξοφληθούν εφάπαξ, το πρόβλημα της ελληνικής οικονομίας δεν πρόκειται να αντιμετωπιστεί.
Και μπορεί ο κ. Τόμσεν, επειδή δεν θέλει να παραδεχθεί την αποτυχία του ίδιου και των ομοϊδεατών του, να ισχυρίζεται ότι βλέπει το ποτήρι «μισογεμάτο», μικρή νομίζω σημασία έχει ο ισχυρισμός του, όταν όλοι εμείς που υφιστάμενοι με διάφορους τρόπους –ανεργία, λουκέτα, δουλειά χωρίς αμοιβή και πάει λέγοντας- τις συνέπειες των εμμονών του ίδιου και των συν αυτώ, το βλέπουμε όπως πραγματικά είναι, δηλαδή «μισοάδειο».
(Δημοσιεύθηκε στο www.protothema.gr στις 22.4.2013)