Συνολικές προβολές σελίδας

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Χρεοκοπία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Χρεοκοπία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 4 Δεκεμβρίου 2014

«…Ημείς άδομεν»

          Μάθαμε, άραγε, τίποτε από την πολύχρονη κρίση;
Το ερώτημα, που προέρχεται από την παλαιότερη επωδό που ήθελε να γίνεται «η κρίση ευκαιρία», όπως τουλάχιστον υποστήριζαν ορισμένοι που τα πρώτα χρόνια ήλπιζαν σε μια γρήγορη έξοδο από τον ασφυκτικό μνημονιακό κορσέ, επανέρχεται μάλλον με μεγαλύτερη ένταση τώρα που, με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο, πλησιάζουμε προς το τέλος του βίαιου οικονομικού προγράμματος που μας επιβλήθηκε πριν από τεσσεράμισι χρόνια.
          Στρέφοντας, ωστόσο, κανείς το βλέμμα γύρω του, το πιθανότερο είναι ότι, σε γενικές γραμμές, θα δει να αναπαράγονται τα ίδια φαινόμενα και να ζουν και να βασιλεύουν οι ίδιες νοοτροπίες που επικρατούσαν πριν από την κρίση.
Αν εξαιρέσει, άλλωστε, κάποιος τη βίαιη φτωχοποίηση που υπέστησαν μεγάλα τμήματα του πληθυσμού από τις επώδυνες περικοπές των εισοδημάτων και την απότομη αύξηση της φορολογίας, η κατάσταση, σε γενικές γραμμές, ελάχιστα έχει αλλάξει στους περισσότερους τομείς: στη δημόσια διοίκηση, στις επιχειρήσεις, στην καθημερινή συμπεριφορά των περισσότερων συμπολιτών μας.
Οι αντιφάσεις, η προχειρότητα, η άρνηση της πραγματικότητας και η μετάθεση ολόκληρης της ευθύνης στους… «άλλους» (εγχώριους ή ξένους) για ό,τι (μας) συμβαίνει, φαίνεται να αποτελούν τον γενικό κανόνα που χαρακτηρίζει τις συμπεριφορές τις οποίες εξακολουθεί να έχει το μεγαλύτερο μέρος του κοινωνικού σώματος, ου μην αλλά και του πολιτικού συστήματος, που, στο τέλος της γραφής, δεν είναι παρά αντανάκλαση των κοινωνικών τάσεων και του τρόπου που αυτές εκφράζονται και μέσα από τα μέσα ενημέρωσης.
Πάρτε για παράδειγμα τις τρέχουσες, ατέρμονες, όπως προδιαγράφονται, διαπραγματεύσεις με την τρόικα και τον απολύτως αποκαρδιωτικό τρόπο με τον οποίο τις χειρίζονται οι πολιτικές δυνάμεις.            
          Έχουμε από τη μια την κυβέρνηση να αδυνατεί να διαγνώσει, ως όφειλε, έπειτα από την εμπειρία των προηγούμενων χρόνων, τις διαθέσεις της πλευράς των δανειστών και εταίρων, με αποτέλεσμα να βολοδέρνει, μήνες τώρα, κινούμενη ανάμεσα στις «μονομερείς ενέργειες» και στην παρακλητική προσπάθεια να… συγκινηθούν οι τροϊκανοί και να επιστρέψουν στην Αθήνα (όπου δεν τους θέλαμε…). Και τους ζητάμε να το κάνουν, χωρίς να επιμείνουν στη λήψη νέων μέτρων, ούτε καν στην εφαρμογή παλαιότερων, επειδή αυτά οδηγούν σε κυβερνητική αποσταθεροποίηση.
          Κακά τα ψέματα, οι απανωτές διαπραγματευτικές γκάφες που έγιναν από τον περασμένο Αύγουστο ως τώρα, δεν μπορούν να καλυφθούν με δικαιολογίες, όπως η κοντόθωρη αναλγησία που επιδεικνύει η πλευρά των δανειστών ή η εκ των ένδον υπονόμευση από την έλλειψη ενιαίου εθνικού μετώπου που (μπορεί να) κάνει πιο αδιάλλακτους τους τροϊκανούς και, ενδεχομένως, τροφοδοτεί την επιθυμία τους να «δέσουν χειροπόδαρα» την Ελλάδα, αδιαφορώντας για τις κοινωνικές και, πολύ περισσότερο, τις πολιτικές συνέπειες από τη διαιώνιση της δημοσιονομικής λιτότητας.
          Έχουμε, όμως, από την άλλη τις ακόμη μεγαλύτερες αντιφάσεις της αξιωματικής αντιπολίτευσης, τα στελέχη της οποίας δυσκολεύονται να αποδεχθούν το αυτονόητο: ότι, δηλαδή, αν οι ευρωπαίοι εταίροι πιέζουν σήμερα τούτη την κυβέρνηση, που υποτίθεται ότι είναι φιλική τους, γιατί, άραγε, μπορεί να γίνουν πιο διαλλακτικοί με την επόμενη η οποία θα τους απειλεί με πολύ περισσότερες «μονομερείς ενέργειες». Ενέργειες, μάλιστα, που μπορεί να φθάσουν ως «μια Παρασκευή απόγευμα» που, όπως είπε ο Παναγιώτης Κουρουμπλής, θα συγκληθεί η Βουλή για να ανακοινωθεί στα άλλα κράτη μέλη της ευρωζώνης η απόφαση να μην τους επιστραφούν τα δανεικά με τα οποία στέκεται όρθια η Ελλάδα την τελευταία τετραετία.
          Μου έκανε, προσωπικά, ιδιαίτερη εντύπωση η τοποθέτηση ενός άλλου επιφανούς στελέχους του ΣΥΡΙΖΑ που είναι από τους ανθρώπους που επηρεάζουν άμεσα τον Αλέξη Τσίπρα, του Νίκου Παπά, ο οποίος στην ίδια συνέντευξή του υποστήριζε από την μια ότι η κυβέρνηση είναι «σε συνεννόηση με την τρόικα και θα πάρει, εν τέλει, όποια μέτρα της ζητηθούν», την ίδια ώρα που, θέλοντας να εκφράσει την «απόλυτη πεποίθησή» του, όπως ακριβώς είπε, ότι δεν θα εκλεγεί Πρόεδρος της Δημοκρατίας, πρόσθετε τα εξής εκπληκτικά: «και το ξέρουν αυτό και εκτός της χώρας και εξηγεί κάποιες συμπεριφορές».
          Το πώς γίνεται η κυβέρνηση να κάνει «σικέ» παιχνίδι με τους εκπροσώπους των δανειστών για να πάρει τα σκληρότατα μέτρα που ζητούν εκείνοι, ενώ οι «εκτός της χώρας» έχουν προεξοφλήσει την, μέσω της προεδρικής εκλογής, ανατροπή της κυβέρνησης, είναι μια απορία που ίσως μπορεί να τη λύσει κανείς μόνον σε ευφάνταστα σενάρια πολιτικών θρίλερ με μεγάλες δόσεις ίντριγκας και συνωμοσίας.  

Με αυτά, πάντως, και με άλλα πολλά, έχω την αίσθηση ότι τα παθήματα της κρίσης διόλου μας έγιναν μαθήματα. Αντιθέτως, μάλλον αρειμάνιοι, πορευόμαστε κατά τη γνωστή παράφραση της Αισώπειας ρήσης σύμφωνα με την οποία «των οικιών ημών εμπιπραμένων ημείς άδομεν»…

Δευτέρα 13 Μαΐου 2013

Οι δόσεις και ο δρόμος προς την ανόρθωση

             Η είδηση για την απόφαση εκταμίευσης από το Eurogroup μιας ακόμη δόσης ύψους 7,2 δισεκατομμυρίων ευρώ μου έφερε κατά νου το… παράπονο του «μοιραίου» προέδρου της Αργεντινής Φερνάντο Ντε λα Ρούα, ο οποίος στο τέλος του 2001 υποχρεώθηκε να εγκαταλείψει το αξίωμά του, αποχωρώντας από το Προεδρικό Μέγαρο με ελικόπτερο, έπειτα από τη στάση πληρωμών που υποχρεώθηκε να κηρύξει, δεσμεύοντας, μάλιστα, τις καταθέσεις των συμπατριωτών του, που μεγάλο μέρος τους εξανεμίστηκαν από τους ασύλληπτους ρυθμούς πληθωρισμού που συνόδευσαν την πολιτική των διαδόχων του.
«Οκτώ δισεκατομμύρια ήταν όλα και όλα όσα ζητούσαμε…», έλεγε «παραπονιάρικα» σε μια πρόσφατη συνέντευξή του (στους Φακέλους του Σκάι) ο πρώην πρόεδρος της μεγάλης αυτής λατινοαμερικανικής χώρας, συγκρίνοντας την άρνηση δανεισμού που αντιμετώπισε τότε η Αργεντινή με το απείρως πιο γενναιόδωρο «πρόγραμμα βοήθειας» που εξασφάλισε δέκα χρόνια αργότερα η Ελλάδα και χάρις στο οποίο εξακολουθεί να στέκεται οικονομικά (έστω και… τρεκλίζοντας) όρθια.
Όσο και αν στη χώρα μας παραμένει άκρως αντιδημοφιλής μια τέτοια παραδοχή, για όποιον δεν αρέσκεται στα στερεότυπα, τις εμμονές και τις δαιμονολογικές αφηγήσεις η σύγκριση οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η Ελλάδα αντιμετωπίστηκε ως «παιδί ενός ανώτερου Θεού», εξαιτίας της συμμετοχής της στο «κλαμπ της ευρωζώνης».
Ο αντίλογος για το βαρύ κοινωνικό κόστος που μέσω, κυρίως, της ανεργίας κατέβαλε και εξακολουθεί να καταβάλει η ελληνική κοινωνία στο βωμό της ασφυκτικής περιοριστικής πολιτικής που εφαρμόζεται την τελευταία «μνημονιακή» τριετία είναι μεν υπαρκτός, πλην, όμως, για να γίνει βάσιμος χρειάζεται να εξετάσει κανείς τις εναλλακτικές εκδοχές που είχε και έχει μια υπερδανεισμένη χώρα που επί σειρά ετών συσσώρευε ελλείμματα. 
Το καίριο, εξάλλου, ερώτημα που δικαίως τίθεται για το κατά πόσο η διεθνής –κυρίως ευρωπαϊκή- βοήθεια αξιοποιήθηκε επ΄ ωφελεία της αναγκαίας παραγωγικής ανασυγκρότησης της χώρας παραμένει εκκρεμές, αλλά για να απαντηθεί χρειάζεται να ανατρέξει κανείς στους λόγους για τους οποίους η Ελλάδα έγινε μια αντιπαραγωγική χώρα που το ισοζύγιο των διεθνών της συναλλαγών χειροτέρευε χρόνο με το χρόνο με ρυθμούς αντίστοιχους ή και μεγαλύτερους από εκείνους της δημοσιονομικής εκτροπής.
Γι΄ αυτό και οι δανειακές δόσεις, όσο μεγάλες και αν είναι και βεβαίως απαραίτητες για να συνεχιστεί η στοιχειώδης οικονομική λειτουργία, δεν είναι αυτές με τις οποίες θα κερδηθεί το μεγάλο στοίχημα της αναγκαίας ανόρθωσης της χώρας. Χρειάζονται πολύ περισσότερα και γι΄ αυτό ο δρόμος είναι ακόμη μακρύς και δύσβατος. 
(Δημοσιεύθηκε στο www.protothema.gr στις 13.5.2013)

Δευτέρα 18 Μαρτίου 2013

Τι(ς) πταίει για τη νέα «κυπριακή προδοσία»

            Ταξιδεύοντας για πρώτη φορά στην Κύπρο στις αρχές της δεκαετίας του 1990 είχα στο μυαλό μου το στερεότυπο για τη «μαρτυρική Μεγαλόνησο» που προσπαθούσε να γιατρέψει τις πληγές της εισβολής και της κατοχής που απείχαν λιγότερο από δύο δεκαετίες.
            Στην πρώτη, ωστόσο, ξενάγηση που μου έγινε στη Λευκωσία, άρχισα να αλλάζω οπτική, ιδίως αφότου άκουσα με έκπληξη την φίλη που μας συνόδευε και είχε μόλις αφήσει μια καλή δουλειά στο κυπριακό δημόσιο για να ξεκινήσει τη δική της επαγγελματική δραστηριότητα, να αναφωνεί: «Να και άλλη τράπεζα άνοιξε εδώ. Να θυμηθώ τη Δευτέρα να έρθω να ζητήσω ένα δάνειο».
            Λόγω της γεωστρατηγικής της θέσης, η Κύπρος στον οικονομικό τομέα ξεπέρασε πολύ γρήγορα το σοκ του πολέμου του 1974 και επωφελούμενη από τις εξελίξεις στην ευρύτερη Μέση Ανατολή έγινε πόλος έλξης κεφαλαίων που δημιούργησαν συν τω χρόνω έναν υπερτροφικό τραπεζικό τομέα, ο οποίος έδινε αφειδώς δάνεια.
            Το φθηνό χρήμα, στο οποίο είχαν εύκολη πρόσβαση οι κυπριακές επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά, οδήγησε μια πρωτοφανή οικονομική άνθηση στις ελεύθερες περιοχές του νησιού που γνώρισαν συνθήκες ευημερίας, τέτοιες που κατά πολλούς απετέλεσαν ίσως τον βασικότερο λόγο για τον οποίο ένα μεγάλο μέρος της τοπικής ελίτ δεν έδειχνε και ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την επίλυση του Κυπριακού. 
            Η επίπλαστη ευημερία, όμως, των Κυπρίων, που στηρίχθηκε στην προσέλκυση κεφαλαίων από το τραπεζικό σύστημα, το οποίο λειτούργησε ως καταφύγιο –«μαύρου» κατά το μέγιστο μέρος του- χρήματος, αρχικά από τη Μέση Ανατολή και εν συνεχεία από τους ολιγάρχες που αναδείχθησαν από τα ερείπια της κατάρρευσης του Ανατολικού συνασπισμού, απεδείχθη ότι δεν ήταν –και πως θα μπορούσε, άλλωστε;- αιώνια.
            Οι αλληλοδιάδοχες κυβερνήσεις του νησιού όλων των αποχρώσεων –δεξιές, αριστερές και κεντρώες- μοίρασαν και μοιράστηκαν κάθε είδους προνόμια, με τη νοοτροπία του νεόπλουτου, που δεν κόπιασε και πολύ για να αποκτήσει αυτά που έχει. Κάπως έτσι ήρθε τώρα η ώρα να πληρώσουν οι Κύπριοι πολίτες τον βαρύ λογαριασμό για άφρονες πράξεις και παραλείψεις που βαρύνουν το πολιτικό σύστημα της χώρας, το οποίο στο σύνολό του και σχεδόν χωρίς εξαίρεση μετείχε –λιγότερο ή περισσότερο- στη νομή της εγχώριας εξουσίας.
            Οι ισχυρισμοί που προβάλλονται από ορισμένους ότι η Κύπρος πληρώνει το «κούρεμα» των ελληνικών ομολόγων που είχαν στα χαρτοφυλάκια τους οι κυπριακές τράπεζες, μπορεί να έχουν κάποια βάση αληθείας, δεν επαρκούν για να δικαιολογήσουν το μεγάλο οικονομικό πρόβλημα με το οποίο είναι αντιμέτωπη η χώρα και το οποίο έγινε ακόμη μεγαλύτερο επειδή τα δύο τελευταία –προεκλογικά- χρόνια δεν λήφθηκαν οι απαιτούμενες γενναίες αποφάσεις.  
            Βάση αληθείας, επίσης, μπορεί να έχουν και οι ισχυρισμοί ότι η Κύπρος έγινε «κάρφος εν οφθαλμώ» για άλλες χώρες που δεν είδαν ποτέ με καλό μάτι τη μετατροπή της σε ένα από τα ισχυρά ευρωπαϊκά χρηματοπιστωτικά κέντρα. Ούτε αυτό, όμως, το επιχείρημα είναι αρκετό για να καλύψει τα ανομήματα της κυπριακής πολιτικής ηγεσίας που δεν φρόντισε τον καιρό του εύκολου χρήματος και της αλματώδους ανάπτυξης να θωρακίσει την οικονομία, αποτρέποντας ελλείμματα και χρέη.  
            Το ίδιο, εξάλλου, ισχύει και για το επιχείρημα ότι ενδεχομένως με την οικονομική ασφυξία που συνιστούν τα σκληρά μέτρα «διάσωσης» που έλαβαν οι ευρωπαίοι εταίροι, οι τελευταίοι (ή κάποιοι που είναι πίσω τους) ευελπιστούν να «βάλουν χέρι» στα μελλοντικά ενεργειακά αποθέματα της χώρας. Είναι πολύ πιθανό να είναι έτσι, αλλά οι πολιτικοί ταγοί τι έκαναν για να το αποτρέψουν;
            Εν ολίγοις, η νέα αυτή «κυπριακή προδοσία», για την οποία πολλοί ήδη ομιλούν, δεν είναι παρά αποτέλεσμα αποφάσεων που ελήφθησαν –ή δεν ελήφθησαν- από την ιθύνουσα τάξη της Κύπρου που άφησε τη χώρα ανοχύρωτη απέναντι στις βουλήσεις του διεθνούς χρηματοπιστωτικού συστήματος, το οποίο, ως γνωστόν, δεν έχει ούτε πατρίδα, ούτε ηθική.
Γι΄ αυτό και τώρα είναι η ώρα όσοι απαρτίζουν την κυπριακή ηγεσία να αναλάβουν όλοι μαζί τις ευθύνες τους, να πουν την αλήθεια στον κυπριακό λαό και να πάρουν τις καλύτερες αποφάσεις που θα βγάλουν τη χώρα τους από τη δεινή θέση στην οποία οι ίδιοι την οδήγησαν.
(Δημοσιεύθηκε στο www.protothema.gr στις 16.3.2013)

Τετάρτη 19 Δεκεμβρίου 2012

Το «έγκλημα» δεν ήταν στιγμιαίο, το ίδιο και η ανάκαμψη

Η ζωή, αρκετές φορές, ξεπερνάει και την πιο οργιώδη φαντασία. Γιατί, αλήθεια, ποιος θα φανταζόταν πριν από τρία ή πέντε χρόνια ότι θα ερχόταν  η ώρα που θα περνούσαν την πόρτα του Κορυδαλλού ή θα απειλούνταν με αυτήν, τόσοι μεγαλόσχημοι που μέχρι πρότινος, κατέκλυζαν τις σελίδες του lifestyle, παριστάνοντας τους μεγάλους «χορηγούς» με χρήματα που, προφανώς, δεν ήταν δικά τους;
Το πάθημα του Γιώργου Κοσκωτά, ο οποίος με τα κλεμμένα της Τράπεζας Κρήτης, αγόραζε, στα μέσα της δεκαετίας του ΄80 «ό,τι πετούσε και ό,τι κολυμπούσε», για να βρεθεί σε λιγότερο από μια δεκαετία πίσω από της φυλακής τα σίδερα, όχι μόνον δεν φαίνεται να έγινε μάθημα, αλλά, μάλλον, λειτούργησε ως πρότυπο για το «επιχειρείν» στην Ελλάδα από πλειάδα ασφαλιστών, κατασκευών, τραπεζιτών, ακόμη και… μόδιστρων!    
Τις ίδιες παραδοξότητες παρατηρεί κανείς και στον τρόπο που διαμορφώθηκε η πολιτική ζωή, ιδίως μετά το ξέσπασμα της κρίσης. Γιατί, πόσο υψηλές, άραγε, μαντικές ικανότητες θα έπρεπε να διέθετε κανείς για να προβλέψει πριν από δυο τρία χρόνια ότι ένας μικρομεσαίος βουλευτής, χωρίς καμία προηγούμενη θετική διάκριση στη ζωή του, θα πετύχαινε, μέσα από τα social media, να πείσει το 10% των Ελλήνων ότι έχει στο τσεπάκι του όλες τις μαγικές λύσεις και μεταξύ αυτών να απαλλάξει, εν μια νυκτί, τη χώρα από το «επονείδιστο» χρέος;
Εκεί, που, κατά το παρελθόν, απέτυχαν προσωπικότητες με οντότητα, οι οποίοι, σε ορισμένες, τουλάχιστον, περιπτώσεις, είχαν τη δυνατότητα να αρθρώσουν έναν λόγο διαφορετικό από τον κυρίαρχο δικομματισμό, εμφανίστηκαν από το… πουθενά σχήματα, όπως οι «Ανεξάρτητοι Έλληνες» του κ. Πάνου Καμμένου, που τσαλαβουτώντας στα θολά νερά της κρίσης, αλίευσαν τόσες ψήφους που ούτε στα όνειρά τους δεν είχαν πολιτικοί όπως ο Κωστής Στεφανόπουλος, ο νυν πρωθυπουργός Αντώνης Σαμαράς, ο Δημήτρης Τσοβόλας, ο Γιώργος Καρατζαφέρης, ο Γιάγκος Πεσμαζόγλου, ο Αντώνης Τρίτσης, ο Γεράσιμος Αρσένης και –γιατί όχι;- ο Λεωνίδας Κύρκος και άλλοι που αποτόλμησαν να ιδρύσουν τα δικά τους κόμματα.
Η φάση αποσύνθεσης, στην οποία υπεισέρχεται, πλέον, το κόμμα Καμμένου, καθώς οι… δράκοι των συνωμοσιολογικών παραμυθιών φαίνεται να καταπίνουν και τον ίδιο τον εμπνευστή τους, όπως και οι χειροπέδες που φορούν ο ένας μετά τον άλλο οι νεόκοποι ολιγάρχες που πρωταγωνίστησαν στην οικονομική ζωή των τελευταίων δεκαετιών, είναι, κατά την άποψή μου, δύο άκρως διδακτικές ιστορίες. Που βοηθούν να ερμηνεύσει κανείς τη βαθιά και γενικευμένη κρίση που διαπερνά την ελληνική κοινωνία. Και, ταυτόχρονα, να ανιχνεύσει τις προοπτικές που δημιουργούνται για την έξοδο από το μακρύ τούνελ της ύφεσης.
            Μαζί με την οικονομική χρεοκοπία της χώρας, χρεοκόπησαν και πολλά άλλα. Χρεοκόπησε, πρωτίστως, το παρασιτικό μοντέλο του κρατικοδίαιτου επιχειρηματία, ο οποίος δεν αναλάμβανε κανένα επενδυτικό ρίσκο, αλλά βολευόταν με τις μεθόδους της διαπλοκής που συνοψίζονται στο τρίπτυχο: κρατικές επιχορηγήσεις και στραβά μάτια για τη στρέβλωση του υγιούς ανταγωνισμού, τραπεζικά θαλασσοδάνεια, ανεξάντλητη ρευστότητα από τα άνευ ουσιαστικού αντικρίσματος «χαρτιά» που «μοσχοπουλούσε» στο χρηματιστηριακό καζίνο της Σοφοκλέους. Χρεοκόπησε, επίσης, το πελατειακό κράτος, αλλά και ο λαϊκισμός που το συνόδευε και καθήλωνε τη χώρα στην ακινησία.
Όλα αυτά, βεβαίως, δεν έγιναν ούτε σε μια μέρα, ούτε σε έναν μήνα, ούτε καν σε μια τετραετία. Είναι παθογένειες δεκαετιών, στις οποίες δεν συνέβαλε ένας και μόνον παράγων, ούτε μια παράταξη, αλλά ένα ολόκληρο «σύστημα». Τα αίτια του προβλήματος είναι βαθιά και αποτελεί τεράστια αυταπάτη και πελώρια κοροϊδία να θέλει να πείσει κάποιος ότι η απάντηση μπορεί να βρει τη λύση στον απλοϊκό διαχωρισμό: μνημόνιο και αντιμνημόνιο.
Το δίπολο, άλλωστε, «μνημόνιο – αντιμνημόνιο» ή όποιο άλλο απλουστευμένο ερμηνευτικό σχήμα, που θέλει όλα να ξεκίνησαν για έναν λόγο και κάποια συγκεκριμένη στιγμή, π.χ. τον Μάιο του 2010, όταν, από το Καστελόριζο, ο τότε πρωθυπουργός ανακοίνωσε την ένταξη στο μηχανισμό στήριξης Ευρωπαϊκής Ένωσης και ΔΝΤ, απαλλάσσει των ευθυνών της την κρατικοδίαιτη επιχειρηματική διαπλοκή και τους ταγούς που την υπέθαλψαν. Δίνει συγχωροχάρτι στο πολύχρονο πάρτι των μεσαζόντων στους εξοπλισμούς και τις άλλες κρατικές προμήθειες. Παραβλέπει τον σχεδόν μόνιμο δημοσιονομικό εκτροχιασμό. Κλείνει τα μάτια στην κραιπάλη του υπερδανεισμού για να βολευτούν «δικά μας παιδιά», να πληρωθούν «μαϊμού» συντάξεις, να επιδοτηθούν συνδικαλιστικές ηγεσίες, να εξαγοραστούν μέσα ενημέρωσης. 
Αν έχουν κάποια αξία τούτες οι σκέψεις, δεν είναι για να επαναλάβουμε τις, εν πολλοίς, γνωστές διαπιστώσεις για τη δυσμενή πραγματικότητα που βιώνουμε. Είναι, κυρίως, για να συνειδητοποιήσουμε ότι το «έγκλημα» που συντελέστηκε όλα τα προηγούμενα χρόνια δεν ήταν στιγμιαίο. Ήταν διαρκές, αλλά χρειάστηκε χρόνο για να αποκαλυφθεί σε όλη την έκταση που τώρα βλέπουμε να φανερώνεται μπροστά μας.
Έχει, επίσης, σημασία να συνειδητοποιήσουμε ότι καμία κρίση, ποτέ δεν ήταν αιώνια. Οι κοινωνίες που τις αντιμετώπισαν, ακόμη και η νεοελληνική που βίωσε άλλες τρεις μεγάλες χρεοκοπίες, τις ξεπέρασαν όταν ήρθε το πλήρωμα του χρόνου, ο οποίος για να επιταχυνθεί απαιτεί σχέδιο, αλλά, πάνω από όλα, δημιουργική προσπάθεια.  Από τη χρεοκοπία επί των ημερών του Χαριλάου Τρικούπη, η χώρα λίγα χρόνια μπήκε δυνατή στους Βαλκανικούς Πολέμους. Και από την χρεοκοπία των αρχών της δεκαετίας του 30, όταν έφθασαν στα μέρη μας οι επιπτώσεις του Μεγάλου Κραχ του 1929, οδηγηθήκαμε στο έπος του 40.
 Χωρίς, λοιπόν,  να παριστάνω τον… μάγο, έχω εδραία την πεποίθηση ότι η ανάκαμψη δεν μπορεί παρά να έρθει. Μόνον, όμως, που, όπως το «έγκλημα» δεν ήταν στιγμιαίο, έτσι και η ανάκαμψη δεν θα είναι στιγμιαία. Ή, με τα λόγια του ποιητή, «για να γυρίσει ο ήλιος θέλει δουλειά πολλή…».  
   
*Ο Γρηγόρης Τζιοβάρας είναι δημοσιογράφος (πολιτικός συντάκτης στο «Πρώτο Θέμα»), περιφερειακός σύμβουλος Θεσπρωτίας στο πρώτο αιρετό Περιφερειακό Συμβούλιο Ηπείρου. Η αρθρογραφία του (ανα)δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα: http://topikakaiatopa.blogspot.com.     

Τετάρτη 11 Ιουλίου 2012

Ανεπίδεκτοι μαθήσεως;


Παρακολουθώντας τη συζήτηση επί των προγραμματικών δηλώσεων της κυβέρνησης, προσπάθησα να διακρίνω αν, στο πρώτο αυτό “δείγμα γραφής” του, το ανανεωμένο κοινοβουλευτικό σώμα που αναδείχθηκε έπειτα από τις διαδοχικές εκλογικές αναμετρήσεις του Μαΐου και του Ιουνίου,  διαφέρει από τις προηγούμενες συνθέσεις, στις οποίες καταμαρτυρείται ότι είναι υπαίτιες για την κρίση.

Φοβάμαι ότι ο κόπος μου αποδείχθηκε μάταιος. Παρά το γεγονός ότι πολλοί από τους ομιλητές έκαναν την «παρθενική» αγόρευσή τους, κάτι που κατά το παρελθόν, οπότε η ανανέωση της σύνθεσης ήταν περιορισμένη, δεν καθίστατο εφικτό για τους νεοεκλεγέντες, η γενικότερη εικόνα της διήμερης αντιπαράθεσης ήταν απογοητευτική, καθώς η ποιότητα της επιχειρηματολογίας, που αναπτύχθηκε ένθεν κακείθεν, υπήρξε φτωχή.

Χωρίς αίσθηση της διαφορετικότητας του βήματος της Βουλής από τα προεκλογικά μπαλκόνια και τα τηλεοπτικά πάνελ, οι περισσότεροι ρήτορες, κυρίως από την πλευρά της αντιπολίτευσης, αναμασούσαν ατάκες και έκαναν χρήση ενός επιθετικού μεν, πλην, όμως, ρηχού, απλουστευτικού και, εν τέλει, «ξύλινου» λόγου, που, κατά τη δική μου προαίρεση, δεν ανταποκρινόταν στα προτάγματα της δύσκολης περιόδου που διανύουμε.

Ακόμη και στους… κλαυθμυρίζοντες για τα «βάσανα του λαού», ήταν προφανής η έλλειψη πραγματικής αγωνίας για το μέλλον της χώρας. Αλλά το πιο αποκαρδιωτικό ήταν η απουσία νηφάλιας κριτικής, η διχαστική διάθεση και η προφανής επιδίωξη όχι να πιεστεί η κυβέρνηση προς την κατεύθυνση της εκπλήρωσης των δεσμεύσεων της, αλλά, με χαιρέκακη προσέγγιση, να αποδειχθεί ότι αυτές θα εγκαταλειφθούν.

Αποτέλεσμα, ίσως, όλα τούτα της αυτάρεσκης άνεσης που εξέπεμπε η παρουσία της πλειονότητας στα κοινοβουλευτικά έδρανα, εξαιτίας, προφανώς, της ευκολίας με την οποία αρκετοί εξ αυτών εξελέγησαν στο Κοινοβούλιο, καθώς στην πρώτη αναμέτρηση τούς “έφερε στον αφρό” η οργή κατά του παλαιού πολιτικού προσωπικού και στη δεύτερη είχαν, ελέω λίστας, εξασφαλισμένη την επανεκλογή, δεν προοιωνίζονται θετικές εξελίξεις.

Η απαισιοδοξία μου για το τι μας επιφυλάσσει η αρξάμενη κοινοβουλευτική περίοδος, μπορεί να μην είναι άσχετη με το γεγονός ότι τις ίδιες μέρες που εξελισσόταν η συζήτηση στη Βουλή, διάβαζα το βιβλίο «Η Ελλάδα των δανείων και των χρεωκοπιών» του (πρώην υπουργού) Γιώργου Ρωμαίου, που είναι ένα «ιστορικό οδοιπορικό στην Ελλάδα των οικονομικών κρίσεων και των μεγάλων οικονομικών ζητημάτων», φαινόμενα που συμβαδίζουν με έντονες κομματικές συγκρούσεις που θυμίζουν έντονα το σήμερα.

Από τα πρώτα δάνεια της «Ανεξαρτησίας» (1824) που κατέληξαν στην πρώτη χρεωκοπία και στην επίσημη υποτέλεια του νεοσύστατου ελληνικού κράτους, το οδοιπορικό περνάει στις επόμενες χρεωκοπίες επί Χαριλάου Τρικούπη, που άνοιξε το δρόμο για την επιβολή ενός μακρόχρονου διεθνούς οικονομικού ελέγχου, και επί Ελευθερίου Βενιζέλου, που οδήγησε στη δικτατορία Μεταξά, για να φθάσει στη μεταπολεμική κηδεμονία του Σχεδίου Μάρσαλ και να καταλήξει με τη διάψευση των ελπίδων και προσδοκιών από την ευρωπαϊκή προοπτική της χώρας με την υπαγωγή της στο μνημόνιο και στις επιταγές της τρόικας.

Στη διαδρομή των δύο αυτών αιώνων, μπορεί  πολλά να έχουν αλλάξει στις σχέσεις που διέπουν την κοινωνία, αλλά και την οικονομία μας, βρίσκει, ωστόσο, κανείς ότι ο βασικός καμβάς παραμένει ίδιος και απαράλλαχτος, με τις δυνάμεις της δημιουργίας και της προόδου να δίνουν μια αέναη σύγκρουση απέναντι στις δυνάμεις της συντήρησης, του κρατισμού, της εύκολης καταγγελίας και του παραλυτικού λαϊκισμού.

Είναι χαρακτηριστική η επισήμανση που κάνει ο συγγραφέας για τις στοχεύσεις του Χ. Τρικούπη προς τον περιορισμό του ρόλου του κράτους, τον εξαστισμό και εξευρωπαϊσμό των κοινωνικών σχέσεων.  «Το κράτος για τον Τρικούπη ήταν εργαλείο για την οικονομική ανάπτυξη, η οποία αποτελούσε και τον βασικό “εθνικό" στόχο του προγράμματός του. Γι΄ αυτό και κατηγορήθηκε ως “πλουτοκράτης”», γράφει, αναφερόμενος στον πολιτικό που έφυγε ηττημένος από το προσκήνιο και χρειάστηκε να περάσει καιρός για να αναγνωριστεί η θετική συμβολή του.

Την ίδια εποχή ο βασικός του αντίπαλος, Θ. Δηλιγιάννης, που η ιστορία μικρή τιμή έχει να του επιδαψιλεύσει, «απέφευγε τους “ταξικούς” χρωματισμούς για να χωρέσουν όλοι οι “δυσαρεστημένοι” από την “άκρα Δεξιά μέχρι την άκρα Αριστερά”. Δεν στρεφόταν κατά του μεγάλου κεφαλαίου, αλλά ήθελε να το θέσει υπό τον έλεγχο του κράτους. Με στόχο να συσπειρώσει τον “μικροαστισμό”, στηλίτευε την κερδοσκοπία, τον χρηματικό πλούτο και την τραπεζική παντοδυναμία με υπερβάλλοντα λαϊκισμό και υστερικό πάθος».

Ακόμη μεγαλύτερη επικαιρότητα, βρήκα στην έκθεση που,  πολλά χρόνια αργότερα, το 1947, συνέταξε ο Αμερικανός αξιωματούχος Πολ Πόρτερ, ο οποίος, επισημαίνοντας τις πολιτικές αντιθέσεις της εμφυλιοπολεμικής περιόδου, κατέληγε με την παρατήρηση: «Αν δεν παύσει  η εσωτερική πολιτική ένταση, η οικονομία της Ελλάδας είναι αδύνατον να αναρρώσει». Διαβάζοντάς την, την ώρα που εξελισσόταν η συζήτηση στη Βουλή, αναρωτήθηκα: Μήπως, εν τέλει, είμαστε ανεπίδεκτοι μαθήσεως; 

*Ο Γρηγόρης Τζιοβάρας είναι δημοσιογράφος, περιφερειακός σύμβουλος Θεσπρωτίας στο πρώτο αιρετό Περιφερειακό Συμβούλιο Ηπείρου. Η αρθρογραφία του (ανα)δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα: http://topikakaiatopa.blogspot.com.

Τρίτη 14 Φεβρουαρίου 2012

Οι «τζάμπα μάγκες» και οι «φίλοι του... κοσμάκη»

Δεν παρακολουθώ συστηματικά τα λεγόμενα «πρωινάδικα» της τηλεόρασης. Για την ενημέρωσή μου, το πρωί, προτιμώ το ραδιόφωνο, που είναι πιο χαλαρό μέσο και οι περισσότεροι άνθρωποι που το υπηρετούν είναι πιο ψύχραιμοι, επειδή, προφανώς, δεν έχουν το άγχος να κραυγάσουν για λίγες περισσότερες μονάδες τηλεθέασης, τις οποίες θα καταγράψουν αν δείξουν ότι είναι περισσότερο «φίλοι του κοσμάκη» από τους ανταγωνιστές τους στον «απέναντι» τηλεοπτικό δίαυλο.
Την εμπεδωμένη αυτή άποψή μου επιβεβαίωσε ένας από τους γνωστούς συντελεστές πρωινάδικου, ο Δημήτρης Καμπουράκης του Mega, ο οποίος στο ιστολόγιο «protagon.gr» συνέδεσε τον τίτλο «Α, να χαθούν(μ)ε», που είχε η ανάρτησή του, με το εξής σχόλιο: «Πόσο ταιριάζει με όλους εμάς τους υποκριτές ενημερωτάνθρωπους, που αφού εκφράσουμε μέσα στα γραφεία μας την ανησυχία μας μήπως δεν περάσουν τα μέτρα, βγαίνουμε στο γυαλί και σκίζουμε τα ιμάτια μας για τον κοσμάκη που οδηγείται σε αργό θάνατο».
Εκείνοι που υποδύονται τους «φίλους του κοσμάκη», δεν είναι, δυστυχώς, εγκατεστημένοι μόνον στα «πρωινάδικα». Τους συναντά κανείς, καθ΄ όλο το εικοσιτετράωρο και σε όλους τους τηλεοπτικούς διαύλους, συμπεριλαμβανόμενου του καναλιού της Βουλής που μεταδίδει τις εργασίες του Κοινοβουλίου. Τους βρίσκεις, και αυτό είναι το χειρότερο, συχνά στα κοινοβουλευτικά έδρανα, όπου κάθονται αρκετοί που άλλα παραδέχονται όταν είναι εκτός αιθούσης και άλλα λένε όταν βρεθούν στο βήμα ή ενώπιον ενός μικροφώνου.
Δεν είναι στις προθέσεις μου να «δαιμονοποιήσω» τις απόψεις όλων όσοι καταψήφισαν την Κυριακή το επιβληθέν από τους δανειστές μας σκληρότατο οικονομικό πρόγραμμα. Ιδίως δε όσους ήταν συνεπείς με προηγούμενες τοποθετήσεις τους. Δεν μπορώ, όμως, να μην στηλιτεύσω εκείνους που ψήφισαν, χωρίς να αντιπαραβάλλουν εναλλακτική πρόταση στον ξαφνικό θάνατο της ανεξέλεγκτης χρεοκοπίας. Και κινήθηκαν με μόνο γνώμονα είτε την επανεκλογή τους, είτε την προσωπική τους διάσωση, αγνοώντας τα πραγματικά δεδομένα της οικονομικής κρίσης και παραβλέποντας τα υπαρκτά διακυβεύματα με τα οποία βρίσκεται αντιμέτωπη η χώρα, αλλά και ο κάθε πολίτης χωριστά.
Σε αντίθεση με τον «κάθε τυχάρπαστο που έχει βρει ένα μικρόφωνο, για να λέει ό,τι του κατέβει», κατά την έκφραση του Γιώργου Παπανδρέου, οι βουλευτές, ιδίως σε αυτές τις κρίσιμες ώρες, απαιτείται να είναι υπεύθυνοι. Και δεν πρέπει να επηρεάζονται, επειδή «επίδοξοι πολιτευτές, προσπαθούν να (τους) υπερκεράσουν σε αντιμνημονιακή ρητορεία», όπως, αν και καθυστερημένα, σωστά επεσήμανε ο Αντώνης Σαμαράς, αποδοκιμάζοντας όσους «ανεύθυνα και ανέξοδα παριστάνουν τους "βασιλικότερους του βασιλέως"» και δεσμευόμενος πως «ούτε τζάμπα επαναστάτες, ούτε τζάμπα μάγκες θέλω για υποψηφίους».
Αν εξαιρέσει κανείς εκείνους που αρέσκονται στις θεωρίες του τύπου «μεγάλη αναστάτωση, ωραία κατάσταση», είναι βέβαιο πως οι περισσότεροι από τους αρνητές, προεξοφλούσαν ότι δεν θα επέλθει η επαπειλούμενη ανεξέλεγκτη χρεοκοπία, επειδή κάποιοι άλλοι θα αναλάμβαναν  το βάρος να την αποτρέψουν. Γι΄ αυτό και «τζόγαραν» και εξακολουθούν να «τζογάρουν» με το «όχι» που ακούγεται ευχάριστα σε πολλά αυτιά απογοητευμένων, αγανακτισμένων και οργισμένων συμπατριωτών μας που είδαν τις ζωές τους να αναστατώνονται και την αβεβαιότητα να μην έχει τέλος.
Δικαιολογημένα, μάλλον, πολλοί συμπολίτες μας, βοηθούσης και της εκτεταμένης παραπληροφόρησης που εκπέμπεται από πολλές πλευρές, δυσκολεύονται να συνειδητοποιήσουν τις πραγματικές συνέπειες μιας ενδεχόμενης χρεοκοπίας. Βλέπετε, αντίθετα από ό,τι συμβαίνει στις θετικές, οι κοινωνικές επιστήμες, όπως είναι τα οικονομικά και, φυσικά, η πολιτική επιστήμη, δεν μπορούν να αναπτυχθούν σε συνθήκες εργαστηρίου, ούτε να γίνουν πειράματα πριν από τις εφαρμογές των διαφόρων θεωριών που «συλλαμβάνονται» από ειδικούς και μη.
Στο πεδίο των κοινωνικών επιστημών, για να κριθεί αν μια θεωρία είναι καλή ή κακή, πρέπει πρώτα να εφαρμοστεί στην πράξη. Επίσης, ακόμη και σε παρόμοιες καταστάσεις, ο παράγων άνθρωπος, που βρίσκεται το επίκεντρο της πολιτικής και της οικονομίας, δεν επιτρέπει να εκδίδονται ασφαλή συμπεράσματα για τις συμπεριφορές. Πόσω μάλλον όταν δεν υπάρχουν ανάλογες συνθήκες και, εν προκειμένω, το πρόβλημα της Ελλάδας, μιας υπερχρεωμένης χώρας χωρίς δικό της νόμισμα, δεν έχει ιστορικό προηγούμενο.
Μοιραία, λοιπόν, για να ξέρουμε τα πραγματικά δεδομένα της χρεοκοπίας, θα πρέπει να ζήσουμε. Ζώντας την, όμως, δεν υπάρχει επιστροφή. Γι΄  αυτό και θεωρώ πως είχε δίκιο ο Γιώργος Παπανδρέου, επισημαίνοντας στην ομιλία του στην ΚΟ του ΠΑΣΟΚ πως «είναι πολιτικά άχαρο να προλαβαίνεις μια πολεμική σύγκρουση, γιατί κανένας δεν το αναγνωρίζει, αφού η σύγκρουση ποτέ δεν υπήρξε, ενώ εκείνοι που λύνουν συγκρούσεις, παίρνουν και Νόμπελ», εις βάρος, προφανώς, εκείνων που υπέστησαν τις συνέπειες της πολεμικής σύρραξης.
Εξίσου εύστοχη βρήκα την επισήμανση του Αντώνη Σαμαρά, προς τους βουλευτές της ΝΔ, ότι «την ανεξέλεγκτη χρεοκοπία δεν την επιλέγεις, σού 'ρχεται. Δεν την κάνεις εσύ, σου επιβάλλεται. Μπορεί να μην είναι εφικτό να μας βγάλουν από το ευρώ, αλλά μπορούν να μας υποχρεώσουν μόνοι μας να ζητήσουμε να φύγουμε. Και τότε πια είναι πολύ πιθανό να συμβούν και τα δύο πράγματα που πρέπει να αποφύγουμε: και η λεηλασία της χώρας και η διάλυση της κοινωνικής συνοχής».   
Δεν μου αρέσει να πηγαίνω πίσω, ούτε να περιαυτολογώ, αλλά, αισθάνομαι την ανάγκη να πω ότι παραμένουν επίκαιρα πολλά από όσα είχα περιγράψει σε ένα προηγούμενο σημείωμα της στήλης με τίτλο «Τι μας επιφυλάσσουν οι "δραχμολάγνοι"»  («Θεσπρωτική» 28/12/2011 ή στο http://topikakaiatopa.blogspot.com/2011/12/blog-post_28.html). Το μόνο που μπορώ να προσθέσω, ενάμισι μήνα μετά, είναι ότι είμαι ανοιχτός σε όλες τις απόψεις, αλλά παραμένω «κουμπωμένος» όταν έχω να αντιμετωπίσω «τζάμπα μάγκες» που παριστάνουν τους «φίλους του κοσμάκη».  

*Ο Γρηγόρης Τζιοβάρας είναι δημοσιογράφος, περιφερειακός σύμβουλος Θεσπρωτίας στο νέο Περιφερειακό Συμβούλιο Ηπείρου. Η αρθρογραφία του (ανα)δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα: http://topikakaiatopa.blogspot.com.

Τρίτη 24 Μαΐου 2011

Από το "δόξα τω Θεώ" στο "βοήθα Παναγιά μου"

         Μια ακόμα κρίσιμη εβδομάδα ξεκίνησε χθες και ήρθε να προστεθεί στο αργό και βασανιστικό γαϊτανάκι, στο οποίο έχουμε μπει εδώ και περισσότερο από ενάμισι χρόνο, με τις αγωνιώδεις προσπάθειες να αποτραπεί η οριστική χρεοκοπία της Ελλάδας, η οποία, αναμφίβολα, θα πλήξει βαρύτερα τα πλέον αδύνατα στρώματα της κοινωνίας μας: τους μισθωτούς και τους συνταξιούχους και, εν γένει, τους μη έχοντες και κατέχοντες.
          Εκεί που πάει να φανεί ότι το μακρόσυρτο "μαρτύριο της σταγόνας", στο οποίο υποβαλλόμαστε, βαίνει προς το τέλος του και ετοιμαζόμαστε να πούμε το "δόξα τω Θεώ", οι εξελίξεις ανατρέπουν τα δεδομένα και ξαναγυρίζουμε στο μοιρολατρικό "βοήθα Παναγιά μου", αφού η περίφημη "επανεκκίνηση", για την οποία, πλέον, μιλούν κυβέρνηση και αξιωματική αντιπολίτευση, καθυστερεί να έρθει.
          Ο κόμπος, όμως, έχει φθάσει πια στο χτένι και η παρατεταμένη αβεβαιότητα είναι ανάγκη να τελειώσει. Και να τελειώσει το γρηγορότερο δυνατόν. Γιατί, όσο συνεχίζεται, η βλάβη που προκαλείται στην οικονομία και, κατ΄ επέκταση, στην κοινωνία, η οποία δέχεται απανωτά πλήγματα, με πρώτιστο την ολοένα αυξανόμενη ανεργία, είναι μεγαλύτερη και από τα ενδεχομένως νέα σκληρά μέτρα που είναι ανάγκη να ληφθούν.
         Μια εύκολη καταφυγή πολλών συμπατριωτών μας -απλών ανθρώπων, αλλά και πολιτικών ταγών- είναι ότι για το συνεχιζόμενο... χάλι μας και, πιο συγκεκριμένα, για την παρατεταμένη αγωνία που βιώνουμε, "φταίνε οι ξένοι" και κυρίως οι ευρωπαίοι εταίροι μας, που δεν δείχνουν την απαραίτητη αλληλεγγύη για να ξεφύγουμε από τη δυσχερέστατη θέση, στην οποία έχουμε βρεθεί.
         Πόσο βάσιμος, όμως, μπορεί να είναι ένας τέτοιος ισχυρισμός, όταν μετά από τόσα και τόσα μέτρα, όπως οι οριζόντιες περικοπές μισθών και συντάξεων και οι αυξήσεις των έμμεσων φόρων, δεν έχουμε καταφέρει ακόμη όχι να δημιουργήσουμε πλεονάσματα για να ξεπληρώσουμε τα παλαιά συσσωρευμένα χρέη, αλλά δεν μπορούμε ούτε καν να καλύψουμε τα τρέχοντα έξοδα μας, χωρίς επιπλέον δανεικά;
         Πρέπει να συνειδητοποιήσουμε ότι ακόμη και αν κηρύσσαμε στάση πληρωμών προς τους δανειστές μας και παίρναμε εμείς ή οι άλλοι την -άφρονα, δίχως αμφιβολία- απόφαση να εγκαταλείψουμε το ευρώ και να επιστρέψουμε στη δραχμή, την επόμενη μέρα, αλλά και πάμπολλες μέρες μετά, στο δημόσιο ταμείο δεν θα υπήρχαν κανενός είδους χρήματα για να πληρωθούν μισθοί και συντάξεις, με ό,τι αυτό σημαίνει για τη λειτουργία των σχολείων, των νοσοκομείων, της αστυνομίας, της δικαιοσύνης και τόσων άλλων λειτουργιών του κράτους.
         Ταυτοχρόνως, οι ανάγκες μας για εισαγωγές είναι πιθανό ότι θα εξακολουθούσαν να είναι μεγαλύτερες από την αξία των προϊόντων που εξάγουμε, συμπεριλαμβανομένων και των εισπράξεων από το τουριστικό συνάλλαγμα.
         Όσο, λοιπόν, δεν περιορίζεται η ανάγκη μας για νέα δανεικά, δεν μας αρκεί καμία στάση πληρωμών. Ο μόνος τρόπος για να υπερβούμε τη δυσχερή θέση είναι να στηριχθούμε στις δικές μας δυνάμεις και να αποφασίσουμε να κάνουμε επιτέλους όσα αναβάλλουμε διαρκώς να κάνουμε.
         Έχει ειπωθεί πολλές φορές και από πολλές πλευρές ότι βρισκόμαστε σε συνθήκες πολέμου, αλλά η αλήθεια είναι ότι δυσκολεύεται να δει κανείς γύρω μας αρκετούς πολεμιστές, είτε πρόκειται για την κυβέρνηση και το πολιτικό σύστημα, είτε για το ευρύτερο κοινωνικό σώμα που εκφράζεται με πολλές ιδιότητες, όπως του δημοσίου υπαλλήλου, του φορολογουμένου, του επιχειρηματία.
         Όπως και να έχει, πάντως, η κυβέρνηση είναι αυτή την περίοδο, περισσότερο από ποτέ, προ των ευθυνών της. Έχει υποχρέωση να παρουσιάσει στη Βουλή ένα ολοκληρωμένο –αλλά, προ πάντων, τελικό!- σχέδιο για την οριστική έξοδο από την κρίση. Να συζητήσει, βεβαίως, με την αντιπολίτευση και να αποδεχτεί όποια θετική πρόταση διατυπωθεί από την πλευρά της. Η -πολυσυζητημένη, τελευταία- συναίνεση της αντιπολίτευσης είναι ζητούμενο και, αν δοθεί, θα είναι καλοδεχούμενη. Θα εκτιμηθεί, όπως και το αντίθετό της, από τον ελληνικό λαό. Η συναίνεση, όμως, δεν μπορεί να αποτελεί προαπαιτούμενο, όπως θέλουν διάφοροι εγχώριοι αλλά και ευρωπαϊκοί κύκλοι που με ιταμό τρόπο παρεμβαίνουν απροκάλυπτα στην εσωτερική πολιτική σκηνή της χώρας.
         Αν η κυβέρνηση θεωρεί ότι είτε δεν διαθέτει τις -πολιτικές- δυνάμεις να τα βγάλει πέρα, είτε ότι υπονομεύεται η προσπάθεια της, η λύση που έχει ενώπιόν της είναι μία και ξεκάθαρη: προσφυγή στο λαό, με αίτημα την έγκριση ή την απόρριψη του σχεδίου της για τη διάσωση της χώρας.
       
                *Ο Γρηγόρης Τζιοβάρας είναι δημοσιογράφος, περιφερειακός σύμβουλος Θεσπρωτίας στο νέο Περιφερειακό Συμβούλιο Ηπείρου. Η αρθρογραφία του (ανα)δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα: http://topikakaiatopa.blogspot.com/.
(Δημοσιεύτηκε στη "Θεσπρωτική" στις 24.5.2011)

Τρίτη 5 Απριλίου 2011

Χρέη, χρέη και πάλι χρέη!

Η Περιφερειακή Ενότητα Θεσπρωτίας, όπως αποκαλείται πλέον ο νομός μας, είναι η μικρότερη της Ηπείρου, αφού αντιπροσωπεύει πληθυσμιακά περίπου το 1/7 της συνολικής Περιφέρειας. Θα περίμενε, ως εκ τούτου, κανείς να είναι η πιο «νοικοκυρεμένη» ή, τέλος πάντων, να έχει μπει, λόγω μεγέθους, τάξη πιο γρήγορα στα οικονομικά της στοιχεία. Συμβαίνει, δυστυχώς, το ακριβώς αντίθετο.
Στην απογραφή και στον –ο… Θεός να τον κάνει!-  προϋπολογισμό που συζήτησε και ενέκρινε την περασμένη εβδομάδα το Περιφερειακό Συμβούλιο Ηπείρου, η Θεσπρωτία είχε τις χειρότερες επιδόσεις σχεδόν σε όλους τους τομείς. Ήταν, για να καταλάβετε, η μόνη που δεν κατάφερε να καταγράψει τα ακίνητά της και στο σχετικό πίνακα της απογραφής, ενώ για τους μεγαλύτερους νομούς: Ιωαννίνων, Άρτας και Πρέβεζας, υπήρχε συνημμένη κατάσταση με την ακίνητη περιουσία που «κληρονόμησαν» οι Περιφερειακές Ενότητες από τις πρώην Νομαρχίες, για τη Θεσπρωτία αναφερόταν: «εκκρεμούν οι απαντήσεις από υποθηκοφυλακεία και κτηματολογικά γραφεία»!
Θα μου πείτε «έσταξε η ουρά του γαϊδάρου που δεν ξέρουμε πόσα ακίνητα έχει η Π.Ε. Θεσπρωτίας και βρήκες θέμα να κάνεις… αντιπολίτευση»; Σίγουρα όχι, είναι η απάντησή μου. Αλλά δεν μπορώ να καταπιώ τόσο εύκολα τις τραγελαφικές καταστάσεις που μαρτυρεί (και) το γεγονός ότι φθάσαμε στον Απρίλιο και οι ιθύνοντες δεν κατάφεραν ακόμη να μάθουν τη διαθέσιμη ακίνητη περιουσία, η οποία, όπως και να το κάνεις, δεν είναι δα και... μυθική.
Αν το επισημαίνω εξ αρχής, είναι γιατί αναρωτιέμαι τι θα γίνει με τα πολύ πιο σοβαρά ζητήματα που έχουμε μπροστά μας, με πρώτο και σημαντικότερο τα υπέρογκα χρέη, τα οποία είναι καταγεγραμμένα στον ίδιο πίνακα απογραφής που κατατέθηκε στο Περιφερειακό Συμβούλιο, στο πλαίσιο της υποχρέωσης του σχεδίου «Καλλικράτης», το οποίο, με τους μηχανισμούς ελέγχου που προβλέπει, συμβάλει –αν μη τι άλλο- στην, έστω αργή, προσγείωση στην οικονομική πραγματικότητα. 
Η Θεσπρωτία, για παράδειγμα, εμφανίζεται να είναι «πρωταθλήτρια» όλης της Ηπείρου στις «ανεξόφλητες οφειλές για τις οποίες έχουν εκδοθεί παραστατικά» με το ποσό των 3.284.745,02 ευρώ, όταν στο σύνολο της Περιφέρειας το αντίστοιχο ποσό των οφειλών είναι 7.263.382,02 ευρώ. Μιλάμε για χρήματα, τα οποία πρέπει να δοθούν άμεσα, καθώς οι προμηθευτές και οι κατασκευαστές τα έχουν ολοκληρώσει, έχουν πληρώσει τον αναλογούντα ΦΠΑ και κινδυνεύουν να καταστραφούν οικονομικά από την παράταση της εκκρεμότητας.
Αν στα πιο πάνω –που, ελπίζουμε, να είναι με ακρίβεια αποτυπωμένα- προσθέσουμε δύο ακόμη ποσά, όπως την οφειλή 2.770.358,37 ευρώ προς τη Δ.Ο.Υ. από «επιβολή δημοσιονομικής διόρθωσης για το έργο του τουριστικού καταφυγίου Συβότων», καθώς και το ποσό των 11.602.502,16 ευρώ από «έργα που είναι σε εξέλιξη», τότε τα συνολικά καταγεγραμμένα χρέη της Π.Ε. Θεσπρωτίας προσεγγίζουν το διόλου ευκαταφρόνητο ποσό των 18 εκατ. ευρώ!
Με αυτά τα δεδομένα, όπως εύκολα αντιλαμβάνεται κανείς, θα περάσουν πολλά χρόνια για να απαλλαγούμε από τα συσσωρευμένα χρέη που μας κληρονόμησε η σπατάλη και η κακοδιαχείριση του παρελθόντος, όταν τα έργα δίνονταν και εκτελούνταν… διά λόγου και ήταν συνήθως πολλαπλάσια από τους διαθέσιμους πόρους, μιας και γνώμονας για την ανάθεση ήταν οι «πελατειακές» ανάγκες.
Τώρα που ήρθε η ώρα του λογαριασμού, το αποτέλεσμα δεν είναι άλλο από την πλήρη αδυναμία σχεδιασμού νέων έργων στο νομό μας, ενώ ακόμη  και η επίκληση της… περιφερειακής αλληλεγγύης δεν μπορεί να αλλάξει την δυσοίωνη αυτή προοπτική, καθώς και στους υπόλοιπους νομούς της Ηπείρου –αλλού λιγότερο και αλλού περισσότερο- η εικόνα είναι αντίστοιχη: χρέη, χρέη και πάλι χρέη!
Ο προϋπολογισμός της Περιφέρειας, άλλωστε, που δεν παρά ένα πρόχειρο άθροισμα των οικονομικών στοιχείων από τις τέσσερεις παλαιές Νομαρχιακές Αυτοδιοικήσεις, δεν περιλαμβάνει ούτε ένα καινούργιο αναπτυξιακό έργο –τοπικό ή διαπεριφερειακό- σε όλη την Ήπειρο, αφού οι πιστώσεις του δεν αρκούν καλά- καλά για την πληρωμή των ανελαστικών λειτουργικών δαπανών (μισθοί προσωπικού, ενοίκια, κ.λ.π.), πόσω μάλλον για την αποπληρωμή του συνόλου των ληξιπρόθεσμων οφειλών.
Γι΄ αυτό ίσως θα είχε μεγαλύτερη αξία οι πολίτες της Ηπείρου να είχαν τη δυνατότητα να ακούσουν, περισσότερο από τις απόψεις που εκφράσαμε εμείς από τη μειοψηφία, τις αμήχανες τοποθετήσεις της πλειοψηφίας του Περιφερειακού Συμβουλίου, οι εκπρόσωποι της οποίας επιδόθηκαν σε παραπολιτικού ύφους σχόλια κατά του… κακού Κράτους που δεν δίνει χρήματα, εξαιτίας της ακόμη πιο… κακής τρόικας και του… χείριστου μνημονίου.
Νόμιζαν, προφανώς, πως έτσι θα αποκρυβεί το γεγονός ότι -με τρόικα ή χωρίς τρόικα- το μέλλον του νομού μας, όπως και ολόκληρης της Ηπείρου, είναι εξίσου, αν όχι και περισσότερο, υποθηκευμένο με το μέλλον του υπερχρεωμένου ελληνικού δημοσίου.

            *Ο Γρηγόρης Τζιοβάρας είναι δημοσιογράφος, περιφερειακός σύμβουλος Θεσπρωτίας στο νέο Περιφερειακό Συμβούλιο Ηπείρου. Η αρθρογραφία του (ανα)δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα: http://topikakaiatopa.blogspot.com/.

(Δημοσιεύτηκε στη "Θεσπρωτική" στις 5.4.2011)