Συνολικές προβολές σελίδας

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Χρηματιστήριο. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Χρηματιστήριο. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 16 Απριλίου 2020

Ο Φίσερ, ο ΣΥΡΙΖΑ και η βοώσα πραγματικότητα


Ο Αμερικανός καθηγητής Ίρβινγκ Φίσερ (1867 - 1947) υπήρξε σπουδαίος μαθηματικός οικονομολόγος και οι θεωρίες τις οποίες ανέπτυξε, στην επιστήμη της Στατιστικής και όχι μόνον, υπήρξαν πρωτοποριακές σε τέτοιο βαθμό που διδάσκονται έως τις μέρες μας.
Μεσουράνησε στο πρώτο τέταρτο του προηγούμενου αιώνα και έχει καταγραφεί στην ιστορία ως ο πρώτος διάσημος («celebrity», στη γλώσσα του) οικονομολόγος παγκοσμίως.
Εκτός από φημισμένος οικονομολόγος που σπούδασε αλλά και δίδαξε στο Γέιλ, ήταν μέγας επενδυτής και ένας εξ όσων είχαν συσσωρεύσει μεγάλα κέρδη από την τεράστια άνοδο που σημείωσε το Χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Με λίγα λόγια, όλα στη ζωή του Φίσερ πήγαιναν όπως τα ήθελε, έως ότου ξέσπασε η μεγάλη χρηματιστηριακή κρίση του 1929.
Στο ξεκίνημα της μεγάλης κατρακύλας στη Γουόλ Στριτ, ο διάσημος οικονομολόγος όχι μόνον δεν είδε το τσουνάμι που ερχόταν και δεν έσπευσε να πουλήσει τα «χαρτιά» του, όπως έκαναν πανικόβλητοι πολλοί άλλοι επενδυτές, αλλά προέβαινε σε καθησυχαστικές δηλώσεις ισχυριζόμενος ότι η χρηματιστηριακή αγορά «είχε φτάσει σε ένα μόνιμα υψηλό οροπέδιο».
Ακόμη και μήνες μετά το Κραχ και ενώ η Μεγάλη Ύφεση επεκτεινόταν παγκοσμίως, ο Φίσερ, επικαλούμενος τα «μοντέλα» του, συνέχιζε να διαβεβαιώνει τους επενδυτές ότι η ανάκαμψη ήταν πολύ κοντά. Το αποτέλεσμα της επιμονής του να αγνοεί την πραγματικότητα και να μην βλέπει εκείνο που όλοι οι άλλοι –ειδικοί και μη- έβλεπαν, ήταν να χάσει μεγάλο μέρος τόσο από τον προσωπικό του πλούτο όσο και από την ακαδημαϊκή του φήμη.
Όποιος παρακολουθεί τα ευρήματα των τελευταίων δημοσκοπήσεων, εύκολα διαπιστώνει ότι αντίστοιχο κίνδυνο με τον Αμερικανό οικονομολόγο, που η κρίση του είχε θολώσει εξαιτίας της αλαζονείας του και δεν τον άφηνε να «διαβάσει» σωστά όσα συνέβαιναν γύρω του το δυστοπικό 1929, κινδυνεύει η αξιωματική αντιπολίτευση στη χώρα μας επειδή αρνείται να αναγνωρίσει τη νέα κοινωνική και πολιτική πραγματικότητα που διαμορφώνεται με την επέλαση του κορωνοϊού και την τιτάνια μάχη για την ανάσχεσή του.
Οι αγωνιώδεις και μάλλον απέλπιδες προσπάθειες τις οποίες καταβάλουν τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ για να βρουν αφορμές ώστε να αμφισβητήσουν τη θετικά διαφοροποιημένη εικόνα που επικρατεί στην Ελλάδα σε σχέση με πολλές άλλες χώρες, όχι μόνον δεν αποδίδει καρπούς στο μέχρι πριν από λίγους μήνες κυβερνών κόμμα, αλλά μάλλον το εκθέτει ανεπανόρθωτα.
Όταν μέσα ενημέρωσης και προσωπικότητες από ολόκληρο τον πλανήτη προβάλλουν την Ελλάδα ως το θετικό παράδειγμα, οι συνεργάτες του Αλέξη Τσίπρα επιτίθενται με ανοίκειο τρόπο στον «σταρ της πανδημίας», στον δημοφιλέστερο Έλληνα που πανθομολογουμένως είναι ο εξαίρετος καθηγητής Λοιμωξιολογίας Σωτήρης Τσιόδρας.
Την ίδια ώρα βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ «κατασκευάζουν» δικής τους επινόησης στατιστικές με τις οποίες επιχειρούν να αμφισβητήσουν την αποτελεσματικότητα που είχε η έγκαιρη λήψη περιοριστικών μέτρων και αποτυπώνεται παραστατικά στον αριθμό των κρουσμάτων που έχουμε στη χώρα μας και των θυμάτων που θρηνούμε.
Υπό αυτές τις συνθήκες, μάλλον δεν πρέπει να εκπλήσσεται κανείς ούτε από το άνοιγμα της ψαλίδας στην πρόθεση ψήφου υπέρ της ΝΔ και στην καταλληλότητα για την πρωθυπουργία υπέρ του Κυριάκου Μητσοτάκη. Είναι, άλλωστε, ακόμη πιο αποκαλυπτικό το γεγονός ότι το 80,4% των πολιτών, σύμφωνα με την πλέον πρόσφατη μέτρηση της εταιρίας Marc, θεωρεί αναγκαία τα μέτρα που λήφθηκαν λόγω της πανδημίας του κορωνοϊού και μόνο το 8,7% τα βρίσκει υπερβολικά.
Ούτε βεβαίως μπορεί να θεωρηθεί τυχαίο ότι μόλις και μετά βίας το 20,7% των ερωτηθέντων βρίσκουν ρεαλιστικά τα μέτρα που προτείνει ο ΣΥΡΙΖΑ, ενώ το 43,8% των πολιτών τα βρίσκει μη ρεαλιστικά και ανάμεσα τους είναι οι μισοί από όσους ψήφισαν το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης στις τελευταίες εκλογές.
Υπάρχει βεβαίως και ένα ποσοστό της τάξης του 26,9% που δηλώνει ότι «δεν έχει ακούσει» για τις προτάσεις του ΣΥΡΙΖΑ, γεγονός που ίσως μπορεί να επιχειρηθεί να αποτελέσει ένα είδος μάχης οπισθοφυλακής, από αυτές που συνηθίζει δίνει το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης κατηγορώντας συλλήβδην τα μέσα ενημέρωσης ότι δεν προβάλουν τις θέσεις του επειδή η κυβέρνηση τα «εξαγόρασε» με το… ιλιγγιώδες ποσό των 11 εκατ. ευρώ.
Δεν το αντιλαμβάνονται, μάλλον, αλλά η αντιπολιτευτική στρατηγική αυτού του είδους είναι άγονη και αδιέξοδη. Γιατί, αλήθεια, με εξαίρεση τους λίγους φανατικούς, ποιος πολίτης μπορεί να πιστέψει ότι είναι άλλη η πραγματικότητα από αυτήν που βλέπει, επειδή η κυβέρνηση αποφάσισε, όπως και άλλες ευρωπαϊκές κυβερνήσεις, να στηρίξει τον χειμαζόμενο κλάδο της ενημέρωσης;
Μπορεί, οποιοσδήποτε εχέφρων άνθρωπος να πιστέψει ότι τα μέσα ενημέρωσης τα οποία σέβονται τον εαυτό του και στελεχώνονται από επαγγελματίες δεν θα ασκούσαν κριτική στην κυβέρνηση Μητσοτάκη εάν είχε συμπεριφερθεί όπως οι κυβερνήσεις του Τραμπ, του Ερντογάν, του Τζόνσον ή –ακόμη, ακόμη- και του Μακρόν ο οποίος, όταν εδώ στην Ελλάδα έκλειναν τα σχολεία, επέτρεπε στη Γαλλία τη διεξαγωγή δημοτικών εκλογών;
Αντί, λοιπόν, η ηγεσία της αξιωματικής αντιπολίτευσης να προσπαθεί να βγάλει… από τη μύγα ξύγκι», θα ήταν αποδοτικότερο και για την ίδια και για τους πολίτες να έπαυε να φαντασιώνεται συνωμοσίες και να έβλεπε κατάματα την πραγματικότητα, όπως αποτυπώνεται στις απαντήσεις σύμφωνα με τις οποίες μόνον ένας στους δέκα Έλληνες πιστεύει ότι θα ήταν καλύτερα τα πράγματα αν ήταν ο ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία, ενώ το 51% πιστεύει ότι θα ήταν χειρότερα.
Το καλύτερο, λοιπόν, που έχουν να κάνουν στον ΣΥΡΙΖΑ, αφού μόλις πριν από λίγους μήνες παρέδωσε την εξουσία, είναι να διεκδικήσουν μερίδιο από την επιτυχία. Το οποίο θα μπορέσουν να αποσπάσουν υποστηρίζοντας με θετική προαίρεση ότι δεν έγιναν όλα το τελευταίο εννεάμηνο, αντί να γκρινιάζουν αρνούμενοι την πραγματικότητα που βοά μπροστά στα μάτια και στα αυτιά όλης της υφηλίου.
Όσο αρνούνται την βοώσα πραγματικότητα, θα πληρώνουν βαρύ τίμημα, χάνοντας πλούτο και φήμη, όπως ο καθηγητής Φίσερ…        

Τετάρτη 17 Δεκεμβρίου 2014

Βαράτε βιολιτζήδες!



           Η διεκδίκηση της εξουσίας υπήρξε ανέκαθεν ένας αδυσώπητος αγώνας που συχνά γίνεται χωρίς την τήρηση ακόμη και των πιο στοιχειωδών κανόνων του παιχνιδιού. Αρκετές φορές, ωστόσο, οι άνθρωποι που τη διεκδικούν χάνουν το μέτρο. Και τυφλωμένοι μάλλον από το πάθος για το αντικείμενο του πόθου τους χρησιμοποιούν τόσο αθέμιτα μέσα για να κατακτήσουν που σε κάποιες περιπτώσεις αντί να τους φέρνουν πιο κοντά στο στόχο που θέτουν, τους απομακρύνουν.
Με τούτες τις σκέψεις να στριφογυρίζουν στο μυαλό μου, καθώς παρακολουθώ τα τεκταινόμενα περί την προεδρική εκλογή, δεν μπορώ, με τα όσα κωμικοτραγικά διαδραματίζονται γύρω μας, να μην αναρωτηθώ αν οι πρωταγωνιστές της κεντρικής πολιτικής σκηνής έχουν αίσθηση των πραγμάτων και των καταστάσεων που καλούνται να διαχειριστούν.
Πόσο, για παράδειγμα, ανταποκρίνεται στο πραγματικό διακύβευμα αυτής τη εκλογής το άκρως επικίνδυνο παιχνίδι με την οικονομική σαποσταθεροποίηση της χώρας που παίζεται -αν όχι συντονισμένα, σίγουρα ανεμπόδιστα- τις τελευταίες μέρες από όσους εμφανίζονται να κόπτονται για τη διαφύλαξη της σταθερότητας;
Ποιος, αλήθεια, είναι εκείνος που πιστεύει ότι ακόμη και αν κλείσουν τα ΑΤΜ, όπως διάφοροι ανεύθυνα υπαινίσσονται ή και διαδίδουν, οι πανικόβλητοι καταθέτες, που ενδεχομένως αγνοούν ότι οι καταθέσεις τους τουλάχιστον μέχρι το ύψος των 100 χιλιάδων ευρώ είναι ασφαλισμένες, θα στρέψουν την οργή τους μόνον κατά όσων δεν ψηφίσουν τον επόμενο Πρόεδρο της Δημοκρατίας και όχι εναντίον όσων άφησαν τα πράγματα να φθάσουν ως εκεί;
Είναι, άραγε, τόσο δύσκολο να συνειδητοποιήσουν ότι αν επέλθει το απευκταίο Grexit, οι πρώτοι που θα την πληρώσουν είναι όσοι ικανοποιούνται να αποτελούν «οικεία πρόσωπα» του κ. Γιούνκερ και αδιαφορούν για την συνεννόηση στο εσωτερικό της χώρας, επιμένοντας στο αλαζονικό «πάρτα όλα»;  
Γιατί, κακά τα ψέματα, με τη φορά που έχουν πάρει τα πράγματα είναι πολύ πιθανό το περιβόητο πλέον bankrun, που υποτίθεται ότι μας απειλεί, επειδή η χώρα, αντί να εκλέξει Πρόεδρο, θα πάει σε εκλογές, να λειτουργήσει, εν τέλει, ως αυτοεκπληρούμενη προφητεία και να επιπέσει επί των κεφαλών των ίδιων των ψευδοπροφητών της επερχόμενης καταστροφής.
Αλλά και από την άλλη, τι νόημα μπορεί να έχουν οι ιδεοληπτικές πομφόλυγες που εξαπολύονται κατά των «αγορών»; Υπάρχει εχέφρων άνθρωπος που πιστεύει ότι τα διεθνή τραπεζικά ιδρύματα, οι ευρωπαϊκές χώρες, τα επενδυτικά κεφάλαια και όποιοι άλλοι θεσμοί του καπιταλιστικού κόσμου έχουν τοποθετήσει ή σκοπεύουν να τοποθετήσουν τα χρήματά τους στην Ελλάδα, θα τρομοκρατηθούν από μια κυβερνητική αλλαγή και θα χορεύουν πεντοζάλη ή όποιον άλλο σκοπό θα βαράει η λύρα και ο ζουρνάς του κ. Τσίπρα;
Έχω την ειλικρινή απορία να μάθω ποια επικοινωνιακή στρατηγική υπηρετούν τέτοιοι ανυπόστατοι ισχυρισμοί. Και, πολύ περισσότερο, πως συνδέονται αυτές του είδους οι ανευθυνότητες με την προσπάθεια που κατέβαλε όλο το προηγούμενο διάστημα ο αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ για να αποδείξει ότι έχει κάνει στροφή στον ρεαλισμό και στη σοβαρότητα, αφήνοντας να φανεί ότι έχει απομακρυνθεί από την εποχή που ισχυριζόταν ότι θα περιέφερε ανά τας οδούς και τας ρίμας την εντολή σχηματισμού κυβέρνησης.
Είναι δυνατόν ένα κόμμα που υποτίθεται, βασίμως, ότι βρίσκεται μια ανάσα από την εξουσία, να καταφεύγει σε φραστικές ακρότητες αυτού του είδους ή, ακόμη χειρότερα, όπως εκείνες που εκστομίζουν άλλα στελέχη του τα οποία απειλούν να καθήσουν στο σκαμνί του Ειδικού Δικαστηρίου όλο το πολιτικό προσωπικό της τελευταίας πενταετίας; Τι είναι εκείνο που τους κάνει να παραβλέπουν ότι με κάποιους εξ αυτών ίσως υποχρεωθούν αύριο να συγκυβερνήσουν; Σε ποιο κοινό, αλήθεια, απευθύνονται και ποιους πιστεύουν ότι μπορεί να πείσουν να αλλάξουν την ψήφο τους με τέτοια επιχειρηματολογία;
Εν κατακλείδι, είτε εκλεγεί Πρόεδρος, όπως θέλει η κυβέρνηση (ή έστω ένας μέρος της), είτε πάμε σε εκλογές, όπως επιθυμεί η αντιπολίτευση (ή, επίσης, ένα μέρος της), το μόνο βέβαιο είναι ότι η χώρα θα συνεχίσει να πορεύεται με το «βαράτε βιολιτζήδες» και ό,τι βγεί…

Πέμπτη 16 Οκτωβρίου 2014

Η… χαρά για την «τιμωρία» της κυβέρνησης

            Σκέτη θλίψη προκαλούσε στον κάθε καλοπροαίρετο περιηγητή του διαδικτύου η χαιρέκακη διάθεση με την οποία πάμπολλοι συνέλληνες –και προεξάρχοντες… μέλλοντες κυβερνήτες- αντιμετώπιζαν τη βίαιη αντίδραση που επεφύλαξαν τις τελευταίες ημέρες οι αδυσώπητες αγορές, αφενός, στη σπουδή της κυβέρνησης να σαλπίσει έξοδο από το Μνημόνιο, πριν οι εταίροι και δανειστές ανάψουν το απαιτούμενο «πράσινο φως» και, αφετέρου,  στα σενάρια πολιτικής αβεβαιότητας που κατέκλυσαν την εγχώρια σκηνή.
            Είναι ειλικρινά απορίας άξιον το απροσμέτρητο εύρος της μικρόνοιας που μπορεί να χαρακτηρίζει τόσο πολλούς που με περισσή ευκολία επέχαιραν για το γεγονός ότι κατακρημνιζόταν επί τριήμερο το ελληνικό Χρηματιστήριο και ταυτόχρονα εκτινάσσονταν στα ύψη τα επιτόκια δανεισμού του ελληνικού δημοσίου, λες και αυτά –και ιδιαίτερα το δεύτερο- ήταν δύο ζητήματα που αφορούσαν κάποιους άλλους και όχι τους χειμαζόμενους από την παρατεταμένη έλληνες πολίτες.
            Μπορώ να αντιληφθώ τη χαρά από την οποία θα μπορούσε να καταληφθεί ο οποιοσδήποτε φαντασιώνεται το επερχόμενο τέλος του καπιταλισμού ή ονειρεύεται την επικείμενη έναρξη της παγκόσμιας επανάστασης για την εφαρμογή της… αταξικής κοινωνίας. Δυσκολεύομαι, ωστόσο, να καταλάβω πως το σκληρό, σκληρότατο μάθημα των αγορών που πήραν αυτές τις μέρες οι κυβερνώντες μπορεί να προκαλεί ικανοποίηση σε όσους ετοιμάζονται να τους διαδεχθούν στους υπουργικούς και άλλους θώκους εξουσίας μέσα από τις εκλογές, τις οποίες επιθυμούν να γίνουν άμεσα.
            Δεν χρειάζεται, θαρρώ, πολλή σοφία για να αναγνωρίσει κανείς ότι από τα δύο αυτά βίαια φαινόμενα που εκτυλίχθηκαν μπροστά μας, δηλαδή την κατακόρυφη πτώση του Χρηματιστηρίου και την εκτίναξη των επιτοκίων δανεισμού, ζημιωμένοι δεν βγαίνουν μόνον οι ισχυροί του χρήματος, αλλά ο κάθε έλληνας πολίτης –ναι, ακόμη και ο σημερινός άνεργος!- που εν τέλει θα πληρώσει, αργά ή γρήγορα, τα αυξημένα τοκοχρεολύσια που θα βρει η Ελλάδα όταν αποφασίσει να βγει και να δανειστεί για να καλύψει τις ανάγκες της. 
            Μόνον όσοι ηθελημένα εθελοτυφλούν, παραγνωρίζουν ότι μας χωρίζουν αρκετοί αιώνες από τις εποχές της αυτάρκειας και του οικονομικού αντιπραγματισμού και χωρίς συνδιαλλαγή με τις αγορές σύγχρονες οικονομίες και μάλιστα ευρωπαϊκού τύπου, όπως, τουλάχιστον, διακηρύσσουν τα κόμματα εξουσίας στη χώρα μας, δεν μπορεί να υπάρξουν.    
            Αν, λοιπόν, οι περιώνυμες αγορές επεφύλαξαν αυτή τη στάση έναντι της συγκεκριμένης ελληνικής κυβέρνησης, δημιουργώντας έναν όλο και πιο ασφυκτικό κλοιό που –κακά τα ψέματα- ξεκίνησε την επομένη της επίσκεψης του πρωθυπουργού Αντώνη Σαμαρά στο Βερολίνο που δειλά τέθηκε ζήτημα διαζυγίου με το ΔΝΤ και κορυφώθηκε τις τελευταίες ημέρες που πήγε να διαφανεί ότι η κυβέρνηση δύσκολα θα προσεγγίσει το στόχο των 180 βουλευτών για την προεδρική εκλογή, εύκολα, νομίζω, μπορεί να αντιληφθεί κάποιος τι θα συμβεί στο εγγύς ή στο απώτερο μέλλον που μια άλλη κυβέρνηση όχι μόνον θα βιάζεται – πολύ περισσότερο από τη σημερινή- να βγει από το Μνημόνιο, αλλά επιπλέον θα απαιτεί και διαγραφή –μικρότερου ή μεγαλύτερου μέρους- του χρέους.
Ξέρω ότι είναι διόλου δημοφιλείς επισημάνσεις όπως οι παραπάνω, επειδή διαφόρων ειδών πολιτικάντηδες –ορισμένοι από τους οποίους κάθονται και τώρα στα κυβερνητικά έδρανα- καλλιέργησαν και εξακολουθούν να καλλιεργούν ψευδαισθήσεις ότι τάχατες είναι ζήτημα «τσαμπουκά» και μόνο η τιθάσευση των αγορών, ούτως ώστε να εξακολουθήσουν να μας δανείζουν χωρίς εμείς να καλύπτουμε τις προηγούμενες υποχρεώσεις μας.
Επειδή, όμως, προσωπικά με θλίβει -περισσότερο και από την τυφλή χαιρεκακία για την «τιμωρία» της κυβέρνησης, που βλέπω γύρω μου- το πάθημα της χώρας μου που ξαναβρέθηκε μέσα σε λίγες μέρες με επιτόκια χρεοκοπίας, ευελπιστώ ότι η δυσμενής αυτή εξέλιξη θα το μετατρέψει σε μάθημα και για τους νυν αλλά και για τους επόμενους κυβερνώντες.