Συνολικές προβολές σελίδας

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Χριστοδουλάκης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Χριστοδουλάκης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 9 Φεβρουαρίου 2024

Τρικυμία στο… (μισο)άδειο ποτήρι της Κεντροαριστεράς

    Τρεις νέοι -και εν πολλοίς φερέλπιδες- πολιτικοί από διαφορετικούς πολιτικούς σχηματισμούς, ο Μανόλης Χριστοδουλάκης από το ΠΑΣΟΚ, η Έφη Αχτσιόγλου από τη Νέα Αριστερά και ο Διονύσης Τεμπονέρας από τον ΣΥΡΙΖΑ, απεδέχθησαν την πρόσκληση μιας εφημερίδας για να συμμετάσχουν σε μια συζήτηση για τις μελλοντικές πολιτικές εξελίξεις.

         Από μια πρώτη άποψη, δεν φαίνεται να υπήρξε τίποτε το επιλήψιμο στην οργάνωση μιας τέτοιας εκδήλωσης. Από που κι ως όπου, άλλωστε, είναι πρόβλημα τρεις νέοι πολιτικοί να μη μπορούν να συνομιλούν μεταξύ τους, να εκφράζουν τις απόψεις τους και να προβληματίζονται για το μέλλον που επιφυλάσσουν στην ελληνική κοινωνία οι τρέχουσες καταστάσεις; Θα ήταν ευχής έργον αν οι Έλληνες πολιτικοί κατάφερναν να ανταλλάσσουν απόψεις χωρίς υστεροβουλίες και υπολογισμούς.    

         Στην προκειμένη περίπτωση, όμως, τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά. Ο τίτλος τον οποίο επέλεξαν να βάλουν οι οργανωτές της εκδήλωσης ήταν τουλάχιστον αφελής, αν όχι πολιτικά προβοκατόρικος. «Απέναντι στον Μητσοτάκη ποιος;», είναι το βαρύγδουπο ερώτημα στο οποίο υποτίθεται ότι θα κληθούν να απαντήσουν ένας συμπαθής πρώην γραμματέας του ΠΑΣΟΚ, μια παρ΄ όλίγον ηγέτις του ΣΥΡΙΖΑ και ένα στέλεχος της αξιωματικής αντιπολίτευσης που μέχρι στιγμής δεν έχει γνωρίσει την επικύρωση της λαϊκής νομιμοποίησης.

         Δεν ξέρω ποιος το σκέφθηκε το συγκεκριμένο ερώτημα, αλλά, κατά την άποψή μου, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι είναι απολύτως υπονομευτικό για το όλο εγχείρημα της υποτιθέμενης αναζήτησης εναλλακτικής πολιτικής προσωπικότητας που θα διαδεχθεί τον σημερινό πρωθυπουργό, ο οποίος, όπως συνήθως συμβαίνει στις κοινοβουλευτικές δημοκρατίες, αποκλείεται να είναι… αιώνιος στο αξίωμα.

         Το πότε, όμως, αλλά κυρίως το από ποιον, θα γίνει, αργά ή γρήγορα, η διαδοχή του Κυριάκου Μητσοτάκη είναι ένα πολύπλοκο ζήτημα το οποίο αποκλείεται να απαντηθεί σε μια ημερίδα που μάλλον πρόχειρα και σίγουρα αυτάρεσκα κάποιοι οργάνωσαν, θεωρώντας ότι μπορεί να καθορίσουν τα πολιτικά μελλούμενα με μόνο κριτήριο τη δική τους βουλησιαρχία ή ίσως και προπέτεια.

         Η αναμφισβήτητη αλήθεια είναι ότι ο χώρος της Κεντροαριστεράς, το οποίον με τον έναν ή τον άλλο φιλοδοξούν να εκπροσωπούν οι τρεις συγκεκριμένοι πολιτικοί, υπερβαίνει κατά πολύ τις δικές τους -θεμιτές ή αθέμιτες- φιλοδοξίες. Διότι το μεγάλο πρόβλημα που αντιμετωπίζει σήμερα η Κεντροαριστερά είναι ο κατακερματισμός, ο οποίος σχετίζεται απολύτως με τις διαφορετικές προσεγγίσεις που έχουν σε μια σειρά από διαφορετικά ζητήματα με έντονη ιδεολογική χροιά. 

Πώς αποτιμούν, για παράδειγμα, την υπερτετραετή διακυβέρνηση από τους ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ; Και, επίσης πώς εκτιμούν τον ρόλο που διαδραμάτισε στα πολιτικά πράγματα της τελευταίας 15ετίας ο Αλέξης Τσίπρας; Δεν είναι προφανώς τυχαίο ότι τον τελευταίο έσπευσε να συναντήσει τις προηγούμενες μέρες ο κ. Τεμπονέρας, θέλοντας ενδεχομένως να δείξει ότι οι πρωτοβουλίες του έχουν -αν μη τι άλλο!- την επίνευση του τέως αρχηγού του ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος, ας μην ξεχνάμε, ποτέ δεν παραιτήθηκε, παρά μόνο, κατά την επίσημη δήλωσή του, «παραμέρισε».

Όπως και να έχει, και σε πείσμα με τις δεύτερες σκέψεις που κάνουν κάποιοι από τους συμμετέχοντες στην περί ής ο λόγος εκδήλωση, η διάσταση που της δόθηκε είναι δυσανάλογη τόσο του πολιτικού διαμετρήματος των τριών στελεχών που θα καθίσουν γύρω από το ίδιο τραπέζι για να βρουν τον αντικαταστάτη του Μητσοτάκη όσο και των παραμέτρων που συνθέτουν το υφιστάμενο πολιτικό σκηνικό.

Από την άλλη, δυσανάλογα μεγάλος μοιάζει να είναι και ο θόρυβος που ξεσηκώθηκε γύρω από την συγκεκριμένη εκδήλωση. Και αυτό διότι η ετερόκλητη τριάδα, όπως και όλοι όσοι έχουν αντίστοιχες ανησυχίες, προτού αναζητήσουν τον επόμενο πρωθυπουργό, χρειάζεται να διαμορφώσουν μια συνεκτική εναλλακτική πρόταση διακυβέρνησης η οποία να αμφισβητεί βάσιμα την διαχειριστική επάρκεια του κ. Μητσοτάκη και των πολιτικών προσώπων που τον πλαισιώνουν στην άσκηση της κυβερνητικής εξουσίας κατά τα τελευταία τεσσεράμισι χρόνια.

Όσο αυτό δεν συμβαίνει, καμμιά ημερίδα δεν θα καταφέρει να συγκολλήσει τις διαφορετικές τάσεις που επικρατούν στην Κεντροαριστερά. Με αποτέλεσμα η αναταραχή που κάποιοι διαβλέπουν να προκαλείται από πρωτοβουλίες αυτού του είδους να μην είναι στην πραγματικότητα τίποτε περισσότερο από… τρικυμία σε ένα (μισο)άδειο ποτήρι, όπως μοιάζει ο χώρος της Κεντροαριστεράς στις μέρες μας.

Δεν μπορεί, άλλωστε, να περάσει απαρατήρητο ότι, με βάση την τελευταία δημοσκόπηση που είδε το φως της δημοσιότητας (Alco για τον Alpha) το άθροισμα των δημοσκοπικών ποσοστών  τα οποία συγκεντρώνουν στην πρόθεση ψήφου το ΠΑΣΟΚ, ο ΣΥΡΙΖΑ και η Νέα Αριστερά (24,5%) υπολείπονται της επίδοσης την οποία επιτυγχάνει η κυβερνητική παράταξη (28,2%). 

Αν και είναι αρκετοί εκείνοι που δεν βρίσκουν ευθείες αναλογίες, στις αυτοδιοικητικές εκλογές του περασμένου Οκτωβρίου ο Χάρης Δούκας κατάφερε να ανατρέψει πολύ μεγαλύτερη διαφορά που χώριζε όχι μόνον τον ίδιο αλλά και τους συμμάχους που εξασφάλισε στη μάχη του δεύτερου γύρου από τον βασικό του αντίπαλο Κώστα Μπακογιάννη. 

Η ουσιαστική διαφορά, όμως, ήταν ότι ο Δούκας έδειξε εξαρχής να πιστεύει στην νίκη και, εκπονώντας ένα πρόγραμμα που διέφερε από τα τετριμμένα και μεγαλεπήβολα, κάλυψε τη δεύτερη Κυριακή μια δυσθεώρητη διαφορά που τον χώριζε στον πρώτο γύρο από τον αντίπαλό του, ο οποίος, επειδή πίστευε ότι ήταν… «άχαστος», επέλεξε να τον αντιμετωπίσει πρόσωπο με πρόσωπο στο περίφημο ντιμπέιτ που θα μνημονεύεται για χρόνια ως «case study» πολιτικής ανατροπής.  

Συμπέρασμα; Για να γεμίσει το ποτήρι της Κεντροαριστεράς, ώστε να καταστεί πλειοψηφική δύναμη, απαιτείται να συντρέξουν δύο απαράβατες προϋποθέσεις: ρηξικέλευθο πρόγραμμα και ηγέτης που να πείθει ότι μπορεί να το εφαρμόσει. Όλα τα άλλα είναι για να έχουν ύλη οι εφημερίδες και τα σάιτ και για να καταναλώνουν χρόνο τα τηλεοπτικά πρωινάδικα όταν δεν κατακλύζονται από το lifestyle του νεόκοπου αρχηγού του ΣΥΡΙΖΑ.

Πέμπτη 11 Απριλίου 2019

Ένας αλγόριθμος για τα χρέη των κομμάτων


Τώρα που για τις ανάγκες της απεγνωσμένης προσπάθειας της κυβέρνησης να αλλάξει η ανεπίστρεπτη πορεία που φαίνεται να έχουν λάβει οι πολιτικές εξελίξεις ανασύρθηκε για μια ακόμη φορά στην επιφάνεια το ζήτημα των δανείων των κομμάτων, είναι ίσως μια καλή ευκαιρία για να αντιμετωπιστεί ριζικά το σημαντικό αυτό θέμα.
Δεν μπορεί κανείς να αρνηθεί ότι έχουν δίκιο όσοι –ανάμεσά τους και κυβερνητικοί παράγοντες- υποστηρίζουν ότι δεν πρέπει να επιβαρυνθούν ούτε οι φορολογούμενοι πολίτες ούτε οι τράπεζες από τυχόν διαγραφή των συγκεκριμένων χρεών τα οποία συσσωρεύθηκαν στην πορεία των πολλών τελευταίων χρόνων και κυρίως πριν το ξέσπασμα της κρίσης της περιόδου 2009 - 2010.
Τούτου δοθέντος, ο δικαιότερος επιμερισμός των βαρών αυτών είναι με την κατανομή τους σε όσους επωφελήθηκαν από τις δαπάνες που έκαναν τα κόμματα τα προηγούμενα χρόνια. Με άλλα λόγια, τα χρέη του κάθε κόμματος να καταλογιστούν αναλογικά σε εκείνους οι οποίοι κατέλαβαν –κοινοβουλευτικά ή κυβερνητικά- αξιώματα πολιτευόμενοι με τη σημαία του κόμματος που χρωστάει.
Δεν μπορεί, για παράδειγμα, να είναι υπόλογα για τις οφειλές των κομμάτων τους τα στελέχη της νεότερης γενιάς που δεν συμμετείχαν στην πολιτική ζωή όταν εκτοξεύθηκαν οι δαπάνες. Και, την ίδια ώρα, να απαλλάσσονται εκείνοι που καρπώθηκαν τα ωφελήματα από τις πολυδάπανες προεκλογικές εκστρατείες του παρελθόντος στις οποίες επιδίδονταν όλα τα κόμματα.
Για να γίνει πιο σαφές, ας το πούμε και με ονόματα: Από πού κι ως που είναι μόνος υπόλογος για τα χρέη του ΠΑΣΟΚ ο σημερινός γραμματέας του Κινήματος Αλλαγής Μανώλης Χριστοδουλάκης και απαλλάσσονται κάθε ευθύνης η Μαριλίζα Ξενογιαννακοπούλου ή ο Γιάννης Ραγκούσης, που ήταν γραμματείς του ΠΑΣΟΚ όταν δημιουργήθηκε το βουνό με τα χρέη;
Ο νεαρός Χριστοδουλάκης ήταν πολιτικά «αγέννητος» όταν οι προκάτοχοί του απολάμβαναν το νέκταρ της εξουσίας που τους εξασφάλιζαν τα αξιώματα που ανέλαβαν ως μέλη της Βουλής και της Ευρωβουλής αλλά και ως υπουργοί των κυβερνήσεων της περιόδου που έγιναν οι δαπάνες για τις οποίες βαρύνεται σήμερα ο συγκεκριμένος πολιτικός χώρος.
Το ίδιο ισχύει ακόμη και για τη Φώφη Γεννηματά. Η σημερινή πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ και του Κινήματος Αλλαγής είναι βουλευτής και διετέλεσε υπουργός πολύ μικρότερο διάστημα από, π.χ., τον Στέφανο Τζουμάκα, ο οποίος θήτευσε στο Κοινοβούλιο από το 1977 έως το 2007, που ο λαός της Β΄ Αθηνών τον… συνταξιοδότησε. Ενώ τέσσερα χρόνια αργότερα, το 2011, διεκδίκησε και την ηγεσία του κόμματος που σήμερα καταγγέλλει ότι κατέστρεψε η χώρα, πριν στήσει το δικό του κομματικό «μαγαζί», που αποδοκιμάστηκε από τους πολίτες, για να καταλήξει στον ΣΥΡΙΖΑ.
Μερίδια –μικρότερα, ενδεχομένως- στα χρέη του ΠΑΣΟΚ αναλογούν και στα υπόλοιπα στελέχη του που συνέχισαν επίσης την πολιτική τους στον ΣΥΡΙΖΑ: από τη Λούκα Κατσέλη και τον Μάρκο Μπόλαρη έως τη Θεοδώρα Τζάκρη και τον Θάνο Μωραϊτη. Ακόμη και ο Αντώνης Κοτσακάς, ο οποίος έχει πάψει από χρόνια να είναι βουλευτής και υπουργός, έχει σίγουρα μεγαλύτερη ευθύνη για το άγος του ΠΑΣΟΚικού χρέους από αρκετά εν ενεργεία στελέχη του Κινήματος Αλλαγής.
Αντίστοιχη είναι η εικόνα των πραγμάτων και στη Νέα Δημοκρατία. Ο Πάνος Καμμένος έχει διατελέσει πολύ περισσότερα χρόνια βουλευτής με τη γαλάζια παράταξη από εκείνα που θητεύει στα κοινοβουλευτικά έδρανα ο νυν αρχηγός της Κυριάκος Μητσοτάκης.
Όπως και η Έλενα Κουντουρά με την Κατερίνα Παπακώστα κάθησαν στα κοινοβουλευτικά έδρανα πολύ περισσότερο από αρκετούς σημερινούς βουλευτές της ΝΔ, οι οποίοι, σε αντίθεση με τις δύο υπουργούς του ΣΥΡΙΖΑ, δεν μετείχαν στα πολιτικά πράγματα και δεν είχαν λόγο όταν δημιουργήθηκαν τα ασήκωτα χρέη της παράταξης τους.
 Αν, πράγματι, στην κυβέρνηση και στον ΣΥΡΙΖΑ ενδιαφέρονται για να πληρωθούν τα χρέη των κομμάτων –μεταξύ των οποίων είναι και τα δικά τους, που όταν χάσουν την εξουσία και τους μειωθεί η κρατική επιχορήγηση θα φανεί το πραγματικό τους ύψος- δεν έχουν παρά να λάβουν μέριμνα για τον δίκαιο επιμερισμό τους σε εκείνους που τα δημιούργησαν.
Η λύση είναι απλή και, εφόσον υπάρξει και η σχετική πολιτική βούληση, μπορεί να αποδειχθεί και άμεσα εφαρμόσιμη ως εξής:
1. Κατ΄ αρχήν, να καταγράφουν, σε ξεχωριστές λίστες ανά κόμμα, όσοι όλοι διετέλεσαν βουλευτές, ευρωβουλευτές, υπουργοί και υφυπουργοί τα τελευταία 20 ή 30 χρόνια.
2. Εν συνέχεια, από τους ισολογισμούς των κομμάτων να βρεθούν οι χρονιές των ελλειμμάτων και της δημιουργίας των χρεών με αφαίρεση των εσόδων από τις δαπάνες.
3. Με έναν αλγόριθμο, κατόπιν, που θα συνδέει τα δύο αυτά μεγέθη, μπορεί να υπολογιστεί η κατανομή των βαρών αναλόγως με τον χρόνο που κατείχε ο καθένας (αμειβομένη) θέση.
4. Και, τέλος, όσοι θεωρηθούν υπόλογοι να λάβουν στο σπίτι τους τον λογαριασμό που θα βγάλει ο αλγόριθμος ώστε να κληθούν να ξεπληρώσουν την υποχρέωσή τους με παρακράτηση από τον μισθό ή τη σύνταξη που λαμβάνουν σήμερα και που για τους περισσότερους είναι επακόλουθη της προγενέστερης θητείας που είχαν στο ίδιο ή άλλο κόμμα.   
Ιδού, λοιπόν, πεδίον δόξης λαμπρόν. Ένα πεδίο το οποίο μάλλον δύσκολα θα ακολουθήσει η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ επειδή θα κινδυνεύσει να… αποψιλωθεί από στελέχη, διακινδυνεύοντας να χάσει τα κάθε λογής ρετάλια που περιμάζεψε από κάθε κατεύθυνση.
Φαντάζεστε, επί παραδείγματι, τον Σπύρο Δανέλλη να ψηφίζει για να του επιμεριστεί χρέος από την εποχή που ήταν ευρωβουλευτής του ΠΑΣΟΚ, προτού, μέσω του Ποταμιού, βρει τη νέα πολιτική στέγη που θεωρεί ότι θα τον ξαναστείλει στις Βρυξέλλες;