Συνολικές προβολές σελίδας

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα αγροτική παραγωγή. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα αγροτική παραγωγή. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 24 Αυγούστου 2017

«Μόνον Ντόιτς»!



Με… χαρές και πανηγύρια υποδέχθηκε η κυβέρνηση τα στοιχεία που δείχνουν αξιοσημείωτη άνοδο του τουριστικού ρεύματος κατά το πρώτο εξάμηνο της φετινής χρονιάς. Δικαιολογημένα, θα μπορούσε να πει κανείς. Κι αυτό καθώς, σε αντίθεση με τον προηγούμενο χρόνο –που και πάλι πανηγύριζαν οι κυβερνητικοί…-  φέτος, εκτός από τον αριθμό όσων επισκέφθηκαν τη χώρα μας, είναι αυξημένα και τα έσοδα από τις τουριστικές αφίξεις.
Ακόμη, ωστόσο, και αν παρακάμψει κανείς το γεγονός ότι ανάλογη εικόνα παρουσιάζει ολόκληρος ο ευρωπαϊκός Νότος , αφού άνοδος του τουρισμού παρατηρήθηκε και σε χώρες όπως η Ισπανία και η Πορτογαλία, δεν μπορεί να μην αναρωτηθεί το κατά πόσο η αυξητική τάση έχει μόνιμα χαρακτηριστικά. Όπως και αν τα αυξημένα έσοδα του τουριστικού κλάδου αρκούν για να δοθεί η αναγκαία ώθηση ώστε να αποκτήσει η ελληνική οικονομία την απαραίτητη αναπτυξιακή δυναμική που θα της επιτρέψει να αφήσει πίσω την πολύχρονη κρίση που την κρατά καθηλωμένη.
Επισκεπτόμενος τις προηγούμενες ημέρες την Θεσπρωτία, ένα νομό που στηρίζεται μεν στον τουρισμό της παράλιας ζώνης, αλλά οικονομικά αιμοδοτείται και από τον πρωτογενή τομέα της ενδοχώρας, όπου δρουν μικρές, στη μεγάλη πλειονότητά τους, κτηνοτροφικές μονάδες, βρέθηκα μπροστά στο παράδοξο φαινόμενο να μην υπάρχει σε σούπερ μάρκετ της περιοχής ελληνικό κρέας ούτε για… δείγμα.
«Μόνον ντόιτς!», ήταν η απάντηση που με μάλλον ειρωνικό ύφος έδινε στους καταναλωτές ο αρμόδιος υπάλληλος σε ένα από τα καταστήματα αυτής της κατηγορίας, το οποίο –ας μη βιαστεί κάποιος να βγάλει αντίθετα συμπεράσματα…- ανήκει σε εγχώρια αλυσίδα που διαφημίζει τον ελληνικό χαρακτήρα της. Ενώ, όπως διαπίστωσα στη συνέχεια, το ίδιο λίγο ως πολύ συνέβαινε και σε άλλα σούπερ μάρκετ της περιοχής τα οποία διέθεταν κρέατα γερμανικής ή άλλης προέλευσης, αλλά όχι ελληνικά.
Με άλλα λόγια, οι τουρίστες οι οποίοι καταφθάνουν στη χώρα μας καταναλώνουν –εκόντες, άκοντες- εισαγόμενα προϊόντα. Με αποτέλεσμα ένα μέρος από τις δαπάνες που κάνουν κατά την παραμονή τους στην Ελλάδα να επανεξάγεται άμεσα, αφού η εγχώρια παραγωγή στον αγροτοδιατροφικό τομέα δεν είναι ικανή να καλύψει τις –εγχώριες και μη- ανάγκες.
Για όποιον σκεφθεί ότι το περιγραφόμενο φαινόμενο της κατανάλωσης εισαγόμενου κρέατος σε μια, κατά το μάλλον ή ήττον, κτηνοτροφική περιοχή μπορεί να αποτελεί περιπτωσιολογία ή εξαίρεση, τα στοιχεία για το εμπορικό ισοζύγιο που έδωσε πρόσφατα στη δημοσιότητα η ΕΛΣΤΑΤ είναι συντριπτικά. Και καταδεικνύουν ότι απέχουν πάρα πολύ από την πραγματικότητα οι εικασίες ότι βρισκόμαστε προ του τερματισμού της κρίσης.
Οι αριθμοί είναι αδυσώπητοι. Και δείχνουν ότι, παρά τη μεγάλη «εσωτερική υποτίμηση» την οποία υπέστησαν τα εισοδήματα και η περιουσία των Ελλήνων την τελευταία επταετία, το έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου της χώρας, αντί, όπως θα περίμενε κανείς, να περιορίζεται, τουλάχιστον τα δύο τελευταία χρόνια διευρύνεται.
Πιο συγκεκριμένα, με βάση τα επίσημα συγκριτικά στοιχεία για το πρώτο εξάμηνο του έτους, η αξία των εισαγωγών (χωρίς τα πετρελαιοειδή) από 16,2 δισ. ευρώ που ήταν το 2015, ανέβηκαν στα 17,5 δισ. ευρώ, την ίδια ώρα που οι εξαγωγές από 9,1 δισ. ευρώ μόλις που ανέβηκαν στα 9,7 δισ. Αποτέλεσμα; Το έλλειμμα του εμπορικού μας ισοζυγίου από 7,1 δισ. ευρώ που ήταν το 2015, ανέβηκε στα 7,4 το 2016 και στα 7,7 δισ. ευρώ το 2017.
Συνολικά, μάλιστα, μαζί με τους λογαριασμούς των πετρελαιοειδών, το έλλειμμα για το φετινό πρώτο εξάμηνο διαμορφώθηκε στα 11,5 δισ. ευρώ, ποσό που αν αναχθεί σε ετήσια βάση οδηγεί στο αποκαρδιωτικό συμπέρασμα ότι για να επιζήσει η Ελλάδα χρειάζεται ετήσια ενίσχυση από το εξωτερικό που ξεπερνά τα 20 δισ. ευρώ.
Το γεγονός ότι το έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου ήταν υπερδιπλάσιο κατά το παρελθόν –είχε εκτιναχθεί στα 42,5 δισ. ευρώ το 2007 και έφθασε στο ποσό ρεκόρ των 44,3 δισ. ευρώ το 2008- μπορεί για κάποιους να αποτελεί παρηγοριά, σε καμία, όμως, περίπτωση δεν μπορεί να θεωρηθεί δικαιολογία για να συνεχίσουμε να ταΐζουμε τους τουρίστες που μας επισκέπτονται με κρέατα γερμανικής ή άλλης προέλευσης.
Διότι, όπως και να το κάνουμε, μπορεί σε τόσους άλλους τομείς (εργαλεία, μηχανές, αυτοκίνητα, κλπ)  η Γερμανία να διαθέτει το συγκριτικό πλεόνασμα, δεν είναι όμως ανεκτό να συμβαίνει το ίδιο και με την αγροτική παραγωγή.
Γι΄ αυτό και, πολύ περισσότερο, δεν εν μπορεί το συνεχιζόμενο υψηλό εμπορικό μας έλλειμμα να αποτελεί -μια ακόμη…- αφορμή για να… βγάλουμε τα απωθημένα κατά των Γερμανών και του Σόιμπλε ή για να ισχυριστούμε ότι μας κατέστρεψε η Κοινή Αγροτική Πολιτική (ΚΑΠ) της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως, δυστυχώς, εμφανίζεται να πιστεύει η μεγάλη πλειονότητα των Ελλήνων αγροτών οι οποίοι επιβιώνουν χάρις στις κοινοτικές επιδοτήσεις.
Η ίδια, άλλωστε, ΚΑΠ που ισχύει για τους δικούς μας παραγωγούς αγροτικών προϊόντων, ισχύει και για τους συναδέλφους τους στη Γερμανία και στη Δανία, από όπου επίσης προμηθευόμαστε το μεγαλύτερο μέρος από το χοιρινό κρέας για το… ελληνικό σουβλάκι και τον… ελληνικό γύρο που καταναλώνουμε στα εγχώρια σουβλατζίδικα.
Άρα, κάτι διαφορετικό κάνουν εκεί που δεν το κάνουμε εμείς εδώ. Και, αναμφίβολα, όσο δεν το κάνουμε, όταν πηγαίνουμε στα ελληνικά σούπερ μάρκετ και ζητάμε ντόπιο κρέας, οι υπάλληλοι θα μας λένε: «Μόνον ντόιτς»!

Τρίτη 25 Μαρτίου 2014

Οι σκιαμαχίες για το γάλα

            Η υπόθεση με το γάλα αναδεικνύει όλες τις παθογένειες του ελληνικού πολιτικού συστήματος και κυρίως την αδυναμία του να οργανώσει έναν στοιχειώδη διάλογο για μείζονα ζητήματα που αφορούν την ελληνική κοινωνία, είτε από την πλευρά του παραγωγού είτε από τη σκοπιά του καταναλωτή.
            Ας πάρουμε ένα προς ένα προς ένα προς ένα τα δεδομένα που συνθέτουν το θέμα που κυριαρχεί στην τρέχουσα επικαιρότητα και η συζήτησή του γίνεται με όρους σκιαμαχιών για την κυβερνητική σταθερότητα ή τη διαμάχη εκπροσώπων της υπαίθρου και των αστικών κέντρων που αφήνουν στο περιθώριο την ουσία που είναι η έξοδος από την οικονομική κρίση.
Ποιος, κατ΄ αρχήν, αποφάσισε ότι η αγορά γάλακτος στην Ελλάδα είναι προβληματική και πρέπει να υποστεί αλλαγές; Η ελληνική κυβέρνηση, αποφεύγοντας τις ευθύνες της να καταρτίσει ένα στοιχειώδες σχέδιο εξόδου από την κρίση, ανέθεσε στον ΟΟΣΑ να συντάξει μια έκθεση και οι προτάσεις στις οποίες κατέληξαν οι τεχνοκράτες του διεθνούς οργανισμού υιοθετήθηκαν ως «θέσφατο» από την τρόικα.
            Ποιες είναι αυτές οι προτάσεις; Λίγοι τις γνωρίζουν. Και πάντως δεν τις γνωρίζουν αρκετοί από τους καθ΄ ύλην αρμοδίους. Δεν τις γνωρίζει, πρωτίστως, το υπουργικό συμβούλιο –αλήθεια υπάρχει αυτό το θεσμικό όργανο ή… καταργήθηκε με κάποια μνημονιακή τροπολογία και δεν το… πήραμε είδηση;-, όπως δεν τις γνωρίζει και η Βουλή που θα κληθεί –υποτίθεται- να αποφασίσει.  
            Οι αρμόδιοι για την αγροτική παραγωγή υπουργοί αποκλείστηκαν από τον διάλογο που έγινε με τους εκπροσώπους της τρόικας. Και ευλόγως προκύπτουν ερωτήματα αν κάποιος εξήγησε στους εκπροσώπους των δανειστών της χώρας ότι δεν μπορεί να ξεκληριστεί ένας ολόκληρος παραγωγικός κλάδος, όπως είναι η ελληνική κτηνοτροφία, σε μια εποχή που η Ελλάδα, ούσα ελλειμματική στα τρόφιμα, έχει περισσότερο από ποτέ ανάγκη να προστατεύσει τον πρωτογενή τομέα της παραγωγής της.
            Ο αντίλογος που διατυπώνεται ότι προέχουν τα συμφέροντα των καταναλωτών που είναι περισσότεροι από τους παραγωγούς, μπορεί να ακούγεται βάσιμος, δεν είναι, όμως, πειστικός. Και πρώτα –πρώτα διότι όποιος έχει αίσθηση των πραγμάτων, εύκολα αναγνωρίζει ότι το μεγαλύτερο έλλειμμα που έστειλε την Ελλάδα στα βράχια της χρεοκοπίας ήταν πρωτίστως εκείνο του ισοζυγίου των εξωτερικών συναλλαγών της χώρας που αποτέλεσε τη βάση για τον υπερδανεισμό και όλα τα δεινά που αυτός επέφερε. Δεν χρειάζεται, άλλωστε, να έχει εντρυφήσει κανείς τον Ντέιβιντ Ρικάρντο για να αντιληφθεί ότι όταν μια χώρα εισάγει τα πάντα, δεν έχει καμία τύχη στον διεθνή καταμερισμό. 
            Επιπλέον, η ελληνική αγορά είναι από ετών ελεύθερη για τις εισαγωγές γάλακτος, αφού, καλώς ή κακώς, είμαστε ελλειμματική ως χώρα και σε αυτόν τον τομέα. Όπως και στο κρέας και σε τόσα άλλα αγαθά της πρωτογενούς παραγωγής, με εξαίρεση τα ψάρια και τα νωπά φρούτα. Τα εισαγόμενα προϊόντα, από τα σκόρδα Κίνας ως τα φασόλια Τουρκίας και από τα αμύγδαλα Μολδαβίας ως τα λεμόνια Αργεντινής, μπαίνουν χωρίς εμπόδια στην αγορά μας. Πολλές φορές, μάλιστα, από αβελτηρία των ελεγκτικών μηχανισμών, βαφτίζονται «ελληνικά» για να μπορούν να πωλούνται ακριβότερα και να προσελκύουν τους συνήθως ανυποψίαστους καταναλωτές.
            Στην ελληνική αγορά υπάρχουν διάφορα γάλατα και ο καταναλωτής έχει δυνατότητα επιλογής. Γι΄ αυτό και η ισοπέδωση που λέγεται ότι επιχειρείται –αφού την τελική ρύθμιση, όπως προείπαμε, λίγοι τη γνωρίζουν- δεν μπορεί να γίνει ανεκτή. Στοιχειώδης υποχρέωση μιας ευνομούμενης πολιτείας είναι να επιβάλει κανόνες για την  προστασία και των παραγωγών και των καταναλωτών.
            Η σήμανση, για παράδειγμα, για την προέλευση του γάλακτος είναι ένα μέτρο που δεν προστατεύει μόνον τον παραγωγό, αλλά και τον καταναλωτή. Όπως το ίδιο συμβαίνει και με την ευκρινή αναγραφή στις συσκευασίες του γάλακτος για την επεξεργασία που έχει υποστεί, αν, δηλαδή, είναι γάλα υψηλής ή χαμηλής παστερίωσης.
Το ελληνικό γάλα, όντως, είναι ακριβότερο από το εισαγόμενο, αλλά δεν νομίζω ότι αυτός είναι σοβαρός λόγος για να καταστρέψουμε την εγχώρια παραγωγή, ακόμη και αν ορισμένοι αφελώς φανατικοί διατείνονται ότι αφορά μόνον «τριάμισι χιλιάδες ανθρώπους» (!). Πολύ περισσότερο που κάποιος μπορεί να επιλέξει το φθηνότερο γάλα μακράς διαρκείας που εισάγεται από το εξωτερικό. Είτε, όμως, επιλέξει ελληνικό ακριβό, είτε εισαγόμενο φθηνό, το μείζον είναι να ξέρει ο καταναλωτής τι αγοράζει.
Με άλλα λόγια, δεν μπορεί να καταστρέψουμε την παραγωγή μας, μόνον και μόνον για να γίνει ευκολότερη η εισαγωγή μεγαλύτερων ποσοτήτων από το εξωτερικό, όπως φαίνεται να είναι η επιδίωξη όσων επιβάλουν τη λεγόμενη «απελευθέρωση» της αγοράς γάλακτος.     
            Υπό αυτές τις συνθήκες, οι αντιδράσεις που εκδηλώνονται από ορισμένους βουλευτές –έστω και αν κάποιοι περιλαμβάνονται στους «συνήθεις υπόπτους» και θα εύρισκαν, ούτως ή άλλως, έναν λόγο για να διαμαρτύρονται- δεν μπορεί να χαρακτηρίζονται εκ προοιμίου αδικαιολόγητες. Όσο οι αποφάσεις επιβάλλονται «απ΄ έξω» και εκείνοι που καλούνται να τις επικυρώσουν δεν έχουν λόγο γι’  αυτές, δεν μπορεί να ελπίζει κανείς ότι οι λύσεις που δίνονται εξυπηρετούν το δημόσιο συμφέρον.
Το χειρότερο, δε, όλων είναι ότι ακόμη και αν στο τέλος βρεθεί η βέλτιστη λύση, οι εντυπώσεις που θα έχουν μείνει στους πολίτες από τις σκιαμαχίες που προηγήθηκαν θα είναι τέτοιες που δεν θα πείθουν κανέναν. Και αυτό είναι μάλλον πιο βλαπτικό για την πολιτική σταθερότητα από αν πουν ένας ή δύο βουλευτές «όχι» στην επίμαχη ρύθμιση.