Συνολικές προβολές σελίδας

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα εκλογικός νόμος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα εκλογικός νόμος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 23 Ιουνίου 2023

Πολυφωνία ή κατακερματισμός; Δύο όψεις του ίδιου διλήμματος στην κάλπη της Κυριακής

Σε λίγες ώρες ολοκληρώνεται μια από τις πλέον ιδιότυπες προεκλογικές περιόδους των τελευταίων 180 χρόνων κατά τα οποία γίνονται βουλευτικές εκλογές στην Ελλάδα.

Όσο και αν είναι αλήθεια ότι είχε τις δικές της ιδιαιτερότητες η καθεμιά από τις περίπου 70 φορές που οι Έλληνες κληθήκαμε, από το 1843 και εντεύθεν, στις κάλπες για να εκλέξουμε τα μέλη της Εθνικής Αντιπροσωπείας, ουδείς μπορεί να αρνηθεί ότι η εκλογική διαδικασία που ολοκληρώνεται την προσεχή Κυριακή θα καταλάβει μια ξεχωριστή θέση ανάμεσα στις αναμετρήσεις που διεξήχθησαν από την καθιέρωση των κοινοβουλευτικών θεσμών στη χώρα που γέννησε τη Δημοκρατία.

Με απόλυτο ρεαλισμό και χωρίς διάθεση να προκαταλάβουμε την ψήφο των Ελλήνων, νομίζω ότι πρέπει να αναγνωρίσουμε την πραγματικότητα που λέει ότι είναι η πρώτη φορά στην ελληνική κοινοβουλευτική ιστορία που όλοι είμαστε βέβαιοι για το κόμμα που θα αναδειχθεί πρώτο από τις κάλπες και ο αρχηγός του τη Δευτέρα θα λάβει εντολή για να σχηματίσει τη νέα κυβέρνηση. Όποιος είναι δύσπιστος δεν έχει παρά να αναζητήσει το σποτ του Παύλου Πολάκη με το οποίο ο «αψύς Σφακιανός» κάνει απεγνωσμένη έκκληση στο θυμικό των ψηφοφόρων για τη… σωτηρία της βουλευτικής έδρας του στα Χανιά.

Η απειλή να μείνει το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης χωρίς έδρα στην περιφέρεια που πολιτεύεται ο κ. Πολάκης είναι πολύ μεγάλη. Όπως το ίδιο θα συμβεί και σε αρκετές άλλες περιφέρειες, ακόμη και αν πετύχει τον άθλο να διατηρήσει τα ίδια ποσοστά που πήρε τον περασμένο μήνα. Όλα τα προγνωστικά λένε ότι η θηριώδης διαφορά η οποία χώριζε το πρώτο από το δεύτερο κόμμα πριν από πέντε εβδομάδες, που έγιναν οι προηγούμενες εκλογές, είναι πιθανότερο να αυξηθεί παρά να μειωθεί.

Η συγκεκριμένη παραδοχή, πάντως, δηλαδή η αναγνώριση ότι η Νέα Δημοκρατία θα αποσπάσει στην επαναληπτική κάλπη ποσοστό που θα της εξασφαλίζει αυτοδυναμία, την οποία θα κατακτήσει -βρέξει, χιονίσει- αν μείνει βρεθεί στην περιοχή του 40% -στις 21 Μαΐου είχε 40,79%- δεν σημαίνει ότι δεν μετράει και η τελευταία ψήφος που θα πέσει στην κάλπη. Εξάλλου, πέρα από την εξασφαλισμένη νεοδημοκρατική πρωτιά, την ερχόμενη Κυριακή θα κριθούν και άλλα ζητούμενα αυτής της εκλογικής αναμέτρησης.

Το εύρος της κοινοβουλευτικής αυτοδυναμίας που θα διαθέτει η ΝΔ του Κυριάκου Μητσοτάκη είναι ένα από αυτά. Για παράδειγμα, με το ίδιο ποσοστό που έλαβε στις τελευταίες εκλογές, η κεντροδεξιά παράταξη θα εξέλεγε 171 βουλευτές, επειδή ήταν πολύ υψηλό το ποσοστό των κομμάτων που δεν κατάφεραν να περάσουν το όριο του 3% για να εκλέξουν βουλευτές. Οι εκτός Βουλής σχηματισμοί έφθασαν στο 16,01% επί του συνόλου του εκλογικού σώματος που είναι ένα από τα υψηλότερα ποσοστά των μεταπολιτευτικών χρόνων.

Οι προβλέψεις για τις επερχόμενες κάλπες θέλουν το ποσοστό αυτό να περιορίζεται, εξαιτίας του γεγονότος ότι, όπως τουλάχιστον δείχνουν οι δημοσκοπήσεις, τον πήχη για την εκλογή βουλευτών μπορούν να περάσουν επιπλέον δύο -ή ίσως και τρία- κόμματα. Με μικρότερες ή μεγαλύτερες αξιώσεις, την πόρτα της επόμενης Βουλής, πέραν της ΝΔ, του ΣΥΡΙΖΑ, του ΠΑΣΟΚ, του ΚΚΕ και της Ελληνικής Λύσης, που πέρασαν το κατώφλι τον Μάιο, κρούουν αυτή τη φορά η Πλεύση Ελευθερίας, η Νίκη και ενδεχομένως το μόρφωμα «Σπαρτιάτες» που έλαβε τις ευλογίες του έγκλειστου στις φυλακές πρώην χρυσαυγίτη βουλευτή Ηλία Κασιδιάρη.

Οι απόψεις για το κατά πόσο είναι υγιής προοπτική για τη Δημοκρατία ένας τέτοιος κατακερματισμός διίστανται. Στο όνομα της πολυφωνίας, ορισμένοι θεωρούν θετικό γεγονός την είσοδο πολλών κομμάτων στη Βουλή. Ο αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ Αλέξης Τσίπρας, ωστόσο, αν και εισήγαγε την απλή αναλογική, που αυτός ακριβώς ο ρόλος της, να εξασφαλίζει δηλαδή ότι θα ακούγονται περισσότερες φωνές στο κοινοβουλευτικό ημικύκλιο, εμφανίστηκε πρόσφατα μετανοημένος. Υποστήριξε ότι «η ΝΔ θέλει μια επτακομματική ή οκτακομματική Βουλή, γραφική και απαξιωμένη». Και γι΄ αυτό ο ίδιος κάλεσε «κάθε προοδευτικό και δημοκρατικό πολίτη να αποτρέψει αυτή την τρομακτική εκδοχή, στην κάλπη».

Αν το καλοσκεφθούμε, βεβαίως, η είσοδος πολλών μικρών κομμάτων στη νέα Βουλή μάλλον θα πλήξει παρά θα ευνοήσει τη Νέα Δημοκρατία. Από τη μια, κατ΄ αυτόν τον τρόπο θα περιοριστεί ο αριθμός των βουλευτών που θα συγκροτούν την επόμενη πλειοψηφία. Με τα εκτός Βουλής κόμματα στο 1% η ΝΔ με, π.χ., 41% θα εκλέξει 154 βουλευτές. Ενώ αν το άθροισμα των ψήφων που δεν θα μετατραπούν σε έδρες φθάσει στο 10% τότε η γαλάζια πλειοψηφία θα απαρτίζεται από 164 βουλευτές. Με λίγα λόγια, το κόμμα του Κυριάκου Μητσοτάκη θα προσποριστεί επιπλέον δέκα έδρες που θα κάνουν πολύ πιο άνετη την πλειοψηφία του.

Από την άλλη, μια Εθνική Αντιπροσωπεία με οκτώ ή και εννέα κόμματα, έναντι έξι που εκπροσωπούνταν την προηγούμενη τετραετία 2019-2023, είναι εύκολο να αντιληφθεί όποιος ενδιαφέρεται για την ποιότητα του κοινοβουλευτικού διάλογου ότι δεν θα είναι καθόλου λειτουργική. Κάντε εικόνα μια προσεχή συζήτηση των πολιτικών αρχηγών που θα ξεκινά με ομιλία του πρωθυπουργού και θα πρέπει να τοποθετηθούν αλληλοδιαδόχως άλλοι οκτώ ηγέτες και ηγετίσκοι, οι οποίοι θα διαγκωνίζονται και μεταξύ τους για το ποιος θα εκστομίσει την εντυπωσιακότερη ατάκα ώστε να κερδίσει τις εντυπώσεις, προτού ξαναπάρει τον λόγο ο επικεφαλής της κυβέρνησης για να απαντήσει στις αιτιάσεις που θα δεχθεί από τόσες διαφορετικές κατευθύνσεις. Πόσοι άραγε συμπολίτες μας θα έχουν την… υπομονή να περιμένουν να τον ξανακούσουν;

Ας τα έχουμε όλα αυτά υπόψιν μας την Κυριακή που θα πάμε να ψηφίσουμε. Γιατί απαιτείται να πάμε. Και ας ψηφίσει ο καθένας με βάση τις προτιμήσεις και τη συνείδησή του, όπως ακριβώς επιτάσσουν οι κανόνες λειτουργίας ενός δημοκρατικού Πολιτεύματος.

Υ.Γ.: Α, και κάτι τελευταίο. Τρίτη κάλπη για να ξαναδιορθώσουμε την ψήφο μας όσοι μετανιώσουμε και πάλι γι΄ αυτή, δεν προβλέπεται να υπάρξει.

Παρασκευή 14 Απριλίου 2023

Τα προεκλογικά «λόγια του αέρα»

Δεν μου συμβαίνει συχνά και γι΄ αυτό σπεύδω να επισημάνω εξ αρχής ότι βρίσκω… λογική την άποψη που εξέφρασε πρόσφατα ο Αλέξης Τσίπρας ότι «όλα όσα προεκλογικά λέγονται θα είναι πολύ διαφορετικά με αυτά που μετεκλογικά θα αποφασισθούν» (Star Channel 10/4/2023).

Μπορεί να εξέπληξε ολίγον η ωμότητα με την οποία εκφράστηκε ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης και να ξένισε η παραδοχή ενός πρώην πρωθυπουργού ότι «προεκλογικά λέγονται πολλά λόγια του αέρα», αλλά σίγουρα συνιστά αυταπάτη να πιστέψουμε ότι οι προεκλογικές εξαγγελίες των κομμάτων συνιστούν θέσφατα που είναι γραμμένα στην πέτρα.

Ο βασικός λόγος για τον οποίο ισχύει αυτό είναι επειδή ανάμεσα στα προεκλογικά ζητούμενα και στα μετεκλογικά δεδομένα μεσολαβεί ένα συγκλονιστικό γεγονός που είναι το αποτέλεσμα της κάλπης στο οποίο αποτυπώνεται η βούληση του εκλογικού σώματος. Βούληση που, από τη μια, δεν μπορεί κανείς να την προδικάσει προτού να ανοίξουν οι κάλπες και, από την άλλη, ουδείς δικαιούται να την παραβλέψει όταν κλείσουν οι κάλπες και γίνει γνωστή η λαϊκή ετυμηγορία.

Με άλλα λόγια, χωρίς να δικαιολογούνται όσοι καταφεύγουν σε υπερφίαλους βερμπαλισμούς και άλματα λογικής για να προσποριστούν περισσότερες ψήφους, δεν είναι υποχρεωτικό να επιμένουν όλοι στα προεκλογικά τους «θέλω» και να μην λαμβάνουν υπόψιν τους τα μετεκλογικά «μπορώ». Θεωρητικώς, άλλωστε, μιλώντας είναι γεγονός ότι όλοι οι υποψήφιοι που κατεβαίνουν στην εκλογική κονίστρα ξεκινούν από την ίδια αφετηρία και κατευθύνονται προς τον ίδιο τερματισμό με στόχο να κόψουν πρώτοι το νήμα.

Όσο και αν στην πράξη τα πράγματα διαφοροποιούνται, δύσκολα μπορεί κάποιος να απαιτήσει από όσους πολιτεύονται να αναγνωρίσουν εκ των προτέρων ότι δεν είναι ταγμένοι στον στόχο της νίκης. Το λέει, εξάλλου, τόσο παραστατικά ο μελοποιημένος από τον Μάνο Χατζιδάκι στίχος του Ιάκωβου Καμπανέλλη, σύμφωνα με τον οποίο «όποιος στη μάχη πάει για να πεθάνει, στρατιώτη μου, για πόλεμο δεν κάνει…».

Υποχρέωση των κομμάτων -και πρωτίστως της ηγεσίας και των στελεχών τους- είναι να παρουσιάζουν προεκλογικά τις προγραμματικές θέσεις τους και αφού αυτές τεθούν, όπως και οι ικανότητες των προσώπων που προτείνουν για να αναλάβουν αξιώματα, στη βάσανο της λαϊκής κρίσης. Μετά τις εκλογές η υποχρέωση όλων αλλάζει και επικεντρώνεται πλέον στην αποτίμηση και στον βαθμό ανταπόκρισης των πολιτών σε όσα επαγγέλθηκαν.

Εφόσον οι πολίτες εγκρίνουν τις προτάσεις τους, δεν έχουν παρά να επιχειρήσουν να τις εφαρμόσουν. Αν, αντιθέτως, τις απορρίψουν εκείνο που πρέπει να κάνουν είναι να παραχωρήσουν το γήπεδο της εφαρμογής σε όσους πλειοψήφισαν και να περιοριστούν στον ρόλο του ελέγχοντος στον οποίο τους έταξε η ετυμηγορία του εκλογικού σώματος. 

Έτσι επιβάλουν οι κανόνες της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας και έτσι συμβαίνει στις προηγμένες ευρωπαϊκές χώρες. Η πλειοψηφία κυβερνά και η μειοψηφία ασκεί το αντιπολιτευτικό της καθήκον, αγωνιζόμενη να γίνει εκείνη πλειοψηφία και να αναλάβει σε επόμενη φάση τις ευθύνες της διακυβέρνησης.

Αλλά μιας και ξεκινήσαμε με τις απόψεις του Αλέξη Τσίπρα, νομίζω ότι πρέπει επιπλέον να του αναγνωριστεί και η εξίσου εντυπωσιακή δήλωση ότι δεν προτίθεται να επιχειρήσει τον σχηματισμό κυβέρνησης συνεργασίας εφόσον ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι πρώτο κόμμα στην τελική εκλογική κατάταξη. 

Ο ίδιος μάλιστα μίλησε για «κυβέρνηση ηττημένων» και την απέκλεισε ακόμη και αν την καθιστούν δυνατή τα αριθμητικά δεδομένα των βουλευτικών εδρών που θα προκύψουν από την κάλπη της απλής αναλογικής.

Η αλήθεια είναι ότι η τοποθέτησή του αυτή έρχεται σε ευθεία αντίθεση με την πρωτοβουλία που ανέλαβε όταν ήταν πρωθυπουργός να ψηφίσει το σύστημα της απλής αναλογικής το οποίο είναι το μόνο που παρέχει τη δυνατότητα σχηματισμού κυβέρνησης χωρίς τη συμμετοχή του πρώτου -σε ψήφους και άρα έδρες- κόμματος. 

Παρά ταύτα, αν όντως εννοεί όσα λέει o πρώην πρωθυπουργός και δεν εντάσσονται οι συγκεκριμένες απόψεις του στον αφορισμό του για τα «προεκλογικά λόγια του αέρα», θα μπορούσε να του… πιστωθεί πολιτική γενναιότητα.

Η προϊστορία, βεβαίως, δεν αφήνει πολλά περιθώρια για μια τέτοια… πίστωση. Κυρίως επειδή έχει προηγηθεί η οδυνηρή εμπειρία με το «όχι» του δημοψηφίσματος του Ιουλίου 2015 που μετατράπηκε εν μια νυκτί σε «ναι» σε ένα βαρύτατο τρίτο Μνημόνιο. Αλλά επειδή αρκετοί δεν ενοχλήθηκαν τότε και μάλιστα του έδωσαν δεύτερη ευκαιρία στις εκλογές που έγιναν αμέσως μετά την περιβόητη «κωλοτούμπα», ίσως να μην ενοχληθούν και τώρα.

Σε κάθε περίπτωση, το ζήτημα της επερχόμενης εκλογικής αναμέτρησης, αλλά και κάθε εκλογικής αναμέτρησης, είναι τι θα κάνει και ποιους θα εμπιστευθεί η πλειονότητα των πολιτών. 

Γι΄ αυτό και πρέπει ο καθένας μας να μετρήσει πολύ καλά που θα δώσει τον ψήφο του. Καθήκον μας, στο τέλος – τέλος, είναι να ξεχωρίσουμε τι από όσα θα ακούσουμε στις πέντε βδομάδες που μας χωρίζουν από τις κάλπες της 21ης Μαΐου, συνιστά «προεκλογικά λόγια του αέρα» και τι όχι.

Δύσκολο μεν, επιβεβλημένο δε!

Παρασκευή 17 Μαρτίου 2023

Μήπως οι μετρήσεις μάς δείχνουν μεγάλο συνασπισμό;

Όταν ο έμπειρος και καταξιωμένος αναλυτής Θωμάς Γεράκης της γνωστής εταιρίας ερευνών Marc ανέλαβε το επαγγελματικό ρίσκο να δημοσιοποιήσει την πρώτη μέτρηση με τις διαθέσεις των Ελλήνων, αμέσως μετά το τραγικό σιδηροδρομικό δυστύχημα των Τεμπών που συγκλόνισε το πανελλήνιο, ήταν αρκετοί οι δημοσιολογούντες που έσπευσαν να του επιτεθούν με ανοίκεια μέσα και χαρακτηρισμούς που δεν υπάρχει λόγος να επαναληφθούν.

Δεν ήταν η πρώτη φορά που ο αγγελιαφόρος γίνεται στόχος, αλλά ήταν από τις λίγες φορές που η «είδηση» που μετέφερε επιβεβαιώθηκε τόσο γρήγορα και τόσο πανηγυρικά. Αμέσως μετά την έρευνα της Marc, η μια μετά την άλλη, οι δημοσκοπήσεις που βλέπουν το φως δίνουν με εντυπωσιακή ακρίβεια τα ίδια ευρήματα. 

Σε όλες, χωρίς εξαίρεση, τις έρευνες καταγράφεται ο θυμός των πολιτών που προκαλεί υποχώρηση της δύναμης της κυβερνητικής παράταξης η οποία φθάνει μεν στα χαμηλότερα επίπεδα της τελευταίας επταετίας, πλην, όμως, δεν στερείται την πρωτιά.

Όπως, επίσης, κατέδειξαν και οι επόμενες έρευνες που διενήργησαν η GPO, η ΜRΒ, η Prorata, η Pulse και η Metron Analysis, τις απώλειες της ΝΔ δεν τις καρπώνονται ούτε ο ΣΥΡΙΖΑ που παραμένει «ακίνητος», ούτε το ΠΑΣΟΚ το οποίο βολοδέρνει στο φάσμα μεταξύ του μονοψήφιου και του διψήφιου ποσοστού. 

Καλώς ή κακώς, οι πολίτες φαίνεται να χρεώνουν τις ευθύνες για το δυστύχημα σε όλα τα κόμματα που διαχειρίστηκαν τις τύχες της χώρας τα τελευταία χρόνια. Περισσότερο στη σημερινή κυβέρνηση, αλλά και οι προηγούμενες δεν θεωρούνται άμοιρες ευθυνών.

Έτσι, άλλωστε, εξηγείται γιατί οι διαρροές ψήφων από τη Νέα Δημοκρατία κατευθύνονται είτε προς τη λεγόμενη «αδιευκρίνιστη ψήφο», στην οποία αθροίζονται άκυρα, λευκά και αναποφάσιστοι, είτε προς τους μικρότερους σχηματισμούς, οι οποίοι στην πλειονότητά τους ενισχύονται, αλλά ουδείς εξ αυτών σε βαθμό που να προοιωνίζεται συνθήκες ανατροπής του διαμορφωμένου εδώ και χρόνια σκηνικού.

Με άλλα λόγια και σε πείσμα των κάθε λογής συνωμοσιολόγων, που τα βρίσκουν όλα στημένα και προσυνεννοημένα, οι μετρήσεις εν γένει αποτυπώνουν λίγο ως πολύ τις ίδιες τάσεις. 

Οι εταιρίες, οι οποίες στην αρχή της πανδημίας έδειχναν την κυβερνητική παράταξη να προηγείται με σχεδόν είκοσι μονάδες της αξιωματικής αντιπολίτευσης, αποτυπώνουν τώρα προβάδισμα ψαλιδισμένο στις τρεις με τέσσερις μονάδες, που με τις αναγωγές μπορεί να φθάνει το πολύ έως τις επτά.

Το πρώτο ενδιαφέρον συμπέρασμα που εξάγεται από το πρόσφατο δημοσκοπικό κύμα είναι ότι έπειτα από μεγάλο χρονικό διάστημα ανούσιων αμφισβητήσεων και άγονων αντιπαραθέσεων, οι πολιτικές δυνάμεις της χώρας αρχίζουν να συμφιλιώνονται με την αυτονόητη παραδοχή ότι οι δημοσκοπήσεις δεν είναι παρά «φωτογραφίες της στιγμής» και σε καμία περίπτωση δεν αποτελούν «εντολές γραμμένες στις πλάκες του Μωυσή». 

Όταν αλλάζουν οι συνθήκες, αλλάζουν και οι δημοσκοπήσεις.

Ακόμη πιο ενδιαφέρον, όμως, είναι το συμπέρασμα που εξάγεται από τα αριθμητικά δεδομένα των μετρήσεων τα οποία, σε τούτη τουλάχιστον τη φάση, καταγράφουν την αδυναμία συγκρότησης μονοκομματικής κυβέρνησης τόσο κατ΄ εφαρμογήν του εκλογικού συστήματος της απλής αναλογικής, που θα ισχύσει στην επερχόμενη κάλπη, όσο και με τον εκλογικό νόμο της ενισχυμένης αναλογικής που ψήφισε η σημερινή κυβέρνηση και η ισχύς του οποίου θα ξεκινήσει από την μεθεπόμενη κάλπη.

Οι επιδόσεις των κομμάτων εξουσίας (ΝΔ, ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ) είναι τέτοιες που, αν δεν αλλάξουν δραστικά τα δεδομένα, στη φάση της απλής αναλογικής, δεν πρόκειται να ξεπεράσει τον πήχη της κυβερνητικής αυτοδυναμίας (151 βουλευτές) ούτε το άθροισμα των εδρών που αναμένεται να λάβουν η ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ, ούτε η πρόσθεση των βουλευτών που θα εκλέξουν ο ΣΥΡΙΖΑ, το ΠΑΣΟΚ και το ΜέΡΑ 25, ακόμη και αν το τελευταίο περάσει, όπως δείχνουν οι πρόσφατες μετρήσεις, καταφέρει να περάσει το κατώφλι του 3% που δίνει εισιτήριο για την επόμενη κοινοβουλευτική σύνθεση.

Παρόλο που στην παρούσα φάση, οι φανατικοί -και όχι μόνον- όλων των πλευρών το ξορκίζουν, είναι βέβαιο ότι το βράδυ της ημέρας κατά την οποία θα εκφραστεί η λαϊκή ετυμηγορία, το σενάριο της συνεργασίας θα τεθεί στον δημόσιο διάλογο εφόσον τα αποτελέσματα της κάλπης προσομοιάζουν με αυτά που δείχνουν οι τελευταίες μετρήσεις. 

Άλλωστε, ακόμη και αν προκύψει αυτοδυναμία, αυτή δεν μπορεί παρά να είναι οριακή, τόσο μετά την πρώτη όσο και μετά την δεύτερη εκλογική αναμέτρηση.

Με την ενισχυμένη αναλογική, για παράδειγμα, το πρώτο κόμμα για να διαθέτει 151 βουλευτές θα πρέπει να ξεπεράσει το 37,5% των ψήφων. Πόσο σταθερή, όμως, θα είναι μια τέτοια κυβέρνηση; Ας το αναλογιστούν τα στελέχη και οι οπαδοί της ΝΔ που ενδεχομένως δυσκολεύονται να δουν το κόμμα τους να μοιράζεται τα «λάφυρα» της εξουσίας. Και ας το σκεφθούν οι φίλοι του ΣΥΡΙΖΑ και κυρίως όσοι εξ αυτών δεν επιθυμούν απλώς να πάρουν τη ρεβάνς.

Μετά και τα πρόσφατα δραματικά γεγονότα, η εμπιστοσύνη των πολιτών στις μονοκομματικές κυβερνήσεις φαίνεται να μειώνεται.

Ταυτόχρονα, η στροφή προς το Κέντρο και την ήπια προεκλογική αντιπαράθεση που δείχνει να κάνει ο αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος τις τελευταίες εβδομάδες παίρνει αποστάσεις από τον «πολακισμό», διευκολύνει τον διάλογο για την εξεύρεση ενός βιώσιμου κυβερνητικού σχήματος ικανού να οδηγήσει τη χώρα στο μέλλον.

Άλλωστε, οι περιπτώσεις του Ισραήλ και της Βουλγαρίας που την τελευταία διετία οδηγούνται σε ατέρμονες εκλογικές αναμετρήσεις χωρίς να επιτυγχάνουν κυβερνητική σταθερότητα, αποτελούν παραδείγματα προς αποφυγή. 

Στις νέες συνθήκες που δημιουργούνται, τόσο από τις διεθνείς όσο και από τις εγχώριες εξελίξεις, το αίτημα για συνεννόηση των βασικών πολιτικών δυνάμεων γίνεται επιτακτικότερο από ποτέ.

Γι΄ αυτό και ο λεγόμενος μεγάλος συνασπισμός, δηλαδή η συγκυβέρνηση ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ δεν μπορεί να αποκλείεται a priori. Καθώς πλέον οι διαφορές που χωρίζουν τις κυρίαρχες πολιτικές δυνάμεις δεν είναι -εξαιρουμένων των φιλοδοξιών για την ανάληψη θώκων- τόσο μεγάλες, μοιραία η προοπτική της συνεργασίας τους θα αποτελέσει αντικείμενο συζητήσεων.

Αν οι συζητήσεις αυτές ευοδωθούν, πολλά πράγματα είναι δυνατόν να αλλάξουν προς το καλύτερο. Μπορεί τα ένθεν κακείθεν άκρα να φρυάξουν, πλην όμως σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο η πολυπόθητη επενδυτική βαθμίδα θα αποτελέσει πολύ σύντομα μια υπαρκτή πραγματικότητα που θα απογειώσει την ελληνική οικονομία και θα ανακουφίσει την ελληνική κοινωνία η οποία βιώνει ακόμη δυσκολίες που ορθώθηκαν στον δρόμο της εξαιτίας της μνημονιακής επέλασης.

Αν ρωτάτε πόσο πιθανό είναι να συμβεί κάτι τέτοιο, προσωπικά δεν τρέφω μεγάλες αυταπάτες. Γι΄ αυτό και η απάντηση που δίνω είναι απλή: από λίγο έως ελάχιστα. Αλλά ποιος μας εμποδίζει να ελπίζουμε και να προσδοκούμε το καλύτερο;

Παρασκευή 8 Ιανουαρίου 2021

Ποιος φοβάται τις εκλογές;

 Ξεκινώντας λίγο ανορθόδοξα τούτο το κείμενο, δεν θα δυσκολευτώ να αναγνωρίσω ότι το αγαπημένο σπορ για αρκετούς δημοσιογράφους του πολιτικού ρεπορτάζ είναι να γράφουν ή να μεταδίδουν πληροφορίες για επικείμενες κυβερνητικές αλλαγές ή για επερχόμενες πρόωρες κάλπες. Έχω κι ο ίδιος αναρωτηθεί πολλές φορές αν τα σενάρια περί ανασχηματισμού ή εκλογών είναι απλώς προϊόν επαγγελματικής ευκολίας ή αν πρόκειται για αναπαραγωγή άλλοτε της φοβίας και άλλοτε της προσδοκίας κάποιων πολιτικών δυνάμεων.

Το συμπέρασμα στο οποίο κατατείνω είναι δεν υπάρχει ενιαίος κανόνας. Είναι αληθές ότι περισσότερο η ανασχηματολογία και λιγότερο η εκλογολογία συνιστούν έτοιμη δημοσιογραφική τροφή που δεν απαιτείται πολύς κόπος για τη διάθεση και την κατανάλωσή της. Από την άλλη, όμως, κάποιες φορές δικαίως του λόγου δεν δίνεται σημασία στις δημόσιες διαψεύσεις στις οποίες συχνά καταφεύγουν οι ίδιοι που στο παρασκήνιο διοχετεύουν τις διαρροές των σεναρίων που τα μέσα ενημέρωσης δεν μπορούν παρά να αναπαράγουν.

Ουδείς, άλλωστε, μπορεί να αρνηθεί ότι σε χώρες χωρίς θεσμική σταθερότητα, όπως αναμφισβήτητα είναι η Ελλάδα, το ανακάτεμα της «τράπουλας» υποκαθιστά συχνά τα ελλείμματα στην παραγωγή πολιτικής που προκαλεί η ακατάσχετη προεκλογική υποσχεσιολογία. Όπως επίσης και δεν μπορεί να παραβλέψει κάποιος ότι, ειδικά στο θέμα των εκλογών, η εκάστοτε κυβέρνηση –και για την ακρίβεια ο αρχηγός της- έχει το πεπόνι και το μαχαίρι και λαμβάνει αποφάσεις για προσφυγή στις κάλπες με ιδιοτελείς σκοπιμότητες.

Για να είμαστε ειλικρινείς πρέπει να παραδεχθούμε ότι το συγκεκριμένο φαινόμενο δεν είναι ακραιφνώς ελληνικό. Για παράδειγμα, στο Ισραήλ, το οποίο βρίσκεται σε προεκλογική περίοδο, οι πολίτες καλούνται να ψηφίσουν για τέταρτη φορά μέσα σε μόλις δύο χρόνια. Ο κυβερνητικός συνασπισμός που μετά βασάνων και κόπων σχημάτισαν τα δύο μεγαλύτερα κόμματα μετά την τρίτη εκλογική αναμέτρηση κατέρρευσε και έτσι η συμφωνία να μοιραστούν την τετραετή θητεία του πρωθυπουργού οι ηγέτες τους δεν πρόκειται να ισχύσει.

Ο Μπέντζαμιν Νετανάχιου, ο οποίος διατήρησε τον πρωθυπουργικό θώκο για το πρώτο μισό της τετραετίας, όταν είδε ότι απέκτησε δημοσκοπικό αέρα για να κυβερνήσει χωρίς τον αντίπαλο στον οποίο θα παρέδιδε την εξουσία για το δεύτερο μισό, δεν είχε τον παραμικρό δισταγμό να αφήσει τη συγκυβέρνηση να διαλυθεί και τον άσπονδο «συνεταίρο» του στα κρύα του λουτρού. Δυστυχώς, έτσι είναι η πολιτική και όποιος το αρνείται δεν κάνει τίποτε περισσότερο από το να εθελοτυφλεί ή να ονειροβατεί.

Μετά τον πρόσφατο ανασχηματισμό της κυβέρνησης του Κυριάκου Μητσοτάκη, ο οποίος επιβεβαιώθηκε αφού, όπως συνήθως συμβαίνει, νωρίτερα είχε διαψευστεί αρκετές φορές, φούντωσαν και πάλι τα σενάρια που θέλουν τα Μέγαρο Μαξίμου να προλειαίνει το έδαφος έτσι ώστε να προκηρύξει εκλογές μόλις το εμβολιαστικό πρόγραμμα κατά του κορωνοϊού προχωρήσει σε βαθμό τέτοιο που να αποτελεί σήμα ότι αφήνουμε πίσω μας την πανδημία.

Η αύξηση του αριθμού των στελεχών του κυβερνητικού σχήματος σε επίπεδα που μόνον σε προεκλογικές περιόδους συναντώνται, η μεταβολή της ισορροπίας ανάμεσα στους βουλευτές και τους τεχνοκράτες που συμμετέχουν στην κυβέρνηση υπέρ των πρώτων που συμβάλουν περισσότερο στην συγκομιδή των ψήφων, καθώς και η «αλλαγή φρουράς» στην ηγεσία του υπουργείου Εσωτερικών που έχει την αρμοδιότητα για τη διεξαγωγή των εκλογών είναι μόνον τρεις από τις βάσιμες ενδείξεις που μαρτυρούν τους κυβερνητικούς σχεδιασμούς.

Ο νέος υπουργός Εσωτερικών Μάκης Βορίδης προέβη ήδη σε διαψεύσεις, ενώ το ίδιο προτίθεται, κατά πληροφορίες, να κάνει τις επόμενες μέρες και το Μέγαρο Μαξίμου. Οι λόγοι είναι προφανείς. Ό,τιδήποτε άλλο θα ήταν αδιανόητο στην παρούσα συγκυρία που η φονική πανδημία βρίσκεται σε έξαρση. Ας μη γελιόμαστε, όμως, όσες διαψεύσεις και αν γίνουν, οι πιθανότητες να πάμε σε εκλογές μέσα στο 2021 είναι πολλές. Το δέλεαρ για την κυβερνητική παράταξη, που προκύπτει από τις μετρήσεις της κοινής γνώμης, είναι τόσο μεγάλο που δύσκολα θα το απεμπολήσει.

Με παντοίους τρόπους, άλλωστε, ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης Αλέξης Τσίπρας και τα στελέχη του κόμματός του συνδράμουν τους κυβερνητικούς σχεδιασμούς. Δεν είναι μόνον που ήδη από τον περασμένο Σεπτέμβριο ο αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ δήλωνε ότι «αν δεν υπήρχε η πανδημία, θα είχα ζητήσει ήδη εκλογές», δικαιώνοντας εκ των προτέρων την ενδεχόμενη προσφυγή στις κάλπες μόλις θεωρηθεί λήξασα η πανδημία. Είναι, πολύ περισσότερο, η αλλοπρόσαλλη αντιπολιτευτική τακτική που ακολουθούν με αποτέλεσμα, αντί να επωφελούνται από τα λάθη και τις αστοχίες της κυβέρνησης, να βολοδέρνουν δημοσκοπικά, χωρίς να πείθουν ούτε όσους τους ψήφισαν πριν από ενάμισι χρόνο.

Το σύστημα της απλής αναλογικής το οποίο ψήφισε ο ΣΥΡΙΖΑ, αφού πρώτα απόλαυσε, παρέα με τους ΑΝΕΛ του Πάνου Καμμένου, τεσσεράμισι χρόνια εξουσίας, είναι μια πολύ καλή αφορμή για να προκηρύξει εκλογές ο Κυριάκος Μητσοτάκης, εκμεταλλευόμενος το πλεονέκτημα που έχει στο υφιστάμενο πολιτικό σκηνικό. Η ευκαιρία είναι μοναδική, καθώς ακόμη και αν δεν πετύχει, όπως προεξοφλούν οι περισσότεροι, αυτοδύναμη κοινοβουλευτική πλειοψηφία, το προβάδισμα που, με τα σημερινά δεδομένα, θα λάβει θα είναι τέτοιο που τυχόν επαναληπτική εκλογική, η οποία θα γίνει με επαναφορά της ενισχυμένης αναλογικής, θα ανοίξει το δρόμο για άνετη αυτοδυναμία.

Τη μέρα, εξάλλου, που ανακοινώθηκε ο ανασχηματισμός της κυβέρνησης, ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ απευθυνόμενος στους συνεργάτες του υποστήριξε ότι «οι σχεδιασμοί για εκλογική απόδραση του κ. Μητσοτάκη από την ευθύνη της διαχείρισης πανδημίας, την στιγμή που συνεχίζεται η καθημερινή εκατόμβη απωλειών συνανθρώπων μας, φανερώνει και το απόλυτο αδιέξοδό του». 

Και το ερώτημα που ευλόγως τέθηκε από πολλές πλευρές ήταν: Ξέρει κάτι ο κ. Τσίπρας που δεν ξέρουμε όλοι εμείς ή απλώς προσπαθεί να…. ξορκίσει αυτό που φοβάμαι ότι θα συμβεί;

Πέμπτη 12 Απριλίου 2018

Το κάρο (της συνεργασίας) μπροστά από το άλογο (των εκλογών)



            Απορεί κανείς παρακολουθώντας τη δημόσια συζήτηση που γίνεται εδώ και καιρό για τις εξελίξεις οι οποίεςμπορεί να προκύψουν την επομένη της προσεχούς εκλογικής αναμέτρησης και μένει έκπληκτος με τη σεναριολογία που αναπτύσσεται και τους υπολογισμούς που γίνονται τόσο από πολιτικά στελέχη όσο και απόαυτοαναγορευθέντες «αναλυτές».
            Η πρώτιστη απορία που δημιουργείται είναι πως μπορεί να προεξοφλεί κάποιος το μετεκλογικό σκηνικό όταν δεν είναι, ούτε κατά προσέγγιση, γνωστός ο χρόνος που θα στηθούν οι επόμενες κάλπες. Πολύ περισσότερο, όταν είναι άγνωστες οι συνθήκες υπό τις οποίες θα πορευθεί η χώρα προς τις εκλογές και γίνονται ακόμη πιο περίπλοκες με τα σύννεφα που συσσωρεύονται στον διεθνή ορίζοντα που μας περιβάλει. 
Εκείνο, όμως, που εκπλήσσει είναι η πιθανολόγηση που κάνουν ορισμένοι για τη στάση που μπορεί να τηρήσει το Κίνημα Αλλαγής, το οποίο εμφανίζεται ως «πολύφερνη νύφη» που φλερτάρεται ένθεν κακείθεν. Ενώ ακόμη πιο εκπληκτική είναι η απαίτηση που έχουν ένιοι εξ αυτών να δεσμευτεί εκ των προτέρων η ηγεσία τουνεοσύστατου φορέα για τις συνεργασίες που είναι διατεθειμένη να κάνει μετά τις εκλογές. Αν, δηλαδή, θα συμμαχήσει με τον ΣΥΡΙΖΑ ή αν θα συγκυβερνήσει με τη Νέα Δημοκρατία.
Τα διλήμματα αυτού του είδουςμαρτυρούν, από τη μια, παντελή άγνοια των κανόνων διεξαγωγής του εκλογικού παιχνιδιού, κυρίωςόταν τίθενται από στελέχη του ίδιου του Κινήματος Αλλαγής. Από την άλλη, όμως, αποκαλύπτουν σκόπιμη κουτοπονηριά, όταν προβάλλονται από τους αντιπάλους του. Οι οποίοι στην πραγματικότητα δεν επιδιώκουν παρά τον εγκλωβισμό και τη λεηλασία των ψηφοφόρων του Κέντρου οι οποίοι απορρίπτουν εξίσου την κλασσική Δεξιά και την παραδοσιακή Αριστερά.
Όποιος διαθέτει στοιχειώδεις γνώσεις για τη διάταξη των πολιτικών δυνάμεων και το εκλογικό σύστημα με το οποίο θα γίνουν οι επόμενες εκλογές, ξέρει ότι ο ρυθμιστικός ρόλος τον οποίο, ως τρίτο κόμμα και ανεξαρτήτως του ποσοστού, θα διαθέτει το Κίνημα Αλλαγής δεν είναι παρά να συνάψει κυβερνητική συμμαχία με το κόμμα που θα κόψει πρώτο το νήμα της κάλπης. Και αυτό, μάλιστα, υπό την αυστηρή προϋπόθεση ότι ο νικητής των εκλογών δεν θα έχει αυτοδύναμη κοινοβουλευτική πλειοψηφία, παρά το «μπόνους» των 50 εδρών,το οποίο θα καρπωθεί είτε έχει προβάδισμα δέκα μονάδων είτε… μιας ψήφου.
Με άλλα λόγια, το εκλογικό σύστημα των προσεχών εκλογών και η διάρθρωση του εγχώριου σκηνικού -μετους βουλευτές της Χρυσής Αυγής και του ΚΚΕ να μην  υπολογίζονται για τον σχηματισμό συμμαχικού κυβερνητικού σχήματος- δεν αφήνουν κανένα περιθώριο για βιώσιμη συνεργασία ανάμεσα στο δεύτερο και στο τρίτο κόμμα. Αποκλείεται δηλαδή να εφαρμοστεί στα καθ΄ ημάς το προηγούμενο της κυβέρνησης Κόστα στην Πορτογαλία ανάμεσα στους δεύτερους Σοσιαλιστές και στο τρίτο σε δύναμη κόμμα της Αριστεράς.
Στην ελληνική εκδοχή, ο δεύτερος με τον τρίτο ή και τον τέταρτο δεν μπορούν να σχηματίσουν κυβέρνηση, επειδή δεν βγαίνουν οι αριθμοί. Και γι΄ αυτό τη μόνη συμμαχία την οποία μπορεί να συνάψουν, εφόσον το πρώτο κόμμα δεν διαθέτει151 βουλευτές, είναι για να οδηγήσουν τη χώρα σε νέες εκλογέςοι οποίες αυτή τη φορά -πρέπει να υπομνηστεί ότι- θα γίνουν με απλή αναλογική.
Σε κάθε περίπτωση, λοιπόν, την επομένη των προσεχών εκλογών τα πράγματα για το Κίνημα Αλλαγήςείναι πολύ απλά: Θα βρεθεί ενώπιον διλήμματος μόνον εφόσον το πρώτο κόμμα δεν έχει αυτοδυναμία. Και το δίλημμά του θα είναι ένα και μόνο: Θα συνεργαστεί με το πρώτο κόμμα ή θα προκαλέσει εκλογές; Καλώς ή κακώς, οποιοδήποτε άλλο σενάριο είναι άνευ αντικειμένου. Όπως άνευ αντικειμένου είναι και οι συζητήσεις που έχουν ανοίξει και θυμίζουν τη ρήση με το κάρο που μπαίνει μπροστά από το άλογο.
Το Κίνημα Αλλαγής, εν ολίγοις, αν θέλει να κατοχυρώσει την αυθυπαρξία του, δεν έχει παρά να προβάλει τις όποιες διαφορές έχει από τη Νέα Δημοκρατία και τον ΣΥΡΙΖΑ. Και να περιμένει να δει εάν οι ψηφοφόροι που θα πείσει στις επερχόμενες εκλογές θα είναι τόσο πολλοί ώστε να του δώσουν τον μοναδικό ρυθμιστικό ρόλο τον οποίο μπορεί να διεκδικήσεικαι που είναι να συμμετάσχει σε κυβέρνηση με τον πρώτο ή να προκαλέσει επαναληπτικές εκλογές.
Εφόσον είναι πρώτη και χωρίς αυτοδυναμία η Νέα Δημοκρατία θα πρέπει να διαβουλευτεί μαζί της. Ό,τι και αν λένε τώρα ο Κουρουμπλής με τον Σκουρλέτη. Το ίδιο θα κάνειεφόσον ο ΣΥΡΙΖΑ, ανατρέποντας όλα τα προγνωστικά, καταφέρει να καλύψει τη διαφορά του τον χωρίζει με τη Νέα Δημοκρατία και δεν είναι στη Βουλή οι ΑΝΕΛ του Καμμένου για να συγκυβερνήσουν. Ό,τι και αν λέει ο Σαμαράς ή όποιος άλλος νεοδημοκράτης, το Κίνημα Αλλαγής με τον (υποθετικά πρώτο) ΣΥΡΙΖΑ θα συζητήσει για τον σχηματισμό κυβέρνησης.
Άρα, στην κούρσα των εκλογών, ας μπει το άλογο μπροστά από το κάρο της συνεργασίας και όλα θα επιλυθούν από τη λαϊκή ετυμηγορία. 

Πέμπτη 21 Ιουλίου 2016

Αν τους ένοιαζε η συναίνεση…



Ακόμη και όσοι έχουν προεξοφλήσει το διαζύγιο το οποίο έχει πάρει η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ με την αλήθεια, δεν μπορεί να μην εκπλήσσονται με τους κυβερνητικούς ισχυρισμούς περί καθιέρωσης για πρώτη φορά εκλογικού συστήματος απλής αναλογικής.
Την άνοιξη του 1989, η ελληνική Βουλή είχε ψηφίσει εκλογικό νόμο με τον οποίο η κατανομή των εδρών γινόταν με ακόμη πιο «δίκαιο» τρόπο από αυτόν που καθιερώνεται τώρα, αφού τότε δεν ίσχυε το πλαφόν του 3% για την εκλογή βουλευτή από τους συνδυασμούς που μετείχαν στις τρεις εκλογικές αναμετρήσεις οι οποίες έγιναν με το συγκεκριμένο σύστημα.
Δεν είναι, όμως, αυτός ο μόνος λόγος για τον οποίο εντυπωσιάζεται κανείς με το εύρος της ιστορικής άγνοιας που αποπνέει η επιχειρηματολογία πολλών από τους ΣΥΡΙΖΑίους βουλευτές που ανεβαίνουν αυτές τις μέρες στο βήμα της Βουλής για να στηρίξουν το κυβερνητικό νομοσχέδιο. Με έτοιμες ομιλίες, που είναι προφανές ότι γράφηκαν από άλλο χέρι, οι περισσότεροι σε κάνουν να αναρωτιέσαι αν λένε όσα λένε επειδή απουσίαζαν από τη χώρα τα προηγούμενα χρόνια ή απλώς επειδή τελούν υπό καθεστώς πλήρους σύγχυσης.
Όπως και να έχει, ωστόσο, εκείνο που όντως ισχύει για πρώτη φορά στην προκειμένη περίπτωση αλλαγής του εκλογικού νόμου είναι το διχαστικό κλίμα υπό το οποίο επιχειρείται να καθιερωθεί η λεγόμενη «απλή αναλογική». Διότι, παρά τα περί του αντιθέτου θρυλούμενα, όποιος μπει στον κόπο να ανατρέξει στα πρακτικά των συζητήσεων που προηγήθηκαν στο ελληνικό Κοινοβούλιο κατά την αμέσως προηγούμενη ψήφιση αναλογικού εκλογικού συστήματος, θα διαπιστώσει ότι οι αλλαγές που προωθήθηκαν από την τότε κυβέρνηση υιοθετήθηκαν από ευρύτατη πλειοψηφία και πάντως συνάντησαν τη συναίνεση της αξιωματικής αντιπολίτευσης.
Όσο και αν ηχεί παράδοξο, με την εκ των υστέρων γνώση των όσων επακολούθησαν, αλλά και το γεγονός ότι η συμφωνία της αντιπολίτευσης δεν είχε τη σημασία που έχει τώρα, καθώς είναι μεταγενέστερη η συνταγματική πρόβλεψη για άμεση εφαρμογή των αλλαγών μόνον αν ψηφιστούν από πλειοψηφία 200 βουλευτών, ο τότε ηγέτης του μεγαλύτερου κόμματος της αντιπολίτευσης Κωνσταντίνος Μητσοτάκης συναίνεσε με τις προωθούμενες ρυθμίσεις, είτε από υπερβολική σιγουριά για την επερχόμενη νίκη του είτε επειδή έκανε την ανάγκη φιλοτιμία αφού δεν μπορούσε να αποτρέψει τις αλλαγές, με τις οποίες, εξάλλου, επανερχόταν και ο σταυρός προτίμησης που είχε καταργηθεί στις αμέσως προηγούμενες εκλογές του 1985.
Σε πείσμα, λοιπόν, της πολιτικής οξύτητας που είχε προκληθεί από το σκάνδαλο Κοσκωτά και της έντονης αντιπαράθεσης που δημιουργούνταν από το μετωπικό σχήμα το οποίο είχαν συμπτύξει το προηγούμενο διάστημα τα κόμματα της αντιπολίτευσης –η Νέα Δημοκρατία του Μητσοτάκη, η ΔΗΑΝΑ του Κωστή Στεφανόπουλου και ο υπό διαμόρφωση Συνασπισμός των Χαρίλαου Φλωράκη και Λεωνίδα Κύρκου-, οι δύο μεγάλες παρατάξεις της εποχής ψήφισαν από κοινού τις νέες ρυθμίσεις. Και μαζί επίσης καταψήφισαν την τροπολογία με την οποία το ΚΚΕ ήθελε να κάνει ακόμη… απλούστερη τη νέα αναλογική, προτείνοντας να απαλειφθεί το περιβόητο «συν ένα» στην πρώτη κατανομή των εδρών.
Παρόλο που ουσιαστικά επρόκειτο για μια… ανθυπολεπτομέρεια, η τότε Αριστερά, ίσως και θέλοντας να διαφοροποιηθεί από τους Μητσοτάκη και Στεφανόπουλο και να αποσείσει τις καταγγελίες του κυβερνώντος ΠΑΣΟΚ ότι είχαν συγκροτήσει τη… «συμμορία των τεσσάρων», είχε δώσει τεράστιες διαστάσεις στο «συν ένα», παρόλο που ο συσχετισμός των κοινοβουλευτικών εδρών δεν άλλαζε ουσιωδώς.
Όλο αυτό, μάλιστα, το -εν πολλοίς επικοινωνιακό- κατασκεύασμα περί της σημασίας του «συν ένα» έγινε αργότερα μπούμερανγκ για τον νεοπαγή Συνασπισμό της Αριστεράς, όταν επί των ημερών της συγκυβέρνησής του με τη Νέα Δημοκρατία στο ετερόκλητο σχήμα με πρωθυπουργό τον Τζαννή Τζαννετάκη, το –δήθεν… μετανοημένο- ΠΑΣΟΚ εισηγήθηκε, μετά τις εκλογές του Ιουνίου του 1989, που έγιναν με την καινούργια νομοθεσία, την κατάργηση της επίμαχης ρύθμισης, ευελπιστώντας ότι έτσι θα δυσκόλευε ακόμη περισσότερο η προσπάθεια της ΝΔ να αποκτήσει αυτοδύναμη κοινοβουλευτική πλειοψηφία για την οποία θα έπρεπε να προσεγγίσει το 50% των ψήφων.
Σε εκείνη τη δεύτερη φάση των αντιπαραθέσεων για το εκλογικό σύστημα, οι ρόλοι αντιστράφηκαν: το μεν ΠΑΣΟΚ ήθελε την κατάργηση του «συν ένα», η δε αριστερή συνιστώσα του κυβερνητικού συνασπισμού απέρριπτε ένα τέτοιο ενδεχόμενο επειδή δεν ήθελε να διαταράξει την κυβερνητική συνεργασία που είχε συγκροτήσει με τη ΝΔ και στην οποία, αφού μεσολάβησαν οι νέες κάλπες που έγιναν τον Νοέμβριο του ίδιου χρόνου χωρίς να αλλάξει το εκλογικό σύστημα, προστέθηκε και το ΠΑΣΟΚ, σχηματίζοντας όλοι μαζί την εξίσου βραχύβια κυβέρνηση Ζολώτα.
Χωρίς να είναι ίδιες οι συνθήκες, θα είχε πολύ μεγάλη αξία να ανέτρεχαν σε εκείνη την εποχή όλοι όσοι καλούνται να ψηφίσουν τις νέες αλλαγές στην εκλογική νομοθεσία. Από τον Τσίπρα, ο οποίος θυμήθηκε ότι έπρεπε να δεχθεί παραμονή της ψήφισης του νομοσχεδίου του στο Μέγαρο Μαξίμου τον Γιώργο Παπανδρέου και τον Φώτη Κουβέλη, έως τον κλαίοντα Βασίλη Λεβέντη που θεωρεί την αναλογική «πανάκεια δια πάσαν νόσον και πάσαν…». Και από τους βουλευτές του ΠΑΣΟΚ, οι οποίοι πρέπει να βρουν σοβαρά επιχειρήματα για να δικαιολογήσουν την αποστασιοποίησή τους έναντι όσων πρότειναν πριν από έναν χρόνο, έως τον Κυριάκο Μητσοτάκη ο οποίος δεν μπορεί να παρουσιάζεται ως εκσυγχρονιστής με παλαιοκομματικής κοπής διακηρύξεις ότι θα καταργήσει ό,τι ψηφίσει η σημερινή κυβέρνηση χωρίς να αντιπροτείνει κάτι περισσότερο από την επαγγελία κατάτμησης της Β΄ Αθηνών.
Αν προσέτρεχαν με ειλικρινή διάθεση στη μελέτη του παρελθόντος, είναι βέβαιο ότι θα κατέληγαν σε διδάγματα που θα απέτρεπαν την επανάληψη λαθών και θα έβρισκαν τον κοινό τόπο ώστε να επικρατήσει η λογική και να προχωρήσουν οι αλλαγές που είναι αναγκαίες για να εμπεδωθεί μια νέα πολιτική ατμόσφαιρα στη χώρα.
Κακά τα ψέματα, όμως. Μόνον όποιος εθελοτυφλεί δεν αντιλαμβάνεται ότι η συζήτηση που γίνεται στη Βουλή δήθεν για τον εκλογικό νόμο ελάχιστα αφορά τον ίδιο τον εκλογικό νόμο. Διότι αν οι νυν κυβερνώντες και οι «πρόθυμοι» σύμμαχοί τους ενδιαφερόταν για πραγματικές αλλαγές στο πολιτικό σύστημα θα ξεκινούσαν από την επιδίωξη της συναίνεσης που είναι απαραίτητη προϋπόθεση για να ελπίσει κανείς ότι μπορεί κάτι να αλλάξει. Όταν, όμως, μιλάμε για μια Βουλή που η πλειοψηφία της προήλθε από προεκλογικές διακηρύξεις του τύπου «να τελειώνουμε με το παλαιό», είναι αυταπάτη να περιμένει κάποιος κάτι καλύτερο από όσα προσχηματικά βλέπουμε να εκτυλίσσονται ενώπιον μας.

Πέμπτη 7 Ιουλίου 2016

Διάβημα, κόντρα στην εικονική πραγματικότητα



Οι Κινέζοι δεν φημίζονται για την υψηλή αίσθηση του χιούμορ, αλλά αυτό ίσως να αποτελεί μια ιστορική ανακρίβεια αν κρίνει κανείς από το γεγονός ότι έβαλαν τον έλληνα πρωθυπουργό Αλέξη Τσίπρα να φωτογραφηθεί με μια συσκευή εικονικής πραγματικότητας.
Η εικόνα του κ. Τσίπρα να ατενίζει μια άλλη πραγματικότητα είναι ίσως ό,τι πιο αντιπροσωπευτικό μπορούσε να εκπεμφθεί από ένα ταξίδι το οποίο ούτως ή άλλως εκείνο που προσέφερε ήταν ευκαιρίες για να φωτογραφηθεί η πρωθυπουργική κουστωδία σε διάφορες τουριστικού κυρίως χαρακτήρα πόζες.
Όλες τις προηγούμενες ημέρες ο ιδιαίτερος φωτογράφος του Μεγάρου Μαξίμου, που μετείχε της επίσημης αποστολής, διοχέτευε αφειδώς στα εγχώρια μέσα στιγμιότυπα με τον κ. Τσίπρα στο Σινικό Τείχος και στην Απαγορευμένη Πόλη, τα οποία, όσοι δεν τα είδατε να δημοσιεύονται στον φιλοκυβερνητικό Τύπο, καλό είναι να τα αναζητήσετε για να έχετε τη δική σας θεώρηση και το δικό σας μέτρο των πραγμάτων που διημείφθησαν εκεί.
Την ίδια ώρα, οι απεσταλμένοι των κρατικών μέσων ενημέρωσης μετέδιδαν εκστασιασμένοι ότι  σε κεντρικά σημεία του Πεκίνου κυμάτιζε η ελληνική σημαία από κοινού με την κινεζική, λες και όσοι τους άκουγαν δεν είχαν κυκλοφορήσει ποτέ στο κέντρο της Αθήνας και δεν είχαν δει τον ανάλογο σημαιοστολισμό που γίνεται κι εδώ, ακόμη και όταν φθάνει ηγέτης τριτοκοσμικής χώρας. 
Για την ουσία της επίσκεψης θα πρέπει ίσως να περιμένουμε για να δούμε τα αποτελέσματά της, αφού το μόνο απτό που έχουμε μέχρι στιγμής είναι η αναγγελία από τα πρωθυπουργικά χείλη ότι… εξάγουμε ενδυματολογικό στυλ, το οποίο όποιος είδε τις εικόνες της πρωθυπουργικής συνοδείας να περπατάει, με παράταξη ρεμπέτ ασκέρ, στο κόκκινο χαλί που είχαν στρώσει οι Κινέζοι, θα κατάλαβε γιατί η διεθνής αξιοπιστία της χώρας βρίσκεται στο ναδίρ.
Δεν είναι, εξάλλου, μόνον οι Ευρωπαίοι εταίροι που, με εξαίρεση ορισμένους κουτοπόνηρους σοσιαλδημοκράτες πολιτικούς που «χρησιμοποιούν» τον κ. Τσίπρα για ιδιοτελείς εκλογικές επιδιώξεις, δείχνουν πόσο δεν μας υπολογίζουν και γι΄ αυτό μας έκαναν ανέκδοτο για το πως θα μεταλαμπαδεύσουμε στους Βρετανούς την τεχνογνωσία της μεταστροφής της λαϊκής δημοψηφισματικής βούλησης.
Είναι και όλοι οι άλλοι που δεν μας πλησιάζουν, παρά τις ρεβεράντζες που τους κάνουμε, όπως, καλή ώρα, οι Ρώσοι οι οποίοι όχι μόνον δεν μας έστειλαν τα δισεκατομμύρια που περιμέναμε πέρυσι να μπουν στον αγωγό φυσικού αερίου, που ποτέ δεν έγινε, αλλά –κρίμα στη θερμή υποδοχή που κάναμε στον Βλαντιμίρ Πούτιν- ούτε μια πρόταση για να πάρουν τον ΟΣΕ δεν καταδέχτηκαν να μας κάνουν.
Ηχούν ακόμη στα αυτιά μας οι ιερεμιάδες που εκτοξεύτηκαν από κυβερνητικά χείλη για τα κακά συστημικά μέσα ενημέρωσης τα οποία, σε αντίθεση με τα υπάκουα κρατικά, δεν έδωσαν τη δέουσα σημασία στην «πολυσήμαντη», κατ΄ αυτούς, επίσκεψη του Ρώσου Προέδρου.
Το ποιος είχε δίκιο και ποιος όχι το απέδειξε, ωστόσο, η ίδια η ζωή. Όπως θα είναι πάλι η ζωή και ο χρόνος που θα αποδείξουν αν τα αποτελέσματα της πρωθυπουργικής επίσκεψης στην Κίνα θα είναι τέτοια που θα υπερκαλύψουν το κόστος από τα… αεροπορικά εισιτήρια που πληρώσαμε οι Έλληνες φορολογούμενοι σε τόσο πολλούς ταξιδιώτες.
Αν λάβουμε, ωστόσο, υπόψη μας ότι οι απεσταλμένοι των ελληνικών μέσων ενημέρωσης ασχολήθηκαν λιγότερο με τις μελλοντικές κινεζικές επενδύσεις που θα ακολουθήσουν την Cosco και περισσότερο με τις διαρροές για το πώς «βλέπει» η κυβερνητική εξουσία να εξελίσσεται η απόπειρα διεμβολισμού της αντιπολίτευσης μέσω της νομοθετικής πρωτοβουλίας για τον εκλογικό νόμο, πιο πιθανό είναι να αποδειχθεί ότι το ταξίδι δεν άξιζε ούτε όσο τα εισιτήρια.
Πώς αλλιώς μπορεί να εξηγηθεί το γεγονός ότι υπήρχαν «πηγές» που μιλούσαν από το Πεκίνο για τα εσωτερικά ζητήματα, παρά ως απόλυτη απόδειξη μιας άλλης πραγματικότητας στην οποία ζουν οι άνθρωποι που μας κυβερνούν;  Είναι, προφανώς, αυτή η άλλη πραγματικότητα, η εικονική μέσα στην οποία ζουν, που τους κάνει να πιστεύουν στην αιώνια εξουσία τους και να μεθοδεύουν κάθε λογής τερτίπια για να την παρατείνουν.
Το ευτύχημα, βεβαίως, είναι ότι τα κορόιδα, τα οποία δεν εξέλιπαν παντελώς, έχουν μειωθεί αισθητά. Και αυτή τη φορά δεν θα πιαστούν πολλοί στον ύπνο, όπως συνέβη πέρυσι τον Αύγουστο με τους ηγέτες της αντιπολίτευσης που τους κατέστησε συνενόχους ο κ. Τσίπρας στην υιοθέτηση του Μνημονίου του.
Το πόσο ατυχής ήταν εκείνη η επιλογή φαίνεται τώρα που –αν είναι δυνατόν- τους εγκαλεί ο  Κατρούγκαλος ότι συνομολόγησαν στην κατάργηση του ΕΚΑΣ, παρόλο που τόσο στις εκλογές εξπρές που ακολούθησαν τον Σεπτέμβριο όσο και μεταγενέστερα κυβερνητικοί παράγοντες, με πρώτον τον ίδιο τον πρωθυπουργό, διαβεβαίωναν ότι το συγκεκριμένο επίδομα, που εισέπρατταν αποκλειστικά μικροσυνταξιούχοι, θα παρέμενε αλώβητο.
Με συγχωρείτε, αλλά και μόνον γι΄ αυτή την απροκάλυπτη εξαπάτηση, που θίγει τους πιο αδύναμους της ελληνικής κοινωνίας, τα κόμματα της αντιπολίτευσης έπρεπε να δεσμευτούν, πρωτίστως, στους εαυτούς τους ότι εφεξής δεν πρόκειται να συναινέσουν όχι μόνον σε σημαντικά ζητήματα, όπως είναι ο εκλογικός νόμος, αλλά σε καμία απολύτως νομοθετική διάταξη που θα εισάγει η κυβέρνηση Τσίπρα – Κατρούγκαλου!
Είναι το ελάχιστο διάβημα διαμαρτυρίας που μπορούν να κάνουν για να διαλύσουν, επιτέλους, την εικονική πραγματικότητα στην οποία θέλουν, εκτός από τους εαυτούς τους, να βάλουν να ζει αιωνίως ολόκληρη η χώρα.