Συνολικές προβολές σελίδας

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα επιτόκια. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα επιτόκια. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 2 Δεκεμβρίου 2022

Πού οφείλεται η εξακολουθητική ανοχή προς τις τράπεζες


Χωρίς να είμαι από εκείνους που πιστεύουν στο λαϊκίστικο θεώρημα ότι για όλα τα δεινά που μας βρήκαν στα χρόνια της παρατεταμένης μνημονιακής κρίσης αποκλειστικοί υπαίτιοι ήταν οι τραπεζίτες, δεν μπορώ να μην καγχάσω με την ανακοίνωση που εξέδωσε το απόγευμα της Πέμπτης το υπουργείο Οικονομικών για να συνομολογήσει τον ουσιαστικά άκαρπο χαρακτήρα που είχε μια ακόμη συνάντηση των εκπροσώπων της Πολιτείας με τους εκπροσώπους των πιστωτικών ιδρυμάτων.

Η συνάντηση, που δεν ήταν η πρώτη, αφορούσε το μεγάλο κοινωνικό πρόβλημα που τείνει να δημιουργηθεί από τη σπουδή των τραπεζών να αυξήσουν τα επιτόκια των δανειακών χορηγήσεων. Μια σπουδή μάλιστα, η οποία -κατά έναν πολύ προκλητικό τρόπο- δεν συνοδεύτηκε ούτε από την παραμικρή αναπροσαρμογή των ισχνών έως μηδενικών επιτοκίων που συνεχίζουν να (μην) δίνουν στους καταθέτες τους.

Δεν είναι κακό να συζητούν και να διαβουλεύονται οι αρμόδιοι κυβερνητικοί αξιωματούχοι με εκπροσώπους φορέων της αγοράς. Είναι, όμως, προσβλητικό τόσο για τη νοημοσύνη των πολιτών όσο και για την αξιοπιστία του πολιτικού συστήματος, η ελληνική Πολιτεία να δείχνουν τέτοια ανοχή απέναντι στους τραπεζίτες.

Γιατί, κακά τα ψέματα, από τις επαφές που γίνονται ανάμεσα στις δύο πλευρές το μήνυμα που εκπέμπεται είναι ότι στην πραγματικότητα η κυβέρνηση δεν δείχνει διατεθειμένη να κάνει τίποτε περισσότερο παρά να εκλιπαρεί για κάποιες μικροδιευθετήσεις, ένεκα της προεκλογικής περιόδου που διανύουμε και του κινδύνου να αρχίσουν να «κοκκινίζουν» δάνεια από την αδυναμία κάποιων δανειοληπτών να ανταποκριθούν στις όλο και υψηλότερες τοκοχρεολυσιακές υποχρεώσεις τους.

Δεν μπορώ να φανταστώ άλλον κλάδο της οικονομίας που να αξιοποιεί τόσο άμεσα την ευκαιρία για να αυξήσει τα κέρδη του, όπως κάνουν οι τράπεζες αμέσως μόλις δώσει το σήμα της αύξησης των δικών της επιτοκίων η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Από τα σούπερ μάρκετ έως τους παραγωγούς ενέργειας, η κυβέρνηση προσπάθησε να τιθασεύσει τις κερδοσκοπικές τους ορέξεις που άνοιξε ο πληθωρισμός και η εκτίναξη των τιμών. 

Άλλος λιγότερο και άλλος περισσότερο, οι περισσότεροι ανταποκρίθηκαν και η αναμφισβήτητη ακρίβεια που έχει ενσκήψει στην ελληνική αγορά κάπως μετριάστηκε. Τα πράγματα θα ήταν πολύ χειρότερα αν δεν επιβαλλόταν το «καλάθι του νοικοκυριού» και το καθημερινό παρατηρητήριο των τιμών ή δεν θεσμοθετούνταν η ανάκτηση του 90% από τα υπερκέρδη των εταιριών που δραστηριοποιούνται στον τομέα της ενέργειας.

Για παράδειγμα, οι φουσκωμένοι λογαριασμοί ηλεκτρικού ρεύματος και φυσικού αερίου εξορθολογίστηκαν τόσο με τη συνδρομή και του κρατικού προϋπολογισμού όσο και με την τιθάσευση της αχαλίνωτης αισχροκέρδειας που πυροδότησε η ενεργειακή κρίση. Το ερώτημα είναι γιατί δεν μπορεί να γίνει κάτι ανάλογο και με τις δόσεις των δανείων. Γιατί οι τραπεζίτες να μην απορροφήσουν πρόσκαιρα ένα μέρος του αυξημένου κόστους του χρήματος, περιορίζοντας τα κέρδη τους;

Κατά την τελευταία δωδεκαετία, η ελληνική Πολιτεία και οι φορολογούμενοι πολίτες συνέδραμαν επανειλημμένως στην επιβίωση των εναπομεινασών συστημικών τραπεζών. Η δύναμη, άλλωστε, με την οποία κατάφεραν να (ξανα)περάσουν σε καθεστώς κερδοφορίας προήλθε μέσω της αμέριστης κρατικής συνδρομής. Αφενός, επειδή η ανακεφαλαιοποίησή τους έγινε με χρήματα τα οποία δανείστηκαν οι μνημονιακές κυβερνήσεις εν ονόματι του ελληνικού λαού και με υποθήκευση της δημόσιας περιουσίας. Και, αφετέρου, διότι οι τράπεζες ήταν οι μεγάλοι κερδισμένοι από την ταχεία ψηφιοποίηση της ελληνικής οικονομίας που έφερε η υποχρεωτικότητα πολλών από τις ηλεκτρονικές συναλλαγές.

Παρά ταύτα, οι τράπεζες δείχνουν ανικανοποίητες. Οι ιθύνοντες τους θέλουν κέρδη και άλλα κέρδη. Προφανώς για να δικαιολογήσουν έτσι τα προκλητικά bonus με τα οποία αμείβονται. Δεν είναι, εξάλλου, η πρώτη φορά που οι εκπρόσωποι των τραπεζών αγνοούν την κυβερνητική βούληση. Ίσως και επειδή δεν κινητοποιείται η Επιτροπή Ανταγωνισμού για να ελέγξει την ανενδοίαστη εναρμονισμένη πρακτική την οποία εφαρμόζουν.

Πριν από περίπου δύο χρόνια όταν αποφάσισαν να αυξήσουν τις κάθε είδους προμήθειες που επέβαλαν ετσιθελικά στους πελάτες του, οι διαμαρτυρίες των καταναλωτών και η αντίδραση της κυβέρνησης έπεσαν στο απόλυτο κενό. Έγραψαν… εκεί που δεν πιάνει η μελάνη ακόμη και την παρότρυνση του πρωθυπουργού να μειώσουν τις χρεώσεις σε απλές τραπεζικές συναλλαγές, όπως για παράδειγμα η μεταφορά ή η ανάληψη μικροποσών από διαφορετική τράπεζα που χρεώνεται κοντά στα 5 ευρώ ανά συναλλαγή.

Η προηγούμενη κυβέρνηση των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ ήθελε να παρακάμψει την ανεξέλεγκτη λειτουργία των τραπεζών φαντασιωνόμενη ότι μπορούσε να στήσει (το δικό της) «παράλληλο τραπεζικό σύστημα» για να κάνει τις δουλειές της μέσα από αυτό. Θυμηθείτε τα ιλαροτραγικά επεισόδια με τους διοικούντες της Τράπεζας Αττικής που έπαιζαν μπουνιές ή τα πασίγνωστα πρόσωπα στα οποία χορηγήθηκαν δάνεια εκείνη την περίοδο. Η τωρινή κυβέρνηση φαίνεται να διακατέχεται από την ψευδαίσθηση ότι οι διοικούντες τις τράπεζες θα φιλοτιμηθούν να δείξουν «κοινωνικό» πρόσωπο.

Όσο κατάφερε ο ΣΥΡΙΖΑ να στήσει το δικό του σύστημα, άλλο τόσο θα καταφέρει και η κυβέρνηση της ΝΔ να πετύχει τον στόχο της. Όχι για κάποιον άλλο λόγο, αλλά διότι και στη μια και στην άλλη περίπτωση εκείνο που προέχει δεν είναι οι κανόνες της καπιταλιστικής οικονομίας στην οποία ζούμε αλλά οι μικροεκλογικοί υπολογισμοί πίσω από τους οποίους βρίσκει έρεισμα η εξακολουθητική ανοχή απέναντι στην ακόρεστη αισχροκέρδεια των τραπεζιτών.

Πέμπτη 16 Οκτωβρίου 2014

Η… χαρά για την «τιμωρία» της κυβέρνησης

            Σκέτη θλίψη προκαλούσε στον κάθε καλοπροαίρετο περιηγητή του διαδικτύου η χαιρέκακη διάθεση με την οποία πάμπολλοι συνέλληνες –και προεξάρχοντες… μέλλοντες κυβερνήτες- αντιμετώπιζαν τη βίαιη αντίδραση που επεφύλαξαν τις τελευταίες ημέρες οι αδυσώπητες αγορές, αφενός, στη σπουδή της κυβέρνησης να σαλπίσει έξοδο από το Μνημόνιο, πριν οι εταίροι και δανειστές ανάψουν το απαιτούμενο «πράσινο φως» και, αφετέρου,  στα σενάρια πολιτικής αβεβαιότητας που κατέκλυσαν την εγχώρια σκηνή.
            Είναι ειλικρινά απορίας άξιον το απροσμέτρητο εύρος της μικρόνοιας που μπορεί να χαρακτηρίζει τόσο πολλούς που με περισσή ευκολία επέχαιραν για το γεγονός ότι κατακρημνιζόταν επί τριήμερο το ελληνικό Χρηματιστήριο και ταυτόχρονα εκτινάσσονταν στα ύψη τα επιτόκια δανεισμού του ελληνικού δημοσίου, λες και αυτά –και ιδιαίτερα το δεύτερο- ήταν δύο ζητήματα που αφορούσαν κάποιους άλλους και όχι τους χειμαζόμενους από την παρατεταμένη έλληνες πολίτες.
            Μπορώ να αντιληφθώ τη χαρά από την οποία θα μπορούσε να καταληφθεί ο οποιοσδήποτε φαντασιώνεται το επερχόμενο τέλος του καπιταλισμού ή ονειρεύεται την επικείμενη έναρξη της παγκόσμιας επανάστασης για την εφαρμογή της… αταξικής κοινωνίας. Δυσκολεύομαι, ωστόσο, να καταλάβω πως το σκληρό, σκληρότατο μάθημα των αγορών που πήραν αυτές τις μέρες οι κυβερνώντες μπορεί να προκαλεί ικανοποίηση σε όσους ετοιμάζονται να τους διαδεχθούν στους υπουργικούς και άλλους θώκους εξουσίας μέσα από τις εκλογές, τις οποίες επιθυμούν να γίνουν άμεσα.
            Δεν χρειάζεται, θαρρώ, πολλή σοφία για να αναγνωρίσει κανείς ότι από τα δύο αυτά βίαια φαινόμενα που εκτυλίχθηκαν μπροστά μας, δηλαδή την κατακόρυφη πτώση του Χρηματιστηρίου και την εκτίναξη των επιτοκίων δανεισμού, ζημιωμένοι δεν βγαίνουν μόνον οι ισχυροί του χρήματος, αλλά ο κάθε έλληνας πολίτης –ναι, ακόμη και ο σημερινός άνεργος!- που εν τέλει θα πληρώσει, αργά ή γρήγορα, τα αυξημένα τοκοχρεολύσια που θα βρει η Ελλάδα όταν αποφασίσει να βγει και να δανειστεί για να καλύψει τις ανάγκες της. 
            Μόνον όσοι ηθελημένα εθελοτυφλούν, παραγνωρίζουν ότι μας χωρίζουν αρκετοί αιώνες από τις εποχές της αυτάρκειας και του οικονομικού αντιπραγματισμού και χωρίς συνδιαλλαγή με τις αγορές σύγχρονες οικονομίες και μάλιστα ευρωπαϊκού τύπου, όπως, τουλάχιστον, διακηρύσσουν τα κόμματα εξουσίας στη χώρα μας, δεν μπορεί να υπάρξουν.    
            Αν, λοιπόν, οι περιώνυμες αγορές επεφύλαξαν αυτή τη στάση έναντι της συγκεκριμένης ελληνικής κυβέρνησης, δημιουργώντας έναν όλο και πιο ασφυκτικό κλοιό που –κακά τα ψέματα- ξεκίνησε την επομένη της επίσκεψης του πρωθυπουργού Αντώνη Σαμαρά στο Βερολίνο που δειλά τέθηκε ζήτημα διαζυγίου με το ΔΝΤ και κορυφώθηκε τις τελευταίες ημέρες που πήγε να διαφανεί ότι η κυβέρνηση δύσκολα θα προσεγγίσει το στόχο των 180 βουλευτών για την προεδρική εκλογή, εύκολα, νομίζω, μπορεί να αντιληφθεί κάποιος τι θα συμβεί στο εγγύς ή στο απώτερο μέλλον που μια άλλη κυβέρνηση όχι μόνον θα βιάζεται – πολύ περισσότερο από τη σημερινή- να βγει από το Μνημόνιο, αλλά επιπλέον θα απαιτεί και διαγραφή –μικρότερου ή μεγαλύτερου μέρους- του χρέους.
Ξέρω ότι είναι διόλου δημοφιλείς επισημάνσεις όπως οι παραπάνω, επειδή διαφόρων ειδών πολιτικάντηδες –ορισμένοι από τους οποίους κάθονται και τώρα στα κυβερνητικά έδρανα- καλλιέργησαν και εξακολουθούν να καλλιεργούν ψευδαισθήσεις ότι τάχατες είναι ζήτημα «τσαμπουκά» και μόνο η τιθάσευση των αγορών, ούτως ώστε να εξακολουθήσουν να μας δανείζουν χωρίς εμείς να καλύπτουμε τις προηγούμενες υποχρεώσεις μας.
Επειδή, όμως, προσωπικά με θλίβει -περισσότερο και από την τυφλή χαιρεκακία για την «τιμωρία» της κυβέρνησης, που βλέπω γύρω μου- το πάθημα της χώρας μου που ξαναβρέθηκε μέσα σε λίγες μέρες με επιτόκια χρεοκοπίας, ευελπιστώ ότι η δυσμενής αυτή εξέλιξη θα το μετατρέψει σε μάθημα και για τους νυν αλλά και για τους επόμενους κυβερνώντες.