Συνολικές προβολές σελίδας

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα λαϊκισμός. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα λαϊκισμός. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 3 Φεβρουαρίου 2023

Με… Βαρεμένους δύσκολα συγκροτείται «προοδευτική συμμαχία»

«Τον προκάλεσε με τον λαϊκισμό της!». Πιο γελοία δικαιολογία δεν μπορούσε να διατυπωθεί από όσους έσπευσαν να «ξεπλύνουν» την άθλια συμπεριφορά του βουλευτή Γιώργου Βαρεμένου κατά της συναδέλφου του Άννας Καραμανλή, από τα χέρια της οποίας άρπαξε βίαια στη διάρκεια τηλεοπτικής εκπομπής τη φωτοτυπία που κρατούσε και έδειχνε τον Αλέξη Τσίπρα να πηγαίνει στο θέατρο λίγες ώρες αφότου κατέπεσε το πολεμικό αεροσκάφος με τους δύο αξιωματικούς.

Είναι χωρίς την παραμικρή αμφιβολία η ίδια δικαιολογία που χρησιμοποιούν οι κάθε είδους βιαστές που τόσο οι ίδιοι όσο και εκείνοι που θέλουν να τους βρουν ελαφρυντικά ισχυρίζονται ότι η εμφάνιση των θυμάτων ήταν τέτοια που προκάλεσε τον θύτη. 

Παρά ταύτα, δεν ξέρω αν ήταν ή όχι σεξιστική η συμπεριφορά του απίθανου αυτού πολιτικού άνδρα, όπως αρκετοί υποστήριξαν, ούτε έχει σημασία η έμφυλη διάσταση του ζητήματος. Το ίδιο θα ίσχυε αν επιτίθετο σε έναν άνδρα που θεωρούσε ότι ήταν του χεριού του και μπορούσε να του επιβληθεί.

Τα πράγματα στην προκειμένη περίπτωση είναι σίγουρα πολύ χειρότερα. Διότι, αν λάβει κανείς υπόψη του τα δεδομένα που συνθέτουν το ακραίο επεισόδιο στο οποίο πρωταγωνίστησε ο πρώην δημοσιογράφος, που εκλέγεται βουλευτής με τον ΣΥΡΙΖΑ στην Αιτωλοακαρνανία, δεν δυσκολεύεται να συμπεράνει ότι πρόκειται για μια κίνηση με απολύτως φασιστικό υπόβαθρο. 

Μια κίνηση που δεν διαφέρει σχεδόν καθόλου από την ανάλογη συμπεριφορά που είχε επιδείξει προ ενδεκαετίας ο διαβόητος Ηλίας Κασιδιάρης όταν πέταξε νερό στην Ρένα Δούρου και χειροδίκησε κατά της Λιάνας Κανέλλη επειδή τάχατες τον είχαν… προκαλέσει χαρακτηρίζοντάς τον «φασισταριό».

Είναι ειλικρινά απορίας άξιον τι θα έκανε ο διατελέσας και αντιπρόεδρος της Βουλής κ. Βαρεμένος αν δεν αντιμετώπιζε την βουλευτή της Νέας Δημοκρατίας σε ένα τηλεοπτικό πλατό και με ανοικτές τόσες κάμερες να τον καταγράφουν. 

Δεν χρειάζεται να διαθέτει κάποιος φαντασία για να υποθέσει βάσιμα ότι δεν θα περιοριζόταν μόνον στη βίαιη απόσπαση του χαρτιού που είχε στα χέρια της. Ο τρόπος που ενήργησε ήταν τέτοιος που είναι βέβαιο ότι η κατάσταση θα ήταν πολύ χειρότερη αν ήταν απούσες οι κάμερες. 

Από την άλλη, μπορεί η Άννα Καραμανλή -δημοσιογράφος κι εκείνη, ωιμέ!- να είχε όντως επιδοθεί σε ένα κρεσέντο λαϊκισμού κραδαίνοντας τη φωτογραφία του κ. Τσίπρα, αλλά με ποια μέτρα και ποια σταθμά ήταν αυτό κάτι που έθιξε τις… ευαισθησίες του κ. Βαρεμένου και των ομοϊδεατών του οι οποίοι έσπευσαν να του συμπαρασταθούν; 

Ήταν αυτή η πρώτη φορά που ο βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ άκουγε να επικρίνεται αδίκως ένας πολιτικός ώστε να εξεγερθεί τόσο πολύ που να μην μπορέσει να συγκρατήσει το… πάθος για την αλήθεια και κατά της αδικίας το οποίο αίφνης τον κατάλαβε; 

Είναι προφανές ότι τίποτε από όλα αυτά δεν βάρυνε στη συμπεριφορά του ΣΥΡΙΖΑίου βουλευτή. Η προϊστορία του, άλλωστε, είναι τέτοια που κάθε άλλο μαρτυρεί. 

Ο ίδιος και οι συν αυτώ, προκειμένου να εξασφαλίσουν και να διατηρήσουν τα αξιώματα, τα οποία τους έδιναν τη δυνατότητα να κρύβουν δεκάδες χιλιάδες ευρώ σε μετρητά στους εξαεριστές των σπιτιών τους, χαζογελούσαν με συγκαταβατική ικανοποίηση όταν άκουγαν από το βήμα της Βουλής υπουργούς που στήριζαν με την ψήφο τους να απευθύνονται προς τους πολιτικούς τους αντιπάλους με φράσεις όπως: «Στα τέσσερα εσείς, στα τέσσερα…». 

Ο καθένας σε αυτό που αποκαλείται δημόσια σφαίρα διαθέτει τη δική του ιστορία, έχει το δικό του παρελθόν και παρόν, τα οποία σε μεγάλο βαθμό προδιαγράφουν και το μέλλον ενός εκάστου. 

Υπό αυτή την έννοια, θεωρώ ότι δεν υπάρχει εχέφρων άνθρωπος που να… συγκινείται από τη δήθεν ιερά οργή κατά του λαϊκισμού που καταλαμβάνει πολιτικούς με τις προδιαγραφές του κ. Βαρεμένου. 

Η ευαισθησία κατά του λαϊκισμού δεν είναι το «φόρτε» τους. Ισχύει μάλλον το ακριβώς αντίθετο.

Δεν είναι τυχαίο ότι το κόμμα με το οποίο εκλέγεται ο κ. Βαρεμένος έσπευσε να του παράσχει άλλοθι, εξομοιώνοντας τη φασιστική συμπεριφορά του με τον λαϊκισμό της συναδέλφου και τηλεοπτικής συνομιλήτριάς του. 

Αν ήταν ίδια μεγέθη ο λαϊκισμός και η χειροδικία, τότε τα στελέχη της αξιωματικής αντιπολίτευσης θα έπρεπε να βρίσκονταν διαρκώς αντιμέτωποι με καταιγισμό χειροδικιών. 

Σε αυτές τις περιπτώσεις, το κενό περιεχομένου «ηθικό πλεονέκτημα» όσων αυτοπροσδιορίζονται ως τάχατες «προοδευτικοί» δεν έχει κανένα νόημα.

Όπως και να έχει, το 2023 βρίσκεται πλέον πολύ μακριά από το 2012 που η ελληνική κοινωνία ήταν -δικαιολογημένα ή όχι- στα «κάγκελα» και δικαιολογούσε τους κάθε λογής ακτιβισμούς ακόμη και όταν αμφισβητούσαν κεκτημένα του πολιτικού πολιτισμού που είχαν κατοχυρωθεί με κόπους, θυσίες και συχνά με αίμα. 

Οι εποχές ευτυχώς αλλάζουν. Σε βαθμό τέτοιο που πολλά από όσα «έργα» την προηγούμενη δεκαετία έκοβαν πληθώρα εισιτηρίων, στην εποχή μας να μη βρίσκουν ακροατήριο πέρα από έναν πεπερασμένο αριθμό φανατικών.

Για παράδειγμα, η αποχή της αξιωματικής αντιπολίτευσης από τις ψηφοφορίες στη Βουλή, που ανακοινώθηκε πομπωδώς αυτές τις μέρες, μπορεί να είχε νόημα την περίοδο πριν από το 2015, που οι αυταπάτες και οι ψευδαισθήσεις είχαν μεγάλη πέραση. Στις μέρες μας, όμως, κάθε άλλο παρά συνεγείρει τα πλήθη. 

Όλα γύρω μας, άλλωστε, μαρτυρούν ότι με τους κάθε είδους… Βαρεμένους (με μικρό ή μεγάλο αρχίγραμμα) δύσκολα μπορεί να ισχυριστεί κάποιος ότι μπορεί να συγκροτηθεί «προοδευτική συμμαχία». 

Κοντός ψαλμός αλληλούια…

Παρασκευή 1 Οκτωβρίου 2021

Η νομιμότητα είναι το μόνο αντίπαλο δέος των άκρων

             Τα πρόσφατα επεισόδια στα Επαγγελματικά Λύκεια της ευρύτερης Θεσσαλονίκης θα μπορούσαν να λειτουργήσουν και ως καμπανάκι για όσους ενδεχομένως είχαν την αφελή εντύπωση ότι το μαύρο μέτωπο της Ακροδεξιάς στην Ελλάδα θα εξαφανιζόταν από προσώπου γης μετά την καταδίκη και τη φυλάκιση της ηγεσίας της Χρυσής Αυγής.

            Με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, στα δεξιότερα του πολιτικού άξονα εδώ και δεκαετίες κινείται ένα ποσοστό Ελλήνων που κυμαίνεται μεταξύ 5 και 10% του εκάστοτε εκλογικού σώματος. Αρχής γενομένης από το 6,82% που συγκέντρωσε η αποκαλούμενη «Εθνική Παράταξις» τις εκλογές του 1977, μόλις τρία χρόνια μετά την κατάρρευση της Χούντας, καθ’ όλη τη Μεταπολίτευση οι δυνάμεις της Ακροδεξιάς αυξομειώνονται αναλόγως με την εκάστοτε πολιτική και οικονομική συγκυρία.

Εύκολα διαπιστώνει κανείς ότι, σε αδρές γραμμές, η Ακροδεξιά αυξάνει τις δυνάμεις της όταν βρίσκεται στη διακυβέρνηση η Νέα Δημοκρατία, ενώ η απήχησή της στο εκλογικό σώμα υποχωρεί αισθητά σχεδόν κάθε φορά που η παράταξη της Κεντροδεξιάς είναι στην αντιπολίτευση και διεκδικεί βασίμως την επιστροφή της στην εξουσία.

Αν και οι κατά καιρούς πολιτικοί σχηματισμοί που εμφανίστηκαν στον πέραν της ΝΔ χώρο δεν είχαν τα ίδια ακριβώς χαρακτηριστικά και σίγουρα δεν μπορεί να εξομοιωθούν όλοι τους με την εγκληματική δράση της ηγετικής ομάδας της Χρυσής Αυγής, αυτό, ωστόσο, δεν αναιρεί το γεγονός ότι αναπόσπαστο στοιχείο του ιδεολογικού πυρήνα όλων των ακροδεξιών κομμάτων, κομματιδίων, οργανώσεων και μορφωμάτων είναι ο εθνικισμός, ο λαϊκισμός και η μισαλλοδοξία κατά των άλλων παρατάξεων.

Όντας, άλλωστε, στην πλειονότητά τους, θιασώτες των μεθόδων κατάληψης της εξουσίας που ακολούθησαν οι πραξικοπηματίες, όπως και θαυμαστές εγχώριων αλλά και ξένων δικτατόρων, δύσκολα μπορούσε να κρυφθεί το φλερτ τους με τη βίαιη κατάλυση των δημοκρατικών θεσμών και άρα με την έλλειψη σεβασμού στους κανόνες της δημοκρατικής εναλλαγής στην εξουσία με βάση την ψήφο των πολιτών.

Σε αντίθεση, πάντως, με ό,τι συνέβη σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, ακόμη και στη Γαλλία που έχει μακρά παράδοση λειτουργίας των δημοκρατικών θεσμών, στην Ελλάδα η Ακροδεξιά δεν κατάφερε να σπάσει το φράγμα του 10% και να γίνει κεντρικός παίκτης στο εγχώριο πολιτικό σκηνικό.

Ακόμη και στις ακραίες συνθήκες τη μνημονιακής εποχής που διαλύθηκε το παλαιό πολιτικό σύστημα, μπορεί να πήραν αέρα τα πανιά τους, έμειναν, όμως, στο περιθώριο και ουσιαστικά πολύ μακριά από το να καταφέρουν να προβληθούν ως εναλλακτική πρόταση διακυβέρνησης.

Γι΄ αυτό και στις τελευταίες εκλογές συρρικνώθηκε η δύναμη της Χρυσής Αυγής, υποκαθιστάμενη από άλλα σχήματα της λαϊκίστικης Ακροδεξιάς, πολύ πριν η ηγεσία της καταδικαστεί από τη Δικαιοσύνη. Η ενίσχυση άλλων δυνάμεων που κινούνται στα δεξιότερα του πολιτικού φάσματος έδειξε ότι η συρρίκνωσή του φιλοναζιστικού μορφώματος δεν οδήγησε και στην εξαφάνιση των ψηφοφόρων της ή έστω σε μεταμέλεια όλων εκείνων που τους ψήφιζαν τα προηγούμενα χρόνια.    

Ορισμένοι αποδίδουν την πολιτική καχεξία των ακροδεξιών δυνάμεων στις νωπές μνήμες των Ελλήνων από την περιπέτεια της χουντικής επταετίας και της κατοχικής θηριωδίας. Αλλά κάτι τέτοιο δεν μπορεί να ισχύει απόλυτα όταν είδαμε το ναζιστικό μόρφωμα του Νίκου Μιχαλολιάκου να καταγράφει αξιοσημείωτα ποσοστά σε περιοχές μαρτυρίου όπως το Δίστομο ή τα Καλάβρυτα.

Ένα μεγάλο ευτύχημα για τη χώρα μας είναι, ίσως, ότι ο συγκεκριμένος πολιτικός χώρος είναι κατακερματισμένος, αλλά κυρίως ότι δεν ευδόκησε να έχει στην ηγεσία του μια χαρισματική προσωπικότητα, όπως εκείνες που ηγήθηκαν αντίστοιχων εθνικιστικών και ξενοφοβικών σχηματισμών σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Το εκτόπισμα των περισσότερων εγχώριων ηγετίσκων ήταν περιορισμένο και ουδείς τους κατάφερε ως τώρα να αποκτήσει ευρύτερη συμπάθεια στο λαϊκό ακροατήριο.

Όπως και να έχει, πάντως, η Ακροδεξιά ήταν και παραμένει μια υπαρκτή οντότητα που ποτέ δεν μπορεί να ξέρει κανείς πότε όσοι την εκφράζουν θα ξαναβγούν από τα λαγούμια στα οποία κρύφτηκαν τα τελευταία χρόνια. Είναι γεγονός αναμφισβήτητο ότι οι κινητοποιήσεις των αντιεμβολιαστών δημιούργησαν πρόσφορο έδαφος σε αυτό το «εν υπνώσει» ακροατήριο, το οποίο, όπως μαρτυρούν και τα πρόσφατα γεγονότα της Θεσσαλονίκης, μπορεί να μην αργήσει να ξυπνήσει.

Η ανοχή την οποία έδειξαν την περίοδο 2011-2013 ένα μεγάλο μέρος του κοινωνικού σώματος αλλά, πολύ περισσότερο, οι αρχές του τόπου αποθράσυναν τα «Τάγματα Εφόδου» τα οποία, από τις στρατιωτικού τύπου παρελάσεις στους δρόμους των πόλεων και τις θορυβώδεις παραστάσεις σε διάφορες δημόσιες παραστάσεις, σύντομα προχώρησαν στους ξυλοδαρμούς αλλοδαπών και Ελλήνων. Και, όσο έβλεπαν ότι το πεδίο τους ήταν ελεύθερο και μπορούσαν ανεξέλεγκτοι να κάνουν ότι θέλουν, ήταν πλέον ζήτημα χρόνου για το πότε θα έφθαναν ως τις δολοφονίες.

Εκείνα τα λάθη, λοιπόν, δεν πρέπει να επαναληφθούν. Η ελληνική Πολιτεία και πιο συγκεκριμένα η κυβέρνηση πρέπει να τηρήσει αποφασιστική στάση και να μην επιτρέψει να γίνουν ούτε τα σχολεία ούτε εν γένει ο δημόσιος χώρος πεδία ανταγωνιστικού προσηλυτισμού των δυνάμεων των άκρων που δεν χάνουν ευκαιρία να δυναμιτίσουν την ομαλότητα η οποία είναι εκείνη που τους οδηγεί στο περιθώριο.

Δεν είναι επιτρεπτό να κυκλοφορούν μαχαίρια σε σχολικά συγκροτήματα και ούτε είναι ανεκτό να χρειάζεται να γίνονται αντιδιαδηλώσεις για να επέμβει η Αστυνομία ώστε να επιβληθεί η νομιμότητα σε χώρους προορισμένους για την εκπαιδευτική διαδικασία. Η Δημοκρατία και το Κράτος Δικαίου, που εκφράζουν τη βούληση της πλειονότητας των πολιτών, διαθέτουν την απαραίτητη πολιτική νομιμοποίηση για να το κάνουν.  

Είναι ιστορικά αποδεδειγμένο, άλλωστε, ότι η νομιμότητα αποτελεί το μόνο αντίπαλον δέος όλων ανεξαιρέτως των άκρων. 

Παρασκευή 7 Μαΐου 2021

Ο λαϊκισμός έχει πολλά πρόσωπα

 

Δεν ήταν λίγοι εκείνοι που έσπευσαν να εκφράσουν ικανοποίηση για το άδοξο τέλος στο οποίο φαίνεται να καταλήγει η πολιτική καριέρα του πάλαι ποτέ φερέλπιδος αρχηγού των Ισπανών «Ποδέμος» Πάμπλο Ιγκλέσιας.

Ο πολιτικός με το φετίχ της αλογοουράς, την οποία διατήρησε ακόμη και όταν μετακόμισε στα προάστεια της Μαδρίτης και ανέλαβε αντιπρόεδρος της κυβέρνησης της χώρας του, οδηγήθηκε, πριν καν κλείσει το 43ο έτος της ηλικίας του, σε πρόωρη αποστρατεία. Πρόλαβε να διαγράψει στο ισπανικό πολιτικό στερέωμα μια μάλλον μετεωρική τροχιά η οποία ξεκίνησε όταν ηγήθηκε των συμπατριωτών του που συμμετείχαν στο διαβόητο «Κίνημα των Αγανακτισμένων».

Όσο ήταν στην αντιπολίτευση, οι προοπτικές ήταν ευοίωνες για τον άνθρωπο που στο βιογραφικό του αναφέρεται ότι «από την ηλικία των 13 άρχισε να ασχολείται με την αριστερά, διαβάζοντας Καρλ Μαρξ και Βλαντίμιρ Λένιν, ενώ εντάχθηκε και στην κομμουνιστική νεολαία, σε ηλικία 15 ετών». Ο ίδιος και το κόμμα του συνάρπαζαν τα πλήθη και έκαναν… εξαγωγή του μοντέλου διαμαρτυρίας που ακολουθούσαν και σε χώρες όπως η Ελλάδα.

Από τις πλατείες στην αρχή κι αργότερα από την Ευρωβουλή και το Ισπανικό Κοινοβούλιο, ο Ιγκλέσιας μπορούσε να λέει ό,τι του κατέβαζε η… γκλάβα του. Το αναμφισβήτητο επικοινωνιακό χάρισμα, το οποίο διέθετε και αναδείχθηκε μέσα από τις εμφανίσεις του στην τηλεόραση, ήταν, μαζί με την άκρατη υποσχεσιολογία, το όχημα που εκτόξευε στα ύψη τη δημοφιλία του εντός και εκτός των ισπανικών συνόρων.

Τα πράγματα, ωστόσο, άλλαξαν άρδην για τον αρχηγό των «Ποδέμος» και το κόμμα του, που ο τίτλος του στα ελληνικά σημαίνει «Μπορούμε», όταν έφθασε η ώρα να αναλάβουν ευθύνες. Ο λαϊκισμός στον οποίο είχαν επιδοθεί δοκίμασε τα όρια του όταν έκαναν συγκυβέρνηση με τους Σοσιαλιστές του Πέδρο Σάντσες. Διότι, όπως πολύ καλά μάθαμε κι εμείς εδώ στη χώρα μας, όσο εύκολο είναι να τάζεις «σεισάχθεια» σε ανήμπορους -και μη- να ανταποκριθούν στα χρέη τους, τόσο δύσκολο είναι το εφαρμόσεις.

Φαίνεται, όμως, ότι η αλαζονεία, η οποία συνήθως εμφιλοχωρεί στις απότομες εκτοξεύσεις προς την κορυφή, δεν επέτρεψε στον Πάμπλο Ιγκλέσιας να αντιληφθεί ότι ο δικός του λαϊκισμός είχε πλέον εκμετρήσει το ζην. Έτσι ερμηνεύεται ότι επέλεξε να εγκαταλείψει την αντιπροεδρία της συγκυβέρνησης με τους Σοσιαλιστές για να αναμετρηθεί μετωπικά με μια ευειδή λαϊκίστρια της Δεξιάς στη διεκδίκηση του αξιώματος του περιφερειάρχη της ισπανικής πρωτεύουσας.

Με μια δυναμική καμπάνια κατά των περιοριστικών μέτρων για την εξάπλωση του κορωνοϊού, που κινητοποίησε τους επαγγελματίες της ισπανικής πρωτεύσας, η 42χρονη Ιζαμπέλ Ντίας Αγιούσο, η οποία λάνσαρε το εύληπτο σύνθημα «Ελευθερία», θριάμβευσε στις κάλπες της περασμένης Κυριακής. Ο Πάμπλο Ιγκλέσιας, ο οποίος κατέβηκε στις εκλογές για να… ανασχέσει την επέλαση της Δεξιάς, κατατροπώθηκε.

Οι Μαδριλένοι ψηφοφόροι έδωσαν διπλάσια, σε σχέση με δύο χρόνια νωρίτερα, ποσοστά στην «Ισπανίδα Τραμπ», όπως αποκαλείται στη χώρα της η δεξιά περιφερειάρχης, και έστειλαν τον Ιγκλέσιας σε πρόωρη πολιτική συνταξιοδότηση. Το ρολόι της ιστορίας άλλαξε ρότα, αλλά οι δείκτες του επέστρεψαν στον αστερισμό του λαϊκισμού. Απλώς το «Μπορούμε» («Podemos») έγινε «Ελευθερία» («Libertad»). Και, κατά τα λοιπά, η ζωή συνεχίζεται…

Βλέπετε, ο λαϊκισμός έχει πολλά πρόσωπα. Και μερικές φορές μοιάζει με τη Λερναία Ύδρα που ένα κεφάλι κόβεις και δύο φυτρώνουν στη θέση του. Έτσι ακριβώς έγινε στη Μαδρίτη διότι η κυρία Αγιούσο πήρε εντολή να κυβερνήσει τη Μαδρίτη από κοινού με τον ακροδεξιό σχηματισμό VOX, που απαρτίζεται από νοσταλγούς του Φράνκο, καθώς οι μέχρι πρότινος συγκυβερνώντες «Πολίτες» («Ciudadanos») οδηγήθηκαν σε πολιτική εξαφάνιση, αφενός λόγω της μετριοπάθειάς τους και αφετέρου λόγω της αναποφασιστικότητάς τους.

Αν και έχουν διαφορετικό ιστορικό υπόβαθρο και ανόμοιο μέγεθος, η Ισπανία και η Ελλάδα είναι δύο χώρες του ευρωπαϊκού Νότου με αρκετά κοινά στοιχεία στην πολιτική διαδρομή που ακολουθούν τις τελευταίες δεκαετίες. Αμφότερες βίωσαν βίαιους αδελφοκτόνους εμφυλίους και δοκιμάστηκαν σκληρά από οπισθοδρομικές δικτατορίες. Αλλά και πιο πρόσφατα συνταράχθηκαν από τη χρηματοπιστωτική κρίση του 2009 που πυροδότησε τα ακραία λαϊκίστικα «Κινήματα των Αγανακτισμένων» τα οποία βρήκαν πρόσφορο έδαφος τόσο στη Δεξιά όσο και στην Αριστερά.

Στην Ισπανία το εκκρεμές του λαϊκισμού πήρε τώρα δεξιά κατεύθυνση. Στη δική μας χώρα κάποιοι υποστηρίζουν ότι το 2019, οπότε φάνηκε να κλείνει μια δεκαετία λαϊκίστικων προσεγγίσεων, αφήσαμε πίσω αυτό το κεφάλαιο. Με αποκορύφωμα, ωστόσο, το χαμηλό ποσοστό συμμετοχής των συμπατριωτών μας στο εμβολιαστικό πρόγραμμα, ίσως βιάστηκαν όσοι έσπευσαν να κηρύξουν το τέλος του ελληνικού λαϊκισμού.

Στον δικό μας ορίζοντα μέχρι στιγμής δεν προβάλλουν ούτε Έλληνας Ιγκλέσιας, ούτε Ελληνίδα Αγιούσο. Ενδεχομένως επειδή είναι πολύ πρόσφατη η συγκατοίκηση της λαϊκίστικης Αριστεράς με ένα τμήμα της λαϊκίστικης Ακροδεξιάς. Η πολιτική, όμως, είναι δυναμικό παίγνιο. Και γι΄ αυτό ποτέ κανείς δεν ξέρει με ποιο πρόσωπο θα εμφανιστεί το επόμενο λαϊκίστικο κρεσέντο.

Ας έχουμε, λοιπόν, τον νου μας!

Πέμπτη 9 Ιουλίου 2020

Ίδιος είναι ο λαϊκισμός, δεξιός και αριστερός


            Ο «ξεσηκωμός» των κατοίκων του Βελιγραδίου που υποχρέωσε την πολιτική ηγεσία της Σερβίας να υπαναχωρήσει και με την ουρά στα σκέλια να ακυρώσει το νέο lockdown που είχε προαναγγείλει σε μια απέλπιδα προσπάθεια να ανασχέσει την τεράστια έξαρση του κορωνοϊού, αποτελεί ίσως την καλύτερη απόδειξη ότι ο λαϊκισμός είναι ένας από τους σημαντικότερους παράγοντες εξάπλωσης της πανδημίας.
            Θα θυμάστε, φαντάζομαι, στην αρχή της υγειονομικής κρίσης ότι σημαίνοντα στελέχη της εγχώριας αξιωματικής αντιπολίτευσης –με πρώτο και καλύτερο τον ίδιο τον αρχηγό της Αλέξη Τσίπρα- επιχειρούσαν με κάθε τρόπο να υποβαθμίσουν την αυταπόδεικτη σημασία που είχαν στην εξέλιξη της λοίμωξης στην Ελλάδα, αφενός, η έγκαιρη λήψη μέτρων που αποφάσισε η κυβέρνηση και, αφετέρου, η εμπιστοσύνη την οποία έδειξαν οι πολίτες στην υπεύθυνη και επιστημονικά τεκμηριωμένη ενημέρωση  που είχαν από τον καθηγητή Σωτήρη Τσιόδρα και τον Νίκο Χαρδαλιά.
            Το βασικό «επιχείρημα» που προέβαλαν για να διατηρήσουν τη μίζερη κριτική που ασκούσαν ήταν ότι εξίσου καλά με τη χώρα μας ήταν η κατάσταση που διαμορφωνόταν και στις χώρες που βρίσκονται στα βόρεια σύνορά μας, όπως η Αλβανία, η Βουλγαρία, η Βόρεια Μακεδονία, αλλά και η Σερβία. Αγνοώντας ότι η Ελλάδα δεν είναι συγκρίσιμη με τους γείτονες της, καθώς είναι ανοιχτή στον κόσμο όσο καμία άλλη χώρα της περιοχής, κατασκεύαζαν απίθανες θεωρίες περί –άκουσον, άκουσον- του… βαλκανικού DNA το οποίο, για ανεξήγητους λόγους, απεδείχθη, υποτίθεται, ανθεκτικό στους ιούς!
            Το μεγάλο ευτύχημα είναι ότι τους ασύστατους αυτούς ισχυρισμούς, οι οποίοι δεν απείχαν από αντίστοιχες συνωμοσιολογικές θεωρίες που αμφισβητούσαν την ύπαρξη του ιού, ουδόλως τις ενστερνίστηκαν οι Έλληνες. Εξ αυτού προφανώς σε όλες τις μετρήσεις της κοινής γνώμης, οι πολίτες αξιολογούν θετικά την κυβέρνηση, ενώ δεν κάνουν το ίδιο με την αξιωματική αντιπολίτευση, καθώς, παρά τα εμφανή προβλήματα της οικονομίας, η πλειονότητα έχει εδραία πεποίθηση ότι τα πράγματα θα είχαν εξελιχθεί πολύ χειρότερα αν ήταν στη διακυβέρνηση της χώρας ο ΣΥΡΙΖΑ.
            Το δυστύχημα, από την άλλη, είναι ότι τις λαϊκίστικης έμπνευσης θεωρίες περί… κοροϊδοϊού υιοθέτησαν μάλλον οι βόρειοι γείτονες μας. Με αποτέλεσμα το τελευταίο διάστημα να ζουν εφιαλτικές ώρες εξαιτίας του φρενήρους ρυθμού με τον οποίο αυξάνονται τα κρούσματα αλλά και οι θάνατοι από την πανδημία. Οι θρησκευτικές τελετές στις οποίες συμμετείχαν ανεξέλεγκτα οι πολυπληθείς μουσουλμανικές κοινότητες των βαλκανικών χωρών, σε συνδυασμό με τις προεκλογικές περιόδους στις οποίες βρέθηκαν αυτό το διάστημα η Σερβία και η Βόρεια Μακεδονία φαίνεται ότι ήταν οι μεγαλύτερες αφορμές για το ξέσπασμα της πανδημίας.
            Ειδικά στη Σερβία, η κύρια ευθύνη, όπως όλα δείχνουν, ανήκει στον λαϊκιστή Πρόεδρο της χώρας Αλεξάνταρ Βούτσιτς, ο οποίος όχι μόνον χαλάρωσε αλλά μάλλον κατήργησε όλα τα περιοριστικά μέτρα κατά τις παραμονές της εκλογικής αναμέτρησης που έγιναν στις 21 Ιουνίου. Έφθασε μέχρι του σημείου να επιτρέψει την παρουσία οπαδών στους ποδοσφαιρικούς αγώνες, γεγονός που είχε ως αποτέλεσμα στο κλασικό ντέρμπι της 10ης Ιουνίου ανάμεσα στις δημοφιλείς ομάδες Παρτιζάν και Ερυθρός Αστέρας να βρεθούν στις κερκίδες του σταδίου του Βελιγραδίου 20.000 άτομα.    
Το αποκαλούμενο «Σερβικό Προοδευτικό Κόμμα», του οποίου ηγείται ο αμφιλεγόμενος κ. Βούτσιτς, έκανε δέκα μέρες αργότερα εκλογικό περίπατο, συγκεντρώνοντας ποσοστό άνω του 63% σε μια αναμέτρηση, πάντως, από την οποία απείχαν οι μισοί ψηφοφόροι. Παρά την εμβληματική, ωστόσο, νίκη του απεδείχθη ότι δεν είναι παρά ένας ηγέτης που δεν χαίρει σεβασμού στη χώρα του. Οι Σέρβοι οι οποίοι είδαν στη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου τον ίδιο τον Πρόεδρο της χώρας και τους συνεργάτες του –ορισμένοι από τους οποίους ανακοινώθηκε μετά τις εκλογές ότι νόσησαν- να μην τηρούν κανένα μέτρο προφύλαξης, αντέδρασαν βίαια όταν έγινε γνωστή η πρόθεση της κυβέρνησης να επαναφέρει το lockdown.
Το συμπέρασμα από όλα αυτά είναι ότι μπορεί το κόμμα του κ. Βούτσιτς με τις λαϊκίστικες επιλογές του να πέτυχε να αποσπάσει την ψήφο όσων Σέρβων που πείστηκαν να πάνε στην κάλπη, επ΄ ουδενί, όμως, δεν κέρδισε την εμπιστοσύνη των συμπατριωτών του, όπως τουλάχιστον έδειξε η προσπάθεια των διαμαρτυρόμενων διαδηλωτών να εισβάλουν στο Κοινοβούλιο που κατέληξε με την υπαναχώρηση της κυβέρνησης. Η σέρβικη ηγεσία συμβαίνει να είναι δεξιάς απόχρωσης, αλλά –μη νομίζετε…- η συμπεριφορά της δεν διαφέρει πολύ από τις άλλες λαϊκίστικες κυβερνήσεις του πλανήτη.
Από τον Τραμπ ως τον Μπολσονάρου και από τον Τζόνσον έως τον Ερντογάν, όλοι οι λαϊκιστές ηγέτες της υφηλίου ακολούθησαν λίγο ως πολύ το ίδιο μοτίβο. Στην αρχή αμφισβήτησαν τη σημασία της πανδημίας, καθυστερώντας να λάβουν τα μέτρα που πρότειναν οι ειδικοί. Στη συνέχεια έτρεχαν πανικόβλητοι να περιορίσουν τη ζημιά που οι ίδιοι είχαν προκαλέσει και με τα μηνύματα που μετέφεραν στους πολίτες του για τον πραγματικό κίνδυνο από τη νόσο. Αλλά και πάλι η σπουδή τους να αλλάξουν ρότα δεν ήταν επειδή μετανόησαν, βλέποντας το φως το αληθινό, αλλά μάλλον διότι αισθάνθηκαν ότι οι εξελίξεις θα τους κόστιζαν τον θώκο τους.
Συνοψίζοντας, λοιπόν και ενθυμούμενοι και τη δική μας περιπέτεια των προηγούμενων χρόνων, ας παραδεχθούμε, παραφράζοντας ένα παλαιότερο σύνθημα, ότι… ίδιος είναι ο λαϊκισμός, δεξιός και αριστερός!