Συνολικές προβολές σελίδας

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα πληθυσμός. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα πληθυσμός. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 24 Δεκεμβρίου 2021

Οι δημοσκοπήσεις ευνοούν τους τολμηρούς!

             Από το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και επί 75 συναπτά έτη, τόσο ο πληθυσμός των Ηνωμένων Πολιτειών, όσο και το προσδόκιμο ζωής των ανθρώπων που ζουν εκεί, παρουσίαζαν ανοδικές τάσεις. Η πορεία αντιστράφηκε για πρώτη φορά το 2020, τη χρονιά, δηλαδή κατά την οποία ξέσπασε η πανδημία του κορωνοϊού.

Σύμφωνα με τα δεδομένα του αμερικανικού Κέντρου Ελέγχου και Πρόληψης Ασθενειών (CDC), που δημοσιοποιήθηκαν πρόσφατα, πέρυσι το προσδόκιμο ζωής των Αμερικανών πολιτών μειώθηκε κατά ένα χρόνο και οκτώ μήνες σε σύγκριση με τον αμέσως προηγούμενο χρόνο. Για την ακρίβεια, από τα 78,8 έτη που ήταν το 2019 ο μέσος όρος ζωής όσων ζουν στις ΗΠΑ, το 2020 υποχώρησε στα 77.

Οι εκατοντάδες χιλιάδες επιπλέον θάνατοι που προκάλεσε η λοίμωξη Covid-19, η οποία έγινε η τρίτη αιτία θανάτου μετά τον καρκίνο και τα καρδιαγγειακά νοσήματα, σε συνδυασμό με τους πρόσθετους περιορισμούς στη μετανάστευση που συνόδευσαν την πανδημία, είχαν ως αποτέλεσμα να παραμείνει την πρώτη χρονιά της πανδημίας σχεδόν στάσιμος ο αμερικανικός πληθυσμός. Ο οποίος, όπως συμβαίνει με τις περισσότερες χώρες του δυτικού κόσμου, αντιμετωπίζει τα πολυσήμαντα φαινόμενα της υπογεννητικότητας και της γήρανσης.

Στα δύο χρόνια τώρα που επελαύνει η πανδημία οι ανθρώπινες απώλειες σε όλο τον πλανήτη έχουν ξεπεράσει τα 5,4 εκατομμύρια. Και δυστυχώς, όπως όλα δείχνουν, η μακάβρια λίστα με τους θανάτους θα μακρύνει πολύ ακόμη, παρά τη μεγάλη πρόοδο της επιστημονικής γνώσης που συντελέστηκε αυτό το διάστημα, κυρίως με τα εμβόλια, δευτερευόντως με κάποια θεραπευτικά σχήματα που έσωσαν αρκετές ζωές και ενδεχομένως με τα πολυαναμενόμενα χάπια που μπαίνουν οσονούπω στη μάχη.

Αναλογιζόμενος κανείς το βαρύτατο τίμημα το οποίο έχουν πληρώσει σχεδόν χωρίς εξαίρεση όλες οι χώρες της υφηλίου, δεν μπορεί παρά να απορεί με τη συμπεριφορά τόσων συνανθρώπων μας που έχουν τη δυνατότητα να εμβολιαστούν και δεν το κάνουν. Όπως δεν μπορεί και να μην εκπλήσσεται από το γεγονός ότι τα ζητήματα της πανδημίας εξακολουθούν να γίνονται στη χώρα μας αντικείμενο οξείας κομματικής αντιπαράθεσης.

Από το ξέσπασμα της πανδημίας έως τώρα, σχεδόν δεν έχει περάσει μέρα που να μην έχει καταγραφεί μια διαφωνία ανάμεσα στην κυβέρνηση και στην αξιωματική αντιπολίτευση. Από τις μάσκες και τα παγούρια των μαθητών, έως την καθιέρωση της περιορισμένης υποχρεωτικότητας των εμβολιασμών και τους περιορισμούς στην κυκλοφορία των πολιτών, από το lockdown και το click away έως τα SMS και τα κίνητρα για τον εμβολιασμό των νέων, δεν έχει υπάρξει ούτε ένα σημείο στο οποίο να συνέπεσαν οι απόψεις και οι εκτιμήσεις των κυρίαρχων πολιτικών δυνάμεων.

Κατά έναν πολύ παράδοξο τρόπο ό,τι και να έχει κάνει ως τώρα η κυβέρνηση, η αξιωματική αντιπολίτευση δεν χάνει την ευκαιρία να καταγράψει την αντίρρηση ή τη διαφωνία της όταν δε ασκεί οξεία κριτική ή δεν εξαπολύει ανηλεή πολεμική. Όμως, όσο προφανές είναι ότι η κυβέρνηση δεν τα έκανε όλα σωστά, αφού και λάθη έγιναν και ατολμίες εμφανίστηκαν και παλινωδίες παρατηρήθηκαν, εξίσου βέβαιο είναι ότι ούτε η αντιπολίτευση κατείχε την απόλυτη αλήθεια ή γνώριζε τη χρυσή συνταγή που θα αναχαίτιζε την πανδημία και θα εξαφάνιζε κρούσματα, νοσηλείες και ανθρώπινες απώλειες.    

Η αλήθεια είναι ότι και σε άλλες χώρες παρατηρήθηκαν διαφωνίες και συγκρούσεις για τα περιοριστικά μέτρα και τα εμβολιαστικά προγράμματα. Μόνον, όμως, που οι περισσότερες κυβερνήσεις, οι οποίες, ανεξαρτήτως πολιτικού χρώματος, χειρίστηκαν την πανδημία, ήρθαν αντιμέτωπες με ακραίες ομάδες αρνητών και όχι με κανονικές πολιτικές δυνάμεις που άσκησαν παλαιότερα κυβερνητικά καθήκοντα ή φιλοδοξούν βάσιμα να ασκήσουν στο μέλλον.  

Σε καμία περίπτωση, βεβαίως, δεν είναι κακό ούτε η διαφωνία ούτε η κριτική. Αντιθέτως, θα έλεγε κανείς ότι και τα δύο είναι μέσα στα καθήκοντα της αντιπολίτευσης, η οποία έχει υποχρέωση να αναδεικνύει τα κακώς κείμενα και να στηλιτεύει τις αστοχίες, τα λάθη και τις παραλείψεις των κυβερνώντων. Έχει, ωστόσο, σημασία πως εκφράζεται η διαφωνία και πως διατυπώνεται η κριτική.

Ένα σοβαρό, για παράδειγμα, ερώτημα είναι αν η συμπαράταξη με τους αντιεμβολίαστους υγειονομικούς προσφέρει στο κοινωνικό σύνολο ή πυροδοτεί το κύμα των αρνητών. Για να μην πούμε για το λάθος μήνυμα που εκπέμπεται με τον επίμονο ισχυρισμό για προσλήψεις όταν είναι γνωστό ότι δεν υπάρχει διαθέσιμο προσωπικό από τις ειδικότητες (εντατικολόγοι και πνευμονολόγοι) που είναι αναγκαίες για να λειτουργήσουν καλύτερα οι ΜΕΘ.

Δεν θα είναι υπερβολή αν ισχυριστεί κάποιος ότι μόνον ένα μέρος από τον χρόνο που αφιερώθηκε τις τελευταίες εβδομάδες στους καβγάδες για τις ΜΕΘ αν είχε χρησιμοποιηθεί σε μια διακομματική προσπάθεια για να ενισχυθεί η προσέλευση στα εμβολιαστικά κέντρα όσων συμπολιτών μας εξακολουθούν να διστάζουν ή φοβούνται, τότε οι υφιστάμενες ΜΕΘ θα αρκούσαν για να νοσηλεύσουν όσους τις χρειαζόταν, παρότι έχουν εμβολιαστεί.

Κατόπιν αυτού είναι εύκολο να φανταστεί κανείς τα πολιτικά οφέλη που θα μπορούσε να αποκομίσει ο Αλέξης Τσίπρας αν ηγείτο του αγώνα υπέρ των εμβολιασμών. Πάντως, ο αρχηγός των Βρετανών Εργατικών Κιρ Στάρμερ, που στηρίζει τα περιοριστικά μέτρα που παίρνει ο πρωθυπουργός Μπόρις Τζόνσον και δεν αρέσουν στα στελέχη του Συντηρητικού Κόμματος, έχει περάσει μπροστά στις δημοσκοπήσεις.

Εκτός και αν μας που πουν ότι πρόκειται κι εκεί για… συνωμοσία των «πετσομένων» δημοσιογράφων και δημοσκόπων που σπρώχνουν τον Στάρμερ, όπως υποτίθεται ότι κάνουν εδώ με τον Νίκο Ανδρουλάκη. Όπως και να έχει, πάντως, ο νεοεκλεγείς αρχηγός του ΚΙΝΑΛ/ΠΑΣΟΚ δείχνει να τολμάει, αφού, όπως διαβάζουμε στο «Θέμα» που κυκλοφορεί, τάσσεται υπέρ του υποχρεωτικού εμβολιασμού στο Δημόσιο.

Και μπράβο του, διότι, εκτός του ότι προοδευτικοί πολίτες είναι οι λογικοί πολίτες, συμβαίνει στις κάλπες να προσέρχονται οι ζωντανοί και όχι οι… τεθνεώτες!

Πέμπτη 4 Οκτωβρίου 2018

Αφού τα αγέννητα μωρά δεν είναι ψηφοφόροι τους!



Πριν από λίγες ημέρες ήταν η Ελληνική Στατιστική Υπηρεσία που σήμανε τον κώδωνα του κινδύνουφέρνοντας στο προσκήνιο αποκαλυπτικά στοιχεία για τη γήρανση του ελληνικού πληθυσμού. Οι γεννήσεις παιδιών το 2017 υποχώρησαν κατά 4,7% σε σχέση με το 2016,  ενώ οι θάνατοι αυξήθηκαν κατά 4,8%. Με αποτέλεσμα ο πληθυσμός να μειωθεί κατά περισσότερο από 30.000 άτομα, που σημαίνει ότι με αυτούς τους ρυθμούς θα αφανίζεται κάθε χρόνο μια πόλη σαν την Άρτα ή τη Φλώρινα.
Ακολούθησε η έκθεση του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου που πιστοποίησε κάτι που όλοι υποψιαζόμαστε: ότι, δηλαδή, η ατελεύτητη οικονομική κρίση που βιώνουμε εδώ και μια δεκαετία δεν συρρικνώνει μόνον την ελληνική οικονομία, αλλά και την ελληνική οικογένεια. Ο δείκτης γονιμότητας από το 1,5 που ήταν το 2008 υποχώρησε στο 1,3 το 2016 και όλα δείχνουν ότι στην καθοδική αυτή πορεία δεν μπαίνει κανένα φρένο.
Θα περίμενε κανείς ότι η δημοσιοποίηση αυτών των τόσο ανησυχητικών για το μέλλον του ελληνικού έθνους στοιχείων να είχε σημάνει συναγερμό στις πολιτικές δυνάμεις του τόπου.Και πρωτίστως στην κυβέρνηση που είναι εκείνη που περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον μπορεί να δώσει τον τόνο του επείγοντος χαρακτήρα που έχει η ανάγκη να ληφθούν μέτρα για να περιοριστεί η προϊούσα συρρίκνωση.
Ειδικότερα στην ελληνική περιφέρεια, η κατάσταση είναι παραπάνω από δραματική. Χωριά ολόκληρα και κωμοπόλεις, ιδίως στις μη τουριστικές περιοχές, ερημώνουν μέρα με την ημέρα, καθώς οι γεννήσεις σπανίζουν και οι θάνατοι αυξάνονται ραγδαία ως αποτέλεσμα και της ανασφάλειας που δημιουργεί η εγκατάλειψη των τόπων αυτών από τους νέους άνδρες και τις νέες γυναίκες που αναζητούν τον δικό τους ζωτικό χώρο είτε στις μεγάλες πόλεις είτε στο εξωτερικό.    
Δεν χρειάζεται να διαθέτει κάποιος αυξημένες εθνικές ευαισθησίες ή και ανησυχίες για το μέλλον του Ελληνισμού ώστενα αναγνωρίσει ότιηπληθυσμιακή γήρανση αποτελεί στις μέρες μας το υπ΄ αριθμόν ένα ζήτημα που θα έπρεπε να μας συνεγείρει όλους. Αρκεί ίσως για να κινητοποιηθούμε το κοινωνικό ενδιαφέρον για το «τι τέξεται η επιούσα» για τους νυν και επόμενους απόμαχους της εργασίας στη χώρα μας.
Αν, με άλλα λόγια, δεν ανανεώνεται ο πληθυσμός της Ελλάδος, ποιος θα εργαστεί για να μπορέσουν να ζήσουν οι τωρινοί και οι μελλοντικοί συνταξιούχοι; Ποιος θα πληρώνει φόρους και εισφορές για να εξακολουθήσουν να καταβάλλονται συντάξεις και να υπάρχουν κοινωνικές υπηρεσίες για την αρωγή ολόκληρου του πληθυσμού;
Ορισμένοι ίσως απαντήσουν στα προφανή αυτά ερωτήματα υποδεικνύοντας ως λύση το Μεταναστευτικό ζήτημα και την ενσωμάτωση όλων εκείνων οι οποίοι «πολιορκούν» τη χώρα μας θέλοντας να την καταστήσουνείτε μόνιμο τόπο εγκατάστασης ή προσωρινό σταθμό για τηνμετακίνησή τους προς την κεντρική Ευρώπη.
Αν και δεν υπάρχουν ακόμη επίσημες μελέτες, η εμπειρία που έχουμε αποκομίσει από τις δύο προηγούμενες δεκαετίες κατά τις οποίες η χώρα μας, μετά την κατάρρευση των κομμουνιστικών καθεστώτων της Ανατολικής Ευρώπης, υποδέχθηκε εκατοντάδες χιλιάδες άτομα, δεν είναι και πολύ θετική.
Η συμβολή των μεταναστών στην αύξηση του Εγχώριου Προϊόντος υπήρξε μάλλον μικρή. Και ακόμη μικρότερη ήταν η συνεισφορά τους στην πληρωμή φόρων και εισφορών, λόγω της φύσης των εργασιών που αναλάμβαναν και οι οποίες ήταν κατά βάση σε τομείς της οικονομικής δραστηριότητας που κυριαρχούσε η φοροδιαφυγή. Για να μην μιλήσουμε για τις εκροές από τα εμβάσματα αρκετών εξ αυτών προς τις πατρίδες τους. Όπως άλλωστε, κακά τα ψέματα, έκαναν δεκαετίες ολόκληρες νωρίτερα οι συμπατριώτες μας απόδημοι που συνεισέφεραν σημαντικά στην ελληνική οικονομία. 
Υπό αυτές τις συνθήκες, αναρωτιέται κάθε εχέφρων άνθρωπος γιατί οι σημερινοί κυβερνώντες έχουν ρίξει σχεδόν αποκλειστικά όλο το βάρος των προσπαθειών τους στο πως θα αποφύγουν τον -κατά τα φαινόμενα απολύτως επικοινωνιακό- σκόπελο της μη (περαιτέρω) μείωσης των συντάξεων. Ενώ την ίδια ώρα δεν… δίνουν δεκάρα τσακιστή για να πάνε όλα τα παιδιά σε παιδικούς σταθμούς. Και, πολύ περισσότερο, δεν στίβουν το μυαλό τους για να βρουν κίνητρα που θα βοηθήσουν τα νέα ζευγάρια να ανοίξουν το δικό τους νοικοκυριό και να κάνουν παιδιά τα οποία όταν μπουν στην παραγωγική δραστηριότητα θα συντηρήσουν τους σημερινούς μεσήλικες.
Παρακολουθώντας βεβαίως τον τρόπο με τον οποίο πολιτεύονται σε όλους τους τομείς της δημόσιας ζωής, μάλλον δεν πρέπει να εκπλησσόμεθα με αυτή την, εκ πρώτης, αντιφατική συμπεριφορά του μονομερούς ενδιαφέροντος για τους τωρινούς συνταξιούχους. Βλέπετε οι τελευταίοι έχουν δικαίωμα ψήφου και είναι εν δυνάμει ψηφοφόροι τους, όπως και οι 17ρηδες που μπορεί να πιστέψουν ότι ο υπουργός Παιδείας θα τους αφήσει να κοιμούνται περισσότερο και θα τους επιτρέψει να εισαχθούν στα (υποβαθμισμένα, τι σημασία έχει;) Πανεπιστήμια χωρίς εξετάσεις.
Ενώ τα αγέννητα μωρά, δεν είναι… ψηφοφόροι τους. Οπότε ποιος και γιατί να ενδιαφερθεί γι΄ αυτά;