Συνολικές προβολές σελίδας

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ποδόσφαιρο. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ποδόσφαιρο. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 30 Ιανουαρίου 2020

Αυτογκόλ από ένα ψοφοδεές πολιτικό προσωπικό


Η ταραχή και ο πανικός που επικράτησαν στην πολιτική σκηνή από την πρώτη στιγμή που γνωστοποιήθηκε η εισήγηση της επιτροπής επαγγελματικού αθλητισμού για τον υποβιβασμό των ποδοσφαιρικών ομάδων του ΠΑΟΚ και της Ξάνθης είναι άκρως ενδεικτικά στοιχεία για την πολιτική ανωριμότητα η οποία, πλειοψηφικά τουλάχιστον, χαρακτηρίζει τους ανθρώπους που επιλέγει ο ελληνικός λαός για να τον εκπροσωπήσουν.
Το Σύνταγμα ορίζει ρητά (στο άρθρο 51) ότι «οι βουλευτές αντιπροσωπεύουν το Έθνος». Και αμέσως μετά (στο άρθρο 60) συμπληρώνει ότι «έχουν απεριόριστο το δικαίωμα της γνώμης και ψήφου κατά συνείδηση». Καμία από τις δύο βασικές πρόνοιες του καταστατικού χάρτη της ελληνικής Δημοκρατίας δεν τηρήθηκε στους χειρισμούς του ζητήματος το οποίο ανέκυψε αιφνιδίως και όλως παραδόξως έλαβε πολιτικές διαστάσεις που δεν του αναλογούσαν.
Με μια πρωτόγνωρη σπουδή, την οποία επέδειξε πρωτίστως η κυβέρνηση, κονιορτοποιήθηκαν εν μια νυκτί παραδεδεγμένες αξίες, υφιστάμενοι κανόνες και καθιερωμένοι θεσμοί, προκειμένου να εξυπηρετηθούν πρόσκαιρες σκοπιμότητες και να μη δυσαρεστηθούν οι… στρατιές των ένθεν κακείθεν φανατισμένων που το ύψιστο ενδιαφέρον της ζωής τους είναι να στεφθεί πρωταθλήτρια η ομάδα τους είτε αξίζει είτε όχι τον τίτλο που διεκδικεί.
Το γεγονός ότι οι συγκεκριμένες «στρατιές» υπακούουν τυφλά στα κελεύσματα συγκεκριμένων επιχειρηματιών, οι οποίοι χρησιμοποιούν τους οπαδούς των ομάδων που χρηματοδοτούν για να αυξήσουν την ισχύ τους, δεν διαφοροποιεί τα πράγματα. Τα κάνει μάλλον χειρότερα. Διότι οι συμπεριφορές του πολιτικού προσωπικού προσβάλουν τη νοημοσύνη των μετριοπαθών πολιτικών που αποτελούν την πλειονότητα και οι οποίοι ψηφίζουν με βασικό κριτήριο την βούλησή τους να υπάρχει σαφής διάκριση των εξουσιών και να εφαρμόζονται οι ισχύοντες κάθε φορά κανόνες που εμπεδώνουν τη νομιμότητα.
Στις ευνομούμενες χώρες, η πολιτική τάξη, που απαρτίζεται από το στελεχιακό δυναμικό της κυβέρνησης, αλλά και της αντιπολίτευσης, δεν ασχολείται με την εφαρμογή των κανονισμών του ποδοσφαίρου και δεν έχει λόγο ούτε για το ποια ομάδα θα πάρει το πρωτάθλημα ούτε για το ποια θα υποβιβαστεί. Για τα ζητήματα αυτά, πολύ περισσότερο όταν αφορούν τον απολύτως επαγγελματικό αθλητισμό και τη λειτουργία ανωνύμων εταιριών, ο πρώτος και ο τελευταίος λόγο ανήκει στις συλλογικότητες που συγκροτούν οι ίδιες οι ομάδες.
Λίγο ως πολύ, μάλιστα, οι κανόνες του παιχνιδιού είναι ίδιοι παντού, αφού τους προκαθορίζουν οι διεθνείς Ομοσπονδίες. Η Ελλάδα, δυστυχώς, αποτελεί εξαίρεση σε όλα αυτά. Εδώ τα αθλητικά γεγονότα κομματικοποιούνται απροκάλυπτα, οι βουλευτές εισβάλουν στα γήπεδα για να… συνετίσουν τους διαιτητές, έχουν τη συνήθεια να συμμετέχουν σε «τηλεοπτικές δίκες» και δεν διστάζουν να διατυπώνουν «προφητείες» για τα αποτελέσματα των αγώνων.
Αν η ανάμειξη των πολιτικών ταγών με το ποδόσφαιρο ήταν προϊόν του ενδιαφέροντός τους γι΄ αυτό καθεαυτό το άθλημα ή έστω για να τηρηθούν οι κανόνες, θα μπορούσε κανείς να δείξει κατανόηση. Με το σκεπτικό ότι η ενασχόληση με το σπορ που συγκινεί τόσο μεγάλα πλήθη σχεδόν σε όλη την υφήλιο είναι μια κοινωνική πραγματικότητα που δεν μπορεί να παραβλέπει κάποιος που μετέχει στα κοινά.
Δεν είναι, όμως, έτσι. Διότι στην πράξη τα πράγματα αποδεικνύονται εντελώς διαφορετικά. Η πολιτικοποίηση του ποδοσφαίρου –ή, κατ΄ άλλους, η ποδοσφαιροποίηση της πολιτικής- έχει ξεκάθαρα ψηφοθηρικά ελατήρια. Οι τοποθετήσεις των περισσοτέρων πολιτικών στελεχών γίνονται με… οπαδικά κριτήρια. Και κάπως έτσι οι υποτιθέμενοι ταγοί της κοινωνίας που εκλέγονται για να καθοδηγούν τους πολίτες μετατρέπονται σε ενεργούμενα των ολίγων φανατικών των οποίων ολόκληρος ο κόσμος περιστρέφεται γύρω από τις γηπεδικές θύρες.
Η αδυναμία της πολιτικής τάξης να πάρει θέση υπέρ της νομιμότητας και να τηρήσει στάση ουδετερότητας απέναντι σε ζητήματα που δεν έχουν πολιτική χροιά αποτελεί την καλύτερη απόδειξη για το πόσο ψοφοδεές είναι το πολιτικό προσωπικό που μας εκπροσωπεί. Ένα πολιτικό προσωπικό το οποίο μπορεί να ψηφίζει Μνημόνια, να κόβει μισθούς και συντάξεις, επειδή έτσι επιβάλει η κομματική πειθαρχία ή η διατήρηση της βουλευτικής έδρας που θα κινδύνευε σε περίπτωση πτώσης της κυβέρνησης και προσφυγής σε εκλογές, πλην όμως, δεν μπορεί να αντισταθεί στις απειλές των παραγόντων που κινητοποιούν τους οπαδικούς στρατούς.
Φαίνεται ότι τα λόμπι των χούλιγκανς είναι ισχυρότερα από όλες τις άλλες «ομάδες πίεσης» που λειτουργούν στη χώρα. Το ζήσαμε παλαιότερα όταν η Ελλάδα κόπηκε στα δύο για να μην… ανιχνευθούν παράνομες ουσίες στα ούρα ενός Βούλγαρου ποδοσφαιριστή. Το είδαμε πιο πρόσφατα με την πολιτική υποστήριξη που έτυχε ο παράγων που εισέβαλε ένοπλος στον αγωνιστικό χώρο. Το βλέπουμε και τώρα με την (ν)τροπολογία που η ψήφισή της ισοπέδωσε όλες τους κανόνες και όλες τις πρακτικές της καλής νομοθέτησης που είχε υποσχεθεί η σημερινή κυβέρνηση, δεσμευόμενη να μην κάνει όσα έκαναν οι «άλλοι»…
Γι΄ αυτό και το αυτογκόλ το οποίο δέχθηκε η κυβέρνηση είναι αμφίβολο αν θα ισοφαριστεί πολύ σύντομα. Πριν καν ακουστεί η πρώτη ιαχή από την εξέδρα κλείστηκε φοβισμένη στα καρέ της και μοιραία βρέθηκε πίσω στο σκορ καθώς κατελήφθη από, μάλλον αδικαιολόγητο, πανικό.

Πέμπτη 10 Ιουλίου 2014

Το Μουντιάλ, οι Γερμανοί και εμείς

Την ώρα που οι δικοί μας ποδοσφαιριστέςοι οποίοι συμμετείχαν στο Μουντιάλ έστελναν από τη Βραζιλία γράμμα απόγνωσης στον πρωθυπουργό για να του πουν ότι δεν θέλουν πριμ για τη συμμετοχή τους στο Παγκόσμιο Κύπελλο, αλλά ένα προπονητικό κέντρο που λείπει παντελώς από τη χώρα μας μετά το κλείσιμο του Αγίου Κοσμά, οι Γερμανοί συνάδελφοί τους απολάμβαναν κάτι που καμία άλλη ομάδα από τις συμμετέχουσες στο Μουντιάλ δεν μπορούσε να διανοηθεί: ένα ολόδικο τους προπονητικό κέντρο που κατασκευάστηκε μέσα σε λίγους μήνες στην άλλη άκρη του κόσμου.
Αμέσως μετά την κλήρωση των αγώνων, τον περασμένο Δεκέμβριο, Γερμανοί αρχιτέκτονες ταξίδεψαν στη Βραζιλία και επέλεξαν ένα ιδανικό μέρος για να εγκλιματισθούν οι συμπατριώτες τους ποδοσφαιριστές στις κλιματολογικές συνθήκες της περιοχής και έστησαν εκεί ένα προπονητικό κέντρο που, εκτός των άλλων, εξασφάλιζε την απομόνωση των παικτών αλλά,ταυτόχρονα, καιτην εύκολη πρόσβασή τους προς τα στάδια που επρόκειτο να αγωνιστούν.
Μετά τους αγώνες του Μουντιάλ, οι εγκαταστάσεις θα αξιοποιηθούν ως τουριστικός προορισμός και τα χρήματα που επενδύθηκαν σε 14 διώροφες επαύλεις θα αποσβεστούν σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα και θα αφήσουν και κέρδη σε εκείνους που εκπόνησαν και χρηματοδότησαν το σχέδιο. 
Η συνέχεια της ίδιας είδησης θα μπορούσε να είναι αυτό που τώρα αποκαλύπτεται: επί δύο χρόνια οι σπουδαστές της Αθλητικής Σχολής της Κολωνίας (κάτι, υποτίθεται, σαν τα δικά μας ΤΕΦΑΑ) μελετούσαν τα πάντα γύρω από τους Βραζιλιάνους παίκτες και έδωσαν έτοιμη δουλειά στο προπονητικό τημ της Εθνικής Ομάδας τους, το οποίο κατέστρωσε το σχέδιο που οδήγησε στο αδιανόητο 7-1 με το οποίο σάρωσαν οι Γερμανοί τους διοργανωτές του Παγκοσμίου Κυπέλλου.
Μπορεί, αλήθεια, να φανταστεί κανείς ότι ένα ελληνικό Πανεπιστήμιο –από τα ουκ ολίγα που έχουμε…- μπορούσε να αναλάβει και να φέρει σε πέρας ένα αντίστοιχο πρόγραμμα;  Δεν νομίζω. Όταν οι ιθύνοντες του ποδοσφαίρου μας δεν ήξεραν ποιος και γιατί έβγαλε εισιτήριο στον Φερνάντο Σάντος για να γυρίσει στην Πορτογαλία και να μην συνοδεύσει τους ποδοσφαιριστές του στην επιστροφή στην Αθήνα, πάει πολύ να σκεφθεί κάποιοςότι θα κάνουν τόσο… πολύπλοκα πράγματα.
Αλλά, ακόμη χειρότερα, πως μπορεί να περιμένει κανείς σχέδια για κατασκευή προπονητικού κέντρου στο εξωτερικό, από μια χώρα στην οποία, μόλις πριν από δέκα χρόνια καταχρεώθηκε για να διασπαρούν σε όλη την Αττική στάδια, ενόψει των Ολυμπιακών Αγώνων, που τώρα προορίζονται για… εμπορικά κέντρα, ενώ η Εθνική Ομάδα παραμένει ανέστια και απαιτείται η παρέμβαση του πρωθυπουργού για να μπορέσουν να προπονούνται οι διεθνείς ποδοσφαιριστές μας για τις επόμενες μεγάλες διοργανώσεις.
Κακοφάνηκε σε πολλούς Έλληνες ο αποκλεισμός της Εθνικής Ομάδας από το Μουντιάλ. Όπως στους περισσότερους εξ αυτών μάλλονκακοφάνηκε,για λόγους που έχουν να κάνουν με τα εθνικά μας στερεότυπα –«να μη χαρεί η Μέρκελ» και άλλα τέτοια φοβερά «επιχειρήματα»- η σαρωτική επικράτηση των Γερμανών επί των Βραζιλιάνων, αλλά και η υψηλή πιθανότητα να φέρουν το τρόπαιο πίσω στην Ευρώπη.
Κακά τα ψέματα, όμως, και οι αυταπάτες. Όπως γίνεται σαφές από τα παραπάνω, ήταν μια επικράτηση που δεν ήρθε διόλου τυχαία, αλλά ήταν αποτέλεσμα μιας επιστημονικά οργανωμένης δουλειάς που στη συγκεκριμένη χώρα γίνεται ακόμη και στο ποδόσφαιρο. Το ίδιο ακριβώς, δηλαδή, που δεν γίνεται εδώ. Και φυσικά όχι μόνο στο πδοδόσφαιρο…

Τετάρτη 2 Ιουλίου 2014

Εθνική συλλογική μεμψιμοιρία



            Παρακολουθώ με –κοινωνιολογικό, κυρίως- ενδιαφέρον την ασυγκράτητη μεμψιμοιρία στην οποία επιδόθηκαν πάμπολλοι συμπολίτες μας από την επομένη του αποκλεισμού της Εθνικής ομάδας ποδοσφαίρου από την επόμενη φάση του Μουντιάλ και την αδυναμία της να προκριθεί στις 16 καλύτερες ομάδες του πλανήτη.
            Οι ίδιοι, κατά βάση, που αποθέωναν μέχρι την παραμονή του αγώνα παίκτες και προπονητή, έσπευσαν πρώτοι να σηκώσουν την πέτρα του αναθέματος. Με την ίδια ευκολία που είχαν καταδικάσει την ομάδα αμέσως μετά το ατυχές αποτέλεσμα με την Κολομβία και λίγες μέρες μετά και την οριακή νίκη επί της Ακτής Ελεφαντοστού μιλούσαν για το… πεπρωμένο της φυλής που θα μας οδηγούσε στο να «σηκώσουμε το τιμημένο», άρχισαν να μοιράζουν ευθύνες.
            Δεν είναι κακό να γίνεται κριτική. Άλλωστε, οι περισσότεροι που αγαπούν το ποδόσφαιρο γι΄ αυτό το βλέπουν είτε από τις εξέδρες είτε από τις τηλεοράσεις. Για να κάνουν τους προπονητές του… καναπέ και να έχουν άποψη για όλα όσα γίνονται εντός και εκτός των αγωνιστικών χώρων. Άλλο, όμως, η κριτική και άλλο η –ανθρωποφαγικών διαστάσεων- μικρόψυχη μεμψιμοιρία που ακολούθησε το παιχνίδι της Κυριακής.
Για κάποιους όλη την ευθύνη για τον αποκλειστικό από την Κόστα Ρίκα την έχει ο Σάντος και μόνον ο Σάντος. Πορτογάλος γαρ, άρα όχι και τόσο… «ελληνόψυχος». Για άλλους φταίει ο… γάμος του Παπασταθόπουλου, ακόμη και η… πεθερά του. Για να μην θυμηθούμε την άθλια καμπάνια εις βάρος του Κατσουράνη που είχε ξεκινήσει λίγες μέρες νωρίτερα και επεκτάθηκε σαν την… πανούκλα στο Διαδίκτυο.
Σε κανενός από όλους αυτούς το μυαλό δεν πέρασε το πολύ απλό: ότι τόσο αξίζαμε και τόσο πήραμε. Η χώρα μας δεν είναι και δεν μπορεί να γίνει σε προβλεπτό διάστημα σταθερή ποδοσφαιρική δύναμη σε παγκόσμιο επίπεδο. Έχει για τα διεθνή δεδομένα μικρομεσαίους ποδοσφαιριστές που μπορούν να πάνε λίγο καλύτερα ή λίγο χειρότερα από την πραγματική αξία τους. Αλλά όσο και αν υπερβάλουν εαυτούς όταν παίζουν με τα εθνικά χρώματα, το ποδοσφαιρικό θαύμα του 2004 δεν μπορεί να επαναλαμβάνεται εσαεί.        
            Δεν θα με απασχολούσε το ζήτημα, αν είχα την πεποίθηση ότι αυτό που συμβαίνει μετά την ατυχή έκβαση του αγώνα με την Κόστα Ρίκα είναι ένα φαινόμενο που περιορίζεται μόνο στα ποδοσφαιρικά πράγματα. Με απασχολεί, όμως, επειδή, ατυχώς, επεκτείνεται σε όλους τους τομείς της δημόσιας σφαίρας. Και συνάμα αποτελεί τη συνήθη δικαιολογητική βάση για την προσωπική αποτυχία σε υπερφίαλους στόχους.
Πρόκειται, δυστυχώς, για ένα εκτεταμένο φαινόμενο που αποτυπώνει μια διάχυτη νοοτροπία η οποία διατρέχει ένα πολύ μεγάλο μέρος της ελληνικής κοινωνίας. Το μέρος εκείνο που δεν έχει –και δεν θέλει να έχει- επίγνωση της ορθολογικής διάστασης των πραγμάτων, είτε αυτά είναι πολιτικά, είτε οικονομικά, είτε κοινωνικά.
Είναι η ίδια νοοτροπία που δημιουργεί την πεποίθηση σε πολλούς συνέλληνες ότι το μνημόνιο έφερε τη χρεοκοπία και όχι η χρεοκοπία το μνημόνιο. Μια πεποίθηση που εδράζεται στην απολύτως βολική ερμηνεία της απόσεισης των δικών μας συλλογικών και ατομικών ευθυνών και της μετάθεσης τους σε άλλους. Έκφραση της ίδιας νοοτροπίας αποτελεί, εξάλλου, η απαίτηση να μας χαρίσουν τα χρέη μας ευρωπαϊκές χώρες με χαμηλότερο βιοτικό επίπεδο από το δικό μας.
Είναι, σε μια άλλη διάσταση, η ίδια νοοτροπία που αποδίδει την αποτυχία των μαθητών της Α΄ Λυκείου στην Τράπεζα Θεμάτων από την οποία επελέγησαν τα (μισά…) θέματα των εξετάσεων που διαγωνίστηκαν όλοι οι μαθητές. Προφανώς, ούτε που περνάει από το μυαλό όλων αυτών που βάλουν κατά του τρόπου εξέτασης ότι οι εξετάσεις δεν γίνονται για να είναι όλοι αριστούχοι, αλλά για να ξεκαθαρίσουν οι καλύτεροι από τους λιγότερους καλούς.
Από το ποδόσφαιρο, λοιπόν, ως το μνημόνιο και από το δημόσιο χρέος ως την Παιδεία, οι νοοτροπίες είναι ίδιες και απαράλλακτες. Η συλλογική μεμψιμοιρία και η συνακόλουθη αναζήτηση αποδιοπομπαίων τράγων φαίνεται ότι αποτελεί  το εθνικό μας σπορ. Ένα σπορ που τις περισσότερες φορές λειτουργεί ως βολικό άλλοθι για να αρνούμαστε την πραγματικότητα. Και, βεβαίως, να μην πασχίζουμε να την αλλάξουμε. Αφού πάντα οι… άλλοι –οι «κακοί»- φταίνε.

Δευτέρα 14 Απριλίου 2014

Ο «Άγιαξ της Ηπείρου» και ο… ΣΥΡΙΖΑ



          Στις αρχές της δεκαετίας του ΄70, ο ΠΑΣ Γιάννινα, με έναν ικανό προπονητή, τον Γκομέζ Ντε Φαρία, ο οποίος ήρθε… σώγαμπρος στην Ελλάδα και έφερε από την Αργεντινή έξι «ελληνοποιημένους» ποδοσφαιριστές, έπαψε να είναι η μικρομεσαία ποδοσφαιρική ομάδα που βολόδερνε στη Β΄ Εθνική. Μεταμορφώθηκε δε τόσο ξαφνικά που κάποιοι της έδωσαν το προσωνύμιο «Άγιαξ της Ηπείρου», αν και το μεγαλύτερο επίτευγμά της ήταν ότι αναδείχθηκε πρώτη επαρχιακή ομάδα της Α΄ Εθνικής και έπαιξε στο Βαλκανικό Κύπελλο της εποχής.
            Μου ήρθε στο νου η ιστορία της (αγαπημένης μου) ομάδας, διαβάζοντας τα όσα είπε τις προηγούμενες μέρες από το Παρίσι ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης Αλέξης Τσίπρας για την Άνγκελα Μέρκελ που «τρέμει στην ιδέα ότι η νίκη του ΣΥΡΙΖΑ στην Ελλάδα θα ανοίξει το δρόμο για μια μεγάλη ανατροπή στην Ευρώπη» και επιπλέον ότι η γερμανίδα καγκελάριος έχει αντιληφθεί ότι το δίλημμα των ευρωεκλογών είναι «ή η Μέρκελ ή εμείς».
            Από όσο θυμάμαι, στους καβγάδες που, πιτσιρικάδες όντες, στήναμε όταν ο ΠΑΣ ήταν στα «πάνω του» με όσους υποστήριζαν αντίπαλες ομάδες, κυρίως του Κέντρου, αρκετοί από εμάς τους… «παγουράδες» ήταν με το μόνιμο παράπονο ότι, ενώ ήμασταν καλύτεροι από τους άλλους, κάποιοι δεν μας άφηναν να βγούμε στην Ευρώπη και ήθελαν να μας ξαναστείλουν, όπως και έγινε μετά την αρχική αναλαμπή, στη Β΄ Εθνική.
Οι πιο νουνεχείς, ωστόσο, ήξεραν ότι χωρίς οργάνωση και υποδομές και με τους παίκτες, ακόμη και τους προπονητές, όπως ο Γιάτσεκ Γκμοχ,  που αναδεικνύονταν στην περιοχή να φεύγουν με την πρώτη ευκαιρία για άλλα (ποδοσφαιρικά) μέρη, κανονικός ευρωπαϊκός… «Αγιαξ», όπως αυτός του Άμστερνταμ, από τον οποίο δανειστήκαμε το προσωνύμιο, δεν θα γινόμαστε ποτέ, παρότι εκείνη την εποχή η ομάδα έκοβε πολλά, σε σχέση με αρκετούς άλλους ελληνικές συλλόγους, εισιτήρια, τόσο εντός όσο και εκτός έδρας.
Επιστρέφοντας στο έναυσμα για τούτο το σημείωμα που είναι οι παρισινές δηλώσεις του προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ δεν μπορώ παρά να αναρωτηθώ τι είναι εκείνο που μπορεί να κάνει έναν αρχηγό κόμματος, έναν –γιατί όχι;- εν δυνάμει πρωθυπουργό μιας ευρωπαϊκής χώρας να καταφεύγει σε έναν τόσο ακραίο βερμπαλισμό, όπως είναι ο ισχυρισμός ότι η εκλεγμένη ηγέτης μιας άλλης χώρας τρέμει στην προοπτική της εκλογής του. 
Σε ποιο, αλήθεια, εκλογικό ακροατήριο απευθύνεται ο κ. Τσίπρας όταν χρησιμοποιεί εκφράσεις αυτού του είδους; Στον ΣΥΡΙΖΑ του 4% που ήταν το ποσοστό του κόμματός του μέχρι πριν από μερικά χρόνια; Ή στον ΣΥΡΙΖΑ του 17% των διαμαρτυρομένων που τον στήριξαν τον Μάιο του 2012 και έγιναν 27% στην επαναληπτική εκλογή του Ιουνίου όταν τέθηκε το δίλημμα της διακυβέρνησης;
Ακόμη, πάντως, και αν απευθύνεται στους τελευταίους, με στόχο να τους επανασυσπειρώσει, αφού καμία από τις δημοσκοπήσεις δεν δείχνει να επιμένουν όλοι στην προηγούμενη επιλογή τους, είναι πολύ αμφίβολο ότι του αρκούν για να αναλάβει τη διακυβέρνηση της χώρας, αν αυτό είναι πράγματι το σχέδιο του αρχηγού του ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος –μην το ξεχνάμε…- είναι και υποψήφιος για την προεδρία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
Με λεονταρισμούς και μεγαλοστομίες, τέτοιες που ούτε ο πανίσχυρος Πούτιν δεν τολμάει να εκστομίσει κατά της ουκρανικής ηγεσίας του Κιέβου, δύσκολα μπορεί να βρει κανείς ανταπόκριση σε ένα ευρύτερο ακροατήριο σκεπτόμενων πολιτών, όπως αυτό που χρειάζεται ο κ. Τσίπρας για να γίνει το κόμμα του πλειοψηφικό ρεύμα σε μια κοινωνία που είναι και θέλει να παραμείνει ευρωπαϊκή.
Οι προεκλογικές φανφάρες και οι μικρομέγαλες δημόσιες απειλές κατά της Μέρκελ δύο εξηγήσεις μπορεί να έχουν: Ή ο Τσίπρας προεξοφλεί ότι δεν θα αναλάβει ποτέ πρωθυπουργός, όπως διατείνονται πολλοί επικριτές του. Ή, στην αντίθεση περίπτωση, την επομένη των εκλογών θα καταπιεί όλα όσα λέει τώρα και, εκών άκων, θα συνομιλήσει με τη γερμανίδα καγκελάριο, αν θέλει την Ελλάδα στην Ευρώπη.  
Υ.Γ.: Για να κλείσω όπως άρχισα, αισθάνομαι την ανάγκη να διευκρινίσω για όσους δεν παρακολουθούν στενά τα ποδοσφαιρικά τεκταινόμενα ότι ο ΠΑΣ Γιάννινα εξακολουθεί να λέγεται «Άγιαξ της Ηπείρου». Φέτος γλίτωσε οριακά τον υποβιβασμό και οι ευρωπαϊκές … περγαμηνές του περιορίζονται σε δύο (ανεπιτυχείς) εξόδους στα Βαλκάνια…