Συνολικές προβολές σελίδας

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα προγραμματικές δηλώσεις. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα προγραμματικές δηλώσεις. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 7 Ιουλίου 2023

Η Δημοκρατία αντέχει και στη… «Βαβυλωνία»

Δεν ξέρω πόσοι Έλληνες είχαν την υπομονή να παρακολουθήσουν την πρεμιέρα της νέας Βουλής που ως είθισται άνοιξε με τη συζήτηση επί των προγραμματικών δηλώσεων. Αλλά είναι βέβαιο ότι όσοι το έκαναν, επειδή ανέμεναν ότι ο κατακερματισμός της κοινοβουλευτικής σύνθεσης που προέκυψε από την κάλπη της 25ης Ιουνίου θα αύξανε το ενδιαφέρον της πολιτικής αντιπαράθεσης, θα πρέπει μάλλον να απογοητεύθηκαν.

Ο πλουραλισμός των απόψεων αποτελεί αναμφίβολα πλούτο για τη δημοκρατική λειτουργία, υπό την απαραίτητη, όμως, προϋπόθεση ότι η πολυφωνία δεν μετατρέπεται σε κακοφωνία που θυμίζει τη «Βαβυλωνία» του συγγραφέα Δημητρίου Βυζάντιου, στην οποία πολύ εύστοχα παρέπεμψε πρόσφατα ο Αλέξης Τσίπρας για να ξορκίσει την κατάσταση που επικρατούσε στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ και είχε τα γνωστά αποτελέσματα.

Με την επιφύλαξη ότι θα επιβεβαιωθεί το προσεχές διάστημα η πρώτη εικόνα, η οποία σχηματίστηκε στο ξεκίνημα της νέας κοινοβουλευτικής περιόδου, πρέπει να σημειώσουμε ότι δεν απείχε πολύ από την απόλυτη ασυνεννοησία, τις λεκτικές παρεξηγήσεις και τους αναίτιους διαπληκτισμούς ανάμεσα στους προερχόμενους από διάφορες περιοχές της Ελλάδος οι οποίοι στις απαρχές της ίδρυσης του νεοελληνικού κράτους μιλούσαν διαφορετικές διαλέκτους και αδυνατούσαν να βρουν κοινή γλώσσα.

Αν όμως οι πρωταγωνιστές της «Βαβυλωνίας» του Βυζάντιου έβγαζαν γέλιο, έχω την αίσθηση ότι η οκτακομματική σύνθεση της νέας Βουλής εκείνο που περισσότερο από ο,τιδήποτε άλλο βγάζει δεν είναι παρά μια αφόρητη βαρεμάρα. Πώς αλλιώς μπορεί να αισθανθεί κάποιος παρακολουθώντας τον χαμηλής αισθητικής φραστικό ανταγωνισμό ανάμεσα σε υποτιθέμενους αντισυστημικούς σχηματισμούς που στην πραγματικότητα δεν κομίζουν τίποτε νέο και τίποτε διαφορετικό στην πολιτική ζωή του τόπου;

Πολύ φοβάμαι ότι οι αυτάρεσκες βεβαιότητες, οι ναρκισιστικού χαρακτήρα μικρομεγαλισμοί και οι κοινότυπα λαϊκίστικοι βερμπαλισμοί, που ακούστηκαν κατά κόρον στην πρεμιέρα της Εθνικής Αντιπροσωπείας, θα αποτελέσουν τον κανόνα που θα χαρακτηρίζει τη νέα Βουλή. Οι κοινοβουλευτικές συζητήσεις θα είναι -και μακάρι να διαψευστώ- μια πολύ δύσκολη άσκηση υπομονής που για να τις παρακολουθήσει κανείς θα χρειάζεται «ιώβειες» ιδιότητες. Πόσες φορές άλλωστε μπορεί να ακούσει κανείς από τα ίδια ή και διαφορετικά χείλη να υπερηφανεύονται ότι αποτελούν την… «αυθεντική» υπερασπιστική δύναμη των ιδεωδών της πατρίδας, της θρησκείας και της οικογένειας;

Για την ιστορία και μόνον να σημειωθεί ότι ο αρχικός κύκλος των ομιλιών των οκτώ πολιτικών αρχηγών στις προγραμματικές δηλώσεις διήρκησε επτά ολόκληρες ώρες. Υπό αυτή τη συνθήκη, ο καθένας μπορεί να αναρωτηθεί πόσος ακόμη χρόνος θα χρειαζόταν αν έπρεπε να ακολουθήσουν και δευτερολογίες. Και, πολύ περισσότερο, να σκεφθεί πόσοι διαθέτουν τις αντοχές να μείνουν καθηλωμένοι στον καναπέ τους για να ακούσουν τέτοιες συζητήσεις από την αρχή τους έως το τέλος προκειμένου να βγάλουν κάποιο συμπέρασμα.

Θα ήταν, πάντως, ευχής έργον αν οι πολίτες -και ιδίως όσοι έχουν την έφεση να δελεάζονται από τις «Σειρήνες» του λαϊκισμού- να άκουγαν όλα όσα λέγονται σε αυτές τις συζητήσεις ώστε να μπορούν να κρίνουν και να συγκρίνουν λόγια και πράξεις. Θεωρώ ότι αν το έκαναν, δεν θα είχαν αυταπάτες ότι τα παραδοσιακά κόμματα είναι εκείνα που κατέστρεψαν τη χώρα και έρχονται στη θέση τους οι… τιμωροί ακτιβιστές να μας απαλλάξουν από όλα τα κακά της μοίρας μας.

Καλώς ή κακώς, τόσο προεκλογικά όσο και μετεκλογικά, απεδείχθη ότι οι παθογένειες δεν αποτελούν αποκλειστικό «προνόμιο» των παλαιών κομμάτων. Μάλιστα, σε κάποιες περιπτώσεις ο αρχηγοκεντρισμός και η παρεοκρατία είναι περισσότερο κραυγαλέα φαινόμενα στις δυνάμεις που επαγγέλλονται ότι τάχατες διαθέτουν τη «χρυσή συνταγή».

Θυμηθείτε, άλλωστε, πόσα σχήματα της μιας ή, άντε, των δύο κοινοβουλευτικών θητειών γνωρίσαμε τις τελευταίες δεκαετίες. Από την Πολιτική Άνοιξη έως το ΔΗΚΚΙ και τον ΛΑΟΣ, από τους ΑΝΕΛ έως τη ΔΗΜΑΡ και από το Ποτάμι έως τη Χρυσή Αυγή ή το ΜέΡΑ 25, απεδείχθη ότι η πλειονότητα των νεοπαγών σχηματισμών υπήρξαν θνησιγενείς οργανισμοί που δεν άντεξαν στον χρόνο. Προφανώς επειδή δεν είχαν επί της ουσίας τίποτε σημαντικό να εισφέρουν, πέραν του γεγονότος ότι σε κάποιες περιπτώσεις -και πρέπει να το παραδεχθούμε- λειτούργησαν ως φυτώρια ανάδειξης νέων στελεχών που έκαναν καριέρα σε άλλα κόμματα.

Υπό αυτή την έννοια, το πιθανότερο είναι ότι δεν θα έχουν καλύτερη τύχη η Ελληνική Λύση, οι Σπαρτιάτες, η Νίκη ή η Πλεύση Ελευθερίας. Αυτό δεν σημαίνει ότι πρέπει να περιοριστούν τα δικαιώματα τους που προβλέπονται από τη συνταγματική και κοινοβουλευτική τάξη. Κάθε άλλο. Η Δημοκρατία μας και οι θεσμοί της είναι πλέον τόσο δοκιμασμένοι που είναι βέβαιο ότι θα αντέξουν το καθεστώς της «Βαβυλωνίας». Όπως και τις υπαινικτικές αλληλοκατηγορίες για… «πατριδεμπορία».

Ο καιροί θα δείξουν!

Τετάρτη 11 Ιουλίου 2012

Ανεπίδεκτοι μαθήσεως;


Παρακολουθώντας τη συζήτηση επί των προγραμματικών δηλώσεων της κυβέρνησης, προσπάθησα να διακρίνω αν, στο πρώτο αυτό “δείγμα γραφής” του, το ανανεωμένο κοινοβουλευτικό σώμα που αναδείχθηκε έπειτα από τις διαδοχικές εκλογικές αναμετρήσεις του Μαΐου και του Ιουνίου,  διαφέρει από τις προηγούμενες συνθέσεις, στις οποίες καταμαρτυρείται ότι είναι υπαίτιες για την κρίση.

Φοβάμαι ότι ο κόπος μου αποδείχθηκε μάταιος. Παρά το γεγονός ότι πολλοί από τους ομιλητές έκαναν την «παρθενική» αγόρευσή τους, κάτι που κατά το παρελθόν, οπότε η ανανέωση της σύνθεσης ήταν περιορισμένη, δεν καθίστατο εφικτό για τους νεοεκλεγέντες, η γενικότερη εικόνα της διήμερης αντιπαράθεσης ήταν απογοητευτική, καθώς η ποιότητα της επιχειρηματολογίας, που αναπτύχθηκε ένθεν κακείθεν, υπήρξε φτωχή.

Χωρίς αίσθηση της διαφορετικότητας του βήματος της Βουλής από τα προεκλογικά μπαλκόνια και τα τηλεοπτικά πάνελ, οι περισσότεροι ρήτορες, κυρίως από την πλευρά της αντιπολίτευσης, αναμασούσαν ατάκες και έκαναν χρήση ενός επιθετικού μεν, πλην, όμως, ρηχού, απλουστευτικού και, εν τέλει, «ξύλινου» λόγου, που, κατά τη δική μου προαίρεση, δεν ανταποκρινόταν στα προτάγματα της δύσκολης περιόδου που διανύουμε.

Ακόμη και στους… κλαυθμυρίζοντες για τα «βάσανα του λαού», ήταν προφανής η έλλειψη πραγματικής αγωνίας για το μέλλον της χώρας. Αλλά το πιο αποκαρδιωτικό ήταν η απουσία νηφάλιας κριτικής, η διχαστική διάθεση και η προφανής επιδίωξη όχι να πιεστεί η κυβέρνηση προς την κατεύθυνση της εκπλήρωσης των δεσμεύσεων της, αλλά, με χαιρέκακη προσέγγιση, να αποδειχθεί ότι αυτές θα εγκαταλειφθούν.

Αποτέλεσμα, ίσως, όλα τούτα της αυτάρεσκης άνεσης που εξέπεμπε η παρουσία της πλειονότητας στα κοινοβουλευτικά έδρανα, εξαιτίας, προφανώς, της ευκολίας με την οποία αρκετοί εξ αυτών εξελέγησαν στο Κοινοβούλιο, καθώς στην πρώτη αναμέτρηση τούς “έφερε στον αφρό” η οργή κατά του παλαιού πολιτικού προσωπικού και στη δεύτερη είχαν, ελέω λίστας, εξασφαλισμένη την επανεκλογή, δεν προοιωνίζονται θετικές εξελίξεις.

Η απαισιοδοξία μου για το τι μας επιφυλάσσει η αρξάμενη κοινοβουλευτική περίοδος, μπορεί να μην είναι άσχετη με το γεγονός ότι τις ίδιες μέρες που εξελισσόταν η συζήτηση στη Βουλή, διάβαζα το βιβλίο «Η Ελλάδα των δανείων και των χρεωκοπιών» του (πρώην υπουργού) Γιώργου Ρωμαίου, που είναι ένα «ιστορικό οδοιπορικό στην Ελλάδα των οικονομικών κρίσεων και των μεγάλων οικονομικών ζητημάτων», φαινόμενα που συμβαδίζουν με έντονες κομματικές συγκρούσεις που θυμίζουν έντονα το σήμερα.

Από τα πρώτα δάνεια της «Ανεξαρτησίας» (1824) που κατέληξαν στην πρώτη χρεωκοπία και στην επίσημη υποτέλεια του νεοσύστατου ελληνικού κράτους, το οδοιπορικό περνάει στις επόμενες χρεωκοπίες επί Χαριλάου Τρικούπη, που άνοιξε το δρόμο για την επιβολή ενός μακρόχρονου διεθνούς οικονομικού ελέγχου, και επί Ελευθερίου Βενιζέλου, που οδήγησε στη δικτατορία Μεταξά, για να φθάσει στη μεταπολεμική κηδεμονία του Σχεδίου Μάρσαλ και να καταλήξει με τη διάψευση των ελπίδων και προσδοκιών από την ευρωπαϊκή προοπτική της χώρας με την υπαγωγή της στο μνημόνιο και στις επιταγές της τρόικας.

Στη διαδρομή των δύο αυτών αιώνων, μπορεί  πολλά να έχουν αλλάξει στις σχέσεις που διέπουν την κοινωνία, αλλά και την οικονομία μας, βρίσκει, ωστόσο, κανείς ότι ο βασικός καμβάς παραμένει ίδιος και απαράλλαχτος, με τις δυνάμεις της δημιουργίας και της προόδου να δίνουν μια αέναη σύγκρουση απέναντι στις δυνάμεις της συντήρησης, του κρατισμού, της εύκολης καταγγελίας και του παραλυτικού λαϊκισμού.

Είναι χαρακτηριστική η επισήμανση που κάνει ο συγγραφέας για τις στοχεύσεις του Χ. Τρικούπη προς τον περιορισμό του ρόλου του κράτους, τον εξαστισμό και εξευρωπαϊσμό των κοινωνικών σχέσεων.  «Το κράτος για τον Τρικούπη ήταν εργαλείο για την οικονομική ανάπτυξη, η οποία αποτελούσε και τον βασικό “εθνικό" στόχο του προγράμματός του. Γι΄ αυτό και κατηγορήθηκε ως “πλουτοκράτης”», γράφει, αναφερόμενος στον πολιτικό που έφυγε ηττημένος από το προσκήνιο και χρειάστηκε να περάσει καιρός για να αναγνωριστεί η θετική συμβολή του.

Την ίδια εποχή ο βασικός του αντίπαλος, Θ. Δηλιγιάννης, που η ιστορία μικρή τιμή έχει να του επιδαψιλεύσει, «απέφευγε τους “ταξικούς” χρωματισμούς για να χωρέσουν όλοι οι “δυσαρεστημένοι” από την “άκρα Δεξιά μέχρι την άκρα Αριστερά”. Δεν στρεφόταν κατά του μεγάλου κεφαλαίου, αλλά ήθελε να το θέσει υπό τον έλεγχο του κράτους. Με στόχο να συσπειρώσει τον “μικροαστισμό”, στηλίτευε την κερδοσκοπία, τον χρηματικό πλούτο και την τραπεζική παντοδυναμία με υπερβάλλοντα λαϊκισμό και υστερικό πάθος».

Ακόμη μεγαλύτερη επικαιρότητα, βρήκα στην έκθεση που,  πολλά χρόνια αργότερα, το 1947, συνέταξε ο Αμερικανός αξιωματούχος Πολ Πόρτερ, ο οποίος, επισημαίνοντας τις πολιτικές αντιθέσεις της εμφυλιοπολεμικής περιόδου, κατέληγε με την παρατήρηση: «Αν δεν παύσει  η εσωτερική πολιτική ένταση, η οικονομία της Ελλάδας είναι αδύνατον να αναρρώσει». Διαβάζοντάς την, την ώρα που εξελισσόταν η συζήτηση στη Βουλή, αναρωτήθηκα: Μήπως, εν τέλει, είμαστε ανεπίδεκτοι μαθήσεως; 

*Ο Γρηγόρης Τζιοβάρας είναι δημοσιογράφος, περιφερειακός σύμβουλος Θεσπρωτίας στο πρώτο αιρετό Περιφερειακό Συμβούλιο Ηπείρου. Η αρθρογραφία του (ανα)δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα: http://topikakaiatopa.blogspot.com.