Συνολικές προβολές σελίδας

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Bild. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Bild. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τρίτη 28 Ιουλίου 2015

Το πολιτικό «ανάθεμα» αντιστοιχεί στο έγκλημα του Βαρουφάκη



Στη χώρα με την αναμφισβήτητα μεγαλύτερη, ενδεχομένως και σε ολόκληρο τον πλανήτη, ατιμωρησία, είναι παράδοξο ότι η σχεδόν μόνιμη επωδός, την οποία ακούει κανείς από τα χείλη πολλών ανθρώπων, ακόμη και σε περιπτώσεις που πολύ απλά συμβαίνει κάτι με το οποίο δεν συμφωνούν, είναι «θα σου κάνω μήνυση». Ή, σε παραλλαγή, «θα σου φέρω τον εισαγγελέα», «θα σε καθίσω στο σκαμνί» και άλλα τέτοια ηχηρά παρόμοια.
Αν καταμετρήσει κανείς τις επανειλημμένες φορές που είτε ως απειλή είτε ως εκφοβιστική υποβολή μήνυσης ή αγωγής, ακούστηκαν αυτές οι εκφράσεις και τις συγκρίνει με τις υποθέσεις που όντως έχουν οδηγηθεί στις δικαστικές αίθουσες, θα βρει ότι μόνον ένα απειροελάχιστο ποσοστό υποθέσεων εκδικάζεται και ένα ακόμη πιο μικρό καταλήγει σε καταδικαστικές αποφάσεις.
Δεν πάει πολύ καιρός που βρέθηκα στα δικαστήρια της Ευελπίδων και ένα μεγάλο μέρος των εγγεγραμμένων στο πινάκιο υποθέσεων που αφορούσαν, κατά βάση, αντιδικίες στο πλαίσιο πολιτικών αντιπαραθέσεων, είτε αναβάλλονταν σωρηδόν, είτε ματαιώνονταν, καθώς είχαν καταστεί πλέον άνευ αντικειμένου, όπως επί παραδείγματι η αγωγή για συκοφαντική δυσφήμιση κατά της γερμανικής εφημερίδας Bild που πομπωδώς είχε υποβάλει προ διετίας ως αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης ο νυν πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας και ποτέ δεν εμφανίστηκε -δια νομικού εκπροσώπου, εννοείται- να την υποστηρίξει.
 Έκανα αυτόν τον μακρύ πρόλογο μόνον και μόνον για να δώσω το περίγραμμα της πελώριας απορίας που μου προκαλείται κάθε φορά που διαπιστώνω την εξόφθαλμη αδυναμία της πολιτικής να χειριστεί μεγάλα προβλήματα της δικής της αρμοδιότητας και την εκ μέρους της αμήχανη επίκληση της Δικαιοσύνης να ασχοληθεί με θέματα για τα οποία δεν έχει και δεν θα μπορούσε να έχει την ευθύνη.
Με διαφορά λίγων εβδομάδων είδαμε την ιστορία και από τις δύο όψεις. Την είδαμε κατ΄ αρχήν από την κυβερνητική όψη με τις ανοίκειες απειλές περί εισαγγελικής παρέμβασης που εξακόντισαν μέλη του υπουργικού συμβουλίου κατά του βουλευτή του Ποταμιού Χάρη Θεοχάρη, ο οποίος, με πολλή σύνεση και εγκράτεια, έκανε τις γνωστές και επιβεβαιωμένες, πλέον, καταγγελίες για τους αποτρόπαιους σχεδιασμούς περί νομισματικής αλλαγής.
Την βλέπουμε τώρα από την πλευρά της αντιπολίτευσης, στελέχη της οποίας με χαρακτηριστική ευκολία (εγ)καλούν τη Δικαιοσύνη να παρέμβει σε ένα πελώριο μεν ζήτημα, όπως είναι τα άφρονα σχέδια που επεξεργαζόταν ο απίθανος τύπος που παρίστανε επί πεντέμισι μήνες τον υπουργό Οικονομικών μιας ευρωπαϊκής χώρας, πλην, όμως, από τα μέχρι στιγμής δεδομένα, το “επίδικο” ζήτημα έχει αποκλειστικά πολιτική και καθόλου ποινική διάσταση.
Κακά τα ψέματα, δεν χρειάζεται να είναι κανείς νομικός για να επισημάνει ότι από τη στιγμή που δεν στοιχειοθετείται κάποιο συγκεκριμένο ποινικό αδίκημα που να συντελέστηκε, δεν είναι δουλειά της Δικαιοσύνης να «βγάλει τα κάστανα από τη φωτιά». Είναι εύκολο να λέει κάποιος ότι «πρέπει να κάτσει στα σκαμνί ο Βαρουφάκης», αλλά για να έχει ουσιαστική ισχύ ο λόγος του θα πρέπει να υποδείξει και τη νομική παράβαση στην οποία υπέπεσε ώστε να του ασκηθεί δίωξη.
Ας μου συγχωρεθεί η γενικότητα της αναφοράς, αλλά αν υποτεθεί ότι θα μπορούσε να αποτελέσει αντικείμενο εισαγγελικής δίωξης η διάσταση λόγων και έργων, ακόμη και δεν είναι σύνηθες να φθάνει αυτή στην ακραία εκδοχή της περίπτωσης Βαρουφάκη που υπονόμευε, πιθανότατα εσκεμμένα, τις διαπραγματεύσεις με τους εταίρους της χώρας, τότε, ενδεχομένως, ουδείς πολιτικός θα... ξέφευγε της καταδίκης.
Μόνον, όμως, που η αθέτηση υποσχέσεων, ακόμη και όταν με την τρέχουσα -και όχι τη δικανική- ορολογία είναι δόλια, δεν συνιστά ποινικό αδίκημα και δεν μπορεί να αντιμετωπίζεται ως τέτοια, επειδή, ενδεχομένως, τα πρόσωπα που πρωταγωνιστούν σε καταστάσεις αυτού του είδους δεν είναι της αρεσκείας μας. Η εμπειρία, άλλωστε, της ανάμειξης της Δικαιοσύνης σε πρωτοβουλίες στοχοποίησης πολιτικών αντιπάλων είναι οδυνηρή στη χώρα μας. Και για την ίδια τη Δικαιοσύνη. Και για την Πολιτική.
Γι΄ αυτό και οι κατά τα λοιπά απολύτως δικαιολογημένες αντιδράσεις που προκαλούν στις τάξεις της αντιπολίτευσης οι συνεχιζόμενες αποκαλύψεις για τους σχεδιασμούς των αρκετών, κατά τα φαινόμενα, «δραχμιστών» που είχε στην κυβέρνησή του ο Αλέξης Τσίπρας, είναι ένα ακραιφνώς πολιτικό ζήτημα. Και μόνον με πολιτικά μέσα μπορεί και πρέπει να αντιμετωπιστεί.
Το θεσμικό, άλλωστε, οπλοστάσιο του κοινοβουλευτικού μας συστήματος παρέχει αρκετές δυνατότητες, τις οποίες η αντιπολίτευση έχει την ευχέρεια να εξαντλήσει, υποχρεώνοντας τον κ. Τσίπρα να εμφανιστεί ενώπιον της Βουλής και να δώσει τις απαιτούμενες εξηγήσεις τόσο για την επιλογή του να εντάξει στην κυβέρνησή του τον κ. Βαρουφάκη, όσο και για την μετέπειτα αποπομπή του προσώπου που μερικές εβδομάδες νωρίτερα χαρακτήριζε... «asset».
Όσο για τον τέως υπουργό Οικονομικών -και για όσο φυσικά δεν αποδεικνύεται ότι πίσω από όλα αυτά δεν ελλοχεύει προσωπική οικονομική ιδιοτέλεια- νομίζω ότι η βαρύτερη ποινή που αντιστοιχεί στα ακραιφνώς πολιτικά εγκλήματα που έχει «υποπέσει» είναι αυτή που έχει ήδη αρχίσει να εκτίει. Και είναι ο πολιτικός εξοστρακισμός που υφίσταται από τον χώρο που τον ανέδειξε. Αλλά, κυρίως, το πολιτικό «ανάθεμα» που αργά ή γρήγορα θα του ρίχνει η μεγάλη πλειονότητα των σκεπτόμενων Ελλήνων.

Πέμπτη 7 Μαΐου 2015

Μεγάλες στιγμές για την ενημέρωση και το Κοινοβούλιο

Μαζί με πολλά άλλα –πρόσωπα, καταστάσεις και θεσμούς- που δεινοπαθούν στις μέρες μας, αρκετά δύσκολες είναι και οι συνθήκες υπό τις οποίες γίνεται η ενημέρωση.
Και μόνον το γεγονός ότι, καλώς ή κακώς, όλη η Ελλάδα συζητούσε επί τριήμερον τον… ακατονόμαστο υπουργό που εξήγε μέρος των καταθέσεων του και χρειάστηκε να τον δημοσιοποιήσει το όνομά του η «διαβόητη» Bild για να ακουστεί, επιτέλους, και στο εσωτερικό ότι επρόκειτο για τον αξιότιμο (πρώην ΠΑΣΟΚ, τέως Ποτάμι και ποιος ξέρει και τι άλλο νωρίτερα…) Δημήτρη Μάρδα, είναι ενδεικτικό του κλίματος που επικρατεί.
Στη χώρα στην οποία, αν πιστέψουμε τους κατρουγκάλειους βερμπαλισμούς που ακούγονται κατά κόρον το τελευταίο τρίμηνο στο ελληνικό Κοινοβούλιο, έχει λίαν προσφάτως… αποκατασταθεί η Δημοκρατία, δεν ήταν εύκολο να δει το φως, έστω και υπό την μορφή… διάψευσης, μια τέτοια καταγγελία. Και ίσως να μην είχε ακουστεί ποτέ και να έμενε στο επίπεδο της φήμης, της διάδοσης και της σπερμολογίας αν δεν είχε προηγηθεί η γερμανική εφημερίδα, που έδινε ένα καλό άλλοθι για να παρακαμφθούν επαπειλούμενες αγωγές και μηνύσεις σε όποιον αποτολμούσε να πει την ιστορία με ονόματα, όταν ο ίδιος ο πρωταγωνιστής διέψευδε… ανωνύμως.
Είχαν, βλέπετε, προηγηθεί τα προληπτικώς απειλητικά non paper του Μεγάρου Μαξίμου που προειδοποιούσαν με έμμεσο αλλά σαφή τρόπο για τις συνέπειες που θα υφίστατο όποιος κατονόμαζε τον αναπληρωτή υπουργό Οικονομικών, ο οποίος –μην μπερδευόμαστε από τη σκόπιμη σύγχυση που καλλιεργείται και μετά την αποκάλυψη του ονόματός του- την ώρα που γράφονται τούτες οι γραμμές εξακολουθεί να έχει ένα μέρος έστω των καταθέσεων του στο εξωτερικό.
Ο ίδιος, άλλωστε, ο θιγόμενος, αφού εξασφάλισε την πλήρη κυβερνητική κάλυψη, επειδή, προφανώς, δεν ανήκε σε άλλον πολιτικό χώρο, όπως ο Γκίκας Χαρδούβελης, ο οποίος όταν υπέπεσε σε αντίστοιχο παράπτωμα συγκέντρωσε την μήνι του κυβερνητικού εκπρόσωπου, χρειάστηκε να περάσουν πάνω από 48 ώρες για να τερματίσει το κρυφτούλι που έπαιζε μέχρι να βγει δημοσίως να διαψεύσει –και καλώς- όσα αδίκως (ότι δηλαδή η εξαγωγή των χρημάτων έγινε ενώ μετείχε στην κυβέρνηση…) του καταμαρτυρήθηκαν. Μόνον, όμως, που και τότε εμφανίστηκε να έχει πολύ επιλεκτική μνήμη.
Αφού, λοιπόν, «κόπιαρε» τον γνωστό ισχυρισμό Χαρδούβελη, που κατέτεινε στο κοινότυπο «για τις σπουδές των παιδιών μου, ρε γαμώτο…», έδειξε να μην είναι βέβαιος ούτε πόσα ακριβώς ήταν τα χρήματα που έβγαλε έξω ούτε πότε ακριβώς έγινε τη μεταφορά στο εξωτερικό. Παρόλο που, όπως ισχυρίστηκε, έχει δώσει όλα τα στοιχεία στον πρωθυπουργό, αλλά όχι και στη δημοσιότητα, η οποία είναι επιβεβλημένη και εκ του νόμου προβλεπόμενη για τους πολιτικούς που είναι υπόχρεοι υποβολής δηλώσεων περιουσιακής κατάστασης (το λεγόμενο «πόθεν έσχες»).
Με αυτά και με αυτά, πάντως, πολύ… ξεχασιάρης αποδεικνύεται ο κ. υπουργός. Και ίσως έτσι δικαιολογείται που δεν θυμάται και το πότε ακριβώς έγινε ΣΥΡΙΖΑ, αφού μέχρι τις παραμονές των τελευταίων εκλογών και ενώ έδινε μάχη να μπει σε άλλα ψηφοδέλτια ξιφουλκούσε κατά των λαϊκιστών της Αριστεράς, όπως θεωρούσε τους σημερινούς ομοτράπεζους του στο υπουργικό συμβούλιο. Και μάλλον δεν θα… θυμηθεί να κάνει τις μηνύσεις που απειλεί ότι θα υποβάλει. Γιατί αν ποτέ έφθανε στις δικαστικές αίθουσες μια τέτοια υπόθεση, μάλλον μετανιωμένος θα έβγαινε εκείνος που θα την οδηγούσε εκεί.
Το θέμα, βεβαίως, δεν είναι ο υπουργός Μάρδας και ούτε «τα 30 με 40» χιλιάδες ευρώ που έβγαλε στο εξωτερικό. Είναι ο στενός κορσές των non paper που επιχειρείται να φορεθεί στην ενημέρωση μέσα από εκφοβιστικές απειλές οι οποίες, άλλοτε εμμέσως και σε κάποιες περιπτώσεις αμέσως, εκτοξεύονται από κυβερνητικά χείλη και που δυστυχώς περνούν απαρατήρητες σε βαθμό που να θεωρούνται φυσιολογικές.
Είναι τυχαίο, άραγε, που ο κ. Αλέξης Τσίπρας επέλεξε να εγκαινιάσει την «ώρα του πρωθυπουργού» στη Βουλή απαντώντας σε ερώτηση –περί διαφθοράς παρακαλώ! – του κυβερνητικού, καθότι συνεργαζόμενου με τους ΑΝ.ΕΛ., βουλευτή Νίκου Νικολόπουλου; Μάλλον όχι.
Συνειδητά ο πρωθυπουργός, αφού ήταν στην απόλυτη ευχέρεια του, επεδίωξε να επανέλθει ο θεσμός με ερώτηση του βουλευτή – «εκπομπάρχη», ο οποίος μόλις την παρελθούσα εβδομάδα καλούσε την κυβέρνηση «να ανοίξει τους λογαριασμούς» (!) όλων όσοι ασκούν κριτική και αναδεικνύουν ζητήματα όπως η προκλητική σπατάλη της ανακατασκευής των παροπλισμένων αεροσκαφών ναυτικής συνεργασίας;
Σε κάθε περίπτωση, το Κοινοβούλιο θα ζήσει μεγάλες στιγμές. Και η ενημέρωση ακόμη μεγαλύτερες. Μπράβο κύριε πρωθυπουργέ. Για τις επιλογές σας. Και την αισθητικής τους. Καλύτερη αρχή από εκείνη με τον κ. Νικολόπουλο δεν θα μπορούσατε να κάνετε. «Πρώτη φορά…» είναι και αυτή, άλλωστε…