Συνολικές προβολές σελίδας

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Debate. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Debate. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 4 Ιουλίου 2019

Ο φανταστικός εξηντάρης φίλος του Αλέξη από την Τρίπολη


«Ενός κακού μύρια έπονται», έλεγαν οι αρχαίοι ημών πρόγονοι. Και το ίδιο φαίνεται να ισχύει και με τα ψέματα του Αλέξη Τσίπρα. Ο αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ, όπως θα πρέπει να αρχίσουμε να τον αποκαλούμε πλέον, αποφάσισε να κάνει ακόμη μία κωλοτούμπα, πηγαίνοντας να δώσει συνέντευξη στον Σκάι, στον οποίο είχε ο ίδιος κηρύξει εμπάργκο. Για να δικαιολογήσει, όμως, τη –χιλιοστή;- μεταστροφή του, δεν μπορούσε παρά να καταφύγει στην προσφιλή τακτική του που δεν είναι άλλη από την κατασκευή γεγονότων.
«Προχθές, στην Τρίπολη, με πλησίασε ένας άντρας γύρω στα εξήντα», έγραψε ο κ. Τσίπρας στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, θέλοντας να δείξει ότι επικοινωνεί με τους πολίτες. «Μου είπε, “θέλω να σου πω κάτι. Αφού ο Μητσοτάκης αρνείται το debate, πήγαινε εσύ στο γήπεδό του και άστον αν θέλει να μην έρθει να αγωνιστεί”», συμπλήρωσε. Λες και οι εξηντάρηδες που κυκλοφορούν στην Τρίπολη, ή οπουδήποτε αλλού στην Ελλάδα, κοιμούνται και ξυπνούν με τον καημό αν θα γίνει ή δεν θα γίνει ντιμπέιτ.
Ο συγκεκριμένος εξηντάρης, όμως, δεν έμεινε μόνον σε αυτό. Συμβούλεψε τον Αλέξη Τσίπρα και πως θα αντιμετώπιζε τον Κυριάκο Μητσοτάκη. Αφού, πάντα κατά την αφήγηση του αρχηγού του ΣΥΡΙΖΑ, οι δυο τους είχαν και την ακόλουθη συνέχεια στον «διάλογο» τους: «Του λέω τι εννοείς; Μου λέει, “πήγαινε στον ΣΚΑΙ και άστους να σε ρωτήσουν ό,τι θέλουν ανοιχτά και να απαντήσεις ανοιχτά. Και άστον να μην έρθει, αφού δεν τολμά. Εσύ τολμάς.... Του είπα δεν έχεις άδικο. Αποφάσισα λοιπόν την Τρίτη το βράδυ να πάω στη τηλεόραση του ΣΚΑΙ…».
Καταλάβετε; Πρωθυπουργός ευρωπαϊκής χώρας κήρυξε εμπάργκο σε τηλεοπτικό σταθμό επειδή ένα στέλεχος του καναλιού είχε μεταδώσει μια πληροφορία –ότι το Μέγαρο Μαξίμου σχεδίαζε να καρατομήσει τους υπευθύνους για το Μάτι- η οποία, μάλιστα, επιβεβαιώθηκε. Ο ίδιος με απειλές για διαγραφή των βουλευτών του οι οποίοι θα μιλούσαν στο κανάλι, διατήρησε τον αποκλεισμό επί σχεδόν ένα χρόνο ακόμη. Χωρίς να συγκινηθεί ούτε όταν ο σταθμός δέχθηκε ισχυρό τρομοκρατικό χτύπημα.
Το ήρε, εν τέλει, επειδή απλώς βρέθηκε στον δρόμο του ένας –προφανώς «φανταστικός»- εξηντάρης από την Τρίπολη για να του υποδείξει ότι με αυτή τη μεγαλεπήβολη κίνηση θα κατατροπώσει τον βασικό του αντίπαλο, ο οποίος πριν από λίγο καιρό του έριξε σχεδόν δέκα μονάδες στο κεφάλι, παρότι ο ίδιος νόμιζε ότι «τον είχε» και κομπορρημονούσε από τηλεοράσεως ότι «δεν υπάρχει ούτε μία στο εκατομμύριο» περίπτωση να χάσει τις εκλογές.
Όπως και με το εμπάργκο στον Σκάι, όμως, δεν ευθύνεται ο ίδιος για το εκλογικό αποτέλεσμα. Κάποιοι άλλοι -πραγματικοί ή… «φανταστικοί»- φίλοι και συνεργάτες τον είχαν πείσει ότι είναι «άχαστος». Του παρουσίαζαν, όπως εκ των υστέρων προέκυψε, ανύπαρκτες δημοσκοπήσεις από εταιρίες – «φαντάσματα» που υποτίθεται ότι έδειχναν μειώσεις στην ψαλίδα της διαφοράς που τον χώριζε από την αξιωματική αντιπολίτευση.
Αν, ωστόσο, οι φίλοι και οι συνεργάτες του κ. Τσίπρα τον έριξαν στα βράχια με τις προβλέψεις τους για τις εκλογές ή επειδή δεν τον συμβούλευαν να πάει στον Σκάι για να εξολοθρεύσει τους αντιπάλους του, το κακό θα ήταν πολύ μικρό. Στην επίμαχη τηλεοπτική συνέντευξή του, δικαιολογώντας τις μεγάλες αστοχίες της κυβερνητικής θητείας του, υποχρεώθηκε να παραδεχθεί ότι πορεύτηκε με σωρεία από αυταπάτες και λειτούργησε με ασυγχώρητες αφέλειες.  
«Καταλογίστε μου όσες ευθύνες θέλετε για άγνοια συσχετισμών στην Ευρώπη», υποστηρίζει τώρα ο πολιτικός που ισχυριζόταν ότι «άλλαζε την Ευρώπη» και ότι αν κάποιος μετέφερε στους εταίρους και δανειστές τις θέσεις του για κατάργηση του Μνημονίου με έναν νόμο και ένα άρθρο, εκείνοι «θα μας παρακαλούν να μας δανείσουν».
«Είχαμε την αφέλεια ότι οι εταίροι μας θα σέβονταν τη λαϊκή ετυμηγορία», ισχυρίζεται, πλέον, σε μια απέλπιδα προσπάθεια να βρει δικαιολογίες επειδή έκανε «Ναι», το «Όχι» του άφρονος δημοψηφίσματος της 5ης Ιουλίου 2015 που είχε ζητήσει και του έδωσε η πλειονότητα των Ελλήνων. Το ακόμη πιο εντυπωσιακό, όμως, είναι ότι όταν του επισημαίνεται ότι ο ίδιος και οι συνεργάτες του πήγαν στη διαπραγμάτευση με τα πουκάμισα έξω και με διάθεση που θύμιζε όσους νομίζουν ότι μπορούν να περπατούν ξυπόλυτοι στα αγκάθια, ο Αλέξης Τσίπρας απαντά με το εκπληκτικό «επιχείρημα»: «Ήμασταν προετοιμασμένοι αλλά οι άλλοι ήταν καλύτερα προετοιμασμένοι από εμάς…».
Αντίστοιχης βαρύτητας είναι οι ισχυρισμοί που επιστράτευσε για να δικαιολογήσει την απίστευτη σκηνοθεσία της 23ης Ιουλίου 2018 που στήθηκε στο Συντονιστικό Κέντρο της Πυροσβεστικής με στόχο τον επικοινωνιακό χειρισμό της τραγωδίας στο Μάτι. «Εκείνη την ώρα το μόνο που είχα ως φήμη, είναι ότι υπήρχε πιθανότητα για έναν ή δύο ανθρώπους που από αναθυμιάσεις είχαν χάσει τη ζωή τους. Σήμερα μπορώ να πω με βεβαιότητα ότι αυτοί που βρίσκονταν στο τραπέζι, ακριβώς επειδή αιφνιδιάστηκαν με την ύπαρξη της κάμερας και της ζωντανής σύνδεσης, πάγωσαν και δεν μου είπαν τίποτα, εκείνη την ώρα. Μόλις έφυγαν οι κάμερες μου είπαν ότι υπάρχει πιθανότητα να είναι περισσότεροι οι νεκροί», υποστήριξε.
Και έπειτα από αυτό έστειλε τους φωστήρες της κυβέρνησής του να στήσουν μια συνέντευξη – φιάσκο, παρουσιάζοντας ανύπαρκτους δορυφόρους να κυνηγούν ανύπαρκτους εμπρηστές και ρίχνοντας στάχτη στα μάτια των πολιτών ότι για την τραγωδία ευθύνονταν αποκλειστικά και μόνον η αυθαίρετη δόμηση, για την αντιμετώπιση της οποίας, όπως γνωρίζει ο κάθε πολίτης αυτής της χώρας, δεν έκαναν απολύτως τίποτε ούτε πριν, ούτε μετά το Μάτι.
Ίσως γιατί δεν βρέθηκε κάποιος φανταστικός φίλος –σαν τον εξηντάρη από την Τρίπολη που τον έστειλε στον Σκάι- για να του θυμίσει τη ρήση του Αβραάμ Λίνκολ ότι «μπορεί να κοροϊδεύεις όλον τον κόσμο για κάποιο διάστημα ή μια μερίδα του κόσμου για πάντα, αλλά δεν μπορεί να τους κοροϊδεύεις όλους για πάντα».
Ή, σε απλά ελληνικά, ας του πει κάποιος ότι «το ψέμα έχει κοντά ποδάρια». Πολύ περισσότερο όταν, όπως συνομολογούν πολλοί ειδικοί, «το φαινόμενο του φανταστικού φίλου είναι χαρακτηριστικό των παιδιών προσχολικής ηλικίας»…

Πέμπτη 10 Σεπτεμβρίου 2015

Debate ήταν και πέρασε…



Πόσο σοφότεροι, άραγε,  γίναμε από την πρώτη τηλεμαχία των επτά αρχηγών; Το ρητορικό, κυρίως, αυτό ερώτημα μάλλον δεν θα απαντηθεί παρά μόνον το βράδυ της 20ής Σεπτεμβρίου όταν θα γίνει «ταμείο» για τις «εισπράξεις» ενός εκάστου από τους συμμετέχοντες στο πρώτο αυτό debate.
Τότε πιθανότατα και, προφανώς, σε συνάρτηση με πολλούς ακόμη παράγοντες, που παραδοσιακά καθορίζουν την εκλογική συμπεριφορά των πολιτών, θα μάθουμε πόσο απέδωσαν οι προετοιμασίες και τα «φροντιστήρια» που έκαναν τα κομματικά επιτελεία ή πόσο «μέτρησαν» οι ατάκες του καθενός από τους αρχηγούς που διαγωνίστηκαν μπροστά στις κάμερες.
Πέρα, πάντως, από τις εκ των πραγμάτων αντιφατικές εκτιμήσεις που ο καθένας μπορεί να κάνει για τους πιθανούς νικητές και τους ενδεχόμενους χαμένους της συγκεκριμένης τηλεοπτικής αντιπαράθεσης, αν υπάρχει ένα σαφές συμπέρασμα που εξάγεται από την τρίωρη τηλε-κόντρα είναι ότι σε αυτή τη χώρα έχουμε μια μοναδική ικανότητα να καθιερώνουμε κανόνες που, εκ των πραγμάτων, είναι ανεφάρμοστοι.
Όπως σε πάρα πολλά ζητήματα της εγχώριας δημόσιας σφαίρας παρατηρούμε να θεσπίζονται όροι και προϋποθέσεις που όλοι αναγνωρίζουμε ότι είναι αναποτελεσματικοί, έτσι και στο debate αλά ελληνικά ισχύουν νόρμες με τις οποίες κανείς δεν φαίνεται να συμφωνεί, πλην, όμως, παρά ταύτα, όλοι τις ακολουθούν και ουδείς αναλαμβάνει την ευθύνη να τις αλλάξει.
Οι ασφυκτικά περιοριστικοί χρόνοι που, όπως φάνηκε, ήταν δύσκολο να τηρηθούν από έμπειρους επαγγελματίες, όπως οι ερωτώντες δημοσιογράφοι, που καθημερινά εργάζονται με το χρονόμετρο που μετράει δευτερόλεπτα, δεν μπορεί να προσδοκά κάποιος ότι είναι δυνατόν να τηρηθούν από πολιτικούς οι οποίοι, εκτός των άλλων, δρουν σε μια κοινοβουλευτική διαδικασία που τα κάθε είδους χρονικά περιθώρια – προσέλευσης ή ομιλίας- είναι συνήθως μόνον… ενδεικτικά.
Τι νόημα, αλήθεια, έχει μια τηλεμαχία με επτά αρχηγούς και έξι τηλεδημοσιογράφους; Και, το κυριότερο, τί μπορεί να μείνει στο τέλος στον μέσο τηλεθεατή - ψηφοφόρο από μια απολύτως αποστεωμένη διαδικασία παράλληλων μονολόγων; Από όσο μπορώ να ξέρω, πουθενά αλλού στον κόσμο δεν υπάρχει κάτι ανάλογα πολύπλοκο και, πάντως, δεν συναντά κανείς τέτοιας έκτασης συζητήσεις για τα διαδικαστικά τόσο πριν όσο και μετά από αυτή καθεαυτή την τηλεμαχία.
Μιλώντας, εξάλλου, κανείς γενικότερα, είναι παγκοίνως παραδεκτό ότι, όπου εμφιλοχωρούν υπερβολικά πολλές ρυθμίσεις, το αποτέλεσμα είναι σχεδόν πάντα η πλήρης… απορρύθμιση. Γι΄ αυτό και στην πρώτη έπειτα από μια εξαετία προεκλογική τηλεοπτική αναμέτρηση που στήθηκε στη χώρα μας, παρατηρήθηκε το φαινόμενο στο πρώτο μέρος να παρακολουθήσουμε μια απίστευτα βαρετή «σούπα», η οποία, κακά τα ψέματα, απέκτησε κάποιο περιορισμένο, σε κάθε περίπτωση, ενδιαφέρον μόνον όταν «καταλύθηκαν» οι κανόνες.
Παρά ταύτα, η δυνατότητα που είχαν οι πολιτικοί αρχηγοί να υπεκφεύγουν και να μην απαντούν στην ουσία των ερωτημάτων που τους απευθύνονταν, αφήνοντας σε γκρίζες ζώνες ζητήματα, όπως, επί παραδείγματι, το αν και πότε πλήρωσε ΕΝΦΙΑ ο Αλέξης Τσίπρας ή το κατά πόσο είναι ψευδείς οι ισχυρισμοί του Πάνου Καμμένου ότι είναι υπόδικος ο Ευάγγελος Μεϊμαράκης, αποτελούν μάλλον τη σημαντικότερη παθογένεια που αναδείχθηκε από τη συγκεκριμένη αναμέτρηση.
Τούτων δοθέντων, μάλλον «πολύ κακό για το τίποτε» θα ήταν το καταλληλότερο συνοπτικό σχόλιο για όσα διαδραματίστηκαν μπροστά στις οθόνες μας το βράδυ της Τετάρτης. Και ας ευχηθούμε, κλείνοντας, ότι στη νέα αντιπαράθεση που προγραμματίζεται για την προσεχή Δευτέρα, αυτή τη φορά ανάμεσα στους δύο επικρατέστερους πρωθυπουργούς, τον κ. Τσίπρα και τον κ. Μεϊμαράκη, να ισχύουν απλούστεροι κανόνες που θα διευκολύνουν τον διάλογο ανάμεσα στους δυο τους και θα βοηθήσουν όσους εξ ημών παραμένουν αναποφάσιστοι να λάβουν θέση είτε υπέρ του ενός ή του άλλου, είτε –γιατί όχι;- κατά και του ενός και του άλλου….