Συνολικές προβολές σελίδας

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Eurogroup. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Eurogroup. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 17 Ιουνίου 2022

Πικρές αλήθειες για έναν δωδεκαετή «πόνο»

Το τέλος στο καθεστώς της ενισχυμένης ευρωπαϊκής εποπτείας, στο οποίο ήταν ενταγμένα τα δημόσια οικονομικά της χώρας μας επί μια 12ετία, είναι σίγουρα μια πολύ καλή είδηση, η οποία, μάλιστα, έρχεται μέσα σε έναν κυκεώνα αρνητικών επιπτώσεων στην ελληνική οικονομία που προκαλούν η διεθνής ενεργειακή κρίση αλλά και η παγκόσμια χρηματοπιστωτική αστάθεια.

Μόνον όμως που η απόφαση του Eurogroup να μας απαλλάξει από τη μέγγενης, υπό την οποία είχαμε -εκόντες, άκοντες- τεθεί όλα τα προηγούμενα χρόνια, δεν είναι κάτι που θα πρέπει να μας κάνει περήφανους ή που να μας επιτρέπει να πανηγυρίζουμε.

Αντιθέτως, θα μπορούσε βασίμως να υποστηρίξει κάποιος ότι το συγκεκριμένο ορόσημο αποτελεί, πολύ περισσότερο από ό,τιδήποτε άλλο, μια καλή ευκαιρία για εθνική περισυλλογή. Ενδεχομένως μια αφορμή για συλλογικό αναστοχασμό. Και -γιατί όχι;- μια αφετηρία για ένα καινούργιο ξεκίνημα.

Ένας πρώτος λόγος για τον οποίο θα πρέπει να προβληματιζόμαστε είναι το μεγάλο χρονικό διάστημα που χρειάστηκε να διανύσουμε ώστε να καταφέρουμε να ανακτήσουμε τους βαθμούς ελευθερίας που θα μας επιτρέπουν να ρυθμίζουμε τα του οίκου μας με βάση τις δικές μας ανάγκες και προτεραιότητες και όχι με οριζόντιες εισοδηματικές περικοπές τις οποίες αποφάσιζαν και επέβαλαν άνθρωποι που δεν είχαν επαφή με την ελληνική πραγματικότητα.

Όλες οι άλλες χώρες που εντάχθηκαν σε ανάλογα προγράμματα «διάσωσης» -Ιρλανδία, Πορτογαλία, Κύπρος- απηλλάγησαν νωρίτερα από μας από τον στενό κορσέ της «τρόικας». Και αυτό έγινε όχι μόνον γιατί εμείς είχαμε τις χειρότερες επιδόσεις πριν από τη μνημονιακή επιβολή. Έγινε κυρίως επειδή η πλειοψηφία της δικής μας κοινωνίας δεν θέλησε ή δεν μπόρεσε να κατανοήσει το πως και το γιατί φθάσαμε στα απανωτά Μνημόνια.

Μόνον στην Ελλάδα, άλλωστε, στην αρχή με τους ισχυρισμούς της ΝΔ του Αντώνη Σαμαρά και εν συνεχεία με τις εμμονές του ΣΥΡΙΖΑ του Αλέξη Τσίπρα, ανακαλύφθηκαν οι χρυσές αντιμνημονιακές «συνταγές». Οι οποίες -τι ειρωνεία;- πολύ γρήγορα στην πορεία αντικαταστάθηκαν με την ψήφιση ακόμη πιο σκληρών Μνημονίων από το αρχικό, στο οποίο βρήκαν λύσεις σε άλλες χώρες. Με υπευθυνότητα και χωρίς δαιμονολογίες, οι εκεί βασικές πολιτικές δυνάμεις είδαν τις αλήθειες κατάματα και απέφυγαν τους λαϊκίστικους βερμπαλισμούς που εδώ παρέτειναν τη λύτρωση. 

Ένας δεύτερος λόγος που σίγουρα δεν μας επιτρέπει να… ανοίγουμε σαμπάνιες για το τέλος της ενισχυμένης εποπτείας στη δημοσιονομική μας διαχείριση είναι το εύρος των αλλαγών που συντελέστηκαν κατά τη μακρά περίοδο της μνημονιακής εποπτείας. Μπορεί η Ελλάδα του 2022 να μην είναι ίδια με την Ελλάδα του 2010, όμως, από την άλλη ουδείς μπορεί -ακόμη και αν δεν έχει ισοπεδωτική διάθεση- να υποστηρίξει βασίμως ότι αυτά τα χρόνια καταφέραμε να απαλλαγούμε από όλες τις μεγάλες παθογένειες του παρελθόντος.

Με προεξάρχουσα τη Δικαιοσύνη, η οποία, χωρίς αμφιβολία, αποτελεί τον «μεγάλο ασθενή», αλλά χωρίς να πηγαίνουν πίσω και άλλοι καίριοι τομείς, ανάμεσα τους η Παιδεία και η Υγεία, οι αλλαγές που έγιναν κατά τη μνημονιακή περίοδο δεν ήταν αντίστοιχες με τον κοινωνικό «πόνο» τον οποίο επέφεραν οι οριζόντιες εισοδηματικές περικοπές που ήταν η εύκολη λύση την οποία επέβαλαν εταίροι και δανειστές στις κυβερνήσεις όλων των αποχρώσεων: δεξιές, κεντρώες και αριστερές.

Είναι ελάχιστα -και σίγουρα δυσανάλογα του θορύβου που προκάλεσαν όταν εξαγγέλθηκαν- τα όσα έγιναν στον τομέα της αξιολόγησης του προσωπικού της Δημόσιας Διοίκησης. Το ίδιο εκτιμώ ότι ισχύει και σε ό,τι αφορά στην παραγωγικότητα του δημόσιου τομέα. Ακόμη και εκεί που, με καθυστέρηση έστω, έγιναν «επενδύσεις», π.χ. στο μόνιμο δυναμικό που επιτέλους προστέθηκε στην πρωτοβάθμια και στην δευτεροβάθμια εκπαίδευση, τα αποτελέσματα είναι, προσώρας τουλάχιστον, μάλλον πενιχρά.

Ο τρίτος λόγος, για τον οποίο απαιτείται να είμαστε φειδωλοί στις εκδηλώσεις ικανοποίησης για το τέλος της εποπτείας, προέρχεται από το γεγονός ότι ένα -μάλλον μεγάλο- μέρος του πολιτικού δυναμικού της χώρας συμπεριφέρεται με τον ίδιο -αν όχι και, σε κάποιες περιπτώσεις, χειρότερο- τρόπο που συμπεριφέρονταν οι δυνάμεις που μας οδήγησαν στην κρίση του 2008 και στη χρεοκοπία του 2010.

Όποιος δεν εθελοτυφλεί, αναγνωρίζει ότι στην προεκλογική περίοδο στην οποία πλησίστιοι έχουμε μπει, οι μετριοπαθείς απόψεις θα δεινοπαθήσουν και οι νουνεχείς εκτιμήσεις θα αντιμετωπίσουν δυσκολίες. Οι μυλόπετρες του κομματισμού και του αδυσώπητου αγώνα για την εκλογική επικράτηση θα θέσουν σε σκληρή δοκιμασία την κοινή λογική και τις λογικές εξηγήσεις για όσα συμβαίνουν γύρω μας.

Όπως και να έχει, πάντως, οι υπεύθυνες πολιτικές δυνάμεις -που δεν περιορίζονται σε έναν χώρο- πρέπει να αναλάβουν τις ευθύνες τους και να πουν όλες τις πικρές αλήθειες για το πως φθάσαμε στο Μνημόνιο, γιατί μείναμε σε αυτό περισσότερο από όλους και κυρίως τι πρέπει να γίνει και τι να μη γίνει για να μην βρεθούμε ξανά στην ίδια δυσχερή θέση.

Κοινό υπάρχει, ας ελπίσουμε ότι θα υπάρξουν και οι υπεύθυνες δυνάμεις που θα το κάνουν κτήμα της πλειοψηφίας, η οποία είναι βέβαιο ότι, αν μάθει την αλήθεια, δεν θα θελήσει να ξαναζήσει τον οξύτατο κοινωνικό «πόνο» που -δικαίως και αδίκως, όλοι μας- βιώσαμε επί δώδεκα συναπτά έτη!

 

Παρασκευή 16 Ιουνίου 2017

Οι «στραβές», η Ύβρις και η Νέμεσις



            Αν πιστέψουμε την κυβέρνηση και τα φερέφωνά της, οι επικείμενες αποφάσεις των εταίρων και δανειστών είναι καθοριστικές για το μέλλον της χώρας. Ο ίδιος, μάλιστα, ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας αρθρογράφησε σε δύο μεγάλες εφημερίδες, τη γαλλική «Le Monde» και τη γερμανική «Die Welt», για να ισχυριστεί ότι δεν είναι μόνον το δικό μας μέλλον που διακυβεύεται στο επικείμενο Eurogroup. Είναι ολόκληρο το ευρωπαϊκό οικοδόμημα που θα κριθεί και το ευρωπαϊκό ιδεώδες που θα απειληθεί να… «σβήσει».
            Για όσους εξακολουθούν να τις παίρνουν τοις μετρητοίς, οι φράσεις του πρωθυπουργού ήταν πολύ χαρακτηριστικές: «Μια ουσιαστική συνάντηση θα λάβει χώρα τις επόμενες μέρες. Ιστορική για την Ευρώπη, για την δημοκρατική Ευρώπη για μία Ευρώπη της ανάπτυξης», ήταν αυτολεξεί οι πομπώδεις διατυπώσεις που χρησιμοποίησε.
Διαλύοντας τυχόν αμφιβολίες ότι δεν τα έλεγε όλα αυτά για μια από τις πάμπολλες συνεδριάσεις του Eurogroup με αντικείμενο το ελληνικό πρόγραμμα , συμπλήρωνε τα εξής δραματοποιημένα λόγια: «Είμαστε γεμάτοι από ελπίδα και προσδοκία για αυτή τη συνάντηση των υπουργών Οικονομικών. Γιατί έχουμε κάνει όσα οφείλουμε και συνεχίζουμε στον ίδιο ευρωπαϊκό δρόμο. Στον δρόμο του σεβασμού των κανόνων του κοινού μας σπιτιού. Και το ίδιο περιμένουμε από τους δανειστές μας. Να σεβαστούν τους κανόνες που οι ίδιοι έγραψαν. Να σεβαστούν τη χώρα μου. Να σεβαστούν την Ελλάδα».
            Σε εξίσου δραματικούς τόνους, ο κ. Τσίπρας κατέληγε στο επίμαχο άρθρο του, απευθύνοντας –σε ποιους άραγε;- τις ακόλουθες παραινέσεις: «Να μην επιτρέψουμε να μιλήσουν οι προκαταλήψεις, τα στερεότυπα και η μνησικακία που τόσο κακό έκαναν και συνεχίζουν να κάνουν κακό στην Ευρώπη. Ας εμπιστευτούμε τον ορθό λόγο, ας εμπιστευτούμε τα γεγονότα.  Για να εμπνευστούμε και να εμπνεύσουμε τους ευρωπαϊκούς λαούς. Το χρειάζονται και το χρειαζόμαστε!».
            Αν, όμως, τα πράγματα είναι όντως τόσο κρίσιμα και τόσο καθοριστικά, η πρωθυπουργική αρθρογραφία σε δύο έγκυρες καθόλα ευρωπαϊκές εφημερίδες είναι το μέτρο που αντιστοιχεί στις –κατά τα δικά του λεγόμενα- «ιστορικές» περιστάσεις; Μήπως άλλη θα έπρεπε να ήταν η αντιμετώπιση αν ίσχυαν όλα όσα με τόσο δραματικό τρόπο περιγράφει ο κ. Τσίπρας; Εκτός και αν αυτή είναι η μόνη καταφυγή επειδή έχει προηγηθεί τόσο μεγάλη κατάχρηση των μέσων που μπορεί να έχει στη διάθεσή της μια κυβέρνηση που ενδιαφέρεται για την ουσία των πραγμάτων και όχι για το επικοινωνιακό τους περίβλημα και τον πρόσκαιρο ψηφοθηρικό αντίκτυπο.   
            Τον περασμένο Δεκέμβριο, για παράδειγμα, που ο κ. Τσίπρας αποφάσισε να μοιράσει μέρος από το «αιματοβαμμένο» υπερπλεόνασμα, ζήτησε να πάνε οι κάμερες στο Μέγαρο Μαξίμου για να απευθύνει διάγγελμα στον ελληνικό λαό και να καλέσει τους πολίτες να πανηγυρίσουν για τη «13η σύνταξη» που δεν ήταν ακριβώς «13η σύνταξη», όπως ομολογήθηκε από την έγγραφη συγγνώμη που υποχρεώθηκε να ζητήσει από τους πιστωτές ο άμοιρος Ευκλείδης Τσακαλώτος.
Λίγο καιρό αργότερα, όταν στην κυβερνητική ηγεσία είχαν –για μια ακόμη φορά- την ψευδαίσθηση ότι είχε έρθει η ανάπτυξη και είχε τερματιστεί τη λιτότητα, ο πρωθυπουργικός περίγυρος σκηνοθέτησε ανοικτή συνεδρίαση του υπουργικού συμβουλίου, το οποίο είχε μήνες να συγκληθεί, με μόνο στόχο να κηρυχθούν και πάλι πανηγυρισμοί που, όμως, ματαιώθηκαν αμέσως μετά όταν έγιναν γνωστά τα περί του αντιθέτου πρώτα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ.
Ήταν η εποχή που ο προπαγανδιστικός μηχανισμός του Μαξίμου εξέδιδε διθυραμβικά non paper για τις επικοινωνίες ρου πρωθυπουργού με την… γοητευμένη Άνγκελα Μέρκελ. Και  η περίοδος κατά την οποία ο κ. Τσίπρας ένοιωθε τόσο «άτρωτος» ώστε πήγαινε στη Βουλή και κομπορρημονούσε κατά των πολιτικών του αντιπάλων που πίστευε ότι δεν τολμούσαν να τον αντιμετωπίσουν. Τους λοιδορούσε, τους υποτιμούσε και τους προκαλούσε να του κάνουν ερωτήσεις στην «ώρα πρωθυπουργού» που αποφάσισε να ενεργοποιήσει για μερικές εβδομάδες.
Στην προ μηνός τελευταία μεγάλη κοινοβουλευτική αντιπαράθεση που είχε με τον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης Κυριάκο Μητσοτάκη, κατά την ψήφιση των διαβόητων μέτρων και αντίμετρων που υποτίθεται ότι θα άνοιγαν τον δρόμο για τη ρύθμιση του χρέους, η οποία θα ήταν τόσο καλή που θα τον υποχρέωνε να φορέσει γραβάτα, ο κ. Τσίπρας με περίσσεια οίηση έλεγε υποτιμητικά προς τον πρόεδρο της ΝΔ: «Ξέρετε μου έρχεται στο μυαλό ένα κουίζ που μας έβαζαν όταν ήμασταν μικρά παιδάκια στο σχολείο που μας ρωτούσαν: “Τι είναι πιο βαρύ; Ένα κιλό σίδερο ή ένα κιλό βαμβάκι;”. Είμαι σίγουρος, κύριε Μητσοτάκη, ότι δεν θα απαντούσατε σωστά σε αυτό το κουίζ, όταν ήσασταν παιδί!».
Στις τέσσερις εβδομάδες, ωστόσο, που παρήλθαν έκτοτε, τα πράγματα άλλαξαν άρδην. Ο κ. Τσίπρας και η κυβέρνησή του δεν προλαβαίνουν να μετρούν «στραβές», για να χρησιμοποιήσουμε την έκφραση που επιστράτευσε ο ανεκδιήγητος υφυπουργός για να περιγράψει τη δραματική τροπή που μπορούν να λάβουν τα γεγονότα όταν χάνεται το μέτρο, περισσεύει η αλαζονεία και απουσιάζουν παντελώς το σχέδιο και η πρόληψη.
Γι΄ αυτό και τις προηγούμενες ημέρες τα καινούργια προαπαιτούμενα που έβαλαν στο τραπέζι οι πιστωτές ψηφίστηκαν χωρίς να τολμήσει καν να λάβει τον λόγο ο κ. Τσίπρας που όταν ήταν στα «πάνω» του πήγαινε στη Βουλή ακόμη και για να υποστηρίξει με θράσος χαριστικές (ν)τροπολογίες για φίλιους επιχειρηματίες.
Για πανηγυρικά διαγγέλματα προς τον ελληνικό λαό, ούτε λόγος φυσικά. Πόσω μάλλον που το υπουργικό συμβούλιο συγκλήθηκε για πρώτη φορά χωρίς κάμερες και σχεδόν στα κρυφά μόνον και μόνον για να βγει προς τα έξω η διαρροή ότι αν δεν υπάρξει ικανοποίηση στο Eurogroup το ζήτημα της απόσπασης μιας διαφορετικής διατύπωσης για το χρέος θα τεθεί –σιγά τα αίματα!- στη Σύνοδο Κορυφής.
Σε κάθε περίπτωση, ό,τι και να γίνει στο Eurogroup, oι «στραβές» που ήρθαν για τον κ. Τσίπρα και την κυβέρνησή του, όπως και αυτές που θα ακολουθήσουν, δεν είναι παρά απότοκο της αλαζονικής Ύβρεως που –με την αρχαιοελληνική έννοια- χαρακτηρίζει από την αρχή ως το τέλος την διακυβέρνησή τους. Και που δεν χρειάζεται να είναι κανείς μανιχαϊστής για να υποστηρίξει ότι αναπότρεπτα θα βρισκόταν αργά ή γρήγορα αντιμέτωποι με τη Νέμεση.

Πέμπτη 1 Ιουνίου 2017

Εκλιπαρούν για σωσίβιο.Θα το βρουν;



Στην αρχή ήταν απολύτως σίγουροι για τη διαγραφή του μεγαλύτερου μέρους του χρέους. Γι΄ αυτό και υπόσχονταν «σεισάχθεια» για όλους τους πολίτες –αναξιοπαθούντες και μη, απλούς μπαταχτσήδες ή στρατηγικούς κακοπληρωτές- που είχαν χρέη. Φαντασιώνονταν διεθνή διάσκεψη που θα συγκαλούνταν για λογαριασμό τους από τους… έντρομους δανειστές. Και με απίστευτη κομπορρημοσύνη απειλούσαν Θεούς και δαίμονες.
Όποιος τολμούσε να διατυπώσει την παραμικρή αντίρρηση στους υπερφίαλους ισχυρισμούς ότι θα απάλλασσαν τους πάντες –το ελληνικό δημόσιο, αλλά και τον… πλανήτη ολόκληρο- από τα συσσωρευμένα χρέη, απειλούνταν με… ανασκολοπισμό. Με μοναδική ευκολία κάθε αντιρρησίας χαρακτηριζόταν «υπηρέτης ξένων αφεντάδων», «υπάλληλος των τοκογλύφων» και «υπονομευτής των συμφερόντων του λαού και του Έθνους».
Με όπλο, άλλωστε, την στενόμυαλη πολιτική μισαλλοδοξία, είχαν πείσει τους εαυτούς τους ότι η μεγαλύτερη διαγραφή χρέους στην παγκόσμια οικονομική ιστορία, που έγινε με το περιλάλητο PSI, ήταν «καταστροφική». Και έτσι κατάφεραν να αυτοπαγιδευτούν βάζοντας πολύ ψηλότερα τον πήχη από τα 126 δισεκατομμύρια που κουρεύτηκαν το 2012 και την υπόσχεση που έλαβε λίγους μήνες αργότερα η χώρα για μελλοντικές διευθετήσεις στους χρόνους αποπληρωμής και στα επιτόκια των παλαιότερων δανειακών συμβάσεων.
Η προσάραξη στη σκληρή μνημονιακή πραγματικότητα που υπέστησαν το καυτό καλοκαίρι του 2015 οι ανεδαφικές προσδοκίες τις οποίες καλλιεργούσαν, δεν τους συνέτισε. Η επέμβαση, σε ρόλο ναυαγοσωστικών δυνάμεων, που έκαναν μετά το διαβόητο δημοψήφισμα του Ιουλίου, οι αντιπολιτευόμενες παρατάξεις που ενστερνίζονται τον ευρωπαϊκό προσανατολισμό της χώρας, ερμηνεύτηκε ως «υπηρεσία προς τους ξένους» και όχι ως «θυσία για το εθνικό συμφέρον».
Στις εκλογές του Σεπτεμβρίου του 2015 επιστρατεύθηκαν τα πιο διχαστικά συνθήματα από τη φαρέτρα του εμφυλιοπολεμικού μίσους –«ή εμείς ή αυτοί», «τους τελειώνουμε ή μας τελειώνουν» και άλλα ηχηρά παρόμοια. Αλλά και μετά τις εκλογές δεν έλειψαν οι ιταμές λοιδορίες εναντίον όποιου δεν έκαιγε λιβάνι στη διαπραγματευτική δεινότητα του Αλέξη Τσίπρα και του Ευκλείδη Τσακαλώτου που δεν… αρκούνταν στην προσπάθεια να αλλάζουν την Ελλάδα.
Παραμύθιαζαν τον κόσμο – ή μήπως αυτοπαραμυθιάζονταν;- ότι άλλαζαν την Ευρώπη και τον πλανήτη ολόκληρο που ήταν τάχατες έτοιμος να τους χαρίσει τα χρέη. Κάτι που δεν είχαν κάνει με τους προηγούμενους επειδή εκείνοι δεν ήταν τόσο… γενναίοι, όσο υποτίθεται ότι είναι ο Τσίπρας και η παρέα του, για να το ζητήσουν. Τόσο απλά. Ή, καλύτερα, τόσο απλοϊκά ώστε να το αντιληφθούν οι αφελείς και μόνον αυτοί…    
Στην πραγματικότητα, όμως, αντί να αλλάζουν την Ευρώπη, εκείνο που άλλαζαν διαρκώς ήταν οι θέσεις τους. Από Eurogroup σε Eurogroup ο πήχης των προσδοκιών χαμήλωνε. Και, την ίδια ώρα, ο λογαριασμός των μέτρων, με τα οποία επιβάρυναν τους πολίτες, μεγάλωνε, γελοιοποιούμενοι, συνάμα, διεθνώς με τις υποσχέσεις για «ούτε ένα ευρώ» μέτρα που απερίσκεπτα εκστόμιζαν.
Η διαγραφή του χρέους, παρόλο που στην πορεία είχε γίνει «διευθέτηση», εξακολουθούσε να είναι το «Ιερό Δισκοπότηρο» της κυβερνητικής προπαγάνδας περί επιτυχούς διαπραγμάτευσης. Μέχρι που στο Eurogroup της 22ας Μαΐου συνέβη ένα ακόμη ναυάγιο, οι εντυπώσεις από το οποίο, παρά τις χυδαίες επιθέσεις που εξαπολύθηκαν ενάντια στα μέσα ενημέρωσης που το περιέγραψαν, δεν μπόρεσαν να διασκεδαστούν.
Με καθυστέρηση αρκετών ημερών ο απίθανος τύπος που εμφανίζεται με το τσαλακωμένο κοστούμι του Έλληνα υπουργού Οικονομικών στα Eurogroup, υποχρεώθηκε να αναγνωρίσει ότι πλέον «αυτό που επιθυμεί η κυβέρνηση να ειπωθεί για την Ελλάδα στο επόμενο Eurogroup είναι ότι τα μεσοπρόθεσμα μέτρα που θα εφαρμοστούν μετά το τέλος του προγράμματος, το 2018, θα είναι αρκετά, ώστε να θέσουν το χρέος σε μια βιώσιμη πορεία».
Με άλλα λόγια εγκαταλείπεται όχι μόνον η υπερφίαλη απαίτηση για διαγραφή αλλά και το αίτημα για άμεση διευθέτηση, το οποίο μάλιστα είχε συνδεθεί με τα προσφάτως ψηφισθέντα μέτρα για τα οποία έλεγαν στους βουλευτές τους ότι «θα ακυρωθούν αν δεν μας δώσουν τώρα το χρέος».  Αλλά δεν είναι μόνον ο Ευκλείδης Τσακαλώτος που εκλιπαρεί τους δανειστές λέγοντας τους, με άλλα λόγια, «πείτε κάτι για το χρέος και ας μην το κάνετε». Είναι και ο πρωθυπουργός που αίφνης φόρεσε τον μανδύα του «συναινετικού». 
 Από το βήμα της – για φαντάσου…- γενικής συνέλευσης του ΣΕΒ μίλησε για «πλατιά κοινωνική απαίτηση να συστρατευτούμε» ώστε «να αφήσουμε πίσω το παρελθόν και όλες οι υγιείς παραγωγικές δυνάμεις του τόπου να συνδράμουν στην επιτακτική προσπάθεια για την ανάταξη της οικονομίας και την απεξάρτηση της χώρας από τον εξωτερικό καταναγκασμό».
«Οι διαφορετικές μας απόψεις, μπορεί να είναι και πλούτος αν προσέλθουμε σε έναν υγιή διάλογο, με αμοιβαίο σεβασμό προς τον συνομιλητή και τις θεμελιώδεις δημοκρατικές αξίες», είπε ο πολιτικός που κέρδισε τις τελευταίες εκλογές με το σύνθημα «να τελειώνουμε με το παλαιό». Και έκλεισε την ομιλία του με «ένα κάλεσμα προς όλες τις δημιουργικές δυνάμεις του τόπου, να ενώσουν δυνάμεις, να συμπορευτούν στον κοινό μας αγώνα για την επόμενη μέρα της ελληνικής οικονομίας, για την επόμενη μέρα της Ελλάδας».
Τι μαρτυρούν όλες αυτές οι μεταμορφώσεις των τελευταίων ημερών; Τίποτε περισσότερο από το γεγονός ότι, έχοντας ρίξει για μια ακόμη φορά σε ξέρα το σκάφος, αναζητούν εναγωνίως σωσίβια. Σωσίβια τα οποία δεν τα ζητούν, απλώς. Στην πραγματικότητα εκλιπαρούν γι΄ αυτά. Και εκλιπαρούν εκείνους τους οποίους έβριζαν όλα αυτά τα χρόνια. Εκείνους των οποίων παρακολουθούσαν τις τηλεφωνικές συνδιαλέξεις και τους απειλούσαν με…  έξωση από τη χώρα. Κι εκείνους τους οποίους με ιταμό τρόπο αποκαλούσαν «συμμαχία των προθύμων» και «τρόικα εσωτερικού».
Κατά τα φαινόμενα, από τους εκπροσώπους των εταίρων και δανειστών, τους κυρίους της «συντηρητικής νομενκλατούρας», όπως τους χαρακτήριζαν πάλαι ποτέ, θα είναι ικανοποιημένοι αν καταφέρουν να αποσπάσουν μια γενικόλογη περιγραφή μελλοντικής λύσης για το χρέος, ώστε να διασωθούν τα προσχήματα της νέας προσάραξης στα αβαθή.
Πιο απαιτητικοί, ωστόσο, φαίνεται να είναι απέναντι στις εγχώριες πολιτικές δυνάμεις, από τις οποίες ζητούν νέα «λευκή επιταγή». Και ουσιαστικά να συναινέσουν σε έναν νέο πολιτικό αυτοχειριασμό που θα διαιωνίζει την εξουσία του Αλέξη Τσίπρα και της παρέας του, στέλνοντας –όπως και το 2015- στην κοινωνία το μήνυμα ότι είναι το ίδιο όποιος και αν είναι στην εξουσία.
Εδώ, όμως, που έχουν φθάσει τα πράγματα, δεν είναι πολύ πιθανό να βρεθεί το διπλό σωσίβιο που επιζητούν. Ακόμη και αν τους πετάξουν μια… τρύπια σαμπρέλα οι «απέξω», που μια χαρά βολεύονται με τα μέτρα που λαμβάνονται, δύσκολα θα συμβεί το ίδιο και στο εσωτερικό. Και δεν θα συμβεί επειδή –καλώς ή κακώς- κανείς πλέον δεν τους εμπιστεύεται. Ούτε εντός, ούτε εκτός.

Παρασκευή 26 Ιουνίου 2015

Κατώτεροι των περιστάσεων!



Μαζί με την υπομονή όλων μας, μου φαίνεται ότι έχει εξαντληθεί και το απόθεμα των δημοσιογραφικών στερεοτύπων στα οποία εδώ και μήνες καταφεύγουμε για να αποτυπώσουμε τα όσα διαμείβονται στις –υποτιθέμενες- διαπραγματεύσεις ανάμεσα στην ελληνική κυβέρνηση και στους εκπροσώπους των εταίρων και δανειστών της χώρας.
Από Eurogroup σε Eurogroup, το ένα μετά το άλλο τα χρονικά ορόσημα ξεπερνιούνται χωρίς να βρίσκεται λύση σε μια εκκρεμότητα, η παράταση της οποίας είναι πασιφανές ότι επιδεινώνει –μονομερώς, κατά τα φαινόμενα- τις συνθήκες, καθιστώντας ολοένα και πιο επώδυνο το αποτέλεσμα, όποιο τελικά και αν είναι αυτό.
Ποιος, αλήθεια, αμφιβάλει ότι οι όροι υπό τους οποίους διεξάγονται πλέον οι διαβουλεύσεις θα ήταν πολύ διαφορετικοί αν ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας και οι συνεργάτες του, που δέχθηκαν όσα δέχθηκαν στις 20 Φεβρουαρίου, είχαν από τότε παρουσιάσει τις κοστολογημένες προτάσεις που μόλις την τελευταία εβδομάδα έβαλαν «στο χαρτί»;
Από την άλλη, υπάρχει κανείς που να αμφισβητεί πως, ακόμη και αν υιοθετηθεί από την κυβερνητική ηγεσία η ακραία και συνάμα αποτρόπαια εκδοχή της ρήξης, την οποία, όπως ορισμένοι διατείνονται, είχαν εξαρχής κατά νου πολλοί στον ΣΥΡΙΖΑ, το επικίνδυνο παιχνίδι της ανεξέλεγκτης σύγκρουσης κρίθηκε ήδη πριν καν παιχθεί.
Και κρίθηκε μέσα από την ασταμάτητη διαρροή των καταθέσεων που εκτοξεύτηκε σε ασύλληπτα ύψη, όπως και από την αχαρακτήριστη απραξία που επιδεικνύουν κυβερνητικά στελέχη και κυρίως όσοι είναι επιφορτισμένοι με τα έσοδα του δημοσίου που καταρρέουν.
Όταν είσαι ανίκανος, ίσως και λόγω προτέρου βίου και συμμετοχής στα περιβόητα κινήματα «δεν πληρώνω», να προασπίσεις το δημόσιο συμφέρον –γιατί αυτό είναι πρωτίστως η συλλογή των φόρων και η είσπραξη των εισφορών-, αναρωτιέμαι πως μπορείς να είσαι έτοιμος για τη μεγάλη ρήξη.
Η οργάνωση διαδηλώσεων και καταλήψεων, που στη φαντασίωση της συντριπτικής πλειονότητας των σημερινών κυβερνώντων αποτελούσε την «πανάκεια» για την επίλυση των κάθε είδους κοινωνικών, οικονομικών και πολιτικών προβλημάτων, αποδεικνύεται, εν τοις πράγμασι, ότι δεν συνιστά αποτελεσματική μέθοδο διακυβέρνησης, όπως αφελώς πίστευαν πολλοί από όσους βρέθηκαν τελευταία σε θέσεις εξουσίας.
Σκεφθείτε πόσο περισσότερο ισχύει αυτό όταν τα προβλήματα με τα οποία είναι αντιμέτωπη μια νεοπαγής κυβέρνηση έχουν διεθνή διάσταση. Και, όπως είναι φυσικό, η επίλυσή τους δεν επηρεάζεται επειδή κάποιες μικρές ομάδες της άκρας Αριστεράς βγαίνουν στους δρόμους του Βερολίνου και του Παρισιού.
Είναι άχαρο να υπενθυμίζει κάποιος αυτονόητες αλήθειες όπως τα πιο πάνω ή, ακόμη χειρότερα, το γεγονός ότι από τη στιγμή που, καλώς ή κακώς, εξακολουθούμε να συμμετέχουμε στην Ευρωπαϊκή Ένωση, στην οποία αποταθήκαμε για «διάσωση», το 2010, όταν οι αγορές μας έκλεισαν τις στρόφιγγες του δανεισμού, δεν μπορούμε παρά να παίζουμε με τους κανόνες που έχουν θεσπίσει όλοι όσοι συμμετέχουν στον συγκεκριμένο υπερεθνικό οργανισμό.
Για να το πω κι αλλιώς: Ούτε ο Βαρουφάκης με τον Τσακαλώτο, ούτε ο Τσίπρας με τον Δραγασάκη βρέθηκαν τόσες φορές το τελευταίο διάστημα στις Βρυξέλλες ή σε άλλες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, επειδή τους… απήγαγαν ο Μέρκελ με τον Σόιμπλε ή ο Γιούνκερ με τον Ολάντ και ζητούν… λύτρα για να τους αφήσουν να επιστρέψουν στην Αθήνα.
Και, όμως, αυτό θα μπορούσε να εικάσει κάποιος αδαής ακούγοντας τις -μάλλον δραματοποιημένες- διαστάσεις που δίνονται στις συνεχιζόμενες διαπραγματεύσεις, οι οποίες, αν πιστέψουμε τον πρωθυπουργό, που τον επιβεβαιώνουν και πολλοί άλλοι από το εξωτερικό, μόλις την περασμένη εβδομάδα ξεκίνησαν. 
Δεν έχω καμία δυσκολία να αναγνωρίσω το δίκιο που διεκδικούν όσοι ισχυρίζονται ότι μεγάλη συμβολή σε όσα (μας) συμβαίνουν έχει και η έλλειψη αποτελεσματικής ευρωπαϊκής ηγεσίας, με τρανή ίσως απόδειξη την καταφυγή στο ΔΝΤ για να βρεθεί η υποτιθέμενη «τεχνογνωσία» αντιμετώπισης της κρίσης.
Ακόμη, όμως, και έτσι αν είναι, ακόμη και αν όλοι ανεξαιρέτως βγούμε στους δρόμους για να βροντοφωνάξουμε με στεντόρεια φωνή ότι «η σημερινή ευρωπαϊκή ηγεσία είναι κατώτερη των περιστάσεων», έχω την αίσθηση ότι τίποτε δεν θα αλλάξει.
Όσο δεν φέρνουμε τους εταίρους και δανειστές αντιμέτωπους με το δικό μας σχέδιο, πολλοί φοβούμαι ότι θα εξακολουθήσουμε να βιώνουμε με τον ίδιο μαρτυρικό τρόπο την παραλυτική αβεβαιότητα η οποία γίνεται κάθε μέρα όλο και πιο δυσβάσταχτη, όσο ενισχύεται η αίσθηση ότι οδηγούμαστε στον όλεθρο χωρίς να κάνουμε σχεδόν τίποτε για να αποτρέψουμε το επερχόμενο μοιραίο.
Στο τέλος-τέλος, ίσως να μην έχει και ιδιαίτερη σημασία αν και πως θα καταγράψει η Ιστορία τον προεδρεύοντα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, Πολωνό πολιτικό Ντόναλντ Τουσκ, ο οποίος, με την ευκολία ενός ανθρώπου που ανδρώθηκε σε ένα (κομμουνιστικό) καθεστώς που ο ίδιος ήθελε να καταρρεύσει, προφητεύει το «game over» για τη δική μας χώρα.
Αντιθέτως, για όλους εμάς είναι σημαντικό να μην αποδειχθούν κατώτεροι των ξεχωριστών περιστάσεων που βιώνουμε οι δικοί μας κυβερνώντες. Και ειδικά ο Αλέξης Τσίπρας, ο οποίος έμελλε να βρίσκεται στην κορυφή της εξουσίας σε αυτή τη σημαντική συγκυρία για την Ελλάδα. Και γι΄ αυτό, το όνομά του είναι απολύτως βέβαιο ότι θα περάσει στην Ιστορία. Το ερώτημα, όμως, είναι πως: Δίπλα στους πολλούς μοιραίους και άβουλους πολιτικούς; Ή πλάι στους λίγους Ηγέτες; Κυριακή, κοντή γιορτή…

Τρίτη 17 Μαρτίου 2015

«Ανάδελφοι» καβγατζήδες



            Θα είχε ενδιαφέρον, καθώς συμπληρώνονται το επόμενο διάστημα δύο μήνες από την εκλογή της νέας κυβέρνησης, να έπαιρνε κάποιος κυβερνητικός αξιωματούχος -ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας, κατά προτίμηση, ή έστω ένας από εκείνους που είναι στον περίγυρο του Μεγάρου Μαξίμου- την πρωτοβουλία να κάνει  έναν πρώτο απολογισμό των πεπραγμένων της νέας εξουσίας.
            Το διάστημα που παρήλθε, αναμφίβολα, δεν αρκεί για να βγουν τελεσίδικα συμπεράσματα για μια συγκυβέρνηση που, ανεξάρτητα του τι θα γίνει στην πορεία, εξελέγη για μια ολόκληρη τετραετία και, ως εκ τούτου, έχει στη διάθεσή της μεγάλο απόθεμα πολιτικού κεφαλαίου. Το ερώτημα, όμως, είναι -και γι΄ αυτό έχει σημασία ο αρχικός απολογισμός- πως διατίθεται το πολιτικό κεφάλαιο και ποια αποτελέσματα φέρνει η διαχείρις;h του όχι τόσο γι΄ αυτή καθεαυτή την κυβέρνηση όσο για την ίδια χώρα.
            Ξεφεύγοντας από την εσωτερική μιζέρια που αποπνέουν οι υποκριτικές κόντρες για τα βουλευτικά αυτοκίνητα ή η αναπαραγωγή του μοντέλου της επέλασης των αποτυχημένων πολιτευτών στο δύσμοιρο δημόσιο -μέχρι τον καλλιτεχνικό διευθυντή του Εθνικού Θεάτρου θέλουν, λέει, να ξηλώσουν για να βάλουν  “ημέτερο του κυρίου υπουργού”!...-, σημαντικότερο, ίσως, είναι να σταθούμε στην ασυγχώρητη ζημιά που μέρα με τη μέρα καταγράφει η χώρα στο επίπεδο των διεθνών σχέσεων.
            Στο Eurogroup δεν έχουμε καταφέρει μέχρι στιγμής να αποσπάσουμε έναν σύμμαχο. Και όσο και αν είναι βολική η θεωρία για το “έθνος ανάδελφον” που επιτρέπει στους συμμετέχοντες από τη δική μας πλευρά να ισχυρίζονται ότι όλοι οι υπόλοιποι -και οι ομοεθνείς Κύπριοι, βεβαίως- είναι υποταγμένοι στη βούληση του Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, ας μας απαντήσει κάποιος γιατί συμβαίνει αυτό.
            Τα περί έλλειψης σεβασμού στη νωπή ψήφο του ελληνικού λαού μπορεί να ακούγονται εύηχα σε ένα μέρος του εσωτερικού ακροατηρίου, δεν είναι, όμως, μονοδιάστατα, επειδή συμβαίνει και οι 18 ομόλογοι του Γιάν(ν)η Βαρουφάκη να είναι κι εκείνοι εκλεγμένοι. Και μάλιστα σε αρκετές περιπτώσεις, στις οποίες ανήκει και ο κ. Σόιμπλε, εκπροσωπώντας κυβερνήσεις με ευρύτερη πολιτική βάση από τον αταίριαστο -και χωρίς την παραμικρή προγραμματική δέσμευση- “γάμο” ανάμεσα στον ΣΥΡΙΖΑ και τους ΑΝ.ΕΛ.
            Θα μπορούσε να παραθέσει κανείς πάμπολλα παραλειπόμενα από τον πρόσφατο βίο και την πολιτεία του κ. Βαρουφάκη και τους καβγάδες του όχι μόνον με τον κ. Σόιμπλε ή τον Γερούν Ντάισελμπλουμ, αλλά και με τα περισσότερα μέσα ξένα ενημέρωσης τα οποία τον φιλοξένησαν και -κατά έναν παράδοξο τρόπο- επικρίθηκαν στη συνέχεια τα περισσότερα για παραποίηση είτε των λεγομένων του είτε της τόσο καλά για τον ίδιο φιλοτεχνημένης εικόνας του.
            Δεν είναι, όμως, μόνον οι -ανάμεικτοι με άκομψο “γλείψιμο” προς τον Σόιμπλε και την Άνγκελα Μέρκελ- επικοινωνιακοί ακτιβισμοί του κ. Βαρουφάκη που δημιουργούν προβλήματα στη διεθνή εικόνα της Ελλάδας και την φέρνουν σε σύγκρουση ακόμη και από πρόσωπα, όπως ο Ζαν Κλοντ Γιούνκερ ή ο Μάρτιν Σουλτς, στα οποία ακόμη και η σημερινή κυβέρνηση είχε επενδύσει για να προωθήσει τις θέσεις και τις απόψεις της. Είναι και πολλά άλλα ακατανόητα που εκστομίζονται από ελληνικά υπουργικά χείλη και αφήνουν άφωνους πολλούς σε όλη την Ευρώπη: από τις θεωρίες συνωμοσίας περί σχεδίων ανατροπής της κυβέρνησης ως τους γελοίους παλληκαρισμούς για άνοιγμα των συνόρων.                  
            Υπάρχει, αλήθεια, εχέφρων συμπατριώτης μας που να πιστέψει ότι οιοσδήποτε Ευρωπαίος ή άλλος παράγων μπορεί να τρομάξει από τις... καρατζαφερικού τύπου απειλές Ελλήνων υπουργών ότι θα ανοίξουν τα σύνορα για να πλημυρίσει η Ευρώπη με τζιχαντιστές; Τι νόημα, άραγε, έχουν τέτοιοι ισχυρισμοί και πόσο μπορεί να ενισχύσει τη διαπραγματευτική ισχύ της χώρας μας η τυχόν κατάσχεση του Ινστιτούτου Γκαίτε για να αποζημιωθούν τάχατες τα θύματα της ναζιστικής θηριωδίας έπειτα από 70 χρόνια;
            Συμπεριφορές αυτού του είδους μαρτυρούν -αν μη τι άλλο- παντελή άγνοια βασικών κανόνων λειτουργίας όχι μόνον του σκληρού διπλωματικού παιχνιδιού, αλλά και κρίσιμων ζητημάτων για την καθημερινότητα μεγάλης μερίδας των πολιτών που άπτονται της συμμετοχής της χώρας στους ευρωπαϊκούς θεσμούς.
            Η αναστολή, επί παραδείγματι, της Συνθήκης Σένγκεν θα ευνοήσει ή θα πλήξει την Ελλάδα, η οποία σε μια τέτοια περίπτωση θα πάψει να θεωρείται ευρωπαϊκή χώρα με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την επικοινωνία της με τον έξω κόσμο, τον τουρισμό και τόσα άλλα; Οι λεονταρισμοί, επίσης, για κατασχέσεις γερμανικών περιουσιών, χωρίς να έχουμε δικαιωθεί από κανένα διεθνές δικαστήριο που έχει αρμοδιότητα να επιλύει τέτοιες διαφορές, σε τι μας ωφελεί;
            Η σκληρή διελκυστίνδα που -καλώς ή κακώς- έχει ανοίξει η κυβέρνηση με τους Ευρωπαίους εταίρους είναι βέβαιο ότι στο τέλος θα λήξει με συμβιβασμό, έναν συμβιβασμό που θα είναι λιγότερο επώδυνος όσο περισσότερους φίλους και συμμάχους έχει καταφέρει να πάρει η κάθε πλευρά με το μέρος της.
            Ας το έχει αυτό κατά νου ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας τόσο ενόψει της επικείμενης Ευρωπαϊκής Συνόδου Κορυφής, στην οποία θα συμμετάσχει, όσο και στην κατ΄ ιδίαν συνάντηση που θα έχει τη Δευτέρα με την κυρία Μέρκελ στο Βερολίνο. Καλό θα είναι, και στη μια και στην άλλη περίπτωση να μετρήσει, πριν πάρει το αεροπλάνο για να πάει, συμμάχους και φίλους. Γιατί αν πάει ως “ανάδελφος”, “ανάδελφος” θα φύγει...

Δευτέρα 19 Ιανουαρίου 2015

Η τέχνη του να βγάζεις «από τη μύγα ξίγκι»



            Δεν είναι ασύνηθες στις προεκλογικές περιόδους να λέγονται από όσους πολιτεύονται και διεκδικούν την εξουσία και… «μερικές κουβέντες παραπάνω». Θα περίμενε, ωστόσο, κανείς ότι μετά τις τόσες διαψεύσεις που βιώσαμε την τελευταία πενταετία, οι πολιτικοί μας ταγοί να ήταν πιο μετρημένοι, κυρίως σε μείζονα και επείγοντα ζητήματα τα οποία θα τα βρουν μπροστά τους την επομένη των εκλογών.
            Διάβαζα, για παράδειγμα, την Κυριακή τις θέσεις του προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ Αλέξη Τσίπρα για το χρέος, όπως τις διατύπωνε στην «Καθημερινή» και, ειλικρινά, αναρωτιόμουν τι είναι προτιμότερο: να τα πιστεύει όλα αυτά ο εν δυνάμει επόμενος πρωθυπουργός της Ελλάδας ή απλά να καλλιεργεί προσδοκίες, που ξέρει ότι δεν θα εκπληρωθούν, αλλά μέχρι να έρθει η ώρα των κρίσιμων αποφάσεων, θα έχει τον χρόνο για να προσγειώσει στην πραγματικότητα τις βαρύγδουπες εξαγγελίες;
            Έχει ενδιαφέρον, άλλωστε, ότι οι πιο πρόσφατες θέσεις του ΣΥΡΙΖΑ για τη διευθέτηση του χρέους απέχουν αρκετά από τις προηγούμενες που μιλούσαν για διαγραφή του μεγαλύτερου μέρους και άλλα ηχηρά παρόμοια, τα οποία πλέον δεν λέγονται ρητά αλλά υπονοούνται, επειδή ενδεχομένως ακόμη και έτσι λειτουργούν ψηφοθηρικά, αφού υπαινίσσονται… ηρωική διάθεση για σύγκρουση με τους δανειστές.
            Ας δούμε, όμως, ασχολίαστα, κατ΄ αρχήν, ποιες είναι οι τωρινές θέσεις του προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ. «Όσο το δημόσιο χρέος της χώρας παραμένει δυσθεώρητο, μη βιώσιμο και η εξυπηρέτησή του δυσβάστακτη, τότε ούτε αξιόπιστη και βιώσιμη δημοσιονομική εξυγίανση μπορεί να υπάρξει, ούτε βιώσιμη ανάπτυξη, αλλά ούτε και η δυνατότητα για συστηματική χρηματοδότηση από τις αγορές με λογικούς όρους», αναφέρει αυτολεξεί ο κ. Τσίπρας.
            Και συμπληρώνει: «Οι προτάσεις του ΣΥΡΙΖΑ για τη βιωσιμότητα του χρέους και την υπερχρέωση της Ευρωζώνης με “Ευρωπαϊκή Διάσκεψη για το Χρέος”, με βάση τη Διάσκεψη του Λονδίνου το 1953, γίνονται αντικείμενο διαλόγου στην Ευρώπη και δημόσιας αποδοχής, όχι μόνον από προοδευτικούς οικονομολόγους και την ευρωπαϊκή Αριστερά, αλλά από συντηρητικές κυβερνήσεις, όπως της Ιρλανδίας, διά στόματος του υπουργού Οικονομικών».
            Ακόμη και αν καλόπιστα συμφωνούσε κανείς με την πρώτη επισήμανση του κ. Τσίπρα, ότι δηλαδή το ελληνικό χρέος δεν είναι βιώσιμο (ζήτημα, ωστόσο, για το οποίο υπάρχει ισχυρός αντίλογος), πώς θα μπορούσε να δεχθεί τη δεύτερη; Από πού, άραγε, προκύπτει ότι γίνεται αντικείμενο διαλόγου και δημόσιας αποδοχής η -πολύ ωραία, κατά τα άλλα- ιδέα του κόμματός του για την Ευρωπαϊκή Διάσκεψη;
Πόσοι και ποιοι είναι αυτοί οι περίφημοι «προοδευτικοί οικονομολόγοι»; Τι εκπροσωπεί η Αριστερά στην Ευρώπη και σε ποια θεσμικά όργανα λήψης αποφάσεων έχει βαρύνοντα λόγο; Πόσο μετράει η γνώμη του Ιρλανδού υπουργού Οικονομικών, ο οποίος (χωρίς να είναι βέβαιο ότι τα έχει πει ακριβώς έτσι, αλλά και αν τα είπε –και μακάρι) δεν είναι παρά ένας από τους 18 του Eurogroup; Και γιατί επικαλούμαστε τον Ιρλανδό και όχι τον Ισπανό ομόλογό του που μας θύμισε προ ημερών ότι η –επίσης «φαλιρισμένη»- χώρα του μας έχει δανείσει 26 δισ. ευρώ και τα θέλει πίσω;
            Έχω την αίσθηση ότι και σε αυτό το ζήτημα, όπως σε αρκετά άλλα, οι επιτελείς της Κουμουνδούρου επιχειρούν να βγάλουν «από τη μύγα ξίγκι». Είναι μια ωραία και αποδοτική μέθοδος όταν είσαι στη βολή που σου εξασφαλίζει η αντιπολίτευση, αλλά δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι ισχύει το ίδιο όταν βρίσκεσαι με το ένα πόδι στην εξουσία. Πόσω μάλλον όταν επίκειται να βρεθείς και με τα δύο.
Γιατί είναι εύκολο, π.χ., να συγκεντρώνεις ανέξοδες υποσχέσεις στήριξης, όπως τις παραμονές των τελευταίων ευρωεκλογών που κάθε τρεις και λίγο ακούγαμε για… στρατιές διανοούμενων –τύπου Ζίζεκ- που στήριζαν τον κ. Τσίπρα, χωρίς αυτό να έχει κάποιο σπουδαίο αντίκρισμα στην πανευρωπαϊκή κάλπη.
Και, πάντως, είναι εντελώς διαφορετικό να βρεθείς αντιμέτωπος με τους δανειστές σε ένα διεθνές όργανο και την ώρα που μπαίνει στο τραπέζι η αναδιάρθρωση του χρέους, με πιθανή επιμήκυνση του χρόνου αποπληρωμής και μείωση του ήδη χαμηλού επιτοκίου, εσύ να πρέπει νωρίτερα να εξηγήσεις στους συνομιλητές σου τις –ας ελπίσουμε μόνον προεκλογικές- θεωρίες για τον ζουρνά και τον πεντοζάλη…
Μέχρι τότε, η απορία που προσωπικά θα με τρώει -για το χρέος και όχι μόνον- είναι: Πρόκειται για (σκόπιμη) προεκλογική παραπλάνηση ή διακατέχονται από (άδολη) άγνοια κινδύνου που τους κάνει να πιστεύουν ότι μπορεί να κυβερνήσουν βγάζοντας «από τη μύγα ξίγκι»;