Συνολικές προβολές σελίδας

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Public Issue. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Public Issue. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 23 Μαΐου 2019

Ένα γράμμα από την εποχή που οι Έλληνες είχαν προσδοκίες από τον Αλέξη Τσίπρα


            Πριν από σχεδόν τεσσεράμισι χρόνια και για την ακρίβεια όταν ο Αλέξης Τσίπρας όδευε πλησίστιος προς την εξουσία, ένας ενεργός πολίτης αυτής της χώρας ένοιωσε την ανάγκη να του γράψει ένα γράμμα. Ήταν ένα κείμενο με το οποίο ο αποστολέας του δεν υπέβαλε κανένα προσωπικό ή άλλο αίτημα. Ούτε διεκδικούσε κάτι για τον εαυτό του, την οικογένεια του, τον κοινωνικό ή τον επαγγελματικό του κύκλο.
            Επρόκειτο για ένα απολύτως ανυστερόβουλο κείμενο, στο οποίο ο συντάκτης του, ένας ιδιαίτερα καλλιεργημένος επιστήμονας με καλό εισόδημα και χωρίς εξάρτηση από το Κράτος, απέφευγε επιμελώς να πει τι θα ψήφιζε στην επερχόμενη εκλογική αναμέτρηση της 25ης Ιανουαρίου 2015 που θα ακολουθούσε σε δύο εβδομάδες.
Μοναδικό του μέλημα υπήρξε, όπως εύκολα μπορεί να αποφανθεί ακόμη και όποιος διαβάσει τώρα το περί ού ο λόγος γράμμα προς τον κ. Τσίπρα, η βούλησή του να αποτυπώσει με λέξεις την ελπίδα της αλλαγής που είχε εμπνεύσει εκείνη την περίοδο σε πολλούς Έλληνες ο… εν αναμονή πρωθυπουργός.
Βούληση, η οποία υπερέβαινε τα μεγάλα λόγια για το «Πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης» ή τον τερματισμό των Μνημονίων με ένα άρθρο και με έναν νόμο. Και δεν επηρεαζόταν από υποσχέσεις για «σεισάχθεια», άμεση κατάργηση του ΕΝΦΙΑ ή πώληση των κυβερνητικών αεροπλάνων. 
            «Ο λαός έχει επενδύσει σε σας πολλές ελπίδες. Τις τελευταίες του… Και όχι μόνον αυτοί που το ομολογούν αλλά και οι υπόλοιποι, που πιθανόν να μην ψηφίσουν τον ΣΥΡΙΖΑ», ήταν μια από τις καίριες επισημάνσεις που έκανε και μάλιστα κατά τρόπο προφητικό.
            Μπορεί, άλλωστε, στις πρώτες εκλογές του 2015 ο ΣΥΡΙΖΑ να έλαβε ποσοστό 36,34%, ο αρχηγός του και νεόκοπος πρωθυπουργός απολάμβανε το διάστημα που ακολούθησε τις νικηφόρες για εκείνον κάλπες μοναδική στα μεταπολιτευτικά χρονικά δημοφιλία.
            Σε δημοσκόπηση της Public Issue που διενεργήθηκε τον Μάιο του 2015 για λογαριασμό της… «Αυγής» (!) -ήταν βλέπετε η περίοδος που οι δημοσκόποι ήταν της αρεσκείας των ΣΥΡΙΖΑίων και τα ευρήματά τους θεωρούνταν αναμφισβήτητα θέσφατα- θετική γνώμη για τον Αλέξη Τσίπρα είχε το 77% των πολιτών, για τον Πάνο Καμμένο το 48%, ενώ ο Αντώνης Σαμαράς ήταν καθηλωμένος στο 28% και ο… άμοιρος Ευάγγελος Βενιζέλος μόλις που ξεπερνούσε τον αρχηγό της Χρυσής Αυγής και έφθανε σε ένα ισχνό 20%.
            Θέλετε και την καταλληλότητα για την πρωθυπουργία; Το 63% των Ελλήνων –ποσοστό δηλαδή σχεδόν ίσο με εκείνο όσων προτίμησαν το «Όχι» στο δημοψήφισμα της 6ης Ιουλίου 2015- ήθελε τον κ. Τσίπρα. Και μόλις το 20% νοσταλγούσε τον κ. Σαμαρά. Όσο για τα ποσοστά των κομμάτων, τα ευρήματα ήταν το ίδιο εντυπωσιακά: ο ΣΥΡΙΖΑ συγκέντρωσε 48,5%, η ΝΔ 21%, η Χρυσή Αυγή 6%, όσο και το ΚΚΕ, το Ποτάμι 5,5%, το ΠΑΣΟΚ 4% και οι ΑΝΕΛ 3,5%.
Αυτά, λοιπόν, που συνέβησαν τον Μάιο του 2015, ο επιστολογράφος του κ. Τσίπρα τα προδίκαζε τέσσερις μήνες νωρίτερα περιγράφοντας πρωθύστερα το κλίμα ευφορίας που είχε προκαλέσει στην ελληνική κοινωνία η προσδοκώμενη επικράτηση του ΣΥΡΙΖΑ.
Θύμιζε, μάλιστα, στον μέλλοντα πρωθυπουργό το προηγούμενο του Γάλλου Προέδρου Φρανσουά Μιτεράν ο οποίος το 1981 όταν εξελέγη πρώτη φορά στο ύπατο αξίωμα της χώρας του απευθύνθηκε στους συμπατριώτες του ευχαριστώντας όχι μόνον εκείνους που τον ψήφισαν αλλά και όσους δεν τον ψήφισαν.
Ενώ, αφού επαναλάμβανε ότι ακόμη και οι «αντίπαλοι» του κ. Τσίπρα είχαν επενδύσει μεγάλες προσδοκίες στο πρόσωπό του, ο επιστολογράφος τον καλούσε να αποφύγει τη διχόνοια και τον διχασμό, φαινόμενα από τα οποία, όπως σημείωνε, η χώρα μας έχει ταλαιπωρηθεί και ζημιωθεί αφάνταστα. «Στις μέρες μας, πλέον, κάτι τέτοιο είναι “πολυτέλεια” που δεν μπορούμε να έχουμε…», του έγραφε.
«Πολύ σύντομα θα βρεθείτε αντιμέτωπος με την Ιστορία. Είστε νέος, έξυπνος και άφθαρτος. Προσπαθήστε να δώσετε τις σωστές προτεραιότητες. Όχι μόνον η Ελλάδα αλλά και όλη η Ευρώπη περιμένει από σας κάτι καινούργιο…», συμπλήρωνε.
Ο επιστολογράφος είναι βέβαιος ότι το γράμμα του έφθασε στον Αλέξη Τσίπρα. Εικάζει μάλιστα ότι μπορεί και να το διάβασε. Με την ύστερη, όμως, γνώση που έχει, αμφιβάλλει αν κατάλαβε κάτι από όσα του έγραψε. Και, πάντως, είναι πεπεισμένος ότι δεν εφάρμοσε καμία από τις επισημάνσεις του. Είτε γιατί δεν ήθελε, είτε γιατί δεν μπορούσε –μικρή σημασία έχει.
Κακά τα ψέματα, στα τεσσεράμισι χρόνια της διακυβέρνησής του, ο κ. Τσίπρας κινήθηκε στον αντίποδα της εθνικής ενότητας και συνεννόησης που απαιτούσαν οι καιροί που τον έφεραν στο πολιτικό προσκήνιο. Διέψευσε, αν όχι τις ελπίδες όσων τον ψήφισαν, σίγουρα τις (κρυφές;) προσδοκίες όσων δεν τον ψήφισαν.
Στην πραγματικότητα, επένδυσε στη διχόνοια και στον διχασμό. Και στο ίδιο μοτίβο εξακολουθεί να επενδύει. «Στην Ελλάδα τώρα θα διοικούν οι πολλοί και θα υπακούνε οι λίγοι», είπε πρόσφατα σε ένα προεκλογικό μπαλκόνι. Ενώ δεν περνάει μέρα και ώρα που να μην επιμείνει στον παλαιοκομματικό εκμαυλισμό και στη μικρομέγαλη οίηση που τον χαρακτηρίζει και η οποία μεγιστοποιήθηκε εξαιτίας της ευκολίας με την οποία αναρριχήθηκε στην εξουσία.
Γι΄ αυτό και οι περισσότεροι Έλληνες που στο παρελθόν είχαν εναποθέσει τις ελπίδες τους στη νίκη του, τώρα έχουν άλλες προσδοκίες. Προσδοκίες που θα εκφραστούν ηχηρά στις κάλπες της Κυριακής. Και θα συνοδεύονται με την ελπίδα να μην διαψευστούν και πάλι.

Πέμπτη 29 Νοεμβρίου 2018

Η παράνοια της εξουσίας και οι…κρυφές μετρήσεις



            Σε όποιο λεξικό και αν αναζητήσει κανείς την ερμηνεία της λέξης «μεταστροφή» βρίσκει ότι ως τέτοια λογίζεται «οποιαδήποτε στροφή προς άλλη κατεύθυνση». Μάλιστα σε έναν από τους πιο δημοφιλείς ιστότοπους, την Βικιπαίδεια, επισημαίνεται ότι ως όρος η μεταστροφή είναι προσφιλής όταν αναφέρεται στην προπαγάνδα και αποτυπώνεται σε εκφράσεις όπως «μεταστροφή του λαϊκού φρονήματος».
Παρότι το σχετικό λήμμα είναι προγενέστερο των πρόσφατων δηλώσεων του Πάνου Σκουρλέτη με τις οποίες ο γραμματέας του ΣΥΡΙΖΑ επεχείρησε να αμφισβητήσει τα ευρήματα των δημοσκοπήσεων, τα λεγόμενά του μπορεί να θεωρηθούν ως κραυγαλέο παράδειγμα προπαγανδιστικής χρήσης της λέξης μεταστροφή. «Αυτό το οποίο είναι ορατότατο, πασιφανές, είναι ότι υπάρχει μεταστροφή του κόσμου, η οποία καταγράφεται», ισχυρίστηκε σε μια από τις συνεντεύξεις του.
Το εύλογο ερώτημα για το που και πως καταγράφεται αυτή η μεταστροφή, ο κ. Σκουρλέτης το άφησε να αιωρείται. Σε μια άλλη συνέντευξή του, μάλιστα, έκανε λόγο για δημοσκοπήσεις που υπάρχουν στα χέρια των κομμάτων, χωρίς να δημοσιοποιούνται και οι οποίες «δίνουν μια διαφορετική εικόνα από αυτή που μας παρουσιάζουν τα ΜΜΕ»!
Αν όντως υπάρχουν τέτοιες έρευνες «στα χέρια των κομμάτων», τότε ο πρώτος που τις έχει στα χέρια του είναι ο γραμματέας του ΣΥΡΙΖΑ. Γιατί, λοιπόν, δεν τις δίνει στη δημοσιότητα; Ποιος τον εμποδίζει; Η απάντηση είναι μάλλον απλή: Διότι δεν υπάρχουν. Όπως δεν υπήρχαν και οι δημοσκοπήσεις υπέρ της Συμφωνίας των Πρεσπών τις οποίες επικαλείτο ο τέως υπουργός Εξωτερικών Νίκος Κοτζιάς, χωρίς ποτέ να τις δώσει στη δημοσιότητα, όπως… απειλούσε ότι θα έκανε.
Είναι αλήθεια ότι οι ΣΥΡΙΖΑίοι αξιωματούχοι δεν είναι οι πρώτοι διδάξαντες το παιχνίδι με την αμφισβήτηση των δημοσκοπήσεων. Πολλοί άλλοι κατά το παρελθόν, όταν δεν τους βόλευαν τα ευρήματα των μετρήσεων, κατέφευγαν σε ισχυρισμούς ότι «είναι φωτογραφίες της στιγμής» που «δεν πιάνουν τον σφυγμό της κοινωνίας».
Ωστόσο, ποτέ άλλοτε στο παρελθόν δεν είχε διανοηθεί κάποιος να μιλήσει για… μεταστροφή προτού να παραδεχθεί ότι υπήρξε προγενέστερη στροφή. Γιατί, κακά τα ψέματα, για τον ΣΥΡΙΖΑ δεν υπήρξε ποτέ… στροφή. Και πως αποδεικνύεται αυτό; Μα, από το γεγονός ότι τα -ουκ ολίγα- φιλοκυβερνητικά μέσα ενημέρωσης εδώ και σχεδόν δύο χρόνια, όσο και το διάστημα που η ΝΔ και ο Κυριάκος Μητσοτάκης προπορεύονται δημοσκοπικά, έχουν πάψει να δημοσιεύουν σφυγμομετρήσεις.
Οπότε, το πιθανότερο είναι ότι οι άμοιροι αναγνώστες, ακροατές και θεατές τους, εφόσον δεν ρίχνουν… κλεφτές ματιές σε άλλα μέσα, μάλλον δεν έχουν πληροφορηθεί ποτέ τη… στροφή που έχει γίνει τα τελευταία χρόνια, κατά τα οποία ο ΣΥΡΙΖΑ και ο Αλέξης Τσίπρας σε όλες ανεξαιρέτως τις έρευνες που υπογράφονται από υπαρκτές εταιρίες μετρήσεων βλέπουν την πλάτη των αντιπάλων τους.
Γι΄  αυτό και δεν είναι υπερβολή να πει κανείς ότι αν ο γραμματέας του κυβερνώντος κόμματος είχε όντως άλλες δημοσκοπήσεις που υπηρετούν το «αφήγημα» του Μαξίμου και της Κουμουνδούρου, ότι είναι δυνατή η ανατροπή του παγιωμένου σκηνικού που αποτυπώνεται στις μετρήσεις, όχι μόνον δεν θα τις κρατούσαν κρυφές, αλλά θα φωταγωγούνταν η Πλατείας Συντάγματος για την ειδική πανηγυρική τελετή που διοργανωνόταν για την παρουσίασή τους.
Τώρα συμβαίνει το ακριβώς αντίθετο. Με προφανή ψέματα – «έχουμε άλλες δημοσκοπήσεις»- ή μισές αλήθειες –«έλα μωρέ οι δημοσκοπήσεις, πέφτουν έξω»- προσπαθούν να αποσιωπηθούν τα ευρήματα των μετρήσεων που λίγο ως πολύ λένε τα ίδια πράγματα: ότι, δηλαδή, η Νέα Δημοκρατία έχει αποσπάσει διαφορά που σπανίως έχει καταγράψει άλλοτε αντιπολιτευόμενη δύναμη και ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης είναι ο πρώτος αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης που προηγείται του εν ενεργεία κατόχου του θώκου στις απαντήσεις για την καταλληλότητα στην πρωθυπουργία.
Η περίπτωση της εταιρίας Public Issue είναι αποκαλυπτική. Οι ιθύνοντες της, ακολουθώντας μια δική τους μεθοδολογία δημοσιεύουν χρόνια τώρα, την αποκαλούμενη «εκτίμηση εκλογικής επιρροής», με βάση την οποία διατυπώνουν πρόβλεψη για το τελικό εκλογικό ποσοστό με αναγωγή των αναποφασίστων και των λοιπών στοιχείων που άλλοι ομότεχνοί τους κατατάσσουν στη λεγόμενη «αδιευκρίνιστη ψήφο». Επί χρόνια πολλά τις μετρήσεις της οι ΣΥΡΙΖΑίοι τις είχαν… ευαγγέλιο. Πριν από τις εκλογές του 2015, μάλιστα, οι έρευνες της εύρισκαν φιλόξενη στέγη στο κομματικό όργανο του ΣΥΡΙΖΑ, την «Αυγή».
Η φιλοξενία, όμως, ίσχυσε για όσο οι προβλέψεις βόλευαν τον ΣΥΡΙΖΑ. Τον Νοέμβριο, για παράδειγμα του 2014, που η Public Issue έδινε 27% στη ΝΔ και 38,5%, ποσοστά δηλαδή πολύ κοντά σε αυτά που βγήκαν δύο μήνες μετά στην κάλπη, ήταν όλα καλά. Όπως όλα καλά ήταν όταν τον Φεβρουάριο του 2015, που απογειώθηκε η εξαπάτηση του ελληνικού λαού με τις υποσχέσεις ότι «δεν θα ψηφίσουμε ποτέ νέο Μνημόνιο», ο ΣΥΡΙΖΑ εκτινασσόταν στο… 54% και η ΝΔ υποχωρούσε στο 16%.
Το ίδιο και στις δεύτερες εκλογές του 2015, που κέρδισε ο ΣΥΡΙΖΑ σχεδόν με τα ποσοστά που του έδινε η Public Issue. Όπως και λίγους μήνες μετά που, καθώς αποκαλυπτόταν η μνημονιακή μετάλλαξη των κυβερνώντων, η ΝΔ στην αρχή ισορρόπησε το παιχνίδι και μετά άρχισε από τους πρώτους μήνες του 2016 που απέκτησε καινούργια ηγεσία να παίρνει κεφάλι. Εκεί κάπου έπαψε και η συνεργασία της Αυγής με την Public Issue, η οποία, μη έχοντας άλλο δίαυλο, αναγκάστηκε τις έρευνες που εξακολουθεί να διενεργεί να τις δημοσιοποιεί πλέον μόνον μέσω Διαδικτύου.
Βλέπετε, το προβάδισμα υπέρ της ΝΔ το οποίο υπολογίζει είναι θηριώδες: έφθασε στις 24 μονάδες τον Οκτώβριο του 2016 και ήταν 16,5% στην πλέον πρόσφατη μέτρηση. Και δεν είναι μόνον αυτό: το 2014 είχε βρει ότι ο Αντώνης Σαμαράς ήταν μπροστά με 13 μονάδες στην καταλληλόλητα ως πρωθυπουργός, ενώ τώρα ο αρχηγός της ΝΔ προηγείται με 18 μονάδες του εν ενεργεία πρωθυπουργού. Πριν από τέσσερα χρόνια, επίσης, το 26% θεωρούσε καταλληλότερη την κυβέρνηση Σαμαρά (έναντι 28% του Αλέξη Τσίπρα), ενώ τώρα μόνον 18% προτιμάει τον ΣΥΡΙΖΑ στην κυβέρνηση και 36% τη ΝΔ.
Με αυτά και με αυτά δεν προκαλεί ίσως ιδιαίτερη εντύπωση που τα φιλοκυβερνητικά μέσα δεν κάνουν πλέον ούτε την παραμικρή μνεία στα ευρήματα της Public Issue. Περιμένουν ίσως τις… αόρατες δημοσκοπήσεις που έχει αλλά κρατάει… κρυφές ο κ. Σκουρλέτης. Εδώ ο Αλέξης Τσίπρας δεν βλέπει τις κλούβες των ΜΑΤ που τον φυλάνε στο σιδερόφρακτο Μαξίμου, τις μετρήσεις θα δουν; Η παράνοια της εξουσίας φαίνεται ότι τις κάνει κι αυτές αόρατες….

Δευτέρα 12 Ιανουαρίου 2015

Αυτοδυναμία ή όχι;



Με λιγότερο από δύο εβδομάδες να απομένουν ως τις κάλπες της 25ης Ιανουαρίου, το (μετ)εκλογικό σκηνικό φαίνεται σιγά-σιγά να διαμορφώνεται και μόνον ένα εντελώς απρόβλεπτο δραματικό γεγονός μπορεί να το μεταβάλει.
Λίγο ως πολύ, άλλωστε, όλες οι δημοσκοπήσεις συγκλίνουν στα βασικά που είναι η ενδυνάμωση του «δικομματισμού», που μπορεί να συγκεντρώσει αθροιστικά ποσοστό που να ξεπερνάει το 65%, και η μάχη για την τρίτη θέση, η οποία θα αποκτήσει ουσιώδη σημασία μόνον αν δεν υπάρξει αυτοδυναμία, η οποία με τη σειρά της εξαρτάται κυρίως από το αν η σύνθεση της επόμενης Βουλής θα είναι εξακομματική, επτακομματική ή –πολύ δύσκολα- οκτακομματική.
Υπό αυτές τις συνθήκες, το μοναδικό, ίσως, μεγάλο ζητούμενο της επερχόμενης αναμέτρησης είναι εάν το πρώτο κόμμα, που όλα –ακόμη και η… αποκαλυπτική στάση της λεγόμενης «διαπλοκής»- δείχνουν ότι θα είναι ο ΣΥΡΙΖΑ, θα πετύχει, με το -πάλαι ποτέ αποκαλούμενο από τους τωρινούς διεκδικητές «καλπονοθευτικό»- μπόνους των 50 εδρών, την επιζητούμενη αυτοδύναμη κοινοβουλευτική πλειοψηφία που θα επιτρέψει τον σχηματισμό μονοκομματικής κυβέρνησης.
Τα δημοσκοπικά προγνωστικά, πάντως, δείχνουν ότι, ακόμη και αν επιτευχθεί αυτοδυναμία, αυτή θα είναι απολύτως οριακή. Στην πλέον «φιλική» για τον ΣΥΡΙΖΑ έρευνα που είδε τελευταία το φως, εκείνη της εταιρίας Public Issue που δημοσιεύτηκε πρωτοσέλιδα στην «Αυγή», υπολογίζεται ότι οι έδρες που μπορεί να καταλάβει, με ποσοστό της τάξης του 38%, δεν είναι περισσότερες από 151. Έδρες οι οποίες μπορεί να γίνουν 154 αν δεν περάσουν το «κατώφλι» του 3% οι ΑΝ.ΕΛ. Ή, αντιθέτως, να μειωθούν σε 148 αν πάρει το «εισιτήριο» για την επόμενη Βουλή και το νεοπαγές «Κίνημα» του Γιώργου Παπανδρέου.
Στη συζήτηση που έχει ανοίξει για το αν μια αυτοδύναμη πλειοψηφία, τέτοια που να επιτρέπει στο πρώτο κόμμα να εφαρμόσει απαρέγκλιτα το πρόγραμμα του, είναι προτιμότερη από μια σχετική πλειοψηφία που να οδηγεί στην ανάγκη ευρύτερων κυβερνητικών συνεργασιών, οι απόψεις, ακόμη και μεταξύ πολιτικών στελεχών διαφορετικών παρατάξεων, διίστανται.
Αρκετοί υποστηρίζουν ότι, εάν δεν υπάρξει αυτοδυναμία, ο «πειρασμός» να οδηγηθούμε, κατά το προηγούμενο του 2012, σε επαναληπτικές κάλπες θα είναι μεγάλος για μια μερίδα της ηγεσίας του διαφαινόμενου πρώτου κόμματος. Και, με δεδομένη την κρισιμότητα της οικονομικής κατάστασης, ένας τέτοιος ενδεχόμενος πειραματισμός θα μεγιστοποιούσε τα προβλήματα και θα εξέθετε σε ακόμη μεγαλύτερους κινδύνους τη χώρα. 
Επίσης, οι θιασώτες της αυτοδυναμίας επιχειρηματολογούν υπέρ των «καθαρών λύσεων» που θα συμβάλουν στην άμεση εφαρμογή των προγραμματικών δεσμεύσεων της νέας κυβέρνησης και στην ταχεία προσαρμογή –η και… προσγείωση- στην πραγματικότητα, αφού τα όσα έχει να αντιμετωπίσει το επόμενο κυβερνητικό σχήμα, από τις διαπραγματεύσεις με τους εταίρους της χώρας ως τη στελέχωση του κρατικού μηχανισμού και την είσπραξη των εσόδων που παρουσιάζουν, λόγω και των εκλογών, υστέρηση, δεν αφήνουν περιθώρια για χρονοτριβές που θα προκαλέσουν τυχόν διαβουλεύσεις για ένα συνεργατικό σχήμα.
Από μια άλλη οπτική, στην ίδια άποψη, υπέρ της αυτοδυναμίας, δηλαδή, κατατείνουν και ορισμένοι από αντίπαλους πολιτικούς σχηματισμούς, οι οποίοι θεωρούν ότι μια αμιγής κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, με τις προσδοκίες που έχει καλλιεργήσει, θα αποδομηθεί μια ώρα αρχύτερα εάν δεν έχει το «άλλοθι» ότι υποχρεώνεται να συγκυβερνήσει, ειδικά στην περίπτωση που το κόμμα ή τα κόμματα με τα οποία θα υποχρεωθεί να συνάψει κυβερνητική συμμαχία δεν θα κινούνται στην ίδια (ούτω καλούμενη «αντιμνημονιακή») λογική.
Οι πλέον νουνεχείς, πάντως, αντιτείνουν ότι, πέρα από τις προεκλογικές κορώνες, οι οποίες φορτίζουν την ατμόσφαιρα των ημερών, σε αυτές τις κάλπες δίνεται η ευκαιρία να κλείσει ο κύκλος της μεγάλης πολιτικής όξυνσης που άνοιξε με τη βίαιη μνημονιακή προσαρμογή και να ξεκινήσει μια νέα πολιτική περίοδος, αν όχι με συναινέσεις, τουλάχιστον με συνεννοήσεις μεταξύ των πολιτικών δυνάμεων. Συνεννοήσεις οι οποίες έλλειψαν τα τελευταία πέντε χρόνια, παρότι το μεγαλύτερο διάστημα είχαμε κυβερνήσεις συνεργασίας, οι οποίες, όμως, προήλθαν όχι από πραγματικές συγκλίσεις αλλά από επιβολές της ανάγκης.
Δεν είναι, εξάλλου, λίγοι εκείνοι που υποστηρίζουν ότι ακόμη και αν το ποσοστό του πρώτου κόμματος κινηθεί στο απώτατο όριο που του δίνουν οι δημοσκοπήσεις και, ελέω εκλογικού συστήματος, καταφέρει να σχηματίσει μονοκομματική κυβέρνηση, η κοινωνική νομιμοποίηση που θα διαθέτει η επόμενη κυβέρνηση θα είναι, ούτως ή άλλως, μικρή. Και, σε συνδυασμό με τους αναπόφευκτους εσωτερικούς περισπασμούς που αργά ή γρήγορα θα ξεκινήσουν, ο χρονικός ορίζοντας ενός μονοκομματικού σχήματος δεν θα είναι μακρύς.
Καθώς, λοιπόν, η ώρα της κάλπης πλησιάζει, ας τα έχουμε όλα τούτα κατά νου. Για να αποφασίσουμε ψύχραιμα. Και για τα κόμματα και για τα πρόσωπα που θα επιλέξουμε. Άλλωστε, ό,τι και αν λένε οι δημοσκοπήσεις, ό,τι και αν υποστηρίζουν οι αναλυτές, η ψήφος του καθενός μας είναι εκείνη που τελικά μετράει.