Συνολικές προβολές σελίδας

Τετάρτη 27 Απριλίου 2011

Η αισιοδοξία απαιτεί και αυτογνωσία

             Η Άνοιξη, η κατ΄ εξοχήν εποχή της αισιοδοξίας και της αναγέννησης, συνοδεύεται, όπως πάντα, από μηνύματα ελπίδας. Τα σπίτια των αποδήμων που άνοιξαν τούτες τις πασχαλινές μέρες, τα ξενοδοχεία και τα τουριστικά καταλύματα που ξεκίνησαν δειλά- δειλά τη λειτουργία τους, υποδεχόμενα τους επισκέπτες που μοιράστηκαν μαζί μας το ανυπέρβλητο φυσικό κάλλος της περιοχής μας, δίνουν τροφή στην ελπίδα και ενισχύουν την πεποίθηση ότι η αισιοδοξία δεν στερεύει.
Η αισιοδοξία και η ελπίδα, άλλωστε, είναι, ειδικά αυτή την περίοδο, αναγκαίες περισσότερο από κάθε άλλη φορά, καθώς, σε αρμονία με την αυτογνωσία, αποτελούν τις δυνάμεις που μπορεί να συμβάλλουν αποφασιστικά για να υπερβούμε την υπερβολικά μίζερη και καταθλιπτική ατμόσφαιρα που έχει προκαλέσει η οικονομική κρίση, η συζήτηση για την οποία ήταν «παρούσα» σε όλα τα πασχαλινά τραπέζια. 
Εκεί διαπίστωσα ότι σιγά, σιγά συνειδητοποιείται από ευρύτερες κοινωνικές δυνάμεις πως, με εξαίρεση το μείζον πρόβλημα της ανεργίας και ειδικότερα της ανεργίας των νέων, οι περιστάσεις που βιώνουμε δεν συνιστούν… το «τέλος του κόσμου», όπως επιχειρούν να μας πείσουν ορισμένοι, κυρίως μέσω των μέσων ενημέρωσης, «επαγγελματίες» της λαϊκίστικης «καταστροφολογίας».
Όσοι δεν διαθέτουν κοντή μνήμη, μπορούν εύκολα να θυμηθούν πως στο όχι και πολύ απώτερο παρελθόν η χώρα μας έζησε καταστάσεις χειρότερες, όταν τα επί σειρά ετών διψήφια ποσοστά πληθωρισμού κατέτρωγαν τις εικονικά «γενναίες» ονομαστικές αυξήσεις των εισοδημάτων, την  ίδια ώρα που εκτινασσόταν κάθε τρεις και λίγο το κόστος του «καλαθιού της νοικοκυράς», μειώνοντας την πραγματική αγοραστική δύναμη των χαμηλών και μεσαίων στρωμάτων.
Η σημαντική διαφορά του τότε με το τώρα είναι, βεβαίως, η «ψευδαίσθηση του χρήματος» που, όπως θα έλεγαν οι οικονομολόγοι, επικρατούσε, εξαιτίας της συνεχούς και σχεδόν αδιάλειπτης από χρόνο σε χρόνο ονομαστικής εισοδηματικής αύξησης, η οποία είχε και τα θετικά της, αφού η αυξημένη κυκλοφορία χρήματος λειτουργούσε πολλαπλασιαστικά στην πραγματική οικονομία, καθώς το χρήμα άλλαζε συχνά χέρια και η αγορά εκινείτο.
Η κατάσταση αυτή που ίσχυσε κατά κόρον την περίοδο που είχαμε εθνικό νόμισμα και μπορούσαμε να τυπώνουμε αφειδώς πεντοχίλιαρα, δυστυχώς συνεχίστηκε και μετά την ένταξη μας στο ενιαίο ευρωπαϊκό νόμισμα, με την εισαγωγή του οποίου δεν υπήρχαν πλέον δυνατότητες εκτύπωσης καινούργιου πληθωριστικού χρήματος.
Έτσι, όταν, π.χ., οι Γερμανοί, με την περίφημη «Ατζέντα 2010» του σοσιαλδημοκράτη πρωθυπουργού Γκέρχαρντ Σρέντερ που συγκυβερνούσε με τους «Πράσινους», ασκούσαν περιοριστική πολιτική σε μισθούς και άλλες παροχές (ας ρωτήσει, όποιος αμφιβάλει, έναν από τους χιλιάδες συμπατριώτες μας, που εργάστηκαν ως «γκασταρμπάιτερ», από πότε έχει να λάβει αύξηση στη σύνταξή του), εμείς –από… κεκτημένη ταχύτητα-  εξακολουθούσαμε να αυξάνουμε κατακόρυφα το μισθολογικό κόστος, κυρίως στο δημόσιο τομέα.
Την ίδια ώρα δινόταν από ελάχιστη έως καθόλου σημασία στην αποδιάρθρωση της παραγωγικής βάσης της χώρας στον πρωτογενή και δευτερογενή τομέα της οικονομίας που κρατιόταν στη ζωή με την «τεχνητή αναπνοή» των ευρωπαϊκών και εθνικών επιδοτήσεων, οι οποίες δίνονταν χωρίς κριτήρια και κανόνες. Το δε επιπλέον χρήμα που διοχετευόταν στην οικονομία, αντί επενδύσεων, μετατρεπόταν σε καταναλωτική «κραιπάλη», κυρίως εισαγόμενων προϊόντων, συμβάλλοντας σε μια επίπλαστη ευημερία, που δεν μπορούσε να είναι αιώνια.
Καθώς το κόστος της διαρκούς εισοδηματικής ανόδου δεν ήταν αποτέλεσμα του αυξημένου πλούτου που παραγόταν στη χώρα, αφού ταυτοχρόνως η παραγωγικότητα μειωνόταν και η ανταγωνιστικότητα των ελληνικών προϊόντων υποχωρούσε, καταφύγαμε στον ακατάσχετο δανεισμό και, συνεπακόλουθα, οδηγηθήκαμε στη σημερινή κρίση δημοσίου χρέους με την αδυναμία της χώρας να αντλήσει χρήματα από τις αγορές, όχι για να εξυπηρετήσει νέες ανάγκες, αλλά για να καλύψει παλαιές υποχρεώσεις σε τόκους και χρεολύσια.
Αυτή είναι η σημερινή πραγματικότητα για όσους θέλουν να τη δουν κατάματα, χωρίς «φτιασιδώματα», ιδεοληπτικές αγκυλώσεις, κομματικές προκαταλήψεις ή θεωρητικούς δογματισμούς. Μπορεί στις προτεινόμενες λύσεις να υπάρχουν θεμιτές διαφωνίες με τον ένα ειδικό ή και πολιτικό φορέα να προτείνει το ένα «μείγμα» πολιτικής και τον άλλο να εκτιμά πως πρέπει να ακολουθήσουμε διαφορετικό δρόμο για την ταχύτερη έξοδο από την κρίση, προϋπόθεση, όμως, για να βγούμε από την κρίση είναι να αναγνωρίσουμε τις αιτίες, εξαιτίας των οποίων οδηγηθήκαμε εδώ.
Επαναλαμβάνουν, για παράδειγμα, τελευταία πολλοί το –κεϋνσιανής προέλευσης- «τσιτάτο» ότι «η οικονομία είναι ψυχολογία». Έχουν, φυσικά, δίκιο να το επικαλούνται. Αρκεί,  βεβαίως, να μην υπονοούν ότι, μ΄ αυτή την καταφυγή, μπορεί να αγνοηθούν οι αριθμοί που, όπως έχει ειπωθεί και τα γεγονότα, είναι «ξεροκέφαλοι».
Γι΄ αυτό και έχω την άποψη πως αν δεν αναγνωρίσουμε, συλλογικά ως κοινωνία, την πραγματικότητα και, κυρίως, αν δεν παλέψουμε να την αλλάξουμε, η αισιοδοξία θα αποδειχθεί άσκοπη και οι ελπίδες φρούδες.

*Ο Γρηγόρης Τζιοβάρας είναι δημοσιογράφος, περιφερειακός σύμβουλος Θεσπρωτίας στο νέο Περιφερειακό Συμβούλιο Ηπείρου. Η αρθρογραφία του (ανα)δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα: http://topikakaiatopa.blogspot.com.

(Δημοσιεύτηκε στη "Θεσπρωτική" στις 27/4/2011)

Τρίτη 19 Απριλίου 2011

Οι... «Χαλασοχώρηδες»

          Παρακολουθώντας τον... κουρνιαχτό από την καταδίκη του περιφερειάρχη Κεντρικής Μακεδονίας Παναγιώτη Ψωμιάδη που ξεσήκωσαν οι υποστηρικτές του (πολιτευόμενοι, ιεράρχες και άλλοι) για να μην υποστεί τις συνέπειες των πράξεων του, που είναι η έκπτωση από το αξίωμα, θυμήθηκα ένα εκπληκτικό για την επικαιρότητα των μηνυμάτων του διήγημα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, γραμμένο πριν από 130 χρόνια!
«Οι Χαλασοχώρηδες», είναι ο τίτλος του διηγήματος, που πρωτοδημοσιεύτηκε σε συνέχειες στην εφημερίδα «Ακρόπολις» το 1892. Εκεί ένας από τους ήρωες, απογοητευμένος από την συμπεριφορά των πολιτευόμενων της εποχής, λέει, στην καθαρεύουσα που χρησιμοποιούσε ο «κοσμοκαλόγερος» της ελληνικής πεζογραφίας: «Λογίζομαι ως ευτύχημα ότι δεν ανεφάνη τις εκ των λεγομένων επιφανών πολιτευτών εις τα μέρη ταύτα».
Και στην απορία του συνομιλητή του για την παράδοξη αυτή άποψη, εξηγεί:  «Ενθυμούμαι τι συνέβη προ πολλών ετών, όταν είχε γίνει τις υπουργός, βουλευτής γείτονος επαρχίας. Οι κουρείς έκλεισαν τα κουρεία των, οι καφεπώλαι τα καφενεία των, οι υποδηματοποιοί επώλησαν τα καλαπόδια των. Δεν υπήρξε βοσκός, όστις να μη διωρίσθη τελωνοφύλαξ, ούτε αγρότης, όστις να μη προχειρισθεί εις υγειονομοσταθμάρχην. Τότε είδομεν πρώτην φοράν κι εδώ εις την νήσον λιμενάρχην φουστανελλάν. Ο εκ της γείτονος επαρχίας υπουργός μας τον είχε στείλει ως δείγμα περίεργον υπαλλήλου».
«Ο Θεός μάς ελυπήθη και δεν παρεχώρησε να γεννηθεί επιφανής τις εδώ, εσκλήρυνε δε την καρδίαν μας και δεν εδέχθημεν εισβολήν ξένου υποψηφίου. Ιλιγγιώ να φαντασθώ τι θα εγίνετο. Όλοι οι πορθμείς θα εγκατέλειπον τας λέμβους των, οι κυβερνήται θα έρρπτον έξω τα πλοία των, οι ναυπηγοί θα επετούσαν τα εργαλεία των και θα εζήτουν δημοσίας θέσεις», συνεχίζει ο ήρωας του Παπαδιαμάντη.
«Διότι μη νομίσεις ότι η θεσιθηρία γεννάται μόνη της. Τα δύο κακά αλληλεπιδρώσιν. Η ακαθαρσία παράγει φθείρα και ο φθειρ παράγει την ακαθαρσίαν. Το τέρας το καλούμενον επιφανής τρέφει την φυγοπονίαν, την θεσιθηρίαν, τον τραμπουκισμόν, τον κουτσαβακισμόν, την εις τους νόμους απείθειαν», συμπληρώνει:
«Πλάττει αυλήν εξ αχρήστων ανθρώπων, στοιχείων φθοροποιών, τα οποία τον περιστοιχίζουσι, παρασίτων, τα οποία αποζώσιν εξ αυτού, παχυνόμενα επιβλαβώς, σηπόμενα, ζωύφια βλαβερά, ύδατα λιμνάζοντα, παράγοντα αναθυμιάσεις νοσηράς, πληθύνοντα την ακαθαρσίαν».
«Ευτυχώς δεν υπήρξεν ενταύθα έδαφος κατάλληλον, διά να γεννηθεί το θρέμμα το καλούμενον επιφανής και ούτως απηλλάγημεν της τοιαύτης αθλιότητος μέχρι της ώρας», επιμένει, καυτηριάζοντας φαινόμενα, από τα οποία τόσες δεκαετίες μετά δεν μπορεί να απαλλαγεί η χώρα μας.
Οι κάθε λογής «χαλασοχώρηδες», όπως, νομίζω πως, δανειζόμενοι τον τίτλο του διηγήματος του Παπαδιαμάντη, θα έπρεπε να αποκαλούνται όλοι όσοι έφθασαν την Ελλάδα στη σημερινή δυσμενή οικονομική κατάσταση, με το ρουσφέτι, τη σπατάλη, την κακοδιαχείριση, δυστυχώς, όχι μόνον δεν έχουν μπει στο περιθώριο, αλλά εξακολουθούν να μας κουνούν το δάχτυλο και να κάνουν υποδείξεις.
Όσοι, για «πελατειακούς» λόγους, διέγραφαν πρόστιμα σε επαγγελματίες που νόθευαν καύσιμα, όπως καλή ώρα ο καταδικασθείς κ. Ψωμιάδης, όσοι εξαγόραζαν ψήφους, διορίζοντας αφειδώς και από το παράθυρο συμβασιούχους εργαζόμενους, για τους οποίους δεν παρίστατο τέτοια ανάγκη, όσοι, ψηφοθηρώντας, έκαναν τα «στραβά μάτια» σε αυτούς που δεν πλήρωναν τους φόρους τους ή έπαιρναν επιδοτήσεις με πλαστά στοιχεία, όσοι ανέθεταν έργα... δια λόγου, μόνον και μόνον για να εξυπηρετήσουν «ημέτερους», εμφανίζονται τώρα «αθώοι του αίματος».
Παριστάνουν τις «αθώες περιστερές» όλοι εκείνοι που, για να θυμηθούμε και πάλι τον Παπαδιαμάντη, εξέθρεψαν -και ορισμένοι συνεχίζουν να εκτρέφουν- τη φυγοπονία, τη θεσιθηρία, τον τραμπουκισμό, τον κουτσαβακισμό και την απείθεια στους νόμους. Πολλοί δε εξ αυτών, μάλιστα, είναι μεταξύ των κραυγαζόντων το σλόγκαν: «φέρτε πίσω τα κλεμμένα», το οποίο, βεβαίως, δεν το απευθύνουν στους εαυτούς τους, αλλά -γενικώς και αορίστως- στους... «άλλους».
Αν και ο ήρωας του διηγήματος μας, απογοητευμένος από την κατάσταση, προτρέπει σε αποχή, χρησιμοποιώντας τη ρήση «κυάμων απέχετε», θεωρώ ότι η ενεργοποίηση των πολιτών και η δημιουργική συμμετοχή τους είναι ο μόνος τρόπος για να απαλλαγούμε από τους κάθε είδους «χαλασοχώρηδες».     

*Ο Γρηγόρης Τζιοβάρας είναι δημοσιογράφος, περιφερειακός σύμβουλος Θεσπρωτίας στο νέο Περιφερειακό Συμβούλιο Ηπείρου. Η αρθρογραφία του (ανα)δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα: http://topikakaiatopa.blogspot.com.

(Δημοσιεύτηκε στη "Θεσπρωτική" στις 19/4/2011)

Τρίτη 12 Απριλίου 2011

Η ενημέρωση και ο… θυμωμένος αγάς


Η παροιμία «θύμωσ΄ ο αγάς…», που θα έλεγε για τη συγκεκριμένη περίσταση η μακαρίτισσα η γιαγιά μου, μου ερχόταν κατά νου, καθώς συμμετείχα την περασμένη Παρασκευή στη συγκέντρωση που πραγματοποιούσαμε οι δημοσιογράφοι στο πλαίσιο της τετραήμερης απεργίας στα μέσα ενημέρωσης που κήρυξαν οι συνδικαλιστικές ενώσεις.
Στο περίπτερο απέναντί μας τα κρεμασμένα από την προηγούμενη μέρα κυριακάτικα φύλλα ήταν σα να μας έβγαζαν τη γλώσσα και να μας περιγελούσαν, αφού η απεργία μας υποτίθετο ότι έγινε για να παρεμποδίσουμε την κυκλοφορία τους. Κάτι που, αν πετύχαινε, θα δημιουργούσε, σύμφωνα τουλάχιστον με τις στοχεύσεις των συνδικαλιστών, πρόβλημα σε κάποιους από τους ιδιοκτήτες των μέσων, ώστε να υποχρεωνόταν να προσέλθουν στο τραπέζι του διαλόγου για να υπογραφεί μια αξιοπρεπής σύμβαση εργασίας για τη μερίδα εκείνη των συντακτών που αμείβεται με όσα προβλέπουν οι συμβάσεις.
Τα κυριακάτικα φύλλα, όμως, γραμμένα -και υπογεγραμμένα παρακαλώ!- από τους… απεργούς συντάκτες, είχαν, σχεδόν στο σύνολό τους,  κυκλοφορήσει προτού καν ξεκινήσει η απεργία, δίχως το αυτί των συνδικαλιστών να ιδρώσει από το ήδη χαμένο παιχνίδι της κινητοποίησης. Δεν είχαν, δηλαδή, ούτε καν τη στοιχειώδη ευελιξία να αναστείλουν την άστοχη, πλέον, κινητοποίηση για να μην πληρώσουν το «μάρμαρο» οι εργαζόμενοι με τα μεροκάματα που θα τους περικοπούν.
Δεν είμαι, βεβαίως, κατά των κινητοποιήσεων, χωρίς τις οποίες ο κόσμος θα ήταν… αγύριστος. Και πολύ περισσότερο δεν είμαι κατά του συνδικαλισμού, καθώς πιστεύω ότι, όπως έχει αποδειχθεί ιστορικά, ο χειρότερος συνδικαλισμός είναι προτιμότερος από την ανυπαρξία συνδικαλισμού.
Όμως, αυτό δεν με εμποδίζει να ασκώ κριτική για τις άστοχες και άσκοπες κινητοποιήσεις που αντί να ενδυναμώνουν τη θέση των εργαζομένων, την αποδυναμώνουν και δημιουργούν μεγαλύτερα κύματα απογοήτευσης στο ευρύ κοινωνικό σύνολο και αμφισβήτησης της αναγκαιότητας να αγωνίζεται κανείς για τα δίκαιά του. Για τον ίδιο λόγο δεν επικροτώ τις –κάθε λογής- συνδικαλιστικές ηγεσίες που, χωρίς επίγνωση της κατάστασης, κηρύσσουν απεργίες ή στάσεις εργασίας με λογικές που παραπέμπουν στη λεγόμενη… «επαναστατική γυμναστική» και που το μόνο αποτέλεσμα που φέρουν είναι η έτι περαιτέρω απαξίωση της έννοιας του συνδικαλίζεσθαι.
Η κρισιμότητα της περιόδου που διανύουμε ως χώρα είναι ακόμη πιο εξαιρετική για τα μέσα ενημέρωσης, τα οποία έπειτα από μια εικοσάχρονη υπερμεγέθυνση που εξελίχθηκε μέσα σε ένα -εν πολλοίς «κρατικοδίαιτο»- τοπίο ανομίας και αναρχίας, καλούνται, πλέον  να εισέλθουν σε φάση βίαιης συρρίκνωσης.
Τα άλλοτε κραταιά συγκροτήματα τύπου που ορισμένοι ψέλλιζαν με δέος ακόμα και το όνομά τους, αποδεικνύονται γίγαντες με γυάλινα πόδια που συνταράσσονται συθέμελα τώρα που η κρατική διαφήμιση περιορίστηκε δραματικά, ο χρηματιστηριακός χειμώνας κατακαίει τα πάντα και ο ανταγωνισμός του δωρεάν, είτε πρόκειται για εφημερίδες (free press), είτε για ιστολόγια (blogs), μειώνουν κατακόρυφα κυκλοφορίες και τζίρους.
Κατά τη διάρκεια, μάλιστα, του τετραήμερου «μπλακ άουτ» της ενημέρωσης, στα –«πειρατικά» στην πλειονότητά τους- blogs που συντηρούν την ανομία, καθώς, πολύ περισσότερο από τα παραδοσιακά μέσα, δεν τηρούν κανέναν κανόνα και καμία δεοντολογία, όπως, π.χ., το σεβασμό στην πνευματική ιδιοκτησία ή την ενυπόγραφη άποψη, άνοιγαν… σαμπάνιες για την απόφαση να μπουν σε επιτήρηση οι μετοχές των εταιριών των πιο γνωστών μέσων ενημέρωσης.
Μαζί με τις χαιρέκακες αναρτήσεις τους για τα παθήματα των «κατεστημένων» μέσων, όμως, τα -υποτιθέμενα- νέα αυτά μέσα, τα οποία –φυσικά και- δεν απεργούσαν, αναπαρήγαν κάθε είδους φημολογία, «μολύνοντας» το διαδίκτυο με «σπερμολογίες» για διεθνείς ή κυβερνητικές κρίσεις, πτωχεύσεις και ό,τι άλλο σκαρφιζόταν ο οποιοσδήποτε φαντασιόπληκτος βρισκόταν μπροστά από έναν υπολογιστή.
Με τον τρόπο αυτό, ωστόσο, γινόταν -άθελά τους, βεβαίως- οι καλύτεροι υπερασπιστές της επαγγελματικής ή, αν θέλετε, της «επίσημης» δημοσιογραφίας, η οποία με όλα τα τρωτά που την βαρύνουν –και είναι πολλά και έχουν γίνει περισσότερα σε αυτή τη φάση της γενικευμένης κρίσης που ζούμε- ήταν, είναι και θα παραμείνει αναγκαία για την κοινωνική πρόοδο.
Αρκεί να το αντιληφθεί και η ίδια, να προσαρμοστεί στα νέα δεδομένα και να πάψει, όπως γράφουμε στην αρχή, να συμπεριφέρεται σαν τον… θυμωμένο αγά της παροιμίας της γιαγιάς μου.

*Ο Γρηγόρης Τζιοβάρας είναι δημοσιογράφος, περιφερειακός σύμβουλος Θεσπρωτίας στο νέο Περιφερειακό Συμβούλιο Ηπείρου. Η αρθρογραφία του (ανα)δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα: http://topikakaiatopa.blogspot.com/.
(Δημοσιεύθηκε στη "Θεσπρωτική" στις 12.4.2011)

Τρίτη 5 Απριλίου 2011

Χρέη, χρέη και πάλι χρέη!

Η Περιφερειακή Ενότητα Θεσπρωτίας, όπως αποκαλείται πλέον ο νομός μας, είναι η μικρότερη της Ηπείρου, αφού αντιπροσωπεύει πληθυσμιακά περίπου το 1/7 της συνολικής Περιφέρειας. Θα περίμενε, ως εκ τούτου, κανείς να είναι η πιο «νοικοκυρεμένη» ή, τέλος πάντων, να έχει μπει, λόγω μεγέθους, τάξη πιο γρήγορα στα οικονομικά της στοιχεία. Συμβαίνει, δυστυχώς, το ακριβώς αντίθετο.
Στην απογραφή και στον –ο… Θεός να τον κάνει!-  προϋπολογισμό που συζήτησε και ενέκρινε την περασμένη εβδομάδα το Περιφερειακό Συμβούλιο Ηπείρου, η Θεσπρωτία είχε τις χειρότερες επιδόσεις σχεδόν σε όλους τους τομείς. Ήταν, για να καταλάβετε, η μόνη που δεν κατάφερε να καταγράψει τα ακίνητά της και στο σχετικό πίνακα της απογραφής, ενώ για τους μεγαλύτερους νομούς: Ιωαννίνων, Άρτας και Πρέβεζας, υπήρχε συνημμένη κατάσταση με την ακίνητη περιουσία που «κληρονόμησαν» οι Περιφερειακές Ενότητες από τις πρώην Νομαρχίες, για τη Θεσπρωτία αναφερόταν: «εκκρεμούν οι απαντήσεις από υποθηκοφυλακεία και κτηματολογικά γραφεία»!
Θα μου πείτε «έσταξε η ουρά του γαϊδάρου που δεν ξέρουμε πόσα ακίνητα έχει η Π.Ε. Θεσπρωτίας και βρήκες θέμα να κάνεις… αντιπολίτευση»; Σίγουρα όχι, είναι η απάντησή μου. Αλλά δεν μπορώ να καταπιώ τόσο εύκολα τις τραγελαφικές καταστάσεις που μαρτυρεί (και) το γεγονός ότι φθάσαμε στον Απρίλιο και οι ιθύνοντες δεν κατάφεραν ακόμη να μάθουν τη διαθέσιμη ακίνητη περιουσία, η οποία, όπως και να το κάνεις, δεν είναι δα και... μυθική.
Αν το επισημαίνω εξ αρχής, είναι γιατί αναρωτιέμαι τι θα γίνει με τα πολύ πιο σοβαρά ζητήματα που έχουμε μπροστά μας, με πρώτο και σημαντικότερο τα υπέρογκα χρέη, τα οποία είναι καταγεγραμμένα στον ίδιο πίνακα απογραφής που κατατέθηκε στο Περιφερειακό Συμβούλιο, στο πλαίσιο της υποχρέωσης του σχεδίου «Καλλικράτης», το οποίο, με τους μηχανισμούς ελέγχου που προβλέπει, συμβάλει –αν μη τι άλλο- στην, έστω αργή, προσγείωση στην οικονομική πραγματικότητα. 
Η Θεσπρωτία, για παράδειγμα, εμφανίζεται να είναι «πρωταθλήτρια» όλης της Ηπείρου στις «ανεξόφλητες οφειλές για τις οποίες έχουν εκδοθεί παραστατικά» με το ποσό των 3.284.745,02 ευρώ, όταν στο σύνολο της Περιφέρειας το αντίστοιχο ποσό των οφειλών είναι 7.263.382,02 ευρώ. Μιλάμε για χρήματα, τα οποία πρέπει να δοθούν άμεσα, καθώς οι προμηθευτές και οι κατασκευαστές τα έχουν ολοκληρώσει, έχουν πληρώσει τον αναλογούντα ΦΠΑ και κινδυνεύουν να καταστραφούν οικονομικά από την παράταση της εκκρεμότητας.
Αν στα πιο πάνω –που, ελπίζουμε, να είναι με ακρίβεια αποτυπωμένα- προσθέσουμε δύο ακόμη ποσά, όπως την οφειλή 2.770.358,37 ευρώ προς τη Δ.Ο.Υ. από «επιβολή δημοσιονομικής διόρθωσης για το έργο του τουριστικού καταφυγίου Συβότων», καθώς και το ποσό των 11.602.502,16 ευρώ από «έργα που είναι σε εξέλιξη», τότε τα συνολικά καταγεγραμμένα χρέη της Π.Ε. Θεσπρωτίας προσεγγίζουν το διόλου ευκαταφρόνητο ποσό των 18 εκατ. ευρώ!
Με αυτά τα δεδομένα, όπως εύκολα αντιλαμβάνεται κανείς, θα περάσουν πολλά χρόνια για να απαλλαγούμε από τα συσσωρευμένα χρέη που μας κληρονόμησε η σπατάλη και η κακοδιαχείριση του παρελθόντος, όταν τα έργα δίνονταν και εκτελούνταν… διά λόγου και ήταν συνήθως πολλαπλάσια από τους διαθέσιμους πόρους, μιας και γνώμονας για την ανάθεση ήταν οι «πελατειακές» ανάγκες.
Τώρα που ήρθε η ώρα του λογαριασμού, το αποτέλεσμα δεν είναι άλλο από την πλήρη αδυναμία σχεδιασμού νέων έργων στο νομό μας, ενώ ακόμη  και η επίκληση της… περιφερειακής αλληλεγγύης δεν μπορεί να αλλάξει την δυσοίωνη αυτή προοπτική, καθώς και στους υπόλοιπους νομούς της Ηπείρου –αλλού λιγότερο και αλλού περισσότερο- η εικόνα είναι αντίστοιχη: χρέη, χρέη και πάλι χρέη!
Ο προϋπολογισμός της Περιφέρειας, άλλωστε, που δεν παρά ένα πρόχειρο άθροισμα των οικονομικών στοιχείων από τις τέσσερεις παλαιές Νομαρχιακές Αυτοδιοικήσεις, δεν περιλαμβάνει ούτε ένα καινούργιο αναπτυξιακό έργο –τοπικό ή διαπεριφερειακό- σε όλη την Ήπειρο, αφού οι πιστώσεις του δεν αρκούν καλά- καλά για την πληρωμή των ανελαστικών λειτουργικών δαπανών (μισθοί προσωπικού, ενοίκια, κ.λ.π.), πόσω μάλλον για την αποπληρωμή του συνόλου των ληξιπρόθεσμων οφειλών.
Γι΄ αυτό ίσως θα είχε μεγαλύτερη αξία οι πολίτες της Ηπείρου να είχαν τη δυνατότητα να ακούσουν, περισσότερο από τις απόψεις που εκφράσαμε εμείς από τη μειοψηφία, τις αμήχανες τοποθετήσεις της πλειοψηφίας του Περιφερειακού Συμβουλίου, οι εκπρόσωποι της οποίας επιδόθηκαν σε παραπολιτικού ύφους σχόλια κατά του… κακού Κράτους που δεν δίνει χρήματα, εξαιτίας της ακόμη πιο… κακής τρόικας και του… χείριστου μνημονίου.
Νόμιζαν, προφανώς, πως έτσι θα αποκρυβεί το γεγονός ότι -με τρόικα ή χωρίς τρόικα- το μέλλον του νομού μας, όπως και ολόκληρης της Ηπείρου, είναι εξίσου, αν όχι και περισσότερο, υποθηκευμένο με το μέλλον του υπερχρεωμένου ελληνικού δημοσίου.

            *Ο Γρηγόρης Τζιοβάρας είναι δημοσιογράφος, περιφερειακός σύμβουλος Θεσπρωτίας στο νέο Περιφερειακό Συμβούλιο Ηπείρου. Η αρθρογραφία του (ανα)δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα: http://topikakaiatopa.blogspot.com/.

(Δημοσιεύτηκε στη "Θεσπρωτική" στις 5.4.2011)

Τρίτη 29 Μαρτίου 2011

«Εθνικό σπορ» το… «Ράδιο Αρβύλα»

            «Μάλλιασε» η γλώσσα μου τους τελευταίους δώδεκα, δεκατρείς μήνες να προσπαθώ να πείσω μια πλειάδα από γνωστούς και αγνώστους μου, σχετικούς και άσχετους, έχοντες και μη έχοντες, ότι δεν παρίστατο ανάγκη να μετακινήσουν τις καταθέσεις τους από τις ελληνικές τράπεζες και ότι, τέλος πάντων, ο κίνδυνος που αντιμετώπιζαν ήταν πολλαπλώς μεγαλύτερος αν είχαν τα χρήματά τους κάτω από το στρώμα ή… θαμμένα στον κήπο.
Δεν σας κρύβω ότι ακόμη και στη ματιά ορισμένων από όσους φάνηκε να πείθονται από  τα επιχειρήματά μου, που δεν ήταν… ηθικοπατριωτικού, αλλά απολύτως ορθολογικού, περιεχόμενου, διέκρινα μια αίσθηση καχυποψίας. «Μα, έμαθα ότι και υπουργοί έχουν βγάλει έξω τα λεφτά τους», ήταν ο πιο συνήθης… αντίλογος, με βάση τον οποίο η φετινή 25η Μαρτίου, όπως, άλλωστε, και η περυσινή, είχαν αναχθεί σε… «Ημέρα της Κρίσεως», επειδή συνέπιπταν με τις ευρωπαϊκές Συνόδους Κορυφής, οι αποφάσεις των οποίων, ωστόσο, για την ελληνική οικονομία ήταν ήδη σε μεγάλο βαθμό προειλημμένες.
Έχοντας θητεύσει περισσότερο από δυόμισι δεκαετίες στα μέσα ενημέρωσης, έχω επίγνωση ότι τα «κακά νέα» περνούν στον πολύ κόσμο, ο οποίος «μαγνητίζεται» από την… τρομοφοβία, πολύ πιο εύκολα από τα «καλά νέα».
Δεν μπορώ, ωστόσο, να συμφιλιωθώ με την ιδέα ότι έχει αναδειχθεί σε «εθνικό σπορ» μας το… «Ράδιο Αρβύλα». Όχι, βεβαίως η ομώνυμη, πολύ πετυχημένη, τηλεοπτική εκπομπή, αλλά οι ασύστατες διαδόσεις και φημολογίες που κυκλοφορούν για διάφορα κοινωνικά, πολιτικά, ακόμη και ακραιφνώς επιστημονικά ζητήματα και βρίσκουν πρόσφορο έδαφος στις αχανείς εκτάσεις της ημιμάθειας.
 Ούτε μπορώ να…  χωνέψω πως είναι δυνατόν στις μέρες μας να έχουν ακόμη τόσο μεγάλη απήχηση οι κάθε είδους «τσαρλατάνοι» και «αγύρτες» που γίνονται πιστευτοί, διαδίδοντας ό,τι πιο απίθανο και τερατώδες φαντασιώνονται, χωρίς την παραμικρή τεκμηρίωση των ισχυρισμών τους, εκτός από την αοριστία του τύπου… «κάποιος που ξέρει μου είπε».
Ο μικρός μας τόπος, φυσικά, δεν αποτελεί εξαίρεση, όπως με θλίψη διαπίστωσα για μια ακόμη φορά την περασμένη Τετάρτη, όταν συνεδρίαζαν ταυτόχρονα τα δημοτικά συμβούλια της Ηγουμενίτσας και των Φιλιατών, έχοντας, μάλιστα, στην ατζέντα τους συναφές θέμα που αφορούσε  επενδύσεις στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, οι οποίες όλοι συμφωνούμε ότι, πέρα από τον τουρισμό, είναι ο μόνος τομέας που μπορεί να δημιουργήσει νέες θέσεις εργασίας στην περιοχή μας.
 Παρακολούθησα απευθείας από το διαδίκτυο το μεγαλύτερο μέρος της συζήτησης που έγινε  στο Δημοτικό Συμβούλιο της Ηγουμενίτσας για τον ελληνοϊταλικό αγωγό φυσικού αερίου που σχεδιάζεται να περάσει  από το νομό μας, ο οποίος θα μπορούσε , όπως και όλη η Ήπειρος, με έξυπνες διαπραγματεύσεις και διεκδικητική διάθεση να επωφεληθούν από μια τέτοια επένδυση, που, αν δεν γίνει στον τόπο μας, θα μετακινηθεί προς την Αλβανία.
Απογοητεύθηκα από το επίπεδο των επιχειρημάτων που επιστράτευαν όσοι αντιτίθενται σε αυτό το εθνικής σημασίας έργο, αλλά και από το κλίμα που επικράτησε στη συνεδρίαση και που δεν επέτρεψε στις ψύχραιμες φωνές και στις νουνεχείς απόψεις να ακουστούν με, τουλάχιστον, την ίδια ένταση που εκστομίζονταν οι κινδυνολογίες για τον επερχόμενο… Αρμαγεδδώνα που θα «σαρώσει», δήθεν, τον τουρισμό της Πέρδικας, ακόμη και της Πάργας και των Συβότων!
  Την ίδια ώρα ήμουν σε «ανοιχτή γραμμή» με το Φιλιάτι, όπου συζητείτο στο Δημοτικό Συμβούλιο ένα –τηρουμένων των αναλογιών- μικρό έργο, όπως είναι η εγκατάσταση μιας μονάδας ανεμογεννητριών στο βουνό που βρίσκεται πάνω από το χωριό μου, στην Κοκκινιά.
 Οι αντίστοιχες με τις προηγούμενες  «τερατολογίες»  που ακούστηκαν κι εδώ, (όπως –αν είναι δυνατόν!- ότι μπορεί να πληγούμε από… ραδιενέργεια), ευτυχώς υπήρξαν μειοψηφικές και η πλειοψηφία του Συμβουλίου έδωσε «πράσινο φως» στην επένδυση που, αν μη τι άλλο, μπορεί να κρατήσει στην περιοχή επτά με οκτώ οικογένειες, όσες είναι και οι θέσεις εργασίας που προβλέπεται να δημιουργηθούν όταν με το καλό φυσήξει ο αέρας του Άι Λια στη φτερωτή των ανεμογεννητριών.
 Σε αντίθεση με την Πέρδικα, το «Ράδιο Αρβύλα» ηττήθηκε στην περίπτωση της Κοκκινιάς, αλλά, φοβάμαι πως  για να πάψει να αποτελεί το «εθνικό σπορ» μας, χρειάζεται πολλή, μα πάρα πολλή δουλειά ακόμη….
 Υ.Γ.: Στον τακτικό αναγνώστη της στήλης, ο οποίος μου υπενθύμισε το ερώτημα «είναι λύση οι εκλογές;», που διατύπωνα πριν από πέντε εβδομάδες, επισημαίνοντάς μου ότι είχα γράψει ότι μπορεί να απαντηθεί μετά την 25η Μαρτίου, οφείλω να πω ότι παραμένει αναπάντητο για λόγους, τους οποίους μάλλον θα χρειαστεί να επανέλθω για να τους αναλύσω. 

*Ο Γρηγόρης Τζιοβάρας είναι δημοσιογράφος, περιφερειακός σύμβουλος Θεσπρωτίας στο νέο Περιφερειακό Συμβούλιο Ηπείρου. Η αρθρογραφία του (ανα)δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα: http://topikakaiatopa.blogspot.com.

Τρίτη 22 Μαρτίου 2011

Να κάνουμε και… «Kάτι για το Φιλιάτι»

Πέρασα μια γλυκιά νοσταλγική νύχτα με το βιβλίο «Κάτι για το Φιλιάτι» που μόλις κυκλοφόρησε με την υπογραφή του παλαιού και καλού μου φίλου Γιώργου Κώτση, εκδότη της εφημερίδας «Τα Νέα των Φιλιατών». Ξενύχτησα το πρώτο βράδυ που το έλαβα, αλλά χαλάλι του. Μού ξύπνησε μνήμες παιδικές, μού θύμισε γεγονότα και ανθρώπους, μού έμαθε πράγματα που αγνοούσα και έπρεπε να ξέρω. Μα, πάνω από όλα, με προβλημάτισε. Και αυτούς τους προβληματισμούς θέλω κυρίως να εκμυστηρευθώ.
Οι Φιλιάτες, όπως προκύπτει ανάγλυφα μέσα από το πλούσιο ιστορικό υλικό που παρατίθεται στο βιβλίο, δημιουργήθηκαν πριν από περίπου τρεις αιώνες και αποτέλεσαν έκτοτε το κέντρο της ευρύτερης περιοχής πέρα από τον Καλαμά, για ένα και μόνο ουσιαστικό λόγο: διότι ήταν ένα επίκαιρο σημείο στη διαδρομή του εμπορικού δρόμου που οδηγούσε από το λιμάνι της Σαγιάδας στο τότε -και τώρα- κέντρο της Ηπείρου, στα Γιάννενα.
Συνέβη, δηλαδή, με το Φιλιάτι, που πήρε το όνομά του από τον πρώτο οικιστή του, ονόματι Φίλια, ό,τι και με τη δημιουργία των άλλων πόλεων και κωμοπόλεων που αποδίδεται ιστορικά στους δρόμους και στα κέντρα εμπορίου που, όταν είναι ενεργοί, δημιουργούν ανάπτυξη και, όταν παύουν να έχουν σημασία, οδηγούν σε παρακμή. 
Κάπως έτσι, λοιπόν, σχηματίστηκε ο οθωμανικός «Καζάς των Φιλιατών», που εκτείνονταν και πέρα από τα όρια του σημερινού διευρυμένου Δήμου και προσήλκυσε το ενδιαφέρον αρκετών ξένων περιηγητών τον 18ο και 19ο αιώνα. Τους δύο αυτούς αιώνες συγκεντρώθηκε κι ο πληθυσμός της κώμης από μουσουλμάνους και -εξισλαμισθέντες και μη- χριστιανούς κατοίκους, όπως μαρτυρούν τα αρκετά κοινά επώνυμα των δύο σύνοικων κοινοτήτων, οι οποίες έζησαν μαζί, άλλοτε αρμονικά και άλλοτε με αντιπαλότητες, ως το τέλος του δεύτερου παγκοσμίου πολέμου.    
  Ο μεταπολεμικός, ωστόσο, οικονομικός καταμερισμός της Ελλάδας άλλαξε τις ισορροπίες της περιοχής, καθώς μετατοπίστηκαν νοτιότερα οι δρόμοι του εμπορίου, για λόγους που σχετίζονταν και με τις γεωπολιτικές ισορροπίες της εποχής. Με αποτέλεσμα το Φιλιάτι και η ενδοχώρα του με τα δεκάδες χωριά που έσφυζαν από ζωή, προτού να πληγούν καίρια από τη μαζική μετανάστευση, η οποία ξεκίνησε ήδη από την ένταξη στο νεοελληνικό κράτος και συνεχίστηκε έκτοτε αμείωτη, σιγά-σιγά να «περιθωριοποιηθούν».
Επί έναν ολόκληρο αιώνα, οι ουσιαστικά μεγάλες αναπτυξιακές «ανάσες» της περιοχής υπήρξαν μόλις δύο: Αρχικά το νοσοκομείο, δημιούργημα των αναγκών του Εμφυλίου, σύμφωνα με το βιβλίο, αλλά και ταγών του τόπου που έβλεπαν μπροστά. Και κατόπιν το «εργοστάσιο», χωρίς περαιτέρω προσδιορισμούς, καθώς ήταν ένα και μοναδικό, δημιούργημα, μάλιστα, ενός αμερικανοθρεμμένου Φιλιαταίου από τη διωγμένη μουσουλμανική κοινότητα, του Μέτο Λάγια (που θυμάμαι σαν τώρα την πολυτελή Jaguar του να κυκλοφορεί στους λασπωμένους φιλιατιώτικους δρόμους της δεκαετίας του ΄70).
Τα τελευταία χρόνια η παρακμή της περιοχής έφτασε στο… απόγειο της. Οι ευκαιρίες που δημιούργησε το άνοιγμα των συνόρων με τη γειτονική Αλβανία και θα μπορούσαν να μας βγάλουν από την μετεμφυλιακή απομόνωση, παρήλθαν ανεκμετάλλευτες. Οι πόροι -λιγοστοί, ούτως ή άλλως, αφού δεν υπήρξε διεκδικητική διάθεση και προετοιμασία-, αντί να κατευθυνθούν σε μικρά ή μεγαλύτερα αναπτυξιακά έργα, «ιδιοποιήθηκαν» και σπαταλήθηκαν στη διευθέτηση «πελατειακών» υποχρεώσεων.
Οι σημερινοί ιθύνοντες του νέου Δήμου Φιλιατών, ο δήμαρχος Μηνάς Παπάς και οι συνεργάτες του, φαίνεται να έχουν καλή διάθεση και όρεξη για δουλειά. Αυτά είναι μια καλή αρχή που όμως, δεν αρκεί. Χρειάζεται, πάνω από όλα, σχέδιο και οργανωμένη δουλειά. Για να ξέρουμε τι θέλουμε και τι μπορούμε. Χωρίς κλαυθμυρισμούς για το… ένδοξο παρελθόν ή μεμψιμοιρίες για το δυσοίωνο παρόν, αλλά και δίχως ηττοπάθεια ή μαξιμαλισμούς για «το μέλλον», το οποίο, όπως λέει και η περιώνυμη ρήση, «ανήκει σε εκείνους που το προετοιμάζουν».
 Ο Γιώργος Κώτσης, όπως, βεβαίως, και ο Παύλος Μαντέλος, που από την Αμερική συνέγραψε το δεύτερο μέρος του βιβλίου με τις «Φιλιατιώτικες αναμνήσεις», έκαναν το χρέος τους. Συγκέντρωσαν όλες τις διαθέσιμες πληροφορίες για το παρελθόν και το παρόν του Φιλιατιού και τις απέδωσαν στις σημερινές και στις αυριανές γενιές.
 Οι τελευταίες, όμως, για να έχει «κάτι» να τους «πει» αυτή η πολύτιμη έκδοση πρέπει να μπορούν να ζήσουν στο Φιλιάτι. Να νοιώσουν, έστω, ότι εκεί είναι η ρίζα τους. Όπως νοιώθουμε όλοι εμείς που μπορεί να αναγκαστήκαμε να φύγουμε, άλλος για λίγο κι άλλος για περισσότερο, αλλά αισθανόμαστε ότι είμαστε πάντα εκεί.  
Δεν αρκεί, λοιπόν, το.. «διηγώντας τα να κλαις» που νιώθει κανείς πολλές φορές διαβάζοντας το βιβλίο. Χρειάζεται να κάνουμε και… «Kάτι για το Φιλιάτι».        

*Ο Γρηγόρης Τζιοβάρας είναι δημοσιογράφος, περιφερειακός σύμβουλος Θεσπρωτίας στο νέο Περιφερειακό Συμβούλιο Ηπείρου .Η αρθρογραφία του (ανα)δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα: http://topikakaiatopa.blogspot.com.

Τρίτη 15 Μαρτίου 2011

«Τ΄ αγαθά κόποις κτώνται»

Όποιος έχει μελετήσει την ιστορία της Ευρωπαϊκής Ένωσης ξέρει ότι είναι μια συνεχής αλυσίδα συμβιβασμών της τελευταίας στιγμής. Από την δεκαετία του ΄50, που ξεκίνησαν οι διεργασίες δημιουργίας της ΕΟΚ, όλες οι μεγάλες αποφάσεις για τη μετεξέλιξη της Ευρώπης από μια ήπειρο αλληλοσπαρασσόμενων εθνών σε μια Ένωση με εναρμονισμένες πολιτικές, κοινούς θεσμούς και ενιαίο νόμισμα, λήφθηκαν την τελευταία στιγμή και δεν ήταν παρά συμβιβασμοί με αμοιβαίες υποχωρήσεις από όλες τις πλευρές.
Ο κανόνας αυτός ίσχυσε και στις πρόσφατες αποφάσεις που λήφθηκαν στις Βρυξέλλες για το ελληνικό χρέος και, εν γένει, το μέλλον της ευρωζώνης. Κατά την προσφιλή τακτική των ευρωπαίων ηγετών, η Γερμανίδα καγκελάριος Άνγκελα Μέρκελ έβαλε, στο «παρά πέντε», λίγο «νερό στο κρασί» της, εμείς, με τη σκληρή διαπραγμάτευση που έκανε ο πρωθυπουργός Γιώργος Παπανδρέου, πήραμε λίγο λιγότερα από όσα επιδιώκαμε και, όπως λέμε σε τέτοιες περιπτώσεις, η ζωή συνεχίζεται…
Υπό αυτό το πρίσμα, για όσους δεν τρέφουν αυταπάτες για το πώς διαμορφώνονται οι διακρατικές σχέσεις, ούτε ερμηνεύουν τα τεκταινόμενα με τους παραμορφωτικούς φακούς της συνωμοσιολογίας, αυτό που συνέβη ήταν, εν πολλοίς, το αναμενόμενο.
Οι ευρωπαίοι εταίροι δεν μπορούσαν να αφήσουν την Ελλάδα να πτωχεύσει. Και δεν την άφησαν, διότι αυτό δεν ήταν προς το συμφέρον ούτε των ιδίων των χωρών τους και του κοινού ευρωπαϊκού νομίσματος, αλλά ούτε και της σταθερότητας του παγκόσμιου οικονομικού συστήματος.
Κάπως έτσι, λοιπόν, φθάσαμε στη… χαλάρωση του μνημονιακού «κορσέ» με την επιμήκυνση του χρόνου αποπληρωμής του χρέους μας και τη μείωση του επιτοκίου, δύο μέτρα που η ελληνική οικονομία τα είχε άμεση ανάγκη, καθώς, σε διαφορετική περίπτωση, η στάση πληρωμών ήταν ζήτημα λίγου χρόνου.
Κακά τα ψέματα, όμως. Οι αποφάσεις των Βρυξελλών, που θα επικυρωθούν το άλλο Σαββατοκύριακο στη νέα Ευρωπαϊκή Σύνοδο Κορυφής, δεν είναι το τέλος ούτε της περιπέτειας, στην οποία έχει περιέλθει, εδώ και πολύ καιρό, η ελληνική οικονομία, ούτε της δοκιμασίας, που βιώνει μεγάλο κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας.
Ο δρόμος που έχουμε μπροστά μας είναι μακρύς και δύσβατος. Και όσα «δεκανίκια» και αν αναζητήσουμε και μας δοθούν απ΄ έξω, πάντα με το… αζημίωτο φυσικά, πρέπει να αντιληφθούμε ότι, εν τέλει, -«κουτσά, στραβά» ή με αυτοπεποίθηση- μόνοι μας θα τον διαβούμε.
Γι΄ αυτό το καλύτερο που έχουμε να κάνουμε είναι να είμαστε προετοιμασμένοι για τα επερχόμενα. Να συνειδητοποιήσουμε, πρώτ’ απ΄ όλα, ότι η εποχή της αμεριμνησίας έχει παρέλθει ανεπιστρεπτί. Να συνηθίσουμε, κατόπιν, στην ιδέα ότι δεν υπάρχουν εύκολες και ανώδυνες λύσεις σε χρόνια προβλήματα, όπως αυτά με τα οποία είμαστε αντιμέτωποι.
Ας μην είμαστε, λοιπόν, εύπιστοι απέναντι σε εκείνους τους εγχώριους… φωστήρες που μας υπόσχονται «μαγικές συνταγές». Όπως, εξίσου, χρειάζεται να είμαστε δύσπιστοι προς όσους μας καλούν να καταθέσουμε τα όπλα, επειδή, δήθεν, έρχεται το… τέλος του κόσμου.
Όσοι, εξάλλου, έχουμε μεγαλώσει σε τούτα τα χώματα, είμαστε απολύτως εξοικειωμένοι με την ιδέα ότι όλα γίνονται με προσπάθεια και τίποτε δε χαρίζεται. Η ιστορία, άλλωστε, της ανθρωπότητας, το παρελθόν της Ελλάδας και η παράδοση της περιοχής μας, μας διδάσκουν ότι, κατά την αρχαιοελληνική ρήση, «τ΄ αγαθά κόποις κτώνται». 
Υ.Γ.: «Habemus Papam» (ελληνιστί: «Έχουμε Πάπα»), “αναφωνήσαμε” την περασμένη Τετάρτη στο Περιφερειακό Συμβούλιο, καθώς καταφέραμε στη δεύτερη ψηφοφορία να εκλέξουμε «Συμπαραστάτη του Πολίτη και της Επιχείρησης» τον δικηγόρο Απόστολο Οικονόμου, ο οποίος εκπληρώνει απολύτως τις προϋποθέσεις του νόμου που θέλει, όπως αναλυτικότερα έγραψα στο προηγούμενο σημείωμα, την κάλυψη της θέσης από «προσωπικότητα εγνωσμένου κύρους και ανεξαρτησίας». Είθε, το συναινετικό πνεύμα που επικράτησε στο Συμβούλιο –και στο οποίο ίσως συνέβαλε ελάχιστα και τούτη η στήλη, απορρίπτοντας λύσεις τύπου «γουρούνι στο σακί»- να έχει συνέχεια…     
*Ο Γρηγόρης Τζιοβάρας είναι δημοσιογράφος, περιφερειακός σύμβουλος Θεσπρωτίας στο νέο Περιφερειακό Συμβούλιο Ηπείρου.