Συνολικές προβολές σελίδας

Τρίτη 30 Αυγούστου 2011

Εγκώμιον πολιτικής, με αφορμή τέσσερις θανάτους

Μέσα στον Αύγουστο «έφυγαν από τη ζωή» τέσσερις διακεκριμένες  πολιτικές προσωπικότητες: ο πρώην υπουργός των κυβερνήσεων του ΠΑΣΟΚ Αναστάσης Πεπονής, ο στενός συνεργάτης του πρώην πρωθυπουργού Κώστα Σημίτη, συγγραφέας Νίκος Θέμελης, ο γνωστός ηθοποιός και πρώην βουλευτής του ΚΚΕ Λυκούργος Καλλέργης και ο ιστορικός ηγέτης της ανανεωτικής Αριστεράς Λεωνίδας Κύρκος.
Δεν ξέρω πόσο συμπτωματικό είναι, αλλά συμβαίνει, σε μια εποχή που η κρίση της πολιτικής είναι στο απόγειο της, και οι τέσσερις να εγκαταλείπουν τον μάταιο τούτο κόσμο καθολικά τιμώμενοι και με «οικουμενική»  αναγνώριση της προσφοράς τους στα κοινά και στους αγώνες και στις αγωνίες του λαού μας σε καιρούς πολύ πιο χαλεπούς από αυτούς που εμείς ζούμε σήμερα.
Έχω, ωστόσο, εδραία την πεποίθηση πως, κάνοντας κανείς αναδρομή στην πορεία ενός εκάστου εξ αυτών, δεν βρίσκει σε καμιά από τις συγκεκριμένες περιπτώσεις να ισχύει το γνωστό υποκριτικό ρητό, σύμφωνα με το οποίο «ο νεκρός δεδικαίωται», το οποίο συνήθως επικρατεί για τους ανθρώπους –πολιτικούς και μη- όταν φεύγουν από τη ζωή.  
Ξεκινώντας από τον Αναστάση Πεπονή, ποιος μπορεί να αρνηθεί ότι άφησε θετικά το χνάρι του στα πολιτικά δρώμενα της χώρας; Και το άφησε όχι μόνον με την παρακαταθήκη του ΑΣΕΠ, για την οποία ο ίδιος πάλεψε, επιδιώκοντας να απαλλάξει την πολιτική από τις «πελατειακές σχέσεις, χωρίς να διστάσει, όταν το έργο του υπονομεύτηκε -εκ των έσω, φυσικά-, να υποβάλει την παραίτησή του. Δίδαξε, με τον τρόπο αυτό, πολιτικό ήθος και συνέπεια, όπως είχε κάνει και στην περίοδο της Αποστασίας, όταν μετέδωσε από το κρατικό ραδιόφωνο τις επιστολές του νόμιμου πρωθυπουργού Γεωργίου Παπανδρέου, αλλά και μετέπειτα, αγωνιζόμενος κατά της χούντας των συνταγματαρχών.
Τριάντα χρόνια δίπλα στον Κώστα Σημίτη ήταν ο Νίκος Θεμελής και η επιρροή του στον πρώην πρωθυπουργό, ως διαχρονικός διευθυντής του γραφείου του, υπήρξε, κατά γενική ομολογία τεράστια. Παρά ταύτα, δεν τον έκανε γνωστό, όπως συνέβη με άλλους, η εξουσία που διέθετε, αλλά το πλούσιο λογοτεχνικό έργο του, το οποίο, εκτός των άλλων, αποτελεί μια «ελεγεία» στην Ηπειρώτικη Διασπορά, εκλεκτό τέκνο της οποίας υπήρξε και ο ίδιος, κάτι που, δυστυχώς, δεν έχει (εκ-)τιμηθεί δεόντως από τους τοπικούς ταγούς, οι οποίοι, νομίζω, ότι είναι ώρα να το κάνουν.
Από «καλή γενιά» Κρητικών αγωνιστών, γιός του πρωτοπόρου σοσιαλιστή Σταύρου Καλλέργη, που καθιέρωσε την Εργατική Πρωτομαγιά στην Ελλάδα, ο Λυκούργος Καλλέργης, δεν «εξαργύρωσε» την πατρική κληρονομιά με «οφίτσια». Αφιέρωσε τη ζωή του στην Τέχνη, στην οποία, έπειτα από ένα «πέρασμα» από το Κοινοβούλιο, ως βουλευτής του ΚΚΕ, το 1977, επέστρεψε, συνεχίζοντας να την υπηρετεί, με την ίδια συνέπεια που υπηρέτησε τις ιδέες του μέσα από τον συνδικαλισμό.
Τι να πει κανείς για τον Λεωνίδα Κύρκο που να μη μοιάζει πολύ φτωχό για να χαρακτηρίσει την προσωπικότητά του; Ακόμη και όσοι, στην μακρά πολιτική διαδρομή του, διαφωνήσαμε, κατά καιρούς, μαζί του, δεν μπορεί να μην του αναγνωρίσουμε τη συνεπή δράση στην κατεύθυνση της ανανέωσης και της συνένωσης της Αριστεράς, όπως και την ευρωπαϊκού τύπου διαλλακτικότητα στην πολιτική συμπεριφορά του και τη διαχρονικά συναινετική διάσταση των παρεμβάσεων του.
Ένοιωσα την ανάγκη να κάνω τούτες τις επισημάνσεις, γιατί, ειλικρινά, ενοχλούμαι βαθιά κάθε φορά που βρίσκομαι αντιμέτωπος με την ισοπεδωτική και άκρως επικίνδυνη αντίληψη που τείνει να επικρατήσει στις μέρες μας και θέλει συλλήβδην όλους τους πολιτικούς να είναι «άρπαγες», «κλέφτες» και «κηφήνες» που «ρουφούν το αίμα του λαού», όπως συχνότερα, παρά ποτέ, ακούει κανείς, τελευταία, στους ανά την Ελλάδα καφενέδες, όπου αναμασιέται ο τηλεοπτικός λαϊκισμός.
Έχοντας παρακολουθήσει –εκ του συστάδην, όπως λένε στη στρατιωτική ορολογία- τα πολιτικά δρώμενα για περισσότερο από δυόμισι δεκαετίες, κατά τις οποίες υπήρξα κοινοβουλευτικός συντάκτης σε διάφορα μέσα ενημέρωσης, γνώρισα από πολύ κοντά αρκετούς πολιτικούς όλων των παρατάξεων. Αν χρειαζόταν να συνοψίσω την εμπειρία μου αυτή σε μια φράση, εκείνο, στο οποίο θεωρώ ότι θα κατέληγα είναι πως «δεν είναι ίδιοι όλοι οι πολιτικοί».
Υπήρξαν και , βεβαίως, υπάρχουν «επαγγελματίες» πολιτικοί που η παρουσία τους στη πολιτική είναι ένα είδος καριέρας, για τη συνέχιση της οποίας είναι διατεθειμένοι να κάνουν οποιοδήποτε «συμβιβασμό» ή να επιδοθούν σε κάθε είδους «αλισβερίσι». Δίπλα τους, ωστόσο, στα ίδια έδρανα κάθονταν και, σίγουρα, εξακολουθούν να κάθονται, πολιτικοί με διάθεση προσφοράς που δεν θεωρούν την πολιτική χώρο πλουτισμού –γιατί, πιστέψτε το, η πλειονότητα φεύγει φτωχότερη από την πολιτική- και δεν διστάζουν να αποχωρήσουν όταν τίθενται θέματα συνείδησης, όπως έκανε ο Αναστάσης Πεπονής, ή όταν έρχεται το πλήρωμα του χρόνου, όπως έκανε ο Λεωνίδας Κύρκος.
Εκείνο, πάντως, που νομίζω ότι πρέπει να έχουμε, κυρίως, υπόψη μας, όταν «πυροβολούμε» τους πολιτικούς, είναι πως και τους μεν και τους δε ψηφοφόροι, όπως εμείς, τους έστειλαν εκεί. Σε κάθε περίπτωση, όμως, η Πολιτική είναι πέρα και πάνω από τα πρόσωπα που έρχονται και παρέρχονται. Και, φυσικά, χωρίς Πολιτική καμία κοινωνία δεν προοδεύει.

*Ο Γρηγόρης Τζιοβάρας είναι δημοσιογράφος, περιφερειακός σύμβουλος Θεσπρωτίας στο νέο Περιφερειακό Συμβούλιο Ηπείρου. Η αρθρογραφία του (ανα)δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα: http://topikakaiatopa.blogspot.com.

Τρίτη 23 Αυγούστου 2011

«Όλα τριγύρω αλλάζουνε, και όλα τα ίδια μένουν…»

Στην εφορία της περιοχής μου με κάλεσαν πρόσφατα, για έναν τυπικό έλεγχο της φορολογικής μου δήλωσης, την οποία εδώ και χρόνια, από το 2003 που, αν δεν με απατά η μνήμη μου, δόθηκε η σχετική δυνατότητα, υποβάλω ηλεκτρονικά. Πηγαίνοντας εκεί έμεινα έκπληκτος όταν η εντεταλμένη υπάλληλος μού ζήτησε αντίγραφο της δήλωσης, καθώς η ίδια, ελέγκτρια κατά τα άλλα, δεν είχε πρόσβαση στη σχετική λειτουργία του Taxis.
Η έκπληξή μου έγινε ακόμη μεγαλύτερη όταν μου εξήγησε ότι ολόκληρη δημόσια υπηρεσία δεν μπορούσε να μου παράσχει τη δυνατότητα να συνδεθώ στο διαδίκτυο για να εκτυπώσω επιτόπου τη δήλωση, όπως μπορώ να κάνω από το σπίτι μου, το γραφείο μου ή ένα Internet café, οπουδήποτε στην Ελλάδα ή στο εξωτερικό. Έτσι, χρειάστηκε να επανέλθω την επομένη για να ολοκληρωθεί ο έλεγχος, χάνοντας κι εγώ, όπως, φαντάζομαι, χιλιάδες άλλοι συμπολίτες μας, αλλά και εκατοντάδες υπάλληλοι, αρκετό από τον εργάσιμο χρόνο μας για κάτι τόσο αυτονόητο που κανείς δεν σκέφθηκε ν΄ αλλάξει.
Με αυτή και πολλές άλλες αφορμές, μου δημιουργείται η εντύπωση ότι, πλειοψηφικά, έχουμε μεταβληθεί σε ένα λαό που δεν αρέσκεται στις αλλαγές ή, τέλος πάντων, ένα μεγάλο τμήμα της ελληνικής κοινωνίας, δεν δείχνει διάθεση να αλλάξει νοοτροπίες και συνήθειες.
Δείτε, για παράδειγμα, τις κομματικές και συνδικαλιστικές αντιδράσεις στις προσφάτως εξαγγελθείσες αλλαγές στην κρατικά μέσα ενημέρωσης. Δεν πίστευα στα αυτιά μου και δεν εμπιστευόμουνα τα μάτια μου ακούγοντας και διαβάζοντας τις διαπρύσιες αντιρρήσεις ορισμένων για το «λουκέτο» στο «ιστορικό» (!) περιοδικό «Ραδιοτηλεόραση» που αν δεν υπήρχε ο καταιγισμός της διαφήμισής του από τα κανάλια της ΕΡΤ τις τελευταίες ημέρες θα πίστευα ότι είχε από χρόνια σταματήσει να κυκλοφορεί.
Δεν ξέρω πόσοι το αγόραζαν το εν λόγω περιοδικό, το οποίο, σύμφωνα με τον αρμόδιο υπουργό Επικρατείας Ηλία Μόσιαλο, επιβάρυνε το συνολικό προϋπολογισμό της ΕΡΤ με τρία εκατομ. ετησίως, Αναρωτιέμαι, όμως, ποια, αλήθεια,… ιστορικότητα αναδύεται από ένα έντυπο που, αν δεν κάνω λάθος, ο ρόλος του είναι να δημοσιεύει το πρόγραμμα των τηλεοπτικών σταθμών, όπως κάνουν δεκάδες άλλα –ειδικά και μη- έντυπα σε αυτή τη χώρα;
Μεγάλη απορία μού δημιουργήθηκε και από τις ενστάσεις που διατυπώθηκαν για την διακοπή της λειτουργίας της ΕΤ 1, αλλά και το γενικότερο συμμάζεμα που επιχειρείται στους τηλεοπτικούς και ραδιοφωνικούς σταθμούς –τρεις διαφορετικοί ραδιοσταθμοί λειτουργούν μόνον στη Θεσσαλονίκη. Και απόρησα γιατί μέχρι πρότινος το συμμάζεμα εμφανιζόταν να είναι λαϊκή απαίτηση, καθώς κοινή πεποίθηση ήταν ότι η κατάσταση είχε «ξεχειλώσει» τα τελευταία χρόνια και η συνεχιζόμενη σπατάλη χρημάτων του Έλληνα φορολογούμενου ήταν προκλητική.
Αλλά και σε πιο σοβαρά θέματα, η νοοτροπία της άρνησης των αλλαγών, φαίνεται να εκδηλώνεται με τρόπο που πραγματικά είναι να αναρωτιέται κανείς αν έχουμε γίνει ένας βαθιά συντηρητικός λαός ή ότι έτσι θέλουν να μας παρουσιάσουν οι ταγοί της κάθε είδους εξουσίας –πολιτικής, συνδικαλιστικής, αλλά κυρίως όσοι ελέγχουν την ενημέρωση και βαυκαλίζονται πως (δήθεν) εκφράζουν τη λεγόμενη «κοινή γνώμη».
Αναφέρομαι στην αρνητική χροιά που δόθηκε εξ αρχής από τα μέσα ενημέρωσης στην πληροφορία ότι η κυβέρνηση προσανατολιζόταν να περιορίσει το τελετουργικό πρόγραμμα της πρωθυπουργικής παρουσίας στα εγκαίνια της Διεθνούς Έκθεσης Θεσσαλονίκης το μεθεπόμενο Σαββατοκύριακο.
Χρόνια τώρα, αλλά κυρίως κατά την τελευταία τριετία που η οικονομική κρίση εγκαταστάθηκε για τα καλά στα μέρη μας, λογής δημοσιολογούτες ασκούσαν κριτική στην… κυβερνητική «ΔΕΘ-τουρ», όπως επικριτικά –και σωστά- σχολίαζαν στη μαζική –δημοσία δαπάνη- μετάβαση στη Θεσσαλονίκη πολυπληθών αντιπροσωπειών από υπουργεία, δημόσιες υπηρεσίες και ΔΕΚΟ, αλλά και υπουργών και κρατικών αξιωματούχων, με μόνο λόγο της εκεί παρουσίας τους να ακούσουν τον πρωθυπουργό και κατόπιν να «ξεχυθούν» στα κάθε είδους ξενυχτάδικα της περιοχής.
Μόλις, όμως, έγινε γνωστή η πρόθεση να περικοπεί –για συμβολικούς, αλλά ουσιαστικούς λόγους- το καθιερωμένο πρόγραμμα της πρωθυπουργικής παρουσίας, ώστε να εκπεμφθεί το μήνυμα της περιστολής των δαπανών, οι αντιδράσεις εκφράστηκαν ακαριαία.
«Φοβούνται τους διαδηλωτές», έσπευσαν να πουν ορισμένοι. Λες και αν ο πρωθυπουργός δεν έκανε το καθιερωμένο δείπνο με τους λεγόμενους παραγωγικούς φορείς και τους τοπικούς παράγοντες –τον μητροπολίτη Άνθιμο, τον περιφερειάρχη Δ. Ψωμιάδη (που αντικαθιστά τον εκπεσόντα αδελφό του Πανίκα)-, οι συνήθως ειρηνικοί διαδηλωτές του ΠΑΜΕ ή οι πιο πολεμοχαρείς «μπαχλάκηδες», θα πτοούνταν και δεν θα προχωρούσαν στις δικές τους εκδηλώσεις που επίσης έχουν, πλέον, χαρακτήρα παράδοσης, αφού είναι ετησίως επαναλαμβανόμενες.
Με αυτά και με εκείνα, λοιπόν, από την εφορία που κανείς δεν σκέφθηκε να τη συνδέσει στο διαδίκτυο, ως την… ιστορική «Ραδιοτηλεόραση» και την τελετουργία της ΔΕΘ, νομίζω ότι εκείνο που ταιριάζει γάντι στην περίσταση είναι ο επιγραμματικός στίχος του τραγουδοποιού Νίκου Παπάζογλου, σύμφωνα με τον οποίο «όλα τριγύρω αλλάζουνε και όλα τα ίδια μένουν…».    

*Ο Γρηγόρης Τζιοβάρας είναι δημοσιογράφος, περιφερειακός σύμβουλος Θεσπρωτίας στο νέο Περιφερειακό Συμβούλιο Ηπείρου. Η αρθρογραφία του (ανα)δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα: http://topikakaiatopa.blogspot.com.

Τετάρτη 17 Αυγούστου 2011

«Αύγουστε καλέ μου μήνα, νά ΄σουν δυο φορές το χρόνο…»

         O Αύγουστος υπήρξε ανέκαθεν ο μήνας της ανάπαυλας. Πολύ πριν ο σύγχρονος τρόπος ζωής «επιβάλει» την ανάγκη του παραθερισμού, των διακοπών και της θερινής άδειας, η φύση και για την ακρίβεια ο κύκλος της παραδοσιακής αγροτικής οικονομίας, με τον θερισμό και το αλώνισμα που είχαν τελειώσει και τη νέα σπορά που έπρεπε να περιμένει τα πρωτοβρόχια, είχε καθιερώσει τον Αύγουστο ως τον μήνα της ξεκούρασης και του γλεντιού.
        Έτσι έφτασε ως τις μέρες μας η παροιμία «Αύγουστε, καλέ μου μήνα, νά ΄σουν δυο φορές το χρόνο» που εκφράζει και σήμερα τη διάθεση που δημιουργεί στους περισσότερους εξ ημών, αφενός, η προσωρινή αποχή από τη ρουτίνα της καθημερινότητας, την ίδια ώρα που, αφετέρου, ξαναζωντανεύουν τα έρημα χωριά μας και, κυρίως, τονώνεται η τουριστική «βιομηχανία» που, χωρίς αυτήν, οι ελπίδες για έξοδο από την οικονομική κρίση θα ήταν πολύ λιγότερες.
        Σε πείσμα, πάντως, της κρίσης, με χαρά διαπίστωνε κανείς αυτές τις μέρες, ότι πολύς κόσμος «βγήκε από το καβούκι του» και ξέδωσε, συμμετέχοντας σε κάθε είδους εκδηλώσεις: από ξένοιαστο «αραλίκι» στις παραλίες μας, που, παρότι δεν ήταν στην καλύτερη δυνατή κατάσταση, έσφυζαν από ζωή, παραδοσιακά πανηγύρια και ανταμώματα, έως river parties και συναυλίες.
        Ο δεύτερος, ουσιαστικά, χρόνος λειτουργίας της Εγνατίας Οδού, που, ευτυχώς, ακόμη είναι χωρίς διόδια, έφερε και πάλι αυξημένη τουριστική κίνηση από την Βόρεια Ελλάδα στα παράλια της Θεσπρωτίας. Κίνηση που θα ήταν πολύ μεγαλύτερη, ακόμη και για την ενδοχώρα του νομού, αν είχε ήδη «ανοίξει» το, πιο σημαντικό για μας, «μέτωπο» προς το Νότο, με την ολοκλήρωση τόσο της Ιόνιας Οδού που, δυστυχώς, παραμένει «παγωμένη», όσο και της Αθηνών – Πατρών που προχωράει με ρυθμούς «χελώνας».
        Δεν είναι, όμως, μόνον τα συγκεκριμένα υπερτοπικά μεγάλα έργα, που κρατούν καθηλωμένο τον μικρό μας τόπο, είναι και τα δικά μας τοπικά, με σημαντικότερα την παράκαμψη της Ηγουμενίτσας και τη σύνδεση με το μεθοριακό σταθμό στο Μαυρομάτι, που όσο μένουν στα χαρτιά τόσο θα δυσκολεύεται η ζωή όλων, ντόπιων και επισκεπτών, τουριστών και επιχειρηματιών της περιοχής.
        Τα επισημαίνω όλα αυτά όχι για λόγους μεμψιμοιρίας, ούτε για να χαλάσω την αυγουστιάτικη γιορτινή διάθεση, γκρινιάζοντας γι΄ αυτά που έπρεπε να γίνουν και δεν έγιναν τα προηγούμενα χρόνια, αλλά και για την συνεχιζόμενη, ασυγχώρητη ως ένα μεγάλο βαθμό, καθυστέρηση που παρατηρείται
Αν αναφέρομαι σε αυτά, είναι κυρίως επειδή είμαι πεπεισμένος πως μόνον με την άμεση και ταχύτατη προώθηση των μεγάλων αυτών έργων, όσων τουλάχιστον από αυτά είναι «ώριμα», θα σπάσει ο φαύλος κύκλος της ύφεσης και της ανεργίας που αποτελεί την επιτομή της κρίσης της ελληνικής οικονομίας.
        Μπορεί οι περισσότεροι γύρω μας, μισθωτοί και συνταξιούχοι, να διαμαρτύρονται για τις περικοπές που υπέστησαν, προσωπικά δεν θα κουραστώ να επαναλαμβάνω ότι το άγριο πρόσωπο της οικονομικής κρίσης είναι εκείνο που βλέπουν οι εκατοντάδες χιλιάδες άνεργοι, ο αριθμός των οποίων αυξάνεται δραματικά από μήνα σε μήνα και η τάση που διαμορφώνεται προοιωνίζεται ένα δύσκολο φθινόπωρο και έναν ακόμη δυσκολότερο χειμώνα.
Χωρίς, λοιπόν, ουσιαστικά μέτρα για την ανάσχεση της ανεργίας, στόχος που μπορεί να επιτευχθεί με ένα συνεκτικό σχέδιο δημιουργίας θέσεων εργασίας, δεν πρόκειται να ξεπεραστεί η κρίση που αντιμετωπίζουμε και η οποία, όπως επανειλημμένως σημειώνω από τούτη τη στήλη, δεν είναι μόνον οικονομική, είναι πρωτίστως κοινωνική.
Όταν ο μη ενεργός πληθυσμός της χώρας είναι μεγαλύτερος από τον ενεργό και όταν σε λίγο, με το τέλος της τουριστικής σεζόν, ο αριθμός των ανέργων θα «σπάσει» το «ψυχολογικό» όριο του ενός εκατομμυρίου, όποιες –αναγκαίες, κατά τ΄ άλλα- αλλαγές και μεταρρυθμίσεις και να προωθήσει η κυβέρνηση, θα έχει χάσει το μεγάλο παιχνίδι που δεν είναι άλλο από τη διατήρηση της κοινωνικής συνοχής.
Και δεν χρειάζεται κανείς να είναι κοινωνιολόγος για να αντιληφθεί ότι η κοινωνική συνοχή είναι όρος απαραίτητος για την πρόοδο και την ανάπτυξη της κοινωνίας.
*Ο Γρηγόρης Τζιοβάρας είναι δημοσιογράφος, περιφερειακός σύμβουλος Θεσπρωτίας στο νέο Περιφερειακό Συμβούλιο Ηπείρου. Η αρθρογραφία του (ανα)δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα: http://topikakaiatopa.blogspot.com.

Τρίτη 9 Αυγούστου 2011

Το «τέρας» και «ο διάβολος που κρύβεται στις λεπτομέρειες…»

          Το αδηφάγο «τέρας» των αγορών δείχνει και πάλι τα δόντια του, προκαλώντας οικονομική αναταραχή από άκρου εις άκρον του πλανήτη. Αφού έπαιξε «σαν τα σκύλο με τη γάτα» το παιχνίδι της επισημοποίησης της ελληνικής χρεοκοπίας, τώρα που η μικρή Ελλάδα, που αποτελούσε τον πιο αδύναμο κρίκο στην αλυσίδα της ευστάθειας του παγκόσμιου οικονομικού συστήματος, μπήκε κάτω από ευρωπαϊκή ομπρέλα προστασίας, το τέρας που εξέθρεψαν άφρονες πολιτικές ηγεσίες στις ΗΠΑ και στην Ευρώπη, επανήλθε δριμύτερο.
Εκτραχυμένο από το γεγονός ότι οι αποφάσεις που έλαβε η ευρωπαϊκή σύνοδος της 21ης Ιουλίου για την Ελλάδα, από τη μια καθυστέρησαν και από την άλλη αποδεικνύονται ανεπαρκείς για να αντιμετωπίσουν τα βαθύτερα και ουσιώδη προβλήματα της ευρωζώνης, τα οποία –φυσικά και- δεν περιορίζονταν στα στερεότυπα για τους «τεμπέληδες του νότου» που χρησιμοποιούσε, μέχρι πρότινος, ο λαϊκίστικος γερμανικός Τύπος, τώρα το «τέρας» στόχευσε.
Η ίδια η γενέτειρα αυτού του σύγχρονου «Φρανκεστάιν», οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής νιώθουν την καυτή ανάσα του δημιουργήματός της, δείχνοντας, πλέον ανίσχυρες να τιθασεύσουν τις κερδοσκοπικές ορέξεις του, καθώς οι υπέρογκες πολεμικές δαπάνες των προηγούμενων χρόνων τις έχουν καταστήσει μια υπερχρεωμένη χώρα, στην οποία ο επιπρόσθετος εσωτερικός πολιτικός διχασμός, δυσκολεύει τους χειρισμούς του προέδρου Ομπάμα και της κυβέρνησης του.  
Από μια άποψη, εμείς, ως χώρα, θα μπορούσαμε (όπως τουλάχιστον ισχυρίζονται ορισμένοι)  να επιχαίρουμε με αυτές τις εξελίξεις, γιατί, επιτέλους, φύγαμε από τα διεθνή πρωτοσέλιδα και πάψαμε να είμαστε το πεδίο δοκιμής ενός πλανητικού πολέμου που μαίνεται επί μια τριετία, από το φθινόπωρο του 2008, όταν ήρθαν στην επιφάνεια τα μεγάλα προβλήματα που προκλήθηκαν από την ραγδαία επέλαση του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου, το οποίο πήρε τα ηνία στην παγκόσμια οικονομία, σαρώνοντας την πραγματική οικονομική παραγωγή, αλλά και εκατομμύρια θέσεις εργασίας.
Ας μην αυταπατόμαστε, όμως, και ας μην προσεγγίζουμε κοντόθωρα τις καταιγιστικές εξελίξεις σε παγκόσμιο επίπεδο. Από τη γέννηση του καπιταλισμού, στα τέλη του 18ου αιώνα, κυρίως, αλλά και πολύ νωρίτερα, οι οικονομίες ήταν αλληλοεξαρτώμενες. Εδώ και πολλούς αιώνες οι κρίσεις ποτέ δεν (ανα-)γνώριζαν οικονομικά σύνορα, ακόμη και όταν αυτά υπήρχαν. Πόσω μάλλον στις μέρες μας που έχουν πέσει και το κεφάλαιο, κερδοσκοπικό και μη, κινείται ελεύθερα και με ασύλληπτες ταχύτητες από χώρα σε χώρα και από ήπειρο σε ήπειρο.
Υπό αυτή την έννοια, όχι μόνον δεν δικαιολογείται ο παραμικρός εφησυχασμός από ελληνικής πλευράς, αλλά, αντιθέτως, απαιτείται ακόμη μεγαλύτερη εγρήγορση, καθώς είναι τόσο πολλά τα οποία πρέπει να γίνουν, κατά το προσεχές δίμηνο, για να εκπληρώσουμε τις δεσμεύσεις που αναλάβαμε ως αντιστάθμισμα στην ευρωπαϊκή ασπίδα πουν δημιουργήθηκε τον προηγούμενο μήνα για την αποτροπή της επισημοποιημένης χρεοκοπίας, που δεν υπάρχει κανένα απολύτως περιθώριο για αμφιταλαντεύσεις.
Από την άλλη, ωστόσο, η σπουδή και η ταχύτητα που πρέπει να επιδειχθούν στην προώθηση των αναγκαίων μεταρρυθμίσεων, είναι απαραίτητο να συνοδεύονται από υπευθυνότητα, σοβαρότητα, σχέδιο και, προπάντων, από αίσθημα κοινωνικής δικαιοσύνης, χωρίς ισοπεδωτικές πολιτικές και μέτρα επί δικαίων και αδίκων, προκειμένου να καλυφθούν οι πρόσκαιροι ποσοτικοί στόχοι.
Όσο επικριτέο είναι να υπάρχουν πολιτικές δυνάμεις και άλλα στελέχη που είτε πολεμούν, είτε δεν ενστερνίζονται ώριμα κοινωνικά αιτήματα για αλλαγές που έπρεπε να γίνουν από χρόνια, άλλο τόσο βλαπτικός είναι ο μεταρρυθμιστικός οίστρος ορισμένων που με φανατισμό επιζητούν «εδώ και τώρα να χυθεί αίμα» με απολύσεις, καρατομήσεις και μετακινήσεις, όταν σε άλλους ουσιώδεις τομείς, όπως, π.χ. η λειτουργία των ελεγκτικών μηχανισμών, έχουν γίνει ελάχιστα.
Προς την κατεύθυνση, για παράδειγμα, της αξιολόγηση, του προσωπικού των δημοσίων υπηρεσιών, δεν έχει γίνει απολύτως τίποτε, ενώ και στις εξαγγελίες που γίνονται, σπανίως βρίσκει κανείς κίνητρα που να διαχωρίζουν εκείνους που προσφέρουν τις υπηρεσίες τους φιλότιμα από τους υπόλοιπους που είναι αργόμισθοι και δεν δείχνουν διάθεση ανταπόκρισης στις στοιχειώδεις υποχρεώσεις τους. Μέχρι στιγμής και οι δύο κατηγορίες έχουν αντιμετωπιστεί ομοιόμορφα με οριζόντιες περικοπές.
Ο κίνδυνος, λοιπόν, να συνεχίσουν να «καίγονται τα χλωρά μαζί με τα ξερά» είναι μεγάλος, καθώς ορισμένοι συμπεριφέρονται λες και η δίκαιη κατανομή των βαρών και των θυσιών, από τη φορολόγηση έως τις περικοπές, συνιστά λεπτομέρεια που δεν τους αφορά, καθώς προέχει η μείζων προσπάθεια για τη διάσωση της χώρας. Όπως, όμως, σωστά λέγεται, πολλές φορές «ο διάβολος κρύβεται στις λεπτομέρειες».
Γι΄ αυτό, αν οι κυβερνητικοί ιθύνοντες δεν θέλουν να αποδειχθούν τα όσα έγιναν τους τελευταίους δεκαπέντε μήνες, άδικος χαμένος κόπος, εξαιτίας της απώλειας της κοινωνικής συναίνεσης και της πίστης στην προσπάθεια, η οποία μειώνεται διαρκώς, χρειάζεται να επιδείξουν προσοχή. Και να λάβουν υπόψη τους ότι, εκτός από το «τέρας» των διεθνών αγορών, εξίσου απειλητικός είναι για την Ελλάδα και ο «διάβολος που κρύβεται στις λεπτομέρειες».

*Ο Γρηγόρης Τζιοβάρας είναι δημοσιογράφος, περιφερειακός σύμβουλος Θεσπρωτίας στο νέο Περιφερειακό Συμβούλιο Ηπείρου. Η αρθρογραφία του (ανα)δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα: http://topikakaiatopa.blogspot.com.

Τρίτη 2 Αυγούστου 2011

Ο πρωθυπουργός και το «συν Αθηνά και χείρα κίνει»

         Όποια άποψη και αν έχει κανείς για τον πρωθυπουργό Γιώργο Παπανδρέου, εκείνο που δεν μπορεί να του αποδώσει είναι η φυγοπονία, για την οποία αρκετοί πιστεύουν ότι χαρακτηρίζει εν γένει τους πολιτικούς -συχνή είναι η αναφορά για ορισμένους που «δεν έχουν κολλήσει ούτε ένα ένσημο»- και πάντως ουδείς αμφιβάλει ότι χαρακτήριζε τον τέως πρωθυπουργό Κώστα Καραμανλή, που, όπως (κατα)μαρτυρούν στενοί του συνεργάτες, αντιμετώπιζε τα προβλήματα με την περιβόητη, πλέον, έκφραση «άσ΄ το για αργότερα».
          Τις σκέψεις αυτές έκανα καθώς, με την επαγγελματική του ιδιότητα, χρειάστηκε να βρεθώ την περασμένη Παρασκευή στην Άρτα, όπου ο πρωθυπουργός επί έξι ολόκληρες ώρες ήταν καθηλωμένος σε μια καρέκλα και άκουγε έναν προς έναν όλους τους φορείς της περιοχής να εκθέτουν στον ίδιο και στο κυβερνητικό κλιμάκιο που τον συνόδευε -ένας υπουργός και έξι υφυπουργοί- τα προβλήματα της περιοχής.

          Σε μια αναμφίβολα πρωτόγνωρη, όχι μόνον για τη διάρκεια της, διαδικασία εξαντλητικού διαλόγου, βρέθηκαν γύρω από το ίδιο τραπέζι και εξέθεσαν τις απόψεις και τους προβληματισμούς τους περισσότεροι από τριάντα εκπρόσωποι φορέων, προερχόμενοι από όλους τους πολιτικούς, αυτοδιοικητικούς, επιστημονικούς και παραγωγικούς χώρους.

          Χωρίς κανέναν αποκλεισμό ή άλλο περιορισμό δόθηκε ο λόγος από τον περιφερειάρχη Ηπείρου Αλέκο Καχριμάνη ή τον τοπικό βουλευτή της ΝΔ Κώστα Παπασιώζο, έως τους προέδρους των χοιροτρόφων και των πτηνοτρόφων της Άρτας. Και από τον πρύτανη του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων ή τον επικεφαλής του τοπικού σωματείου των ταξιτζήδων έως έναν μεμονωμένο επιχειρηματία, ο οποίος (ανα)ζητούσε εναγωνίως τη συνδρομή της πολιτείας για να υλοποιήσει στον τόπο του μια καινοτόμο, σε παγκόσμιο επίπεδο, ιδέα (πατέντα) που συνέλαβε και είναι, όπως εξήγησε, ένας ανελκυστήρας που κινείται χωρίς να καταναλώνει ενέργεια και για τον οποίο έχει, ήδη, εξασφαλισμένες παραγγελίες από το εξωτερικό.

          Ο πρωθυπουργός εξήγησε το χαρακτήρα της ανοικτής αυτής διαδικασίας, λέγοντας πως άποψη «για το πού πορεύεται η χώρα, πώς πρέπει να κινηθεί, με τι ρυθμούς και τι στόχους, δεν έχει μόνον η Αθήνα, έχει και η Άρτα, έχουν και οι πολίτες της περιφέρειας», ενώ προέτρεψε εξαρχής τους συνομιλητές του να μιλήσουν ανοικτά, αναφέροντας τους ότι είναι «καλοδεχούμενη και η κριτική».

          Ο ίδιος, άλλωστε, στην εισαγωγή του δεν έκρυψε την δυσμενή πραγματικότητα και είπε ξεκάθαρα: «Δεν ήρθα εδώ απλώς για να χαϊδέψω αυτιά, ούτε για να αρνηθώ ότι υπάρχουν προβλήματα, ούτε για να υποσχεθώ μαγικές λύσεις, αλλά για να συζητήσουμε μεταξύ μας, πώς από εδώ και πέρα θα πορευτούμε πολύ καλύτερα, αλλά και πώς φτάσαμε ως εδώ, ώστε να μην βρεθούμε ποτέ ξανά σ' αυτή την κατάσταση. Και κυρίως, για να μπορέσουμε μαζί να δημιουργήσουμε τη νέα Ελλάδα που όλοι μας θέλουμε, να μπούμε σε μια βιώσιμη ανάπτυξη και σε ένα δρόμο προοπτικής».  

          Χωρίς να λείψει ούτε ένα λεπτό από την αίθουσα -βγήκε μόνον για να πάει εκεί που και οι πρωθυπουργοί. πάνε μόνοι τους-, ο κ. Παπανδρέου, κατέγραφε, όπως και οι συνεργάτες του, όλα όσα ακούστηκαν στην πολύωρη σύσκεψη και στο κλείσιμό της συνόψισε, απαντώντας, ο ίδιος ή τα καθ΄ ύλην αρμόδια κυβερνητικά στελέχη, σχεδόν σε όλες τις (και επικριτικές σε ορισμένες περιπτώσεις) επισημάνσεις που εκφράστηκαν.

          Αν έγραψα τούτες τις γραμμές, δεν είναι για να ισχυριστώ ότι η παρουσία του πρωθυπουργού έλυσε τα προβλήματα της Άρτας ή της Ηπείρου, τις έγραψα, κυρίως, για το μεταφέρω το μήνυμα που εξέπεμπε η τοποθέτηση του πρωθυπουργού, ένα μήνυμα δημιουργικής και ουσιαστικής συμμετοχής της ελληνικής περιφέρειας στο αναπτυξιακό γίγνεσθαι της χώρας.

          Γι΄ αυτό και δεν θα σταθώ σε όσα θετικά ειπώθηκαν από υπεύθυνα κυβερνητικά χείλη για το λιμάνι της Ηγουμενίτσας ή τον ελληνοϊταλικό αγωγό φυσικού αερίου, το ειδικό πρόγραμμα για τον Αμβρακικό ή την παραχώρηση στο δήμο Αρταίων του «Ξενία» της πόλης για πολιτικές δραστηριότητες.

          Θα σταθώ μόνον στο θέμα της γαλακτοβιομηχανίας «Δωδώνη», που αφορά όλη την Ήπειρο, και που, κατά τη γνώμη μου, η τοποθέτηση του κ. Παπανδρέου, σηματοδοτεί την απαρχή για να δοθεί λύση στο μεγάλο αυτό αναπτυξιακό ζήτημα της περιφέρειας μας. «Μην αφήνετε το θέμα στην τύχη. Βρείτε τα σχήματα που δεν θα αλλοιώνουν τον χαρακτήρα της επιχείρησης. Δείτε τι συμμαχίες μπορείτε να συνάψετε. Εμείς είμαστε υπέρ της κοινωνικής οικονομίας και θέλουμε όχι μόνον να παραμείνει, αλλά και να μεγαλώσει η συνεταιριστική παράδοση», προέτρεψε τους παριστάμενους και κυρίως όσους είχαν νωρίτερα υποστηρίξει την -ανεδαφική, κατ΄ εμέ, όπως έχω εξηγήσει και με άλλες ευκαιρίες- άποψη να «μείνει ως έχει το ιδιοκτησιακό καθεστώς» της επιχείρησης.

          Εν ολίγοις, το μήνυμα του πρωθυπουργού μπορεί να συνοψιστεί στην αρχαιοελληνική ρήση: «συν Αθηνά και χείρα κίνει». Το ερώτημα, όμως, είναι αν οι αποδέκτες του μηνύματος είναι διατεθειμένοι να κουνήσουν τα χέρια τους.

  

          *Ο Γρηγόρης Τζιοβάρας είναι δημοσιογράφος, περιφερειακός σύμβουλος Θεσπρωτίας στο νέο Περιφερειακό Συμβούλιο Ηπείρου. Η αρθρογραφία του (ανα)δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα: http://topikakaiatopa.blogspot.com.

Τρίτη 26 Ιουλίου 2011

«Δεν υπάρχουν δωρεάν γεύματα στις αγορές»


Οι αναμφίβολα ανακουφιστικές αποφάσεις που ελήφθησαν την περασμένη εβδομάδα στη σύνοδο κορυφής της ευρωζώνης για τη μείωση του δυσθεώρητου ελληνικού χρέους, σίγουρα δεν αφήνουν περιθώρια για πανηγυρισμούς στο κυβερνητικό στρατόπεδο. Ταυτοχρόνως, όμως, δεν δίνουν και το δικαίωμα στις δυνάμεις της αντιπολίτευσης να επιδίδονται στην συνήθη καταστροφολογία.
Σε πείσμα όλων όσοι εδώ στη χώρα μας έβλεπαν τα πράγματα με την απλοϊκή μονοδιάστατη προσέγγιση του «εμείς», δηλαδή οι Έλληνες, που, ως γνωστόν, «είμεθα έθνος ανάδελφον», και οι «άλλοι», δηλαδή οι… κακοί, οι ξένοι που «όταν εμείς κτίζαμε Παρθενώνες, αυτοί έτρωγαν βελανίδια» -και γι΄ αυτό, προφανώς, μας επιβουλεύονται και θέλουν να μας… πάρουν την Ακρόπολη-, οι αποφάσεις των Βρυξελλών έδειξαν ότι, έστω και καθυστερημένα, έστω και στο «παρά πέντε», όπως γράφει ο διεθνής τύπος, οι Ευρωπαίοι ηγέτες, αποφάσισαν να λειτουργήσουν πολιτικά και να αρθούν πάνω από τις αδυσώπητες αγορές.
Προσωπικά δεν τρέφω αυταπάτες ότι, εάν δεν απειλούνταν η παγκόσμια οικονομική σταθερότητα από την υπερχρέωση της Ελλάδας και τον συνακόλουθο κίνδυνο να οδηγηθεί η χώρα, μοιραία κάποια στιγμή, σε στάση πληρωμών, η λεγόμενη «ευρωπαϊκή αλληλεγγύη» που μας έφερε το νέο «πακέτο βοήθειας», δεν θα εκδηλωνόταν ποτέ και θα μας άφηναν στην τύχη μας.
Με άλλα λόγια οι εταίροι μας και κυρίως το γερμανικό «διευθυντήριο, αφού, όλους τους προηγούμενους μήνες, μέτρησαν κέρδη και κέρδη από μια ενδεχόμενη επισημοποίηση της χρεοκοπίας της Ελλάδας –που, ας μη γελιόμαστε, έχει ουσιαστικά επέλθει από πέρυσι τον Μάιο, όταν μπήκαμε στο μηχανισμό στήριξης, επειδή δεν μπορούσαμε πλέον να δανειστούμε από τις αγορές- κατέληξαν ότι η διάσωση της χώρας είναι λιγότερο βλαπτική για τα συμφέροντά τους.   
Το παιχνίδι, άλλωστε, των διεθνών σχέσεων και, πολύ περισσότερο, των οικονομικών δοσοληψιών ανάμεσα στα κράτη, πάντα έτσι παιζόταν. Το αμοιβαίο συμφέρον ήταν, είναι και θα είναι αυτό που κινητοποιεί τους συνεταιρισμούς μεταξύ των χωρών, όπως, καλ΄ ώρα, η Ευρωπαϊκή Ένωση και η ευρωζώνη, που, ό,τι και αν λένε διάφοροι επικριτές τους, η συμμετοχή της Ελλάδας σε αυτούς τους θεσμούς, την διατηρεί στις 25 με 30 πλουσιότερες χώρες όλης της υφηλίου.  
Αντιθέτως, η επιβολή επαχθών οικονομικών όρων σε ένα έθνος, όπως π.χ. συνέβη με τη Γερμανία με το τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, οδηγεί σε ακραίες καταστάσεις, όπως η άνοδος του χιτλερισμού, που οι συνέπειές τους, ιδιαίτερα στην εποχή μας που η αλληλοεξάρτηση του κεφαλαίου βρίσκεται στο ζενίθ και έχει καταλύσει τα εθνικά σύνορα, μπορεί να συμπαρασύρουν τους πάντες.
Ο επαπειλούμενος κίνδυνος της μετάδοσης της ελληνικής κρίσης χρέους σε άλλες χώρες της Ευρώπης, αλλά και όλου του κόσμου, ήταν που κινητοποίησε την ηγεσία ολόκληρου του πλανήτη, από τον Αμερικανό Πρόεδρο Ομπάμα, που αντιμετωπίζει και ο ίδιος στη χώρα του μεγάλο πρόβλημα με τον δημόσιο υπερδανεισμό, ως την Γερμανίδα καγκελάριο Μέρκελ, η οποία αντιστάθηκε επί μήνες, αλλά στο τέλος υποχώρησε, όταν συνειδητοποίησε ότι δεν ήταν μόνο η μικρή και υπερχρεωμένη Ελλάδα που απειλούνταν με άμεση οικονομική κατάρρευση.           
Όμως, οι πρόσφατες, σημαντικές, από άποψη, αποφάσεις της ευρωσυνόδου για την ελάφρυνση του ελληνικού χρέους, μέσω της επιμήκυνσης του χρόνου αποπληρωμής των δανείων και της μείωσης των επιτοκίων, δεν απαλλάσσει τη χώρα μας από την υποχρέωση να προσαρμοστεί σε μια νέα πραγματικότητα και να αφήσει πίσω της το παρελθόν της αμεριμνησίας, της σπατάλης και των ελλειμμάτων.
Μπορεί να λύσαμε το πρόβλημα του (αναγκαίου) νέου δανεισμού για τα επόμενα χρόνια και να ξεφύγαμε από την απειλή της ολοκληρωτικής στάσης πληρωμών του δημοσίου, αλλά η βαθιά ύφεση στην οποία έχει βυθιστεί η ελληνική οικονομία, εκτοξεύοντας στα ύψη την ανεργία, είναι εδώ και δεν ξεπερνιέται με μόνο τα νέα δανεικά που εξασφαλίσαμε. Απαιτεί γενικό ανασκούμπωμα, συνειδητοποίηση της κατάστασης, αλλά των αιτιών της, όπως και εντατικοποίηση των προσπαθειών. 
Ένα αγαπημένο, άλλωστε, ρητό των οικονομολόγων, και κυρίως όσων εξ αυτών ασπάζονται το κυρίαρχο στις μέρες μας «δόγμα» του νεοφιλευθερισμού, είναι ότι, στις αγορές και, εν γένει, στην οικονομία, «δεν υπάρχουν δωρεάν γεύματα».
Είτε μας αρέσει είτε όχι, το πνεύμα αυτής της κυνικής ρήσης, ας την έχουμε υπόψη μας, τόσο οι ταγοί, όσο και όλοι εμείς οι πολίτες αυτής της χώρας, η οποία μοιάζει να έχει ξεχάσει να παράγει ιδέες, αλλά, πρωτίστως, υπηρεσίες και προϊόντα, που είναι ο μόνος αποφασιστικός παράγων που θα μας βγάλει από την κρίση.

*Ο Γρηγόρης Τζιοβάρας είναι δημοσιογράφος, περιφερειακός σύμβουλος Θεσπρωτίας στο νέο Περιφερειακό Συμβούλιο Ηπείρου. Η αρθρογραφία του (ανα)δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα: http://topikakaiatopa.blogspot.com.

Τρίτη 19 Ιουλίου 2011

Οι «προφεσόροι» του Μπίσμαρκ και το νοσοκομείο Φιλιατών

Ακούγοντας από υπεύθυνα χείλη ότι τρεις διαφορετικές επιστημονικές ομάδες πρότειναν τρία διαφορετικά πράγματα για τον υγειονομικό χάρτη της Ηπείρου, ένα από τα οποία προβλέπει την διοικητική ενοποίηση του νοσοκομείου Φιλιατών με το νοσοκομείο Χατζηκώστα των Ιωαννίνων, μου ήρθε κατά νου η αξιομνημόνευτη ρήση του Όττο Μπίσμαρκ «drei professoren, vaterland verloren». Σε ελεύθερη απόδοση, ο Πρώσος (Γερμανός) καγκελάριος του τέλους του 19ου αιώνα ήθελε να πει με τη φράση αυτή, που έμεινε στην ιστορία, ότι, αν ανατεθούν οι υποθέσεις του κράτους σε τρεις καθηγητές, η πατρίδα χάθηκε.
Βρίσκω να ταιριάζει γάντι η ρήση του Μπίσμαρκ στην υπόθεση με τον υγειονομικό χάρτη της Ηπείρου, γιατί πραγματικά δεν βρήκα ούτε έναν άνθρωπο που να διαθέτει κοινό νου για να μου παραθέσει ένα επιχείρημα υπέρ της ενοποίησης δύο νοσοκομείων που και απέχουν μεταξύ τους και το ένα δεν έχει τίποτε να προσφέρει στο άλλο.
Σέβομαι απεριόριστα τους ειδικούς, στον επιστημονικό τομέα που έκαστος διακονεί, θαυμάζω τους ερευνητές που ανοίγουν νέους δρόμους στην επιστήμη τους, διατηρώ ο ίδιος σχέσεις με πανεπιστημιακούς δασκάλους και συχνά καταφεύγω στη σοφία τους, είτε δια ζώσης, είτε μέσα από τα κείμενά τους.
Πιστεύω, όμως, ακράδαντα -και το έχω επισημάνει από αυτή τη στήλη, με αφορμή τις συζητήσεις για κυβερνητικές λύσεις τεχνοκρατών- ότι τις λύσεις στα μικρά και μεγάλα κοινωνικά προβλήματα τις δίνουν οι πολιτικές ηγεσίες, ο ρόλος των οποίων είναι να ζυγιάζουν τις θέσεις και τις αντιθέσεις και να καταλήγουν στις βέλτιστες αποφάσεις.
Τα γράφω αυτά, γιατί έχω εδραία την πεποίθηση ότι κανένας γραφειοκράτης από τη βολή του γραφείου του, κανένας τεχνοκράτης, όσες έρευνες και αν έχει κάνει κλεισμένος στο εργαστήριο του, και κανένας αξιότιμος καθηγητής, όσα διπλώματα και αν έχει συλλέξει, δεν μπορεί να εισηγείται αξιόπιστες και κοινωνικά αποδεκτές προτάσεις, αν δεν έχει την ολοκληρωμένη εικόνα για τις επιπτώσεις της εισήγησής του, την οποία, κατά τεκμήριο, διαθέτουν οι πολιτικές ηγεσίες.
Προλαβαίνω τον αντίλογο για τα πελατειακά δίκτυα ανάδειξης των πολιτικών ηγεσιών, κυρίως σε τοπικό επίπεδο, που μπορεί να αντιπαραβληθεί στην πιο πάνω άποψή μου. Είμαι, άλλωστε, εξ εκείνων που σε κάθε ευκαιρία στηλιτεύω τέτοια φαινόμενα. Αυτό, ωστόσο, δεν με εμποδίζει να επισημάνω ότι παντού στον κόσμο, όπου υπάρχουν δημοκρατικά εκλεγμένες ηγεσίες, σε αυτές ανήκει η αρμοδιότητα να αποφασίζουν, κυρίως διότι είναι αυτές που έχουν αίσθηση του κοινωνικού γίγνεσθαι και είναι υπόλογες στην κοινωνική λογοδοσία.
Ας μην θεωρητικολογήσω, όμως, άλλο και ας έρθω στο κυρίως θέμα, που είναι το νοσοκομείο Φιλιατών, τη σημασία της αυτονομίας του οποίου δεν μπορεί να την αντιληφθεί κανένας τεχνοκράτης που κατασκευάζει σχεδιαγράμματα με οικονομικούς ή άλλους δείκτες, χωρίς επίγνωση του παρελθόντος και του παρόντος της ευρύτερης περιοχής, αλλά και ενσυναίσθηση του μέλλοντός της.
Ολόκληρη η παλαιά επαρχία Φιλιατών, που από την αρχή του χρόνου αποτελεί τον ομώνυμο «Καλλικρατικό» δήμο,  μετά το προ ετών κλείσιμο των Κλωστηρίων που λειτούργησαν για λίγα χρόνια στην περιοχή, «αναπνέει» αναπτυξιακά με έναν και μοναδικό «πνεύμονα», που είναι το νομαρχιακό νοσοκομείο της Θεσπρωτίας, το οποίο για λόγους ιστορικούς -που είναι της παρούσης να αναλυθούν- εδρεύει από τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια στο Φιλιάτι.
Με αυτό το δεδομένο, το οποίο είναι βέβαιο ότι δεν μπορεί να αποτυπωθεί σε κανένα επιστημονικό σύγγραμμα διοίκησης μονάδων υγείας, τυχόν υποβάθμιση ή συρρίκνωση του νοσοκομείου Φιλιατών -για κλείσιμο ας μην γίνεται λόγος, αφού δεν υπάρχει ανάγκη να υιοθετούμε ανυπόστατα κινδυνολογικά σενάρια, όταν, μάλιστα, εντάχθηκε λίαν προσφάτως στο ΕΣΠΑ το πρόγραμμα επέκτασης του, που ξεπερνά τα 10 εκατ. ευρώ - συνιστά θανατική καταδίκη ολόκληρης της ευρύτερης περιοχής.
Μια άλλη, εξίσου σημαντική διάσταση της ανάγκης ύπαρξης του συγκεκριμένου νοσηλευτικού ιδρύματος, που επίσης δεν καταγράφεται στις ασκήσεις επί χάρτου που καταρτίζουν ξεκομμένοι από την πραγματικότητα «προφεσόροι», είναι το -οικονομικά ανυπολόγιστο- αίσθημα ασφαλείας που δημιουργεί στον γηρασμένο πληθυσμό της επαρχίας Φιλιατών, ακόμη και όταν δεν έχει άμεση ανάγκη χρήσης των υπηρεσιών του, γεγονός που επιπλέον λειτουργεί ως κίνητρο για πολύμηνες επισκέψεις αποδήμων, αλλά και για την παραμονή στις πατρογονικές εστίες νεώτερων ανθρώπων.
Στο πλαίσιο αυτό και μόνον η -ούτως ή άλλως ανώφελη και, ως εκ τούτου, απαράδεκτη- συζήτηση που άνοιξε για ενοποίηση με το νοσοκομείο Χατζηκώστα, προκαλεί μεγάλη ζημιά στην περιοχή. Γι΄ αυτό και δικαίως ξεσηκώθηκαν φορείς και κάτοικοι των Φιλιατών, έστω και αν κάποιοι το «είδαν» ως αφορμή για να εκφράσουν τα αντικυβερνητικά τους αισθήματα. Νοερά ήμουν κι εγώ μαζί τους, παρόλο που δεν με βρίσκει σύμφωνο το, έστω και συμβολικό, κλείσιμο του λιμανιού της Ηγουμενίτσας που φαίνεται ότι τείνει να γίνει... του συρμού και σε λίγο καθένας που έχει ένα δίκαιο ή άδικο αίτημα, θα πηγαίνει και θα κλείνει το λιμάνι, αδιαφορώντας για τη ζημιά που αυτό μπορεί να προκαλέσει στον τουρισμό που είναι ο βασικός αναπτυξιακός αιμοδότης της Θεσπρωτίας.



 *Ο Γρηγόρης Τζιοβάρας είναι δημοσιογράφος, περιφερειακός σύμβουλος Θεσπρωτίας στο νέο Περιφερειακό Συμβούλιο Ηπείρου. Η αρθρογραφία του (ανα)δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα: http://topikakaiatopa.blogspot.com/.