Συνολικές προβολές σελίδας

Τρίτη 27 Σεπτεμβρίου 2011

«Ο αναμάρτητος πρώτος τον λίθο βαλέτω…»

          «Η κρίση έπληξε και πλήττει καθημερινά εκατοντάδες επιχειρήσεις, άλλες κλείνουν, άλλες συρρικνώνονται. Ο “902” προσπαθεί να διατηρηθεί ζωντανός καταφεύγοντας σε απολύσεις, όχι για να σωθούν τα κέρδη κάποιων μετόχων –τέτοιοι ασφαλώς δεν υπάρχουν- αλλά για να συνεχίσει να προβάλλει τις θέσεις του ΚΚΕ και τους αγώνες των εργαζομένων, να αποκαλύπτει την ουσία της αντιλαϊκής πολιτικής».
          Ποιος μπορεί να διαφωνήσει με τις επισημάνσεις αυτές που προέρχονται από άρθρο που δημοσιεύτηκε προ ημερών (16/9) στον «Ριζοσπάστη» για να δικαιολογηθούν οι απολύσεις στις οποίες υποχρεώθηκε να κάνει το κόμμα στον ραδιοτηλεοπτικό του σταθμό, τον «902», ο οποίος, όπως σχεδόν το σύνολο των, ανά το πανελλήνιο, μέσων ενημέρωσης, έχει βρεθεί σε δυσχερή θέση;
«Ο οικονομικός αιμοδότης του σταθμού, το ΚΚΕ, έχει υποστεί μεγάλη συρρίκνωση των οικονομικών του. Η δυνατότητα χρηματοδότησης του σταθμού έχει μειωθεί δραστικά και το κόστος λειτουργίας έχει αυξηθεί. Οι απολύσεις είναι αποτέλεσμα αυτής της κατάστασης και όχι ομοιότητα του ΚΚΕ με την καπιταλιστική εργοδοσία», προσθέτει ο αρθρογράφος του «Ριζοσπάστη» που είναι κι ο ίδιος εργαζόμενος στον «902».
  Δεν μπορώ να διακρίνω που σταματούν, όπως λέει ο αρθρογράφος, οι ομοιότητες της δύσκολης κατάστασης, στην οποία περιήλθε ο «902», με την κρίση που χτύπησε τις άλλες επιχειρήσεις και ειδικά αυτές των μέσων ενημέρωσης, αλλά, με αυτή την αφορμή, μου δίνεται η ευκαιρία να διατυπώσω μια απορία που από καιρό έχω.
Πόσο, αλήθεια, αξιόπιστη μπορεί να είναι η οξύτατη κριτική που ασκούν όλοι αυτοί που εξακοντίζουν τα δηλητηριώδη βέλη τους αποκλειστικά και μόνο κατά της σημερινής κυβέρνησης ή και του λεγόμενου «δικομματισμού» για τη δυσχερή οικονομική θέση στην οποία έχει οδηγηθεί η χώρα;
Είναι πολύ εύκολο να εκτονώνεται κανείς και, ταυτοχρόνως, να ικανοποιεί το ακροατήριό του, χαϊδεύοντας τους τ΄ αυτιά, με το να καθυβρίζει τους «300» της σημερινής Βουλής ή έστω τους 250 εξ αυτών που τα κόμματα τους κυβέρνησαν τη χώρα. Χρήσιμο, όμως, θα ήταν, μετά την εκτόνωση, να μας υποδείκνυε και το «πρότυπο» που θα έπρεπε να είχαμε ακολουθήσει.
Έχω αναρωτηθεί, για παράδειγμα, πολλές φορές πόσο καλύτερα διαμορφώθηκαν τα πράγματα σε συνδικαλιστικές οργανώσεις ή σε αυτοδιοικητικές μονάδες που δεν ήταν πάντα προνομιακός χώρος των κομμάτων εξουσίας και τη διοίκησή τους, κατά καιρούς, την ανέλαβαν πρόσωπα από άλλους πολιτικούς χώρους. Με ειλικρινή λύπη, όμως, διαπιστώνω ότι, δυστυχώς, δεν τους κατέστησαν «οάσεις».  
Προφανώς και δεν απαλλάσσω τους κατά καιρούς κυβερνώντες από τις βαρύτατες ευθύνες που πρωτίστως εκείνοι φέρουν. Θέλω, όμως, να εστιάσω στη μονομέρεια της κριτικής που ασκείται. Και το κάνω όχι τόσο επειδή πιστεύω ότι είναι άδικη –το αντίθετο, ισχύει-, αλλά επειδή θεωρώ ότι είναι αναποτελεσματική και δεν οδηγεί σε σωστά συμπεράσματα, τέτοια που θα μπορούσαν να μας βγάλουν από την τρέχουσα γενικευμένη κρίση που διέρχεται η ελληνική κοινωνία.
Πιστεύω ότι είναι τουλάχιστον αποπροσανατολιστικό να ακούς από τα χείλη «χρυσοκάνθαρων» της τηλοψίας ή να διαβάζεις από τη γραφίδα τους κηρύγματα απαξίωσης των πολιτικών και υπόθαλψης των τραμπουκισμών και της ανομίας του «δεν πληρώνω», χωρίς την ίδια στιγμή ο λόγος τους να περιέχει ίχνος αυτοκριτικής για τους κρατικοδίαιτους γίγαντες με τα πήλινα πόδια που δημιουργήθηκαν την τελευταία εικοσαετία στον χώρο των μέσων ενημέρωσης, στον οποίο διοχετεύθηκαν αρκετά από τα δανειακά με τα οποία επιβαρύνθηκε το ελληνικό δημόσιο.
Παρότι κι ο ίδιος προσωπικά επωφελήθηκα από αυτή την κατάσταση, εργαζόμενος, ωστόσο, σχεδόν αποκλειστικά στον ιδιωτικό τομέα και ποτέ αργόμισθος, δεν νοιώθω καμία δυσκολία να επαναλάβω τη φράση του Ιησού Χριστού: «ο αναμάρτητος πρώτος τον λίθο βαλέτω».
Διότι έχω την άποψη και την έχω επαναλάβει αρκετές φορές από τούτη τη στήλη πως αν δεν συνειδητοποιήσουμε τι πραγματικά μας έφερε εδώ που βρισκόμαστε, το μόνο που πετυχαίνουμε είναι να αυτοϊκανοποιούμαστε, επιμηκύνοντας την καθήλωσή μας.
 
*Ο Γρηγόρης Τζιοβάρας είναι δημοσιογράφος, περιφερειακός σύμβουλος Θεσπρωτίας στο νέο Περιφερειακό Συμβούλιο Ηπείρου. Η αρθρογραφία του (ανα)δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα: http://topikakaiatopa.blogspot.com.

Τρίτη 20 Σεπτεμβρίου 2011

Με πόσες, άραγε, προσευχές, γλυτώνουμε τον Αρμαγεδδώνα;

            «Θα τα καταφέρουμε με τη βοήθεια του Θεού! Γιατί βρισκόμαστε όλοι σήμερα σε πόλεμο επιβίωσης. Κι όπως ξέρετε, στα χαρακώματα δεν υπάρχουν άθεοι. Όλοι προσεύχονται!». Αντιγράφω αυτολεξεί την αποστροφή αυτή από την ομιλία του προέδρου της ΝΔ Αντώνη Σαμαρά στη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης, επειδή με εντυπωσίασε όσο τίποτε άλλο από όσα είπε.
Ακούγοντάς τον, σκέφθηκα, προς στιγμήν, το ανέκδοτο που λέει «καλός είναι ο αγιασμός, αλλά ας πάρουμε και καμία γάτα». Αναλογιζόμενος, όμως, ότι η κατάσταση, όπως είχε διαμορφωθεί λίγες ώρες νωρίτερα, με την ακύρωση του ταξιδιού του πρωθυπουργού Γιώργου Παπανδρέου στις ΗΠΑ, μετά τις δραματικές εξελίξεις στη σύνοδο των Ευρωπαίων υπουργών Οικονομικών στην Πολωνία, κατέληξα ότι δεν ήταν ώρα για χιούμορ.
Με δεδομένη, άλλωστε, την αντιμετώπιση, την οποία είχε, από τους εταίρους μας, ο αντιπρόεδρος Ευάγγελος Βενιζέλος, ο οποίος είχε προκαλέσει την άρον – άρον αποχώρηση από την Ελλάδα των εκπροσώπων των δανειστών μας, όταν, προ δύο εβδομάδων, ζήτησε «πολιτική διαπραγμάτευση», είναι να απορεί κανείς πως θα μπορούσε να πειστεί η τρόικα να επιστρέψει για να δώσει το «πράσινο φως» εκταμίευσης της απαραίτητης, για την πληρωμή μισθών και συντάξεων, δόσης, αν κάποιος τους έλεγε ότι στην Ελλάδα το έχουμε… ρίξει στην προσευχή.  
Η απορία συνδέεται ευθέως με το γεγονός ότι το τελευταίο διάστημα πληθαίνουν οι φωνές που ζητούν άμεση προσφυγή στις κάλπες, από τις οποίες η πιθανότερη εξέλιξη είναι πως τις τύχες της χώρας θα αναλάβει το κόμμα του κ. Σαμαρά. Ακόμη και φίλοι της κυβερνώσας παράταξης θεωρούν ότι η παρούσα κυβέρνηση δεν πρέπει να επωμιστεί ολόκληρο το βάρος από τα επώδυνα μέτρα που είναι αναγκαίο να ληφθούν για να αποφευχθεί η επισημοποίηση της χρεοκοπίας.
Ορισμένοι υποστηρίζουν ότι «ούτως ή άλλως η σημερινή κυβέρνηση δεν διαθέτει την πολιτική νομιμοποίηση για να ασκήσει την πολιτική που υποχρεώνεται να ακολουθεί, καθώς δεν ψηφίστηκε γι΄ αυτά από τον ελληνικό λαό». Άλλοι επιστρατεύουν το επιχείρημα «ας πάρει την απασφαλισμένη χειροβομβίδα ο κ. Σαμαράς, ο οποίος δεν μπορεί να συνεχίζει να κερδοσκοπεί πολιτικά, υποσχόμενος φοροαπαλλαγές και κλείνοντας το μάτι σε κάθε –δικαίως ή αδίκως- διαμαρτυρόμενο»  
Σε όλα αυτά αντιπαρατάσσεται ο αντίλογος, σύμφωνα με τον οποίο «η κυβέρνηση Παπανδρέου δεν μπορεί να φυγομαχήσει σε αυτή την κρίσιμη συγκυρία, αποποιούμενη των ευθυνών της απέναντι στη χώρα και ακολουθώντας την τακτική της προηγούμενης κυβέρνησης, η οποία μόλις είδε τα δύσκολα που είχε μπροστά της, πήγε στις πρόωρες εκλογές του φθινοπώρου 2009».
Δυσκολεύομαι, ειλικρινά, να ενστερνισθώ την μια ή την άλλη άποψη, καθώς θεωρώ ότι και οι δυο εστιάζονται στο εσωτερικό πολιτικό πεδίο και αγνοούν τον διεθνή παράγοντα που, είτε το θέλουμε, είτε όχι, είναι ο πλέον καθοριστικός για τι «μέλλει γενέσθαι», είτε εδώ στηθούν κάλπες, είτε όχι.
Όταν πανίσχυρες χώρες, όπως οι ΗΠΑ ή η Γαλλία, κλυδωνίζονται και μοιάζουν αδύναμες να αντιδράσουν στα κελεύσματα των αδηφάγων αγορών, δεν μπορεί να μην αναρωτιέται κανείς ποια περιθώρια ελιγμών μπορεί να έχει η υπερχρεωμένη Ελλάδα, η οποία, επιπροσθέτως, έχει βρεθεί στο διεθνές στόχαστρο όχι μόνον ως ο «αδύναμος κρίκος» της ευρωζώνης, αλλά και ως δακτυλοδειχτούμενη, επειδή δεν τηρεί τις δεσμεύσεις της.
Η στήλη έχει επισημάνει και κατά το παρελθόν ότι η βασική αποτυχία της σημερινής κυβέρνησης είναι ότι –καλώς ή κακώς- δεν έχει καταφέρει να πείσει το ευρύ κοινωνικό σώμα για την πραγματική διάσταση των προβλημάτων που αντιμετωπίζει η χώρα και τα οποία εστιάζονται στην ψευδή ευημερία που δημιούργησαν τα ελλείμματα παραγωγικότητας και ανταγωνιστικότητας.
Όσο, λοιπόν, δεν συνειδητοποιείται αυτή η απλή αλήθεια, θα αφήνεται το πεδίο ελεύθερο σε κάθε λογής πολιτικούς κερδοσκόπους που βάζουν την καρέκλα τους πάνω από το συλλογικό κοινωνικό συμφέρον, αλλά και στα κάθε είδους συμφέροντα που, ας μη γελιόμαστε, θα επωφεληθούν από την χρεοκοπία της χώρας.
Γι΄ αυτό –θεοσεβούμενοι και… άθεοι- ας είμαστε τουλάχιστον «κουμπωμένοι» απέναντι σε όσους μας ζητούν προσευχή για να αποφύγουμε τον επερχόμενο Αρμαγεδδώνα.

*Ο Γρηγόρης Τζιοβάρας είναι δημοσιογράφος, περιφερειακός σύμβουλος Θεσπρωτίας στο νέο Περιφερειακό Συμβούλιο Ηπείρου. Η αρθρογραφία του (ανα)δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα: http://topikakaiatopa.blogspot.com.

Τρίτη 13 Σεπτεμβρίου 2011

Και… Ρεχάγκελ να γίνει ο Σόιμπλε, το γκολ εμείς πρέπει να το βάλουμε

           Παραφράζοντας την παιγνιώδη και παροιμιώδη ρήση του Άγγλου ποδοσφαιριστή Γκάρι Λίνεκερ, σύμφωνα με την οποία «το ποδόσφαιρο είναι ένα παιχνίδι στο οποίο 22 άνθρωποι κυνηγούν μια μπάλα και στο τέλος… κερδίζει η Γερμανία», στην τρέχουσα επικαιρότητα θα μπορούσε άνετα να ισχυριστεί κανείς ότι «η ευρωζώνη είναι μια νομισματική ένωση 17 χωρών που έγινε για… να κερδίζει η Γερμανία».
Το 2004, ωστόσο, που, από πολλές απόψεις, υπήρξε η χρονιά της εθνικής μας απογείωσης, η Ελλάδα… διέψευσε τον Λίνεκερ και βρέθηκε στην κορυφή της ποδοσφαιρικής Ευρώπης. Το μοναδικό αυτό επίτευγμα συνδέθηκε, τότε, από πολλούς με την παρουσία στον ελληνικό πάγκο ενός Γερμανού, του Όττο Ρεχάγκελ, ο οποίος με την πρωσική οργάνωση κατάφερε να αναδείξει το ταλέντο, να τιθασεύσει τον μεσογειακό ενθουσιασμό και να μετουσιώσει το πάθος των Ελλήνων παικτών για διάκριση σε νικηφόρο αποτέλεσμα.
Η υιοθέτηση του ευρώ και η συμμετοχή μας στην ευρωζώνη που, αναμφίβολα, συνέβαλαν τα μέγιστα στην οικονομική ανάπτυξη και στην –έστω δάνεια- ευημερία που γνώρισε η χώρα μας την προηγούμενη δεκαετία, με τη συνεχή άνοδο των πραγματικών εισοδημάτων της πλειονότητας του πληθυσμού, σήμερα μοιάζει να έχει μεταβληθεί σε ένα βρόχο στο λαιμό όλων μας που μας καθηλώνει και μας οδηγεί στην πιο βαθιά ύφεση που γνώρισε η ελληνική οικονομία σε ειρηνικές περιόδους.
Κακά τα ψέματα, όμως, δεν είναι το ευρώ που μας έφερε στην τωρινή δυσχερή θέση. Είναι, κυρίως, επειδή το «πάρτι» που ξεκίνησε μετά την εισαγωγή μας στο κοινό ευρωπαϊκό νόμισμα, συνεχίστηκε μετά το 2004, τη χρονιά ορόσημο που επιβαλλόταν να γίνουν οι διορθωτικές κινήσεις για να τιθασευτεί το δημόσιο χρέος που έχει επισωρευτεί από τους πολυδάπανους Ολυμπιακούς Αγώνες και να συγκρατηθούν τα ελλείμματα τόσο στη δημοσιονομική διαχείριση όσο, πολύ περισσότερο, στο εμπορικό ισοζύγιο της  χώρας, που επιδεινώνονταν χρόνο με το χρόνο. 
Δεν είμαι από εκείνους που θα ισχυριστούν ότι όλα τα δεινά που μας βρήκαν από το 2008 και ύστερα, είναι προϊόν μόνον της πολιτικής του «άσ΄ το γι΄ αργότερα» της καραμανλικής διακυβέρνησης. Τα προβλήματα στην ελληνική οικονομία έχουν βαθύτερες ρίζες και πιστεύω ότι η ιστορία, μαζί με τα πολλά θετικά που θα πιστώσει, θα επιμερίσει ευθύνες και στην προηγούμενη κατάσταση, για την ατολμία της να δώσει λύσεις σε προβλήματα όπως το ασφαλιστικό, ο υπερδανεισμός των ΔΕΚΟ, αλλά και για τη στόχευση της μισθολογικής σύγκλισης με την υπόλοιπη Ευρώπη, από την οποία μας χώριζαν χάσματα παραγωγικότητας και ανταγωνιστικότητας.
Όλα αυτά, βεβαίως, επιδεινώθηκαν τη «μοιραία πενταετία 2004-2009» , για να δανειστώ τον τίτλο σχετικού βιβλίου του καθηγητή Γιάννη Βούλγαρη, που περιγράφει την «πολιτική της αδράνειας», η οποία, κατά τη δική μου προαίρεση, έφθασε μέχρι του σημείου να μετατρέψει σε κεντρικά προεκλογικά συνθήματα, αλλά, κυρίως, σε μετεκλογικές πολιτικές την κατάργηση του ΣΔΟΕ και του ΛΑΦΚΑ, τη μονιμοποίηση όλων των συμβασιούχων, την καθιέρωση της συνέντευξης για την πρόσληψη στο δημόσιο και τα «ρουσφέτια» των stage.
Όταν η εγχώρια διακυβέρνηση είχε αυτού του είδους τα προτάγματα, η γερμανική πολιτική τάξη εκμεταλλευόταν στο έπακρο τα θετικά του ευρώ και έπαιρνε έγκαιρα –ήδη από την εποχή που ήταν καγκελάριος ο Γκέρχαρντ Σρέντερ, ο οποίος εφάρμοσε την περίφημη «Ατζέντα 2010», όπως έχει επισημανθεί και Πάλι από αυτή τη στήλη- μέτρα για την ανάταξη της δικής τους οικονομίας, με στόχο την καταπολέμηση της ανεργίας.
Τους καρπούς αυτών των μέτρων, αλλά κυρίως της έγκαιρης προετοιμασίας της για το μέλλον, απολαμβάνει σήμερα η Γερμανία, η οποία, εξ ου, ακόμη και σε αυτή την δύσκολη φάση που η ευρωζώνη κλυδωνίζεται, αποκομίζει οφέλη, αφού δανείζεται φθηνότερα, καθώς τα ομόλογα που εκδίδει το γερμανικό δημόσιο θεωρούνται τα πλέον ασφαλή, αποκτώντας, έτσι, πλεονέκτημα έναντι των εταίρων και ανταγωνιστών της.
Γι΄ αυτό και η ευρισκόμενη σε πολιτικά δύσκολη θέση καγκελάριος Άνγκελα Μέρκελ, που πιέζεται από τους νεοφιλελεύθερους κυβερνητικούς συμμάχους της, αλλά και τον λαϊκίστικο γερμανικό Τύπο, την περασμένη Τετάρτη που τέθηκε προς συζήτηση στη γερμανική Βουλή το ζήτημα της νέας βοήθειας προς την Ελλάδα, δήλωσε πως «αν αποτύχει το ευρώ, θα αποτύχει η Ευρώπη».
Η Γερμανία, λοιπόν, που κατέχει την πολιτική και οικονομική πρωτοκαθεδρία της Ευρώπης –τη δεύτερη μπορεί να την αποκτήσει και τυπικά, αν, όπως λέγεται, αναλάβει στην αρχή του νέου χρόνου την προεδρία της ευρωζώνης ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών Β. Σόιμπλε- ξέρει ότι η αποπομπή της Ελλάδας ή άλλης χώρας από την ευρωζώνη, εκτός του ότι δεν προβλέπεται θεσμικά, δεν συμφέρει πολιτικά  και δεν αποδίδει οικονομικά για την ίδια.
Αυτό, ωστόσο, δε σημαίνει ότι εμείς πρέπει να μείνουμε με τα χέρια σταυρωμένα, εφόσον θέλουμε να αποφύγουμε τον ρόλο του μόνιμου Ευρωπαίου «παρία», ρόλο που δεν λίγοι εκείνοι που, εντός και εκτός Ελλάδας, πιστεύουν ότι θα αποφύγουμε ενστερνιζόμενοι τις κατευθύνσεις της Μέρκελ και του Σόιμπλε με την ίδια ζέση που οι Έλληνες ποδοσφαιριστές ακολούθησαν  τις οδηγίες του Ρεχάγκελ το… μακρινό 2004.  Έτσι ή αλλιώς το γκολ εμείς πρέπει να το βάλουμε!

*Ο Γρηγόρης Τζιοβάρας είναι δημοσιογράφος, περιφερειακός σύμβουλος Θεσπρωτίας στο νέο Περιφερειακό Συμβούλιο Ηπείρου. Η αρθρογραφία του (ανα)δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα: http://topikakaiatopa.blogspot.com.

Τρίτη 6 Σεπτεμβρίου 2011

Οφειλόμενη απάντηση για τον ορθολογισμό και το νοσοκομείο

Τις πιο ευαίσθητες χορδές μού χτύπησε το πρόσφατο άρθρο στη «Θεσπρωτική» της 27ης/28ης Αυγούστου με τίτλο: «”Τοπικά & Α-τοπα” ή ορίζοντας την έννοια του ανορθολογικού τοπικισμού», που υπογράφει ο (συντοπίτης) καθηγητής στο Πάντειο Δονάτος Παπαγιάννης, ο οποίος  πήρε, όπως ο ίδιος αναφέρει, ως αφορμή προηγούμενο σημείωμα τούτης εδώ της στήλης για το νοσοκομείο Φιλιατών. 
Ο τίτλος περισσότερο, αλλά, ως ένα βαθμό, και το περιεχόμενο του άρθρου, με υποχρεώνουν σε μια προσωπική εξομολόγηση: Όταν πριν από ένα χρόνο -τέτοιες μέρες ήταν, θυμάμαι, αρχές Σεπτεμβρίου-  κατέληξα να αποδεχθώ να εκτεθώ ως υποψήφιος στις περιφερειακές εκλογές, στην απόφασή μου βάρυνε αφενός η προτροπή φίλων μου που κατέτεινε στην επιγραμματική φράση «δεν μπορείς να μιλάς, μένοντας πάντοτε έξω από το χορό» και αφετέρου η (αυτο)δέσμευσή μου ότι «δεν θα πουλήσω την ψυχή μου στο διάβολο», ενδίδοντας στις Σειρήνες της ψηφοθηρίας.
Ας μου επιτραπεί, λοιπόν, καταχρώμενος τον χαρακτήρα της στήλης, να επισημάνω ότι, κάνοντας έναν πρώτο εσωτερικό απολογισμό του ενός χρόνου της έκθεσής μου στα κοινά της Θεσπρωτίας, οδηγός της δράσης μου, ακόμη και στη δίνη της προεκλογικής περιόδου, υπήρξε και παραμένει η ορθολογική προσέγγιση των ζητημάτων, με τα οποία βρεθήκαμε αντιμέτωποι ο υποφαινόμενος, αλλά και το συλλογικό μόρφωμα, η περιφερειακή, δηλαδή, παράταξη «Ήπειρος, Τόπος Να Ζεις», με επικεφαλής τον Βαγγέλη Αργύρη, στο οποίο συμμετέχω.
Πηγαίνοντας αρκετές φορές κόντρα στο ρεύμα και αποφεύγοντας την «πεπατημένη» του -ας μου επιτραπεί η όχι και τόσο «πολιτικά ορθή» έκφραση, δεν βρίσκω, όμως, καλύτερη- «βλαχοδημαρχισμού», δεν ενδώσαμε, ούτε προεκλογικά, ούτε μετεκλογικά, στον παραλυτικό λαϊκισμό. Πήραμε, και σε κάθε ευκαιρία παίρνουμε, σαφείς θέσεις, σε καίρια ζητήματα της Ηπείρου και της Θεσπρωτίας, είτε πρόκειται για τον αγωγό φυσικού αερίου και τους μετανάστες, είτε για τη «Δωδώνη» και τη διαχείριση των σκουπιδιών, με γνώμονα, πάντα, το ευρύτερο δημόσιο συμφέρον και χωρίς στείρους τοπικιστικούς ανταγωνισμούς.
Το ίδιο κάναμε και στο προκείμενο ζήτημα, που απετέλεσε το έναυσμα για το άρθρο του συντοπίτη καθηγητή, δηλαδή, τον υγειονομικό «χάρτη» της Περιφέρειας Ηπείρου, για τον οποίο, ήδη από την προεκλογική περίοδο, τοποθετηθήκαμε με σαφήνεια. Επισημάναμε τον πρότυπο αναπτυξιακό χαρακτήρα που μπορεί, λόγω της παρουσίας της Ιατρικής Σχολής και του Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου Ιωαννίνων, να προσλάβει, διαχέοντας τα οφέλη από το συγκριτικό αυτό πλεονέκτημα σε όλο το εύρος της Ηπείρου, μέσω της διασύνδεσης των επιμέρους υγειονομικών μονάδων της περιφέρειας.
Στο πλαίσιο αυτό, προκρίναμε και προτείναμε την ενιαία διοίκηση όλων των μονάδων της Ηπείρου, ώστε να επιτευχθούν οι απαραίτητες οικονομίες κλίμακας, μέσω της ορθολογικής κατανομής του ιατρικού, παραϊατρικού και διοικητικού προσωπικού,  αλλά και της αποφυγής της σπατάλης πόρων, στην οποία οδηγούν τόσο ο κατακερματισμός, όσο και η απολύτως ανορθολογική συνένωση, όπως αυτή που επιχειρήθηκε αρχικώς ανάμεσα στα νοσοκομεία Φιλιατών και Χατζηκώστα  Ιωαννίνων.
Επιμένω, λοιπόν, ότι «μεσοβέζικες» λύσεις –και τέτοια είναι και αυτή που, εν τέλει, δόθηκε με την νέα, κάπως βελτιωμένη, απόφαση για συνένωση μόνον του νοσοκομείου Φιλιατών με το Πανεπιστημιακό-  δεν υπηρετούν τον «κοινό νου», όπως διατείνεται ο αρθρογράφος, διότι, στην πράξη δεν εξοικονομούν ούτε το ένα ευρώ που θα συμφωνήσω ότι σε εποχές πτώχευσης –οικονομικής, κοινωνικής, πολιτικής και πολιτισμικής- είναι απαραίτητο να εξοικονομηθεί.
Αντιθέτως το «σήμα» που στέλνουν στο κοινωνικό σώμα, τέτοιες απαράσκευες, για να μην πω τίποτε χειρότερο, αποφάσεις, επιτείνει την πτώχευση, όχι μόνον στην οικονομική διάσταση της έννοιας  που συνίσταται στο ότι στη θέση ενός διοικητή, ορίστηκε απλώς ένας υποδιοικητής, δηλαδή, επί της ουσίας, έγινε αυτό που λέμε μια «τρύπα στο νερό».     
Γι΄ αυτό και, χωρίς ίχνος τοπικιστικής διάθεσης, επαναλαμβάνω στην άποψη μου για το οικονομικά ανυπολόγιστο κόστος που προκαλεί η ανακίνηση του όλου ζητήματος σε ένα κρίσιμο μέγεθος που είναι το αίσθημα ασφαλείας που δημιουργεί η ύπαρξη του νοσοκομείου στον γηρασμένο πληθυσμό της επαρχίας Φιλιατών, ακόμη και όταν δεν έχει άμεση ανάγκη χρήσης των υπηρεσιών του, καθώς λειτουργεί ως κίνητρο για πολύμηνες επισκέψεις αποδήμων, αλλά και για την παραμονή στις πατρογονικές εστίες νεώτερων ανθρώπων.
Θα προσθέσω δε, ευκαιρίας δοθείσης, και το εύλογο ερώτημα που –με δικαιολογημένο αίσθημα αδικίας- θέτουν πολλοί Φιλιαταίοι, γιατί από όλες τις υγειονομικές μονάδες επιλέχθηκε να συνενωθεί μόνον η συγκεκριμένη, χωρίς, μάλιστα, μέχρι στιγμής, να έχει εξηγηθεί πειστικά από κανέναν αρμόδιο ποια θα είναι η σχέση κόστους/οφέλους από τη συγκεκριμένη απόφαση.
Προσυπογράφοντας αρκετές από τις υπόλοιπες επισημάνσεις του κ. Παπαγιάννη, λέω, λοιπόν, ναι στον ορθολογισμό, αρκεί, όμως, να είναι τέτοιος και, πολύ περισσότερο, να συνοδεύεται με πειστικά επιχειρήματα, που, δυστυχώς, στην περίπτωση του υγειονομικού «χάρτη» δεν συνέβη.

*Ο Γρηγόρης Τζιοβάρας είναι δημοσιογράφος, περιφερειακός σύμβουλος Θεσπρωτίας στο νέο Περιφερειακό Συμβούλιο Ηπείρου. Η αρθρογραφία του (ανα)δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα: http://topikakaiatopa.blogspot.com.

Τρίτη 30 Αυγούστου 2011

Εγκώμιον πολιτικής, με αφορμή τέσσερις θανάτους

Μέσα στον Αύγουστο «έφυγαν από τη ζωή» τέσσερις διακεκριμένες  πολιτικές προσωπικότητες: ο πρώην υπουργός των κυβερνήσεων του ΠΑΣΟΚ Αναστάσης Πεπονής, ο στενός συνεργάτης του πρώην πρωθυπουργού Κώστα Σημίτη, συγγραφέας Νίκος Θέμελης, ο γνωστός ηθοποιός και πρώην βουλευτής του ΚΚΕ Λυκούργος Καλλέργης και ο ιστορικός ηγέτης της ανανεωτικής Αριστεράς Λεωνίδας Κύρκος.
Δεν ξέρω πόσο συμπτωματικό είναι, αλλά συμβαίνει, σε μια εποχή που η κρίση της πολιτικής είναι στο απόγειο της, και οι τέσσερις να εγκαταλείπουν τον μάταιο τούτο κόσμο καθολικά τιμώμενοι και με «οικουμενική»  αναγνώριση της προσφοράς τους στα κοινά και στους αγώνες και στις αγωνίες του λαού μας σε καιρούς πολύ πιο χαλεπούς από αυτούς που εμείς ζούμε σήμερα.
Έχω, ωστόσο, εδραία την πεποίθηση πως, κάνοντας κανείς αναδρομή στην πορεία ενός εκάστου εξ αυτών, δεν βρίσκει σε καμιά από τις συγκεκριμένες περιπτώσεις να ισχύει το γνωστό υποκριτικό ρητό, σύμφωνα με το οποίο «ο νεκρός δεδικαίωται», το οποίο συνήθως επικρατεί για τους ανθρώπους –πολιτικούς και μη- όταν φεύγουν από τη ζωή.  
Ξεκινώντας από τον Αναστάση Πεπονή, ποιος μπορεί να αρνηθεί ότι άφησε θετικά το χνάρι του στα πολιτικά δρώμενα της χώρας; Και το άφησε όχι μόνον με την παρακαταθήκη του ΑΣΕΠ, για την οποία ο ίδιος πάλεψε, επιδιώκοντας να απαλλάξει την πολιτική από τις «πελατειακές σχέσεις, χωρίς να διστάσει, όταν το έργο του υπονομεύτηκε -εκ των έσω, φυσικά-, να υποβάλει την παραίτησή του. Δίδαξε, με τον τρόπο αυτό, πολιτικό ήθος και συνέπεια, όπως είχε κάνει και στην περίοδο της Αποστασίας, όταν μετέδωσε από το κρατικό ραδιόφωνο τις επιστολές του νόμιμου πρωθυπουργού Γεωργίου Παπανδρέου, αλλά και μετέπειτα, αγωνιζόμενος κατά της χούντας των συνταγματαρχών.
Τριάντα χρόνια δίπλα στον Κώστα Σημίτη ήταν ο Νίκος Θεμελής και η επιρροή του στον πρώην πρωθυπουργό, ως διαχρονικός διευθυντής του γραφείου του, υπήρξε, κατά γενική ομολογία τεράστια. Παρά ταύτα, δεν τον έκανε γνωστό, όπως συνέβη με άλλους, η εξουσία που διέθετε, αλλά το πλούσιο λογοτεχνικό έργο του, το οποίο, εκτός των άλλων, αποτελεί μια «ελεγεία» στην Ηπειρώτικη Διασπορά, εκλεκτό τέκνο της οποίας υπήρξε και ο ίδιος, κάτι που, δυστυχώς, δεν έχει (εκ-)τιμηθεί δεόντως από τους τοπικούς ταγούς, οι οποίοι, νομίζω, ότι είναι ώρα να το κάνουν.
Από «καλή γενιά» Κρητικών αγωνιστών, γιός του πρωτοπόρου σοσιαλιστή Σταύρου Καλλέργη, που καθιέρωσε την Εργατική Πρωτομαγιά στην Ελλάδα, ο Λυκούργος Καλλέργης, δεν «εξαργύρωσε» την πατρική κληρονομιά με «οφίτσια». Αφιέρωσε τη ζωή του στην Τέχνη, στην οποία, έπειτα από ένα «πέρασμα» από το Κοινοβούλιο, ως βουλευτής του ΚΚΕ, το 1977, επέστρεψε, συνεχίζοντας να την υπηρετεί, με την ίδια συνέπεια που υπηρέτησε τις ιδέες του μέσα από τον συνδικαλισμό.
Τι να πει κανείς για τον Λεωνίδα Κύρκο που να μη μοιάζει πολύ φτωχό για να χαρακτηρίσει την προσωπικότητά του; Ακόμη και όσοι, στην μακρά πολιτική διαδρομή του, διαφωνήσαμε, κατά καιρούς, μαζί του, δεν μπορεί να μην του αναγνωρίσουμε τη συνεπή δράση στην κατεύθυνση της ανανέωσης και της συνένωσης της Αριστεράς, όπως και την ευρωπαϊκού τύπου διαλλακτικότητα στην πολιτική συμπεριφορά του και τη διαχρονικά συναινετική διάσταση των παρεμβάσεων του.
Ένοιωσα την ανάγκη να κάνω τούτες τις επισημάνσεις, γιατί, ειλικρινά, ενοχλούμαι βαθιά κάθε φορά που βρίσκομαι αντιμέτωπος με την ισοπεδωτική και άκρως επικίνδυνη αντίληψη που τείνει να επικρατήσει στις μέρες μας και θέλει συλλήβδην όλους τους πολιτικούς να είναι «άρπαγες», «κλέφτες» και «κηφήνες» που «ρουφούν το αίμα του λαού», όπως συχνότερα, παρά ποτέ, ακούει κανείς, τελευταία, στους ανά την Ελλάδα καφενέδες, όπου αναμασιέται ο τηλεοπτικός λαϊκισμός.
Έχοντας παρακολουθήσει –εκ του συστάδην, όπως λένε στη στρατιωτική ορολογία- τα πολιτικά δρώμενα για περισσότερο από δυόμισι δεκαετίες, κατά τις οποίες υπήρξα κοινοβουλευτικός συντάκτης σε διάφορα μέσα ενημέρωσης, γνώρισα από πολύ κοντά αρκετούς πολιτικούς όλων των παρατάξεων. Αν χρειαζόταν να συνοψίσω την εμπειρία μου αυτή σε μια φράση, εκείνο, στο οποίο θεωρώ ότι θα κατέληγα είναι πως «δεν είναι ίδιοι όλοι οι πολιτικοί».
Υπήρξαν και , βεβαίως, υπάρχουν «επαγγελματίες» πολιτικοί που η παρουσία τους στη πολιτική είναι ένα είδος καριέρας, για τη συνέχιση της οποίας είναι διατεθειμένοι να κάνουν οποιοδήποτε «συμβιβασμό» ή να επιδοθούν σε κάθε είδους «αλισβερίσι». Δίπλα τους, ωστόσο, στα ίδια έδρανα κάθονταν και, σίγουρα, εξακολουθούν να κάθονται, πολιτικοί με διάθεση προσφοράς που δεν θεωρούν την πολιτική χώρο πλουτισμού –γιατί, πιστέψτε το, η πλειονότητα φεύγει φτωχότερη από την πολιτική- και δεν διστάζουν να αποχωρήσουν όταν τίθενται θέματα συνείδησης, όπως έκανε ο Αναστάσης Πεπονής, ή όταν έρχεται το πλήρωμα του χρόνου, όπως έκανε ο Λεωνίδας Κύρκος.
Εκείνο, πάντως, που νομίζω ότι πρέπει να έχουμε, κυρίως, υπόψη μας, όταν «πυροβολούμε» τους πολιτικούς, είναι πως και τους μεν και τους δε ψηφοφόροι, όπως εμείς, τους έστειλαν εκεί. Σε κάθε περίπτωση, όμως, η Πολιτική είναι πέρα και πάνω από τα πρόσωπα που έρχονται και παρέρχονται. Και, φυσικά, χωρίς Πολιτική καμία κοινωνία δεν προοδεύει.

*Ο Γρηγόρης Τζιοβάρας είναι δημοσιογράφος, περιφερειακός σύμβουλος Θεσπρωτίας στο νέο Περιφερειακό Συμβούλιο Ηπείρου. Η αρθρογραφία του (ανα)δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα: http://topikakaiatopa.blogspot.com.

Τρίτη 23 Αυγούστου 2011

«Όλα τριγύρω αλλάζουνε, και όλα τα ίδια μένουν…»

Στην εφορία της περιοχής μου με κάλεσαν πρόσφατα, για έναν τυπικό έλεγχο της φορολογικής μου δήλωσης, την οποία εδώ και χρόνια, από το 2003 που, αν δεν με απατά η μνήμη μου, δόθηκε η σχετική δυνατότητα, υποβάλω ηλεκτρονικά. Πηγαίνοντας εκεί έμεινα έκπληκτος όταν η εντεταλμένη υπάλληλος μού ζήτησε αντίγραφο της δήλωσης, καθώς η ίδια, ελέγκτρια κατά τα άλλα, δεν είχε πρόσβαση στη σχετική λειτουργία του Taxis.
Η έκπληξή μου έγινε ακόμη μεγαλύτερη όταν μου εξήγησε ότι ολόκληρη δημόσια υπηρεσία δεν μπορούσε να μου παράσχει τη δυνατότητα να συνδεθώ στο διαδίκτυο για να εκτυπώσω επιτόπου τη δήλωση, όπως μπορώ να κάνω από το σπίτι μου, το γραφείο μου ή ένα Internet café, οπουδήποτε στην Ελλάδα ή στο εξωτερικό. Έτσι, χρειάστηκε να επανέλθω την επομένη για να ολοκληρωθεί ο έλεγχος, χάνοντας κι εγώ, όπως, φαντάζομαι, χιλιάδες άλλοι συμπολίτες μας, αλλά και εκατοντάδες υπάλληλοι, αρκετό από τον εργάσιμο χρόνο μας για κάτι τόσο αυτονόητο που κανείς δεν σκέφθηκε ν΄ αλλάξει.
Με αυτή και πολλές άλλες αφορμές, μου δημιουργείται η εντύπωση ότι, πλειοψηφικά, έχουμε μεταβληθεί σε ένα λαό που δεν αρέσκεται στις αλλαγές ή, τέλος πάντων, ένα μεγάλο τμήμα της ελληνικής κοινωνίας, δεν δείχνει διάθεση να αλλάξει νοοτροπίες και συνήθειες.
Δείτε, για παράδειγμα, τις κομματικές και συνδικαλιστικές αντιδράσεις στις προσφάτως εξαγγελθείσες αλλαγές στην κρατικά μέσα ενημέρωσης. Δεν πίστευα στα αυτιά μου και δεν εμπιστευόμουνα τα μάτια μου ακούγοντας και διαβάζοντας τις διαπρύσιες αντιρρήσεις ορισμένων για το «λουκέτο» στο «ιστορικό» (!) περιοδικό «Ραδιοτηλεόραση» που αν δεν υπήρχε ο καταιγισμός της διαφήμισής του από τα κανάλια της ΕΡΤ τις τελευταίες ημέρες θα πίστευα ότι είχε από χρόνια σταματήσει να κυκλοφορεί.
Δεν ξέρω πόσοι το αγόραζαν το εν λόγω περιοδικό, το οποίο, σύμφωνα με τον αρμόδιο υπουργό Επικρατείας Ηλία Μόσιαλο, επιβάρυνε το συνολικό προϋπολογισμό της ΕΡΤ με τρία εκατομ. ετησίως, Αναρωτιέμαι, όμως, ποια, αλήθεια,… ιστορικότητα αναδύεται από ένα έντυπο που, αν δεν κάνω λάθος, ο ρόλος του είναι να δημοσιεύει το πρόγραμμα των τηλεοπτικών σταθμών, όπως κάνουν δεκάδες άλλα –ειδικά και μη- έντυπα σε αυτή τη χώρα;
Μεγάλη απορία μού δημιουργήθηκε και από τις ενστάσεις που διατυπώθηκαν για την διακοπή της λειτουργίας της ΕΤ 1, αλλά και το γενικότερο συμμάζεμα που επιχειρείται στους τηλεοπτικούς και ραδιοφωνικούς σταθμούς –τρεις διαφορετικοί ραδιοσταθμοί λειτουργούν μόνον στη Θεσσαλονίκη. Και απόρησα γιατί μέχρι πρότινος το συμμάζεμα εμφανιζόταν να είναι λαϊκή απαίτηση, καθώς κοινή πεποίθηση ήταν ότι η κατάσταση είχε «ξεχειλώσει» τα τελευταία χρόνια και η συνεχιζόμενη σπατάλη χρημάτων του Έλληνα φορολογούμενου ήταν προκλητική.
Αλλά και σε πιο σοβαρά θέματα, η νοοτροπία της άρνησης των αλλαγών, φαίνεται να εκδηλώνεται με τρόπο που πραγματικά είναι να αναρωτιέται κανείς αν έχουμε γίνει ένας βαθιά συντηρητικός λαός ή ότι έτσι θέλουν να μας παρουσιάσουν οι ταγοί της κάθε είδους εξουσίας –πολιτικής, συνδικαλιστικής, αλλά κυρίως όσοι ελέγχουν την ενημέρωση και βαυκαλίζονται πως (δήθεν) εκφράζουν τη λεγόμενη «κοινή γνώμη».
Αναφέρομαι στην αρνητική χροιά που δόθηκε εξ αρχής από τα μέσα ενημέρωσης στην πληροφορία ότι η κυβέρνηση προσανατολιζόταν να περιορίσει το τελετουργικό πρόγραμμα της πρωθυπουργικής παρουσίας στα εγκαίνια της Διεθνούς Έκθεσης Θεσσαλονίκης το μεθεπόμενο Σαββατοκύριακο.
Χρόνια τώρα, αλλά κυρίως κατά την τελευταία τριετία που η οικονομική κρίση εγκαταστάθηκε για τα καλά στα μέρη μας, λογής δημοσιολογούτες ασκούσαν κριτική στην… κυβερνητική «ΔΕΘ-τουρ», όπως επικριτικά –και σωστά- σχολίαζαν στη μαζική –δημοσία δαπάνη- μετάβαση στη Θεσσαλονίκη πολυπληθών αντιπροσωπειών από υπουργεία, δημόσιες υπηρεσίες και ΔΕΚΟ, αλλά και υπουργών και κρατικών αξιωματούχων, με μόνο λόγο της εκεί παρουσίας τους να ακούσουν τον πρωθυπουργό και κατόπιν να «ξεχυθούν» στα κάθε είδους ξενυχτάδικα της περιοχής.
Μόλις, όμως, έγινε γνωστή η πρόθεση να περικοπεί –για συμβολικούς, αλλά ουσιαστικούς λόγους- το καθιερωμένο πρόγραμμα της πρωθυπουργικής παρουσίας, ώστε να εκπεμφθεί το μήνυμα της περιστολής των δαπανών, οι αντιδράσεις εκφράστηκαν ακαριαία.
«Φοβούνται τους διαδηλωτές», έσπευσαν να πουν ορισμένοι. Λες και αν ο πρωθυπουργός δεν έκανε το καθιερωμένο δείπνο με τους λεγόμενους παραγωγικούς φορείς και τους τοπικούς παράγοντες –τον μητροπολίτη Άνθιμο, τον περιφερειάρχη Δ. Ψωμιάδη (που αντικαθιστά τον εκπεσόντα αδελφό του Πανίκα)-, οι συνήθως ειρηνικοί διαδηλωτές του ΠΑΜΕ ή οι πιο πολεμοχαρείς «μπαχλάκηδες», θα πτοούνταν και δεν θα προχωρούσαν στις δικές τους εκδηλώσεις που επίσης έχουν, πλέον, χαρακτήρα παράδοσης, αφού είναι ετησίως επαναλαμβανόμενες.
Με αυτά και με εκείνα, λοιπόν, από την εφορία που κανείς δεν σκέφθηκε να τη συνδέσει στο διαδίκτυο, ως την… ιστορική «Ραδιοτηλεόραση» και την τελετουργία της ΔΕΘ, νομίζω ότι εκείνο που ταιριάζει γάντι στην περίσταση είναι ο επιγραμματικός στίχος του τραγουδοποιού Νίκου Παπάζογλου, σύμφωνα με τον οποίο «όλα τριγύρω αλλάζουνε και όλα τα ίδια μένουν…».    

*Ο Γρηγόρης Τζιοβάρας είναι δημοσιογράφος, περιφερειακός σύμβουλος Θεσπρωτίας στο νέο Περιφερειακό Συμβούλιο Ηπείρου. Η αρθρογραφία του (ανα)δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα: http://topikakaiatopa.blogspot.com.

Τετάρτη 17 Αυγούστου 2011

«Αύγουστε καλέ μου μήνα, νά ΄σουν δυο φορές το χρόνο…»

         O Αύγουστος υπήρξε ανέκαθεν ο μήνας της ανάπαυλας. Πολύ πριν ο σύγχρονος τρόπος ζωής «επιβάλει» την ανάγκη του παραθερισμού, των διακοπών και της θερινής άδειας, η φύση και για την ακρίβεια ο κύκλος της παραδοσιακής αγροτικής οικονομίας, με τον θερισμό και το αλώνισμα που είχαν τελειώσει και τη νέα σπορά που έπρεπε να περιμένει τα πρωτοβρόχια, είχε καθιερώσει τον Αύγουστο ως τον μήνα της ξεκούρασης και του γλεντιού.
        Έτσι έφτασε ως τις μέρες μας η παροιμία «Αύγουστε, καλέ μου μήνα, νά ΄σουν δυο φορές το χρόνο» που εκφράζει και σήμερα τη διάθεση που δημιουργεί στους περισσότερους εξ ημών, αφενός, η προσωρινή αποχή από τη ρουτίνα της καθημερινότητας, την ίδια ώρα που, αφετέρου, ξαναζωντανεύουν τα έρημα χωριά μας και, κυρίως, τονώνεται η τουριστική «βιομηχανία» που, χωρίς αυτήν, οι ελπίδες για έξοδο από την οικονομική κρίση θα ήταν πολύ λιγότερες.
        Σε πείσμα, πάντως, της κρίσης, με χαρά διαπίστωνε κανείς αυτές τις μέρες, ότι πολύς κόσμος «βγήκε από το καβούκι του» και ξέδωσε, συμμετέχοντας σε κάθε είδους εκδηλώσεις: από ξένοιαστο «αραλίκι» στις παραλίες μας, που, παρότι δεν ήταν στην καλύτερη δυνατή κατάσταση, έσφυζαν από ζωή, παραδοσιακά πανηγύρια και ανταμώματα, έως river parties και συναυλίες.
        Ο δεύτερος, ουσιαστικά, χρόνος λειτουργίας της Εγνατίας Οδού, που, ευτυχώς, ακόμη είναι χωρίς διόδια, έφερε και πάλι αυξημένη τουριστική κίνηση από την Βόρεια Ελλάδα στα παράλια της Θεσπρωτίας. Κίνηση που θα ήταν πολύ μεγαλύτερη, ακόμη και για την ενδοχώρα του νομού, αν είχε ήδη «ανοίξει» το, πιο σημαντικό για μας, «μέτωπο» προς το Νότο, με την ολοκλήρωση τόσο της Ιόνιας Οδού που, δυστυχώς, παραμένει «παγωμένη», όσο και της Αθηνών – Πατρών που προχωράει με ρυθμούς «χελώνας».
        Δεν είναι, όμως, μόνον τα συγκεκριμένα υπερτοπικά μεγάλα έργα, που κρατούν καθηλωμένο τον μικρό μας τόπο, είναι και τα δικά μας τοπικά, με σημαντικότερα την παράκαμψη της Ηγουμενίτσας και τη σύνδεση με το μεθοριακό σταθμό στο Μαυρομάτι, που όσο μένουν στα χαρτιά τόσο θα δυσκολεύεται η ζωή όλων, ντόπιων και επισκεπτών, τουριστών και επιχειρηματιών της περιοχής.
        Τα επισημαίνω όλα αυτά όχι για λόγους μεμψιμοιρίας, ούτε για να χαλάσω την αυγουστιάτικη γιορτινή διάθεση, γκρινιάζοντας γι΄ αυτά που έπρεπε να γίνουν και δεν έγιναν τα προηγούμενα χρόνια, αλλά και για την συνεχιζόμενη, ασυγχώρητη ως ένα μεγάλο βαθμό, καθυστέρηση που παρατηρείται
Αν αναφέρομαι σε αυτά, είναι κυρίως επειδή είμαι πεπεισμένος πως μόνον με την άμεση και ταχύτατη προώθηση των μεγάλων αυτών έργων, όσων τουλάχιστον από αυτά είναι «ώριμα», θα σπάσει ο φαύλος κύκλος της ύφεσης και της ανεργίας που αποτελεί την επιτομή της κρίσης της ελληνικής οικονομίας.
        Μπορεί οι περισσότεροι γύρω μας, μισθωτοί και συνταξιούχοι, να διαμαρτύρονται για τις περικοπές που υπέστησαν, προσωπικά δεν θα κουραστώ να επαναλαμβάνω ότι το άγριο πρόσωπο της οικονομικής κρίσης είναι εκείνο που βλέπουν οι εκατοντάδες χιλιάδες άνεργοι, ο αριθμός των οποίων αυξάνεται δραματικά από μήνα σε μήνα και η τάση που διαμορφώνεται προοιωνίζεται ένα δύσκολο φθινόπωρο και έναν ακόμη δυσκολότερο χειμώνα.
Χωρίς, λοιπόν, ουσιαστικά μέτρα για την ανάσχεση της ανεργίας, στόχος που μπορεί να επιτευχθεί με ένα συνεκτικό σχέδιο δημιουργίας θέσεων εργασίας, δεν πρόκειται να ξεπεραστεί η κρίση που αντιμετωπίζουμε και η οποία, όπως επανειλημμένως σημειώνω από τούτη τη στήλη, δεν είναι μόνον οικονομική, είναι πρωτίστως κοινωνική.
Όταν ο μη ενεργός πληθυσμός της χώρας είναι μεγαλύτερος από τον ενεργό και όταν σε λίγο, με το τέλος της τουριστικής σεζόν, ο αριθμός των ανέργων θα «σπάσει» το «ψυχολογικό» όριο του ενός εκατομμυρίου, όποιες –αναγκαίες, κατά τ΄ άλλα- αλλαγές και μεταρρυθμίσεις και να προωθήσει η κυβέρνηση, θα έχει χάσει το μεγάλο παιχνίδι που δεν είναι άλλο από τη διατήρηση της κοινωνικής συνοχής.
Και δεν χρειάζεται κανείς να είναι κοινωνιολόγος για να αντιληφθεί ότι η κοινωνική συνοχή είναι όρος απαραίτητος για την πρόοδο και την ανάπτυξη της κοινωνίας.
*Ο Γρηγόρης Τζιοβάρας είναι δημοσιογράφος, περιφερειακός σύμβουλος Θεσπρωτίας στο νέο Περιφερειακό Συμβούλιο Ηπείρου. Η αρθρογραφία του (ανα)δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα: http://topikakaiatopa.blogspot.com.