Συνολικές προβολές σελίδας

Τρίτη 18 Οκτωβρίου 2011

Πορτογαλία: σαν σκηνές από (ελληνική) ταινία προσεχώς


Παρακολουθώ, αν και στην, πνιγμένη από πολλών ειδών σκουπίδια, εγχώρια επικαιρότητα, δεν τους δίνονται και ιδιαίτερη σημασία, τα όσα διαδραματίζονται στην –από πολλές απόψεις- πολύ κοντινή μας Πορτογαλία και βρίσκω να μοιάζουν σαν σκηνές από (ελληνική) ταινία προσεχώς.  
Θυμίζω ότι τον περασμένο Ιούνιο στην Πορτογαλία, που αντιμετώπιζε, ανάλογη με την ελληνική, οικονομική κρίση, άλλαξαν κυβέρνηση. Ο αρχηγός της κεντροδεξιάς αντιπολίτευσης Πέδρο Κοέλιο, υποχρέωσε τον σοσιαλιστή πρωθυπουργό Ζοζέ Σόκρατες, που είχε οδηγήσει τη χρεοκοπημένη χώρα του στο μηχανισμό στήριξης της «τρόικας», σε παραίτηση και, αφού μεσολάβησαν εκλογές, ανέλαβε εκείνος το τιμόνι της χώρας.
Νωρίτερα και παρά τις έντονες πιέσεις που του άσκησαν ομοϊδεάτες του στο Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα, όπως η Γερμανίδα καγκελάριος Άνγκελα Μέρκελ, ο Κοέλιο είχε αρνηθεί να συνεργαστεί με τον πρωθυπουργό Σόκρατες, ο οποίος, αφού ήπιε μόνος το «πικρό ποτήρι» των πρώτων μέτρων λιτότητας, ουσιαστικά παρέδωσε την εξουσία, αφού, με την πολιτική που είχε υποχρεωθεί να ακολουθήσει, εκλογικό χαΐρι δεν επρόκειτο να δει στις πρόωρες κάλπες που αναγκάστηκε να στήσει.
Ο κεντροδεξιός Κοέλιο διεκήρυττε προεκλογικά ότι θα «επαναδιαπραγματευόταν το μνημόνιο» και θα άλλαζε το «μείγμα πολιτικής» του προκατόχου του, σκορπίζοντας μεγαλύτερα ρίγη συγκίνησης στα πέριξ της αθηναϊκής λεωφόρου Συγγρού από ότι στο κέντρο της Λισαβόνας. Στους τέσσερις μήνες, όμως, που είναι στην εξουσία, όχι μόνον επαναδιαπραγμάτευση δεν μπόρεσε να κάνει, αλλά ήδη έχει λάβει ως τώρα δύο «πακέτα» μέτρων λιτότητας.
Στα τέλη Ιουλίου ανακοίνωσε, με το πρώτο «πακέτο», μείωση των αποζημιώσεων απόλυσης (μέτρο στο οποίο στα καθ΄ ημάς τον είχε προλάβει ο Ανδρέας Λοβέρδος) και κατάργηση ή συγχώνευση δημοσίων φορέων -μεταξύ των οποίων και ένα τηλεοπτικό κανάλι- (όπως πολλάκις έχει ανακοινωθεί κι εδώ, αλλά ακόμη «παλεύεται» το ζήτημα). Στόχος, όπως είχε εξαγγελθεί, ήταν να περιοριστεί το έλλειμμα στο 5,9% στο τέλος του έτους και να λάβει η χώρα τις επόμενες δόσεις του δανείου των 78 δισ. ευρώ από την ΕΕ, την ΕΚΤ και το ΔΝΤ.
Ο περιορισμός, όμως, του ελλείμματος στο προβλεπόμενο επίπεδο αποδείχθηκε «άπιαστο όνειρο», αφού αυτό εκτινάχθηκε κοντά στο 8%,  με αποτέλεσμα «τρύπα» 3 δισ. ευρώ στον φετινό προϋπολογισμό, που οι «τροϊκανοί» απαίτησαν από τον… «εθνικά υπερήφανο» κ. Κοέλιο  να το καλύψει άμεσα, αν θέλει επόμενη δόση.
Έτσι, την περασμένη εβδομάδα ο Πορτογάλος πρωθυπουργός, μαζί με τον προϋπολογισμό του 2012, ανακοίνωσε το δεύτερο «πακέτο» λιτότητας της θητείας του, με ακόμα πιο έντονο «ελληνικό χρώμα», αφού προβλέπει περικοπές σε μισθούς και «δώρα» όσων αμείβονται με μισθό πάνω από 1.000 ευρώ, καθώς και αύξηση του ΦΠΑ σε πολλά προϊόντα από το 13% στο 23%, όπως ακριβώς, δηλαδή, έγινε και στην Ελλάδα...
«Ζούμε σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης», είπε σε τηλεοπτικό διάγγελμά του ο Κοέλιο, ο οποίος –άκουσον, άκουσον!- δέχθηκε πυρά από την αντιπολίτευση ότι θα βουλιάξει ακόμη περισσότερο την πορτογαλική οικονομία στην ύφεση. Ύφεση, η οποία για φέτος προβλεπόταν στο 1,9%, αλλά θα ξεπεράσει το 2%, ενώ υπολογίζεται στο 2,2% για το 2012, έναντι θετικής ανάπτυξης 1,4% το 2010, χρονιά κατά την οποία –μην ξεχνάμε- ότι για την Ελλάδα ήταν η τρίτη συνεχόμενη με ύφεση, καθώς, με βάση τα νεότερα στοιχεία, χτύπησε πρώτη φορά την πόρτα μας το 2008.
Ένοιωσα την υποχρέωση να τα θυμίσω όλα αυτά, όχι για να (υπο-)στηρίξω την κυβέρνηση, που είναι φανερό, άλλωστε, πως έχει χάσει τον «μπούσουλα», αλλά γιατί ενοχλούμαι από «τυφλές» -δήθεν συνδικαλιστικές- κινητοποιήσεις, με στόχο να προκληθούν άμεσες πολιτικές εξελίξεις και, συνάμα,  επειδή θυμώνω με όσους δείχνουν να μη διδάχτηκαν τίποτε από τη γενικευμένη κρίση που ζούμε και εξακολουθούν να υπόσχονται «λαγούς με πετραχήλια», εξαγγέλλοντας μείωση φορολογικών συντελεστών, ως αντίδοτο στη φοροδιαφυγή και κλείνοντας το μάτι σε κάθε είδους και κάθε μορφής διεκδίκηση.
Δεν έχω κανέναν δισταγμό να αναγνωρίσω –και με τη δέσμευση του γραπτού λόγου- ότι αργά ή γρήγορα η σημερινή κυβέρνηση θα αποτελέσει παρελθόν, υπό το βάρος των μέτρων που υποχρεώθηκε να λάβει και τα οποία βρίσκονται σε διάσταση με τις ιδεολογικές επιλογές της, ενώ έρχονται σε αντίθεση με όσα προεκλογικά διεκήρυττε, αγνοώντας ή παραβλέποντας –μικρή σημασία ίσως έχει, πλέον, ποιο από τα δύο ίσχυε- την «ωρολογιακή βόμβα» που καλούνταν να παραλάβει πριν από δύο χρόνια.
Για αρκετούς, μάλιστα, φίλους της κυβερνητικής παράταξης, η επιτάχυνση των πολιτικών εξελίξεων, θα λειτουργήσει «λυτρωτικά» για τον πολιτικό τους χώρο. Ενστερνίζομαι, εν πολλοίς, την άποψη τους, αλλά διστάζω να την υιοθετήσω, επειδή δεν είμαι βέβαιος ότι αποτελεί, τούτη τουλάχιστον την κρίσιμη ώρα, την καλύτερη λύση για τη χειμαζόμενη ελληνική οικονομία.

*Ο Γρηγόρης Τζιοβάρας είναι δημοσιογράφος, περιφερειακός σύμβουλος Θεσπρωτίας στο νέο Περιφερειακό Συμβούλιο Ηπείρου. Η αρθρογραφία του (ανα)δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα: http://topikakaiatopa.blogspot.com.     

Τρίτη 11 Οκτωβρίου 2011

Τα… «αυγά και τα πασχάλια» της κυβερνητικής επικοινωνίας

Επί δύο συνεχείς εβδομάδες ένας από τους μεγάλους τηλεοπτικούς σταθμούς, αλλά κι ένας ακόμη που το κύριο αντικείμενο, ακόμη και των δελτίων ειδήσεων του, είναι το αποκαλούμενο life style, που συμβαίνει και οι δύο να ελέγχονται από τον ίδιο επιχειρηματικό όμιλο, έχουν επιδοθεί σε έναν ανελέητο πόλεμο φθοράς κατά του υπουργού Εθνικής Άμυνας Πάνου Μπεγλίτη, με αφορμή, δήθεν, απόφασή του με την οποία δόθηκε η δυνατότητα στα στελέχη των ενόπλων δυνάμεων να επικοινωνούν απευθείας με την πολιτική ηγεσία.
Σε καθημερινή βάση οι οθόνες των συγκεκριμένων σταθμών κατακλύζονται από δηλώσεις κάθε λογής αποστράτων που σε υψηλότατους τόνους «κατακεραυνώνουν» τον υπουργό Άμυνας που, κατά την άποψή τους, καταλύει την ιεραρχία του στρατεύματος και, έμπλεοι ανησυχιών, κορυβαντιούν για τις συνέπειες που θα επέλθουν στην πειθαρχία των στρατιωτικών.
Ορισμένοι, μάλιστα, από αυτούς τους σφόδρα ανησυχούντες είναι οι ίδιοι που, αν δεν πρωταγωνίστησαν στα πρόσφατα επεισόδια στο «Πεντάγωνο», παρέσχον πλήρη κάλυψη στους συναδέλφους τους που κατέστρεψαν τις πύλες εισόδου του υπουργείου Εθνικής Άμυνας και εισέβαλαν στον προαύλιο χώρο κατά τη διάρκεια  διαμαρτυρίας για τη μείωση των συντάξεων τους. Και έδειξαν τέτοιο σεβασμό στην ιεραρχία που απαίτησαν από τους εν ενεργεία ηγήτορες του στρατεύματος να κατέβουν από τα επιτελεία τους για να παραλάβουν το ψήφισμα τους.
Η κυβέρνηση αντιμετώπισε το όλο ζήτημα με… ολύμπια ψυχραιμία και, αν εξαιρέσει κανείς το τελεσίγραφο που έστειλε ο κ. Μπεγλίτης από τη Βουλή, όπου βρισκόταν, να αποχωρήσουν οι απόστρατοι από το εσωτερικό του υπουργείου γιατί αλλιώς θα απομακρυνόταν βιαίως, κανείς άλλος ούτε από τα άλλα κόμματα, ούτε από το κυβερνητικό στρατόπεδο δεν ένοιωσε την ανάγκη να πει μια κουβέντα καταδίκης τόσο των επεισοδίων όσο και της διπλής τηλεοπτικής καμπάνιας κατά του υπουργού που γίνεται από τα μέσα του επιχειρηματικού ομίλου που, είναι γνωστό στους παροικούντες την Ιερουσαλήμ ότι δεκαετίες τώρα, διατηρεί «εκλεκτικές συγγένειες» με τις ένοπλες δυνάμεις.
Και αν τα άλλα κόμματα το είδαν με κοντόθωρο ωφελιμισμό, εκπλήσσει η σιωπή της κυβέρνησης, η οποία παγιδευμένη στα λάθη, στις παλινωδίες και στις ανακολουθίες της, αλλά και στη λογική του «ο σώζων εαυτόν σωθήτω», που έχει επικρατήσει τόσο στο υπουργικό συμβούλιο, όσο και στην κοινοβουλευτική ομάδα του κυβερνώντος κόμματος, μοιάζει να… έχει παραδώσει το πνεύμα της στο επικοινωνιακό πεδίο.         
Οι κυβερνώντες ανέχονται, επί παραδείγματι, αφήνοντας αναπάντητη, την «οβιδιακή» εναλλαγή ρόλων από τους ιεροκήρυκες της τηλοψίας, οι οποίοι τη μια μέρα εμφανίζονται διαπρύσιοι συνήγοροι της τρόικας, εγκαλώντας την κυβέρνηση και συλλήβδην το πολιτικό σύστημα που δεν συμφωνούν να πάρουν δια μιας όλα τα μέτρα που ζητούν οι δανειστές μας, ενώ την αμέσως επομένη μέρα, όταν τα μέτρα λαμβάνονται, μεταμορφώνονται σε σφοδρούς κατηγόρους, στηλιτεύοντας την αναλγησία των μεν και των δε και φθάνοντας μέχρι του σημείου να χαρακτηρίζονται, ακόμη και από σοβαροφανείς σχολιαστές, «καραγκιόζηδες» τα στελέχη της τρόικας.
Παρακολουθούν, επίσης, αμήχανα την καταστροφολογική διαστροφή των πραγμάτων, όταν ακόμη και θετικές προοπτικές παρουσιάζονται μόνον με την αρνητική τους χροιά, όπως, επί παραδείγματι, η γερμανική πρόταση για βαθύτερο «κούρεμα» του ελληνικού χρέους, η οποία μέχρι πρότινος προβαλλόταν ως αναγκαιότητα, αφού «ο λογαριασμός του χρέους δεν βγαίνει με τις αποφάσεις της 21ης Ιουλίου», αλλά τώρα εμφανίζεται ως κάτι το πολύ κακό, γιατί μπορεί να επηρεάσει τις ελληνικές τράπεζες, από τις οποίες εξαρτώνται αμέσως ή εμμέσως και πάντως απολύτως τα καταχρεωμένα –έντυπα και ηλεκτρονικά- μέσα ενημέρωσης.
Δεν βρίσκεται, δυστυχώς, κανείς να εγκαλέσει όλους αυτούς που βάλουν μονομερώς κατά των πολιτικών και των (υπαρκτών και ανύπαρκτων) προνομίων τους, υποδεικνύοντάς τους να «κοιταχθούν στον καθρέφτη» για να δουν τα υπερπρονόμια που οι ίδιοι απόλαυσαν τα προηγούμενα χρόνια, οδηγώντας τις ίδιες της επιχειρήσεις τους σε οικονομική εκτροπή πολύ μεγαλύτερη από εκείνη των δημόσιων οικονομικών, από τα οποία, εν πολλοίς, σιτίζονταν και οι ίδιοι.
Ο ισοπεδωτικός λαϊκισμός που ξεχειλίζει ολημερίς και ολονυκτίς από τις οθόνες, δίνοντας δίκιο σε όποιον κάθε φορά φωνάζει πιο δυνατά, παραλύει το κοινωνικό και οικονομικό γίγνεσθαι, καθώς το «προϊόν» που εκπέμπεται δεν έχει καμία σχέση με την επιβαλλόμενη κριτική που, μαζί με την πληροφόρηση, αποτελεί την βασική αποστολή των ειδησεογραφικών μέσων ενημέρωσης.
Θα ήμουν ο τελευταίος πολίτης σε αυτή τη χώρα που –και για επαγγελματικούς λόγους, θα αρνιόμουν την υποχρέωση των μέσων ενημέρωσης και των ανθρώπων που τα λειτουργούν να ασκούν την πιο σκληρή κριτική προς την όποια εξουσία. Ενοχλούμαι, ωστόσο, αφάνταστα από τον διαγκωνισμό «μαυρίλας», για λόγους τηλεθέασης, που συνδυάζεται με σκοπιμότητες, αλλά και με την ημιμάθεια και την επιδερμικότητα των σχολιασμών και αναλύσεων πολλών από τους πρωινούς και βραδινούς βαρύγδουπους κήνσορες.
Όλα αυτά, βεβαίως, δεν συμβαίνουν τυχαία. Συμβαίνουν επειδή η κυβέρνηση, αλλά και ολόκληρο το πολιτικό σύστημα (ποιος θα φανταζόταν, μέχρι πρότινος, στελέχη της ανανεωτικής αριστεράς σε πάνελ κουτσομπολίστικης εκπομπής του Star;), έχουν υποταχθεί πλήρως στη λεγόμενη «τέταρτη εξουσία», καθώς, υπό το βάρος των πελατειακών  ανομιών του παρελθόντος, έχουν καταρρεύσει πλήρως, χάνοντας, όπως λέει ο λαός μας, «τ΄ αυγά και τα πασχάλια».  

*Ο Γρηγόρης Τζιοβάρας είναι δημοσιογράφος, περιφερειακός σύμβουλος Θεσπρωτίας στο νέο Περιφερειακό Συμβούλιο Ηπείρου. Η αρθρογραφία του (ανα)δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα: http://topikakaiatopa.blogspot.com. 

Τρίτη 4 Οκτωβρίου 2011

Η κοινωνική αλληλεγγύηστην «πυρά» των εκκαθαριστικών

Nα αρνηθούν να καταβάλουν την έκτακτη εισφορά για τα ακίνητα, κάλεσε τα στελέχη του κόμματός του ο πρόεδρος του Συνασπισμού και επικεφαλής του ΣΥΡΙΖΑ Αλέξης Τσίπρας, υποστηρίζοντας ότι μια τέτοια άρνηση είναι «πράξη πολιτική», «πράξη αλληλεγγύης» και με τον τρόπο αυτό, όπως είπε, «συμβολικά να τεθούμε στο πλευρό των ανθρώπων που δεν έχουν να πληρώσουν, ακόμα κι αν εμείς έχουμε να πληρώσουμε».
Είναι γεγονός αναμφισβήτητο ότι αρκετοί συμπολίτες μας, άνεργοι, μικροσυνταξιούχοι και άλλοι, αδυνατούν πραγματικά ή καιδυσκολεύονται να ανταποκριθούν σ το νέο αυτό «χαράτσι», γιατί πραγματικά δεν διαθέτουν τα οικονομικά μέσα για να πληρώσουν τη μικρότερη, έστω, συμμετοχή τους.
Αναρωτιέμαι, όμως, ειλικρινά τι είδους «αλληλεγγύη» είναι αυτή που μπορεί να εκφραστεί από τους έχοντες και τους κατέχοντες –εκείνους, δηλαδή, που έχουν να πληρώσουν- προς τους οικονομικά αδύνατους, αν ούτε αυτοί περάσουν από το δημόσιο ταμείο για να πληρώσουν τις δικές τους υποχρεώσεις.
Πολλώ δε μάλλον απορώ τι είδους πολιτική πράξη συνιστά η γενικευμένη πρόσκληση,που απευθύνεται από έναν ηγέτη, ο οποίος οραματίζεται ένα «νέο συνασπισμό εξουσίας», προς όλους τους πολίτες –είτε έχουν τα μέσα είτε όχι, είτε έχουν φοροδιαφύγει είτε όχι- να μην ανταποκρίνονται στις υποχρεώσεις τους έναντι του δημοσίου.
Παντού στον κόσμο και σε όλα τα οικονομικά εγχειρίδια η φορολογία θεωρείται μηχανισμός αναδιανομής των εισοδημάτων και έκφραση της κοινωνικής αλληλεγγύης των οικονομικά ισχυρών προς τους αδυνάτους. Γι΄ αυτό καιμια από τις κεντρικές διαχωριστικές γραμμές ανάμεσα στις προοδευτικές και στις συντηρητικές - νεοφιλελεύθερες πολιτικές αποτελεί η μόνιμη διελκυστίνδα για την αύξηση ή μη της φορολογίας, σε συνδυασμό με τη δίκαιη κατανομή των φορολογικών βαρών.
Οι προοδευτικοί πολιτικοί είναι εκείνοι που, ανά την υφήλιο, υποστηρίζουν τηνκατανομή των βαρών ανάλογα με τη φοροδοτική ικανότητα του καθενός, αλλά και την αύξηση της φορολογίας εισοδημάτων και περιουσίας, έτσι ώστε να μπορεί να λειτουργήσει το κράτος και να προσφέρει τα δημόσια αγαθά και τις λοιπές υπηρεσίες στο κοινωνικό σύνολο.
Αντιθέτως οι συντηρητικές πολιτικές δυνάμεις είναι εκείνες που διεθνώς, όπως είδαμε πρόσφατα στις ΗΠΑ, με την αντιπαράθεση ανάμεσα στον Πρόεδρο Ομπάμα και τους υπερσυντηρητικούς του «TeaParty», θέλουν την ελαχιστοποίηση του κρατικού παρεμβατισμού στην οικονομία και γι΄ αυτό κάνουν κεντρικό πρόγραμμα της πολιτικής τους πλατφόρμας τη μείωση των φορολογικών συντελεστών, κάτι, άλλωστε που υπαινίσσεται και το πρόγραμμα της ΝΔ για μείωση της φορολογίας.
Επιστρέφοντας στα δικά μας, δεν έχω καμία δυσκολία να αναγνωρίσω -θα εθελοτυφλούσα, άλλωστε, αν ισχυριζόμουν το αντίθετο- ότι το φορολογικό μας σύστημα είναι ένα από τα πιο άδικα παγκοσμίως, εξαιτίας, κυρίως, της εκτεταμένης φοροδιαφυγής και της ανικανότητας των ελεγκτικών μηχανισμών που και σε αυτόν τον τομέα, όπως και σε πολλούς άλλους, αδυνατούν να λειτουργήσουν αποτελεσματικά.
Υπό αυτή την έννοια θα κατανοούσαως πράξη αλληλεγγύης, το ακριβώς αντίθετο από αυτό που πρότεινε στα στελέχη του ο κ. Τσίπρας. Θα περίμενα, δηλαδή, από μια πολιτική δύναμη, που θέλει να θεωρείται προοδευτική, να καλούσετους έχοντες να καλύψουν και τη συνεισφορά των μη εχόντων απολύτως. Και, παράλληλα, να πρωταγωνιστούσε σε μια καμπάνια υπέρ της δίκαιης κατανομής των φόρων, της απαίτησηςγια πάταξη της φοροδιαφυγής και της επιμονής στην ανάγκη για άμεση αναδιάρθρωση των φοροεισπρακτικώνμηχανισμών, ώστε να ανταποκριθούν στο ρόλο τους.
Μου φαίνεται, έτσι, αδιανόητο και μόνον ως απόλυτη έκφραση λαϊκισμού μπορώ να το ερμηνεύσω,  να καλούνται οι πάντες και αδιακρίτως-ανέστιοι ομού και φοροφυγάδες- να ρίξουν στην πυρά τα εκκαθαριστικά της εφορίας και, εν τέλει, να μην πληρώσει κανείς τους φόρους που του αναλογούν, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τις άμεσες υποχρεώσεις του δημοσίου σε πληρωμές μισθών και συντάξεων, λειτουργία υπηρεσιών, σχολείων, κλπ.
Ποιος άραγε τιμωρείται με αυτού του είδους τους ακτιβισμούς; Αν όλοι οι πολίτες ενστερνιστούν την άποψη του κ. Τσίπρα ποιος θα πληρώσει το τίμημα; Η κυβέρνηση και η τρόικα;  Δε νομίζω. Πιο πιθανό είναι να πληγούν έτι περαιτέρω οι οικονομικά ανίσχυροι που θα έβλεπαν το ήδη υποβαθμισμένο επίπεδο κοινωνικής προστασίας να κατέρρεε πλήρως.

*Ο Γρηγόρης Τζιοβάρας είναι δημοσιογράφος, περιφερειακός σύμβουλος Θεσπρωτίας στο νέο Περιφερειακό Συμβούλιο Ηπείρου. Η αρθρογραφία του (ανα)δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα: http://topikakaiatopa.blogspot.com.

Τρίτη 27 Σεπτεμβρίου 2011

«Ο αναμάρτητος πρώτος τον λίθο βαλέτω…»

          «Η κρίση έπληξε και πλήττει καθημερινά εκατοντάδες επιχειρήσεις, άλλες κλείνουν, άλλες συρρικνώνονται. Ο “902” προσπαθεί να διατηρηθεί ζωντανός καταφεύγοντας σε απολύσεις, όχι για να σωθούν τα κέρδη κάποιων μετόχων –τέτοιοι ασφαλώς δεν υπάρχουν- αλλά για να συνεχίσει να προβάλλει τις θέσεις του ΚΚΕ και τους αγώνες των εργαζομένων, να αποκαλύπτει την ουσία της αντιλαϊκής πολιτικής».
          Ποιος μπορεί να διαφωνήσει με τις επισημάνσεις αυτές που προέρχονται από άρθρο που δημοσιεύτηκε προ ημερών (16/9) στον «Ριζοσπάστη» για να δικαιολογηθούν οι απολύσεις στις οποίες υποχρεώθηκε να κάνει το κόμμα στον ραδιοτηλεοπτικό του σταθμό, τον «902», ο οποίος, όπως σχεδόν το σύνολο των, ανά το πανελλήνιο, μέσων ενημέρωσης, έχει βρεθεί σε δυσχερή θέση;
«Ο οικονομικός αιμοδότης του σταθμού, το ΚΚΕ, έχει υποστεί μεγάλη συρρίκνωση των οικονομικών του. Η δυνατότητα χρηματοδότησης του σταθμού έχει μειωθεί δραστικά και το κόστος λειτουργίας έχει αυξηθεί. Οι απολύσεις είναι αποτέλεσμα αυτής της κατάστασης και όχι ομοιότητα του ΚΚΕ με την καπιταλιστική εργοδοσία», προσθέτει ο αρθρογράφος του «Ριζοσπάστη» που είναι κι ο ίδιος εργαζόμενος στον «902».
  Δεν μπορώ να διακρίνω που σταματούν, όπως λέει ο αρθρογράφος, οι ομοιότητες της δύσκολης κατάστασης, στην οποία περιήλθε ο «902», με την κρίση που χτύπησε τις άλλες επιχειρήσεις και ειδικά αυτές των μέσων ενημέρωσης, αλλά, με αυτή την αφορμή, μου δίνεται η ευκαιρία να διατυπώσω μια απορία που από καιρό έχω.
Πόσο, αλήθεια, αξιόπιστη μπορεί να είναι η οξύτατη κριτική που ασκούν όλοι αυτοί που εξακοντίζουν τα δηλητηριώδη βέλη τους αποκλειστικά και μόνο κατά της σημερινής κυβέρνησης ή και του λεγόμενου «δικομματισμού» για τη δυσχερή οικονομική θέση στην οποία έχει οδηγηθεί η χώρα;
Είναι πολύ εύκολο να εκτονώνεται κανείς και, ταυτοχρόνως, να ικανοποιεί το ακροατήριό του, χαϊδεύοντας τους τ΄ αυτιά, με το να καθυβρίζει τους «300» της σημερινής Βουλής ή έστω τους 250 εξ αυτών που τα κόμματα τους κυβέρνησαν τη χώρα. Χρήσιμο, όμως, θα ήταν, μετά την εκτόνωση, να μας υποδείκνυε και το «πρότυπο» που θα έπρεπε να είχαμε ακολουθήσει.
Έχω αναρωτηθεί, για παράδειγμα, πολλές φορές πόσο καλύτερα διαμορφώθηκαν τα πράγματα σε συνδικαλιστικές οργανώσεις ή σε αυτοδιοικητικές μονάδες που δεν ήταν πάντα προνομιακός χώρος των κομμάτων εξουσίας και τη διοίκησή τους, κατά καιρούς, την ανέλαβαν πρόσωπα από άλλους πολιτικούς χώρους. Με ειλικρινή λύπη, όμως, διαπιστώνω ότι, δυστυχώς, δεν τους κατέστησαν «οάσεις».  
Προφανώς και δεν απαλλάσσω τους κατά καιρούς κυβερνώντες από τις βαρύτατες ευθύνες που πρωτίστως εκείνοι φέρουν. Θέλω, όμως, να εστιάσω στη μονομέρεια της κριτικής που ασκείται. Και το κάνω όχι τόσο επειδή πιστεύω ότι είναι άδικη –το αντίθετο, ισχύει-, αλλά επειδή θεωρώ ότι είναι αναποτελεσματική και δεν οδηγεί σε σωστά συμπεράσματα, τέτοια που θα μπορούσαν να μας βγάλουν από την τρέχουσα γενικευμένη κρίση που διέρχεται η ελληνική κοινωνία.
Πιστεύω ότι είναι τουλάχιστον αποπροσανατολιστικό να ακούς από τα χείλη «χρυσοκάνθαρων» της τηλοψίας ή να διαβάζεις από τη γραφίδα τους κηρύγματα απαξίωσης των πολιτικών και υπόθαλψης των τραμπουκισμών και της ανομίας του «δεν πληρώνω», χωρίς την ίδια στιγμή ο λόγος τους να περιέχει ίχνος αυτοκριτικής για τους κρατικοδίαιτους γίγαντες με τα πήλινα πόδια που δημιουργήθηκαν την τελευταία εικοσαετία στον χώρο των μέσων ενημέρωσης, στον οποίο διοχετεύθηκαν αρκετά από τα δανειακά με τα οποία επιβαρύνθηκε το ελληνικό δημόσιο.
Παρότι κι ο ίδιος προσωπικά επωφελήθηκα από αυτή την κατάσταση, εργαζόμενος, ωστόσο, σχεδόν αποκλειστικά στον ιδιωτικό τομέα και ποτέ αργόμισθος, δεν νοιώθω καμία δυσκολία να επαναλάβω τη φράση του Ιησού Χριστού: «ο αναμάρτητος πρώτος τον λίθο βαλέτω».
Διότι έχω την άποψη και την έχω επαναλάβει αρκετές φορές από τούτη τη στήλη πως αν δεν συνειδητοποιήσουμε τι πραγματικά μας έφερε εδώ που βρισκόμαστε, το μόνο που πετυχαίνουμε είναι να αυτοϊκανοποιούμαστε, επιμηκύνοντας την καθήλωσή μας.
 
*Ο Γρηγόρης Τζιοβάρας είναι δημοσιογράφος, περιφερειακός σύμβουλος Θεσπρωτίας στο νέο Περιφερειακό Συμβούλιο Ηπείρου. Η αρθρογραφία του (ανα)δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα: http://topikakaiatopa.blogspot.com.

Τρίτη 20 Σεπτεμβρίου 2011

Με πόσες, άραγε, προσευχές, γλυτώνουμε τον Αρμαγεδδώνα;

            «Θα τα καταφέρουμε με τη βοήθεια του Θεού! Γιατί βρισκόμαστε όλοι σήμερα σε πόλεμο επιβίωσης. Κι όπως ξέρετε, στα χαρακώματα δεν υπάρχουν άθεοι. Όλοι προσεύχονται!». Αντιγράφω αυτολεξεί την αποστροφή αυτή από την ομιλία του προέδρου της ΝΔ Αντώνη Σαμαρά στη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης, επειδή με εντυπωσίασε όσο τίποτε άλλο από όσα είπε.
Ακούγοντάς τον, σκέφθηκα, προς στιγμήν, το ανέκδοτο που λέει «καλός είναι ο αγιασμός, αλλά ας πάρουμε και καμία γάτα». Αναλογιζόμενος, όμως, ότι η κατάσταση, όπως είχε διαμορφωθεί λίγες ώρες νωρίτερα, με την ακύρωση του ταξιδιού του πρωθυπουργού Γιώργου Παπανδρέου στις ΗΠΑ, μετά τις δραματικές εξελίξεις στη σύνοδο των Ευρωπαίων υπουργών Οικονομικών στην Πολωνία, κατέληξα ότι δεν ήταν ώρα για χιούμορ.
Με δεδομένη, άλλωστε, την αντιμετώπιση, την οποία είχε, από τους εταίρους μας, ο αντιπρόεδρος Ευάγγελος Βενιζέλος, ο οποίος είχε προκαλέσει την άρον – άρον αποχώρηση από την Ελλάδα των εκπροσώπων των δανειστών μας, όταν, προ δύο εβδομάδων, ζήτησε «πολιτική διαπραγμάτευση», είναι να απορεί κανείς πως θα μπορούσε να πειστεί η τρόικα να επιστρέψει για να δώσει το «πράσινο φως» εκταμίευσης της απαραίτητης, για την πληρωμή μισθών και συντάξεων, δόσης, αν κάποιος τους έλεγε ότι στην Ελλάδα το έχουμε… ρίξει στην προσευχή.  
Η απορία συνδέεται ευθέως με το γεγονός ότι το τελευταίο διάστημα πληθαίνουν οι φωνές που ζητούν άμεση προσφυγή στις κάλπες, από τις οποίες η πιθανότερη εξέλιξη είναι πως τις τύχες της χώρας θα αναλάβει το κόμμα του κ. Σαμαρά. Ακόμη και φίλοι της κυβερνώσας παράταξης θεωρούν ότι η παρούσα κυβέρνηση δεν πρέπει να επωμιστεί ολόκληρο το βάρος από τα επώδυνα μέτρα που είναι αναγκαίο να ληφθούν για να αποφευχθεί η επισημοποίηση της χρεοκοπίας.
Ορισμένοι υποστηρίζουν ότι «ούτως ή άλλως η σημερινή κυβέρνηση δεν διαθέτει την πολιτική νομιμοποίηση για να ασκήσει την πολιτική που υποχρεώνεται να ακολουθεί, καθώς δεν ψηφίστηκε γι΄ αυτά από τον ελληνικό λαό». Άλλοι επιστρατεύουν το επιχείρημα «ας πάρει την απασφαλισμένη χειροβομβίδα ο κ. Σαμαράς, ο οποίος δεν μπορεί να συνεχίζει να κερδοσκοπεί πολιτικά, υποσχόμενος φοροαπαλλαγές και κλείνοντας το μάτι σε κάθε –δικαίως ή αδίκως- διαμαρτυρόμενο»  
Σε όλα αυτά αντιπαρατάσσεται ο αντίλογος, σύμφωνα με τον οποίο «η κυβέρνηση Παπανδρέου δεν μπορεί να φυγομαχήσει σε αυτή την κρίσιμη συγκυρία, αποποιούμενη των ευθυνών της απέναντι στη χώρα και ακολουθώντας την τακτική της προηγούμενης κυβέρνησης, η οποία μόλις είδε τα δύσκολα που είχε μπροστά της, πήγε στις πρόωρες εκλογές του φθινοπώρου 2009».
Δυσκολεύομαι, ειλικρινά, να ενστερνισθώ την μια ή την άλλη άποψη, καθώς θεωρώ ότι και οι δυο εστιάζονται στο εσωτερικό πολιτικό πεδίο και αγνοούν τον διεθνή παράγοντα που, είτε το θέλουμε, είτε όχι, είναι ο πλέον καθοριστικός για τι «μέλλει γενέσθαι», είτε εδώ στηθούν κάλπες, είτε όχι.
Όταν πανίσχυρες χώρες, όπως οι ΗΠΑ ή η Γαλλία, κλυδωνίζονται και μοιάζουν αδύναμες να αντιδράσουν στα κελεύσματα των αδηφάγων αγορών, δεν μπορεί να μην αναρωτιέται κανείς ποια περιθώρια ελιγμών μπορεί να έχει η υπερχρεωμένη Ελλάδα, η οποία, επιπροσθέτως, έχει βρεθεί στο διεθνές στόχαστρο όχι μόνον ως ο «αδύναμος κρίκος» της ευρωζώνης, αλλά και ως δακτυλοδειχτούμενη, επειδή δεν τηρεί τις δεσμεύσεις της.
Η στήλη έχει επισημάνει και κατά το παρελθόν ότι η βασική αποτυχία της σημερινής κυβέρνησης είναι ότι –καλώς ή κακώς- δεν έχει καταφέρει να πείσει το ευρύ κοινωνικό σώμα για την πραγματική διάσταση των προβλημάτων που αντιμετωπίζει η χώρα και τα οποία εστιάζονται στην ψευδή ευημερία που δημιούργησαν τα ελλείμματα παραγωγικότητας και ανταγωνιστικότητας.
Όσο, λοιπόν, δεν συνειδητοποιείται αυτή η απλή αλήθεια, θα αφήνεται το πεδίο ελεύθερο σε κάθε λογής πολιτικούς κερδοσκόπους που βάζουν την καρέκλα τους πάνω από το συλλογικό κοινωνικό συμφέρον, αλλά και στα κάθε είδους συμφέροντα που, ας μη γελιόμαστε, θα επωφεληθούν από την χρεοκοπία της χώρας.
Γι΄ αυτό –θεοσεβούμενοι και… άθεοι- ας είμαστε τουλάχιστον «κουμπωμένοι» απέναντι σε όσους μας ζητούν προσευχή για να αποφύγουμε τον επερχόμενο Αρμαγεδδώνα.

*Ο Γρηγόρης Τζιοβάρας είναι δημοσιογράφος, περιφερειακός σύμβουλος Θεσπρωτίας στο νέο Περιφερειακό Συμβούλιο Ηπείρου. Η αρθρογραφία του (ανα)δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα: http://topikakaiatopa.blogspot.com.

Τρίτη 13 Σεπτεμβρίου 2011

Και… Ρεχάγκελ να γίνει ο Σόιμπλε, το γκολ εμείς πρέπει να το βάλουμε

           Παραφράζοντας την παιγνιώδη και παροιμιώδη ρήση του Άγγλου ποδοσφαιριστή Γκάρι Λίνεκερ, σύμφωνα με την οποία «το ποδόσφαιρο είναι ένα παιχνίδι στο οποίο 22 άνθρωποι κυνηγούν μια μπάλα και στο τέλος… κερδίζει η Γερμανία», στην τρέχουσα επικαιρότητα θα μπορούσε άνετα να ισχυριστεί κανείς ότι «η ευρωζώνη είναι μια νομισματική ένωση 17 χωρών που έγινε για… να κερδίζει η Γερμανία».
Το 2004, ωστόσο, που, από πολλές απόψεις, υπήρξε η χρονιά της εθνικής μας απογείωσης, η Ελλάδα… διέψευσε τον Λίνεκερ και βρέθηκε στην κορυφή της ποδοσφαιρικής Ευρώπης. Το μοναδικό αυτό επίτευγμα συνδέθηκε, τότε, από πολλούς με την παρουσία στον ελληνικό πάγκο ενός Γερμανού, του Όττο Ρεχάγκελ, ο οποίος με την πρωσική οργάνωση κατάφερε να αναδείξει το ταλέντο, να τιθασεύσει τον μεσογειακό ενθουσιασμό και να μετουσιώσει το πάθος των Ελλήνων παικτών για διάκριση σε νικηφόρο αποτέλεσμα.
Η υιοθέτηση του ευρώ και η συμμετοχή μας στην ευρωζώνη που, αναμφίβολα, συνέβαλαν τα μέγιστα στην οικονομική ανάπτυξη και στην –έστω δάνεια- ευημερία που γνώρισε η χώρα μας την προηγούμενη δεκαετία, με τη συνεχή άνοδο των πραγματικών εισοδημάτων της πλειονότητας του πληθυσμού, σήμερα μοιάζει να έχει μεταβληθεί σε ένα βρόχο στο λαιμό όλων μας που μας καθηλώνει και μας οδηγεί στην πιο βαθιά ύφεση που γνώρισε η ελληνική οικονομία σε ειρηνικές περιόδους.
Κακά τα ψέματα, όμως, δεν είναι το ευρώ που μας έφερε στην τωρινή δυσχερή θέση. Είναι, κυρίως, επειδή το «πάρτι» που ξεκίνησε μετά την εισαγωγή μας στο κοινό ευρωπαϊκό νόμισμα, συνεχίστηκε μετά το 2004, τη χρονιά ορόσημο που επιβαλλόταν να γίνουν οι διορθωτικές κινήσεις για να τιθασευτεί το δημόσιο χρέος που έχει επισωρευτεί από τους πολυδάπανους Ολυμπιακούς Αγώνες και να συγκρατηθούν τα ελλείμματα τόσο στη δημοσιονομική διαχείριση όσο, πολύ περισσότερο, στο εμπορικό ισοζύγιο της  χώρας, που επιδεινώνονταν χρόνο με το χρόνο. 
Δεν είμαι από εκείνους που θα ισχυριστούν ότι όλα τα δεινά που μας βρήκαν από το 2008 και ύστερα, είναι προϊόν μόνον της πολιτικής του «άσ΄ το γι΄ αργότερα» της καραμανλικής διακυβέρνησης. Τα προβλήματα στην ελληνική οικονομία έχουν βαθύτερες ρίζες και πιστεύω ότι η ιστορία, μαζί με τα πολλά θετικά που θα πιστώσει, θα επιμερίσει ευθύνες και στην προηγούμενη κατάσταση, για την ατολμία της να δώσει λύσεις σε προβλήματα όπως το ασφαλιστικό, ο υπερδανεισμός των ΔΕΚΟ, αλλά και για τη στόχευση της μισθολογικής σύγκλισης με την υπόλοιπη Ευρώπη, από την οποία μας χώριζαν χάσματα παραγωγικότητας και ανταγωνιστικότητας.
Όλα αυτά, βεβαίως, επιδεινώθηκαν τη «μοιραία πενταετία 2004-2009» , για να δανειστώ τον τίτλο σχετικού βιβλίου του καθηγητή Γιάννη Βούλγαρη, που περιγράφει την «πολιτική της αδράνειας», η οποία, κατά τη δική μου προαίρεση, έφθασε μέχρι του σημείου να μετατρέψει σε κεντρικά προεκλογικά συνθήματα, αλλά, κυρίως, σε μετεκλογικές πολιτικές την κατάργηση του ΣΔΟΕ και του ΛΑΦΚΑ, τη μονιμοποίηση όλων των συμβασιούχων, την καθιέρωση της συνέντευξης για την πρόσληψη στο δημόσιο και τα «ρουσφέτια» των stage.
Όταν η εγχώρια διακυβέρνηση είχε αυτού του είδους τα προτάγματα, η γερμανική πολιτική τάξη εκμεταλλευόταν στο έπακρο τα θετικά του ευρώ και έπαιρνε έγκαιρα –ήδη από την εποχή που ήταν καγκελάριος ο Γκέρχαρντ Σρέντερ, ο οποίος εφάρμοσε την περίφημη «Ατζέντα 2010», όπως έχει επισημανθεί και Πάλι από αυτή τη στήλη- μέτρα για την ανάταξη της δικής τους οικονομίας, με στόχο την καταπολέμηση της ανεργίας.
Τους καρπούς αυτών των μέτρων, αλλά κυρίως της έγκαιρης προετοιμασίας της για το μέλλον, απολαμβάνει σήμερα η Γερμανία, η οποία, εξ ου, ακόμη και σε αυτή την δύσκολη φάση που η ευρωζώνη κλυδωνίζεται, αποκομίζει οφέλη, αφού δανείζεται φθηνότερα, καθώς τα ομόλογα που εκδίδει το γερμανικό δημόσιο θεωρούνται τα πλέον ασφαλή, αποκτώντας, έτσι, πλεονέκτημα έναντι των εταίρων και ανταγωνιστών της.
Γι΄ αυτό και η ευρισκόμενη σε πολιτικά δύσκολη θέση καγκελάριος Άνγκελα Μέρκελ, που πιέζεται από τους νεοφιλελεύθερους κυβερνητικούς συμμάχους της, αλλά και τον λαϊκίστικο γερμανικό Τύπο, την περασμένη Τετάρτη που τέθηκε προς συζήτηση στη γερμανική Βουλή το ζήτημα της νέας βοήθειας προς την Ελλάδα, δήλωσε πως «αν αποτύχει το ευρώ, θα αποτύχει η Ευρώπη».
Η Γερμανία, λοιπόν, που κατέχει την πολιτική και οικονομική πρωτοκαθεδρία της Ευρώπης –τη δεύτερη μπορεί να την αποκτήσει και τυπικά, αν, όπως λέγεται, αναλάβει στην αρχή του νέου χρόνου την προεδρία της ευρωζώνης ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών Β. Σόιμπλε- ξέρει ότι η αποπομπή της Ελλάδας ή άλλης χώρας από την ευρωζώνη, εκτός του ότι δεν προβλέπεται θεσμικά, δεν συμφέρει πολιτικά  και δεν αποδίδει οικονομικά για την ίδια.
Αυτό, ωστόσο, δε σημαίνει ότι εμείς πρέπει να μείνουμε με τα χέρια σταυρωμένα, εφόσον θέλουμε να αποφύγουμε τον ρόλο του μόνιμου Ευρωπαίου «παρία», ρόλο που δεν λίγοι εκείνοι που, εντός και εκτός Ελλάδας, πιστεύουν ότι θα αποφύγουμε ενστερνιζόμενοι τις κατευθύνσεις της Μέρκελ και του Σόιμπλε με την ίδια ζέση που οι Έλληνες ποδοσφαιριστές ακολούθησαν  τις οδηγίες του Ρεχάγκελ το… μακρινό 2004.  Έτσι ή αλλιώς το γκολ εμείς πρέπει να το βάλουμε!

*Ο Γρηγόρης Τζιοβάρας είναι δημοσιογράφος, περιφερειακός σύμβουλος Θεσπρωτίας στο νέο Περιφερειακό Συμβούλιο Ηπείρου. Η αρθρογραφία του (ανα)δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα: http://topikakaiatopa.blogspot.com.

Τρίτη 6 Σεπτεμβρίου 2011

Οφειλόμενη απάντηση για τον ορθολογισμό και το νοσοκομείο

Τις πιο ευαίσθητες χορδές μού χτύπησε το πρόσφατο άρθρο στη «Θεσπρωτική» της 27ης/28ης Αυγούστου με τίτλο: «”Τοπικά & Α-τοπα” ή ορίζοντας την έννοια του ανορθολογικού τοπικισμού», που υπογράφει ο (συντοπίτης) καθηγητής στο Πάντειο Δονάτος Παπαγιάννης, ο οποίος  πήρε, όπως ο ίδιος αναφέρει, ως αφορμή προηγούμενο σημείωμα τούτης εδώ της στήλης για το νοσοκομείο Φιλιατών. 
Ο τίτλος περισσότερο, αλλά, ως ένα βαθμό, και το περιεχόμενο του άρθρου, με υποχρεώνουν σε μια προσωπική εξομολόγηση: Όταν πριν από ένα χρόνο -τέτοιες μέρες ήταν, θυμάμαι, αρχές Σεπτεμβρίου-  κατέληξα να αποδεχθώ να εκτεθώ ως υποψήφιος στις περιφερειακές εκλογές, στην απόφασή μου βάρυνε αφενός η προτροπή φίλων μου που κατέτεινε στην επιγραμματική φράση «δεν μπορείς να μιλάς, μένοντας πάντοτε έξω από το χορό» και αφετέρου η (αυτο)δέσμευσή μου ότι «δεν θα πουλήσω την ψυχή μου στο διάβολο», ενδίδοντας στις Σειρήνες της ψηφοθηρίας.
Ας μου επιτραπεί, λοιπόν, καταχρώμενος τον χαρακτήρα της στήλης, να επισημάνω ότι, κάνοντας έναν πρώτο εσωτερικό απολογισμό του ενός χρόνου της έκθεσής μου στα κοινά της Θεσπρωτίας, οδηγός της δράσης μου, ακόμη και στη δίνη της προεκλογικής περιόδου, υπήρξε και παραμένει η ορθολογική προσέγγιση των ζητημάτων, με τα οποία βρεθήκαμε αντιμέτωποι ο υποφαινόμενος, αλλά και το συλλογικό μόρφωμα, η περιφερειακή, δηλαδή, παράταξη «Ήπειρος, Τόπος Να Ζεις», με επικεφαλής τον Βαγγέλη Αργύρη, στο οποίο συμμετέχω.
Πηγαίνοντας αρκετές φορές κόντρα στο ρεύμα και αποφεύγοντας την «πεπατημένη» του -ας μου επιτραπεί η όχι και τόσο «πολιτικά ορθή» έκφραση, δεν βρίσκω, όμως, καλύτερη- «βλαχοδημαρχισμού», δεν ενδώσαμε, ούτε προεκλογικά, ούτε μετεκλογικά, στον παραλυτικό λαϊκισμό. Πήραμε, και σε κάθε ευκαιρία παίρνουμε, σαφείς θέσεις, σε καίρια ζητήματα της Ηπείρου και της Θεσπρωτίας, είτε πρόκειται για τον αγωγό φυσικού αερίου και τους μετανάστες, είτε για τη «Δωδώνη» και τη διαχείριση των σκουπιδιών, με γνώμονα, πάντα, το ευρύτερο δημόσιο συμφέρον και χωρίς στείρους τοπικιστικούς ανταγωνισμούς.
Το ίδιο κάναμε και στο προκείμενο ζήτημα, που απετέλεσε το έναυσμα για το άρθρο του συντοπίτη καθηγητή, δηλαδή, τον υγειονομικό «χάρτη» της Περιφέρειας Ηπείρου, για τον οποίο, ήδη από την προεκλογική περίοδο, τοποθετηθήκαμε με σαφήνεια. Επισημάναμε τον πρότυπο αναπτυξιακό χαρακτήρα που μπορεί, λόγω της παρουσίας της Ιατρικής Σχολής και του Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου Ιωαννίνων, να προσλάβει, διαχέοντας τα οφέλη από το συγκριτικό αυτό πλεονέκτημα σε όλο το εύρος της Ηπείρου, μέσω της διασύνδεσης των επιμέρους υγειονομικών μονάδων της περιφέρειας.
Στο πλαίσιο αυτό, προκρίναμε και προτείναμε την ενιαία διοίκηση όλων των μονάδων της Ηπείρου, ώστε να επιτευχθούν οι απαραίτητες οικονομίες κλίμακας, μέσω της ορθολογικής κατανομής του ιατρικού, παραϊατρικού και διοικητικού προσωπικού,  αλλά και της αποφυγής της σπατάλης πόρων, στην οποία οδηγούν τόσο ο κατακερματισμός, όσο και η απολύτως ανορθολογική συνένωση, όπως αυτή που επιχειρήθηκε αρχικώς ανάμεσα στα νοσοκομεία Φιλιατών και Χατζηκώστα  Ιωαννίνων.
Επιμένω, λοιπόν, ότι «μεσοβέζικες» λύσεις –και τέτοια είναι και αυτή που, εν τέλει, δόθηκε με την νέα, κάπως βελτιωμένη, απόφαση για συνένωση μόνον του νοσοκομείου Φιλιατών με το Πανεπιστημιακό-  δεν υπηρετούν τον «κοινό νου», όπως διατείνεται ο αρθρογράφος, διότι, στην πράξη δεν εξοικονομούν ούτε το ένα ευρώ που θα συμφωνήσω ότι σε εποχές πτώχευσης –οικονομικής, κοινωνικής, πολιτικής και πολιτισμικής- είναι απαραίτητο να εξοικονομηθεί.
Αντιθέτως το «σήμα» που στέλνουν στο κοινωνικό σώμα, τέτοιες απαράσκευες, για να μην πω τίποτε χειρότερο, αποφάσεις, επιτείνει την πτώχευση, όχι μόνον στην οικονομική διάσταση της έννοιας  που συνίσταται στο ότι στη θέση ενός διοικητή, ορίστηκε απλώς ένας υποδιοικητής, δηλαδή, επί της ουσίας, έγινε αυτό που λέμε μια «τρύπα στο νερό».     
Γι΄ αυτό και, χωρίς ίχνος τοπικιστικής διάθεσης, επαναλαμβάνω στην άποψη μου για το οικονομικά ανυπολόγιστο κόστος που προκαλεί η ανακίνηση του όλου ζητήματος σε ένα κρίσιμο μέγεθος που είναι το αίσθημα ασφαλείας που δημιουργεί η ύπαρξη του νοσοκομείου στον γηρασμένο πληθυσμό της επαρχίας Φιλιατών, ακόμη και όταν δεν έχει άμεση ανάγκη χρήσης των υπηρεσιών του, καθώς λειτουργεί ως κίνητρο για πολύμηνες επισκέψεις αποδήμων, αλλά και για την παραμονή στις πατρογονικές εστίες νεώτερων ανθρώπων.
Θα προσθέσω δε, ευκαιρίας δοθείσης, και το εύλογο ερώτημα που –με δικαιολογημένο αίσθημα αδικίας- θέτουν πολλοί Φιλιαταίοι, γιατί από όλες τις υγειονομικές μονάδες επιλέχθηκε να συνενωθεί μόνον η συγκεκριμένη, χωρίς, μάλιστα, μέχρι στιγμής, να έχει εξηγηθεί πειστικά από κανέναν αρμόδιο ποια θα είναι η σχέση κόστους/οφέλους από τη συγκεκριμένη απόφαση.
Προσυπογράφοντας αρκετές από τις υπόλοιπες επισημάνσεις του κ. Παπαγιάννη, λέω, λοιπόν, ναι στον ορθολογισμό, αρκεί, όμως, να είναι τέτοιος και, πολύ περισσότερο, να συνοδεύεται με πειστικά επιχειρήματα, που, δυστυχώς, στην περίπτωση του υγειονομικού «χάρτη» δεν συνέβη.

*Ο Γρηγόρης Τζιοβάρας είναι δημοσιογράφος, περιφερειακός σύμβουλος Θεσπρωτίας στο νέο Περιφερειακό Συμβούλιο Ηπείρου. Η αρθρογραφία του (ανα)δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα: http://topikakaiatopa.blogspot.com.