Συνολικές προβολές σελίδας

Τρίτη 31 Ιανουαρίου 2012

Το «λυκόφως των ειδώλων» και η δύναμη του παραδείγματος


          Η σύλληψη, για χρέη προς το δημόσιο, του μακροβιότερου διευθυντή μεγάλης αθηναϊκής εφημερίδας και η αίτηση να υπαχθεί στο άρθρο 99 του Πτωχευτικού Κώδικα που υπέβαλε η επιχείρηση «Τυποεκδοτική», που ανήκει στην ιδιοκτησία του ΚΚΕ, συνιστούν, κατά την άποψή μου, την επιτομή της βαθιάς και πολύπλευρης κρίσης που μαστίζει τη χώρα. Κρίσης που, μεταξύ άλλων, στο διάβα της γκρεμίζει τοτέμ και απομυθοποιηθεί «είδωλα» μιας ολόκληρης εποχής.

          Όταν οδηγείται στο αυτόφωρο για οφειλή, έστω, λίγων χιλιάδων ευρώ μια «εμβληματική προσωπικότητα» της έντυπης ενημέρωσης και ένα από τα πλέον καλοπληρωμένα στελέχη του «μηντιακού» χώρου, ο οποίος γνώρισε μια πρωτοφανή εκτίναξη κατά τις δύο τελευταίες δεκαετίες, η, από πολλές απόψεις, «αδιανόητη», μέχρι πρότινος, αυτή εξέλιξη, δεν μπορεί να αποδίδεται στη φτωχοποίηση που έφερε το «κακό μνημόνιο», όπως θέλουν οι ιδεολογικές δυνάμεις της ευκολίας.

Το ίδιο και η «περιπέτεια» της εκτυπωτικής επιχείρησης του ΚΚΕ, η οποία, ενώ πρωταγωνιστούσε, επί πολλά χρόνια, στον κλάδο της, υποχρεώνεται τώρα, όπως, άλλωστε, δεκάδες άλλες, μικρές και μεγάλες, εταιρίες, ανά την Ελλάδα, να καταφύγει στην προστατευτική ασπίδα του νόμου και να κάνει στάση πληρωμών, δεν μπορεί να ερμηνευθεί με το απλουστευτικό δίπολο «αντιμνημονιακοί» και «μνημονιακοί», με το οποίο επιχειρούν ορισμένοι να χωρίσουν την ελληνική κοινωνία.

Με την υπαγωγή της, άλλωστε, στο άρθρο 99, η εταιρία «Τυποεκδοτική» καλεί, επί της ουσίας, τους πιστωτές της να υπογράψουν ένα «μνημόνιο διάσωσης», που –τηρουμένων των αναλογιών- δεν διαφέρει από εκείνο που υποχρεώθηκε να συνάψει τον Μάιο του 2010 η ελληνική κυβέρνηση, όταν αδυνατούσε να αντλήσει νέα δάνεια για να αποπληρώσει παλαιά χρέη και να καλύψει άλλες υποχρεώσεις.

Το παραδέχεται, χωρίς πολλές περιστροφές, η ίδια η εταιρία, χαρακτηρίζοντας τη -δικαστικού χαρακτήρα- πρωτοβουλία της ως «έσχατο βήμα άμυνας, προκειμένου να ενισχυθούν οι προσπάθειες που κάνει για την εξυγίανσή της και εν τέλει τη διάσωσή της», όπως επί λέξει αναφέρεται στην ανακοίνωση που εξέδωσε και με την οποία υπόσχεται να έρθει σε συμφωνία με τους πιστωτές και να καταρτίσει πρόγραμμα εξυγίανσης με συγκεκριμένα μέτρα που, ωστόσο, δεν τα αναλύει.

«Η υπαγωγή της στη διαδικασία αυτή θα της επιτρέψει να συμφωνήσει με τους πιστωτές της (τράπεζες και προμηθευτές) σε ένα ρεαλιστικό πρόγραμμα ικανοποιήσεως των απαιτήσεών τους και να μπορέσει να εφαρμόσει το επιχειρηματικό σχέδιο που έχει καταστρώσει», προστίθεται στην ίδια ανακοίνωση της «Τυποεκδοτικής».

«Σε κάθε περίπτωση, η εταιρεία θα πάρει όλα τα απαραίτητα μέτρα προκειμένου να καταβληθούν τα δεδουλευμένα των εργαζομένων, να εξοφληθούν τα ασφαλιστικά ταμεία και να ικανοποιηθούν οι πιστωτές της», είναι η διαβεβαίωση που παρέχουν οι ιθύνοντες της εταιρίας, που είναι «επαγγελματικά» στελέχη του ΚΚΕ.

«Με το άνοιγμα της διαδικασίας εξυγίανσης η «Τυποεκδοτική» θα καταφέρει να αντιμετωπίσει με επιτυχία τη βάσιμη απειλή να βρεθεί προσεχώς στη δύσκολη θέση να μην μπορεί να εξοφλεί τις ληξιπρόθεσμες οφειλές της και σημαντικό μέρος των λειτουργικών εξόδων της», καταλήγει η ανακοίνωση της εταιρίας.

Πιθανολογώ ότι μπορεί να υπάρχουν γύρω μας κάποιοι που επιχαίρουν γι΄ αυτό που συμβαίνει, κάνοντας, ενδεχομένως, συγκρίσεις με τη στάση που τηρούν οι ιδιοκτήτες της εν λόγω εταιρίας, όταν πρόκειται για άλλες επιχειρήσεις. Προσωπικά λυπούμαι βαθιά. Γιατί δεν είμαι από εκείνους που επιχαίρουν με το πάθημα κανενός. Πόσω μάλλον μιας επιχείρησης που δίνει δουλειά σε εκατοντάδες εργαζομένους, οι οποίοι, αν κλείσει, θα προστεθούν στις στρατιές των ανέργων που μέρα με τη μέρα αυξάνουν.

Με λυπεί, εξίσου, και με θλίβει η κράτηση ενός τέως διευθυντή εφημερίδας. Όχι μόνον ως προσωπική δοκιμασία ενός ανθρώπου που υπήρξε το «πρότυπο» για πολλούς από εμάς της νεότερης γενιάς των δημοσιογράφων. Αλλά, κυρίως, γιατί ανησυχώ πως με τον τρόπο που εκδηλώνεται αυτή η ισοπεδωτική κρίση, στο τέλος δεν θα υπάρξουν επαρκείς δυνάμεις για να παλέψουν υπέρ της απαραίτητης ανάταξης της ελληνικής κοινωνίας, που δεν μπορεί να αργήσει για πολύ ακόμη.

Πιστεύω, άλλωστε, ακράδαντα πως, σε αυτή τη διαδικασία της ανάταξης, συνθήκη εκ των ων ουκ άνευ αποτελεί η δύναμη του παραδείγματος. Χρειάζεται, δηλαδή, να υπάρχουν κόμματα που να αγωνίζονται κατά της ανεργίας, χωρίς τα ίδια να την τροφοδοτούν. Όπως χρειάζονται και δημοσιογράφοι που να στηλιτεύουν αξιόπιστα τη φοροδιαφυγή, χωρίς οι ίδιοι να έχουν τέτοιους «σκελετούς στη ντουλάπα» τους.

*Ο Γρηγόρης Τζιοβάρας είναι δημοσιογράφος, περιφερειακός σύμβουλος Θεσπρωτίας στο νέο Περιφερειακό Συμβούλιο Ηπείρου. Η αρθρογραφία του (ανα)δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα: http://topikakaiatopa.blogspot.com.

Τρίτη 24 Ιανουαρίου 2012

Η ελληνοϊταλική «ούνα φάτσα, ούνα ράτσα»

«Δεν είμαι μασόνος, δεν ξέρω καν τι είναι η μασονία», δήλωσε, προ ημερών, ο Ιταλός πρωθυπουργός, Μάριο Μόντι και, όπως εξήγησε σε τηλεοπτική εκπομπή, «η φήμη αυτή άρχισε να κυκλοφορεί τελευταία, μόλις απέκτησα ευρύτερη δημοσιότητα, αλλά εγώ δεν πρόλαβα ούτε να μπω σε μηχανή αναζήτησης του διαδικτύου, για να δω τι σημαίνει η λέξη μασονία». 
Οι θεωρίες συνωμοσίας και η διαδικτυακή τερατολογία δεν είναι μόνον ιταλικό «προνόμιο». Και είναι, βέβαιο πως ο Έλληνας ομόλογός του Λουκάς Παπαδήμος, αν είχε χρόνο να κάνει μια μικρή περιήγηση στη μπλογκόσφαιρα, θα ένοιωθε σίγουρα πολύ μεγαλύτερη έκπληξη από αυτή που ένοιωσε ο Μ. Μόντι, εξαιτίας της «δαιμονολογίας» με την οποία συνοδεύεται η σύντομη πρωθυπουργική θητεία του, παλλώ δε μάλλον του προκατόχου του, Γιώργου Παπανδρέου.
Για να είμαστε δίκαιοι, όμως, πρέπει να παραδεχτούμε ότι η υπερβολή, η παραπληροφόρηση, ο «κιτρινισμός» και η ιδιοτέλεια δεν «ανθούν» μόνον πίσω από την ασφάλεια της ανωνυμίας του διαδικτύου. Απερίγραπτα είναι και πολλά από όσα γράφονται στα έντυπα μέσα ενημέρωσης ή ακούγονται από ραδιοφωνικούς ή τηλεοπτικούς και λέγονται από το επίσημα βήματα, της Βουλής συμπεριλαμβανόμενης.
Πόσοι και πόσοι, για παράδειγμα, δεν είναι εκείνοι που προσπαθούν να μας πείσουν ότι τα αναμφισβήτητα δεινά που βιώνει η ελληνική κοινωνία δεν είναι παρά ένα «στιγμιαίο ατύχημα», που μας συνέβη εξαιτίας λάθος χειρισμών της προηγούμενης κυβέρνησης του Γιώργου Παπανδρέου, η οποία άλλοτε εγκαλείται επειδή δεν διαπραγματεύτηκε επαρκώς το μνημόνιο και άλλοτε ότι καθυστέρησε να λάβει μέτρα.
Αν, όμως, τα αναμφίβολα σκληρά μέτρα που ελήφθησαν και εκείνα που πιθανόν θα ακολουθήσουν, ήταν αποτέλεσμα ελλιπούς διαπραγμάτευσης του μνημονίου, τότε γιατί κανείς από τους –πρώιμους ή και τους όψιμους- επικριτές δεν μας λέει ποιο συγκεκριμένα από τα μέτρα θα μπορούσε να αποφευχθεί; Οι γενικότητες περί αναπτυξιακής πνοής δεν συνιστούν, κατά τη γνώμη μου, σοβαρό αντίλογο, όταν η μια μετά την άλλη οι ευρωπαϊκές χώρες εισέρχονται σε φάση ύφεσης, καθώς το τραπεζικό σύστημα έχει σχεδόν παντού «κλείσει» τη στρόφιγγα της χρηματοδότησης.
Με απασχολεί το ζήτημα, καθώς –στο ίδιο δημοσίευμα που παρέθεσα στην αρχή- διαβάζω για τις αντιδράσεις που καταγράφονται στην Ιταλία απέναντι στα μέτρα που λαμβάνει η κυβέρνηση Μόντι, η οποία, ως γνωστόν, εκπροσωπεί μια χώρα που είναι η τρίτη ισχυρότερη οικονομία της ευρωζώνης, πληρώνει, μέχρι στιγμής, κανονικά τα χρέη της, έχει αποφύγει το μνημόνιο και την τρόικα και δεν έχει ανάγκη από «κούρεμα», ούτε απειλείται με άτακτη χρεοκοπία.  
Δεν θα μείνω στην υπουργό που προ καιρού έβαλε τα κλάματα επειδή εισηγήθηκε την περικοπή των συντάξεων. Θα σταθώ στη νέα δέσμη μέτρων που προωθεί αυτές τις μέρες για την απελευθέρωση επαγγελμάτων. Προβλέπεται, μεταξύ άλλων, η κατάργηση των περιορισμών στην ίδρυση νέων φαρμακείων, το ωράριο και τις εφημερίες τους, όπως και η αύξηση των αδειών για ταξί, οι ιδιοκτήτες των οποίων κήρυξαν πανιταλική απεργία και δήλωναν αποφασισμένοι να μπλοκάρουν κεντρικά σημεία των μεγαλύτερων πόλεων της χώρας. 
Να συνεχίσω; Ο ιταλικός δικηγορικός σύλλογος απορρίπτει την κατάργηση των κατώτατων αμοιβών και τα μέλη του δηλώνουν αποφασισμένα να προχωρήσουν και σε θεαματικές διαμαρτυρίες, διαδηλώνοντας έξω από τη Βουλή, την Γερουσία και τα διάφορα δικαστήρια της χώρας, ενώ θα προσπαθήσουν να συναντήσουν και τον Πάπα, για να του εκθέσουν τις απόψεις τους.
Βρήκα κι άλλη –ακόμη πιο συναρπαστική- ομοιότητα: Η κεντροδεξιά παράταξη του πρώην πρωθυπουργού, Σίλβιο Μπερλουσκόνι, μπορεί να επιχειρήσει να προωθήσει την έγκριση τροπολογιών, κατά την οριστική έγκριση του εν λόγω νομοθετήματος της κυβέρνησης Μόντι από τη Βουλή και τη Γερουσία, ιδίως σε ό,τι αφορά τους οδηγούς ταξί και τους δικηγόρους. 
Θέλετε και το ακόμη πιο ωραίο; «Θα στηρίξουμε τις μεταρρυθμίσεις», δήλωσε, πάντως, ο γραμματέας του «μπερλουσκονικού» Λαού της Ελευθερίας, Αντζελίνο Αλφάνο, ο οποίος προφανώς ακολουθεί «γραμμή» ανάλογη με εκείνη του Αντώνη Σαμαρά που φέρνει σε δύσκολη θέση τους, αλλεργικούς με τη στήριξη της κυβέρνησης Παπαδήμου, αντιμνημονιακούς της αυτοαποκαλούμενης «λαϊκής δεξιάς».
Δεν ξέρω κατά πόσο ισχύει εκείνο το γνωστό «ούνα φάτσα, ούνα ράτσα», που λέγεται για τους Έλληνες και τους Ιταλούς. Πιστεύω, όμως, πως και οι μεν και οι δε, θα μείνουμε καθηλωμένοι στην κρίση, όσο επιτρέπουμε σε κάθε είδους μικρές και μεγάλες «μαφίες» -διαδικτυακές, εκδοτικές, πολιτικές, οικονομικές, συνδικαλιστικές και άλλες- να λυμαίνονται τον τόπο και να επιβάλουν τις βουλήσεις των ιδιοτελών συμφερόντων τους.

*Ο Γρηγόρης Τζιοβάρας είναι δημοσιογράφος, περιφερειακός σύμβουλος Θεσπρωτίας στο νέο Περιφερειακό Συμβούλιο Ηπείρου. Η αρθρογραφία του (ανα)δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα: http://topikakaiatopa.blogspot.com.

Τρίτη 17 Ιανουαρίου 2012

Οι μεγάλες παρατάξεις δεν… αυτοκτονούν!


«Καταλλαγή και ομαλότητα», ήταν ο δημοσιογραφικός τίτλος που πρότεινα, όταν το βράδυ της περασμένης Παρασκευής, λίγες ώρες μετά τη συνεδρίαση του Πολιτικού Συμβουλίου του ΠΑΣΟΚ, κλήθηκα από τηλεοπτικό σταθμό των Ιωαννίνων, να μεταφέρω την πληροφόρηση, καθώς και την άποψη μου, για τα μελλούμενα του (περασμένου) Σαββατοκύριακου και τις, εν γένει, εξελίξεις στο χώρο της μεγάλης κεντροαριστερής δημοκρατικής παράταξης.
Ο συνομιλητής μου -δικαίως, ίσως- αμφισβήτησε εντόνως τη δημοσιογραφική εκτίμησή μου, σύμφωνα με την οποία, παρά την «πολεμική ατμόσφαιρα» που αποτυπωνόταν στη συντριπτική πλειονότητα των αθηναϊκών μέσων ενημέρωσης (μεγάλοι τηλεοπτικοί σταθμοί, blogs  και ειδησεογραφικές ιστοσελίδες), τα γεγονότα προοιωνιζόταν απολύτως ομαλές συνθήκες για την ανάδειξη νέας ηγεσίας στο Κίνημα το προσεχές διάστημα.
Επιχειρηματολόγησα υπέρ της εκτίμησής μου, επισημαίνοντας ότι η νεώτερη πρόταση του Γιώργου Παπανδρέου, όπως είχε διατυπωθεί στο Πολιτικό Συμβούλιο, ήταν απολύτως συμβατή με τις πρόνοιες του καταστατικού του ΠΑΣΟΚ, που πρώτο καθιέρωσε διαδικασίες εμπλοκής του ευρύτερου λαϊκού παράγοντας στην εκλογή προέδρου, αλλά, κυρίως, εναρμονιζόταν απολύτως με το συμφέρον της παράταξης και της χώρας.
Η συνέχεια είναι, λίγο – πολύ,  γνωστή. Η συνεδρίαση του Εθνικού Συμβουλίου του ΠΑΣΟΚ, τελείωσε, επί της ουσίας, πριν καν… αρχίσει, μετά τις ομιλίες του Γιώργου Παπανδρέου και του Ευάγγελου Βενιζέλου. Το σημαντικότερο, όμως, ήταν ότι... τελείωσε προτού να αποσυρθούν από τα περίπτερα οι –ακόμη και θεωρούμενες ως σοβαρές- εφημερίδες με τους «προκάτ» τίτλους που διατυμπάνιζαν πρωτοσέλιδα «σκηνικό ρήξης», εκθέτοντας όλους εκείνους που… συνελήφθησαν, για μια ακόμη φορά, να… κάνουν την επιθυμία τους πραγματικότητα.
Βλέποντας όλα αυτά, με την εμπειρία της τρίτης δεκαετίας που διακονώ το χώρο της ενημέρωσης και χωρίς να είμαι οπαδός της συνωμοσιολογικής ερμηνείας των γεγονότων, τείνω να συμφωνήσω με τον τρόπο με τον οποίο περιέγραψε ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ, στην ομιλία του περασμένου Σαββάτου, τον «εκβιασμό της πολιτικής ζωής από παράγοντες των μέσων ενημέρωσης».
«Έχουμε εκβιασμούς και έχουμε εκθρέψει αυτούς τους εκβιασμούς για δουλειές, για δάνεια, για πολλά άλλα», είπε ο κ. Παπανδρέου και πρόσθεσε: «Αυτή είναι μόνο μια πτυχή που διατρέχει το πολιτικό, οικονομικό και “μιντιακό” σύστημα. Και δεν είναι ένα απομονωμένο γεγονός. Είναι μια ολόκληρη κουλτούρα στη χώρα μας, η οποία θα αποτελειώσει την Ελλάδα, εάν δεν αλλάξει. Όπως κι ένα μέρος του τραπεζικού συστήματος, που θεωρεί ότι μπορεί να ανεβάζει ή να κατεβάζει κυβερνήσεις, για να μην αλλάξει το ίδιο».
Πολλά μπορεί να καταμαρτυρήσει κανείς στον Γιώργο Παπανδρέου, για πράξεις και για παραλείψεις του, για καθυστερήσεις και παλινωδίες, για την επιλογή συνεργατών και τον αποκλεισμό άλλων στελεχών. Εκείνο, όμως, που προσωπικά θεωρώ ότι θα του πιστώσει η ιστορία είναι ότι δεν υπήρξε ένας «συμβατικός» πολιτικός που υποτάχθηκε και υπέκυψε στα κελεύσματα εξωθεσμικών κέντρων.   
Γι΄ αυτό και από όσα είπε στην, εν πολλοίς, «αποχαιρετιστήρια» ομιλία του στο Εθνικό Συμβούλιο, νομίζω ότι η μεγαλύτερη παρακαταθήκη του, μπορεί να συνοψιστεί στην αποστροφή του με την οποία κάλεσε τα στελέχη του ΠΑΣΟΚ «να αποδείξουν απέναντι στις σειρήνες των μέσων ενημέρωσης, των διαφόρων παραγόντων και εκείνων που θέλουν ένα Κίνημα κατακερματισμένο, διασπασμένο, αδύναμο και χωρίς κατεύθυνση, ότι το ΠΑΣΟΚ είναι ένα κόμμα, που ξέρει να συνθέτει, να διαβουλεύεται, να συζητά, να είναι ενωμένο, να πηγαίνει τη χώρα μπροστά».
Γράφω τούτες τις γραμμές, έχοντας πλήρη επίγνωση των δημοσκοπήσεων που θέλουν το ΠΑΣΟΚ να βρίσκεται αντιμέτωπο με μια χωρίς προηγούμενο εκλογική κατακρύλα, η οποία, αν επιβεβαιωθεί στην κάλπη, μπορεί να το φέρει ακόμη και κοντά στο ιστορικά χαμηλότερο ποσοστό που έλαβε όταν ιδρύθηκε το 1974. Ο δημοκρατικός κόσμος που τον συνήγειρε ο Ανδρέας Παπανδρέου, που τον ενθουσίασε ο Σημίτης Κώστας Σημίτης, που πίστεψε στον Γιώργο Παπανδρέου, είναι πικραμένος, απογοητευμένος, οργισμένος. Και δικαίως αντιδρά, εκφράζοντας την αποδοκιμασία του για την ανεργία, την αναδουλειά, τις περικοπές μισθών και συντάξεων, την επιβολή επανειλημμένων «χαρατσιών», κυρίως την έλλειψη ελπίδας.
Έτσι, στις προσεχείς εκλογές, εφόσον οι κάλπες στηθούν μέσα στο συγκεκριμένο επικοινωνιακό περιβάλλον, είναι πολύ πιθανό το ΠΑΣΟΚ να υποστεί μια μεγάλη εκλογική ήττα. Υπό προϋποθέσεις, όμως, θα είναι,  κατά τη γνώμη μου, μια ήττα πρόσκαιρη και, ίσως, λυτρωτική. Είναι, βέβαιο, ότι ο χρόνος θα συμβάλει να κατακαθίσει ο σημερινός επικοινωνιακός κουρνιαχτός. Και, κυρίως, να γίνει το σωστό «ταμείο», να μπουν, δηλαδή,  στη ζυγαριά, απέναντι στα αρνητικά των τελευταίων δυόμισι χρόνων, και τα αρκετά θετικά που έγιναν την ίδια περίοδο και δεν έχουν αποδώσει.
Είναι στα χέρια του ίδιου του ΠΑΣΟΚ και των στελεχών του να σταθούν στο ύψος των περιστάσεων, να μετριάσουν τη βραχυπρόθεσμη φθορά και να κεφαλαιοποιήσουν τα μακροπρόθεσμα κέρδη. Η ωριμότητα που θα επιδείξουν στις διαδικασίες για την εκλογή νέας ηγεσίας, θα αποδειχθεί καθοριστική για την επόμενη μέρα της δημοκρατικής παράταξης, για την επόμενη ημέρα της χώρας. Προσωπικά είμαι αισιόδοξος. Γιατί έχω εδραία την πεποίθηση πως ούτε οι χώρες, ούτε οι μεγάλες  παρατάξεις… αυτοκτονούν.
*Ο Γρηγόρης Τζιοβάρας είναι δημοσιογράφος, περιφερειακός σύμβουλος Θεσπρωτίας στο νέο Περιφερειακό Συμβούλιο Ηπείρου. Η αρθρογραφία του (ανα)δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα: http://topikakaiatopa.blogspot.com.

Τρίτη 10 Ιανουαρίου 2012

Το χάσμα που κάνει αναγκαία τα δεκανίκια


Αρκετοί συνέλληνες, βοηθούντος και του άκρατου λαϊκισμού των μέσων ενημέρωσης, δυσκολεύονται ακόμη να κατανοήσουν πως και γιατί η χώρα –και μαζί της η πλειονότητα των πολιτών- βρέθηκε στη σημερινή οικονομικά δυσχερή θέση. Και, γι΄ αυτό, αρνούνται να αναγνωρίσουν την επαπειλούμενη καταβαράθρωση στα τάρταρα της άτακτης χρεοκοπίας και τη μεγαλύτερη φτώχεια που θα τη συνοδεύσει, εφόσον δεν καταφέρουμε να σταθούμε όρθιοι, υποβασταζόμενοι, δυστυχώς, από τα δεκανίκια της ξένης βοήθειας.
Μια ματιά, ωστόσο, στα αδυσώπητα στοιχεία που συνθέτουν το εμπορικό μας ισοζύγιο, αρκεί, θεωρώ, για να πείσει και τον πλέον αδαή περί τα οικονομικά για την πραγματική διάσταση του προβλήματος που μας έφερε εδώ που είμαστε και που θα συνεχίσει να μας κρατά δέσμιους από την ανάγκη των «δάνειων» δυνάμεων, είτε παραμείνουμε στο ευρώ, είτε –εκόντες, άκοντες- επιστρέψουμε στη δραχμή.
Από τα τελευταία δημοσιευμένα στοιχεία της ΕΛΛΣΤΑΤ που αφορούν τη σύγκριση του πρώτου δεκάμηνου των τριών τελευταίων χρόνων, χρόνων, μην ξεχνάμε, βαθύτατης ύφεσης και τρομακτικής μείωσης του διαθέσιμου εισοδήματος εργαζομένων και εργοδοτών, προκύπτει ανάγλυφα ο λόγος για τον οποίο έχουμε μεγάλο δρόμο ακόμη να διανύσουμε, προκειμένου να ορθοποδήσει η Ελλάδα και να στηριχθεί στις δικές της δυνάμεις.
Μπορεί τη χρονιά που έφυγε, οι εισαγωγές να μειώθηκαν κατά 12,4%, έναντι επίσης υποχώρησης της τάξης του 11,6% που είχε καταγραφεί το 2010, ενώ, την ίδια περίοδο, οι εξαγωγές να παρουσίασαν, πέρυσι, αύξηση κατά 11,7%, που προστέθηκε στην ανοδική, κατά 4,7%, πορεία, η οποία ξεκίνησε τον αμέσως προηγούμενο χρόνο, όμως, το έλλειμμα του εμπορικού μας ισοζυγίου παραμένει δυσθεώρητο.
Έτσι, από υπερτριπλάσιες που ήταν, το 2009, οι εισαγωγές, συγκρινόμενες με τις εξαγωγές, το 2010 είχαμε μια υποχώρηση του ελλείμματος κατά περίπου 20%, τάση που συνεχίστηκε καθοδική και το 2011, οπότε τα εισαγώγιμα από το εξωτερικό προϊόντα και υπηρεσίες βρέθηκαν να είναι… διπλάσια (!) από τα ελληνικά εξαγώγιμα.
Σε απόλυτους αριθμούς και χωρίς να συμπεριλαμβάνονται, για στατιστικούς λόγους, τα πετρελαιοειδή, το πρώτο δεκάμηνο του τελευταίου χρόνου, οι –μειωμένες- εισαγωγές έφθασαν σε 26,9 δισ. ευρώ, από 34,7 δισ. ευρώ  που ήταν το 2009, ενώ οι –αυξημένες- εξαγωγές στα 13,1 δισ. ευρώ, από 11,1 δισ. ευρώ, δύο χρόνια πριν, Αυτό μεταφράζεται σε έλλειμμα 13,8 δισ. ευρώ για το πρώτο δεκάμηνο του 2011, έναντι 23,5 δισ. ευρώ για το αντίστοιχο διάστημα του 2009.
Δεν χρειάζεται, νομίζω, να είναι κανείς οικονομολόγος ή να διαθέτει ειδικές γνώσεις για να αντιληφθεί πόσο προβληματική είναι μια χώρα όταν κάθε χρόνο η εθνική της οικονομία χρειάζεται για την επιβίωσή της να διαθέτει προς το εξωτερικό ένα πολύ μεγάλο μέρος του εγχωρίως παραγόμενου πλούτου. Στην περίπτωση της Ελλάδας, παλαιότερα, έφθασε ως τα 40 δισ. ευρώ ετησίως και τώρα εξακολουθεί να ξεπερνά τα 20 δισ. ευρώ το χρόνο, ποσό που αντιστοιχεί σχεδόν στο 10% του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος (ΑΕΠ).
Σε απλά λόγια, για κάθε 100 ευρώ που καταναλώνουμε ως Έλληνες, εμείς δουλεύουμε για τα 90, ενώ για τα άλλα 10 δίνουμε δουλειά σε κάποιους άλλους (Κινέζους, Γερμανούς, Άραβες, Αλβανούς, Ιάπωνες, Κορεάτες, κλπ). Τους οποίους εμμέσως (ξε-)πληρώνουμε δανειζόμενοι, είτε, παλαιότερα, από τις λεγόμενες «αγορές», είτε, τώρα, από την τρόικα και τον αποκαλούμενο μηχανισμό στήριξης που δημιουργήθηκε όταν οι πρώτες έκλεισαν τις στρόφιγγες, διαπιστώνοντας την αδυναμία επιστροφής των συσσωρευμένων δανεικών.   
Αν δεν θέλουμε, λοιπόν, να κοροϊδευόμαστε μεταξύ μας, μεταθέτοντας το μπαλάκι των ευθυνών ο ένας στον άλλο -αν ευθύνεται περισσότερο η ΝΔ ή το ΠΑΣΟΚ, οι εργαζόμενοι ή οι «καπιταλιστές», ο δημόσιος ή ο κρατικοδίαιτος ιδιωτικός τομέας- πρέπει να αναγνωρίσουμε το χάσμα αυτών των 20 δισ. ευρώ που χωρίζει την παραγωγική δυνατότητα της χώρας από τις καταναλωτικές της ανάγκες. Χάσμα, το οποίο, ακόμη και στάση πληρωμών να κάνουμε, θα χρειάζεται να καλυφθεί με εξωτερικό δανεισμό.
Θυμάμαι πριν από λίγα τον Γερμανό πρέσβη στην Αθήνα να διοργανώνει στην κατοικία του εκδήλωση για την παρουσίαση του καινούργιου μοντέλου μιας από τις αυτοκινητοβιομηχανίες της χώρας του. Την ίδια εποχή το «άνοιγμα» του -ακόμη ελληνικού- ΟΤΕ στα Βαλκάνια πολεμούνταν λυσσαλέα και η εξαγορά τουρκικής τράπεζας από την Εθνική γινόταν αντικείμενο μηνυτήριας αναφοράς στην εισαγγελία.
Με τέτοια… μυαλά, δεν είναι να απορεί κανείς για την σημερινή κατάσταση. Είναι, όμως, και να απορεί και να εξανίσταται κάθε εχέφρων πολίτης με όσους εξακολουθούν να ασχολούνται μόνον με τα συμπτώματα της κρίσης –τη μείωση των μισθών και των συντάξεων, επί παραδείγματι, ή την ακατάσχετη φοροεπιδρομή- και να αγνοούν τη γενεσιουργό αιτία της. Δηλαδή, την παντελή έλλειψη σχεδιασμού για ένα εξωστρεφές παραγωγικό οικονομικό μοντέλο που θα δίνει δουλειά σε περισσότερους Έλληνες.
*Ο Γρηγόρης Τζιοβάρας είναι δημοσιογράφος, περιφερειακός σύμβουλος Θεσπρωτίας στο νέο Περιφερειακό Συμβούλιο Ηπείρου. Η αρθρογραφία του (ανα)δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα: http://topikakaiatopa.blogspot.com.
           

Τρίτη 3 Ιανουαρίου 2012

Να αφήσουμε την αισιοδοξία ν΄ ανθίσει

 
Ιδιαίτερες, από κάθε άποψη, υπήρξαν οι φετινές «χρονιάρες» μέρες. Στα λιτά γιορτινά τραπέζια, στα μηνύματα των πολιτικών ηγεσιών, στις παρέες, ακόμη και στην ανταλλαγή των ευχών, πανταχού παρούσα ήταν η βαριά σκιά της παρατεταμένης κρίσης που ταλανίζει όλους μας, κρίση που αποτυπώνεται, κυρίως, στη γενικευμένη αβεβαιότητα που μας κατατρύχει και δεν αφήνει την αισιοδοξία να ανθίσει.
Είναι αλήθεια πως δεν ζούμε σε συνηθισμένους καιρούς. Βρισκόμαστε, αναμφίβολα, αντιμέτωποι με τη χειρότερη διεθνή και εγχώρια κρίση της μεταπολεμικής περιόδου. Ακόμη και οι παλιότερες γενιές που έζησαν πολύ πιο δύσκολες καταστάσεις από τη σημερινή, δείχνουν αμήχανες, καθώς το «αύριο» προβάλει τόσο αβέβαιο για όλους.
Η ελληνική κοινωνία δοκιμάζεται σκληρά. Τα εισοδήματα μειώνονται, η ανεργία αυξάνεται. Χιλιάδες οικογένειες βιώνουν δραματικά τις συνέπειες της κρίσης. Την ίδια ώρα –κι αυτό είναι ίσως το χειρότερο- περισσότεροι από ποτέ άλλοτε, τα τελευταία πολλά χρόνια, είναι οι Έλληνες που αγωνιούν για την προσωπική και οικογενειακή τους προοπτική.
Μέσα σε αυτή την ατμόσφαιρα, οι αφορμές για να αισιοδοξήσουμε δεν είναι πολλές. Το διεθνές σκηνικό βαραίνει από την ειδησεογραφία που θέλει παντού, τουλάχιστον στην Ευρώπη, να επιβάλλονται μέτρα δημοσιονομικής πειθαρχίας που βαθαίνουν την ύφεση: από την Ισπανία και την Πορτογαλία ως την Κύπρο, την Ιταλία, το Βέλγιο και τη Γαλλία.
Πολύ περισσότερο, όμως, είναι η κατάσταση που επικρατεί στη χώρα μας που δεν αφήνει περιθώρια για να ατενίσουμε το μέλλον με αισιοδοξία. «Μια πολύ δύσκολη χρονιά φεύγει», «μια πολύ δύσκολη χρονιά έρχεται», ανέφερε στο πρωτοχρονιάτικο μήνυμά του ο πρωθυπουργός Λουκάς Παπαδήμος, προειδοποιώντας πως «οι επόμενοι τρεις μήνες θα είναι ιδιαίτερα κρίσιμοι».
Εξήγησε ο κ. Παπαδήμος ότι οι αποφάσεις που θα ληφθούν αυτό το διάστημα «θα καθορίσουν την πορεία της Ελλάδας τις επόμενες δεκαετίες» και σωστά, κατά τη γνώμη μου, επεσήμανε πως «σήμερα αγωνιζόμαστε για να παραμείνει η πατρίδα μας στον πυρήνα της Ευρώπης, για να διασφαλίσουμε τη σταθερότητα, την ευημερία και τη δημοκρατία που κατακτήσαμε τα τελευταία 30 χρόνια».
Δεν ξέρω, ωστόσο, πόσοι από την υπόλοιπη ηγεσία της χώρας (και όχι κατ΄ ανάγκην μόνον την πολιτική), ενστερνίζονται τις δραματικές επισημάνσεις του πρωθυπουργού ότι «για να μην χάσουμε όσα κατακτήσαμε πρέπει να αλλάξουμε όλα όσα κάναμε λάθος: να εξυγιάνουμε το κράτος, να χτίσουμε την οικονομία μας σε στέρεες βάσεις, να την κάνουμε ξανά ανταγωνιστική».
Δεν είναι λίγοι, δυστυχώς, εκείνοι που θέλουν να πιστεύουν, ή προσπαθούν να μας πείσουν ότι πιστεύουν, πως αυτό που ζούμε δεν παρά ένα πρόσκαιρο κακό όνειρο, από το οποίο θα ξυπνήσουμε πολύ σύντομα και θα επιστρέψουμε εκεί που ήμασταν, στην αμεριμνησία του πρόσφατου παρελθόντος που όλα είχαν αφεθεί στην ευκολία του «αυτόματου πιλότου».
Η καθυστέρηση του ΠΑΣΟΚ να επιλύσει τα εσωτερικά του ζητήματα, που, καλώς ή κακώς, «άνοιξε» το ίδιο, η σπουδή της Νέας Δημοκρατίας να επιβάλει τις εκλογές, διαψεύδοντας στην πράξη τις διακηρύξεις ότι δεν «κοιμούνται αγκαλιά με το ημερολόγιο» και η αντίληψη σχηματισμών της παραδοσιακής Αριστεράς ότι βρισκόμαστε σε «προεπαναστατικές συνθήκες» και απομένει η «έφοδος στα θερινά ανάκτορα», ενισχύουν τις συνθήκες πολιτικής αστάθειας.
Η ατμόσφαιρα που δημιουργούν αυτές οι συνθήκες είναι ό,τι χειρότερο θα μπορούσε να συμβεί σε τούτες τις κρίσιμες περιστάσεις που έχουμε ανάγκη από ένα αρραγές εσωτερικό μέτωπο που να διαπραγματευθεί με τους εταίρους μας την, τόσο αναγκαία για την οικονομική μας επιβίωση, δανειακή σύμβαση που η υπογραφή της θα άρει ένα πολύ μεγάλο μέρος της αβεβαιότητας που μας κρατά καθηλωμένους.
Δε μου αρέσουν τα «τσιτάτα», αλλά θα κλείσω τούτο το σημείωμα με μια επιγραμματική φράση που αποδίδεται στον Ουίνστον Τσώρτσιλ. «Είμαι αισιόδοξος. Δεν φαίνεται να έχει καμιά χρησιμότητα να είμαι ο,τιδήποτε άλλο», έλεγε ο αποκαλούμενος και «πατέρας της νίκης» Βρετανός πρωθυπουργός. Και μάλλον είχε δίκιο…

*Ο Γρηγόρης Τζιοβάρας είναι δημοσιογράφος, περιφερειακός σύμβουλος Θεσπρωτίας στο νέο Περιφερειακό Συμβούλιο Ηπείρου. Η αρθρογραφία του (ανα)δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα: http://topikakaiatopa.blogspot.com.

Τετάρτη 28 Δεκεμβρίου 2011

Τι μας επιφυλάσσουν οι «δραχμολάγνοι»


Διαβάζω και ξαναδιαβάζω μια πρόσφατη συνέντευξη ενός από τους θεωρούμενους ως ιδεολογικούς «γκουρού» της ριζοσπαστικής  αριστερής σκέψης που ρέπει προς τη «δραχμολαγνεία» και ειλικρινά αναρωτιέμαι τι θα γινόταν αν τα ίδια πράγματα, που εκείνος περιγράφει ως συνέπειες από την (οικειοθελή, κατά τον ίδιο) έξοδο από το ευρώ και επιστροφή στο παλαιό μας νόμισμα, τα έλεγε ένας «κλασσικός» πολιτικός.

Θυμάμαι, για παράδειγμα, τις αντιδράσεις που προκλήθηκαν όταν, πριν από μερικούς μήνες, η Ελληνίδα Επίτροπος Μαρία Δαμανάκη προειδοποίησε για τα σενάρια έξωσης της χώρας από την ευρωζώνη που απεργάζονται κύκλο των Βρυξελλών, ή το σάλο που ξέσπασε όταν ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης Θεόδωρος Πάγκαλος μίλησε για την –αλά Αργεντινή- επαπειλούμενη μαζική έφοδο του κοινού στις τράπεζες, έπειτα από μια ενδεχόμενη κυβερνητική απόφαση για στάση πληρωμών.

«Η έξοδος από το ευρώ θα µας βγάλει από την παγίδα της ΟΝΕ, θα τονώσει την εγχώρια παραγωγή και τις εξαγωγές, θα επιτρέψει την ανάκτηση ελέγχου στα εργαλεία οικονομικής πολιτικής», υποστηρίζει ο καθηγητής στη Σχολή Ανατολικών και Αφρικανικών Μελετών (SOAS) του Πανεπιστημίου του Λονδίνου Κ. Λαπαβίτσας, «οικονομολόγος από τον χώρο της ριζοσπαστικής Αριστεράς», όπως προσδιορίζεται από την εφημερίδα («Βήμα», 27/11/2011) που φιλοξένησε συνέντευξή του, το περιεχόμενο της οποίας δεν διαφέρει από άλλες δημόσιες παρεμβάσεις του ίδιου και άλλων ομοϊδεατών του.

«Βραχυπρόθεσμα θα είναι οικονομικό σοκ, αλλά προσφέρει την προοπτική ταχείας ανάκαμψης», διευκρινίζει ο ίδιος και κατόπιν εξηγεί με -μάλλον σκόπιμες- γενικότητες τη μορφή που θα λάβει αυτό το «οικονομικό σοκ». Παρά ταύτα, όμως, τα λόγια του είναι, νομίζω, αποκαλυπτικά για τις συνέπειες που θα επέλθουν από αυτό που περιγράφεται ως «αθέτηση πληρωμών µε λογιστικό έλεγχο και επιβολή όρων στους δανειστές»!

«Θα πρέπει αμέσως να τεθούν οι τράπεζες υπό δημόσια ιδιοκτησία µε εγγύηση των καταθέσεων. Παράλληλα θα ανασταλούν οι δραστηριότητές τους για μερικές ημέρες. Όταν θα ξανανοίξουν, θα έχουν ήδη μετατρέψει καταθέσεις αλλά και δάνεια που υπόκεινται στην ελληνική νομοθεσία από ευρώ σε νέα δραχμή. Θα χρειαστεί χρόνος για να αλλάξουν οι λογιστικές διαδικασίες, να προγραμματιστούν τα ΑΤΜ και να εκτυπωθεί επαρκές νέο νόμισμα», είναι η «συνταγή» που προκρίνει ο ριζοσπάστης οικονομολόγος.

«Στην πράξη θα έχουμε παράλληλη κυκλοφορία ευρώ και νέας δραχμής για ένα διάστημα. Αν το κράτος δείξει αποφασιστικότητα, συλλέγει φόρους και κάνει πληρωμές στη νέα δραχμή, το ευρώ θα εξαλειφθεί σύντομα από την κυκλοφορία», εκτιμά ο κ. Λαπαβίτσας, ο οποίος προφανώς θεωρεί ότι η αδυναμία συλλογής φόρων δεν οφείλεται παρά στην έλλειψη αποφασιστικότητας, η οποία θα αποκατασταθεί μόλις… αλλάξουμε νόμισμα.

Εκτός, όμως, του ότι δεν θα μπορούμε, για άγνωστό διάστημα, να κάνουμε αναλήψεις των –κατά τα άλλα εγγυημένων- καταθέσεων μας, η κατάσταση στη χώρα θα είναι, κατά τα λοιπά, «ρόδινη»; Μάλλον όχι, μας λέει ο κ. καθηγητής, αφού αναγνωρίζει –με τα δικά του λόγια- ότι «τους πρώτους μήνες θα υπάρξουν προβλήματα στο πετρέλαιο, στα φάρμακα και στα τρόφιμα».

Για τον εφοδιασμό με πετρέλαιο δεν προτείνει, πάντως, την δωρεάν διανομή από τον Ούγκο Τσάβες, όπως είχε προ ολίγων ετών υποσχεθεί στους κατοίκους της Καισαριανής ο Αλέξης Τσίπρας και ο τότε δήμαρχος του αθηναϊκού προαστείου. Ίσως, γιατί, κατά την άποψή του, «η παραγωγή ενέργειας μπορεί να καλυφθεί από εγχώριες πηγές». Δεν προσδιορίζει, όμως, ποιες είναι αυτές. Ούτε εξηγεί γιατί, εφόσον υπάρχουν τέτοιες πηγές (όπως, άλλωστε, «φαντασιώνονται» αρκετοί συνωμοσιολόγοι σε αυτή τη χώρα), δεν τις εκμεταλλευόμαστε τώρα. Μας εμποδίζει, άραγε, το ευρώ να… φορέσουμε κελεμπίες;

Η συνέχεια, όμως, είναι, νομίζω, πιο ενδιαφέρουσα: «Για τα άλλα αγαθά θα χρειαστεί να γίνουν διμερείς συμφωνίες µε χώρες παραγωγούς», μας λέει ο ριζοσπάστης οικονομολόγος. Δεν το λέει ευθέως, αλλά έχει, μάλλον, κατά νου το περίφημο «κλήριγκ» που εφαρμόστηκε την περίοδο του Μεσοπολέμου, όταν οι διεθνείς συναλλαγές -στην Ελλάδα, αλλά και αλλού- διεξάγονταν με διακρατικές συμφωνίες που ισοσκέλιζαν το κόστος των εισαγωγών με αντίστοιχο όγκο εξαγωγών. Παραλείπει, ωστόσο, να μας αποκαλύψει τι περισσότερο –και, κυρίως, πότε- θα μπορέσουμε να εξάγουμε για να καλύψουμε τα σημερινά μεγάλα ελλείμματα του ισοζυγίου πληρωμών που μας κατατρύχουν από την εποχή ακόμη που είχαμε την παλαιά δραχμή.

Μας προδιαθέτει, βεβαίως, κάπως για τη δυσκολία του εγχειρήματος, καθώς προσθέτει: «Θα πρέπει επίσης να ληφθούν διοικητικά μέτρα προσαρμογής της κατανάλωσης για να στηριχτούν τα λαϊκά στρώματα», φράση που παραπέμπει ευθέως στη διανομή τροφίμων με το «δελτίο», κατάσταση που η χώρα έχει να ζήσει από την περίοδο της Κατοχής. «Η κατάσταση θα βελτιωθεί σύντομα καθώς θα τονώνεται η εγχώρια παραγωγή και θα μειώνεται το εξωτερικό έλλειμμα», καταλήγει ο κ. Λαπαβίτσας.

Ένοιωσα την ανάγκη να ασχοληθώ με τις απόψεις του, επειδή πιστεύω ακράδαντα πως το διακύβευμα της –από πολλές πλευρές- δύσκολης περιόδου που διάγουμε είναι η παραμονή μας ή όχι στο ευρώ. Είναι ένα ζήτημα που αφορά όλους μας. Και γι΄ αυτό θα πρέπει να ξέρουμε τι μας επιφυλάσσουν οι «δραχμολάγνοι», είτε κίνητρό τους είναι το συμφέρον, είτε η –εξίσου επικίνδυνη- δογματική εμμονή σε αντιευρωπαϊκά ιδεολογήματα.

*Ο Γρηγόρης Τζιοβάρας είναι δημοσιογράφος, περιφερειακός σύμβουλος Θεσπρωτίας στο νέο Περιφερειακό Συμβούλιο Ηπείρου. Η αρθρογραφία του (ανα)δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα: http://topikakaiatopa.blogspot.com.

Τρίτη 20 Δεκεμβρίου 2011

Ο ορυμαγδός των δημοσκοπήσεων και η χειραγώγηση των πολιτών

Ζούμε, αναμφίβολα, στη χώρα της υπερβολής και για πολλά από όσα συμβαίνουν στη χώρα μας, δύσκολα βρίσκει κανείς μια κάποια αντιστοιχία στο διεθνές στερέωμα.  Δεν ξέρω, για παράδειγμα, να υπάρχει άλλη χώρα στον κόσμο ολόκληρο, στην οποία να διενεργούνται τόσες πολλές δημοσκοπήσεις όσες βλέπουν το φως της δημοσιότητας στην Ελλάδα, για την υποτιθέμενη διάθεση της κοινής γνώμης έναντι της πολιτικής κατάστασης ή την επιθυμία που υποτίθεται πως έχουν οι πολίτες για τη διαμόρφωσή της.
Δεν εκπλήσσει μόνον η συχνότητα με την οποία διενεργούνται όλες αυτές οι δημοσκοπήσεις, που, αν τα δείγματα τους είναι αυτά που δηλώνονται, θα πρέπει κάθε Έλληνας να έχει ερωτηθεί αρκετές φορές, πράγμα που, από όσο ξέρω, δεν συμβαίνει, αλλά και η ποικιλία των εταιριών έρευνας, των οποίων ο αριθμός δεν συναντάται σχεδόν πουθενά αλλού και, πάντως, όχι σε χώρες με αντίστοιχο πληθυσμό.
Το ακόμη πιο παράδοξο είναι ότι, τις περισσότερες φορές, τα έντυπα ή τα άλλα μέσα ενημέρωσης που τις δημοσιοποιούν, δικαιολογούν με τα ευρήματά τους τις απόψεις που τα ίδια εκφράζουν. Βλέπεις, για παράδειγμα, την ίδια μέρα να δημοσιεύονται δύο διαφορετικές έρευνες που στο φιλοκυβερνητικό μέσο η κοινή γνώμη εμφανίζεται να επικροτεί την κυβέρνηση, η οποία, την ίδια ώρα, στον αντιπολιτευόμενο παρουσιάζεται ως έχουσα προϊούσα φθορά.
Αφορμή για τις επισημάνσεις αυτές πήρα όταν είδα την περασμένη Κυριακή έρευνα, δημοσιευμένη στην εφημερίδα «Real News», σύμφωνα με την οποία το 64% των ψηφοφόρων δεν θέλει να παραμείνει πρωθυπουργός ο Λουκάς Παπαδημος σε νέα κυβέρνηση συνεργασίας μετά τις εκλογές.
Την ίδια, όμως, μέρα σε άλλη δημοσκόπηση, που δημοσιεύεται στο «Έθνος», στο ερώτημα «ποιος είναι ο καταλληλότερος για πρωθυπουργός» μεταξύ του Λουκά Παπαδήμου και του προέδρου της ΝΔ Αντ. Σαμαρά, ο πρώτος λαμβάνει ποσοστό 54,3% και ο δεύτερος 21,7%, ενώ το ποσοστό για τον νυν πρωθυπουργό εκτινάσσεται στο 71,8% , όταν τίθεται απέναντι στον προκάτοχό του Γιώργο Παπανδρέου.
Με συγχωρείτε, αλλά δεν μπορεί να χωρέσει στην λογική μου ότι πέντε με επτά στους δέκα πολίτες θεωρούν καταλληλότερο για πρωθυπουργό τον κ. Παπαδήμο, έναντι, μάλιστα, των δύο, μέχρι στιγμής, βασικών διεκδικητών του αξιώματος, αλλά την ίδια στιγμή περισσότεροι από τους μισούς πολίτες της ίδιας χώρας να μη θέλουν να ηγηθεί ο ίδιος μιας μετεκλογικής κυβέρνησης συνεργασίας.
Πολύ περισσότερο δε, όταν, από την ίδια ακριβώς δημοσκόπηση της «Real News», υποτίθεται ότι, προκύπτει πως έξι στους δέκα πολίτες (62,6%, για την ακρίβεια) θα ήθελαν, μετά τις επόμενες βουλευτικές εκλογές, να προκύψει κυβέρνηση συνεργασίας, έναντι μόλις του 32,6% των ερωτηθέντων που υποστηρίζει αυτοδύναμη κυβέρνηση.
«Είναι θέμα διαφορετικής δειγματοληπτικής μεθοδολογίας που ακολουθεί κάθε εταιρία», είναι η σχεδόν στερεότυπη απάντηση που δίνουν οι δημοσκόποι όταν ερωτώνται για τις σημαντικές αποκλίσεις που παρουσιάζουν τα ευρήματα των ερευνών τους που διεξάγονται την ίδια χρονική περίοδο και αφορούν την πρόθεση ψήφου. Ενώ όταν πέφτουν έξω στις προβλέψεις τους έχουν έτοιμη την δικαιολογία ότι «οι δημοσκοπήσεις είναι φωτογραφία της στιγμής που έγινε η έρευνα».
Οι έρευνες της κοινής γνώμης αποτελούν, αναμφισβήτητα, χρήσιμα «εργαλεία» ώστε οι πολιτικοί αλλά και οι πολίτες να εξάγουμε συμπεράσματα για τις πραγματικές διαθέσεις της κοινωνίας, καθώς, όπως έλεγε, πολλές δεκαετίες πριν, ο διακεκριμένος οικονομολόγος, αλλά και μεγάλος πολιτικός στοχαστής, Τζον Μέιναρντ Κέινς «αν, πράγματι, η κοινή γνώμη ήταν ένα αναλλοίωτο πράγμα, θα ήταν σπατάλη χρόνου να συζητάμε τις δημόσιες υποθέσεις».  
Έχω, ωστόσο, την εντύπωση ότι πολλές φορές ο τρόπος, με τον οποίο γίνονται και, πολύ περισσότερο, ο τρόπος με τον οποίο παρουσιάζονται οι δημοσκοπήσεις στη χώρα μας, δεν αποτυπώνει τον διαπιστωμένα ευμετάβλητο χαρακτήρα της κοινής γνώμης. Αντιθέτως, δεν είναι λίγες οι φορές που βάσιμα δημιουργείται η εντύπωση πως οι έρευνες αυτές επιχειρείται να λειτουργήσουν ως μηχανισμός χειραγώγησης της κοινής γνώμης.
Το φαινόμενο δεν είναι καινούργιο, καθώς, όμως, εισήλθαμε σε προεκλογική περίοδο, ας τα έχουμε όλα αυτά κατά νου και, κυρίως, ας είμαστε ψύχραιμοι στον ορυμαγδό των δημοσκοπήσεων που είναι βέβαιο ότι θα κατακλύσουν τη δημοσιότητα του προσεχούς διαστήματος και, αρκετές εξ αυτών, δεν θα είναι διόλου «αθώες», για να μην πω τίποτε πιο βαρύ.
*Ο Γρηγόρης Τζιοβάρας είναι δημοσιογράφος, περιφερειακός σύμβουλος Θεσπρωτίας στο νέο Περιφερειακό Συμβούλιο Ηπείρου. Η αρθρογραφία του (ανα)δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα: http://topikakaiatopa.blogspot.com/.