Συνολικές προβολές σελίδας

Τρίτη 26 Ιουνίου 2012

Ο ευρωμηχανισμός και οι μηχανισμοί της παραπληροφόρησης

            Η Κύπρος είναι μια χώρα που δεκαετίες τώρα (συγ)κυβερνάται από αριστερής κατεύθυνσης ηγεσίες. Από την ανεξαρτησία του νησιού, η δεξιά βρέθηκε στην εξουσία μόνον παρενθετικά.  Ο νυν Πρόεδρος της χώρας Δ. Χριστόφιας, αναρριχήθηκε στο ύπατο αξίωμα, το 2008, ως ηγέτης του ΑΚΕΛ, το οποίο θεωρείται κομμουνιστικό κόμμα.
            Επί πολλά χρόνια, η πολιτική του ΑΚΕΛ και του Δ. Χριστόφια θεωρούνταν από τους περισσότερους παραδοσιακούς αριστερούς της χώρας μας ως «υποδειγματική», αφού η εμπλοκή του στη διακυβέρνηση έκανε πράξη την αναγκαία συναίνεση και προστάτευε τα λαϊκά εισοδήματα, καθώς η Κύπρος ήταν η τελευταία ευρωπαϊκή χώρα που διατηρούσε μέχρι πρότινος την -αλήστου μνήμης για την Ελλάδα- ΑΤΑ, δηλαδή την αυτόματη τιμαριθμική αναπροσαρμογή των εισοδημάτων.

            Εξαιτίας της διεθνούς οικονομικής κρίσης, όμως, όλα αυτά αποτελούν πλέον παρελθόν και η άλλοτε ευημερούσα Κύπρος, αφού πήρε σειρά περιοριστικών μέτρων για να αντιμετωπίσει τις συνέπειες από την κρίση,  υπέβαλε αίτημα στον ευρωπαϊκό μηχανισμό στήριξης για να ενισχύσει το τραπεζικό της ζήτημα, το οποίο ο –κατά τα άλλα- κομμουνιστής Χριστόφιας ούτε που σκέφθηκε να «κρατικοποιήσει», όπως πρότειναν διάφοροι εγχώριοι (δήθεν) ομοϊδεάτες του που «τζόγαραν» προεκλογικά με τις καταθέσεις.

            Η υποβολή του κυπριακού αιτήματος για ευρωβοήθεια, κατέρριψε παταγωδώς έναν ακόμη σημαντικότερο μύθο που δύο χρόνια κατατρύχει την ελληνική πραγματικότητα. Τις τελευταίες εβδομάδες η Λευκωσία κατέβαλε απεγνωσμένες προσπάθειες, όπως άλλωστε, και η Ισπανία, να αποφύγει την ένταξη στον ευρωπαϊκό μηχανισμό στήριξης.

            Κυπριακές αντιπροσωπείες ταξίδεψαν από τη Μόσχα ως το Πεκίνο, «εκλιπαρώντας» για δανεικά, τα οποία, παρά το περιορισμένο ύψος τους, αφού δεν ξεπερνούσαν τα τρία δισεκατομμύρια, δεν μπόρεσαν να τα εξασφαλίσουν. Τους τα αρνήθηκαν ακόμη και οι… ομόδοξοι Ρώσοι που έχουν συμφέρον από τη διάσωση του τραπεζικού συστήματος της νησιού που αποτελούσε και αποτελεί «καταφύγιο» ασφαλούς κατάθεσης κεφαλαίων που δεν προέρχονται και από τις πλέον διαφανείς συναλλαγές.            

            Στη χώρα της αποθέωσης της συνωμοσιολογίας, στην οποία ζούμε, ωστόσο, όλα αυτά είναι λεπτομέρειες που δεν εξετάζονται από τους διακινητές απίθανων σεναρίων που έφθασαν μέχρι του σημείου να δηλητηριάζουν, μέσω του διαδικτύου την κοινή γνώμη ακόμη με θεωρίες περί… ψεκασμού των πολιτών για να ψηφίσουν τον δικομματισμό!

Είναι, πάνω – κάτω, οι ίδιοι που δύο χρόνια τώρα φαντασιώνονται τον υποτιθέμενο πακτωλό χρημάτων που δήθεν έριχνε ο Βλαντίμιρ Πούτιν στα πόδια του Γιώργου Παπανδρέου κι εκείνος, τάχατες, τον… κλώτσησε για να οδηγήσει τη χώρα στα «νύχια της τρόικας», παραβλέποντας το αναμφισβήτητο γεγονός ότι ο πρώτος ξένος αξιωματούχος που υπέδειξε την Ελλάδα να προσφύγει στο ΔΝΤ ήταν ο τότε πρόεδρος της Ρωσίας Ντ. Μεντβέντεφ, το «τσιράκι» του Πούτιν.    

            Μπορεί, όμως, οι αέναα διακινούμενες θεωρίες συνωμοσίας να καταρρίπτονται στην πράξη, καθώς, η μια μετά την άλλη, οι άλλοτε ευημερούσες χώρες του ευρωπαϊκού νότου αναζητούν την ασφάλεια της ευρωβοήθειας και, την ίδια ώρα, οι βόρειοι να μην αισθάνονται άτρωτοι, όπως συνέβαινε μέχρι πρότινος, οι ευφάνταστοι συνωμοσιολόγοι δεν πτοούνται. Επιμένουν στο ίδιο «μοτίβο» και παραλλάσσουν τις ίδιες απλοϊκές θεωρίες τους για τις «σκοτεινές δυνάμεις» που πίσω από την κουίντα καθορίζουν τα πάντα και άρα εμείς δεν πρέπει να κάνουμε τίποτε.

Ένας σοβαρός άνθρωπος, με γνώση, με κύρος, με αγωνιστικό παρελθόν, ο καθηγητής Βασίλης Ράπανος δέχθηκε να αναλάβει την «ηλεκτρική» καρέκλα του υπουργού Οικονομικών και, πριν ακόμη ορκιστεί, «έπεσαν να τον φάνε». Τον «βάφτισαν» αμέσως «άνθρωπο των τραπεζών», μόνον και μόνον επειδή συμβαίνει τα δυόμισι τελευταία χρόνια να προεδρεύει της Εθνικής Τράπεζας, ορισμένος από την κυβέρνηση.

Σε αγαστή συγχορδία, αλητήριοι της παραδημοσιογραφίας, «κουκουλοφόροι» του διαδικτύου και πολιτικάντηδες που επενδύουν στη συμφορά της χώρας, στράφηκαν εναντίον ενός αξιοσέβαστου επιστήμονα, που όσοι τον γνωρίσαμε στα πανεπιστημιακά αμφιθέατρα, είμαστε περήφανοι που τον είχαμε δάσκαλο, και πολέμησαν με λύσσα, «εξουδετερώνοντας» μια από τις τελευταίες «εφεδρείες» σοβαρότητας και σταθερότητας που διαθέτει το εγχώριο οικονομικό και πολιτικό σύστημα.    

Φοβάμαι πως όσο οι μηχανισμοί της παραπληροφόρησης βρίσκουν ευήκοα ώτα στο ευρύ κοινωνικό σώμα, κανένας ευρωμηχανισμός δεν μπορεί να σώσει αυτή τη χώρα. Αν δεν κατανοήσουμε, αυτό που κατανόησαν ο δεξιός Ισπανός πρωθυπουργός Μαριάνο Ραχόι και ο κομμουνιστής Κύπριος Πρόεδρος  Δ. Χριστόφιας, ότι η Ευρώπη είναι το κοινό μας σπίτι που μας παράσχει την αναγκαία οικονομική ασφάλεια, τότε όταν οι άλλοι θα βγαίνουν από την κρίση, εμείς θα παραμένουμε καθηλωμένοι και θα ζούμε με τους «μύθους» μας.

*Ο Γρηγόρης Τζιοβάρας είναι δημοσιογράφος, περιφερειακός σύμβουλος Θεσπρωτίας στο πρώτο αιρετό Περιφερειακό Συμβούλιο Ηπείρου. Η αρθρογραφία του (ανα)δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα: http://topikakaiatopa.blogspot.com.

Τρίτη 19 Ιουνίου 2012

Το μυριόστομο «ουφ» και η λύση του δράματος

Το «ουφ» της ανακούφισης, που… ακούστηκε από τα πέρατα της οικουμένης για τη διαφαινόμενη λύση στο πολιτικό αδιέξοδο, το οποίο βιώνει η χώρα για περισσότερο από ένα χρόνο, είναι, νομίζω, το πιο σημαντικό στοιχείο της εκλογικής αναμέτρησης της περασμένης Κυριακής.
Ήταν ένα μυριόστομο «ουφ», το οποίο δεν εκφράστηκε μόνον εκτός Ελλάδος, από τις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες και τις… ταραγμένες αγορές, που παρακολουθούσαν με κομμένη την ανάσα τις ελληνικές εκλογές, αλλά και στο εγχώριο πεδίο, ακόμη και, όσο και αν ακούγεται παράδοξο, από ψηφοφόρους που έκαναν εντελώς διαφορετικές επιλογές.
Αδιάψευστος μάρτυς μου, η απουσία πανηγυρισμών από τους –όποιους- νικητές αυτών των εκλογών, αλλά και η… χαλαρή διάθεση με την οποία εμφανίστηκε στο εκλογικό κέντρο του κόμματός του ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ Αλέξης Τσίπρας, στην πρώτη έπειτα από καιρό δημόσια εμφάνισή του που δεν συνοδευόταν από δεκάδες διεθνή τηλεοπτικά συνεργεία, τα οποία, στο μεταξύ, είχαν «μετακομίσει» στο νέο πόλο εξουσίας.
Αν εξαιρέσει κανείς ορισμένους «εξουσιομανείς», που πρόβαραν υπουργικά «κοστούμια», η πλειονότητα των νουνεχών πολιτικών είναι βέβαιο ότι ήθελαν να αποφύγουν την «καυτή πατάτα» των ευθυνών της διακυβέρνησης, καθώς η αίσθηση που υπάρχει είναι ότι η νέα πολιτική περίοδος που διανοίγεται μπροστά μας κάθε άλλο παρά ρόδινη προδιαγράφεται. 
Ο επικείμενος σχηματισμός κυβέρνησης συνεργασίας, άλλωστε, δεν αναιρεί τον βαθύ διχασμό της ελληνικής κοινωνίας, όπως αποτυπώθηκε στο εκλογικό αποτέλεσμα, και, πολύ περισσότερο, δεν προοιωνίζεται, τουλάχιστον σε αυτή τη φάση, οριστική λύση του «δράματος» της ακυβερνησίας που επέτεινε δραματικά τα μεγάλα οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα.
Καλώς ή κακώς, απέναντι στους μισούς, ίσως, Έλληνες που ψήφισαν με γνώμονα να σχηματιστεί φιλοευρωπαϊκή κυβέρνηση, υπάρχουν οι άλλοι μισοί που φαίνεται να έχουν, για πολλούς λόγους, πειστεί ότι, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, θα έπρεπε να υπάρξει κάποιου είδους διάρρηξη των σχέσεων μας με τους εταίρους μας.
Μεγάλη μερίδα των ψηφοφόρων, με διαφορετικά ίσως κίνητρα, έδειξαν να εγκρίνουν την ατζέντα του εθνικού απομονωτισμού, αδιαφορώντας για τις συνέπειες της αθέτησης υποχρεώσεων που έχουν αναληφθεί από την παραγωγικά αποδιαρθρωμένη χώρα μας.
Χρειάζεται, για τούτο, πολύ μεγάλη προσπάθεια από τη νέα κυβέρνηση που θα σχηματιστεί, ώστε να εμπεδωθεί το επιβεβλημένο ευρωπαϊκό πνεύμα και ο απαιτούμενος μεταρρυθμιστικός αέρας που θα σταθεροποιήσει, κατ΄ αρχήν, τη χώρα, ώστε, κατόπιν, να επιχειρηθεί η βαθμηδόν έξοδος από το υφιστάμενο καθηλωτικό «σπιράλ θανάτου».
Είναι βέβαιο ότι θα υπάρξουν και αντιστάσεις και αντιδράσεις στο δύσκολο και ανηφορικό δρόμο που έχει μπροστά του το νέο –αναγκαστικά συνεργατικό- κυβερνητικό σχήμα, το οποίο, έχοντας από τη μια πολλά «ανοιχτά μέτωπα» στο εσωτερικό (ύφεση, ανεργία, ανομία, ανασφάλεια και τόσα άλλα), θα απαιτείται από την άλλη να διαπραγματεύεται σκληρά με τους ευρωπαίους εταίρους και δανειστές μας.
Όπως πριν από τις εκλογές, έτσι και μετά από αυτές, τα μηνύματα που φθάνουν στην Αθήνα είναι περισσότερο από σαφή. Μόνον με τήρηση των συμφωνιών, μπορεί να υπάρξει συνέχιση της αναγκαίας χρηματοδότησης. Και μόνον υπό αυτή την προϋπόθεση μπορεί να επανεξεταστούν πτυχές του προγράμματος που συνοδεύει την οικονομική βοήθεια.
Το -άγνωστο για τα ελληνικά πολιτικά ήθη- πνεύμα συνεργασίας των πολιτικών δυνάμεων, είναι, μαζί με την επιδίωξη της ευρύτερης δυνατής συναίνεσης και τη δύναμη του παραδείγματος όσων θα αναλάβουν κυβερνητικές ευθύνες σε αυτή τη δύσκολη φάση, αυτά από τα οποία θα κριθεί η μακροημέρευση του νέου κυβερνητικού σχήματος.

*Ο Γρηγόρης Τζιοβάρας είναι δημοσιογράφος, περιφερειακός σύμβουλος Θεσπρωτίας στο πρώτο αιρετό Περιφερειακό Συμβούλιο Ηπείρου. Η αρθρογραφία του (ανα)δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα: http://topikakaiatopa.blogspot.com/.

Τρίτη 12 Ιουνίου 2012

Η βία ως… μαμή τερατογεννήσεων

Η 12η Φεβρουαρίου 2012, είναι χαραγμένη βαθιά στη μνήμη μου, όχι μόνον γιατί αποτελεί ένα εθνικό ορόσημο, αφού είναι η ημερομηνία ψήφισης της περίφημης δανειακής σύμβασης, αλλά και για έναν προσωπικό λόγο, καθώς είναι η μέρα, ή μάλλον η νύχτα, που ένοιωσα, περισσότερο από ποτέ στη ζωή μου, την απειλή του αφιονισμένου όχλου και της «τυφλής» πολιτικής (;) βίας, για την οποία μιλάμε αυτές τις μέρες με αφορμή την… «πρωινάδικη» τηλεοπτική βιαιοπραγία.
Λίγη ώρα πριν από την ολοκλήρωση της έντονης πολιτικής αντιπαράθεσης και την έναρξη της κρίσιμης ψηφοφορίας, χρειάστηκε, εκτάκτως και για λόγους ανωτέρας βίας, να εξέλθω της Βουλής, και, αψηφώντας την ηλεκτρισμένη ατμόσφαιρα που επικρατούσε στη -φλεγόμενη από τους εμπρησμούς κτιρίων και πνιγμένη από δακρυγόνα- ευρύτερη περιοχή του Συντάγματος, ακολούθησα, ελλείψει άλλης, τη συνήθη διαδρομή. 
Έχοντας παρακολουθήσει από κοντά τα περισσότερα από τα μεγάλα συλλαλητήρια των πολλών τελευταίων χρόνων, άλλοτε από επαγγελματική υποχρέωση και άλλοτε από επαγγελματική «διαστροφή», δεν φαντάστηκα ότι η διακριτική αποχώρησή μου από τον αποκαλούμενο «ναό της δημοκρατίας» μπορούσε να με καταστήσει στόχο, επειδή κάποιος, που όταν με προσέγγισε, μου δημιούργησε την εντύπωση πως δεν ήταν παρά ένας διαταραγμένος, άρχισε να μου επιτίθεται φραστικά και να τρέχει ωρυόμενος ξωπίσω μου, παρασύροντας και άλλους στην ίδια κατεύθυνση.
Με απάλλαξαν από τα χειρότερα που θα μπορούσαν να μου συμβούν, αρχικά, η εξάντληση των αποθεμάτων αυτοκυριαρχίας, που μου επέτρεψε να σταθώ και να αντιμετωπίσω, με όση ψυχραιμία μπορούσα να επιστρατεύσω, τις άγριες διαθέσεις του πλήθους που με είχε περικυκλώσει, και, κατόπιν, η επίκληση της επαγγελματικής ιδιότητας, η οποία, ευτυχώς, για ορισμένους, απετέλεσε επαρκή δικαιολογητική βάση για την παρουσία μου στο κτίριο.
Δεν μπόρεσα να καταλάβω, και όσο το σκέφτομαι τόσο καταλήγω ότι ίσως δεν έχει ιδιαίτερη σημασία, ποια ήταν η ιδεολογική προσέγγιση όσων μου επιτέθηκαν και ήταν έτοιμοι να... αυτοδικήσουν, απέναντι σε έναν άνθρωπο, σε έναν  πολίτη που το «έγκλημά» του ήταν ότι είχε βγει από τη Βουλή, την οποία, αν οι ίδιοι είχαν δύναμη, ισχυρότερη από την εξοπλισμένη Αστυνομία, εκείνη αλλά και πολλές άλλες νύχτες θα την είχαν πυρπολήσει και θα την είχαν ισοπεδώσει.
Όλο το προηγούμενο διάστημα, άλλωστε, η πλατεία Συντάγματος, πέρα από χώρος δικαιολογημένης διαμαρτυρίας πληττόμενων ανθρώπων, είχε γίνει το «στέκι» ενός αλλοπρόσαλλου συνονθυλεύματος που το μόνο που το ένωνε ήταν, κυρίως, το βίαιο πάθος κατά των κοινοβουλευτικών θεσμών, όπως μαρτυρεί το ανιστόρητο κεντρικό πανό που, επειδή έκανε ρίμα με το «Ψωμί, Παιδεία, Ελευθερία», ισχυριζόταν ότι «η χούντα δεν τελείωσε το ΄73»!
Ενδεδυμένοι τον μανδύα του «αγανακτισμένου» και σε απόσταση λίγων μέτρων συγχρωτίζονταν, επί μήνες, «μπαχαλάκηδες» και «χρυσαυγίτες», «χουντικοί» και αριστεριστές, μισαλλόδοξοι ιερωμένοι και ακραίοι κήρυκες της εμφύλιας διαμάχης. Ποιος, αλήθεια, από όσους επαίνεσαν την πράξη του πιο γνωστού αυτόχειρα της τελευταίας περιόδου που αυτοπυροβολήθηκε στην πλατεία Συντάγματος, διάβασε επιμελώς το κείμενο που άφησε και στο οποίο… υμνούσε τη χρήση των “καλάσνικοφ”;  
Βεβαίως, η καταστροφική βία που ζήσαμε την τελευταία διετία δεν μπορεί να αποδοθεί μόνον στις ακραίες μειοψηφίες που είχαν «στρατοπεδεύσει» στο Σύνταγμα, απειλούσαν συλλήβδην τους πολιτικούς με κρεμάλες, μούντζωναν και κραύγαζαν «να καεί, να καεί το μπουρδέλο η Βουλή». Εξίσου, υπεύθυνοι είναι και πολλοί άλλοι από την πολιτική και την ενημέρωση που παρείχαν κάλυψη και «έκλειναν το μάτι» στα άκρα της «πλατείας», αποκαλώντας τις ανά την Ελλάδα, οργανωμένες, στην πλειονότητά τους, βιαιοπραγίες κατά στελεχών του ΠΑΣΟΚ «λαϊκή οργή».
Είδα με τα μάτια μου γνωστό συνδικαλιστή του εκπαιδευτικού, μάλιστα, χώρου, να εκτοξεύει με ντουντούκα υβριστικά συνθήματα κατά του τότε πρωθυπουργού σε συγκέντρωση. Άκουσα με τα αυτιά μου βουλευτή της ΝΔ από όμορη περιοχή με τη Θεσπρωτία να εκφράζεται με μίσος και να εκστομίζει ακραίους χαρακτηρισμούς, όπως «δοσίλογοι», για τα κυβερνητικά στελέχη, για τα οποία ο ίδιος έδωσε λίγες εβδομάδες αργότερα ψήφο εμπιστοσύνης και ενέκρινε μαζί τους τα επόμενα «μνημόνια».
Ποιος, εξάλλου, ξεχνά τη στάση που τήρησαν οι πολιτικές δυνάμεις του τόπου στη βίαιη ματαίωση της παρέλασης της 28ης Οκτωβρίου στη Θεσσαλονίκη; Το «Παπούλια, προδότη παραιτήσου», που εξόργισε τον αντιστασιακό Πρόεδρο της Δημοκρατίας, μπορεί ενδεχομένως να ακούστηκε από χείλη επίγονων του δοσιλογισμού, πλην, όμως, τη «νομιμοποίησή» του τη βρήκε όχι μόνον από εκείνους που συμμετείχαν στην ανόσια αυτή εκδήλωση, αλλά και από όλους όσοι δεν βρήκαν κατηγορηματικά λόγια καταδίκης για το σύνολο των ακροτήτων.
Γι΄ αυτό και νομίζω ότι έχει μεγάλη δόση υποκρισίας η… ιερή οργή ορισμένων από όσους αντιδρούν στις φασιστικές προκλήσεις των «χρυσαυγιτών», που πιστεύω ότι βρήκαν έδαφος στην απώλεια του μέτρου στην πολιτική αντιπαράθεση που τη βλέπουμε έκδηλη (και) ενόψει της επικείμενης εκλογικής αναμέτρησης. Όσοι, άλλωστε, ενστερνίζονται το  μαρξιστικό “τσιτάτο” ότι «η βία είναι μαμή της ιστορίας», ας έχουν υπόψη τους και τις… τερατογεννήσεις, στις οποίες, σύμφωνα με τη λαϊκή θυμοσοφία, οδηγούν τους τοκετούς οι πολλές καβγαδίζουσες μαμές.
*Ο Γρηγόρης Τζιοβάρας είναι δημοσιογράφος, περιφερειακός σύμβουλος Θεσπρωτίας στο πρώτο αιρετό Περιφερειακό Συμβούλιο Ηπείρου. Η αρθρογραφία του (ανα)δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα: http://topikakaiatopa.blogspot.com/.

Τετάρτη 6 Ιουνίου 2012

Αντιφάσεις και διλήμματα, μπροστά στη νέα κάλπη

Ένα δίλημμα με κατατρύχει τις τελευταίες ημέρες, καθώς πλησιάζει η ώρα της νέας κάλπης και οι βασικοί διεκδικητές της εξουσίας παρουσιάζουν τις προγραμματικές εξαγγελίες τους. Αναρωτιέμαι: είναι προτιμότερο να εύχεται κανείς να εφαρμοστούν όλα αυτά που, με περισσή προχειρότητα, η οποία δεν ταιριάζει στην εποχή μας, ακούγονται από τις τηλεοράσεις και τα προεκλογικά μπαλκόνια ή να ελπίζει ότι θα αποδειχτούν, για άλλη μια φορά, ψεύτικα μεγάλα προεκλογικά λόγια, που θα διαψευστούν στην πράξη;
Δυσκολεύομαι ειλικρινά να αποφανθώ. Και η δυσκολία μου δεν προέρχεται μόνον από το γεγονός ότι χρειάστηκε να φθάσουμε στο «παρά πέντε» των δεύτερων εκλογών για να μάθουμε τις κυριότερες από τις προεκλογικές διακηρύξεις, οι οποίες, σε κάποιες περιπτώσεις είναι, λιγότερο ή περισσότερο, διαφοροποιημένες από εκείνες με τις οποίες κάποια κόμματα διεκδίκησαν την ψήφο μας μόλις πριν από λίγες εβδομάδες.
Δυσκολεύομαι, κυρίως, από το περιεχόμενο των υποσχέσεων που δίνονται  και που στην πλειονότητά τους αποτελούν επανάληψη παρελθούσας μεθοδολογίας, αντίστοιχης με εκείνη που οδήγησε στη σημερινή δυσμενή πραγματικότητα. Πραγματικότητα, η οποία, κατά τη δική μου, τουλάχιστον, προαίρεση, προέρχεται από την επί χρόνια καλλιεργούμενη νοοτροπία πως τα πάντα μπορούμε να τα περιμένουμε από τους «άλλους». Και πάνω από όλα από το… κράτος που μπορεί να δανείζεται και να δαπανά εσαεί, την ίδια στιγμή που εμείς μπορούμε να ασκούμεθα, επαναστατικώ τω τρόπω, στην υποκίνηση και υπόθαλψη κινημάτων «δεν πληρώνω» .
Και τι δεν βρίσκει κανείς στις προεκλογικές διακηρύξεις, που είναι, μάλιστα, ντυμένες με τον μανδύα του «κυβερνητικού προγράμματος»: Αφόρητες γενικότητες για το πόσο… σπουδαία είναι η παγκόσμια ειρήνη, επικίνδυνα αφελείς προσεγγίσεις για σοβαρά ζητήματα, που φθάνουν μέχρι την παγκόσμια πρωτοτυπία του αφοπλισμού της αστυνομίας και των ανοιχτών φυλακών, σε μια χώρα με έντονο πρόβλημα εγκληματικότητας, πειραματισμούς με την εξαγγελία χορήγησης ταξιδιωτικών εγγράφων σε όλους τους παράνομους μετανάστες, υποσχέσεις που «χαϊδεύουν αυτιά» για αποκατάσταση μισθών, συντάξεων, διπλασιασμό επιδομάτων και επιβολή «διατίμησης» (!) σε βασικά καταναλωτικά αγαθά.
Ποιος, αλήθεια, δεν θα ήθελε να μας συμβούν όλα αυτά τα ωραία και παραδείσια; Αν, όντως, ήμασταν μια «κοινωνία αγγέλων» σε μια απομονωμένη χώρα με οικονομική αυτάρκεια και περίσσεια πλουτοπαραγωγικών πόρων, όπως αυτή που… φαντασιώνονται διάφοροι πολιτικάντηδες που διακηρύσσουν πως τάχατες η ανακήρυξη της ΑΟΖ θα μας καταστήσει αυτόματα παγκόσμιο ενεργειακό παίκτη, μπορεί πράγματι να μπορούσαμε και φόρους να μην πληρώνουμε και παχυλές συντάξεις (όπως αυτές που υπόσχεται ο… Στέφανος Μάνος!) να εισπράττουμε, επιδιδόμενοι στην αποτελεσματική επίλυση των παγκοσμίων προβλημάτων της μετανάστευσης και της ειρήνης στον κόσμο.
Δυστυχώς, όμως, συμβαίνει να ζούμε σε μια μικρή και υπερχρεωμένη, όσο καμία άλλη,  χώρα που έχει ανάγκη δανεικών για να συνεχίσει να λειτουργεί, ακόμη και αν της χαριστεί το σύνολο των παλαιών δανείων. Γι΄ αυτό και δεν χρειάζεται κανείς να είναι οικονομολόγος για να αντιληφθεί πως  πρώτιστο καθήκον της κυβέρνησης που θα προκύψει τη μεθεπόμενη Κυριακή, είναι να βρει τρόπους να συνεχιστεί απρόσκοπτα η χρηματοδότηση του δημοσίου για να μην «κατεβάσει ρολά» το κράτος που λέγεται η Ελλάδα. 
Παρακάμπτοντας τα επιμέρους, έχει, νομίζω, σημασία να δούμε τι λέει επ΄ αυτού το «νεότευκτο» κυβερνητικό πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ. Επαναλαμβάνω αυτολεξεί όσα ακούστηκαν, την περασμένη Παρασκευή, από τα χείλη του επικεφαλής του, Αλέξη Τσίπρα: «Θα διεκδικήσουμε νέα αναδιαπραγμάτευση του χρέους, με στόχο τη δραστική μείωσή του, ή ένα μορατόριουμ για το χρέος και αναστολή πληρωμών των τόκων, έως ότου διαμορφωθούν συνθήκες σταθεροποίησης και ανάκαμψης της οικονομίας».
«Το ύψος εξυπηρέτησης του χρέους θα πρέπει, επίσης, να συνδεθεί με το ρυθμό ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας, δηλαδή με το ρυθμό αύξησης του ΑΕΠ (ρήτρα ανάπτυξης)», πρόσθεσε ο κ. Τσίπρας. Απέφυγε, ωστόσο, να πει πότε, έστω κατά προσέγγιση, και με ποιες συγκεκριμένες επενδυτικές πρωτοβουλίες, ευελπιστεί ότι η χειμαζόμενη ελληνική οικονομία μπορεί να περάσει σε θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης, τέτοιους που να της επιτρέπουν να καλύψει επείγουσες ανάγκες, άμεσες και μεσοπρόθεσμες, όπως, π.χ., η επαναγορά του ΟΤΕ, ώστε, κατόπιν, να είναι σε θέση να αποπληρώνει, έστω, μέρος του συσσωρευμένου χρέους.
Δύο εβδομάδες, όμως, πριν από τις εκλογές, δεν θα έπρεπε να είναι πλήρως αποσαφηνισμένο πόσο επιπλέον χρέος πρέπει να διαγραφεί, όπως και ποιο κομμάτι του θεωρείται «απεχθές» και θα εξαιρεθεί από την αποπληρωμή; Πιθανολογώ, καλόπιστα, ότι η απάντηση στο ερώτημά μου είναι πως όλα αυτά είναι στοιχεία της διαπραγμάτευσης που θα ξεκινήσει η νέα κυβέρνησης, η οποία «αμέσως μετά την ακύρωση του Μνημονίου, θα καταγγείλει τους επαχθείς όρους και θα ζητήσει την επαναδιαπραγμάτευση της δανειακής σύμβασης». 
Σε μια τέτοια περίπτωση, όμως, όσοι κατέχουν ελληνικά ομόλογα (διεθνείς οργανισμοί, ευρωπαϊκές χώρες, ξένες και εγχώριες τράπεζες, κερδοσκοπικά funds, ιδιώτες επενδυτές, ασφαλιστικά ταμεία, και όποιοι άλλοι) γιατί θα δεχθούν νέο «κούρεμα» των απαιτήσεών τους και μαζί αναστολή πληρωμής των τόκων και ρήτρα εξυπηρέτησης της εναπομείνασας υποχρέωσής μας; Μήπως, εν τέλει, τους είναι ευκολότερο να μας τα… χαρίσουν; Και αν μας… χαρίσουν αυτά, γιατί θα μας δώσουν τα επόμενα που χρειαζόμαστε για να βγάλουμε τη φετινή χρονιά;
Βρίσκω όλα τούτα άκρως αντιφατικά. Και γι΄ αυτό ξεκίνησα με το δίλημμα της ευχής για εφαρμογή των προεκλογικών διακηρύξεων ή της ελπίδας για προσγείωση στην πραγματικότητα. Και τα δύο μου φαίνονται εξίσου προβληματικά. Το πρώτο μου μοιάζει απίστευτη ουτοπία και «δονκιχωτισμός». Το δεύτερο, φοβάμαι, θα απογοητεύσει πολύ κόσμο, ο οποίος στην επόμενη, ίσως, κάλπη να αναζητήσει άλλες -ενδεχομένως, πιο επικίνδυνες- «αντισυστημικές» δυνάμεις για να εκφράσει την οργή από τη νέα διάψευση.

*Ο Γρηγόρης Τζιοβάρας είναι δημοσιογράφος, περιφερειακός σύμβουλος Θεσπρωτίας στο νέο Περιφερειακό Συμβούλιο Ηπείρου. Η αρθρογραφία του (ανα)δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα: http://topikakaiatopa.blogspot.com/.

Τρίτη 29 Μαΐου 2012

Η αντιγραφή του χθες δεν οδηγεί στο αύριο

Παρακολουθώντας τον τρόπο με τον οποίο εξελίσσεται η προεκλογική αντιπαράθεση των κομμάτων, έχω την αίσθηση πως ματαιοπονεί κανείς στην προσπάθεια αναζήτησης στοιχείων που να αποτυπώνουν το νέο που -υποτίθεται ότι- ζήτησαν οι πολίτες με την ψήφο τους στις 6 Μαΐου, έστω και αν το αίτημα εκδηλώθηκε με κατακερματισμό και διασπορά των επιλογών.
            Αναρωτιέμαι, για παράδειγμα, αν, μετά την -κατά πολλούς δικαιολογημένη- καταδίκη του λεγόμενου δικομματισμού, οι δυνάμεις, που αναδείχθηκαν ενισχυμένες από την τελευταία κάλπη και διεκδικούν επαύξηση της επιρροής τους στη νέα αναμέτρηση της 17ης Ιουνίου, συνιστούν τους φορείς εκείνους που είναι οι κατάλληλοι για να ανοίξουν νέοι δρόμοι για τον  τόπο και να δημιουργήσουν ελπίδα και προοπτική στους ανήσυχους πολίτες.
            Χωρίς να παριστάνω τον αντικειμενικό, προσπαθώ να είμαι ανοιχτός και καλοπροαίρετος στις επισημάνσεις μου. Γι΄ αυτό και δεν ασχολούμαι με τις –ένθεν κακείθεν- διχαστικές απλουστεύσεις που θέτουν αντιμέτωπους από τη μια τους «προδότες» και «προσκυνημένους» μνημονιακούς και από την άλλη τους αλαζονικούς «μικρομέγαλους» που θέλουν να μας πάνε στη δραχμή.
Προτιμώ να εστιάσω στα συγκεκριμένα και επ΄ αυτών να εκφράσω τις αμφιβολίες μου για τη φορά των προεκλογικών πραγμάτων. Θα περίμενε, ας πούμε, κανείς ότι οι θιασώτες του «νέου» να ήταν έτοιμοι να ανατρέψουν, όχι με λόγια, αλλά με πράξεις, όλα εκείνα που στις νηφάλιες συζητήσεις, που κάνουμε μεταξύ μας, όταν αφήνουμε στην άκρη τις παραμορφωτικές παρωπίδες, συνομολογούμε ότι αποτελούν χρόνιες παθογένειες που ταλαιπωρούν όλους μας.
Ας πάρουμε, ως παράδειγμα, τη φοροδιαφυγή, η έκταση της οποίας αναμφισβήτητα πλήττει το σύνολο της κοινωνίας και πρωτίστως τους οικονομικά αδύναμους. Σε βαθμό, μάλιστα, τέτοιο που η καταπολέμησή της να αποτελεί όρο επιβίωσης του ελληνικού δημοσίου και, πολύ περισσότερο, αυτού που λέγεται «κοινωνικό κράτος», το οποίο χωρίς χρηματοδότηση, δια της φορολογίας, δεν είναι παρά «ένα πουκάμισο αδειανό».     
Με λύπη διαπιστώνω ότι στις θολές και πολύ συχνά αντικρουόμενες προγραμματικές θέσεις που διατυπώνουν τις τελευταίες μέρες λογής – λογής στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ, αποφεύγουν επιμελώς να θίξουν τη διαπιστωμένη ανάγκη αναδιάρθρωσης των φοροεισπρακτικών μηχανισμών που αποτελεί προϋπόθεση για να γίνει αποτελεσματικό το σύστημα συλλογής των φόρων, με βάση την κοινά παραδεκτή συνταγματική πρόνοια, σύμφωνα με την οποία καθένας συμβάλει ανάλογα με τη φοροδοτική ικανότητά του.
Μου δημιουργείται η εντύπωση ότι δεν πρόκειται για παράλειψη, όταν μάλιστα οι ίδιοι αναγνωρίζουν την ανάγκη αύξησης των δημοσίων εσόδων και γι΄ αυτό εξαγγέλλουν φόρους και εισφορές, που είμαι περίεργος να δω, αν και όταν βρεθούν στα πράγματα, πως θα επιβάλουν την είσπραξή τους, όταν μέχρι πρότινος υπέθαλπαν –αν δεν καθοδηγούσαν, κιόλας- τα περιβόητα κινήματα «δεν πληρώνω», προσδίδοντας ιδεολογικά χαρακτηριστικά σε μια καταφανώς αντικοινωνική συμπεριφορά, τουλάχιστον από εκείνους που είχαν τη δυνατότητα να πληρώσουν.
Πιστεύω, αντιθέτως, ότι αποφεύγουν σκοπίμως τη συζήτηση για την αναδιάρθρωση των φοροεισπρακτικών μηχανισμών, επειδή δεν θέλουν να δυσαρεστήσουν τους καινούργιους «πελάτες» που προσήλκυσαν, συμπεριφερόμενοι, έτσι, όπως έκαναν, δεκαετίες τώρα, οι δυνάμεις που οι ίδιοι επικρίνουν και τις οποίες, αντιγράφοντας συνθήματα του χθες, υποτίθεται ότι θέλουν να θέσουν στο «χρονοντούλαπο της ιστορίας».
Φοβούνται, προφανώς, πως, αν ανοίξει μια τέτοια συζήτηση, θα περιλάβει το ευρύτερο ζήτημα της λειτουργίας του δημόσιου τομέα και της ανάγκης για αξιολόγηση. Ένα ζήτημα που αποτελεί «ταμπού» τόσο για την παραδοσιακή, όσο και για τη νεόφερτη «πελατεία» που συνέρρευσε στα μέχρι πρότινος «μικρομάγαζα» που μεγάλωσαν απότομα και οι διαχειριστές τους, αμήχανοι και οι ίδιοι από την κοσμοσυρροή, παραμένουν στο κλασσικό δόγμα «ο πελάτης έχει πάντα δίκιο», ακόμη και όταν είναι βέβαιο πως τα διαθέσιμα αποθέματα του… καταστήματος δε μπορούν να ικανοποιήσουν τους πάντες.
Ξέρω πως όταν κάποιος είναι «καβάλα στο κύμα» και έχει ούριο τον άνεμο, δύσκολα, ιδίως αν είναι νεοφώτιστος, λαμβάνει υπόψη του τις προειδοποιήσεις. Βλέπω, εξάλλου, γύρω μου κλειστά αυτιά απέναντι σε κάθε είδους μετριοπαθείς εκτιμήσεις. Διαπιστώνω, επίσης, απροθυμία να αναγνωριστούν αιτιώδεις σχέσεις των προβλημάτων, την ίδια ώρα που επαναλαμβανόμενοι απλοϊκοί ισχυρισμοί, κυρίως όταν περιλαμβάνουν μεγάλη δόση συνωμοσιολογίας, μετρούν περισσότερο από τα λογικά επιχειρήματα.
Προσωπικά, ωστόσο, δεν πτοούμαι. Και χωρίς να διστάζω να αναγνωρίσω ότι, ενδεχομένως, στην παρούσα συγκυρία, ο λόγος μου να έχει μειοψηφική απήχηση, επιμένω στη θέση μου. Θέση, με την οποία πήρα την απόφαση πριν από περίπου δύο χρόνια να εκτεθώ στην κρίση των Θεσπρωτών και η οποία συνοψίζεται στην εδραία πεποίθησή μου πως η αντιγραφή του χθες δεν οδηγεί στο αύριο.

*Ο Γρηγόρης Τζιοβάρας είναι δημοσιογράφος, περιφερειακός σύμβουλος Θεσπρωτίας στο νέο Περιφερειακό Συμβούλιο Ηπείρου. Η αρθρογραφία του (ανα)δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα: http://topikakaiatopa.blogspot.com/.

Τρίτη 22 Μαΐου 2012

Ούτε ένας... «κοψοχέρης» στις 18 Ιουνίου

Τέσσερις στους δέκα ψηφοφόρους που συμμετείχαν στην εκλογική αναμέτρηση της 6ης Μαΐου, εμφανίζονται, στις πρώτες μετεκλογικές δημοσκοπήσεις,  να θέλουν, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, να «διορθώσουν» την ψήφο τους και μόνον το 58% του εκλογικού σώματος δηλώνει έτοιμο να επαναλάβει την επιλογή του στις νέες κάλπες που θα στηθούν στις 17  Ιουνίου.
Είναι ένα πολύ σημαντικό εύρημα, το οποίο θεωρώ ότι επιβεβαιώνει τον χαρακτηρισμό «αλλοπρόσαλλο» που χρησιμοποίησα για το εκλογικό αποτέλεσμα, γράφοντας -«εν θερμώ», όπως παραδεχόμουν- για τούτη τη στήλη, το πρωί της επομένης των τελευταίων εκλογών, το κείμενο με το οποίο κατέληγα στο συμπέρασμα ότι οι νέες κάλπες ήταν αναπότρεπτες.
Είχα την αίσθηση και, προϊόντος του χρόνου, μου γίνεται εδραία πεποίθηση πως το σκηνικό το οποίο διαμορφώθηκε στις κάλπες του Μαΐου εξέπληξε και πολλούς από εμάς που είχαμε συμβάλει στη διαμόρφωσή του με την ψήφο μας, η οποία, εξαιτίας της ατμόσφαιρας που είχε δημιουργηθεί προεκλογικά στη χώρα, δόθηκε με κριτήρια που δεν ανταποκρινόταν στις ανάγκες των καιρών.
Δύο κατά τη γνώμη μου υπήρξαν οι λόγοι, για τους οποίους συνέβη αυτό το παράδοξο: Ο πρώτος λόγος ήταν τα αισθήματα θυμού και οργής κατά του πολιτικού συστήματος που επικράτησαν σε αυτή την εκλογική αναμέτρηση. Και ο δεύτερος λόγος ήταν ότι αρκετοί συνέλληνες έκαναν την τελική τους επιλογή, έχοντας προεξοφλήσει ότι η χώρα ούτως ή άλλως θα είχε κυβέρνηση, καθώς τα δύο πρώην κυβερνητικά κόμματα θεωρούνταν βέβαιο ότι, βοηθούντος και του εκλογικού συστήματος, θα συγκυβερνούσαν.
Κάπως, έτσι, στην ουσιαστικά σύντομη προεκλογική περίοδο, που διανύθηκε πριν από τις 6 Μαΐου και η οποία κατά το μεγαλύτερο μέρος της αναλώθηκε σε δευτερεύοντα ζητήματα, όπως το αν θα γινόταν ή όχι η περίφημη τηλεμαχία, χάθηκε το βασικό διαχρονικό στοιχείο των εκλογών που δεν είναι άλλο από την ανάδειξη κυβέρνησης, την ίδια ώρα που τα περισσότερα κόμματα κατέβηκαν στην εκλογική κονίστρα χωρίς καν να δημοσιοποιήσουν το πρόγραμμά τους.
Σιγά - σιγά, ωστόσο, ο θυμός και η οργή φαίνεται να υποχωρούν, χωρίς, πάντως, να συμβαίνει το ίδιο και με τις ψευδαισθήσεις και τις αυταπάτες που δυστυχώς ορισμένες πολιτικές δυνάμεις εξακολουθούν να καλλιεργούν, επιμένοντας να εκπέμπουν το μήνυμα πως αρκεί να αλλάξει ο διεθνής περίγυρος και όλα, αυτομάτως, να ξαναγίνουν ρόδινα στον τόπο μας.
Είναι θετικό, όμως, που η πλειονότητα των διεκδικητών της ψήφου μας, θέτουν, πλέον, ως πρώτη προτεραιότητα το ζήτημα της διακυβέρνησης. Και πάνω σε αυτόν τον άξονα άρχισε να διεξάγεται ο προεκλογικός αγώνας, έστω και αν η, ένθεν κακείθεν, προγραμματική «γύμνια» παραμένει ορατή δια γυμνού οφθαλμού, με αποτέλεσμα τις γνωστές «κεραμίδες» που εξαπολύουν από τα τηλεπαράθυρα πολιτικά στελέχη και εκλεγμένοι βουλευτές.
Υπό αυτή την έννοια, δεν είμαι ιδιαίτερα αισιόδοξος ότι το αποτέλεσμα της νέας κάλπης θα είναι αυτό που έχει πραγματικά ανάγκη ο τόπος. Δεν αποκλείω, όμως, και να κάνω λάθος, κάτι που εύχομαι ειλικρινά, διατηρώντας την ελπίδα πως όσοι, εν τέλει, κληθούν να αναλάβουν υπεύθυνες θέσεις θα υποχρεωθούν να συμβιβαστούν με την πραγματικότητα, όπως αυτή είναι διαμορφωμένη και χωρίς τους παραμορφωτικούς φακούς των ιδεοληψιών από τις οποίες αρκετοί διακατέχονται.
Στις τέσσερις εβδομάδες που απομένουν, έχουμε να δούμε και να ακούσουμε πολλά. Καθώς, όμως, αυτή τη φορά οι εκλογές γίνονται με λίστα, οπότε τα πρόσωπα των υποψηφίων βουλευτών περνούν σε δεύτερη μοίρα, αποτελεί μοναδική, ίσως, ευκαιρία να γίνει, επιτέλους, ουσιαστικός διάλογος επί των προγραμματικών θέσεων των κομμάτων, όχι μόνον για το κεντρικό ζήτημα του ευρωπαϊκού προσανατολισμού της χώρας, αλλά και για όλα τα υπόλοιπα.
Ο χρόνος είναι επαρκής για να τεθούν όλα τα ζητήματα: από το δίλημμα ευρώ ή δραχμή ως το ρόλο του τραπεζικού συστήματος, από τη θέση της Ελλάδας στην Ευρώπη και στον κόσμο ως το μεταναστευτικό, από τη διάρθρωση και το εύρος του δημόσιου τομέα ως το καθεστώς των συλλογικών συμβάσεων εργασίας, από τη φαρμακευτική δαπάνη ως τη φοροδιαφυγή και πάει λέγοντας.
Σε κάθε περίπτωση, νομίζω ότι την επομένη της επικείμενης εκλογικής αναμέτρησης, δεν επιτρέπεται να υπάρξει ούτε ένας «κοψοχέρης», μετανοημένος, δηλαδή, για την ψήφο που έδωσε.  

*Ο Γρηγόρης Τζιοβάρας είναι δημοσιογράφος, περιφερειακός σύμβουλος Θεσπρωτίας στο νέο Περιφερειακό Συμβούλιο Ηπείρου. Η αρθρογραφία του (ανα)δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα: http://topikakaiatopa.blogspot.com.

Τρίτη 15 Μαΐου 2012

Και στις δημοκρατίες υπάρχουν αδιέξοδα!

Με τόσα ελλείμματα να κατατρύχουν αυτή τη χώρα (εμπορικό, δημοσιονομικό και πάει λέγοντας), δεν θα μπορούσε παρά όλα αυτά να ισοσκελίζονται με κάποια πλεονάσματα, όπως τα… πλεονάσματα του ανορθολογισμού, του λαϊκισμού και της γενικευμένης ανευθυνότητας, που βλέπουμε να εκτυλίσσονται μπροστά στα μάτια μας, με αποτέλεσμα να οδηγούνται οι μετεκλογικές εξελίξεις σε ένα άνευ προηγουμένου πολιτικό αδιέξοδο.
Άλλωστε, αν τα πράγματα ήταν διαφορετικά, δεν θα βρισκόμαστε στην προ των τελευταίων εκλογών κατάσταση, η οποία καθόρισε, εν πολλοίς, και το αποτέλεσμα της κάλπης της 6ης Μαΐου. Επί σειρά ετών οι Έλληνες πολίτες «εκπαιδεύονται» να ζουν στο παρόν, να «ωραιοποιούν» το παρελθόν, να αδιαφορούν για το μέλλον και, κυρίως, να πιστεύουν ότι σε αυτή τη χώρα όλα μπορούν να γίνονται και μάλιστα χωρίς συνέπειες.
Μπορούν, επί παραδείγματι, να γίνονται Ολυμπιακοί Αγώνες και το δυσβάστακτο κόστος τους να πληρώνεται με δανεικά. Μπορεί, επίσης, μια τόσο μικρή χώρα να πρωταγωνιστεί, επί δύο δεκαετίες, στο ευρωπαϊκό μπασκετικό στερέωμα και κανείς να μη συνδέει το γεγονός αυτό με τον πολλαπλασιασμό από χρόνο σε χρόνο της φαρμακευτικής δαπάνης που καταγράφηκε την ίδια περίοδο.
Με αυτά και με πολλά άλλα, μικρά και μεγάλα, η παγκόσμια οικονομική κρίση βρήκε παντελώς απροετοίμαστη την ελληνική κοινωνία για τα δύσκολα που είχε και έχει μπροστά της. Μοιραία, λοιπόν, οι ψηφοφόροι επέλεξαν, για μια ακόμη φορά, τον διαφαινόμενο δρόμο της ευκολίας, αδιαφορώντας για το κρίσιμο διακύβευμα όλων των εκλογικών αναμετρήσεων, που, κατά τη γνώμη μου, δεν άλλο από την απόφαση για τη διακυβέρνηση της χώρας.
Ορισμένοι προσπαθούν να ερμηνεύσουν τα γεγονότα των ημερών με ανιστόρητες αναλογίες, όπως ο παραλληλισμός του επικεφαλής του ΣΥΡΙΖΑ Αλέξη Τσίπρα με τον ιδρυτή του ΠΑΣΟΚ Ανδρέα Παπανδρέου, συγχέοντας πρόσωπα, εποχές και περιστάσεις και θυμίζοντας τη γνωστή ρήση για τη «φάρσα» της ιστορικής επανάληψης.
Αγνοούν όλοι αυτοί ότι ο Ανδρέας Παπανδρέου, εκτός από χαρισματική πολιτική προσωπικότητα, είχε ένα μοναδικό, για την ελληνική πολιτική τάξη της εποχής του, επιστημονικό υπόβαθρο, αλλά κυρίως δεν λαμβάνουν υπόψη τους ότι κινήθηκε σε γεωπολιτικές προσλαμβάνουσες που καμία σχέση δεν έχουν με τη σημερινή πραγματικότητα.
Αναμφίβολα, ο Ανδρέας Παπανδρέου ήταν ο ηγέτης της εποχής του. Υπήρξε ο πολιτικός που εξέφρασε τα καταπιεσμένα κοινωνικά στρώματα εκείνης της περιόδου, αλλά, συνάμα, καθοδήγησε, άλλοτε λιγότερο και άλλοτε περισσότερο επιτυχημένα, τις ανερχόμενες πολιτικές δυνάμεις σε μια εποχή, εντελώς διαφορετικής από τη σημερινή.
Ναι μεν, ο ιδρυτής του ΠΑΣΟΚ, ερχόμενος στην εξουσία, το 1981,  εφήρμοσε τις -αναγκαίες για την εποχή- κεϊνσιανές πολιτικές, προς την κατεύθυνση της αναδιανομής των εισοδημάτων, είναι, όμως, ο ίδιος που, όταν απαιτήθηκε από τις εσωτερικές και διεθνείς περιστάσεις, έδωσε το «σήμα» της περιοριστικής πολιτικής και του περιορισμού του δημοσίου χρέους, προσπάθεια που ξεκίνησε επί των ημερών της δεύτερης πρωθυπουργικής θητείας του και κατέληξε με την ένταξη της Ελλάδας στο ευρώ.
Εκείνο, όμως, που, κατά την άποψή μου, τον διαφοροποιεί περισσότερο από πολλούς άλλους ηγέτες εκείνης της περιόδου, αλλά και μεταγενέστερους, είναι ότι ο Ανδρέας Παπανδρέου, στις κρίσιμες στιγμές για τη χώρα, δεν αρνήθηκε την ανάληψη της ευθύνης. Ξανοίχτηκε στον διπολικό, τότε, κόσμο, έκανε συμμαχίες, όπου μπορούσε, χωρίς να αποφύγει τις συγκρούσεις με προσωπικότητες όπως ο Ρ. Ρήγκαν και η Μ. Θάτσερ.
Σε κάθε περίπτωση, ωστόσο, όλα αυτά δεν αποτελούν παρά παρελθοντολογία, πολύ μακρινή και άσχετη από τις σημερινές ανάγκες. Ένοιωσα, ωστόσο, την ανάγκη να κάνω τούτες τις επισημάνσεις, παρακολουθώντας, με μεγάλη ανησυχία, τον τρόπο με τον οποίο διεξάγεται ο μετεκλογικός δημόσιος διάλογος, ο οποίος, κατά τη γνώμη μου, πόρρω απέχει από τη συνειδητοποίηση της δραματικής κατάστασης που βιώνουμε.
Δεν ξέρω γιατί, αλλά τούτες τις μέρες, μου μοιάζει ως απόλυτη… κουταμάρα η περιώνυμη ρήση «στη δημοκρατία δεν υπάρχουν αδιέξοδα». Βλέποντας όσα συμβαίνουν γύρω μας νομίζω ότι πρέπει να αναθεωρηθεί και να αντικατασταθεί από τη φράση και στις δημοκρατίες, τουλάχιστον σε όσες πορεύονται στον αστερισμό του χθες, υπάρχουν αδιέξοδα….


*Ο Γρηγόρης Τζιοβάρας είναι δημοσιογράφος, περιφερειακός σύμβουλος Θεσπρωτίας στο νέο Περιφερειακό Συμβούλιο Ηπείρου. Η αρθρογραφία του (ανα)δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα: http://topikakaiatopa.blogspot.com.