Συνολικές προβολές σελίδας

Τετάρτη 17 Οκτωβρίου 2012

«Τις πταίει» για την εμπλοκή;

Κάτι πάει πολύ στραβά με την περίφημη διαπραγμάτευση που υποτίθεται ότι γίνεται εδώ και μήνες ανάμεσα στην ελληνική κυβέρνηση και την τρόικα. Δεκάδες φορές το τελευταίο διάστημα ακούσαμε από επίσημα χείλη την επωδό ότι «το πακέτο κλείνει», αλλά αυτό εξακολουθεί να παραμένει… «ορθάνοιχτο».
Το ένα μετά το άλλο τα «ορόσημα» που έχουν τεθεί –μια η συνεδρίαση του Eurogroup, την άλλη η επίσκεψη της Γερμανίδας καγκελαρίου Άγκελας Μέρκελ και την παράλληλη η Ευρωπαϊκή Σύνοδος Κορυφής αυτής της εβδομάδας- ξεπερνιούνται και στον ορίζοντα δεν διαφαίνεται λύση για το δράμα που προκαλεί η επιδεινούμενη ημέρα με την ημέρα ύφεση που τρώει τα σωθικά της οικονομίας και της κοινωνίας.
Το δημόσιο ίσα που καταβάλει τσίμα-τσίμα τους μισθούς των δημόσιων υπαλλήλων και τις συντάξεις, ενώ η πραγματική οικονομία στενάζει από την έλλειψη ρευστότητας, καθώς σχεδόν κανείς προμηθευτής του δημοσίου δεν πληρώνεται, προκαλώντας μια μεταδοτική ασφυξία που δοκιμάζει και τις υγιείς επιχειρήσεις.
Το χιλιοειπωμένο «φως στο βάθος του τούνελ», που επανέλαβε ως και η κυρία Μέρκελ, μοιάζει να… σβήνει τις τελευταίες μέρες, αφού, όπως αποδεικνύεται, σε όλα τα «μέτωπα» -Δημόσια Διοίκηση, Υγεία, Εργασιακά, Ασφαλιστικά- υπάρχουν ανοιχτά ζητήματα για τα οποία οι εκπρόσωποι των δανειστών πιέζουν ασφυκτικά και ζητούν όλο και περισσότερα.
Αβίαστα, νομίζω, προκύπτει, το ερώτημα «τις πταίει» για τις επανειλημμένες αναβολές στην οριστικοποίηση της συμφωνίας με την τρόικα, που οι εταίροι μας έχουν αναγάγει σε απόλυτο προαπαιτούμενο για την εκταμίευση της δόσης – «ανάσας» για την ελληνική οικονομία.
Είναι, άραγε, γενεσιουργός αιτία της εμπλοκής η αλαζονεία των «τροϊκανών» που, ενθαρρυμένοι, ίσως, από το γεγονός ότι οι τελευταίες κινητοποιήσεις δεν έδειξαν να έχουν την ορμή παλαιότερων, τα «θέλουν όλα» και αδιαφορούν για τις μεσοπρόθεσμες επιπτώσεις που θα προκληθούν στις διαθέσεις της ελληνικής κοινωνίας;
Ή μήπως για την ατμόσφαιρα που έχει δημιουργηθεί ευθύνεται η κυβέρνηση που αρνήθηκε την πρόταση για δημιουργία εθνικής διαπραγματευτικής ομάδας, έριξε το βάρος της στην περίφημη «πολιτική λύση» και πόνταρε μονομερώς στην αποκαλούμενη «ενίσχυση της αξιοπιστίας της χώρας» που, ενδεχομένως, έστειλε στην άλλη πλευρά το λάθος μήνυμα ότι μπορεί να γίνουν δεκτά τα πάντα;
Όπως και να έχει, αυτό που πρέπει να γίνει σαφές σε αυτή την κρίσιμη ώρα είναι ότι η κατάσταση, ως έχει, δεν πάει άλλο. Η ανασφάλεια των δημοσίων υπάλληλων έχει παραλύσει τη χώρα. Η αγωνία των συνταξιούχων –που, μην ξεχνάμε, είναι αυτοί που έδωσαν τη νίκη στον υφιστάμενο κυβερνητικό συνασπισμό- έχει ξεπεράσει κάθε όριο. Οι επιχειρηματίες είναι σε απόγνωση. Όσο για τους νέους και τους πολυπληθείς ανέργους, αυτοί έχουν προ πολλού χάσει κάθε ελπίδα.
Σε κάθε περίπτωση, η κυβέρνηση χάνει πολύτιμο πολιτικό χρόνο, από τον ελάχιστο που, ούτως ή άλλως, διέθετε και η ζημιά που κινδυνεύει να υποστεί μπορεί να αποβεί ανήκεστος, ανεξαρτήτως ποια θα είναι, εν τέλει, η κατάληξη των διαπραγματεύσεων, εφόσον αυτές παραταθούν επί μακρόν.
*Ο Γρηγόρης Τζιοβάρας είναι δημοσιογράφος (πολιτικός συντάκτης στο «Πρώτο Θέμα»), περιφερειακός σύμβουλος Θεσπρωτίας στο πρώτο αιρετό Περιφερειακό Συμβούλιο Ηπείρου. Η αρθρογραφία του (ανα)δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα: http://topikakaiatopa.blogspot.com.

Τρίτη 9 Οκτωβρίου 2012

Οι «σωτήρες», οι λίστες και οι αυταπάτες

«Μπορείτε να μου πείτε εσείς γιατί δεν παίρνουμε τα 600 δισεκατομμύρια που μας δίνουν οι ομογενείς για να ξεχρεώσουμε;». Το ερώτημα διατυπωμένο, στο περιστύλιο της Βουλής, από τα χείλη βουλευτή της ελάσσονος αντιπολίτευσης, ξάφνιασε τη μικρή ομήγυρη δημοσιογράφων που… συνελήφθη αδιάβαστη.
Η αρχική απορία των εκπροσώπων του Τύπου, ένας από τους οποίους ήταν και ο γράφων, έγινε καγχασμός, όταν ο βουλευτής μας κατελόγισε συνυπευθυνότητα, επειδή «κρύβουμε το θέμα» με τους Ελληνοαμερικανούς που είχαν συγκεντρώσει το ποσό, το οποίο, ειρήσθω εν παρόδω, ξεπερνάει πολλές φορές την περιουσία του πλουσιότερου Αμερικανού Μπιλ Γκέιτζ. Μας υποσχέθηκε να μας στείλει το βίντεο με τη συνέντευξη που είχαν δώσει σε κανάλι της Κρήτης οι… διαμαρτυρόμενοι ομογενείς επειδή το ελληνικό κράτος δεν δέχεται τη… δωρεά τους.
Το βίντεο τελικώς δεν μας εστάλη, ίσως επειδή ο συγκεκριμένος «υπερπατριώτης» βουλευτής είχε άλλες απασχολήσεις. Τις αμέσως επόμενες ημέρες έπρεπε να ρίξει το βάρος του σε ένα άλλο θέμα, το οποίο, αυτή τη φορά, δεν έκρυψε ένας… «κακός» δημοσιογράφος, ο οποίος έγραψε ότι ο εν λόγω «εθνοπατέρας» και η οικογένεια του ήταν μεταξύ εκείνων που κατά τα δύο προηγούμενα χρόνια είχαν βγάλει μέρος από τις καταθέσεις τους στο εξωτερικό.
Ο βουλευτής ισχυρίστηκε ότι τα λεφτά ήταν νόμιμα, καθώς προέρχονταν από πώληση ακινήτων και πήγαν στο εξωτερικό γιατί επρόκειτο να έχει εκεί μέλος της οικογένειας του κάποια επαγγελματική δραστηριότητα. Η δουλειά, βεβαίως, δεν έγινε, αλλά τα χρήματα έμειναν έξω και ο «πούρος» πατριώτης υποσχέθηκε ότι θα τα φέρει πίσω. Δεν το έχει κάνει ακόμη, επειδή, προφανώς, δεν έχει ξεκαθαρίσει το δίλημμα «ευρώ ή δραχμή» (ή, λέτε, μήπως περίμενε να έρθουν πρώτα τα… δολάρια των ομογενών;).  
Το «φιάσκο» με τα δισεκατομμύρια των εξ Αμερικής «σωτήρων» που θα απάλλασσαν, δήθεν, την Ελλάδα, αλλά και την Κύπρο από το σύνολο των χρεών τους, είναι πλέον γνωστό. Στο «παραμύθι», πάντως, που ξεκίνησε από το διαδίκτυο και ορισμένα περιθωριακά μέσα ενημέρωσης, «τσίμπησαν» (από αφέλεια ή και σκοπιμότητες;) και ορισμένοι, κατά τεκμήριο, σοβαροί άνθρωποι. Μεταξύ τους και υποψήφιος βουλευτής Επικρατείας του ΠΑΣΟΚ, με διδακτική, μάλιστα, εμπειρία σε αμερικανικό πανεπιστήμιο και ειδίκευση στα θέματα της περίφημης ΑΟΖ, που έχει αναδειχθεί σε μια ακόμη εναλλακτική πηγή για τη… «σωτηρία» μας.
Όλα αυτά θα ήταν απλές γραφικότητες, αν δεν συνέβαλαν αποφασιστικά στη διαμόρφωση της κοινής γνώμης, ένα μεγάλο μέρος της οποίας είναι, δυστυχώς, έτοιμο να πιστέψει ο,τιδήποτε δείχνει τον εύκολο δρόμο της επιστροφής στην Ελλάδα της κραιπάλης με δανεικά. Βλέπετε, υπάρχουν πολλοί ανάμεσά μας που πιστεύουν ότι δεν ζούμε παρά έναν «εφιάλτη» από τον οποίο θα ξυπνήσουμε και δια μιας θα εξαφανιστούν οι συνέπειες της εξάχρονης ύφεσης που μας ταλανίζουν.
Πριν από τους «θείους από το Σικάγο» με τον πακτωλό των δολαρίων, ήταν ο Πούτιν ή και οι Κινέζοι που, υποτίθεται ότι, μας δάνειζαν, αλλά εμείς δεν τα παίρναμε γιατί, τάχατες, ήταν -κατά τη γνωστή συνωμοσιολογική θεωρία, που τείνει να γίνει εδραία πεποίθηση σε αρκετό κόσμο- «προαποφασισμένο να μπούμε στο μνημόνιο».    
 Αντίστοιχης βαρύτητας είναι, εξάλλου, και η συζήτηση που (ξανα-)άνοιξε τελευταία γύρω από διαφόρων μορφών «λίστες» που κυκλοφορούν και αφορούν είτε σε φοροφυγάδες είτε σε μεγαλοκαταθέτες που μετέφεραν, όπως ο βουλευτής που προαναφέραμε, χρήματα στο εξωτερικό, καθώς και σε πολιτικούς που καταγγέλλονται ότι πλούτισαν παράνομα και τους γίνεται έλεγχος από το ΣΔΟΕ.
Κακώς, κάκιστα, υπήρξε η χρόνια αβελτηρία ελέγχου και πάταξης όλων αυτών των φαινομένων που μαρτυρούν τη διάλυση που συνεχίζει να επικρατεί στους ελεγκτικούς μηχανισμούς της Πολιτείας. Και είναι, αναμφίβολα, εκτεθειμένο το τμήμα εκείνο του πολιτικού κόσμου που χειρίστηκε ή χειρίζεται τέτοια ζητήματα, χωρίς να φροντίζει να υπάρξει ταχεία διερεύνηση και διαλεύκανση του συνόλου των υποθέσεων, ώστε να εμπεδωθεί το αίσθημα της δίκαιης κατανομής των βαρών στη δοκιμαζόμενη κοινωνία.
Ας μην αυταπατώμεθα, όμως. Τα δημόσια έσοδα, σίγουρα, μπορεί να βελτιωθούν από την αντιμετώπιση τέτοιων καταστάσεων. Όπως, άλλωστε, συμβαίνει σε όλες τις σοβαρές χώρες του κόσμου, στις οποίες παρατηρούνται μεν φαινόμενα φοροδιαφυγής και φοροκλοπής, όπως και ξεπλύματος χρήματος ή και παράνομου πλουτισμού από ισχυρούς, αλλά δεν είναι στην έκταση που τα συναντά κανείς στη χώρα μας, εξαιτίας του διαχρονικού καθεστώτος της ατιμωρησίας.
Οι σοβαροί μελετητές του ελληνικού οικονομικού προβλήματος υποστηρίζουν με επιχειρήματα πως ακόμη και αν περιοριζόταν στα διεθνή επίπεδα η φοροδιαφυγή στην Ελλάδα, αυτό που μπορούσε να γίνει είναι να μετριαστούν οι περικοπές των δημοσίων δαπανών ή οι ανάγκες μας για δανειακά. Βεβαίως, δεν είναι κάτι επουσιώδες. Δεν συνιστά, όμως, και «πανάκεια» . Χωρίς αύξηση της παραγωγικότητας και νέες επενδύσεις για την τόνωση της εγχώριας παραγωγής, κανένας «θείος από το Σικάγο» και καμία «λίστα» δεν θα αλλάξει τη σημερινή δυσμενή πραγματικότητα της ύφεσης και της ανεργίας.
tziovaras@protothema.gr

Τρίτη 2 Οκτωβρίου 2012

Εκατό μέρες… ακατάσχετης «μετρολογίας»

Καθώς συμπληρώθηκαν οι πρώτες εκατό μέρες του τρικομματικού κυβερνητικού συνασπισμού, θα είχε, νομίζω, μεγάλο ενδιαφέρον ο πρωθυπουργός Αντώνης Σαμαράς να ζητούσε από τους σαράντα και… βάλε υπουργούς και υφυπουργούς που διόρισε τον περασμένο Ιούνιο να του στείλουν σε μια σελίδα χαρτιού έναν συνοπτικό απολογισμό τι έκανε ο καθένας τους όλο αυτό το διάστημα.
Φοβάμαι ότι οι περισσότεροι δεν θα ήταν σε θέση να συντάξουν ένα τέτοιο χαρτί, εκτός και αν το γέμιζαν με αφόρητες γενικότητες για μελέτη θεμάτων του τομέα τους ή ανούσιες τυπικότητες για οργάνωση των γραφείων τους και… συντονισμό των υπηρεσιών στις οποίες προΐστανται. Εν ολίγοις, με το απόλυτο τίποτε.
Άκουσε κανείς, για παράδειγμα, τί έκανε αυτές τις εκατό μέρες το υπουργείο Μακεδονίας – Θράκης που να δικαιολογεί την απόφαση επανασύστασης του; Έμαθε κανένα νέο από το υπουργείο Εσωτερικών; Πληροφορήθηκε κάποια πρωτοβουλία από το υπουργείο Περιβάλλοντος;  Ανακοινώθηκε η εκκίνηση ή, έστω, η επιτάχυνση ενός συγκεκριμένου έργου από το υπερυπουργείο Ανάπτυξης και Υποδομών; Αισθάνθηκε κάποιος αγρότης την αλλαγή ηγεσίας στο υπουργείο Γεωργίας;
Με ελάχιστες εξαιρέσεις, η κυβερνητική καθημερινότητα δεν περιέχει τίποτε περισσότερο από συζητήσεις επί συζητήσεων για το πακέτο των μέτρων, το οποίο, όμως, δεν μπορεί να αποτελεί «άλλοθι» για την απόλυτη απραξία που επικρατεί στα περισσότερα υπουργεία και στις συνδεδεμένες με αυτά δημόσιες υπηρεσίες, επιχειρήσεις και οργανισμούς.
Αυτό το πνεύμα απραξίας θυμίζει έντονα τις πρώτες μέρες της κυβέρνησης του Κώστα Καραμανλή, όταν τα τότε κυβερνητικά στελέχη επικαλούνταν τους Ολυμπιακούς Αγώνες για να μην κάνουν τίποτε. Ε, μετά αυτό φαίνεται ότι τους έγινε μόνιμη συνήθεια με τα γνωστά σε όλους μας αποτελέσματα.  
Με εξαίρεση, άλλωστε, το οικονομικό επιτελείο και, άντε, τα υπουργεία Εργασίας και Υγείας, δεν είδαμε και κανένα άλλο υπουργείο είτε να συμβάλει στις διαπραγματεύσεις με την τρόικα είτε να προσπαθεί να περικόψει κάποια δαπάνη, έτσι ώστε να αποφευχθεί η «πεπατημένη» του σφαγιασμού μισθών, συντάξεων και επιδομάτων που, όπως όλα δείχνουν, περιλαμβάνει το περίφημο «πακέτο» που όλο «κλείνει» και όλο… μισάνοιχτο βρίσκεται.
Πολύ περισσότερο, όμως, είναι προσχηματική η «μετρολογία» που τείνει να γίνει… μονοαπασχόληση για την κυβερνητική λειτουργία, γιατί, λίγο ως πολύ, τα μέτρα που συζητούνται και ξανασυζητούνται όλο αυτό το διάστημα ήταν περίπου δεδομένα από την εποχή της κυβέρνησης του Λουκά Παπαδήμου, η οποία είχε εκπονήσει και σχετικό χρονοδιάγραμμα για την έναρξη της εφαρμογής τους από τον Ιούνιο.
Τότε, μάλιστα, ορισμένοι από τους σημερινούς κυβερνώντες είχαν αντιδράσει με… «ιερή αγανάκτηση» στην πρωτοβουλία εκείνου του κυβερνητικού επιτελείου να καταγράψει τις (μνημονιακές, κυρίως) υποχρεώσεις, τις οποίες τις έχουμε ακόμη μπροστά μας, επειδή, προφανώς τους χάλαγε την προεκλογική… μπουρδολογία για τα περίφημα «ισοδύναμα» που χάθηκαν στο δρόμο προς τις υπουργικές καρέκλες.
Αντιλαμβάνεται κανείς ότι ύψιστη προτεραιότητα της σημερινής κυβέρνησης αποτελεί η μάχη για την παραμονή της χώρας στο ευρώ και, εν γένει, στο ευρωπαϊκό γίγνεσθαι, όπως με κάθε ευκαιρία επισημαίνει ο κ. Σαμαράς. Ο στόχος αυτός, όμως, για να υπηρετηθεί, από την πλευρά μας, απαιτεί «πανστρατιά», στην οποία επικεφαλής δεν μπορεί παρά να είναι τα κυβερνητικά στελέχη.   
Η ακατάσχετη «μετρολογία», εξάλλου, προκαλεί  σημαντική ζημιά στην οικονομία και ευρύτερα στην ελληνική κοινωνία, καθώς εντείνει τα φαινόμενα παραλυσίας που επικρατεί σε όλο το εύρος της δημόσιας σφαίρας και συντηρεί την επενδυτική άπνοια, η οποία, με τη σειρά της, συμβάλει στο βάθεμα της ύφεσης και στην εκτίναξη της ανεργίας.
Γι΄ αυτό, κατά τη γνώμη μου, ο πρωθυπουργός και οι πολιτικοί αρχηγοί που στηρίζουν την κυβέρνηση, τώρα που «ο κόμπος έφτασε στο χτένι» και σε λίγες μέρες θα ψηφιστούν τα περιβόητα μέτρα, απαιτείται να λάβουν άμεσα την εξής πρωτοβουλία: να καθίσουν γύρω από το ίδιο τραπέζι, να καθορίσουν στόχους και προτεραιότητες για όλο εύρος της κυβερνητικής λειτουργίας και να… απαγορέψουν εφεξής την ενασχόληση με την… «μετρολογία».  Έτσι, ώστε να γίνει στις επόμενες εκατό ημέρες, αυτό που δεν έγινε στις πρώτες εκατό.

*Ο Γρηγόρης Τζιοβάρας είναι δημοσιογράφος (πολιτικός συντάκτης στο «Πρώτο Θέμα»), περιφερειακός σύμβουλος Θεσπρωτίας στο πρώτο αιρετό Περιφερειακό Συμβούλιο Ηπείρου. Η αρθρογραφία του (ανα)δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα: http://topikakaiatopa.blogspot.com.

Τετάρτη 26 Σεπτεμβρίου 2012

Η δημοσιότητα και το «κόρακας κοράκου…»

Η ανακίνηση του ζητήματος με την εμπλοκή πολιτικών σε υποθέσεις διαφθοράς και παράνομου πλουτισμού ορισμένων εξ αυτών, φέρνει στο προσκήνιο μια χρόνια παθογένεια της ελληνικής Δημοκρατίας που δεν είναι άλλη από την αδυναμία αποτελεσματικής λειτουργίας των ελεγκτικών θεσμικών της Πολιτείας.
Ο επί δεκαετίες προσχηματικός τρόπος υποβολής των ετήσιων δηλώσεων «πόθεν έσχες», σε συνδυασμό με τη διαχρονική ατιμωρησία, έχουν, δυστυχώς, προκαλέσει ένα αδιαπέραστο υπόστρωμα καχυποψίας στην ελληνική κοινωνία, η οποία, βοηθούσης και της οικονομικής κατάρρευσης, είναι έτοιμη να πιστέψει κάθε πιθανή και απίθανη καταγγελία που στρέφεται κατά οποιουδήποτε εκπροσώπου του πολιτικού κόσμου και κυρίως κατά όσων ανήκουν στα κόμματα που άσκησαν εξουσία τα προηγούμενα χρόνια. 
Το κλίμα επιβαρύνεται από μια σειρά «θεσμικά εμπόδια», όπως ο νόμος περί ευθύνης υπουργών και το πλαίσιο της βουλευτικής ασυλίας, που επιβραδύνουν τις έρευνες, ενώ περιπλοκές και καθυστερήσεις προκαλεί και το πολυδαίδαλο «κουβάρι» των ελεγκτικών αρχών που εμπλέκονται στη διερεύνηση των υποθέσεων: ΣΔΟΕ, τακτική Δικαιοσύνη, οικονομικοί εισαγγελείς και Επιτροπή της Βουλής για τα οικονομικά βουλευτών και κομμάτων.
Μοιραία, λοιπόν, το ζήτημα μεγεθύνεται, οι υποψίες γενικεύονται και η οργή της κοινής γνώμης στρέφεται κατά δικαίων και αδίκων, αφού, όπως και σε πολλά άλλα ζητήματα, οι θεσμοί της Πολιτείας δεν λειτουργούν, οι ευθύνες δεν εξατομικεύονται για τους πραγματικά υπευθύνους και το πολιτικό σύστημα αποσταθεροποιείται στο σύνολό του.
Σε έναν «ουδέτερο» πολιτικό χρόνο όλα αυτά μπορεί να είχαν μικρότερη σημασία από αυτή που προσλαμβάνουν στην παρούσα συγκυρία, καθώς το πιθανότερο είναι ότι σύντομα αρκετές από τις φοβερές καταγγελίες θα… ξεχαστούν, είτε επειδή θα καταπέσουν, είτε γιατί θα αποδειχθεί ότι αφορούν μια μικρή μειοψηφία του πολιτικού κόσμου, αντίστοιχη με αυτή που υπάρχει σε όλα τα κοινωνικά στρώματα και, αν θέλετε, σε όλες τις κοινωνίες.
Η κατάσταση, όμως, διαφοροποιείται σε αυτή τη φάση, καθώς η βαριά σκιά της καχυποψίας που δημιουργείται πάνω από τη Βουλή, προκαλεί πολιτικό αναβρασμό σε μια οριακή στιγμή για την πολιτική σταθερότητα, πριν καν συμπληρωθούν 100 μέρες από τη συγκρότηση της τρικομματικής κυβερνητικής συνεργασίας, αλλά και την παραμονή της λήψης των νέων επώδυνων μέτρων περικοπής μισθών, συντάξεων και επιδομάτων.
Η κίνηση εκτόνωσης από την πλευρά του προέδρου της Βουλής Ευάγγελου Μεϊμαράκη να απόσχει από τα καθήκοντα του μέχρις ότου διαλευκανθούν οι εις βάρος του καταγγελίες για εμπλοκή σε «ξέπλυμα χρήματος» μέσω αγοραπωλησιών ακινήτων, δείχνει αίσθημα πολιτικής ευθιξίας, δεν λύνει, όμως, το πολιτικό ζήτημα που δημιουργείται με την «στοχοποίηση» ενός ανώτατου πολιτικού παράγοντα.
Γι΄ αυτό και δικαίως κατά την άποψή μου ο πολύπειρος πρώην πρόεδρος της Βουλής Απόστολος Κακλαμάνης εγκάλεσε τον υπουργό Οικονομικών Γιάννη Στουρνάρα για το έγγραφο που έστειλε στη Βουλή και το οποίο «άνοιξε τον ασκό του Αιόλου» με τη διατύπωση ότι το ΣΔΟΕ ελέγχει 32 υποθέσεις εμπλοκής πολιτικών, χωρίς να τους κατονομάσει.
«Ποια αξία θα έχει για τη χειραγωγούμενη κοινή γνώμη η ψήφος υπέρ των μέτρων οποιουδήποτε στιγματιζόμενου ανευθύνως βουλευτή, όταν οι απλοί πολίτες θα αμφιβάλλουν αν είναι καρπός πατριωτικής επιλογής και όχι συναλλαγής ή εκβίασης, όπως η 5η φάλαγγα θα διαρρέει και η κοινή γνώμη θα είναι πρόσφορη να πιστέψει;», είναι το εύλογο ερώτημα που έθεσε ο κ. Κακλαμάνης.
Υπό αυτές τις συνθήκες, και με δεδομένο ότι η απαίτηση για ταχεία διερεύνηση των επίμαχων υποθέσεων, μάλλον δεν πρόκειται να βρει πρόσφορο έδαφος, η μόνη λύση του «δράματος» για να διασωθεί, έστω, ένα μέρος  από την χαμένη τιμή του πολιτικού κόσμου είναι η πλήρης διαφάνεια. Να δοθούν, δηλαδή, όλες οι λίστες των εκκρεμών υποθέσεων στη δημοσιότητα και να δημοσιοποιηθούν όλα τα ονόματα των εμπλεκομένων, όπως και το σύνολο των καταγγελιών που ερευνώνται και των στοιχείων που υπάρχουν.
Ό,τιδήποτε άλλο, καλώς ή κακώς, θα ρίξει «νερό στο μύλο» όσων αρέσκονται στις θεωρίες της συγκάλυψης των ισχυρών και ασπάζονται τη λογική του… «κόρακας κοράκου μάτι δεν βγάζει». 

*Ο Γρηγόρης Τζιοβάρας είναι δημοσιογράφος, περιφερειακός σύμβουλος Θεσπρωτίας στο πρώτο αιρετό Περιφερειακό Συμβούλιο Ηπείρου. Η αρθρογραφία του (ανα)δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα: http://topikakaiatopa.blogspot.com.

Τετάρτη 19 Σεπτεμβρίου 2012

Γιατί αυτό το πακέτο πρέπει να είναι το τελευταίο

           Πληθαίνουν τα σενάρια στον διεθνή Τύπο και ταυτόχρονα αυξάνονται μέρα με τη μέρα οι επίσημες φωνές που θέλουν να έχουν ημερομηνία λήξης η μονομερής αυστηρή λιτότητα και η αδυσώπητη ύφεση που τη συνοδεύει και έχουν οδηγήσει σε απόγνωση το σύνολο σχεδόν της ελληνικής κοινωνίας, η οποία καλείται να πληρώσει ένα ακόμη βαρύ τίμημα με το επικείμενο πακέτο περικοπών των 11,5 δισ. ευρώ.
Η επίμονη άποψη της Γερμανίδας καγκελαρίου Άνγκελας Μέρκελ, σύμφωνα με την οποία ο μόνος τρόπος να μειωθούν τα δημόσια χρέη χωρών της Ευρώπης είναι με την πολιτική των περικοπών, φαίνεται να κάμπτεται. Και τον επόμενο μήνα που θα γίνει η επόμενη Ευρωπαϊκή Σύνοδος Κορυφής θεωρείται πολύ πιθανό ότι οι Ευρωπαίοι ηγέτες θα καταλήξουν σε αποφάσεις που θα «δώσουν ανάσες» σε χώρες όπως η Ελλάδα, που βρίσκονται ακόμη μέσα στην περιδίνηση της κρίσης.
Υπό την πίεση της αλλαγής των ευρωπαϊκών συσχετισμών, αλλά και ενώπιον του κινδύνου να αρχίσει η διάλυση της ευρωζώνης, προοπτική που δεν θα αφήσει καμία χώρα αλώβητη, διαφαίνεται μια στροφή του Βερολίνου σε θέσεις που πριν από έναν χρόνο φάνταζαν αδιανόητες.
Μετά τις πρόσφατες αποφάσεις της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας που έδειξαν τη βούληση της ευρωπαϊκής ηγεσίας να λάβει, επιτέλους, μέτρα για την ανακούφιση των υπερχρεωμένων χωρών του Νότου, ανοίγει σιγά- σιγά η συζήτηση σε ευρωπαϊκό επίπεδο και για την πολυθρύλητη επιμήκυνση του δημοσιονομικού κανόνα, ώστε να μετατεθεί χρονικά ο στόχος για τον περιορισμό των ελλειμμάτων σε επίπεδο κάτω του 3%, που, ας μην ξεχνάμε, ότι ήταν ένας από τους όρους της Συνθήκης του Μάαστριχτ.
Παρά ταύτα, ωστόσο, η χώρα μας, αν και από όλους αναγνωρίζεται ότι τα τελευταία δυόμισι χρόνια έχει κάνει σημαντικά βήματα προς την εξυγίανση των οικονομικών της, εξακολουθεί να παραμένει δέσμια του υπερβολικού χρέους που συσσωρεύτηκε την προηγούμενη περίοδο, όπως και των αξεπέραστων, λόγω και της ήδη εξαετούς ύφεσης, ελλειμμάτων στην τρέχουσα οικονομική διαχείριση.
Γι΄ αυτό και τα μέτρα των 11,5 δισ. ευρώ είναι, δυστυχώς, αναπότρεπτα, καθώς, εκτός των άλλων, συνιστούν υποχρέωση που έχει αναλάβει η χώρα μας όταν «κουρεύτηκε» ένα μέρος του χρέους της και συνήψε τη νέα δανειακή σύμβαση, με βάση την οποία λειτουργεί υποτυπωδώς το ελληνικό δημόσιο, το οποίο αλλιώς θα είχε κατεβάσει προ πολλού ρολά και θα είχε κηρύξει πλήρη στάση πληρωμών, αντί της μερικής στην οποία βρίσκεται, πληρώνοντας –και αυτό με το ζόρι- μισθούς και συντάξεις.
Η κυβέρνηση διαβεβαιώνει σε όλους τόνους ότι αυτό το, αναμφισβήτητα επώδυνο, πακέτο των περικοπών θα είναι το τελευταίο που λαμβάνει και η υιοθέτησή του, εκτός του ότι συνιστά ανειλημμένη υποχρέωση, αποτελεί, συνάμα, και προϋπόθεση για να λυθεί το μεγάλο ζήτημα της χρηματοδότησης της στεγνωμένης από ρευστότητα ελληνικής οικονομίας, ώστε να αρχίσει αμέσως μετά η αναπτυξιακή τροχιά.
Η αντιπολίτευση, πρωτίστως, αλλά όχι μόνον αυτή, αμφισβητεί ότι όλα αυτά θα συμβούν. Και αυτού τους είδους η αμφισβήτηση βρίσκει ευήκοα ώτα σε ευρύτερα κοινωνικά στρώματα, τα οποία, δικαίως, αισθάνονται απογοήτευση από το γεγονός ότι έχουν επανειλημμένα ακούσει την επωδό για τα δήθεν «τελευταία μέτρα» που ποτέ δεν… τελειώνουν!
Έχω, ωστόσο, την αίσθηση ότι πλέον «ο κόμπος έχει φθάσει στο χτένι». Και άλλη διάψευση δεν χωράει. Ο ίδιος ο πρωθυπουργός Αντώνης Σαμαράς αναγνώρισε σε πρόσφατη συνέντευξη του σε αμερικανική εφημερίδα «τα προβλήματα με την κοινωνική συνοχή» που δημιουργούν τα συνεχή μέτρα, ενώ στο ίδιος μήκος κινήθηκαν όλο το προηγούμενο διάστημα και οι επικεφαλής των συγκυβερνώντων κομμάτων Ευάγγελος Βενιζέλος και Φώτης Κουβέλης.
«Ήδη έχουμε κάνει περικοπές που φτάνουν μέχρι το κόκαλο», παραδέχτηκε ο κ. Σαμαράς, μιλώντας στην "Ουάσιγκτον Ποστ" και εξέφρασε την ανησυχία του για το τι θα ακολουθήσει αν δεν υπάρξει «φως στην άκρη του τούνελ». Συμπλήρωσε δε ο Έλληνας πρωθυπουργός πως «ελπίδα δεν μπορεί να υπάρξει εκτός κι αν λάβουμε την επόμενη δόση σύντομα, ώστε να ανακάμψουμε».
Σε κάθε περίπτωση, η ομολογία του κ. Σαμαρά, είτε την εννοεί, είτε την χρησιμοποιεί ως διαπραγματευτικό «ατού» έναντι των εταίρων και δανειστών μας, αποτυπώνει μια ανυπέρβλητη πραγματικότητα που επιβάλλει αυτά τα μέτρα να είναι τα τελευταία, τουλάχιστον με την Ελλάδα στην ευρωζώνη. Κάθε άλλο ενδεχόμενο έχω εδραία την πεποίθηση ότι οδηγεί την Ελλάδα εκτός Ευρώπης. Με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Και για μας. Και για τους… άλλους.

*Ο Γρηγόρης Τζιοβάρας είναι δημοσιογράφος, περιφερειακός σύμβουλος Θεσπρωτίας στο πρώτο αιρετό Περιφερειακό Συμβούλιο Ηπείρου. Η αρθρογραφία του (ανα)δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα: http://topikakaiatopa.blogspot.com.

Τετάρτη 12 Σεπτεμβρίου 2012

«Μνημόσυνο» για την… ευθανασία της Δωδώνης

Με πολύ πικρή γεύση έφυγα από ένα ακόμη Περιφερειακό Συμβούλιο το βράδυ της περασμένης Δευτέρας. Η έκτακτη συνεδρίαση για το ζήτημα της «Δωδώνης» μετατράπηκε σε μια άνευ προηγουμένου προσχηματική συζήτηση που θύμιζε πρόωρο «μνημόσυνο» μιας σκηνοθετημένης… ευθανασίας της σπουδαιότερης βιομηχανίας της Ηπείρου.
Σε ρόλο, δήθεν, τεθλιμμένων συγγενών η άβουλη πλειοψηφία του Περιφερειακού Συμβουλίου, υποταγμένη πλήρως στη θέληση του περιφερειάρχη Αλέκου Καχριμάνη να διευκολυνθεί η παραχώρηση της γαλακτοβιομηχανίας σε συγκεκριμένα επιχειρηματικά συμφέροντα, με τα οποία ο ίδιος ομολόγησε ότι είχε επαφές, συνομιλώντας με άλλους σε κοινωνικές εκδηλώσεις και καλώντας άλλους στο γραφείο του.
Απέρριψαν ακόμη και την πρόταση, που ως αντιπολίτευση  υποβάλαμε, να αναλάβει ο ίδιος ο κ. Καχριμάνης πρόεδρος της «Δωδώνης» το κρίσιμο αυτό μεσοδιάστημα που η εταιρία είναι επί της ουσίας ακέφαλη και, τύποις, διοικείται από στελέχη της Αγροτικής Τράπεζας τα οποία είτε συνταξιοδοτήθηκαν είτε είναι πλέον υπάλληλοι της Τράπεζας Πειραιώς, στον έλεγχο της οποίας πέρασε πλέον η ΑΤΕ.
 Έγινε φανερό από την τροπή που έλαβε η συζήτηση –με το συνεχές κατακεραύνωμα των συνεταιριστικών ενώσεων- και την απόφαση που έλαβε στο τέλος μόνη της η πλειοψηφία πως οι αποφάσεις για απροσχημάτιστη ιδιωτικοποίηση της μέχρι πρότινος -κερδοφόρας- κρατικοσυνεταιριστικής γαλακτοβιομηχανίας είναι προειλημμένες, ενώ τα δάκρυα που χύθηκαν όλο το προηγούμενο διάστημα για δήθεν προσπάθεια να διατηρηθεί ο «Ηπειρωτικός χαρακτήρας» της αποδείχθηκαν «κροκοδείλια».
Ο αποκλεισμός από την τελική φάση του διαγωνισμού της πρότασης που υπέβαλλαν οι συνεταιριστικές ενώσεις, σε συνεργασία με Ηπειρώτη στρατηγικό επενδυτή εγνωσμένης οικονομικής επιφάνειας, δεν προοιωνίζεται καθόλου θετικές εξελίξεις, τόσο για το τίμημα που θα εισπραχθεί από το ελληνικό δημόσιο, όσο και για την τύχη της Δωδώνης που περνά στα χέρια ανταγωνιστών της ή και.. χρεωστών της!  
Δεν είμαι από εκείνους που δογματικά αρνούνται την αποκρατικοποίηση της Δωδώνης, γιατί, με δεδομένες τις συνθήκες της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας, αλλά και της σοβούσας οικονομικής κρίσης η επιμονή σε τέτοιες θέσεις οδηγεί τις επιχειρήσεις σε λουκέτο, κάτι που μοιραία θα συνέβαινε και με την «Δωδώνη» μετά την καταβαράθρωση του βασικού μετόχου της, που ήταν η ΑΤΕ.
Σε σχετικά ανύποπτους, άλλωστε, καιρούς από τούτη εδώ τη στήλη είχα διατυπώσει συγκεκριμένη πρόταση. Υπό τον τίτλο «Η Δωδώνη και το… αβγό του Κολόμβου» έγραφα (στις 21 Δεκεμβρίου 2010)  ότι «με δεδομένες τις προθέσεις της Αγροτικής Τράπεζας, ο μίτος της Αριάδνης στο κουβάρι του ιδιοκτησιακού καθεστώτος της Δωδώνης μπορεί  να βρεθεί μέσα από το θεσμικό πλαίσιο του Προγράμματος “Καλλικράτης” και ειδικότερα από το άρθρο 194 του νόμου 3852/10».
Θύμιζα πως σε αυτό προβλέπεται η δυνατότητα των περιφερειών «να συνιστούν μία επιχείρηση, η οποία έχει τη μορφή της αναπτυξιακής ανώνυμης εταιρίας» που «λειτουργεί σύμφωνα με τις διατάξεις της εμπορικής και φορολογικής νομοθεσίας», έχοντας ως αντικείμενο, μεταξύ άλλων, την «προώθηση της επιχειρηματικής, οικονομικής και γενικότερα βιώσιμης ανάπτυξης της περιφέρειας». Στο μετοχικό κεφάλαιο «συμμετέχουν περιφέρειες και δήμοι ή και άλλοι φορείς Τοπικής Αυτοδιοίκησης», ενώ «είναι δυνατή η συμμετοχή και φορέων του δημόσιου τομέα, συνεταιρισμών και ενώσεων αυτών, επιστημονικών φορέων, επιμελητηρίων, φορέων συλλογικών κοινωνικών ή οικονομικών συμφερόντων, καθώς και τραπεζών και πιστωτικών ιδρυμάτων».
Και κατέληγα, γράφοντας: «Αν, λοιπόν, είναι ειλικρινείς οι διακηρύξεις για διασφάλιση του ηπειρώτικου και συνάμα του δημόσιου χαρακτήρα της «Δωδώνης» η λύση είναι τόσο απλή όσο το… “αβγό του Κολόμβου”. Τα όργανα της αιρετής Περιφέρειας δεν έχουν παρά να συστήσουν άμεσα την προβλεπόμενη αναπτυξιακή εταιρία, η οποία να υποβάλλει πρόταση εξαγοράς του μεριδίου της ΑΤΕ και η γαλακτοβιομηχανία να συνεχίσει απρόσκοπτα τη λειτουργία της με ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια».    
Στην τελευταία συνεδρίαση του Περιφερειακού Συμβουλίου δώσαμε μάχη να υιοθετηθεί  η θέση μας υπέρ της διαφάνειας των διαδικασιών αποκρατικοποίησης, μέσω της, χωρίς αποκλεισμούς, αξιολόγησης όλων των προσφορών που υπεβλήθησαν.  Μάταια, όμως, όπως αποδείχθηκε, αφού η πλειοψηφία του κ. Καχριμάνη παραμένει δογματικά προσηλωμένη στην λογική να ξεπουληθεί ό,τι δεν μπορεί να ελέγξει η ίδια.
Και ας μην σπεύσει κανείς να πει ότι η εξέλιξη της απροσχημάτιστης ιδιωτικοποίησης είναι προϊόν του Μνημονίου ή απαίτηση της τρόικας. Γιατί, όπως ειπώθηκε και στη συνεδρίαση, αυτό που τώρα συντελείται δεν είναι παρά η «ρεβάνς» του 1993, όταν για πρώτη φορά δρομολογήθηκε η ιδιωτικοποίηση της Δωδώνης. Τότε ματαιώθηκε. Τώρα –σε καιρούς που εκτός από την οικονομία, είναι σε κρίση και η κοινωνία- δεν φαίνεται να «γλυτώνει».
*Ο Γρηγόρης Τζιοβάρας είναι δημοσιογράφος, περιφερειακός σύμβουλος Θεσπρωτίας στο πρώτο αιρετό Περιφερειακό Συμβούλιο Ηπείρου. Η αρθρογραφία του (ανα)δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα: http://topikakaiatopa.blogspot.com.

Τρίτη 4 Σεπτεμβρίου 2012

Το ΠΑΣΟΚ και ο πανδαμάτωρ χρόνος


Χωρίς τυμπανοκρουσίες, οι οποίες, άλλωστε,… απαγορεύονται αυστηρώς και δια ροπάλου, λόγω της τρέχουσα συγκυρίας, τίμησε το ΠΑΣΟΚ την επέτειο της ίδρυσής του, από την οποία συμπληρώθηκαν 38 χρόνια, όσα ακριβώς και από την –συκοφαντημένη, τελευταία- Μεταπολίτευση του 1974, που στη συλλογική μνήμη ταυτίζεται ιστορικά περισσότερο από οτιδήποτε άλλο με το κόμμα που ίδρυσε ο Ανδρέας Παπανδρέου.
            Ξέρω ότι δεν είναι η κατάλληλη ώρα για να αποτιμήσει κανείς το ισοζύγιο της προσφοράς του ΠΑΣΟΚ, όταν, υπό το κράτος της αφόρητης πίεσης που ασκείται στην ελληνική κοινωνία, η οποία έχει, πλειοψηφικά, ενστερνιστεί την –απολύτως, λανθασμένη, κατ΄ εμένα, αντίληψη ότι η Μεταπολίτευση και άρα και το ΠΑΣΟΚ είναι συνώνυμα της κρίσης.
            Με μια, ωστόσο, πιο ψύχραιμη ματιά βρίσκει κανείς ότι εκείνο για το οποίο κυρίως εγκαλείται το ΠΑΣΟΚ είναι επειδή στην τελευταία κυβερνητική του θητεία δεν μπόρεσε να υπερασπιστεί την διάχυση της ευημερίας σε ευρύτερα κοινωνικά στρώματα που αναμφισβήτητα έφεραν οι πολιτικές που είτε άσκησε το ίδιο, κυβερνώντας το μεγαλύτερο διάστημα των τελευταίων 38 χρόνων, είτε επηρέασε ή γονιμοποίησε με την παρουσία του στο πολιτικό σκηνικό.
            Ουδείς μπορεί να αμφισβητήσει βάσιμα ότι η Ελλάδα του σήμερα, παρά τις δυσχερείς συνθήκες που βιώνουμε, μπορεί να συγκριθεί με την Ελλάδα του 1974 ή του 1981, από όποια οπτική και αν δει κανείς τα πράγματα. Στα χρόνια αυτά συντελέστηκε μια άνευ προηγουμένου πρόοδος στις οικονομικές και κοινωνικές κατακτήσεις τόσο στο επίπεδο της χώρας όσο και στο επίπεδο που αφορά την καθημερινότητα για τη συντριπτική πλειονότητα των πολιτών.
Παρά τα πέντε χρόνια συνεχούς ύφεσης, το Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν της Ελλάδας και το συνακόλουθο κατά κεφαλήν εισόδημα είναι δυσθεώρητα μεγαλύτερο από εκείνο της δεκαετίας του 1970 και στην περίοδο αυτή καλύψαμε μεγάλο μέρος της απόστασης που μας χώριζε από την υπόλοιπη Ευρώπη. Αυτή η άνοδος μεταφράστηκε σε, συγκριτικά, καλύτερους μισθούς και συντάξεις, σε απόκτηση περιουσιακών στοιχείων και σε παροχές (συλλογικές και ατομικές) που πριν από τέσσερις δεκαετίες ήταν όνειρο για τους περισσότερους Έλληνες. 
Γνωρίζω ότι ο αντίλογος σε όλα τούτα είναι ότι «μπορούσαν να γίνουν πολύ περισσότερα, τα οποία δεν έγιναν». Και ακόμη ότι στα χρόνια αυτά άνθισαν φαινόμενα όπως ο λαϊκισμός, οι πελατειακές σχέσεις, η διαφθορά, η αναξιοκρατία, το κομματικό κράτος, για τα οποία ο βασικός υπεύθυνος είναι το ΠΑΣΟΚ, μόνον και μόνον, αν θέλετε, γιατί είχε την ευθύνη της διακυβέρνησης κατά το μεγαλύτερο διάστημα της μεταπολιτευτικής περιόδου.
Βάσιμος αναμφισβήτητα ο αντίλογος αυτού του είδους. Αρκεί, ωστόσο, να λαμβάνει υπόψη του ότι ούτε το πελατειακό και κομματικό κράτος, ούτε τα κρούσματα διαφθοράς αποτελούν «εφεύρεση» των τελευταίων χρόνων, αλλά, για όσους έχουν στοιχειώδη ιστορική γνώση,  συνιστούν μια χρόνια παθογένεια του οι απαρχές της ανάγονται στην ίδρυση του νεώτερου ελληνικού κράτους.
Πέραν αυτού, όμως, και επειδή προσωπικά δεν με βρίσκει σύμφωνο η τακτική να αποδίδουμε όλα τα «στραβά και τα ανάποδα» στο κακό μας… ριζικό, έχω να προσθέσω και τούτο: όσες φορές τα προηγούμενα χρόνια, το ΠΑΣΟΚ του ΑΣΕΠ συγκρούστηκε με το ΠΑΣΟΚ του πελατειακού κράτους, νικητής, τις περισσότερες φορές, βγήκε το δεύτερο, ίσως επειδή είχε την υποστήριξη και των άλλων παρατάξεων που ήθελαν το κράτος – «λάφυρο» και για τα «δικά τους παιδιά».
Για ορισμένους το μέτρο της επιτυχίας του ΠΑΣΟΚ μπορεί να είναι η όψιμη προσπάθεια άλλων σχηματισμών να σφετεριστούν τα συνθήματά του, να λεηλατήσουν την κληρονομιά του. Δε με βρίσκει σύμφωνο αυτή η άποψη. Γιατί, κατά τη γνώμη μου, το πλέον σημαντικό επίτευγμα του ΠΑΣΟΚ ήταν ότι στο μεγαλύτερο μέρος της διαδρομής του λειτούργησε ως δύναμη αλλαγής των απαρχαιωμένων δομών της ελληνικής κοινωνίας προς προοδευτική κατεύθυνση, εκφράζοντας με τον τρόπο αυτό τα ανερχόμενα στρώματα που ασφυκτιούσαν οικονομικά και κοινωνικά.
Αντιθέτως, οι πολιτικές δυνάμεις, όπως και τα πρόσωπα που διεκδικούν να «αντιγράψουν» την πορεία του ΠΑΣΟΚ, φαίνεται να υιοθετούν έναν νεοσυντηρητισμό που ταυτίζεται με τις πιο κακές στιγμές της μεταπολιτευτικής ΠΑΣΟΚικής πραγματικότητας. Και, όσο καλές προθέσεις και αν τους αναγνωρίσει κανείς στη λογική του «έτσι έμαθαν», δεν μπορεί να παραβλέψει ότι κάθε άλλο παρά δείχνουν διάθεση να αναγνωριστούν όλα όσα μας έφεραν εδώ που είμαστε και να δοθούν οι απαραίτητες μάχες για να ανατραπούν.
Όσο για το ίδιο το ΠΑΣΟΚ, εκείνο που μπορεί να πει κανείς στη φάση που βρίσκεται είναι ότι έχει μπροστά του μακρά έρημο να διανύσει, προτού επανέλθει σε πρωταγωνιστική τροχιά. Οι πληγές που έχει υποστεί είναι πολύ βαθιές και μόνον ο πανδαμάτωρ χρόνος μπορεί να τις γιατρέψει. Η μόνη δε αγωγή που, κατά τη δική μου προαίρεση, μπορεί να ακολουθήσει, για να μην περιθωριοποιεί έτι περαιτέρω, είναι η επιμονή σε θέσεις που κατοχυρώνουν τον ιστορικό του ρόλο ως παράγων αλλαγής της κοινωνίας και εκφραστής των νέων προταγμάτων που θα μας βγάλουν από την κρίση και θα μας επαναφέρουν, αργά ή γρήγορα, στη φάση της προόδου και της ευημερίας της ελληνικής κοινωνίας.

*Ο Γρηγόρης Τζιοβάρας είναι δημοσιογράφος, περιφερειακός σύμβουλος Θεσπρωτίας στο πρώτο αιρετό Περιφερειακό Συμβούλιο Ηπείρου. Η αρθρογραφία του (ανα)δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα: http://topikakaiatopa.blogspot.com.