Συνολικές προβολές σελίδας

Τετάρτη 19 Δεκεμβρίου 2012

Το «έγκλημα» δεν ήταν στιγμιαίο, το ίδιο και η ανάκαμψη

Η ζωή, αρκετές φορές, ξεπερνάει και την πιο οργιώδη φαντασία. Γιατί, αλήθεια, ποιος θα φανταζόταν πριν από τρία ή πέντε χρόνια ότι θα ερχόταν  η ώρα που θα περνούσαν την πόρτα του Κορυδαλλού ή θα απειλούνταν με αυτήν, τόσοι μεγαλόσχημοι που μέχρι πρότινος, κατέκλυζαν τις σελίδες του lifestyle, παριστάνοντας τους μεγάλους «χορηγούς» με χρήματα που, προφανώς, δεν ήταν δικά τους;
Το πάθημα του Γιώργου Κοσκωτά, ο οποίος με τα κλεμμένα της Τράπεζας Κρήτης, αγόραζε, στα μέσα της δεκαετίας του ΄80 «ό,τι πετούσε και ό,τι κολυμπούσε», για να βρεθεί σε λιγότερο από μια δεκαετία πίσω από της φυλακής τα σίδερα, όχι μόνον δεν φαίνεται να έγινε μάθημα, αλλά, μάλλον, λειτούργησε ως πρότυπο για το «επιχειρείν» στην Ελλάδα από πλειάδα ασφαλιστών, κατασκευών, τραπεζιτών, ακόμη και… μόδιστρων!    
Τις ίδιες παραδοξότητες παρατηρεί κανείς και στον τρόπο που διαμορφώθηκε η πολιτική ζωή, ιδίως μετά το ξέσπασμα της κρίσης. Γιατί, πόσο υψηλές, άραγε, μαντικές ικανότητες θα έπρεπε να διέθετε κανείς για να προβλέψει πριν από δυο τρία χρόνια ότι ένας μικρομεσαίος βουλευτής, χωρίς καμία προηγούμενη θετική διάκριση στη ζωή του, θα πετύχαινε, μέσα από τα social media, να πείσει το 10% των Ελλήνων ότι έχει στο τσεπάκι του όλες τις μαγικές λύσεις και μεταξύ αυτών να απαλλάξει, εν μια νυκτί, τη χώρα από το «επονείδιστο» χρέος;
Εκεί, που, κατά το παρελθόν, απέτυχαν προσωπικότητες με οντότητα, οι οποίοι, σε ορισμένες, τουλάχιστον, περιπτώσεις, είχαν τη δυνατότητα να αρθρώσουν έναν λόγο διαφορετικό από τον κυρίαρχο δικομματισμό, εμφανίστηκαν από το… πουθενά σχήματα, όπως οι «Ανεξάρτητοι Έλληνες» του κ. Πάνου Καμμένου, που τσαλαβουτώντας στα θολά νερά της κρίσης, αλίευσαν τόσες ψήφους που ούτε στα όνειρά τους δεν είχαν πολιτικοί όπως ο Κωστής Στεφανόπουλος, ο νυν πρωθυπουργός Αντώνης Σαμαράς, ο Δημήτρης Τσοβόλας, ο Γιώργος Καρατζαφέρης, ο Γιάγκος Πεσμαζόγλου, ο Αντώνης Τρίτσης, ο Γεράσιμος Αρσένης και –γιατί όχι;- ο Λεωνίδας Κύρκος και άλλοι που αποτόλμησαν να ιδρύσουν τα δικά τους κόμματα.
Η φάση αποσύνθεσης, στην οποία υπεισέρχεται, πλέον, το κόμμα Καμμένου, καθώς οι… δράκοι των συνωμοσιολογικών παραμυθιών φαίνεται να καταπίνουν και τον ίδιο τον εμπνευστή τους, όπως και οι χειροπέδες που φορούν ο ένας μετά τον άλλο οι νεόκοποι ολιγάρχες που πρωταγωνίστησαν στην οικονομική ζωή των τελευταίων δεκαετιών, είναι, κατά την άποψή μου, δύο άκρως διδακτικές ιστορίες. Που βοηθούν να ερμηνεύσει κανείς τη βαθιά και γενικευμένη κρίση που διαπερνά την ελληνική κοινωνία. Και, ταυτόχρονα, να ανιχνεύσει τις προοπτικές που δημιουργούνται για την έξοδο από το μακρύ τούνελ της ύφεσης.
            Μαζί με την οικονομική χρεοκοπία της χώρας, χρεοκόπησαν και πολλά άλλα. Χρεοκόπησε, πρωτίστως, το παρασιτικό μοντέλο του κρατικοδίαιτου επιχειρηματία, ο οποίος δεν αναλάμβανε κανένα επενδυτικό ρίσκο, αλλά βολευόταν με τις μεθόδους της διαπλοκής που συνοψίζονται στο τρίπτυχο: κρατικές επιχορηγήσεις και στραβά μάτια για τη στρέβλωση του υγιούς ανταγωνισμού, τραπεζικά θαλασσοδάνεια, ανεξάντλητη ρευστότητα από τα άνευ ουσιαστικού αντικρίσματος «χαρτιά» που «μοσχοπουλούσε» στο χρηματιστηριακό καζίνο της Σοφοκλέους. Χρεοκόπησε, επίσης, το πελατειακό κράτος, αλλά και ο λαϊκισμός που το συνόδευε και καθήλωνε τη χώρα στην ακινησία.
Όλα αυτά, βεβαίως, δεν έγιναν ούτε σε μια μέρα, ούτε σε έναν μήνα, ούτε καν σε μια τετραετία. Είναι παθογένειες δεκαετιών, στις οποίες δεν συνέβαλε ένας και μόνον παράγων, ούτε μια παράταξη, αλλά ένα ολόκληρο «σύστημα». Τα αίτια του προβλήματος είναι βαθιά και αποτελεί τεράστια αυταπάτη και πελώρια κοροϊδία να θέλει να πείσει κάποιος ότι η απάντηση μπορεί να βρει τη λύση στον απλοϊκό διαχωρισμό: μνημόνιο και αντιμνημόνιο.
Το δίπολο, άλλωστε, «μνημόνιο – αντιμνημόνιο» ή όποιο άλλο απλουστευμένο ερμηνευτικό σχήμα, που θέλει όλα να ξεκίνησαν για έναν λόγο και κάποια συγκεκριμένη στιγμή, π.χ. τον Μάιο του 2010, όταν, από το Καστελόριζο, ο τότε πρωθυπουργός ανακοίνωσε την ένταξη στο μηχανισμό στήριξης Ευρωπαϊκής Ένωσης και ΔΝΤ, απαλλάσσει των ευθυνών της την κρατικοδίαιτη επιχειρηματική διαπλοκή και τους ταγούς που την υπέθαλψαν. Δίνει συγχωροχάρτι στο πολύχρονο πάρτι των μεσαζόντων στους εξοπλισμούς και τις άλλες κρατικές προμήθειες. Παραβλέπει τον σχεδόν μόνιμο δημοσιονομικό εκτροχιασμό. Κλείνει τα μάτια στην κραιπάλη του υπερδανεισμού για να βολευτούν «δικά μας παιδιά», να πληρωθούν «μαϊμού» συντάξεις, να επιδοτηθούν συνδικαλιστικές ηγεσίες, να εξαγοραστούν μέσα ενημέρωσης. 
Αν έχουν κάποια αξία τούτες οι σκέψεις, δεν είναι για να επαναλάβουμε τις, εν πολλοίς, γνωστές διαπιστώσεις για τη δυσμενή πραγματικότητα που βιώνουμε. Είναι, κυρίως, για να συνειδητοποιήσουμε ότι το «έγκλημα» που συντελέστηκε όλα τα προηγούμενα χρόνια δεν ήταν στιγμιαίο. Ήταν διαρκές, αλλά χρειάστηκε χρόνο για να αποκαλυφθεί σε όλη την έκταση που τώρα βλέπουμε να φανερώνεται μπροστά μας.
Έχει, επίσης, σημασία να συνειδητοποιήσουμε ότι καμία κρίση, ποτέ δεν ήταν αιώνια. Οι κοινωνίες που τις αντιμετώπισαν, ακόμη και η νεοελληνική που βίωσε άλλες τρεις μεγάλες χρεοκοπίες, τις ξεπέρασαν όταν ήρθε το πλήρωμα του χρόνου, ο οποίος για να επιταχυνθεί απαιτεί σχέδιο, αλλά, πάνω από όλα, δημιουργική προσπάθεια.  Από τη χρεοκοπία επί των ημερών του Χαριλάου Τρικούπη, η χώρα λίγα χρόνια μπήκε δυνατή στους Βαλκανικούς Πολέμους. Και από την χρεοκοπία των αρχών της δεκαετίας του 30, όταν έφθασαν στα μέρη μας οι επιπτώσεις του Μεγάλου Κραχ του 1929, οδηγηθήκαμε στο έπος του 40.
 Χωρίς, λοιπόν,  να παριστάνω τον… μάγο, έχω εδραία την πεποίθηση ότι η ανάκαμψη δεν μπορεί παρά να έρθει. Μόνον, όμως, που, όπως το «έγκλημα» δεν ήταν στιγμιαίο, έτσι και η ανάκαμψη δεν θα είναι στιγμιαία. Ή, με τα λόγια του ποιητή, «για να γυρίσει ο ήλιος θέλει δουλειά πολλή…».  
   
*Ο Γρηγόρης Τζιοβάρας είναι δημοσιογράφος (πολιτικός συντάκτης στο «Πρώτο Θέμα»), περιφερειακός σύμβουλος Θεσπρωτίας στο πρώτο αιρετό Περιφερειακό Συμβούλιο Ηπείρου. Η αρθρογραφία του (ανα)δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα: http://topikakaiatopa.blogspot.com.     

Πέμπτη 13 Δεκεμβρίου 2012

Οι φόροι και οι μύθοι

Παρακολουθώ, όχι με ιδιαίτερη έκπληξη είν΄ αλήθεια, αφού πρόκειται περί πολυπαιγμένου έργου και μάλιστα με τους ίδιους, σχεδόν, πρωταγωνιστές, τον τρόπο με τον οποίο διεξάγεται ο λεγόμενος «δημόσιος διάλογος» για το φορολογικό νομοσχέδιο. Τα όσα, ωστόσο, ακούγονται, κυρίως κατά τη διάρκεια του άφθονου χρόνου που αφιερώνουν τα βραδινά τηλεοπτικά δελτία –και των πρωινάδικων, όπως πληροφορούμαι, αλλά δεν έχω ιδία αντίληψη, γιατί τα αποφεύγω-, είναι, κατά την άποψή μου, εξοργιστικά.
Με… ιερά οργή οι σχολιαστές των «οκτώ» κατακεραυνώνουν κάθε -εικαζόμενη, πολλές φορές- ρύθμιση που μπορεί να συμβάλει στην δικαιότερη κατανομή των βαρών, ίσως επειδή αναγκαστικά περνάει μέσα από την αύξηση της δικής τους φορολογικής επιβάρυνσης, υπερασπιζόμενοι ακόμη και την κατάργηση φοροαπαλλαγών που αποδείχθηκαν ατελέσφορες, την ίδια ώρα που με ικανοποίηση χαιρετίζουν κάθε μέτρο που μειώνει τα συνολικά έσοδα του κράτους. 
Υποτίθεται ότι μιλούν από την πλευρά του… λαού και της κοινωνίας, θέλοντας να πείσουν ότι, τάχατες, προασπίζουν τα συμφέροντα τους από τους… φορομπήχτες του υπουργείου Οικονομικών. Και για να ενισχύσουν ακόμη περισσότερο το υποτιθέμενο αντιμνημονιακό τους προφίλ, τραβάνε και ένα καταχέριασμα στους ανάλγητους τροϊκανούς… κατακτητές.
Στην πραγματικότητα, όμως, όλοι αυτοί στρέφονται κατά των αδυνάτων, οι οποίοι, όσο και αν ακούγεται παράδοξο μέσα στη θολούρα στην οποία καλείται να βρει άκρη η ελληνική κοινωνία, είναι εκείνοι που πριν από όλους πλήττονται όταν μειώνονται τα έσοδα του κράτους ή περιορίζονται οι εισπράξεις από την άμεση φορολογία και γίνεται επιτακτική ανάγκη η αύξηση των έμμεσων φόρων.
Το ενάμισι εκατομμύριο των ανέργων, όπως και η συντριπτική πλειονότητα των μικροσυνταξιούχων και χαμηλόμισθων, όχι μόνον δεν έχει να φοβηθεί τίποτε από την αύξηση των αμέσων φόρων, αλλά αν ήταν σωστά ενημερωμένοι και αν, επιπλέον, είχαν στοιχειώδη εμπιστοσύνη στην αποτελεσματικότητα του κράτους, θα έπρεπε να εύχονται την ακόμη μεγαλύτερη αύξηση της φορολογίας επί των υψηλότερων εισοδημάτων, όπως, άλλωστε, συμβαίνει στις περισσότερες σοβαρές χώρες του κόσμου.
Γνωρίζω τον –κατ΄ εμέ- εύκολο αντίλογο όλων αυτών των κηνσόρων, όπως και των πολιτικάντηδων που επενδύουν σε αυτή την πολιτική ατζέντα, καθώς επαναλαμβάνεται σχεδόν μονότονα κάθε βράδυ μέσα από το μυθοποιημένο στερεότυπο ερώτημα: «Και τι θα γίνει με την κατανάλωση; Τι θα κάνει η αγορά που έχει στεγνώσει, με αποτέλεσμα να κλείνουν χιλιάδες καταστήματα;».
Η απάντηση, κατά τη γνώμη μου, είναι απλή: Αν είναι να δουλεύει η αγορά, όπως δούλευε τόσα χρόνια, πουλώντας κάθε είδους εισαγόμενα προϊόντα και αδιαφορώντας για την καταστροφή που συντελέστηκε στην εγχώρια παραγωγή και οδήγησε στην απόλυτη ανισορροπία του εμπορικού ισοζυγίου –τη βασική, δηλαδή, πηγή των προβλημάτων της ελληνικής οικονομίας-, οι πολίτες αυτής της χώρας δεν πρόκειται να… σωθούν ακόμη και αν  –προς χαράν των τηλεσχολιαστών- μηδενιζόταν οι φορολογικοί συντελεστές.
Οι όψιμοι, δήθεν, «κεϊνσιανιστές», μέσα στον αντιμνημονιακό τους οίστρο, παραβλέπουν, για παράδειγμα, την τεράστια ζημιά που προκλήθηκε όταν στις αρχές του 2009 κάποιοι οικονομικοί «φωστήρες» είχαν την φαεινή έμπνευση (;) να δώσουν κίνητρα – επιχορηγήσεις και μείωση φόρων- για την αγορά κλιματιστικών και μεγάλου κυβισμού αυτοκινήτων, έχοντας την ψευδαίσθηση ότι η επίπλαστη ευημερία που στηρίζονταν στα δανεικά, τα οποία δινόταν ακόμη αφειδώς, χάρις και στην παραποίηση των στατιστικών στοιχείων, θα ήταν αιώνια.    
Αντ΄ αυτών, θα μπορούσαν, ακόμη και τώρα μπορούν, να ισχύσουν κίνητρα για την τόνωση του εσωτερικού τουρισμού, για την ενίσχυση καινοτόμων επιχειρήσεων ή για την επιδότηση εταιριών που δημιουργούν θέσεις εργασίας σε κλάδους που στηρίζουν τα παραγωγικά συγκριτικά πλεονεκτήματα της χώρας. Γι΄ αυτά, όμως, δεν γίνεται κανένας δημόσιος διάλογος, ούτε εκδηλώνεται ενδιαφέρον από τα τηλεοπτικά δελτία, προφανώς γιατί αυτοί που τα σχεδιάζουν βολεύονται με τη μείωση της φορολογίας.  
Από… ιδρύσεως κόσμου, όμως, η φορολογία -και η δη η άμεση- είναι το κατ΄ εξοχήν, αναδιανεμητικό μέτρο που διαθέτει μια στοιχειωδώς οργανωμένη Πολιτεία. Μέσω της φορολόγησης αποφεύγονται συνθήκες κοινωνικής ζούγκλας και στηρίζονται τα εισοδηματικά πιο αδύναμα μέλη κάθε κοινωνίας που έχουν την ανάγκη του δασκάλου για τα παιδιά τους, του αστυνομικού που να εμπεδώνει το κλίμα ασφάλειας στις γειτονιές τους, του δικαστή από τον οποίο μπορεί να βρουν το δίκιο τους.
Αρκεί, βεβαίως, η Πολιτεία αυτή να διαθέτει αποτελεσματικούς ελεγκτικούς μηχανισμούς που να συλλέγουν τους αναλογούντες φόρους, αλλά να κατοικείται και από συνειδητούς πολίτες που να πληρώνουν πρώτα τους δικούς τους φόρους τους, αναλογικά με τα εισοδήματα και την περιουσία που διαθέτουν και, κατόπιν, να απαιτούν, δικαίως, να πληρώνουν και οι άλλοι. Η φοροδιαφυγή, όμως,  των άλλων, που πολλές φορές οι ίδιοι την υποθάλπουμε, δεν μπορεί να αποτελεί μόνιμο άλλοθι.      
Ξέρω ότι, για ιστορικούς και όχι μόνον λόγους, στην Ελλάδα δεν υπήρξε ποτέ mainstream (πόσω μάλλον στις μέρες μας, μέρες γενικευμένης σύγχυσης και απολύτως συγκεχυμένων απόψεων για το πώς και το γιατί φθάσαμε εδώ που είμαστε) να τάσσεται κανείς υπέρ των φόρων, αλλά αν τώρα δεν ειπωθεί η αλήθεια και δεν επικρατήσει η λογική δεν πρόκειται να βγούμε ποτέ από τον κρίση.
   
*Ο Γρηγόρης Τζιοβάρας είναι δημοσιογράφος (πολιτικός συντάκτης στο «Πρώτο Θέμα»), περιφερειακός σύμβουλος Θεσπρωτίας στο πρώτο αιρετό Περιφερειακό Συμβούλιο Ηπείρου. Η αρθρογραφία του (ανα)δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα: http://topikakaiatopa.blogspot.com.

Πέμπτη 6 Δεκεμβρίου 2012

Αχ, αυτές οι εκλογές…

             Πριν από λίγες μέρες ο πλανήτης ολόκληρος συγκλονίστηκε από τις εικόνες με τα βομβαρδισμένα κτίρια στην Παλαιστίνη. Εκατοντάδες άνθρωποι, άμαχοι στην πλειονότητά τους, έχασαν τη ζωή τους από τις επιδρομές της ισραηλινής αεροπορίας στη Λωρίδα της Γάζας που διέταξε ο πρωθυπουργός Μπέντζαμιν Νετανιάχου.
            Την περασμένη βδομάδα η γειτονική Αλβανία γιόρταζε τα 100 από την ανεξαρτησία της. Έξω από το κτίριο που λάμβανε χώρα πλήθος κόσμου ποδοπατήθηκε για να εξασφαλίσει ένα μικρό κομμάτι από την τούρτα γενεθλίων, την ίδια ώρα που μέσα στην αίθουσα ο πρωθυπουργός Σαλί Μπερίσα σε ένα εθνικιστικό παραλήρημα διεκδικούσε τον… τριπλασιασμό της χώρας του και την επέκταση της από την Ποντγκόριτσα ως την… Πρέβεζα!    
            Την περασμένη Κυριακή η γερμανίδα καγκελάριος Άγκελα Μέρκελ έδωσε συνέντευξη στην οποία είπε ότι μετά το 2014 ή το 2015 μπορεί να επανεξεταστεί το θέμα της διαγραφής -ενός ακόμη- μέρους του ελληνικού χρέους. Μια μέρα μετά, ο εκπρόσωπος της είπε ότι παρερμηνεύτηκαν οι δηλώσεις της και δεν εννοούσε αυτό που κατάλαβαν όσοι διάβασαν τη συνέντευξη, ότι δηλαδή η νέα αναδιάρθρωση των δανείων της Ελλάδας είναι αναπόφευκτη.
            Τι ενώνει αυτές τις –από πρώτη άποψη- εντελώς αταίριαστες μεταξύ τους ιστορίες; Το γεγονός ότι και οι τρεις πρωταγωνιστές έχουν μπροστά τους εκλογική δοκιμασία και τους επόμενους μήνες θα κριθούν από τους λαούς τους: ο «πολεμοχαρής» Νετανιάχου τον Ιανουάριο, ο «υπερπατριώτης» Μπερίσα τον Ιούνιο και η «καλβινίστρια» Μέρκελ τον Σεπτέμβριο.
Οι («τζούφιες», τις περισσότερες φορές) ρουκέτες από τα παλαιστινιακά εδάφη προς το Ισραήλ εκτοξεύονταν και πέρυσι και προπέρυσι, αλλά ο ισραηλινός πρωθυπουργός αποφάσισε να δείξει την πυγμή του τώρα που είναι η ώρα να διεκδικήσει τις ψήφους των συμπατριωτών του που ενστερνίζονται το «οφθαλμόν αντί οφθαλμού…».
Μια εκατονταετηρίδα συμπλήρωσαν εκεί που είναι σήμερα τα αλβανικά σύνορα και μέχρι πρότινος μόνον ακραίες ομάδες, όπως η προσφάτως σχηματισθείσα «Ερυθρόμαυρη Συμμαχία», προέτασσαν την ατζέντα του αλυτρωτισμού. Στο εξάμηνο που μεσολαβεί ως τις κάλπες δεν αποκλείεται οι επεκτατικές βλέψεις των πολιτικάντηδων της γείτονος να φθάσουν ως το Βελιγράδι και να περάσουν και την… υποθαλάσσια γέφυρα του Ακτίου.
Την περασμένη Παρασκευή, στη συζήτηση στη γερμανική Βουλή για την έγκριση των πρόσφατων αποφάσεων του Eurogroup, τα κόμματα της αντιπολίτευσης είπαν ευθέως ότι δεν δίνεται οριστική λύση στο ελληνικό πρόβλημα, εξαιτίας των εκλογικών υπολογισμών της κυρίας Μέρκελ, το… αυτί της οποίας, όμως, δεν ίδρωσε, όπως άλλωστε και του στελεχιακού της δυναμικού που την επανεξέλεξε στην ηγεσία του CDU με… σοβιετικό ποσοστό.     
Μας αρέσει ή όχι, έτσι, δυστυχώς, είναι η πολιτική και κατ΄ αυτόν τον τρόπο λειτουργούν οι πολιτικοί. Οι εκλογικές ανάγκες των κομμάτων και των προσώπων που ηγούνται ή συμμετέχουν σε αυτά, αποτελούν καθοριστικό παράγοντα από τη μια για να καταστρωθούν στρατηγικές ή να χαραχθούν τακτικές και από την άλλη για να ερμηνευτούν πρωτοβουλίες και να εξηγηθούν συμπεριφορές.
Καλώς ή κακώς, το «χάιδεμα των αυτιών» δεν είναι ίδιον μόνον των εγχώριων πολιτικών που τις παραμονές των εκλογών ανακαλύπτουν «λεφτά (που δεν) υπάρχουν», βρίσκουν πολλαπλάσια «ισοδύναμα» από την κατάργηση της (αόρατης) σπατάλης, είναι έτοιμοι να αρχίσουν διαπραγματεύσεις για την «απαγκίστρωση από το μνημόνιο» ή –ακόμη… χειρότερα- υπόσχονται τον… ουρανό με τα άστρα και, μάλιστα, «με ένα νομοσχέδιο και σε ένα άρθρο». 
Ας τα έχουμε, λοιπόν, όλα τούτα υπόψη μας όταν κρίνουμε όχι μόνον την εσωτερική πολιτική κατάσταση, αλλά και τα -περισσότερο πολύπλοκα- τεκταινόμενα στη διεθνή σκηνή που μας αφορούν και επηρεάζουν τις ζωές μας. Θα ερμηνεύσουμε, νομίζω, καλύτερα όσα συμβαίνουν γύρω μας αν συναισθανθούμε ότι, όπως εμείς ευαρεστούμαστε να ακούμε ευχάριστα πράγματα και επιλέγουμε –πλειοψηφικά- εκπροσώπους με αυτό το κριτήριο, το ίδιο, λίγο ως πολύ, συμβαίνει και με τους υπόλοιπους λαούς.
Επειδή, όμως, εμείς, με αυτά και με αυτά, ως χώρα πιάσαμε, πλέον, πάτο, στο χέρι μας είναι να κλείσουμε τα αυτιά στις σειρήνες της ευκολίας και να τείνουμε ευήκοον ους στον ορθολογισμό και στην υπευθυνότητα, που έχω την άποψη ότι αποτελούν τα βασικά προαπαιτούμενα για να αρχίσουμε να βγαίνουμε από την κρίση.   
   
*Ο Γρηγόρης Τζιοβάρας είναι δημοσιογράφος (πολιτικός συντάκτης στο «Πρώτο Θέμα»), περιφερειακός σύμβουλος Θεσπρωτίας στο πρώτο αιρετό Περιφερειακό Συμβούλιο Ηπείρου. Η αρθρογραφία του (ανα)δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα: http://topikakaiatopa.blogspot.com.

Τετάρτη 28 Νοεμβρίου 2012

Πόνος, αλλά με… δόσεις ελπίδας


Προσεγγίζοντας τις αποφάσεις του Eurogroup με την ψυχραιμία που απαιτούν οι περιστάσεις και  χωρίς τους παραμορφωτικούς φακούς της ανάγκης της μιας πλευράς για πανηγυρισμούς ή της επιμονής άλλων στην καταστροφολογία και στη μόνιμη κινδυνολογία, δύο είναι τα στοιχεία που τις συνθέτουν: πόνος και ελπίδα.
Για όποιον δεν θέλει να έχει αυταπάτες ή να τρέφει ιδεοληπτικές εμμονές, οι αποφάσεις των εταίρων και δανειστών μας για τη μελλοντική χρηματοδότηση της ελληνικής οικονομίας δεν είναι μονοσήμαντες και ούτε χωρούν σε απλοϊκά ερμηνευτικά σχήματα περί απόλυτου καλού ή κακού.
Περιέχουν, αναμφισβήτητα, μεγάλες δόσεις κοινωνικού πόνου που θα προκληθεί από τη σιδηρά πειθαρχία που απαιτεί η απαρέγκλιτη εφαρμογή του επώδυνου προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής ώστε να επιτευχθούν τα επόμενα  χρόνια πρωτογενή πλεονάσματα τέτοια που να καθιστούν το δυσθεώρητο δημόσιο χρέος «βιώσιμο» και άρα αντιμετωπίσιμο.
Από την άλλη, όμως, δεν μπορεί κανείς να παραγνωρίσει ότι χωρίς την αλληλεγγύη των εταίρων μας, ο «ξαφνικός θάνατος» με τον οποίον απειλούνταν εδώ και καιρό η ελληνική οικονομία, μπορεί να θεωρείται πλέον ότι ξεπεράστηκε. Οι αποφάσεις, άλλωστε, των Βρυξελλών αυτό που κυρίως έκαναν είναι ότι έστειλαν παντού το πολυσήμαντο μήνυμα πως η Ελλάδα είναι και θα παραμείνει αναπόσπαστο μέλος της ευρωπαϊκής οικογένειας.
Η μέγγενη, ωστόσο, των επώδυνων υφεσιακών μέτρων που καλείται να εφαρμόσει η ελληνική κυβέρνηση, συνδυάζεται, πλέον, με τις ελπίδες που καλλιεργούν οι «ανάσες» που δίνει το «κοκτέιλ» των μέτρων ενίσχυσης της ρευστότητας που αποφασίστηκαν και δημιουργούν τις συνθήκες για να σταθεροποιηθεί η οικονομία μας και να μπει, επιτέλους, φρένο στη διαρκή αβεβαιότητα και στην περιδίνηση που προκαλεί το «σπιράλ θανάτου» στο οποίο βρισκόμαστε παγιδευμένοι την τελευταία τριετία.         
Ο δρόμος, ωστόσο, που έχει να διανύσει η ελληνική κοινωνία τα επόμενα χρόνια είναι μακρύς και δύσκολος. Είναι δρόμος που δεν στρώθηκε αίφνης με ροδοπέταλα, αλλά μπορεί, εφεξής, να θεωρείται περισσότερο βατός. Εξακολουθεί να είναι δρόμος ανηφορικός, αλλά μοιάζει, πλέον, να μην είναι αδιάβατος.
Στον περίπλοκο κόσμο που ζούμε επικρατεί το σλόγκαν ότι «δεν υπάρχουν δωρεάν γεύματα». Υπό αυτή την έννοια, οι υποχρεώσεις που έχει αναλάβει η χώρα μας είναι, αναμφίβολα, βαριές και τα καθήκοντα που έχει η σημερινή κυβέρνηση πολύ δύσκολα.
Το κυριότερο, όμως, από τα καθήκοντα αυτά είναι να πείσει την ελληνική κοινωνία, αλλά την διεθνή κοινή γνώμη, ότι θα τηρήσει τις δεσμεύσεις της. Και θα προχωρήσει, χωρίς περισπασμούς, σε όλες εκείνες τις αποφάσεις που θα εμπεδώνουν από τη μια το αίσθημα δικαιοσύνης στην εφαρμογή των μέτρων και από την άλλη το κλίμα εμπιστοσύνης στις δημιουργικές δυνάμεις της χώρας που είναι η ώρα να βγουν μπροστά και να ηγηθούν της δύσκολης προσπάθειας που ξεκινά για την ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας. 
Εν κατακλείδι, και πέρα από τους αδυσώπητους αριθμούς που συνοδεύουν τις αποφάσεις του Eurogroup, εκείνο που θα κρίνει την αποτελεσματικότητά τους είναι οι δόσεις ελπίδας που θα αισθανθεί η ελληνική κοινωνία ότι μετριάζουν τον αναμφισβήτητο κοινωνικό πόνο.
Και, φυσικά, η προοπτική ότι, προϊόντος του χρόνου, οι θυσίες θα πιάνουν τόπο και ο πόνος θα γίνεται όλο και μικρότερος, μέχρι να ξαναμπούμε στην ανοδική φάση και να επανέλθει η ευημερία, όχι μόνον των αριθμών, αλλά και των ανθρώπων!
   
*Ο Γρηγόρης Τζιοβάρας είναι δημοσιογράφος (πολιτικός συντάκτης στο «Πρώτο Θέμα»), περιφερειακός σύμβουλος Θεσπρωτίας στο πρώτο αιρετό Περιφερειακό Συμβούλιο Ηπείρου. Η αρθρογραφία του (ανα)δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα: http://topikakaiatopa.blogspot.com.

Πέμπτη 22 Νοεμβρίου 2012

Η σπατάλη και το «αντάρτικο»


Ακούγοντας από το ραδιόφωνο διαφήμιση για Πρόγραμμα Κοινωνικής Εργασίας που «τρέχει» Δήμος της Αττικής με χρηματοδότηση από κοινοτικούς πόρους –το ΕΣΠΑ, για την ακρίβεια- σκέφθηκα πόσο ενδιαφέρον θα είχε να μαθαίναμε κάποια στιγμή τα αποτελέσματα εφαρμογής των «ποικιλώνυμων» ευρωπαϊκών προγραμμάτων.
Είναι καιρός τώρα που αναρωτιέμαι γιατί μια κυβερνητική υπηρεσία, ένα ερευνητικό ινστιτούτο, κάποιο από τα πανεπιστημιακά ιδρύματα, η ίδια, αν θέλετε, η Ευρωπαϊκή Ένωση, δεν αναλαμβάνει πρωτοβουλία για να γίνει μια εμπεριστατωμένη έρευνα για τη συμβολή που έχουν τα ευρωπαϊκά προγράμματα που κατά καιρούς ανατίθενται και υλοποιούνται σε κρίσιμους για την κοινωνία τομείς όπως η κατάρτιση ή η απόκτηση δεξιοτήτων, καθώς και στην απασχόληση και εν γένει στην οικονομική ανάπτυξη.
Φοβάμαι ότι τα αποτελέσματα μιας τέτοιας έρευνας θα ήταν απολύτως απογοητευτικά, καθώς, στις περισσότερες των περιπτώσεων, τα προγράμματα αυτά, στην πράξη δεν λειτουργούν παρά ως μια απλή εισοδηματική ενίσχυση για όσους –ιδιωτικές εταιρείες συμβούλων ή ημικρατικές «αναπτυξιακές» επιχειρήσεις Επιμελητηρίων, οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης, κ.ά.-  αναλαμβάνουν να τα υλοποιήσουν και για όσους είναι δικαιούχοι των σχετικών επιδοτήσεων.
Τα γράφω αυτά, επειδή έχω υπόψη μου δύο πολύ πρόσφατα χαρακτηριστικά περιστατικά που σχετίζονται με τον τρόπο υλοποίησης του προαναφερόμενου Προγράμματος Κοινωνικής Εργασίας, τα οποία εκτυλίχθηκαν σε δύο διαφορετικές γεωγραφικές της ελληνικής επικράτειας.
Το πρώτο αφορά ακριτική περιοχή, στην οποία ο τοπικός Δήμος χρηματοδοτήθηκε για να προσλάβει ανέργους με πεντάμηνης διάρκειας σύμβαση, οι οποίοι θα απασχολούνταν σε καθαρισμούς και αποψιλώσεις δρόμων απομακρυσμένων κοινοτήτων.
Μόνον, όμως, που οι ιθύνοντες δεν φρόντισαν να εξοπλίσουν τους απασχολούμενους με τον κατάλληλο εξοπλισμό, δηλαδή αξίνες και κασμάδες, με αποτέλεσμα να μεταφέρονται σχεδόν καθημερινά στους τόπους εργασίας και να επιστρέψουν λίγες ώρες αργότερα στα σπίτια τους, παντελώς άπρακτοι. Με αυτόν τον τρόπο, η εκτέλεση του Προγράμματος Κοινωνικής Εργασίας όχι μόνον δεν πρόσφερε κανενός είδους εργασία, αλλά επιβάρυνε και τον καταχρεωμένο Δήμο με την… βενζίνη της μεταφοράς των ανέργων!
Αντίστοιχη εικόνα στην Αττική, με μακροχρόνια ανέργους που εντάχθηκαν σε πρόγραμμα το οποίο υλοποιείται από το ΕΒΕΑ και -υποτίθεται ότι- ως οδηγοί θα μετέφεραν τα συνεργεία Δήμου που κάνουν διάφορες επισκευαστικές εργασίες.
Ο Δήμος, όμως, στον οποίο τοποθετήθηκαν οι επιδοτούμενοι άνεργοι φαίνεται ότι δεν είχε ανάγκες για οδηγούς, ίσως και επειδή τα συνεργεία για επισκευαστικά έργα που διέθετε δεν ήταν και τόσο πολλά, με αποτέλεσμα οι απασχολούμενοι να πίνουν με τις ώρες καφέδες στην πλατεία μπροστά στο δημαρχείο, περιμένοντας να περάσει το… πεντάμηνο και να επιστρέψουν στα γκισέ του ΟΑΕΔ.  
Σίγουρα, τα δύο αυτά παραδείγματα δεν είναι τα μοναδικά και ο καθένας μας στον περίγυρό του θα έχει συναντήσει ανάλογα φαινόμενα κατασπατάλησης κοινοτικών πόρων χωρίς καμία προστιθέμενη αξία για το κοινωνικό σύνολο. Και, ασφαλώς, υπαίτιοι γι΄ αυτή την απαράδεκτη κατάσταση δεν είναι οι άνεργοι που εντάσσονται σε αυτά τα προγράμματα για να εξασφαλίσουν ένα… γλίσχρο εισόδημα –που δεν ξεπερνά τα 500 ευρώ το μήνα- για τις οικογένειες τους.
Δεν μπορεί, όμως, να μην φταίει κανένας. Με πρώτους τους «επαναστάτες» δημάρχους και περιφερειάρχες που έχουν βγει αυτές τις μέρες στο… κλαρί, με αφορμή τις διαθεσιμότητες των υπαλλήλων και κάνουν «αντάρτικο», κλείνοντας -για να τιμωρήσουν άραγε ποιον;- δήμους και περιφέρειες.
Αλήθεια, τι άλλο χώρα -πέρα από την ταπείνωση και την ασφυξία που βιώνουμε όλοι τρία χρόνια τώρα- πρέπει να (μας) συμβεί σε αυτή τη χώρα, για να αναλάβει ο καθένας (μας) τις ευθύνες του;
   
*Ο Γρηγόρης Τζιοβάρας είναι δημοσιογράφος (πολιτικός συντάκτης στο «Πρώτο Θέμα»), περιφερειακός σύμβουλος Θεσπρωτίας στο πρώτο αιρετό Περιφερειακό Συμβούλιο Ηπείρου. Η αρθρογραφία του (ανα)δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα: http://topikakaiatopa.blogspot.com.

Τετάρτη 14 Νοεμβρίου 2012

Κάθε εποχή και οι βουλευτές της


Υποκριτικά ή όχι, είναι πολλοί που τις τελευταίες μέρες δηλώνουν έκπληκτοι από το πλούσιο… «θέαμα» που παρήγαγε η τετραήμερη κοινοβουλευτική διαδικασία –για συζήτηση, δεν νομίζω, ότι μπορεί να μιλά κανείς- έγκρισης του προϋπολογισμού.
Έχοντας παρακολουθήσει όλες ανεξαιρέτως τις ανάλογες διαδικασίες των τελευταίων δύο και πλέον δεκαετιών, από τότε ακόμη που δεν υπήρχε τηλεοπτική κάλυψη των συνεδριάσεων της Βουλής, μπορώ να πω ότι δεν εξεπλάγην ούτε από το επίπεδο της αντιπαράθεσης, ούτε από τις λεκτικές ακρότητες και το σόου στο οποίο επιδόθηκαν από του βήματος ορισμένοι από τους ομιλητές.
Όλα αυτά δεν είναι παρά σημεία των καιρών, καθώς κάθε εποχή έχει τους βουλευτές της. Και, ως εκ τούτου, σε μια περίοδο με βαθιά και γενικευμένη κρίση, θα ήταν παράταιρο οι εκπρόσωποι μιας κοινωνίας, η οποία, καλώς ή κακώς, βρίσκεται «στα κάγκελα», να θύμιζαν… κοινό όπερας. Γι΄ αυτό, εκτιμώ ότι δεν μπορεί να γίνονται συγκρίσεις και αξιολογικές κατατάξεις για το πότε ήταν καλύτερα και πότε χειρότερα. Το «καλύτερα» ή το «χειρότερα» μόνον με τις κοινωνικές προσλαμβάνουσες της κάθε εποχής μπορεί να κριθεί.
Σε αντίθεση, άλλωστε, με ό,τι ισχυρίζονται ορισμένοι, κυρίως μέσω του ανιστόρητου αφορισμού που θέλει να «φταίνε για όλα οι 300» και πως αν τους… «καθαρίσουμε», μόνον «τότε θα σωθούμε», στα έδρανα του Κοινοβουλίου κάθονται –ανακλητοί, παρακαλώ!- εκπρόσωποι αυτού που λέγεται ελληνικός λαός, ή –μάλλον, πιο σωστά- εκλογικό σώμα. 
Έτσι, εξάλλου, συνέβαινε πάντα. Από τις ενδυματολογικές προτιμήσεις των «εθνοπατέρων», έως την εκφορά του λόγου τους και την εν γένει συμπεριφορά ενός εκάστου εξ αυτών, είτε εντός, είτε εκτός του Κοινοβουλίου, κάθε κοινοβουλευτική περίοδος έχει τα χαρακτηριστικά της, τα οποία, εν πολλοίς, καθορίζονται από την δυναμική που αναπτύσσεται στην ελληνική κοινωνία.
Στα πρώτα μεταπολιτευτικά χρόνια, ήταν αδιανόητο να εισέλθει κάποιος χωρίς κοστούμι και γραβάτα, όχι μόνον στην μπαροκικού στυλ αίθουσα συνεδριάσεων, αλλά και στο ίδιο το Μέγαρο. Και μόνον προσωπικότητες όπως ο Ανδρέας Παπανδρέου μπορούσαν να «σπάσουν» τον αυστηρό ενδυματολογικό κώδικα, κάνοντας –και αυτό όχι μονίμως- χρήση του ζιβάγκο.
Ήταν η συνέχεια της προδικτατορικής περιόδου που στη Βουλή επικρατούσαν, μέσω των κομματαρχικών δικτύων, αλλά και της οικογενειακής παράδοσης, τα λεγόμενα πολιτικά «τζάκια», οι «καταφερτζήδες» δικηγόροι, οι οποίοι, αφενός, μετέφεραν στο βήμα την πειθαρχία και τη ρητορική ακρίβεια του δικανικού λόγου και, αφετέρου, επέβαλαν τις νυκτερινές συνεδριάσεις του σώματος –που διατηρούνται έως σήμερα…- επειδή τα πρωινά έπρεπε, κατά το πρότυπο του κινηματογραφικού «βουλευτή Καλοχαιρέτα», να συναντήσουν τους ψηφοφόρους τους και να τηλεφωνούν στα υπουργεία για τις υποθέσεις τους. 
Στη δεκαετία του ΄80 που, ως αποτέλεσμα των νέων συνθηκών που δημιουργούσε το κοινωνικό αίτημα για «αλλαγή», το πολιτικό προσωπικό ανανεώθηκε σε σημαντικό βαθμό, στο Κοινοβούλιο επικράτησαν άλλες συνήθειες. Η πλειονότητα των βουλευτών αναδεικνυόταν, πλέον, από τους θητεύσαντες στις κομματικές οργανώσεις, αρχικώς του ΠΑΣΟΚ και, προϊόντος του χρόνου, της Νέας Δημοκρατίας.
Είναι, τότε, που οι γραβάτες αρχίζουν να χαλαρώνουν ή και να βγαίνουν, αφού στους –με συνδικαλιστική, συχνά, προπαίδεια- μηχανικούς, γιατρούς και δημόσιους υπαλλήλους που έμπαιναν πια μαζικά στη Βουλή, ο σφιγμένος λαιμοδότης δεν ήταν απαραίτητο αξεσουάρ. Και, επιπλέον, χαλούσε το στυλ του «λαϊκού» βουλευτή που είχε γίνει… του συρμού, χάρις και στα νέα πελατειακά δίκτυα που είχαν δημιουργηθεί και διαμεσολαβούσαν, όπως και τα παλαιότερα, για κάθε είδους «εξυπηρετήσεις».
Νέα «ήθη» έφερε, κατόπιν, στα κοινοβουλευτικά πράγματα, η ιδιωτική τηλεόραση και η εποχή του lifestyle, όταν, από τα μέσα της δεκαετίας του ΄90, στα έδρανα επέδραμαν –με την ψήφο, βεβαίως, του λαού- κάθε λογής «αστέρες» που διέθεταν το προσόν της αναγνωρισιμότητας. Τηλε-δημοσιογράφοι, τηλε-καλλιτέχνες, τηλε-γιατροί, τηλε-πωλητές και κάθε είδους τηλε-κάτι, έφεραν μαζί τους και τον τηλεοπτικό λόγο της εύκολης –και όχι πάντα έξυπνης- «ατάκας», αντικαθιστώντας τον «ξύλινο» κομματικό λόγο που είχε επικρατήσει τις δύο προηγούμενες δεκαετίες. 
Μας αρέσει ή όχι, λοιπόν, ας μην εκπλησσόμαστε που στις μέρες μας επικρατεί ο ακτιβιστικός χαβαλές που «φύτρωσε» στις «πλατείες» και βρήκε γόνιμο έδαφος στα τηλεοπτικά πλατό. Να θυμόμαστε ότι αρκετοί από τους σημερινούς βουλευτές έχουν εκλεγεί επειδή ένα κομμάτι κοινωνίας ήθελε «να πέσουν φάπες στη Βουλή», όπως και ένα άλλο επιχαίρει για το πάθημα του Αμερικανού πρεσβευτή στη Λιβύη και –παρότι βαυκαλίζεται ότι είναι… «προοδευτικό»!- αρέσκεται να αποκαλούν «κουτσό» έναν ξένο αξιωματούχο, μόνον και μόνον επειδή είναι Γερμανός!  
Όπως η Βουλή της ευημερίας και της αμεριμνησίας είχε το δικό της «αρχέτυπο» βουλευτή που… εξυπηρετούσε, έτσι και η Βουλή της κρίσης… δικαιούται να έχει τον δικό της βουλευτή, ο οποίος, αφού δεν μπορεί –όχι φυσικά γιατί δεν θέλει- να κάνει εξυπηρετήσεις, προτιμά να… κραυγάζει. Και αυτό θα κάνει, όσο η βούληση του λαού τον θέλει να είναι εκεί!
   
*Ο Γρηγόρης Τζιοβάρας είναι δημοσιογράφος (πολιτικός συντάκτης στο «Πρώτο Θέμα»), περιφερειακός σύμβουλος Θεσπρωτίας στο πρώτο αιρετό Περιφερειακό Συμβούλιο Ηπείρου. Η αρθρογραφία του (ανα)δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα: http://topikakaiatopa.blogspot.com.

Τετάρτη 7 Νοεμβρίου 2012

Ο γκρεμός και το ρέμα


Δέος σε καταλαμβάνει διαβάζοντας τα οικονομικά στοιχεία που συνοδεύουν τον προϋπολογισμό για το 2013, που κατατέθηκε στη Βουλή και –εκτός εξαιρετικού απροόπτου- θα ψηφιστεί την Κυριακή από τη Βουλή. Δεν είναι μόνον οι περικοπές δαπανών (ύψους 9,4 δισ. ευρώ) και οι αυξήσεις φόρων (άλλα περίπου 3,1 δισ. ευρώ), όπως προβλέπονται και στο «πακέτο» της συμφωνίας με την τρόικα, που προκαλούν αυτό το συναίσθημα.

Είναι κυρίως η πρόβλεψη για την συνεχιζόμενη –για έκτο συνεχή χρόνο!- ύφεση, που υπολογίζεται ότι θα φθάσει στο 4,5%, μειώνοντας ακόμη περισσότερο την απασχόληση και αυξάνοντας, συνάμα, το ήδη τεράστιο ποσοστό της ανεργίας, αφού θα συνεχίσουν να υποχωρούν οι επενδύσεις, ενώ και η ισχνή αύξηση των εξαγωγών –μόλις κατά 2,6%- δεν είναι ικανή να αλλάξει την κατάσταση.

Την ίδια ώρα, το συνολικό χρέος της χώρας αναμένεται να συνεχίσει την πορεία εκτίναξης: από τα 263 δισ. που ήταν το 2008 και τα 340 δισ. ευρώ που έφθασε φέτος, τον επόμενο χρόνο θα σκαρφαλώσει  στα 346 δισ. ευρώ. Που σημαίνει ότι καθένας μας, συμπεριλαμβανόμενων και  των νεογέννητων, εκτός από τα δικά μας -προσωπικά, οικογενειακά ή επιχειρηματικά- χρέη σε τράπεζες Ταμεία, δημόσιο, κ.λ.π., έχουμε επιπλέον στην πλάτη μας χρέος από τα δανεικά του κράτους από περίπου 32.000 ευρώ κατά κεφαλήν.

Ο συνδυασμός, μάλιστα, του αυξημένου χρέους με το μειωμένο, λόγω της ύφεσης, Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν (ΑΕΠ), που το 2008 ήταν 233 δισ. ευρώ και το 2013 θα υποχωρήσει στα 183 δισ. ευρώ, δείχνει ακόμη πιο εκρηκτική την κατάσταση που διαμορφώνεται, καθώς, ως ποσοστό επί του ΑΕΠ, το χρέος –παρά το «κούρεμα» που προηγήθηκε, διαλύοντας τα ασφαλιστικά Ταμεία και τσακίζοντας τους καταθέτες που εμπιστεύθηκαν το ελληνικό δημόσιο- θα διαμορφωθεί τον επόμενο χρόνο στο δυσθεώρητο 189%.

Δεν χρειάζεται να είναι κανείς εξειδικευμένος οικονομολόγος για να αντιληφθεί ότι με ένα τέτοιο χρέος και με μια τέτοια, εν γένει, οικονομική κατάσταση, η χώρα στην οποία ζούμε δεν είναι «βιώσιμη». Η παγίδα στην οποία έχουμε εγκλωβιστεί, πολίτες και Πολιτεία, μοιάζει να είναι αξεπέραστη. Με άλλα λόγια «ο λογαριασμός δεν βγαίνει». Και αυτό αποτελεί κοινή διαπίστωση που κανείς, πλέον, δεν μπορεί να αρνηθεί.

Χωρίς αμφιβολία, ο… γκρεμός που χάσκει μπροστά μας είναι βαθύς. Από την ολοκληρωτική άβυσσο μάς χωρίζει μόλις ένα μικρό βήμα. Το ερώτημα, όμως, που, για πολλαπλή, είν’ αλήθεια, φορά, τα τελευταία τέσσερα χρόνια, ανακύπτει και νομίζω ότι απασχολεί όλους μας τούτη την ώρα είναι: υπό αυτές τις δραματικές συνθήκες, τι κάνουμε;

Μια από τις «συνταγές» που αρκετοί σπεύδουν να υιοθετήσουν είναι να «πέσουμε ηρωικά». Να καταγγείλουμε, δηλαδή, τους πολιτικούς μας, τωρινούς και προγενέστερους, για ανικανότητα αντιμετώπισης των προβλημάτων (που το κάνουμε, ούτως ή άλλως), κατόπιν να τα «σπάσουμε» με τους δανειστές και εταίρους μας, που μας… φόρτωσαν το «μνημόνιο» και να τραβήξουμε μια… ξεγυρισμένη στάση πληρωμών. Να  βουτήξουμε, δηλαδή, στο γκρεμό και… γαία πυρί μιχθήτω.

Πριν, όμως, προχωρήσουμε σε τόσο δραστικές(;) λύσεις, θα πρότεινα να το ξανασκεφθούμε. Ας ρίξουμε, κατ΄ αρχήν, μια ματιά στον περίγυρό μας. Η Γαλλία, χωρίς «μνημόνιο» και με δημόσιο χρέος μόλις 91,3% του ΑΕΠ της, προέβλεψε στο νέο προϋπολογισμό της αυξήσεις στους φόρους κατά 20 δισ. ευρώ, και περικοπή δαπανών κατά 10 δισ. ευρώ. Η Ισπανία, που είναι σε ύφεση, έχει χρέος, όμως, μόλις 87%, αλλά χρόνια ανεργία μεγαλύτερη από τη δική μας, και βρίσκεται με το ένα πόδι μέσα στο μνημόνιο, πήρε, επίσης, πρόσθετα μέτρα 40 δισ. ευρώ.

Θα μπορούσα να συνεχίσω με την Ιταλία, την Κύπρο και άλλες χώρες, οι οποίες έχουν διαφόρων μορφών κυβερνήσεις: δεξιές, σοσιαλιστικές, ακόμη και… κομμουνιστικές (στον Δημήτρη Χριστόφια αναφέρομαι) που, όπως και να το κάνουμε, δεν μπορεί να συνέπεσαν να είναι όλες τόσο… ανίκανες, όσο και οι δικές μας. Χωρίς να απαλλάσσω από τις ευθύνες με τις οποίες βαρύνονται, για πράξεις και παραλείψεις, οι εκάστοτε κυβερνώντες, προφανώς, βλέποντας κανείς όλη την εικόνα, που είναι παρόμοια σε όλο τον ευρωπαϊκό νότο, διαπιστώνει ότι υπάρχει κάτι πιο βαθύ από το εύκολο, αλλά κυρίως αναποτελεσματικό, «ανάθεμα».  

Γι΄ αυτό, έχω την άποψη ότι είναι, μάλλον, προτιμότερο να αποφύγουμε τον γκρεμό. Μου φαίνεται -χωρίς, βεβαίως, να πιστεύω και να υποστηρίζω ότι κι εκεί θα είναι εύκολα τα πράγματα- πως θα ήταν ίσως αποτελεσματικότερο, ακόμη και για τους απελπισμένους ανέργους ή τους καταχρεωμένους συμπολίτες μας, να επιλέξουμε το διπλανό… ρέμα.

Αν προσπαθήσουμε, δηλαδή, να… κολυμπήσουμε μαζί με όλους όσοι βρίσκονται σε παρόμοια κατάσταση με μας, θα είναι, ενδεχομένως, καλύτερα. Θα έχουμε, κατ΄ αρχήν, αποφύγει τον… ηρωικό γκρεμό, από όπου, αφού… πέσουμε, ίσως να είναι ανεπίστρεπτη η πορεία. Και, επιπλέον, θα ελπίζουμε σε ένα «ευρωπαϊκό κύμα» που θα μας κρατήσει έξω από το νερό και κάποια στιγμή μπορεί να μας βγάλει στο απέναντι ξέφωτο.  Τι λέτε; Ποιο είναι προτιμότερο;    

*Ο Γρηγόρης Τζιοβάρας είναι δημοσιογράφος (πολιτικός συντάκτης στο «Πρώτο Θέμα»), περιφερειακός σύμβουλος Θεσπρωτίας στο πρώτο αιρετό Περιφερειακό Συμβούλιο Ηπείρου. Η αρθρογραφία του (ανα)δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα: http://topikakaiatopa.blogspot.com.