Συνολικές προβολές σελίδας

Τρίτη 22 Ιανουαρίου 2013

Το σοκ που μπορεί να φέρει πολιτική ενότητα

Δεν ξέρω αν επέδρασε καταλυτικά το αναμφισβήτητα ισχυρό σοκ του τόσο «αναβαθμισμένου», για τα εγχώρια δεδομένα, τρομοκρατικού χτυπήματος, αλλά έχει νομίζω ενδιαφέρον ότι η «τυφλή» ενέργεια στο Mall έγινε η αφορμή για την πρώτη έπειτα από πολύ καιρό ομόθυμη στάση των πολιτικών δυνάμεων του συνταγματικού τόξου.
Το τελευταίο διάστημα η οξύτητα με την οποία γινόταν η πολιτική αντιπαράθεση, δεν άφηνε περιθώρια για τέτοιου είδους συμπτώσεις απόψεων και θέσεων, με αποτέλεσμα ανάλογα γεγονότα, όπως αυτό με τους προ ημερών πυροβολισμούς κατά των γραφείων της Νέας Δημοκρατίας, να γίνονται αφετηρίες για ανούσιους, διχαστικούς κομματικούς καβγάδες.
Η έκρηξη, όμως, στο πολυσύχναστο εμπορικό κέντρο του Αμαρουσίου, δείχνει ότι τα πράγματα έχουν σοβαρέψει πολύ. Κατέδειξε ότι δογματικού τύπου στερεότυπα του παρελθόντος, που αναζητούν απαντήσεις σε ερωτήματα του τύπου «ποιος ωφελείται;», ή, ακόμη, θεωρίες συνωμοσίας, που υποκρύπτονται πίσω από ερωτήσεις του στυλ «ποιος τους βάζει;» (τους δράστες,  για να κάνουν όσα κάνουν), δεν χωρούν σε τέτοιες περιστάσεις που διακυβεύονται ανθρώπινες ζωές και προκαλείται ανυπολόγιστη ζημιά στη διεθνή εικόνα της χώρας.
Ας το πάρουμε, επιτέλους, απόφαση ότι κανείς δεν ωφελείται και δεν μπορεί να ωφελείται πολιτικά από τέτοιες αποτρόπαιες πράξεις. Ούτε καν, αν θέλετε, οι ίδιοι οι… δράστες, αφού είναι το λιγότερο αστείο να πιστεύει κανείς στα σοβαρά ότι θα… επαναστατήσουν οι μάζες, επειδή θα ανατιναχθούν μέσα στη νύχτα μερικά ΑΤΜ τραπεζών ή ότι θα καταλυθεί ο καπιταλισμός επειδή θα φοβηθούν οι καταναλωτές και δεν θα συχνάζουν πια σε πολυκαταστήματα.
Όσο για το «ποιος τους βάζει;», χρειάζεται, μάλλον, κάποιος να κλείνει ερμητικά τα μάτια του στην πραγματικότητα, όχι μόνον την απώτερη ιστορική, αλλά και την πρόσφατη, με την εξάρθρωση της «17 Νοέμβρη» και τη γνωστή πλέον «ταυτότητα» του βασικού πυρήνα της, ή τις συλλήψεις μελών των νεώτερης γενιάς οργανώσεων, για να πλέκει με το μυαλό του σενάρια υποκίνησης από το κράτος ή το… παρακράτος.     
Όπως και να έχει, πάντως, το μόνο σίγουρο είναι ότι η στρατηγική της έντασης, την οποία επιδιώκουν οι δυνάμεις του σκότους και του χάους που κρύβονται πίσω από τέτοιες ενέργειες, συνιστά σοβαρή απειλή για την ελληνική κοινωνία, που καλείται να ζει με τον φόβο ότι μπορεί να αποτελέσει την «παράπλευρη απώλεια» μιας ασύμμετρης απειλής, την οποία η Πολιτεία και οι θεσμοί της (κυβέρνηση, κόμματα, Αστυνομία, Δικαιοσύνη, κ.λ.π.), δεν είναι σε θέση να την αντιμετωπίσουν.
Η απερίφραστη καταδίκη που καταγράφηκε από σύσσωμο τον πολιτικό κόσμο είναι, υπό αυτή την έννοια, μια καλή αρχή, που πρέπει, όμως, να έχει και συναινετική συνέχεια. Υπάρχουν πολλά πεδία για αντιπαράθεση ανάμεσα στις πολιτικές δυνάμεις. Το να προσθέσουν και το ζήτημα της αντιμετώπισης της τρομοκρατίας δεν ωφελεί κανέναν. Αντιθέτως βλάπτει πολλούς. Και, πάνω από όλα βλάπτει την κοινωνία που βιώνει τόσους άλλους φόβους (της ανασφάλειας, της ύφεσης, της ανεργίας, της δυσπραγίας, κ.ά.) που δεν χρειάζεται έναν ακόμη.
Οι διαφορετικές θέσεις για το Μνημόνιο, οι διαφωνίες για την φορολογία, οι αντιθέσεις για την οικονομική πολιτική, οι διαφοροποιήσεις στην προσέγγιση των διεθνών σχέσεων της χώρας είναι θεμιτές και πολλές φορές επιβεβλημένες από την πολυπλοκότητα των ζητημάτων αυτών και βεβαίως από τις διαφορετικές ιδεολογικές προτιμήσεις κάθε πολιτικού χώρου, όπως και κάθε πολίτη.
Η βία, όμως, και, ακόμη περισσότερο, η ένοπλη βία, που συνήθως είναι «τυφλή», για να αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά χρειάζεται ενότητα δυνάμεων και αρραγές μέτωπο για την πολιτική καταδίκη, την κοινωνική αποδοκιμασία και, εν τέλει, την εξάλειψη του φαινομένου της τρομοκρατίας με όλα τα μέσα που διαθέτει μια σύγχρονα οργανωμένη και δημοκρατική Πολιτεία. 
(Δημοσιεύθηκε στο www.protothema.gr στις 21.1.2013)

Πέμπτη 17 Ιανουαρίου 2013

Οι κάλπικες μεθοδεύσεις τιμωρούν τους εμπνευστές τους

Μπορεί και να είναι το σωστότερο αυτό που πάει να γίνει με την προοπτική στην ψηφοφορία για τη σύσταση Προανακριτικής Επιτροπής που θα διερευνήσει το σκάνδαλο με τη λίστα Λαγκάρντ, να στηθούν τρεις κάλπες, όσες, δηλαδή, οι προτάσεις κατηγορίας, και όχι τέσσερις, όσα και τα πρόσωπα που ζητείται να τους ασκηθεί δίωξη.

Η καθεμιά από τις προτάσεις που υπεβλήθησαν, από την κυβερνητική πτέρυγα, τον ΣΥΡΙΖΑ και τη σύμπραξη ΑΝΕΛ και Χρυσής Αυγής, ίσως έχει ένα συγκεκριμένο σκεπτικό, μια λογική αλληλουχία, διαφορετικά από τις άλλες που θα συζητηθούν από κοινού. Και, ενδεχομένως, ο ρόλος και η αρμοδιότητα των οιωνεί «δικαστών» που υποδύονται σε αυτή την απαράδεκτη, από πολλές απόψεις, διαδικασία οι βουλευτές να θεωρηθεί πως είναι ορθότερο να κρίνουν την κάθε πρόταση χωριστά και επί αυτής να αποφασίσουν εμμέσως για τα πρόσωπα και τις αποδιδόμενες κατηγορίες.

Όλα αυτά, όμως, που, όντως, δεν έχουν το ακριβώς ανάλογο ιστορικό προηγούμενο και δεν ξεκαθαρίζονται στο Σύνταγμα και στον Κανονισμό της Βουλής, μπορεί να ισχύουν υπό μια σαφή και ξεκάθαρη προϋπόθεση: Κάθε βουλευτής που θα αποφασίσει να συμμετάσχει σε αυτή τη διαδικασία δεν μπορεί παρά να είναι «υποχρεωμένος» να προσέρχεται και να ψηφίζει και στις τρεις κάλπες.

Ό,τιδήποτε άλλο, δηλαδή κάποιοι να ψηφίζουν σε μια, άλλοι σε δύο ή και στις τρεις κάλπες, μπορεί τυπικά να μην προσκρούει στο Σύνταγμα, στην ουσία, όμως, συνιστά απόλυτο εξευτελισμό όχι μόνον του Συντάγματος, αλλά, κυρίως, των ίδιων των πολιτικών και, εν γένει, της πολιτικής.

Ο βουλευτής ή οι βουλευτές που δεν θα πάνε να ρίξουν ψηφοδέλτιο –επιλέγοντας είτε το «ναι», είτε το «όχι», είτε το «λευκό», δεν θα βαρύνονται, ίσως, τόσο με το «αμάρτημα» της παραβίασης της μυστικότητας της ψήφου, που προνοεί το Σύνταγμα για ψηφοφορίες που αφορούν σε πρόσωπα, όσο θα έχουν υποπέσει στο «αδίκημα» του αυτοεξευτελισμού και, ακόμη χειρότερα, στο «έγκλημα» της καταρράκωσης του κύρους της πολιτικής.

Δεν μπορεί να υπάρχουν βουλευτές που να διστάζουν ή να φοβούνται να εκφράσουν την άποψή τους, όποια και αν είναι αυτή, επειδή, ενδεχομένως, θα θεωρηθεί ότι δεν ακολούθησαν την κομματική γραμμή. Δεν νοείται Βουλή, χωρίς ελεύθερους τους βουλευτές να πουν, έστω μυστικά, την άποψή της.

Σε όσους από τους ιθύνοντες της τρικομματικής κυβερνητικής συνεργασίας, θεωρούν ότι με τον τρόπο αυτό, μπορεί να επιβάλουν τη βούληση τους και να δημιουργήσουν ανάχωμα στις διαρροές, προστατεύοντας, δήθεν, την κυβερνητική σταθερότητα, πρέπει να υπενθυμίσει κανείς το πολύ ευχερές προηγούμενο της κυβέρνησης του κ. Κώστα Καραμανλή.

Η ουσιαστική κατρακύλα της περιβόητης «νέας διακυβέρνησης» ξεκίνησε όταν η τότε οριακώς πλειοψηφούσα Νέα Δημοκρατία έφθασε στο πρωτοφανές να αποχωρεί από την αίθουσα κάθε φορά που γινόταν συζήτηση και επέκειτο μυστική ψηφοφορία επί προτάσεων παραπομπής για σκάνδαλα εκείνης της περιόδου (Βατοπέδι, ομόλογα, κ.ά.), με αποκορύφωμα το πρόωρο και αιφνιδιαστικό κλείσιμο της Βουλής, τον Μάιο του 2009, για να επέλθει παραγραφή των αδικημάτων της περιόδου 2004-2007.

Η μεθόδευση εκείνη, η οποία έχει αρκετές αναλογίες με τη διαφαινόμενη τωρινή, αφού και στις δύο περιπτώσεις κυριαρχεί ο φόβος για παραπεμπτικές διαρροές από την πλειοψηφία κατά τη μυστική ψηφοφορία-, όχι μόνον δεν διέσωσε τους πρωταγωνιστές του κοινοβουλευτικού ευτελισμού, αλλά, αντιθέτως, τους καταδίκασε στη συνείδηση όλης της κοινωνίας, στην οποία παραμένουν «ένοχοι», ακόμη και αν δεν κάθησαν ποτέ στο σκαμνί.

Ας το ξανασκεφθούν, λοιπόν, ξανά και ξανά οι υπεύθυνοι των κοινοβουλευτικών ομάδων της συγκυβέρνησης και ας βρουν τρόπο να αποτρέψουν τη ζημιά που θα γίνει και η οποία, σε κάθε περίπτωση, θα είναι μεγαλύτερη από αυτή που θεωρούν ότι μπορούν να αποτρέψουν.

Το λιγότερο που μπορούν να κάνουν, για να περισώσουν, ίσως, ορισμένα προσχήματα, είναι να υποχρεώσουν τους βουλευτές τους να ψηφίσουν σε όλες τις κάλπες. Γιατί, αλλιώς, μπορεί να κερδίσουν την ψηφοφορία, αλλά θα χάσουν τα πάντα: που, εν προκειμένω, είναι η οριστική απώλεια και του τελευταίου ψήγματος αξιοπιστίας που έχει απομείνει στο πολιτικό μας σύστημα.

Τετάρτη 9 Ιανουαρίου 2013

Οι «Πυρσογιαννίτες» της Κουμουνδούρου

            «Ποιος έκτισε τον κόσμο τέκνο μου;», ήταν το ερώτημα που θρυλείται ότι απηύθυνε Μητροπολίτης Ιωαννίνων σε ορεσίβιο νεαρό που είχε εκδηλώσει ενδιαφέρον να χειροτονηθεί ιερέας. «Οι Πυρσογιαννίτες, δέσποτα!», απάντησε με απόλυτη βεβαιότητα ο νέος, που είχε υπόψη του ότι οι ξακουστοί μαστόροι της Πυρσόγιαννης, που ήταν το χωριό του, είχαν κτίσει όλα τα σπίτια της ευρύτερης περιοχής και είχαν επεκτείνει την πετυχημένη επαγγελματική δραστηριότητα τους και πέραν αυτής.
            Το ιστορικό αυτό ανάλεκτο μού ήρθε κατά νου διαβάζοντας το πολυσέλιδο κείμενο της πρότασης για τη σύσταση Προανακριτικής Επιτροπής που κατέθεσε στη Βουλή η κοινοβουλευτική ομάδα του ΣΥΡΙΑ, ζητώντας την άσκηση ποινικής δίωξης κατά των κυρίων Γιώργου Παπακωνσταντίνου και Ευάγγελου Βενιζέλου, αλλά και την απόδοση πολιτικών ευθυνών σε σύμπασα την πολιτική τάξη των τελευταίων ετών για τους χειρισμούς στην περιβόητη υπόθεση με τη λίστα Λαγκάρντ.
            Ο Πυρσογιαννίτης υποψήφιος παπάς του θρύλου εξέφρασε και μια μικρή αμφιβολία όταν ο δεσπότης, θέλοντας να ακούσει και κάτι περί της συνεισφοράς του Θεού στο κτίσιμο του κόσμου, επανήλθε: «Καλά, δεν βοήθησε κανένας άλλος, τέκνο μου;», τον ρώτησε. «Ε, βοήθησαν και λίγο οι Βουρμπιανίτες», απάντησε ο νεαρός, αναγνωρίζοντας μια, έστω, μικρή συνεισφορά στην κτίση του κόσμου στους κατοίκους της Βούρμπιανης, του διπλανού με την Πυρσόγιαννη χωριού.
            Σε αντίθεση με τον επίδοξο ιερέα, στο εντυπωσιακό από πολλές απόψεις, αλλά κυρίως για την αυταρέσκεια των συντακτών του, κείμενο με τις υπογραφές των βουλευτών του ΣΥΡΙΖΑ δεν φαίνεται να εκφράζεται καμία αμφιβολία. Ο κόσμος όλος περιστρέφεται γύρω από την Κουμουνδούρου. Και στην υπόθεση με τη λίστα Λγκάρντ, μάλλον δεν θα… υπήρχε κόσμος, αν δεν υπήρχαν τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ, σύμφωνα με το πνεύμα που αποπνέεται από την πρόταση κατηγορίας της αξιωματικής αντιπολίτευσης.
            Στο προοίμιο, άλλωστε, του κειμένου, κάτω από τον βαρύγδουπο υπότιτλο «οι σκελετοί βγαίνουν από τις ντουλάπες της εξουσίας», διαβάζει κανείς το ακόλουθο εκπληκτικό για την μονομέρεια, ου μην αλλά και την εμπάθεια (η οποία, πάντως, διατρέχει όλο το κείμενο) απόσπασμα:  «Η υπόθεση της λίστας Λαγκάρντ και οι συναφείς εξελίξεις που πυροδοτήθηκαν από την επιμονή του ΣΥΡΙΖΑ ΕΚΜ να διερευνηθεί σε βάθος η υπόθεση παρά τα πρωτοφανή εμπόδια που συνάντησε από σύσσωμο το σύστημα εξουσίας, πολιτικά στελέχη, βουλευτές, υπουργούς, και, φυσικά, «εντεταλμένους» δημοσιογράφους που λειτούργησαν ως υποτακτικοί οικονομικών και πολιτικών συμφερόντων, ανοίγει μια χαραμάδα που επιτρέπει στον ελληνικό λαό να διακρίνει όψεις της δυσώδους πραγματικότητας που κρύβεται πίσω από την κουρτίνα της προσχηματικής “πολιτικής ορθότητας” και της υποκριτικής ηθικολογίας των κυβερνητικών αξιωματούχων».
Τι καταλαβαίνει κανείς από τα πιο πάνω;  Ότι στην υπόθεση της διερεύνησης της λίστας Λαγκάρντ βρίσκονται αντιμέτωποι δύο… κόσμοι: από τη μια ο… ηρωικός ΣΥΡΙΖΑ που μάχεται κατά πάντων και από την άλλη… όλοι οι άλλοι, που είτε «εκπροσωπούν το σύστημα εξουσίας» ή είναι «εντεταλμένοι» και «υποτακτικοί» συμφερόντων. Τόσο απλά. (Ή μήπως τόσο απλοϊκά;). 
Για τους νομικούς φωστήρες της Κουμουνδούρου, η επίμονη δημοσιογραφική έρευνα που ανέδειξε την «εξαφάνιση» της λίστας δεν υπάρχει. Οι δύο δικογραφίες που σχημάτισαν και έστειλαν στη Βουλή οι οικονομικοί εισαγγελείς δεν υφίστανται. Όπως δεν υφίστανται οι ερωτήσεις των βουλευτών των άλλων κομμάτων, ούτε η πρωτοβουλία τους να συγκληθεί η Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας, ή, πολύ περισσότερο, η κίνηση του υπουργείου Οικονομικών να γίνει νέο αίτημα προς τις γαλλικές αρχές για να έρθει το πρωτότυπο της λίστας και να γίνει αντιπαραβολή του με το αντίγραφο, από την οποία αποκαλύφθηκε η αλλοίωση της λίστας.
Πέραν, όμως, από την εγωπαθή μονομέρεια των συντακτών της πρότασης του ΣΥΡΙΖΑ, που διεκδικούν για τους εαυτούς τους όλη τη… δόξα των αποκαλύψεων σε αυτή την πολύκροτη υπόθεση, εκείνο που περισσότερο από κάθε τι άλλο χαρακτηρίζει το κείμενο τους είναι η πολιτική εμπάθεια που αναδύεται μέσα από επανειλημμένους βερμπαλισμούς του τύπου: «η ηθική ποιότητα και το ποιοτικό ανάστημα των “ηρώων” της ελληνικής μεταπολιτευτικής δημοκρατίας», ο «τρικομματικός κυβερνητικός “όρκος σιωπής”» και άλλα τέτοια ηχηρά παρόμοια που… προετοιμάζουν τον αναγνώστη για το επερχόμενο τέλος του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού που θα προέλθει από την εισαγγελική ρομφαία της Κουμουνδούρου.
Καταφανή πολιτική εμπάθεια, εξάλλου, μαρτυρούν οι ακροβασίες που γίνονται με την –προφανώς- σκόπιμη σύγχυση που επιχειρείται ανάμεσα στον καταλογισμό πολιτικών ευθυνών για ολέθριους χειρισμούς, που αναμφισβήτητα έγιναν στη συγκεκριμένη υπόθεση, και στην αναζήτηση ποινικής ευθύνης, προκειμένου να δικαιολογηθεί η επιχειρούμενη στοχοποίηση του προέδρου του ΠΑΣΟΚ κ. Ευάγγελου Βενιζέλου, προς τον οποίο η… κατηγορούσα αρχή του ΣΥΡΙΖΑ δεν φείδεται χαρακτηρισμών, παρότι τον χρήζει –χωρίς στοιχεία- κατηγορούμενο, αποδίδοντας του τα βαρύτατα αδικήματα της υπεξαίρεσης εγγράφου, της απιστίας και της παράβασης καθήκοντος.
Δεν χρειάζεται να είναι κανείς εξειδικευμένος νομικός για να αντιληφθεί ότι είναι εντελώς διαφορετικό ζήτημα η απόδοση πολιτικών ευθυνών για πιθανούς λανθασμένους χειρισμούς κάποιου που άσκησε εξουσία, από την ενεργοποίηση, κατά το άρθρο 86 του Συντάγματος, εναντίον του ποινικής δίωξης, για την οποία απαιτούνται τουλάχιστον αποχρώσες ενδείξεις ότι ο κατηγορούμενος ενήργησε με δόλο. Αν, άλλωστε, προκύψουν τέτοιες ενδείξεις κατά τη διερεύνηση που θα ξεκινήσει για τον κ. Παπακωνσταντίνου, η Βουλή έχει τη δυνατότητα να επανέλθει και να κατηγορήσει και τον κ. Βενιζέλο.
Οι γενικόλογοι, όμως, ισχυρισμοί περί υποψιών «διαπλοκής» μέσω της λίστας και πιθανής χρήσης της κατά την προεκλογική περίοδο, μένει να αποδειχθούν. Το βάρος της απόδειξης το φέρουν ακέραιο οι κατήγοροι, οι οποίοι, στην αντίθετη περίπτωση, θα βαρύνονται αιωνίως με την κατηγορία της καθυπόταξης της ηθικής και του δικαίου στην πολιτική σκοπιμότητα της διεκδίκησης με κάθε μέσο της εξουσίας. Και, όπως μάλλον θα συμφωνούσε ακόμη και ο Πυρσογιαννίτης επίδοξος ιερωμένος, ο σκοπός δεν αγιάζει (πάντα) τα μέσα.      
*Ο Γρηγόρης Τζιοβάρας είναι δημοσιογράφος (πολιτικός συντάκτης στο «Πρώτο Θέμα»), περιφερειακός σύμβουλος Θεσπρωτίας στο πρώτο αιρετό Περιφερειακό Συμβούλιο Ηπείρου. Η αρθρογραφία του (ανα)δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα: http://topikakaiatopa.blogspot.com.

Παρασκευή 28 Δεκεμβρίου 2012

Αλεπούδες και σκαντζόχοιροι


Δεν χρειάζεται, νομίζω, να πάσχει κανείς από… προγονοπληξία –ασθένεια ευρέως διαδεδομένη μεταξύ των σύγχρονων συνελλήνων- για να αναγνωρίσει ότι στην αρχαιοελληνική διανόηση βρίσκουν τις ρίζες τους πολλές από τις απόψεις που κυριαρχούν στον σημερινό κόσμο.
Κάνω τη διαπίστωση αυτή, έχοντας μόλις ολοκληρώσει την ανάγνωση του ενδιαφέροντος βιβλίου, με τίτλο «Το σινιάλο και ο θόρυβος», που συνέγραψε, πρόσφατα, ο Αμερικανός δημοσιογράφος Νέιτ Σίλβερ, ο οποίος, παρά το σχετικά νεαρό της ηλικίας του -είναι μόλις 34 ετών- θεωρείται ως «γκουρού» των προγνώσεων στις ΗΠΑ, καθώς, μεταξύ άλλων, προέβλεψε, βασιζόμενος σε επιστημονικές προσεγγίσεις, με μεγάλη ακρίβεια την επικράτηση του Μπαράκ Ομπάμα, τόσο στην τελευταία όσο και στην προηγούμενη προεδρική αναμέτρηση.
«Κλειδί», κατά τη δική μου ανάγνωση, της ανάλυσης του Ν. Σίλβερ, ο οποίος σπούδασε οικονομικά και, πριν ασχοληθεί παθιασμένα με τον τομέα των πολιτικών, οικονομικών και άλλων προγνώσεων, δοκίμασε –με επιτυχές αποτέλεσμα…- την τύχη του στον ηλεκτρονικό τζόγο (!), αποτελεί το επίγραμμα του λυρικού ποιητή του 7ου π.Χ. αιώνα Αρχίλοχου του Πάριου, που λέει «πολλ'  οίδ'  αλώπηξ, εχίνος δε εν, μέγα» και η απόδοση του στα νεοελληνικά είναι: «η αλεπού ξέρει πολλά και ο σκαντζόχοιρος ένα, μεγάλο».
Κατά τη θεώρηση του αρχαιοελληνικού επιγράμματος που κάνει ο συγγραφέας, οι «σκαντζόχοιροι» αφιερώνουν όλη τους τη ζωή σε ένα - δύο ζητήματα που θεωρούν μεγάλα και, λειτουργώντας ως «παλληκαράδες», επιμένουν στις απόψεις τους, τις οποίες είναι απρόθυμοι να αλλάξουν ακόμη και όταν πέφτουν έξω. Είναι δε τόσο προσηλωμένοι στην ιδεολογία τους που περιμένουν ότι οι λύσεις στα καθημερινά προβλήματα θα έρθουν μέσα από κάποια μεγάλη θεωρία ή από έναν μεγάλο αγώνα.
Αντίθετα, οι «αλεπούδες», όπως υποστηρίζει ο Ν. Σίλβερ, χρησιμοποιούν τη συσσωρευμένη διεπιστημονική γνώση και προσαρμόζουν τις προσεγγίσεις τους ανάλογα με τις πραγματικές συνθήκες, ενώ κάνουν, όποτε χρειάζεται, την αυτοκριτική τους. Κυρίως, όμως, αναγνωρίζουν την πολυπλοκότητα που περιβάλλει το σύμπαν στο οποίο ζούμε, δυσπιστούν στις ιδεολογικές εμμονές και βασίζονται περισσότερο στην παρατήρηση και λιγότερο στη θεωρία.
            Ο συγγραφέας έχει την άποψη ότι στον σημερινό πολύπλοκο κόσμο, με την υπερπληθώρα πληροφοριών, οι «αλεπούδες» είναι πιο αποτελεσματικές στο να κάνουν ακριβέστερες προγνώσεις και προβλέψεις για τα μελλούμενα. Κι αυτό διότι, παρότι, ενδεχομένως, υστερούν σε εξειδικευμένη γνώση ενός συγκεκριμένου τομέα, η πλουραλιστική προσέγγιση που έχουν απέναντι στα πράγματα τις βοηθά, αφενός, να αναγνωρίζουν τον «θόρυβο» από τα δεδομένα και, αφετέρου, να έχουν μικρότερη ροπή προς το λάθος «σινιάλο», όπως συμβαίνει με τους εμμονικά μονοδιάστατους «σκαντζόχοιρους».
Διαβάζοντας το βιβλίο είχα πολλές φορές την αίσθηση ότι το επίγραμμα του Αμφίλοχου, όπως και η προέκταση που δίνει σε αυτό ο Νέιτ Σίλβερ, περιγράφουν, εν πολλοίς, τη σημερινή ελληνική πραγματικότητα που, κατά την άποψή μου, κατακλύζεται από «σκαντζόχοιρους», οι οποίοι δυσκολεύονται να αναγνωρίσουν το καινούργιο περιβάλλον που δημιουργείται γύρω μας, επειδή (θέλουν να) είναι προσκολημένοι σε ξεπερασμένα δόγματα, ανιστόρητες δοξασίες και υπερβολικές φαντασιώσεις.
Η παρατηρούμενη, συχνά, άρνηση της πραγματικότητας, η επιμονή σε παρωχημένες θεωρίες που έχουν αποτύχει παταγωδώς όπου εφαρμόστηκαν, η υιοθέτηση αναποτελεσματικών παραδοσιακών τρόπων ανάλυσης για σύγχρονα γεγονότα, είναι στοιχεία που στις μέρες μας προκαλούν μεγάλο «θόρυβο», τέτοιον, όμως, που, τις περισσότερες φορές, μας οδηγεί στο να χάνουμε το «σινιάλο» για να διαχειριστούμε αποτελεσματικά τη νέα πραγματικότητα και, κυρίως, να αντιμετωπίσουμε τις προκλήσεις του μέλλοντος.
Ισχυρισμοί του τύπου «δεν φταίμε εμείς για τον υπερβολικό δανεισμό της χώρας, αλλά εκείνοι που την δάνειζαν», παραδοσιακού χαρακτήρα δοξασίες για «οικοδόμηση συμμαχιών με λαούς του Τρίτου Κόσμου» ως προϋπόθεση εξόδου από την κρίση, ή, ακόμη χειρότερα, φαντασιακές εξιδανικεύσεις του απώτερου παρελθόντος της εκτεταμένης φτώχειας και περιθωριοποίησης για το συντριπτικά μεγαλύτερο τμήμα του ελληνικού πληθυσμού, μαρτυρούν εμμονή που παραπέμπει στους «σκαντζόχοιρους» του επιγράμματος.     
Μια ματιά, εξάλλου, στην ιστορία –πρόσφατη και παλαιότερη, ελληνική και παγκόσμια- δείχνει ότι οι πολυμήχανες και προσαρμοστικές «αλεπούδες» είναι εκείνες που μπορεί να αδράξουν τις ευκαιρίες και να αλλάξουν τον κόσμο, επειδή ακριβώς δεν παραμένουν προσκολλημένες σε δόγματα και αντιμετωπίζουν την πραγματικότητα όχι όπως θα ήθελαν να είναι, αλλά όπως πραγματικά είναι και όπως οι ίδιες με την προσπάθεια τους μπορεί να τη διαμορφώσουν.
Νομίζω, λοιπόν, πως το καλύτερο που έχουμε να κάνουμε, ειδικά τούτες τις μέρες, που δίνουν αφορμές για ανασκοπήσεις και εσωτερικές ενατενίσεις, είναι να (ξανα-)δούμε με «αλεπουδίσια» ματιά την -ούτως ή άλλως, πολύπλοκη και γεμάτη αβεβαιότητες- πραγματικότητα που βιώνουμε. Έτσι ώστε, διδαγμένοι από τα παθήματα του παρελθόντος και με αυτοκριτική –και όχι μόνον σκέτα κριτική- διάθεση, να προσπαθήσουμε να την αλλάξουμε.     
*Ο Γρηγόρης Τζιοβάρας είναι δημοσιογράφος (πολιτικός συντάκτης στο «Πρώτο Θέμα»), περιφερειακός σύμβουλος Θεσπρωτίας στο πρώτο αιρετό Περιφερειακό Συμβούλιο Ηπείρου. Η αρθρογραφία του (ανα)δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα: http://topikakaiatopa.blogspot.com. 

Τετάρτη 19 Δεκεμβρίου 2012

Το «έγκλημα» δεν ήταν στιγμιαίο, το ίδιο και η ανάκαμψη

Η ζωή, αρκετές φορές, ξεπερνάει και την πιο οργιώδη φαντασία. Γιατί, αλήθεια, ποιος θα φανταζόταν πριν από τρία ή πέντε χρόνια ότι θα ερχόταν  η ώρα που θα περνούσαν την πόρτα του Κορυδαλλού ή θα απειλούνταν με αυτήν, τόσοι μεγαλόσχημοι που μέχρι πρότινος, κατέκλυζαν τις σελίδες του lifestyle, παριστάνοντας τους μεγάλους «χορηγούς» με χρήματα που, προφανώς, δεν ήταν δικά τους;
Το πάθημα του Γιώργου Κοσκωτά, ο οποίος με τα κλεμμένα της Τράπεζας Κρήτης, αγόραζε, στα μέσα της δεκαετίας του ΄80 «ό,τι πετούσε και ό,τι κολυμπούσε», για να βρεθεί σε λιγότερο από μια δεκαετία πίσω από της φυλακής τα σίδερα, όχι μόνον δεν φαίνεται να έγινε μάθημα, αλλά, μάλλον, λειτούργησε ως πρότυπο για το «επιχειρείν» στην Ελλάδα από πλειάδα ασφαλιστών, κατασκευών, τραπεζιτών, ακόμη και… μόδιστρων!    
Τις ίδιες παραδοξότητες παρατηρεί κανείς και στον τρόπο που διαμορφώθηκε η πολιτική ζωή, ιδίως μετά το ξέσπασμα της κρίσης. Γιατί, πόσο υψηλές, άραγε, μαντικές ικανότητες θα έπρεπε να διέθετε κανείς για να προβλέψει πριν από δυο τρία χρόνια ότι ένας μικρομεσαίος βουλευτής, χωρίς καμία προηγούμενη θετική διάκριση στη ζωή του, θα πετύχαινε, μέσα από τα social media, να πείσει το 10% των Ελλήνων ότι έχει στο τσεπάκι του όλες τις μαγικές λύσεις και μεταξύ αυτών να απαλλάξει, εν μια νυκτί, τη χώρα από το «επονείδιστο» χρέος;
Εκεί, που, κατά το παρελθόν, απέτυχαν προσωπικότητες με οντότητα, οι οποίοι, σε ορισμένες, τουλάχιστον, περιπτώσεις, είχαν τη δυνατότητα να αρθρώσουν έναν λόγο διαφορετικό από τον κυρίαρχο δικομματισμό, εμφανίστηκαν από το… πουθενά σχήματα, όπως οι «Ανεξάρτητοι Έλληνες» του κ. Πάνου Καμμένου, που τσαλαβουτώντας στα θολά νερά της κρίσης, αλίευσαν τόσες ψήφους που ούτε στα όνειρά τους δεν είχαν πολιτικοί όπως ο Κωστής Στεφανόπουλος, ο νυν πρωθυπουργός Αντώνης Σαμαράς, ο Δημήτρης Τσοβόλας, ο Γιώργος Καρατζαφέρης, ο Γιάγκος Πεσμαζόγλου, ο Αντώνης Τρίτσης, ο Γεράσιμος Αρσένης και –γιατί όχι;- ο Λεωνίδας Κύρκος και άλλοι που αποτόλμησαν να ιδρύσουν τα δικά τους κόμματα.
Η φάση αποσύνθεσης, στην οποία υπεισέρχεται, πλέον, το κόμμα Καμμένου, καθώς οι… δράκοι των συνωμοσιολογικών παραμυθιών φαίνεται να καταπίνουν και τον ίδιο τον εμπνευστή τους, όπως και οι χειροπέδες που φορούν ο ένας μετά τον άλλο οι νεόκοποι ολιγάρχες που πρωταγωνίστησαν στην οικονομική ζωή των τελευταίων δεκαετιών, είναι, κατά την άποψή μου, δύο άκρως διδακτικές ιστορίες. Που βοηθούν να ερμηνεύσει κανείς τη βαθιά και γενικευμένη κρίση που διαπερνά την ελληνική κοινωνία. Και, ταυτόχρονα, να ανιχνεύσει τις προοπτικές που δημιουργούνται για την έξοδο από το μακρύ τούνελ της ύφεσης.
            Μαζί με την οικονομική χρεοκοπία της χώρας, χρεοκόπησαν και πολλά άλλα. Χρεοκόπησε, πρωτίστως, το παρασιτικό μοντέλο του κρατικοδίαιτου επιχειρηματία, ο οποίος δεν αναλάμβανε κανένα επενδυτικό ρίσκο, αλλά βολευόταν με τις μεθόδους της διαπλοκής που συνοψίζονται στο τρίπτυχο: κρατικές επιχορηγήσεις και στραβά μάτια για τη στρέβλωση του υγιούς ανταγωνισμού, τραπεζικά θαλασσοδάνεια, ανεξάντλητη ρευστότητα από τα άνευ ουσιαστικού αντικρίσματος «χαρτιά» που «μοσχοπουλούσε» στο χρηματιστηριακό καζίνο της Σοφοκλέους. Χρεοκόπησε, επίσης, το πελατειακό κράτος, αλλά και ο λαϊκισμός που το συνόδευε και καθήλωνε τη χώρα στην ακινησία.
Όλα αυτά, βεβαίως, δεν έγιναν ούτε σε μια μέρα, ούτε σε έναν μήνα, ούτε καν σε μια τετραετία. Είναι παθογένειες δεκαετιών, στις οποίες δεν συνέβαλε ένας και μόνον παράγων, ούτε μια παράταξη, αλλά ένα ολόκληρο «σύστημα». Τα αίτια του προβλήματος είναι βαθιά και αποτελεί τεράστια αυταπάτη και πελώρια κοροϊδία να θέλει να πείσει κάποιος ότι η απάντηση μπορεί να βρει τη λύση στον απλοϊκό διαχωρισμό: μνημόνιο και αντιμνημόνιο.
Το δίπολο, άλλωστε, «μνημόνιο – αντιμνημόνιο» ή όποιο άλλο απλουστευμένο ερμηνευτικό σχήμα, που θέλει όλα να ξεκίνησαν για έναν λόγο και κάποια συγκεκριμένη στιγμή, π.χ. τον Μάιο του 2010, όταν, από το Καστελόριζο, ο τότε πρωθυπουργός ανακοίνωσε την ένταξη στο μηχανισμό στήριξης Ευρωπαϊκής Ένωσης και ΔΝΤ, απαλλάσσει των ευθυνών της την κρατικοδίαιτη επιχειρηματική διαπλοκή και τους ταγούς που την υπέθαλψαν. Δίνει συγχωροχάρτι στο πολύχρονο πάρτι των μεσαζόντων στους εξοπλισμούς και τις άλλες κρατικές προμήθειες. Παραβλέπει τον σχεδόν μόνιμο δημοσιονομικό εκτροχιασμό. Κλείνει τα μάτια στην κραιπάλη του υπερδανεισμού για να βολευτούν «δικά μας παιδιά», να πληρωθούν «μαϊμού» συντάξεις, να επιδοτηθούν συνδικαλιστικές ηγεσίες, να εξαγοραστούν μέσα ενημέρωσης. 
Αν έχουν κάποια αξία τούτες οι σκέψεις, δεν είναι για να επαναλάβουμε τις, εν πολλοίς, γνωστές διαπιστώσεις για τη δυσμενή πραγματικότητα που βιώνουμε. Είναι, κυρίως, για να συνειδητοποιήσουμε ότι το «έγκλημα» που συντελέστηκε όλα τα προηγούμενα χρόνια δεν ήταν στιγμιαίο. Ήταν διαρκές, αλλά χρειάστηκε χρόνο για να αποκαλυφθεί σε όλη την έκταση που τώρα βλέπουμε να φανερώνεται μπροστά μας.
Έχει, επίσης, σημασία να συνειδητοποιήσουμε ότι καμία κρίση, ποτέ δεν ήταν αιώνια. Οι κοινωνίες που τις αντιμετώπισαν, ακόμη και η νεοελληνική που βίωσε άλλες τρεις μεγάλες χρεοκοπίες, τις ξεπέρασαν όταν ήρθε το πλήρωμα του χρόνου, ο οποίος για να επιταχυνθεί απαιτεί σχέδιο, αλλά, πάνω από όλα, δημιουργική προσπάθεια.  Από τη χρεοκοπία επί των ημερών του Χαριλάου Τρικούπη, η χώρα λίγα χρόνια μπήκε δυνατή στους Βαλκανικούς Πολέμους. Και από την χρεοκοπία των αρχών της δεκαετίας του 30, όταν έφθασαν στα μέρη μας οι επιπτώσεις του Μεγάλου Κραχ του 1929, οδηγηθήκαμε στο έπος του 40.
 Χωρίς, λοιπόν,  να παριστάνω τον… μάγο, έχω εδραία την πεποίθηση ότι η ανάκαμψη δεν μπορεί παρά να έρθει. Μόνον, όμως, που, όπως το «έγκλημα» δεν ήταν στιγμιαίο, έτσι και η ανάκαμψη δεν θα είναι στιγμιαία. Ή, με τα λόγια του ποιητή, «για να γυρίσει ο ήλιος θέλει δουλειά πολλή…».  
   
*Ο Γρηγόρης Τζιοβάρας είναι δημοσιογράφος (πολιτικός συντάκτης στο «Πρώτο Θέμα»), περιφερειακός σύμβουλος Θεσπρωτίας στο πρώτο αιρετό Περιφερειακό Συμβούλιο Ηπείρου. Η αρθρογραφία του (ανα)δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα: http://topikakaiatopa.blogspot.com.     

Πέμπτη 13 Δεκεμβρίου 2012

Οι φόροι και οι μύθοι

Παρακολουθώ, όχι με ιδιαίτερη έκπληξη είν΄ αλήθεια, αφού πρόκειται περί πολυπαιγμένου έργου και μάλιστα με τους ίδιους, σχεδόν, πρωταγωνιστές, τον τρόπο με τον οποίο διεξάγεται ο λεγόμενος «δημόσιος διάλογος» για το φορολογικό νομοσχέδιο. Τα όσα, ωστόσο, ακούγονται, κυρίως κατά τη διάρκεια του άφθονου χρόνου που αφιερώνουν τα βραδινά τηλεοπτικά δελτία –και των πρωινάδικων, όπως πληροφορούμαι, αλλά δεν έχω ιδία αντίληψη, γιατί τα αποφεύγω-, είναι, κατά την άποψή μου, εξοργιστικά.
Με… ιερά οργή οι σχολιαστές των «οκτώ» κατακεραυνώνουν κάθε -εικαζόμενη, πολλές φορές- ρύθμιση που μπορεί να συμβάλει στην δικαιότερη κατανομή των βαρών, ίσως επειδή αναγκαστικά περνάει μέσα από την αύξηση της δικής τους φορολογικής επιβάρυνσης, υπερασπιζόμενοι ακόμη και την κατάργηση φοροαπαλλαγών που αποδείχθηκαν ατελέσφορες, την ίδια ώρα που με ικανοποίηση χαιρετίζουν κάθε μέτρο που μειώνει τα συνολικά έσοδα του κράτους. 
Υποτίθεται ότι μιλούν από την πλευρά του… λαού και της κοινωνίας, θέλοντας να πείσουν ότι, τάχατες, προασπίζουν τα συμφέροντα τους από τους… φορομπήχτες του υπουργείου Οικονομικών. Και για να ενισχύσουν ακόμη περισσότερο το υποτιθέμενο αντιμνημονιακό τους προφίλ, τραβάνε και ένα καταχέριασμα στους ανάλγητους τροϊκανούς… κατακτητές.
Στην πραγματικότητα, όμως, όλοι αυτοί στρέφονται κατά των αδυνάτων, οι οποίοι, όσο και αν ακούγεται παράδοξο μέσα στη θολούρα στην οποία καλείται να βρει άκρη η ελληνική κοινωνία, είναι εκείνοι που πριν από όλους πλήττονται όταν μειώνονται τα έσοδα του κράτους ή περιορίζονται οι εισπράξεις από την άμεση φορολογία και γίνεται επιτακτική ανάγκη η αύξηση των έμμεσων φόρων.
Το ενάμισι εκατομμύριο των ανέργων, όπως και η συντριπτική πλειονότητα των μικροσυνταξιούχων και χαμηλόμισθων, όχι μόνον δεν έχει να φοβηθεί τίποτε από την αύξηση των αμέσων φόρων, αλλά αν ήταν σωστά ενημερωμένοι και αν, επιπλέον, είχαν στοιχειώδη εμπιστοσύνη στην αποτελεσματικότητα του κράτους, θα έπρεπε να εύχονται την ακόμη μεγαλύτερη αύξηση της φορολογίας επί των υψηλότερων εισοδημάτων, όπως, άλλωστε, συμβαίνει στις περισσότερες σοβαρές χώρες του κόσμου.
Γνωρίζω τον –κατ΄ εμέ- εύκολο αντίλογο όλων αυτών των κηνσόρων, όπως και των πολιτικάντηδων που επενδύουν σε αυτή την πολιτική ατζέντα, καθώς επαναλαμβάνεται σχεδόν μονότονα κάθε βράδυ μέσα από το μυθοποιημένο στερεότυπο ερώτημα: «Και τι θα γίνει με την κατανάλωση; Τι θα κάνει η αγορά που έχει στεγνώσει, με αποτέλεσμα να κλείνουν χιλιάδες καταστήματα;».
Η απάντηση, κατά τη γνώμη μου, είναι απλή: Αν είναι να δουλεύει η αγορά, όπως δούλευε τόσα χρόνια, πουλώντας κάθε είδους εισαγόμενα προϊόντα και αδιαφορώντας για την καταστροφή που συντελέστηκε στην εγχώρια παραγωγή και οδήγησε στην απόλυτη ανισορροπία του εμπορικού ισοζυγίου –τη βασική, δηλαδή, πηγή των προβλημάτων της ελληνικής οικονομίας-, οι πολίτες αυτής της χώρας δεν πρόκειται να… σωθούν ακόμη και αν  –προς χαράν των τηλεσχολιαστών- μηδενιζόταν οι φορολογικοί συντελεστές.
Οι όψιμοι, δήθεν, «κεϊνσιανιστές», μέσα στον αντιμνημονιακό τους οίστρο, παραβλέπουν, για παράδειγμα, την τεράστια ζημιά που προκλήθηκε όταν στις αρχές του 2009 κάποιοι οικονομικοί «φωστήρες» είχαν την φαεινή έμπνευση (;) να δώσουν κίνητρα – επιχορηγήσεις και μείωση φόρων- για την αγορά κλιματιστικών και μεγάλου κυβισμού αυτοκινήτων, έχοντας την ψευδαίσθηση ότι η επίπλαστη ευημερία που στηρίζονταν στα δανεικά, τα οποία δινόταν ακόμη αφειδώς, χάρις και στην παραποίηση των στατιστικών στοιχείων, θα ήταν αιώνια.    
Αντ΄ αυτών, θα μπορούσαν, ακόμη και τώρα μπορούν, να ισχύσουν κίνητρα για την τόνωση του εσωτερικού τουρισμού, για την ενίσχυση καινοτόμων επιχειρήσεων ή για την επιδότηση εταιριών που δημιουργούν θέσεις εργασίας σε κλάδους που στηρίζουν τα παραγωγικά συγκριτικά πλεονεκτήματα της χώρας. Γι΄ αυτά, όμως, δεν γίνεται κανένας δημόσιος διάλογος, ούτε εκδηλώνεται ενδιαφέρον από τα τηλεοπτικά δελτία, προφανώς γιατί αυτοί που τα σχεδιάζουν βολεύονται με τη μείωση της φορολογίας.  
Από… ιδρύσεως κόσμου, όμως, η φορολογία -και η δη η άμεση- είναι το κατ΄ εξοχήν, αναδιανεμητικό μέτρο που διαθέτει μια στοιχειωδώς οργανωμένη Πολιτεία. Μέσω της φορολόγησης αποφεύγονται συνθήκες κοινωνικής ζούγκλας και στηρίζονται τα εισοδηματικά πιο αδύναμα μέλη κάθε κοινωνίας που έχουν την ανάγκη του δασκάλου για τα παιδιά τους, του αστυνομικού που να εμπεδώνει το κλίμα ασφάλειας στις γειτονιές τους, του δικαστή από τον οποίο μπορεί να βρουν το δίκιο τους.
Αρκεί, βεβαίως, η Πολιτεία αυτή να διαθέτει αποτελεσματικούς ελεγκτικούς μηχανισμούς που να συλλέγουν τους αναλογούντες φόρους, αλλά να κατοικείται και από συνειδητούς πολίτες που να πληρώνουν πρώτα τους δικούς τους φόρους τους, αναλογικά με τα εισοδήματα και την περιουσία που διαθέτουν και, κατόπιν, να απαιτούν, δικαίως, να πληρώνουν και οι άλλοι. Η φοροδιαφυγή, όμως,  των άλλων, που πολλές φορές οι ίδιοι την υποθάλπουμε, δεν μπορεί να αποτελεί μόνιμο άλλοθι.      
Ξέρω ότι, για ιστορικούς και όχι μόνον λόγους, στην Ελλάδα δεν υπήρξε ποτέ mainstream (πόσω μάλλον στις μέρες μας, μέρες γενικευμένης σύγχυσης και απολύτως συγκεχυμένων απόψεων για το πώς και το γιατί φθάσαμε εδώ που είμαστε) να τάσσεται κανείς υπέρ των φόρων, αλλά αν τώρα δεν ειπωθεί η αλήθεια και δεν επικρατήσει η λογική δεν πρόκειται να βγούμε ποτέ από τον κρίση.
   
*Ο Γρηγόρης Τζιοβάρας είναι δημοσιογράφος (πολιτικός συντάκτης στο «Πρώτο Θέμα»), περιφερειακός σύμβουλος Θεσπρωτίας στο πρώτο αιρετό Περιφερειακό Συμβούλιο Ηπείρου. Η αρθρογραφία του (ανα)δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα: http://topikakaiatopa.blogspot.com.

Πέμπτη 6 Δεκεμβρίου 2012

Αχ, αυτές οι εκλογές…

             Πριν από λίγες μέρες ο πλανήτης ολόκληρος συγκλονίστηκε από τις εικόνες με τα βομβαρδισμένα κτίρια στην Παλαιστίνη. Εκατοντάδες άνθρωποι, άμαχοι στην πλειονότητά τους, έχασαν τη ζωή τους από τις επιδρομές της ισραηλινής αεροπορίας στη Λωρίδα της Γάζας που διέταξε ο πρωθυπουργός Μπέντζαμιν Νετανιάχου.
            Την περασμένη βδομάδα η γειτονική Αλβανία γιόρταζε τα 100 από την ανεξαρτησία της. Έξω από το κτίριο που λάμβανε χώρα πλήθος κόσμου ποδοπατήθηκε για να εξασφαλίσει ένα μικρό κομμάτι από την τούρτα γενεθλίων, την ίδια ώρα που μέσα στην αίθουσα ο πρωθυπουργός Σαλί Μπερίσα σε ένα εθνικιστικό παραλήρημα διεκδικούσε τον… τριπλασιασμό της χώρας του και την επέκταση της από την Ποντγκόριτσα ως την… Πρέβεζα!    
            Την περασμένη Κυριακή η γερμανίδα καγκελάριος Άγκελα Μέρκελ έδωσε συνέντευξη στην οποία είπε ότι μετά το 2014 ή το 2015 μπορεί να επανεξεταστεί το θέμα της διαγραφής -ενός ακόμη- μέρους του ελληνικού χρέους. Μια μέρα μετά, ο εκπρόσωπος της είπε ότι παρερμηνεύτηκαν οι δηλώσεις της και δεν εννοούσε αυτό που κατάλαβαν όσοι διάβασαν τη συνέντευξη, ότι δηλαδή η νέα αναδιάρθρωση των δανείων της Ελλάδας είναι αναπόφευκτη.
            Τι ενώνει αυτές τις –από πρώτη άποψη- εντελώς αταίριαστες μεταξύ τους ιστορίες; Το γεγονός ότι και οι τρεις πρωταγωνιστές έχουν μπροστά τους εκλογική δοκιμασία και τους επόμενους μήνες θα κριθούν από τους λαούς τους: ο «πολεμοχαρής» Νετανιάχου τον Ιανουάριο, ο «υπερπατριώτης» Μπερίσα τον Ιούνιο και η «καλβινίστρια» Μέρκελ τον Σεπτέμβριο.
Οι («τζούφιες», τις περισσότερες φορές) ρουκέτες από τα παλαιστινιακά εδάφη προς το Ισραήλ εκτοξεύονταν και πέρυσι και προπέρυσι, αλλά ο ισραηλινός πρωθυπουργός αποφάσισε να δείξει την πυγμή του τώρα που είναι η ώρα να διεκδικήσει τις ψήφους των συμπατριωτών του που ενστερνίζονται το «οφθαλμόν αντί οφθαλμού…».
Μια εκατονταετηρίδα συμπλήρωσαν εκεί που είναι σήμερα τα αλβανικά σύνορα και μέχρι πρότινος μόνον ακραίες ομάδες, όπως η προσφάτως σχηματισθείσα «Ερυθρόμαυρη Συμμαχία», προέτασσαν την ατζέντα του αλυτρωτισμού. Στο εξάμηνο που μεσολαβεί ως τις κάλπες δεν αποκλείεται οι επεκτατικές βλέψεις των πολιτικάντηδων της γείτονος να φθάσουν ως το Βελιγράδι και να περάσουν και την… υποθαλάσσια γέφυρα του Ακτίου.
Την περασμένη Παρασκευή, στη συζήτηση στη γερμανική Βουλή για την έγκριση των πρόσφατων αποφάσεων του Eurogroup, τα κόμματα της αντιπολίτευσης είπαν ευθέως ότι δεν δίνεται οριστική λύση στο ελληνικό πρόβλημα, εξαιτίας των εκλογικών υπολογισμών της κυρίας Μέρκελ, το… αυτί της οποίας, όμως, δεν ίδρωσε, όπως άλλωστε και του στελεχιακού της δυναμικού που την επανεξέλεξε στην ηγεσία του CDU με… σοβιετικό ποσοστό.     
Μας αρέσει ή όχι, έτσι, δυστυχώς, είναι η πολιτική και κατ΄ αυτόν τον τρόπο λειτουργούν οι πολιτικοί. Οι εκλογικές ανάγκες των κομμάτων και των προσώπων που ηγούνται ή συμμετέχουν σε αυτά, αποτελούν καθοριστικό παράγοντα από τη μια για να καταστρωθούν στρατηγικές ή να χαραχθούν τακτικές και από την άλλη για να ερμηνευτούν πρωτοβουλίες και να εξηγηθούν συμπεριφορές.
Καλώς ή κακώς, το «χάιδεμα των αυτιών» δεν είναι ίδιον μόνον των εγχώριων πολιτικών που τις παραμονές των εκλογών ανακαλύπτουν «λεφτά (που δεν) υπάρχουν», βρίσκουν πολλαπλάσια «ισοδύναμα» από την κατάργηση της (αόρατης) σπατάλης, είναι έτοιμοι να αρχίσουν διαπραγματεύσεις για την «απαγκίστρωση από το μνημόνιο» ή –ακόμη… χειρότερα- υπόσχονται τον… ουρανό με τα άστρα και, μάλιστα, «με ένα νομοσχέδιο και σε ένα άρθρο». 
Ας τα έχουμε, λοιπόν, όλα τούτα υπόψη μας όταν κρίνουμε όχι μόνον την εσωτερική πολιτική κατάσταση, αλλά και τα -περισσότερο πολύπλοκα- τεκταινόμενα στη διεθνή σκηνή που μας αφορούν και επηρεάζουν τις ζωές μας. Θα ερμηνεύσουμε, νομίζω, καλύτερα όσα συμβαίνουν γύρω μας αν συναισθανθούμε ότι, όπως εμείς ευαρεστούμαστε να ακούμε ευχάριστα πράγματα και επιλέγουμε –πλειοψηφικά- εκπροσώπους με αυτό το κριτήριο, το ίδιο, λίγο ως πολύ, συμβαίνει και με τους υπόλοιπους λαούς.
Επειδή, όμως, εμείς, με αυτά και με αυτά, ως χώρα πιάσαμε, πλέον, πάτο, στο χέρι μας είναι να κλείσουμε τα αυτιά στις σειρήνες της ευκολίας και να τείνουμε ευήκοον ους στον ορθολογισμό και στην υπευθυνότητα, που έχω την άποψη ότι αποτελούν τα βασικά προαπαιτούμενα για να αρχίσουμε να βγαίνουμε από την κρίση.   
   
*Ο Γρηγόρης Τζιοβάρας είναι δημοσιογράφος (πολιτικός συντάκτης στο «Πρώτο Θέμα»), περιφερειακός σύμβουλος Θεσπρωτίας στο πρώτο αιρετό Περιφερειακό Συμβούλιο Ηπείρου. Η αρθρογραφία του (ανα)δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα: http://topikakaiatopa.blogspot.com.